Στόχος να ανακηρυχθεί μαντρόσκυλο της γειτονιάς
Μ ετά τις εκλογικές νίκες της ΝΔ μέσα στο 2023, ο Μητσοτάκης έχει προαναγγείλει ένα μπαράζ νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό, με βάση τις «παραγγελιές» της κυρίαρχης τάξης.
Όμως, παράλληλα, η κυβέρνηση επιδεικνύει μια υπερ-δραστηριότητα στο διπλωματικό πεδίο, επιδιώκοντας να καταγραφεί μέσα στο 2024 μια σαφής γεωπολιτική αναβάθμιση του ελληνικού κράτους.
Σε συμβολικό επίπεδο αυτό θα κριθεί τον Ιούνη του 2024, με την ψηφοφορία στη Γ.Σ. του ΟΗΕ σχετικά με την ελληνική υποψηφιότητα για το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού. Στο (πολύ) πιο σκληρό επίπεδο της ισχύος, αυτό θα κριθεί με την υλοποίηση της ελληνικής συμμετοχής στο πρόγραμμα των αμερικανικών μαχητικών F35.
Το «μυστικό» πίσω από αυτόν τον φιλόδοξο στόχο είναι οι πλάτες των Αμερικανών. Πλάτες που διασφαλίζονται με πληρωμές τοις μετρητοίς. Η προθυμία της κυβέρνησης Μητσοτάκη να συμμετάσχει ελληνική φρεγάτα στην επιχείρηση «Prosperity Guardian», δηλαδή στην υπό αμερικανική διοίκηση πολυεθνική πολεμική δύναμη «αστυνόμευσης» του κόλπου του Άντεν και της Ερυθράς, την ώρα που οι Ευρωπαίοι μετά κόπου έκρυβαν τις ανησυχίες τους, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς χτίζονται αυτές οι «φιλίες».
Συμμαχία με ΗΠΑ
Λίγο πριν τη συνάντησή του με τον Μητσοτάκη στα Χανιά, ο Αμερικανός υπ. Εξ. Άντονι Μπλίνκεν δήλωσε ότι οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις βρίσκονται σε «ιστορικό απόγειο». Πράγματι μετά την υπογραφή της «Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας» (MDCA), ο Μπλίνκεν έχει κάνει ψωμοτύρι τις συναντήσεις με κορυφαίους εκπροσώπους του ελληνικού κράτους. Το επόμενο επεισόδιο θα παιχθεί στην Ουάσινγκτον, όπου ήδη προσκλήθηκε για επίσημη επίσκεψη ο Γεραπετρίτης.
Σε αυτό το διάστημα ο ελλαδικός χώρος έχει μετατραπεί σε ένα αποφασιστικής σημασίας σημείο στήριξης της πολεμικής μηχανής των ΗΠΑ. Η Σούδα, η Λάρισα και η Αλεξανδρούπολη είναι πλέον για τους Αμερικανούς οι πιο πολύτιμοι τόποι στην Ανατολική Μεσόγειο. Και ήδη τρέχουν οι διεργασίες για να διατεθεί ένα νησί (Η Σκύρος; Η Λήμνος;) για μια ακόμα στρατηγική βάση των ΗΠΑ.
Η σχέση αυτή μόνο αδιάφορη δεν ήταν για την Τουρκία. Θυμίζουμε ότι η Αλεξανδρούπολη, ως πύλη εισόδου των νατοϊκών δυνάμεων στο χερσαίο διάδρομο προς τη Μαύρη Θάλασσα, σχεδιάστηκε και υλοποιήθηκε από τους Αμερικανούς με βασικό κριτήριο την παράκαμψη της στρατηγικής σημασίας των Στενών.
Η σχέση αυτή σφραγίστηκε με τα θηριώδη εξοπλιστικά προγράμματα των τελευταίων ετών. Η αναβάθμιση των ελληνικών F16 σε επίπεδο Viper, η αγορά των Ραφάλ και των Μπελχάρα, οι μαζικές αγορές πυραυλικών συστημάτων από το Ισραήλ κ.ά. οδήγησαν, κατά τον διεθνή Τύπο, «στην ανατροπή του στρατιωτικού πλεονεκτήματος στην Ανατολική Μεσόγειο, υπέρ του ελληνικού κράτους». Σε αυτή την πορεία η αγορά των F35 είναι μια αποφασιστική κλιμάκωση. Θυμίζουμε ότι η παραγγελία του ελληνικού κράτους, που έχει «κατ’ αρχήν» εγκριθεί από τους Αμερικανούς, κάνει λόγο για 40 F35! Ακόμα και αν μια μόνο μοίρα από αυτά τα αεροπλάνα παραδοθεί τελικά, τότε ο συσχετισμός των δυνάμεων θα έχει ποιοτικά διαφοροποιηθεί.
Σε αυτή την επιλογή της διαρκούς αναβάθμισης των ελληνοαμερικανικών σχέσεων συγκλίνουν και λογοδοτούν όλες οι διπλωματικές επιλογές του ελληνικού κράτους: η γραμμή για την Ουκρανία, η γραμμή για τη Γάζα, οι «άξονες» με το Ισραήλ, την Αίγυπτο και τα Εμιράτα, τα «ανοίγματα» στην Ινδία κλπ. Και ο Μητσοτάκης ελπίζει ότι έφτασε η ώρα της ανταμοιβής, η ώρα που η ασύστολη φιλοαμερικανική πολιτική του θα «πάει στο ταμείο».
Ελληνοτουρκικά:
Επαναξιολόγηση;
Από αυτή τη σκοπιά πρέπει να «διαβάσει» κανείς τις εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά την επίσκεψη Ερντογάν και τη Διακήρυξη της Αθήνας, όπου διατυπώθηκε η πρόθεση των δύο κυβερνήσεων να ελέγξουν τις εκατέρωθεν «ορμές» και να αποφύγουν τον ανεξέλεγκτο εκτροχιασμό προς ένα «θερμό επεισόδιο». Με τον κίνδυνο επέκτασης του πολέμου στη Μέση Ανατολή και οι δυο κυβερνήσεις γνωρίζουν ότι δεν έχουν πλέον πολυτέλειες λεονταρισμών, ο Ερντογάν αναζητά «γέφυρες» προς τη Δύση και η Αθήνα, πατώντας στις αμερικανικές και γαλλικές πλάτες, δείχνει μια αναβαθμισμένη αυτοπεποίθηση.
Ο Συρίγος που δήλωσε ότι η Συνθήκη της Λοζάνης είναι ξεπερασμένη, δεν είναι ένας βλάκας. Είναι πολλοί πλέον οι Έλληνες «εμπειρογνώμονες» που εκτιμούν ότι οι σχέσεις των δυο χωρών δεν θα κριθούν στην παλαιά «βαριά ατζέντα» (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ, αγωγοί κ.ο.κ.) που, τελικά, μπορεί να παραπεμφθεί στο Δικαστήριο της Χάγης. Αντίθετα θα κριθούν στα ζητήματα «σκληρής» κυριαρχίας στο Αιγαίο (στρατιωτικοποίηση νησιών, εύρος χωρικών υδάτων και εναέριου χώρου) όπου η ελληνική πολιτική των τελευταίων χρόνων έχει δημιουργήσει «τετελεσμένα» που ξεπερνούν, και μάλιστα κατά πολύ, την όποια «ανάγνωση» της Συνθήκης της Λοζάνης. Εάν μάλιστα οι ΗΠΑ εντάξουν το πολεμικό αεροδρόμιο της Σκύρου ή της Λήμνου σε επίσημο καθεστώς νατοϊκής βάσης, τότε θα εμφανίζεται ο «διεθνής παράγων» να καταργεί το κομβικό άρθρο της Λοζάνης που απαγόρευε τη στρατιωτικοποίηση των νησιών, ως εγγύηση του καθεστώτος ελεύθερης διεθνούς ναυσιπλοΐας στο Αιγαίο. Ο Συρίγος -πρώην μέλος του εθνικιστικού Δικτύου 21- βάζοντας στο τραπέζι της δημόσιας συζήτησης την αναθεώρηση της Λοζάνης, υπήρξε πράγματι «λαγός»: έδειξε ότι μια «τακτοποίηση» των ελληνοτουρκικών σχέσεων πρέπει αναγκαστικά να περάσει μέσα από μια νέα διατύπωση του συσχετισμού δύναμης μεταξύ των δύο χωρών, όπως ήταν η Λοζάνη υπό την εγγύηση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Ο «λαγός» (ένας πρώην υφυπουργός του κυβερνητικού κόμματος) κυρίως έτρεξε προς μια κατεύθυνση γρήγορης κατοχύρωσης κερδών στο Αιγαίο, αδιαφορώντας για τις επικίνδυνες συνέπειες, παρά προς μια κατεύθυνση «μειοδοσίας».
Τα άρθρα της Λοζάνης στάζουν κυριολεκτικά αίμα, το αίμα μιας γενιάς που υποχρεώθηκε να πολεμήσει στα Βαλκάνια για περισσότερο από 10 χρόνια. Όποιος πιστεύει ότι οι πλάτες των Αμερικανών και της ΕΕ θα αρκέσουν για να επαναδιατυπωθεί μια τέτοια Συνθήκη χωρίς κινδύνους πολεμικής εκτροπής, δεν έχουν καταλάβει τίποτα από την ιστορία της περιοχής.
Πολυδιάστατη;
Μετά την επίσκεψη στην Αθήνα του πρωθυπουργού της Ινδίας, Ναρέντρα Μόντι, οι σχέσεις με την Ινδία εκτινάχθηκαν προς τα πάνω στην ατζέντα της ελληνικής διπλωματίας.
Οι δύο χώρες αναβάθμισαν τις σχέσεις τους σε επίπεδο «στρατηγικής συμμαχίας», δεσμεύτηκαν να διπλασιάσουν σε ένα χρόνο (!) το μέγεθος των εμπορικών συναλλαγών τους, και υπέγραψαν μια σειρά από στρατιωτικές συμφωνίες που, τότε, πολλοί έτειναν να υποτιμήσουν.
Σήμερα οι δύο χώρες εμφανίζονται ως τα άκρα ενός ναυτικού «τόξου» ελέγχου των θαλασσών απ’ όπου διέρχεται πάνω από το 30% των ναυτικά διακινούμενων φορτίων διεθνώς: Ινδικός-Άντεν-Ερυθρά Θάλασσα-Ανατολική Μεσόγειος.
Μέσα στο κλίμα διαρκούς επιδείνωσης των ινδοκινεζικών σχέσεων, η Αθήνα φιλοδοξεί να αναλάβει το ρόλο της γέφυρας εμπορικής επικοινωνίας της Ινδίας με την ΕΕ, αλλά και ευρύτερα της διπλωματικής γέφυρας μεταξύ του ακροδεξιού καθεστώτος Μόντι με την Δύση. Αυτή η πολιτική ενθαρρύνεται ιδιαίτερα από το Νέο Δελχί, όπου έχει προσκληθεί ήδη ο Γεραπετρίτης για μια επίσκεψη με ατζέντα που διογκώνεται διαρκώς.
Όσοι θεωρούν τους BRICS ως «ενιαίο μπλοκ» κάνουν σοβαρό λάθος και η ιδιαίτερα θερμή ανάπτυξη των ελληνο-ινδικών σχέσεων αποτελεί μια σοβαρή απόδειξη αυτού του ισχυρισμού.
Όμως ο Μητσοτάκης προωθεί και μια «θεματική» διεύρυνση της διπλωματίας του. Μέσα στο 2024 θα συγκληθεί στην Αθήνα, υπό την εποπτεία των Αμερικανών, το διεθνές συνέδριο Our Ocean Conference, τάχα για την προστασία των θαλασσών από τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης. Στην πραγματικότητα θα πρόκειται για τα ζητήματα διασφάλισης της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας στους κρίσιμους ναυτικούς δρόμους. Και η Αριστερά οφείλει να βρει γρήγορα το μαζικό και αποτελεσματικό τρόπο για να απαντήσει στην πράξη σε αυτό το συνέδριο-πρόκληση.
Οι κυβερνητικές διπλωματικές επιτυχίες έχουν άμεση σημασία για την κυρίαρχη τάξη: Μεταφράζονται σε ευκαιρίες για αύξηση της κερδοφορίας των καπιταλιστών. Αντίθετα, δεν αφορούν το «γενικό καλό», δεν έχουν καμιά θετική συνέπεια για τους εργαζόμενους και τις λαϊκές μάζες. Που καλούνται να πληρώσουν το κόστος των εξοπλισμών και να αναλάβουν το βάρος των κινδύνων αν ναυαγήσουν οι «εξωστρεφείς» τυχοδιωκτισμοί. Γι’ αυτό, δίπλα στην πάλη για τα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα, είναι απαραίτητη η πάλη για την ειρήνη, η πάλη ενάντια στους εξοπλισμούς, η πάλη ενάντια στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ που, στην πραγματικότητα, είναι οι δυνάμεις που καθοδηγούν τη διπλωματική και στρατιωτική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη.