Ολόκληρο στο Rproject.gr
Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ προσέφερε ένα δώρο στον Ντόναλντ Τραμπ στις 28 Φεβρουαρίου. Αποφασίζοντας να δεχτεί να εξετάσει την έφεσή του κατά της ομόφωνης απόφασης του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Κολούμπια, που είχε απορρίψει τον ισχυρισμό του Τραμπ περί «απόλυτης ασυλίας» του από κάθε ποινική δίωξη, το Δικαστήριο βοήθησε τη στρατηγική του Τραμπ να καθυστερήσει την δίκη του μέχρι να ολοκληρωθούν οι εκλογές του Νοέμβρη του 2024. Και αν οι εκλογές επαναφέρουν τον Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η δίκη δεν θα γίνει ποτέ. Ένα «τραμπικό» υπουργείο Δικαιοσύνης απλώς θα αποσύρει την ποινική δίωξη εναντίον του.
Η τελευταία ενέργεια του Ανώτατου Δικαστηρίου είναι ακόμα μια υπενθύμιση –λες και τη χρειαζόμασταν– ότι οι νομικές περιπέτειες του Τραμπ πλανώνται πάνω από τις προεδρικές εκλογές του 2024. Είναι μια ακόμα ένδειξη ότι οι προεδρικές εκλογές του 2024 εκτυλίσσονται κάτω από ασυνήθιστες συνθήκες και ότι θα υπάρξουν πολλές ανατροπές ακόμα.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, οι εκλογές του 2024 θα είναι ένας επαναληπτικός αγώνας μεταξύ του Τραμπ και του Μπάιντεν. Ο ένας είναι ογδοντάρης και ο άλλος σχεδόν ογδοντάρης. Ο ένας είναι από τους πιο αντιδημοφιλείς απερχόμενους προέδρους μετά τον Τζορτζ Μπους ή ακόμα και τον Χάρι Τρούμαν. Ο άλλος αντιμετωπίζει 91 κατηγορίες για κακουργήματα, πέρα από τις δικαστικές αποφάσεις για οικονομικές απάτες, για τις οποίες θα αναγκαστεί να καταβάλει περισσότερα από μισό δισεκατομμύριο δολάρια. Δεν είναι περίεργο που 6 στους 10 ψηφοφόρους δηλώνουν ότι δεν αντιμετωπίζουν με «ενθουσιασμό» την επιλογή Τραμπ ή Μπάιντεν.
Προς το παρόν, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Μπάιντεν και ο Τραμπ είναι πρακτικά ισόπαλοι, με την υποστήριξη και των δύο να κυμαίνεται κάπου πάνω από το 40% πανεθνικά. Αλλά λόγω του γελοίου και αντιδημοκρατικού θεσμού του Σώματος των Εκλεκτόρων, οι εκλογές θα κριθούν από το πώς θα τα πάει ο καθένας τους σε έναν μικρό αριθμό «ταλαντευόμενων Πολιτειών», στις οποίες το εκλογικό σώμα είναι πιο οριακά μοιρασμένο μεταξύ των υποψηφίων και των κομμάτων τους.
Κανένας από τους δύο βασικούς υποψηφίους δεν ξεκινά από ισχυρή θέση. Παρότι τα μεγάλα ΜΜΕ και οι προοδευτικές ελίτ αντιμετωπίζουν τον Τραμπ σαν να διαθέτει κάποιου είδους μαγικές δυνάμεις, η αλήθεια είναι ότι αποτελεί έναν αδύναμο διεκδικητή απέναντι στον Μπάιντεν.
Αξίζει να θυμίσουμε ότι ο Τραμπ είχε χάσει τη λαϊκή ψήφο απέναντι στη φρικτή υποψηφιότητα της Χίλαρι Κλίντον το 2016 και ότι ποτέ δεν κέρδισε πλειοψηφική υποστήριξη κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησής του. Από τότε που απομακρύνθηκε από το αξίωμά του και μετά την αποτυχία της απόπειρας πραξικοπήματος του 2021, έχει στενέψει την απεύθυνσή του σε μια μικρότερη (που όμως παραμένει σημαντική) εκλογική βάση ακροδεξιών Ευαγγελικών Χριστιανών εθνικιστών.
Για να μην αναφέρουμε τις πολλές άλλες αδυναμίες του, από τους ποινικούς εγκληματικούς μπελάδες του μέχρι την υιοθέτηση ακραία αντιδημοφιλών θέσεων, όπως όταν ισχυρίστηκε ότι «Εγώ κατάφερα να σκοτώσω την απόφαση Ρόου εναντίον Γουέιντ» [την παλιότερη απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου με την οποία κατοχυρώνονταν το δικαίωμα στην άμβλωση].
Η φετινή προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ είναι πιο επαγγελματικά σχεδιασμένη σε σχέση με το χαοτικό εγχείρημα του 2016. Όμως δεν συγκεντρώνει τόσα χρήματα όσα ο Μπάιντεν -ή όσα είχε συγκεντρώσει ο ίδιος το 2019/20. Οι συγκεντρώσεις του Τραμπ πραγματοποιούνται συνήθως σε μικρότερους χώρους από ό,τι το 2016.
Αλλά ο Τραμπ έχει ένα πλεονέκτημα υπέρ του: ο αντίπαλός του είναι ο Μπάιντεν.
Ο Μπάιντεν παραμένει ο πλέον αντιδημοφιλής εν ενεργεία πρόεδρος που επιδιώκει να επανεκλεγεί από τη δεκαετία του ’40. Φαίνεται ότι ο κύριος λόγος για την αντιδημοφιλία του Μπάιντεν είναι η αδύναμη υποστήριξη που συγκεντρώνει από αυτούς που θεωρούνται η σταθερή/προνομιακή εκλογική βάση των Δημοκρατικών: Νεολαία, «Λατίνος» («Ισπανόφωνοι»), άνθρωποι χαμηλού εισοδήματος.
Ο Μπάιντεν και οι προσκείμενες στο Δημοκρατικό Κόμμα ομάδες ενεργοποίησης των ψηφοφόρων προσδοκούν ότι η προοπτική μιας προεδρίας Τραμπ θα είναι αρκετή για να τρομάξει αυτούς τους ψηφοφόρους ώστε να επιστρέψουν στην αγκαλιά των Δημοκρατικών μέχρι τον Νοέμβριο.
Αλλά το αν μπορεί να συμβεί αυτό εξαρτάται από τη ζωτικότητα αυτών των οργανώσεων. Και, σε σύγκριση με 4 χρόνια πριν, αυτές οι οργανώσεις έχουν ατροφήσει. Όλες έχουν αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα που τις ανάγκασαν να απολύσουν προσωπικό.
Για όλες αυτές τις οργανώσεις η ιστορία είναι η ίδια. Λαμβάνουν πολύ λιγότερες δωρεές από ό,τι λάμβαναν όταν ήταν στην προεδρία ο Τραμπ. Και οι πλούσιοι Δημοκρατικοί, που εξακολουθούν να κατέχουν το πορτοφόλι του κόμματος, ενδιαφέρονται περισσότερο να υποστηρίξουν τους «μετριοπαθείς», τους «κεντρώους» και τους νυν αξιωματούχους, παρά τους προοδευτικούς ακτιβιστές. Και με τους Δημοκρατικούς να ελέγχουν το Κογκρέσο και τον Λευκό Οίκο κατά τα δύο πρώτα χρόνια της θητείας Μπάιντεν, μεγάλο μέρος αυτού του προοδευτικού Δημοκρατικού «οικοσυστήματος» μεταμορφώθηκε από κίνημα «αντίστασης» κατά του Τραμπ σε «νομιμόφρων αντιπολίτευση», η οποία αποδείχθηκε περισσότερο «νομιμόφρων» απέναντι στον Μπάιντεν και λιγότερο «αντιπολίτευση».
Στις αρχές του 2024, οι Δημοκρατικοί έχουν κάποια πλεονεκτήματα. Τον τελευταίο καιρό έχουν ένα μικρό νικηφόρο σερί. Από όταν η απόφαση Ντομπς του 2022 ανέτρεψε το ομοσπονδιακό δικαίωμα στην άμβλωση, οι Δημοκρατικοί έχουν αξιοποιήσει με επιτυχία την εναντίωση στον Ρεπουμπλικανικό «εξτρεμισμό», διοχετεύοντάς την σε μια σταθερή «υπερ-απόδοση» στις εκλογικές μάχες. Το γεγονός ότι την ημέρα των εκλογών του 2024 θα γίνουν και δημοψηφίσματα για το δικαίωμα στην άμβλωση σε κάποιες Πολιτείες, αναμένεται να αυξήσει την εκλογική προσέλευση των πιο φιλικών προς το Δημοκρατικό Κόμμα ανθρώπων. Και ο Μπάιντεν έχει περισσότερα χρήματα στη διάθεσή του από τον Τραμπ.
Ενώ ο Μπάιντεν έχει ένα ακόμα πλεονέκτημα: αντίπαλός του είναι ο Τραμπ.
Το γεγονός ότι και τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα κατεβάζουν απίστευτα αντιδημοφιλείς υποψηφίους και ελπίζουν ότι θα μπορέσουν να κερδίσουν το προβάδισμα μέσα στις γραμμές των «διπλά haters» -δηλαδή των ανθρώπων που δεν θέλουν να ψηφίσουν κανέναν από τους δύο, αλλά που μισούν τον ένα κάπως λιγότερο παθιασμένα από ό,τι μισούν τον άλλο- είναι ένα πραγματικό κατηγορητήριο ενάντια στο πολιτικό σύστημα των ΗΠΑ.
Για τους σοσιαλιστές, η επιλογή μεταξύ του μικρότερου από τα δύο κακά -αυτό που η αρθρογράφος του Nation, Κάθα Πόλιτ, κάποτε περιέγραψε ως «προοδευτικοί στην κόλαση που κάνουν οργανωτική εκλογική δουλειά υπέρ του Σατανά επειδή ο Βελζεβούλ θα ήταν ακόμη χειρότερος»- δεν αποτελεί επιλογή.