Με το πέρασμα του χρόνου, όπως είναι φυσιολογικό, πυκνώνουν οι διεργασίες στο χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς σχετικά με την αντιμετώπιση των ευρωεκλογών.
1. Είναι φανερό ότι «το ματς θα είναι δύσκολο». Η ΕΕ σκληραίνει την πολιτική της σε όλα τα μέτωπα (λιτότητα και νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις, πόλεμος-εξοπλισμοί, ένταση του θεσμικού ρατσισμού και σεξισμού, υποβάθμιση της κλιματικής κρίσης, κ.ο.κ.). Η Κομισιόν συντονίζεται με τις κυρίαρχες τάξεις των χωρών-μελών και λειτουργεί ως πολιορκητικός κριός που ανοίγει δρόμους για την καπιταλιστική επιθετικότητα. Στις ευρωεκλογές θα είναι υποχρεωτική μια καθαρή πολιτική ενάντια στην ΕΕ (που θα περιλαμβάνει και τη διάσταση της απειθαρχίας εδώ και τώρα, εντός της υπαρκτής ΕΕ, αλλά και την κατεύθυνση της συνολικής απόρριψης/ρήξης ως προοπτικής).
Μια θέση που θα έρχεται σε σαφή ρήξη με τις αυταπάτες για μια ΕΕ «με ανθρώπινο πρόσωπο», τις ψεύτικες ελπίδες ότι η ΕΕ είναι δυνατόν να «αυτό-μεταρρυθμιστεί».
Όμως σε πολλές και σημαντικές χώρες-μέλη της ΕΕ, το πολιτικό ρεύμα του «ευρωσκεπτικισμού» κυριαρχείται από την σύγχρονη ακροδεξιά που ενισχύεται επικίνδυνα. Το ΟΧΙ στην ΕΕ της ριζοσπαστικής Αριστεράς, πρέπει να κατοχυρώνει το διεθνιστικό/εργατικό χαρακτήρα του, για να μπορεί να είναι αποτελεσματικό πολιτικά.
2. Οι ευρωεκλογές θα είναι μια σημαντική πολιτική μάχη εδώ, ενάντια στην αντιδραστική κι επικίνδυνη κυβέρνηση Μητσοτάκη. Χρειαζόμαστε ένα μεταβατικό πρόγραμμα που θα συνενώνει τα αιτήματα, τους αγώνες, την προοπτική της ανατροπής των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων. Ένα πρόγραμμα που θα ενσωματώνει αρμονικά τα αντιρατσιστικά και αντισεξιστικά καθήκοντα, όπως και τα καθήκοντα της σύγκρουσης με την πολιτική των εξοπλισμών, του εθνικισμού, της υποταγής στον ιμπεριαλισμό. Η δέσμευση ευρύτερων δυνάμεων σε ένα τέτοιο πρόγραμμα θα πρέπει να υπηρετηθεί με την ανάδειξη σχεδιασμένης ενότητας δράσης, υψηλότερου επιπέδου, πριν τις ευρωεκλογές.
Η μεταβατική πολιτική δεν είναι αποϊδεολογικοποιημένη πολιτική. Η ριζοσπαστική Αριστερά, ιδίως μπροστά σε μια δύσκολη εκλογική/πολιτική μάχη, οφείλει να αναλαμβάνει τη δέσμευση να εντάσσει τη συγκεκριμένη πολιτική της στο στρατηγικό ορίζοντα και στην ιστορική διεκδίκηση του σοσιαλισμού. Δεν πρόκειται για προαιρετική πολυτέλεια. Η αναφορά στους στρατηγικούς, ιστορικούς και ταξικούς προσδιορισμούς δίνει με σαφήνεια το πλαίσιο ενοποίησης των φαινομενικά διαφορετικών πτυχών του προγράμματος, αλλά ταυτόχρονα δείχνει με σαφήνεια τη διαφορά με τα «αδειανά πουκάμισα» του τακτικισμού και του καιροσκοπισμού.
3. Η ανάδειξη της ηγεσίας Κασσελάκη στον ΣΥΡΙΖΑ είναι η τελική φάση της διαλυτικής κρίσης αυτού του κόμματος που, μέχρι χθες, αυτοπροσδιοριζόταν ως τμήμα της Αριστεράς. Η οριστική μετακίνηση προς το Κέντρο ή τον σοσιαλφιλελευθερισμό της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας κλείνει μια εποχή. Με θετικές δυνατότητες (αν ένας κόσμος κερδηθεί, ξανά, προς τα αριστερά) αλλά και με κινδύνους (αν διαδοθεί μια στάση κυνικής προσαρμογής, αποϊδεολογικοποίησης, εξατομίκευσης κλπ).
Η Νέα Αριστερά δεν θα δώσει τις απαντήσεις σε αυτά τα διλήμματα. Η επιλογή της υπεράσπισης του «κυβερνητικού έργου ΣΥΡΙΖΑ» είναι πολιτικά αυτοκτονική. Η σύγκρουση με τον Κασσελάκη, μαζί με την υπεράσπιση της «παρακαταθήκης» Τσίπρα, δεν υπάρχει ως πολιτικός τόπος.
Η διαλυτική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί την τάση (δημοσκοπικής για την ώρα) ενίσχυσης του ΚΚΕ. Που, όμως, δεν «παραλαμβάνει» αυτή τη δυνατότητα που του δίνει η συγκυρία, δεν παίρνει τις πολιτικές πρωτοβουλίες που του αντιστοιχούν, δεν επιχειρεί να αλλάξει στην πράξη τη δυναμική της περιόδου.
4. Στις περιφερειακές και δημοτικές εκλογές, σε κάποια σημεία, η ριζοσπαστική Αριστερά έδειξε δυνατότητες. Ξεπέρασε τα ποσοστά απλής «καταγραφής» και έδειξε προοπτική πολιτικής παρουσίας. Όμως αυτό έγινε υπό προϋποθέσεις, μέσα από μια ενωτική προσπάθεια αλλά και ταυτόχρονα μέσα από μια σοβαρή και συγκεκριμενοποιημένη πολιτική γραμμή.
Ενόψει των ευρωεκλογών δεν υπάρχουν έτοιμα εργαλεία για να ακουμπήσουμε. Η Συμμαχία για τη Ρήξη (ΜΕΡΑ25 και ΛΑΕ) απέτυχε να επιβεβαιώσει τις δημοσκοπήσεις που «έβλεπαν» άνετη είσοδο του ΜΕΡΑ25 στη Βουλή των εκλογών του Μάη-Ιούνη 2023. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μετά από μια πολυετή μετωπική λειτουργία, μετά τη μεγάλη συστημική κρίση και την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, κατέγραψε μια επιφανειακή πολιτική σχέση ακόμα και με το «στενό» εκλογικό ακροατήριο που την ψήφισε τον Μάη.
Είναι σαφές ότι χρειάζεται ένα νέο ξεκίνημα. Σε μια τέτοια βάση, στην αναζήτηση μιας νέας αφετηρίας, στάθηκαν οι πρόσφατες ανοιχτές πολιτικές εκδηλώσεις της ΛΑΕ και της Αναμέτρησης.
Σε αυτό το σημείο που βρισκόμαστε δεν είναι σωστό να ξεκινά κανείς κόβοντας και ράβοντας εκ προοιμίου πολιτικές συμμαχίες, όπως τις έχει στο κεφάλι του. Χρειάζεται μια ανοιχτή, έντιμη και σοβαρή πολιτική συζήτηση, με ενωτική πρόθεση ενόψει των ευρωεκλογών, που αφορά όλο το φάσμα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως την ΛΑΕ και το ΜΕΡΑ25.
Η μόνη μεθοδολογία για να προχωρήσει κανείς χωρίς να κινδυνεύει να «τραυματίσει» μετωπικές-κινηματικές συνεργασίες (πχ σε Δήμους ή κάποια εργατικά σωματεία…) είναι η μέθοδος του Φόρουμ: όποιος προσπαθεί να αποκλείσει άλλους, αυτό-αποκλείεται.
Δυστυχώς, οι σύντροφοι του ΝΑΡ μας διαμήνυσαν από το «Πριν», με «σκληρή» φρασεολογία, την εκτίμησή τους ότι το ΜΕΡΑ25, όπως και η ΛΑΕ, είναι δυνάμεις που τίθενται εκ προοιμίου εκτός κάθε συζήτησης. Ελπίζουμε πραγματικά, αυτός ο αυτοαποκλεισμός του ΝΑΡ, που αφήνει (;) την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως μοναδικό πλαίσιο αναφοράς, να μην οδηγήσει στον τραυματισμό ενωτικών συγκροτήσεων που εξακολουθούμε να θεωρούμε πολύτιμες.
Στη συζήτηση των υπόλοιπων δυνάμεων, που πρέπει ασφαλώς να συνεχιστεί, η έμφαση στη συγκέντρωση του ανένταχτου δυναμικού θα πρέπει να συνεχιστεί. Αρκεί να γίνεται με αυθεντικό τρόπο, χωρίς την καλλιέργεια τεχνητών αντιθέσεων με το οργανωμένο δυναμικό, χωρίς την καλλιέργεια έμμεσων αποκλεισμών και ανισοτήτων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ένα τμήμα της εμπειρίας ΣΥΡΙΖΑ: ότι με σημαία το δήθεν «κόμμα των μελών», ο Τσίπρας επέβαλε ένα ακραία αρχηγοκεντρικό μοντέλο, όπως και το ότι με σημαία μια δήθεν «άμεση δημοκρατία» εκλέχτηκε ο Κασσελάκης. Οι δομημένες πολιτικές σχέσεις είναι συνήθως οι πιο δημοκρατικές. Και αυτές μπορούν να προκύψουν στη βάση καθαρών πολιτικών συμφωνιών, καλλιέργειας της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μέσα από σχεδιασμένες ενωτικές παρεμβάσεις στο κίνημα, ανάληψη κάποιων συντροφικών δεσμεύσεων για την επόμενη ημέρα.