Στις πρόσφατες εκλογές στην Πορτογαλία, το Σοσιαλιστικό Κόμμα υπέστη μια σοβαρή εκλογική ήττα, που το οδηγεί εκτός κυβέρνησης μετά από 9 χρόνια.
Οι Σοσιαλιστές (32% στις εκλογές του 2015) είχαν κυβερνήσει το 2015-19, στη βάση προγραμματικών συμφωνιών με το ΚΚ Πορτογαλίας και το Μπλόκο, που έδιναν «εξωτερική» κοινοβουλευτική υποστήριξη στην κυβέρνηση Κόστα με αντάλλαγμα την δέσμευσή της για την ανατροπή ενός μέρους των μνημονιακών τετελεσμένων. Πάνω στα πεπραγμένα αυτής της τετραετίας, το Σοσιαλιστικό Κόμμα ενισχύθηκε στις εκλογές του 2019 (36,3%), επιλέγοντας αυτήν τη φορά να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας χωρίς ρητές προγραμματικές δεσμεύσεις, αλλά επιδιώκοντας επιτόπου κι επιμέρους συμφωνίες, κυρίως με τα κόμματα της Αριστεράς αλλά και περιστασιακά με την Δεξιά.
Το 2022, μπροστά στο τέλος του ευνοϊκού οικονομικού φεγγαριού που είχε επιτρέψει τους «πειραματισμούς» της προηγούμενης περιόδου, οι Σοσιαλιστές έβαλαν τέλος στην εποχή της «διαπραγμάτευσης» με την Αριστερά. Ενόψει προϋπολογισμού, ο Αντόνιο Κόστα απέρριψε όλες τις προτάσεις του ΚΚ Πορτογαλίας και του Μπλόκο, προκαλώντας τους να τον καταψηφίσουν και να ρίξουν την κυβέρνηση. Αυτό έπραξαν και στις έκτακτες εκλογές που ακολούθησαν, ο Κόστα κατηγόρησε την Αριστερά, επικαλέστηκε τα αντιδεξιά ανακλαστικά, απαίτησε «αυτοδυναμία» και το εκλογικό σώμα του την έδωσε (41,4%).
Όμως η επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης προκάλεσε μια βαθιά κοινωνική κρίση (πληθωριστικές πιέσεις στους ήδη χαμηλούς μισθούς, μια απίστευτης έντασης κι έκτασης στεγαστική κρίση, κατάρρευση των υποχρηματοδοτούμενων δημόσιων υπηρεσιών υγείας και παιδείας), που έσπασε και την «κοινωνική ειρήνη» της περασμένης 8ετίας (με απεργίες εκπαιδευτικών, μαζικές κινητοποιήσεις για στέγη). Όταν η χώρα οδηγήθηκε σε πρόωρες εκλογές (λόγω ενός σκανδάλου που ενέπλεκε -με αμφιλεγόμενο τρόπο- τον ίδιο τον Κόστα), αυτός ο «λογαριασμός» πληρώθηκε με το Σοσιαλιστικό Κόμμα να υποχωρεί στο 28%.
Η παραδοσιακή Δεξιά δεν κατάφερε να επωφεληθεί. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (κεντροδεξιό, με το όνομά του να οφείλεται στο «κλίμα» της εποχής της Επανάστασης των Γαρυφάλλων), μαζί με κάποιους μικρούς συμμάχους του (όπως το υπερσυντηρητικό Λαϊκό Κόμμα) κέρδισε 28,8% -ένα ποσοστό περίπου 2 μονάδες χαμηλότερο από το άθροισμα που είχε το 2022 το φάσμα που κατέβηκε φέτος ως «Δημοκρατική Συμμαχία». Μια προεκλογική καμπάνια στην οποία πρωτοστάτησαν τα κυβερνητικά στελέχη της μνημονιακής εποχής (!) δεν μπόρεσε να δημιουργήσει θετικό ρεύμα προς την παραδοσιακή Δεξιά.
Άνοδος της ακροδεξιάς
Αλλά το ακροδεξιό «Τσέγκα» σημείωσε μια εκρηκτική άνοδο. Το σχετικά νέο ακροδεξιό κόμμα είχε μπει στη Βουλή το 2019, εκλέγοντας τον επικεφαλής του, πρώην στέλεχος της Δεξιάς και γνωστό ποδοσφαιρικό σχολιαστή, Αντρέ Βεντούρα (1,3%, 67.000 ψήφοι). Το 2022, κέρδισε 7,2% και 400.000 ψήφους, «εξαφανίζοντας» κι αντικαθιστώντας το Λαϊκό Κόμμα (PDS-PP), το συντηρητικό χριστιανοδημοκρατικό κόμμα που υπήρξε επί χρόνια το «δεξιότερο άκρο» του κοινοβουλίου. Στις φετινές εκλογές, το Τσέγκα εκτινάχθηκε στο 18,1% (1.170.000 ψήφοι), αρχίζοντας να απειλεί και την παραδοσιακή Δεξιά.
Οι Πορτογάλοι ακροδεξιοί προωθούν όλη τη γνώριμη ατζέντα σεξισμού («υπεράσπιση της παραδοσιακής οικογένειας») και ρατσισμού, με έμφαση στην καταγγελία της «εγκληματικότητας των Ρομά» και την «ανεξέλεγκτη μετανάστευση από την ινδική υπο-ήπειρο». Υιοθετούν μια νεοφιλελεύθερη ρητορική προσαρμοσμένη στα «άγχη» της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας αλλά και στο στόχο διάσπασης της εργατικής τάξης: Τα χρήματα των «φορολογούμενων που δημιουργούν πλούτο», λέει, «τα τρώνε» και από πάνω (οι «διεφθαρμένοι πολιτικοί»), και από τη μέση (οι «υπεράριθμοι» δημόσιοι υπάλληλοι) και από κάτω (αυτοί «που ζουν με επιδόματα»).
Ιδιαίτερα φέτος, απέδωσαν την οξεία στεγαστική κρίση και την δυσχέρεια πρόσβασης στην περίθαλψη στην «ανεξέλεγκτη μετανάστευση», ενώ αξιοποίησαν το σκάνδαλο που έριξε την κυβέρνηση Κόστα για να κάνουν μια καμπάνια με κέντρο την επίθεση στους «διεφθαρμένους πολιτικούς», που κατάφερε να διευρύνει την εκλογική επιρροή τους. Ένα άλλο στοιχείο που έπαιξε ρόλο στην ενίσχυση του Τσέγκα είναι η πρόοδος που σημείωσε τα τελευταία χρόνια στους πολιτικούς δεσμούς με το αστυνομικό σώμα, όπως και η αλματώδης αύξηση της χρηματοδότησής του από συγκεκριμένους καπιταλιστικούς Ομίλους…
Τα τελευταία χρόνια, ο Βεντούρα επιχείρησε να κατοχυρώσει την παρουσία του Τσέγκα στους δρόμους, μέσω διαδηλώσεων, αλλά η προσπάθεια υπήρξε αναιμική και ανεπιτυχής. Με την ορμή και τους υλικούς πόρους της εκλογικής επιτυχίας, μπορεί να επιχειρήσει ξανά. Όπως το θέτει ένας Πορτογάλος σύντροφος: «Αυτό που μέχρι σήμερα ήταν ένα εικονικό και εκλογικό φαινόμενο, θα μπορούσε να πάρει τα επικίνδυνα χαρακτηριστικά μιας οργάνωσης μίσους με παρουσία στους δρόμους».
Τα άσχημα νέα της ανόδου της ακροδεξιάς στη χώρα δείχνουν να βάζουν τέλος στην «πορτογαλική εξαίρεση». Το σκοτεινό τοπίο συμπληρώνεται και από τον κίνδυνο να οδεύσει προς το τέλος της και μια άλλη «εξαίρεση»: Το Κομμουνιστικό Κόμμα Πορτογαλίας υπήρξε το πιο ανθεκτικό ευρωπαϊκό ΚΚ μετά το 1989, διατηρώντας (με εντυπωσιακή σταθερότητα από τη δεκαετία του ’90 ως τις πρώτες δεκαετίες του 21ού αιώνα) μια επιρροή μεταξύ 8 και 11%, σταθερά ανώτερη και από την άλλη μεγάλη εξαίρεση στην Ευρώπη, το ΚΚΕ.
Αριστερά
Το ΚΚΠ τα τελευταία χρόνια βρίσκεται σε διαρκή υποχώρηση. Από το 8,3% το 2015, υποχώρησε στο 6,3% το 2019, πιέστηκε στο 4,3% το 2022 και φέτος υποχώρησε εκ νέου στο 3,3%, το χαμηλότερο ποσοστό στην ιστορία του. Η επίμονη τάση ίσως υποδηλώνει μια βαθύτερη κρίση (γήρανσης, φυσιογνωμίας κλπ) που δεν μπορούμε να αποτιμήσουμε από μακριά.
Αν και στη μάχη κεντροδεξιάς/κεντροαριστεράς προέκυψε οριακό αποτέλεσμα, αυτά τα στοιχεία (άνοδος ακροδεξιάς, συρρίκνωση ΚΚΠ), κάνουν τον συνολικό εκλογικό συσχετισμό αρνητικό. Αυτό το τοπίο δεν μπόρεσε να ανατρέψει ούτε το Μπλόκο. Το κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς υπήρξε η μόνη βασική δύναμη που άντεξε στη σημερινή υποχώρηση (4,4%, ίδιο ποσοστό με το 2022 και μικρή αύξηση σε ψήφους), αλλά δεν κατόρθωσε να ενισχυθεί μέσα στην κρίση του ΣΚ και του ΚΚ.
Ενίσχυση κατέγραψαν τα μικρότερα προοδευτικά-οικολογικά σχήματα LIVRE (3,2%, άνοδος 2 μονάδων) και PAN (2%, άνοδος μισής μονάδας).
Το Μπλόκο στην εκλογική ιστορία του έχει χαρακτηριστεί από απότομα «άλματα» και «πτώσεις». Κατά την κρίση του 2009 εκτινάχθηκε για πρώτη φορά στο 10%, για να υποχωρήσει πίσω στο 5,2% το 2011. Εκτινάχθηκε ξανά στο 10,2% το 2015, στο φόντο των μεγάλων αντιμνημονιακών αγώνων και είχε διατηρήσει τις δυνάμεις του (9,5%) στο τέλος της περιόδου «προγραμματικής συμφωνίας» με τους Σοσιαλιστές το 2019. Ξαναβυθίστηκε στο 4,4% στις εκλογές του 2022, μετά από μια παρατεταμένη περίοδο κοινωνικής ειρήνης, αποδεικνυόμενο ευάλωτο απέναντι στην απαίτηση του Κόστα για «αυτοδυναμία».
Φέτος, η προεκλογική προσπάθεια του Μπλόκο να προτείνει ως στόχο μια επανάληψη του πειράματος του 2015-19, αναζητώντας να προβάλει μια κυβερνητική εναλλακτική πρόταση (απέναντι και στη Δεξιά και στη «Σοσιαλιστική αυτοδυναμία»), δεν έπεισε τα ευρύτερα ακροατήρια, που είχαν μπει σε τροχιά απόσυρσης της εμπιστοσύνης τους από το πρόσφατο κυβερνητικό παρελθόν. Αν υπάρχει κάτι παρήγορο, είναι ότι η ανθεκτικότητα που έδειξε σε μια σκληρή συγκυρία γενικευμένης (εκλογικής) υποχώρησης, ίσως αντανακλά έναν πιο σταθερό δεσμό με ένα πυρήνα της κοινωνικής του βάσης.
Αστάθεια
Πλέον, η κεντροδεξιά «Δημοκρατική Συμμαχία» ετοιμάζεται να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας. Αρνείται να συζητήσει με το Τσέγκα, έχοντας βέβαια εξασφαλίσει πρώτα την ανοχή/αποχή των Σοσιαλιστών κατά την ψήφο εμπιστοσύνης. Η πρώτη μεγάλη δοκιμασία θα είναι ο προϋπολογισμός του 2025. Το Τσέγκα δηλώνει ότι το ενδιαφέρει να συγκυβερνήσει με τη Δεξιά κι όχι να στηρίζει κοινοβουλευτικά μια κυβέρνηση χωρίς προγραμματική συμφωνία μαζί της. Οι Σοσιαλιστές έχουν δηλώσει ότι διευκολύνουν το σχηματισμό κυβέρνησης, αλλά διευκρινίζουν ότι δεν θα στηρίξουν τους προϋπολογισμούς της Δεξιάς. Η ηγεσία της «Δημοκρατίας Συμμαχίας» θα κληθεί να επιλέξει ανάμεσα σε μια προγραμματική σύμπραξη με την ακροδεξιά, σε μια προσπάθεια συμφωνίας με τους Σοσιαλιστές, ή στο ρίσκο της προκήρυξης νέων πρόωρων εκλογών…