Από την απελευθέρωση της Αθήνας στα Δεκεμβριανά

Φωτογραφία

Η 12η Οκτωβρίου 1944 ήταν μια μέρα που θα έμενε αξέχαστη σε κάθε κάτοικο των Αθηνών. 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Τάσος Φίντζος, υποψήφιος διδάκτορας Νεότερης Ιστορίας, ΕΚΠΑ

Το πρωί εκείνης της ημέρας οι Γερμανοί στρατιώτες υπέστειλαν το ναζιστικό σύμβολο από την Ακρόπολη, κατέθεσαν στεφάνι στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη και εγκατέλειψαν την Αθήνα. Πριν ακόμα φύγουν, οι κάτοικοι με άκρατο αυθορμητισμό κατέκλυσαν τους δρόμους του κέντρου γιορτάζοντας την πρώτη ελεύθερη ημέρα μετά από 4 χρόνια. Ωστόσο αυτό το κλίμα χαράς και αισιοδοξίας γρήγορα ανατράπηκε, καθώς μάλλον βασίστηκε σε σαθρά θεμέλια. Τι είχε συμβεί τα προηγούμενα χρόνια που υπονόμευσε την ικανότητα της ελληνικής κοινωνίας να μεταβεί στη μεταπολεμική εποχή ειρηνικά, όπως συνέβη σε αρκετά κράτη της Ευρώπης;
Κατοχή
Συνοπτικά, η κατάληψη της Ελλάδας από τις δυνάμεις του Άξονα αποτέλεσε μια πρωτοφανή κατάσταση για την ελληνική κοινωνία. Το κράτος ήταν ακέφαλο αφού ο Μεταξάς πέθανε τον Ιανουάριο του 1941 και ο διάδοχός του Αλέξανδρος Κορυζής αυτοκτόνησε, λίγες μέρες πριν την είσοδο των γερμανικών στρατευμάτων στην Αθήνα. Ο βασιλιάς μαζί με τους παλιούς αστούς πολιτικούς έφυγε για την  Κρήτη και ύστερα για τη Μέση Ανατολή, όπου τέθηκε υπό την προστασία των Άγγλων, οι οποίοι τον στήριζαν πολιτικά. Στην Ελλάδα, υπό τριπλή κατοχή πλέον, διορίσθηκε μια κυβέρνηση από τους Γερμανούς, υπό τον Γεώργιο Τσολάκογλου. Η φυγή της κυβέρνησης του βασιλιά, η αδυναμίας της κυβέρνησης Τσολάκογλου να δώσει λύσεις στο πρόβλημα της πείνας καθώς και το στίγμα της συνεργασίας με τους κατακτητές, δημιούργησαν τον κοινωνικό και πολιτικό χώρο, ώστε να αναδυθεί μια νέα δύναμη, το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, υπό την ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Το ΕΑΜ, μαζί με τον ένοπλο βραχίονα του, τον ΕΛΑΣ και την νεολαία του, την ΕΠΟΝ, υπήρξε ο δεύτερος μεγαλύτερος αντάρτικος στρατός στην Ευρώπη. Ευαγγελιζόταν τον αγώνα για εθνική απελευθέρωση, τον οποίο συνδύασε με το αίτημα της λαοκρατίας. Το αίτημα αυτό, ήταν ασαφές, καθώς σε διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια έπαιρνε διαφορετικά νοήματα. Εντούτοις αυτή η ασάφεια ευνόησε τη δυναμική του, γιατί μπορούσε να υιοθετηθεί μαζικά από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, οι οποίες προέβαλαν τα δικά τους πιστεύω και θέλω κάθε φορά σαν περιεχόμενο της λαοκρατίας. Το ΕΑΜ κατάφερε μέσα από τη δράση του να αυξήσει την κοινωνική και πολιτική  επιρροή του. Στα αστικά κέντρα προέβη σε σημαντικές πράξεις αντίστασης ακυρώνοντας την επιστράτευση εργατών, οι οποίοι προορίζονται για να σταλούν να «δουλέψουν» στην πολεμική βιομηχανία της Γερμανίας. Επιπλέον, με το άνοιγμα των αποθηκών των σιτηρών κατάφερε, ειδικά στην Αθήνα, να σώσει μεγάλα μέρη του πληθυσμού από την πείνα, η οποία αποτέλεσε σημαντική αιτία θανάτου τον χειμώνα του 1941-1942. Στην ύπαιθρο σφυρηλάτησε μια συμμαχία με τα αγροτικά στρώματα, η οποία βασίστηκε κυρίως στην προστασία της σοδειάς τους από τις δυνάμεις κατοχής με αντάλλαγμα την απόσπαση ενός μέρους της σοδειάς για την διατροφή των ανταρτών. Παράλληλα ένας νέος πολιτιστικός κόσμος ανοίχτηκε στους αγρότες, καθώς για πρώτη φορά πολλοί παρακολούθησαν θεατρικές παραστάσεις, οι οποίες οργανώθηκαν από την ΕΠΟΝ. Αυτή η ποικιλόμορφη δράση οδήγησε το ΕΑΜ στο να μαζικοποιηθεί ραγδαία και να σχηματίσει μια δική του επικράτεια, κυρίως ορεινή, η οποία ονομάστηκε Ελεύθερη Ελλάδα, είχε την δική της κυβέρνηση, την Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης(ΠΕΕΑ), ευρύτερα γνωστή ως κυβέρνηση του βουνού, η οποία εφάρμοζε τους δικούς της (λαοκρατικούς) νόμους.
Μετά την απελευθέρωση
Με την απελευθέρωση δημιουργήθηκε μια παράδοξη κατάσταση στην Ελλάδα, καθώς καμία από τις προηγούμενες δυνάμεις δεν είχε την πλήρη νομιμοποίηση για να κυβερνήσει, ενώ δεν υπήρξε και η είσοδος κάποιου συμμαχικού στρατού που θα έθετε τη χώρα de facto στο αντίστοιχο στρατόπεδο, όπως συνέβη σε άλλες χώρες της Ευρώπης και των Βαλκανίων. Η κατοχική κυβέρνηση δεν είχε καμία νομιμοποίηση από τη στιγμή που αποχώρησαν οι Γερμανοί. Η κυβέρνηση του βασιλιά βρισκόταν μαζί με την πλειοψηφία του αστικού πολιτικού κόσμου εκτός Ελλάδας, είχε τη στήριξη των Βρετανών, όμως δεν είχε ούτε πολλά πολιτικά ερείσματα στη χώρα, ούτε τις στρατιωτικές δυνάμεις για να επιβληθεί, ιδιαίτερα μετά το κίνημα που δημιουργήθηκε στη Μέση Ανατολή. Τέλος, στην Ελλάδα υπήρχε το ΕΑΜ, το οποίο ήταν πλειοψηφικό πολιτικά αλλά και στρατιωτικά, όμως προσπαθούσε να εξασφαλίσει μια ομαλή και ειρηνική μετάβαση στη μεταπολεμική εποχή, σε συμφωνία με την επίσημη κυβέρνηση. Τα δύο ζητήματα που έπρεπε να επιλυθούν ήταν το πολιτειακό, το οποίο αφορούσε ουσιαστικά την επιστροφή του βασιλιά και το στρατιωτικό, το οποίο αφορούσε τον τρόπο δημιουργίας του νέου εθνικού στρατού. Το δεύτερο ήταν πολύ σημαντικό, καθώς το ποια σώματα θα συγκροτούσαν τον νέο στρατό, σήμαινε ουσιαστικά και το ποιος θα ελέγχει τα σώματα των ενόπλων, και άρα αν χρειαστεί θα μπορούσε να επιβάλει τη δική του εξουσία.
Προκειμένου να λυθούν τα παραπάνω ακανθώδη ζητήματα οι αντιπροσωπείες της ΠΕΕΑ, της επίσημης κυβέρνησης και άλλων αντάρτικων οργανώσεων συναντήθηκαν δύο φορές. Στον Λίβανο τον Μάιο του 1944 και στην Καζέρτα τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, λίγες μέρες πριν την αποχώρηση των Γερμανών. Με την πλάστιγγα του πολ    έμου στα θέατρα των επιχειρήσεων, να γέρνει υπέρ των Συμμάχων, άρχισαν σταδιακά να σκέφτονται όλες οι πλευρές τον μεταπολεμικό κόσμο. 
Οι Βρετανοί 
Οι Βρετανοί, οι οποίοι είχαν στρατηγικά συμφέροντα στην Ελλάδα, δεν ήθελαν σε καμία περίπτωση να δουν την χώρα να αλλάζει στρατόπεδο. Για αυτόν τον λόγο προσπάθησαν να εγκλωβίσουν το ΕΑΜ σε μια πολιτική υποταγής στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Σε έναν βαθμό η έγνοια τους για τον κίνδυνο της Ελλάδας να καταληφθεί από τους κομμουνιστές διογκώθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου, ο οποίος ανέλαβε και πρωθυπουργός της κυβέρνησης, με τη στήριξη των Βρετανών. Σε αυτές τις δύο συναντήσεις, τις οποίες οι Βρετανοί ενορχήστρωσαν για να εγκλωβίσουν την αντιπροσωπεία του ΕΑΜ σε συνεννόηση με τον Παπανδρέου συμφωνηθήκαν τα εξής. Αρχικά ο ΕΛΑΣ, να υπαχθεί στον νέο εθνικό στρατό και μαζί με τις υπόλοιπες αντάρτικες ομάδες, κάποιες από τις οποίες είχαν συνεργαστεί από ένα σημείο του πολέμου και ύστερα με τους ναζί, να τεθούν υπό τις διαταγές του Βρετανού διοικητή Ρόναλντ Σκόμπι. Επιπλέον, ως προς το πολιτειακό,  συμφωνήθηκε ότι η επιστροφή του βασιλιά θα γινόταν μόνο ύστερα από δημοψήφισμα. Αν και οι Άγγλοι, ήθελαν να στηρίξουν πολιτικά τον βασιλιά, καταλάβαιναν ότι στην Ελλάδα υπήρχε ένα ισχυρό αντιμοναρχικό αίσθημα. Ωστόσο ο βασιλιάς αρνήθηκε να κάνει δηλώσεις όπου να επιβεβαιώνει κάτι τέτοιο ξεκάθαρα. 
Ο Παπανδρέου
Τέλος, συμφωνήθηκε να δημιουργηθεί κυβέρνηση εθνικής ενότητας με πρωθυπουργό τον Παπανδρέου, η οποία όμως θα περιείχε και υπουργούς από το ΕΑΜ. Οι Βρετανοί γνώριζαν ότι αυτές οι εξελίξεις ήταν προς το συμφέρον τους, παράλληλα όμως αναγνώριζαν ότι αν το ΕΑΜ το επιθυμούσε, μπορούσε να καταλάβει την εξουσία. Ο μόνος τρόπος για να αποφευχθεί μια τέτοια προσπάθεια, θα ήταν οι ίδιοι οι Βρετανοί να προσφέρουν στρατιωτική υποστήριξη στον Παπανδρέου, θέμα το οποίο συζητήθηκε και συμφωνήθηκε μεταξύ του Παπανδρέου και των Βρετανών. Επιπλέον, οι Βρετανοί  προσπαθώντας να ισορροπήσουν ανάμεσα στις δικές τους επιδιώξεις και στο να μην διασπάσουν τη συμμαχία τους με την ΕΣΣΔ, ήρθαν σε επαφή μαζί της για το ελληνικό ζήτημα. Το βράδυ της 9ης Οκτωβρίου 1944, τρεις μέρες πριν την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα ο Τσώρτσιλ επισκέφθηκε το Κρεμλίνο, για να διευθετήσουν με τον Στάλιν τη μεταπολεμική σφαίρα επιρροής στα Βαλκάνια. Παρότι η συμφωνία δεν ήταν δεσμευτική, δείχνει τη βρετανική αποφασιστικότητα για να μην αλλάξει η Ελλάδα στρατόπεδο.
Στις 18 Οκτωβρίου, έξι ημέρες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, η κυβέρνηση του Παπανδρέου, αποβιβάστηκε στον Πειραιά, μαζί με τον στρατηγό Ρόναλντ Σκόμπι και δύο βρετανικές μονάδες. Συνολικά οι δυνάμεις που στήριζαν την κυβέρνηση στην Αθήνα δεν ξεπερνούσαν τους 5.000 ένοπλους. Στο μεσοδιάστημα οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν ήδη στην Αθήνα τήρησαν μέχρι κεραίας τις εντολές που είχαν. Από την μία προσπαθούσαν να λειτουργούν ως δυνάμεις τήρησης της τάξης στους δρόμους, να υπερασπιστούν σημαντικές υποδομές, τις οποίες οι γερμανικές δυνάμεις προσπάθησαν να καταστρέψουν φεύγοντας -μια τέτοια περίπτωση είναι η μάχη της ηλεκτρικής-  και επίσης λάμβαναν καθημερινές εντολές, οι οποίες αφορούσαν την εμφάνιση των ανταρτών και την πειθαρχία ώστε ουσιαστικά να μπορούν να ενσωματωθούν στον εθνικό στρατό. Ωστόσο, δεν θα προχωρήσουν στην κατάληψη της πόλης. Όταν αποβιβάστηκε η εθνική κυβέρνηση, οι δυνάμεις πιστές στον Σκόμπι, πλην του ΕΛΑΣ, στρατοπέδευσαν στο κέντρο της πόλης και έλεγξαν κάποιες σημαντικές οδικές αρτηρίες και τη λεγόμενη «Σκομπία», δηλαδή το Σύνταγμα και το Κολωνάκι. Αντιθέτως οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ έλεγχαν την υπόλοιπη Αθήνα, με τον κύριο όγκο τους να βρίσκεται στις ανατολικές συνοικίες. Παρά το γεγονός ότι μέλη ή φίλοι του ΕΑΜ χτυπήθηκαν από δυνάμεις που είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές, ο ΕΛΑΣ προσπάθησε να περιορίσει τα γεγονότα και να μην δώσει συνέχεια. Σε γενικές γραμμές αντιμετώπιζε αυτές τις ενέργειες ως προβοκατόρικες που σκοπό είχαν να υπονομεύσουν την ειρηνική μετάβαση. Ωστόσο η συνεχιζόμενη ένταση σε βάρος του ΕΑΜ, από ένοπλους, η ατιμωρησία απέναντι στους συνεργάτες των Γερμανών αλλά και η μη ενσωμάτωση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στον νέο στρατό και η απαίτηση για αφοπλισμό και αυτοδιάλυση, οδήγησαν το ΕΑΜ στο να δώσει τη μάχη της Αθήνας, η οποία έμεινε γνωστή ως Δεκεμβριανά.
Στρατηγική
Το ερώτημα που γεννάται είναι γιατί το ΕΑΜ, αντί να καταλάβει την Αθήνα, όταν ουσιαστικά μπορούσε να το κάνει αναίμακτα, προσπάθησε να έρθει σε συνεννόηση με την κυβέρνηση. Η απάντηση θα μπορούσε να βρίσκεται σε ένα συνδυασμόπολιτικών και υλικών λόγων. Από τη μία, το ΚΚΕ έθετε ως πρώτο στόχο του ΕΑΜ την απελευθέρωση από το κατακτητή. Αυτή η ιδέα σε συνδυασμό με την υιοθέτηση της θεωρίας των σταδίων για τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό έθετε σε προτεραιότητα την εφαρμογή κοινωνικών και πολιτικών μεταρρυθμίσεων μέσα από τις εκλογές. Άλλωστε ο πλήρης έλεγχος της περιφέρειας από τον ΕΛΑΣ σε συνδυασμό με την μεγάλη του επιρροή στα αστικά κέντρα θα μπορούσε να εξασφαλίσει ένα θετικό εκλογικό αποτέλεσμα. Με αυτόν τον τρόπο το ΕΑΜ θα ολοκλήρωνε την αστική επανάσταση που είχε μείνει ανολοκλήρωτη και ταυτόχρονα θα παρουσίαζε τον εαυτό του ως μια φιλολαϊκή δύναμη, η οποία όμως ήταν και εθνική, απεκδυόμενοτο στίγμα της μειοδοσίας που είχε προσκολληθεί στο ΚΚΕ τον Μεσοπόλεμο για τη θέση του για τη Μακεδονία. Σε αυτήν τη λογική θα πρέπει ίσως να κατανοηθεί και το γεγονός ότι δεν βρήκαν ιδιαίτερη απήχηση οι φωνές που έφεραν αντίρρηση σε αυτήν τη γραμμή, είτε αυτές εκφράστηκαν μειοψηφικά από τον λόγο του Βελουχιώτη στην Λαμία, είτε από οργανώσεις του ΚΚΕ στη Μακεδονία, οι οποίες αρχικά άσκησαν κριτική στην συμφωνία του Λιβάνου, ωστόσο τέθηκαν σύντομα στην κομματική γραμμή. Τέλος, δεν πρέπει να υποτιμηθεί και η υλική διάσταση του ζητήματος, καθώς μεγάλο μέρος του επισιτισμού του πληθυσμού καλυπτόταν από σιτηρά που έφταναν από τον ερυθρό σταυρό και τους συμμάχους, τη διανομή όμως έλεγχαν οι Βρετανοί. Αυτό είχε ως συνέπεια το ΕΑΜ, σε περίπτωση που καταλάμβανε την εξουσία να βρεθεί αντιμέτωπο με μια επισιτιστική κρίση. Τέλος, το ίδιο το κυβερνητικό έργο που άσκησε, υπονόμευσε τη δημοφιλία του, καθώς οι υπουργοί του αναγκάστηκαν να υποστηρίξουν μέτρα που υπονόμευαν την πολιτική συμμαχία που είχε δημιουργήσει κατά την διάρκεια της κατοχής.

ΦΩΤΟ: Στην εμβληματική φωτογραφία της μεγάλης συγκέντρωσης για την απελευθέρωση της Αθήνας, δεσπόζουν τα ψηλά λάβαρα των Συμμάχων, (ΗΠΑ, Βρετανία, ΕΣΣΔ). Η προσήλωση του ΚΚΕ στις αρμονικές σχέσεις με τους «Συμμάχους», από το καλωσόρισμα των βρετανικών δυνάμεων τον Οκτώβρη μέχρι την αποφυγή επιθέσεων εναντίον τους το Δεκέμβρη (!), η δέσμευσή του στη σοβιετική στρατηγική και η αποδοχή του πλαισίου της Γιάλτας, συμπληρώνουν την μάταιη επιδίωξη μιας «εθνικής ενότητας» στο εσωτερικό. 

Φύλλο Εφημερίδας