Αντί να επαναλάβουμε τις στατιστικές της φρίκης ή να περιγράψουμε για άλλη μια φορά τις φρικαλεότητες που διαπράττονται τους τελευταίους 2-3 μήνες στην αποκλεισμένη βόρεια Γάζα, θα παραθέσουμε τα λόγια του Ισραηλινού πρώην υπουργού Άμυνας Μοσέ Γιαλόν.

«Δεν υπάρχει πια Μπέιτ Λαχία, δεν υπάρχει πια Μπέιτ Χανούν. Επιχειρούν στην Τζαμπάλια όπου στην ουσία εκκαθαρίζουν την περιοχή από Άραβες… Οδηγούμαστε σε κατοχή, προσάρτηση και εθνοκάθαρση στη Λωρίδα της Γάζας -ή μεταφορά πληθυσμού, πείτε το όπως θέλετε».
Η καταστροφή συνεχίζεται. Οι νεκροί αυξάνονται καθημερινά, με περιστατικά πολύνεκρων σφαγών (πχ 100 σε μια μέρα), ενώ οι εικόνες που μεταφέρονται από εκεί -για νεκρούς κάτω από ερείπια, για πτώματα που αποσυντίθενται στους δρόμους, για ανθρώπους που αργοπεθαίνουν αβοήθητοι στο χώμα- προειδοποιούν ότι οι τελικοί αριθμοί της φρίκης μπορεί να αποδειχθούν πολύ μεγαλύτεροι από τις στατιστικές του υπουργείου Υγείας της Γάζας. Η βόρεια Γάζα καταστρέφεται, αλλά και λιμοκτονεί. Πρόσφατα ο ΟΗΕ και η UNRWA ανακοίνωσαν ότι σταματούν και αυτοί να επιχειρούν, ενώ η Ιορδανική Αεροπορία υποχρεώθηκε για πρώτη φορά μετά τον Απρίλη του 2024 να καταφύγει εκ νέου στην αεροπορικές ρίψεις ανθρωπιστικής βοήθειας. Πρόκειται για πολιτική «χειρονομία» ελάχιστης αποτελεσματικότητας, αλλά η καταφυγή του Ιορδανού Βασιλιά σε αυτή είναι ενδεικτική του πόσο πιεστική γίνεται η κατάσταση.
Η κατάπαυση του πυρός στο Λίβανο, αναζωογόνησε τη διεθνή συζήτηση για μια συμφωνία στη Γάζα. Η ισραηλινή κυβέρνηση δεν δείχνει καμιά πρόθεση για κάτι τέτοιο. Υπάρχει όντως μια νέα διπλωματική κινητικότητα (με αντιπροσωπεία της Χαμάς στο Κάιρο και με ενεργοποίηση της Τουρκίας), όμως σε αυτή δείχνει να προτείνεται μια προσωρινή «παύση» για ανταλλαγή αιχμαλώτων και είσοδο ανθρωπιστικής βοήθειας, που είναι το μόνο που συζητά (;) ο Νετανιάχου. Κατά τα άλλα, το Ισραήλ δείχνει προσηλωμένο στην ολοκλήρωση της Δεύτερης Νάκμπα και δεν θα σταματήσει αν δεν το σταματήσουμε.
Εποχή Τραμπ
Ο πήχης για το κίνημα ανεβαίνει μετά και την εκλογή Τραμπ. Ο επόμενος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάρκο Ρούμπιο, έχει ήδη εκφράσει τις προθέσεις του για τη Γάζα. Όταν ρωτήθηκε αν υποστηρίζει την ανάγκη κατάπαυσης του πυρός, απάντησε: «Το αντίθετο. Θέλω να εξοντώσουν κάθε στοιχείο της Χαμάς στο οποίο μπορούν να φτάσουν τα χέρια τους. Πρόκειται για μοχθηρά ζώα που διέπραξαν ωμότητες».
Η επιλογή του Τραμπ για εκπρόσωπος των ΗΠΑ στα ΟΗΕ, η Ελίζ Στέφανικ, επίσης προϊδεάζει για την αμερικανική γραμμή. Η Στέφανικ έγινε διάσημη κυρίως όταν οργάνωσε τις «μακαρθικές» ανακρίσεις των διοικήσεων πανεπιστημίων στο Κογκρέσο για τη στάση τους απέναντι στο φοιτητικό κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη. Αυτή τη δουλειά θα αναλάβει στη διεθνή σκηνή, ως «ντουντούκα» των επιθέσεων της Ουάσινγκτον στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και άλλους «τρομοκρατικούς» θεσμούς που καταγγέλουν τα ισραηλινά εγκλήματα πολέμου.
Όμως δεν είναι μόνο η Γάζα και οι πιθανότητες μιας κατάπαυσης του πυρός. Ακόμα κι αν αυτή προκύψει (ως προσωρινή και ως «δώρο» του Νετανιάχου στον στενό του φίλο), ο προσανατολισμός του Τραμπ είναι σαφής από την προηγούμενη θητεία του και η Παλαιστινιακή Υπόθεση θα αντιμετωπίσει συνολικότερες προκλήσεις. Ο νέος Αμερικανός πρέσβης στο Ισραήλ, ο Μάικ Χάκαμπι, είναι ένας φανατικός χριστιανοσιωνιστής που υποστηρίζει την Ισραηλινή κυριαρχία σε όλη την ιστορική Παλαιστίνη, αποκαλεί τη Δυτική Όχθη με το σιωνιστικό όνομα «Ιουδαία και Σαμάρεια» και ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει κατοχή, ούτε Παλαιστινιακός λαός...
Ο άνθρωπος που επέλεξε ο Τραμπ ως ειδικό απεσταλμένο στη Μέση Ανατολή, ο Στιβ Γουίτκοφ, είναι… μεσίτης. Ιδιότητα που ταιριάζει στο σκεπτικό της διαβόητης «Λύση του Αιώνα», που ουσιαστικά ενταφίαζε το Παλαιστινιακό ως πολιτικό πρόβλημα, αντιμετωπίζοντάς το ως «μπίζνα» και real estate. Ένας από τους εμπνευστές της «Λύσης του Αιώνα», ο γαμπρός του Τραμπ, Τζάρεντ Κούσνερ, έχει ήδη προτείνει τη δική του ιδέα για την Γάζα, προτείνοντας στο Ισραήλ να καταλάβει τη βόρεια Γάζα για να επενδύσει και να αναπτύξει «το παραλιακό μέτωπο». Και οι Παλαιστίνιοι; Μπορούν -λέει- να μεταφερθούν… στην Έρημο της Νεγκέβ.
Προοπτικές
Ασφαλώς όταν ο Τραμπ έκλεινε τις Συμφωνίες του Αβράαμ (εξομάλυνση σχέσεων του Ισραήλ με Μπαχρέιν, Μαρόκο, Ηνωμένα Αραβικά Εμικράτα), προωθούσε μια «αντι-ιρανική» συμμαχία της Σαουδικής Αραβίας με το Ισραήλ και διαφήμιζε τη «Λύση του Αιώνα» πάνω από τα κεφάλια των Παλαιστινίων, η Μέση Ανατολή ήταν διαφορετική.
Μεσολάβησαν αλλαγές συσχετισμών και μετατοπίσεις, αλλά κυρίως μεσολάβησε η Επίθεση της 7ης Οκτώβρη και ο γενοκτονικός πόλεμος που εξαπέλυσε το Ισραήλ, επαναφέροντας το Παλαιστινιακό Ζήτημα ως πολιτικό πρόβλημα που μπορεί να προκαλέσει κλυδωνισμούς σε όλη την περιοχή. Είναι ενδεικτική η εξομολόγηση του Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν στον Μπλίνκεν, στη διάρκεια μιας συζήτησης για την εξομάλυνση των σχέσεων της Σαουδικής Αραβίας με το Ισραήλ χωρίς σοβαρές παραχωρήσεις του σιωνιστικού κράτους στη Γάζα. Ο διαβόητα αδίστακτος Πρίγκηπας του Στέμματος εδώ είχε έναν δισταγμό:
«Το 70% του πληθυσμού είναι νεότερο από μένα… Οι περισσότεροι δεν ήξεραν πολλά για το Παλαιστινιακό ζήτημα. Μαθαίνουν γι’ αυτό πρώτη φορά μέσα από τη σημερινή σύγκρουση. Αυτό είναι τεράστιο πρόβλημα. Με νοιάζει προσωπικά το Παλαιστινιακό ζήτημα; Όχι. Αλλά νοιάζει το λαό μου…Οι μισοί μου σύμβουλοι λένε ότι η συμφωνία δεν αξίζει το ρίσκο… Θα μπορούσα να καταλήξω νεκρός εξαιτίας της».
Ο Μπιν Σαλμάν μιλά εξ ονόματος όλων των καθεστώτων της περιοχής και αυτή η κοινωνική δύναμη, που αποτελεί γι’ αυτά φόβο, παραμένει η ελπίδα για τον αγώνα των Παλαιστινίων…
Λίβανος: Εύθραυστη και «γκρίζα» κατάπαυση του πυρός
Είναι δύσκολο να απολογίσει κανείς μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που έχει «γκρίζα» σημεία και -κυρίως- κρέμεται από μια κλωστή από τη στιγμή της υπογραφής της.
Στις 27 Νοέμβρη, μετά από 13 μήνες ανταλλαγής χτυπημάτων και 2 μήνες ανοιχτού πολέμου, η Χεζμπολά και το Ισραήλ αποδέχτηκαν μια συμφωνία που στην ουσία επαναδιατυπώνει την Απόφαση 1701, με την οποία το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είχε βάλει τέλος στον πόλεμο του 2006.
Η συμφωνία της 27ης Νοέμβρη προβλέπει κατάπαυση του πυρός για 60 μέρες, στη διάρκεια των οποίων θα εξελισσόταν σταδιακά η αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων εισβολής, η απόσυρση της Χεζμπολά από την Μπλε Γραμμή (το ανεπίσημο σύνορο Λιβάνου-Ισραήλ) προς τα βόρεια του ποταμού Λιτάνι και η ανάπτυξη του λιβανέζικου στρατού στην περιοχή ανάμεσα στον ποταμό και την Μπλε Γραμμή, μαζί με την ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ (Unifil). Σε αυτό το διάστημα, δεν θα έπρεπε να υπάρξει επίθεση από λιβανέζικο έδαφος προς τον Ισραηλινό Στρατό και το Ισραήλ δεν πρέπει να χτυπήσει στόχους εντός Λιβάνου.
Η ανθεκτικότητα και ο ηρωισμός που έδειξαν οι μαχητές της Χεζμπολά καθηλώνοντας τη χερσαία εισβολή, και η ανακούφιση των ανθρώπων στο Λίβανο για το τερματισμό της σιωνιστικής επιθετικότητας, επισκιάζεται από το γεγονός ότι η ηγεσία της λιβανέζικης οργάνωσης πιέστηκε τελικά να υπαναχωρήσει από την σταθερή επί 13 μήνες γραμμή για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα ως προϋπόθεση «ηρεμίας» στα βόρεια σύνορα του Ισραήλ, σπάζοντας το δόγμα της «ενότητας των μετώπων». Όμως οι αναλυτικές αποτιμήσεις της έκβασης του πολέμου στο Λίβανο είναι πρόωρες όσο μένει αναπάντητο ένα άλλο ερώτημα: Μπορεί να αντέξει αυτή η συμφωνία;
Όσον αφορά το ρόλο της Unifil, ο απολογισμός της δράσης και της παρουσίας της στο νότιο Λίβανο όλα τα προηγούμενα χρόνια συνοψίζεται σε μια φράση: Οι Λιβανέζοι δεν την εμπιστεύονται και οι Ισραηλινοί δεν τη σέβονται.
Στο Λίβανο, ο κυβερνητικός στρατός είναι γνωστός για την απροθυμία/αδυναμία του να επιβάλει οτιδήποτε στη Χεζμπολά -χωρίς να προκαλέσει εμφύλιο πόλεμο. Η υλοποίηση του σκέλους της συμφωνίας που αφορά την πλευρά της Χεζμπολά, για απόσυρσή της προς τα βόρεια, παραμένει -όπως όλα τα προηγούμενα 18 χρόνια- δική της επιλογή. Οι δηλώσεις του νέου γενικού γραμματέα της οργάνωσης, Ναΐμ Κασέμ, έδειχναν ωστόσο μια τέτοια πρόθεση «συνεργασίας με τον εθνικό στρατό».
Είχε φανεί ότι πολλά θα κρίνονταν στο «πολιτικό παιχνίδι» μέσα στον Λίβανο, τον συσχετισμό στο εσωτερικό και τις επιλογές που θα έκαναν οι διάφορες πολιτικές δυνάμεις που παρουσίασαν μια εύθραυστη «εθνική ενότητα» γύρω από τις διαπραγματεύσεις με στόχο τον τερματισμό του πολέμου. Ο ρόλος των ΗΠΑ και της Γαλλίας στην επίτευξη της συμφωνίας αλλά και στην επιτήρηση της εφαρμογής της (ένα νέο στοιχείο σε σχέση με το 2006) δείχνει ότι αυτό το πολιτικό παιχνίδι δεν θα εξελιχθεί ανεπηρέαστο και δεν θα καθοριστεί μόνο από τις εσωτερικές δυναμικές.
Για το σιωνιστικό κράτος και το κατά πόσο «δεσμεύεται» να σεβαστεί (όλους) τους γείτονές του, δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Αφού δεν μπόρεσε να επιβάλει στο Λίβανο να αποδεχτεί να μπει στη συμφωνία μια «ελευθερία κινήσεων» του Ισραήλ, η κυβέρνηση Νετανιάχου απέσπασε μια αμερικανική επιστολή που επιβεβαιώνει τη στήριξη των ΗΠΑ σε μια τέτοια ελευθερία, αν προκύψουν λόγοι… «αυτοάμυνας» βεβαίως βεβαίως. Από την πρώτη μέρα της συμφωνίας, ο Ισραηλινός Στρατός την παραβιάζει συστηματικά, χτυπώντας ανθρώπους που μετακινούνται από και προς τα νότια, αλλά και με πιο μακρινά πλήγματα σε οπλοστάσια της Χεζμπολά. Είτε ως απάντηση στο κλίμα «νίκης» που εμφανίστηκε στις γραμμές της Χεζμπολά και τις αντίστροφες γκρίνιες της σιωνιστικής ακροδεξιάς, είτε γιατί ποτέ δεν σκόπευε να την τηρήσει.
Για μια βδομάδα, η κατάπαυση του πυρός ήταν μονομερής, δείχνοντας ότι η Χεζμπολά είχε μεγαλύτερη πρόθεση να συμμορφωθεί στη συμφωνία (τραυματισμένη η ίδια αλλά κυρίως και ο λαός του Λιβάνου από το σφυροκόπημα των σιωνιστών). Μετά από διαρκείς προκλήσεις, η λιβανέζικη οργάνωση υποχρεώθηκε τελικά να απαντήσει, εκτοξεύοντας κάποιες βολές πυροβολικού ως «προειδοποίηση» ότι δεν θα ανεχτεί επ’ άπειρον τις διαρκείς παραβιάσεις. Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, Ισραηλινοί υπουργοί Ισραήλ προανήγγειλαν «σκληρή απάντηση» στην… παραβίαση της εκεχειρίας από τη Χεζμπολά, οι επιτηρητές (ΗΠΑ, Γαλλία)… επιτηρούσαν σιωπηλοί και η εύθραυστη κατάπαυση του πυρός κρεμόταν ξανά από μια κλωστή.
Αν αντέξει η συμφωνία και ολοκληρωθούν όσα προβλέπει ως τις 26 Γενάρη, θα είναι πιο εύκολο να κρίνουμε και πώς βγαίνουν από αυτή τη μάχη η λιβανέζικη αντίσταση, το σιωνιστικό κράτος και ο συσχετισμός δύναμης μεταξύ τους.
Ανάφλεξη στη Συρία
Ένας συνασπισμός αντικαθεστωτικών ένοπλων ομάδων εξαπέλυσε επίθεση στις θέσεις του κυβερνητικού στρατού γύρω από την Ιντλίμπ, την περιφέρεια που είχαν συγκεντρωθεί εκατομμύρια εσωτερικά εκτοπισμένοι αντικαθεστωτικοί και τα υπολείμματα της ένοπλης αντιπολίτευσης. Όσοι συνέχισαν να παρακολουθούν τα μικρο-επεισόδια του συριακού εμφυλίου στα χρόνια μετά την (σχετική) εκεχειρία του 2020 δεν αιφνιδιάστηκαν από την επίθεση, εκτιμώντας ότι αυτή κάποια στιγμή θα συνέβαινε, για μια σειρά λόγους: Το προσφυγικό ζήτημα και οι διάφορες διαφαινόμενες «λύσεις» που είχαν τεθεί στο τραπέζι (στο φόντο και των επιπλέον πιέσεων που δημιούργησε η έξοδος από το Λίβανο τους προηγούμενους μήνες), η επανένταξη του Άσαντ στους κόλπους των αραβικών καθεστώτων, οι προσπάθειες κάποιων από αυτά τα καθεστώτα (Ηνωμένα Εμιράτα) για απομάκρυνσή του από το Ιράν (με αντάλλαγμα την σιωπηλή λήξη των αμερικανικών κυρώσεων τον ερχόμενο Δεκέμβρη), η προοπτική εξομάλυνσης σχέσεων με την ΕΕ (με «λαγό» την ιταλική κυβέρνηση που άνοιξε την πρεσβεία της στη Δαμασκό), η προσπάθεια επαναπροσέγγισης Άσαντ/Ερντογάν (αλλά και οι διαφωνίες που την άφησαν μετέωρη), η σταδιακή εμπέδωση της κυριαρχίας των «σκληρών» της Ταχρίρ Αλ Σαμ στο Ιντλίμπ ενώ έμενε «παγωμένη» η πολιτική διαδικασία «συμφιλίωσης».
Η συγκυρία της επίθεσης είναι επίσης εύκολα εξηγήσιμη. Η Ρωσία είναι από καιρό απορροφημένη στην Ουκρανία (αλλά και «απλωμένη» στην Αφρική), ο μηχανισμός του Ιράν δέχεται χτυπήματα από τον Ισραηλινό Στρατό, ενώ η Χεζμπολά είχε μόλις συμφωνήσει σε κατάπαυση του πυρός στο Λίβανο και αναμενόταν να μπει σε διαδικασία επούλωσης των πληγών της βάσης της και της πολιτικοστρατιωτικής δομής της. Αυτές οι δυνάμεις έσωσαν το καθεστώς στο παρελθόν και χωρίς αυτές είναι πιο αδύναμο.
Αυτό που δεν μπορούσε κανείς να προβλέψει ήταν η αρχική επιτυχία της επίθεσης. Μέσα σε 3 μέρες, ο ισλαμικός συνασπισμός όχι μόνο έσπασε τον αποκλεισμό της Ιντλίμπ, αλλά έφτασε και κατέλαβε το Χαλέπι, τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας και προέλαυνε προς την Χάμα στα νότια. Οι (φιλο)κυβερνητικές δυνάμεις κατέρρευσαν θεαματικά και ειδικά στο Χαλέπι υποχώρησαν αμαχητί, εγκαταλείποντας στους αντικαθεστωτικούς βαρύ οπλισμό, τεθωρακισμένα, τον έλεγχο βάσεων και αεροδρομίων. Όσο κι αν είναι γνωστή η πολιτική αδυναμία του καθεστώτος, το περιστατικό παραμένει σοκαριστικό.
Οι Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF) με κορμό τις κουρδικές πολιτοφυλακέςκινήθηκαν προς το ανατολικό Χαλέπι καταλαμβάνοντας κι αυτές εδάφη. Τότε μπήκε σε κίνηση και ο (αντιπολιτευόμενος) Συριακός Εθνικός Στρατός, που συνενώνει δυνάμεις που λογοδοτούν πλήρως στην τουρκική κυβέρνηση, σε έναν «αγώνα δρόμου» (για εδάφη που εγκατέλειψε το καθεστώς) που μπορεί να εξελιχθεί σε ένα ακόμα επεισόδιο εμφυλίου μέσα στον εμφύλιο, από τα πολλά που έζησε η Συρία τα τελευταία 12 χρόνια καθώς η εμφύλια σύρραξη εκφυλίστηκε σε έναν από τους πιο «βρώμικους» πολέμους που έχουμε δει.
Προφανώς ο κυβερνητικός στρατός θα ανασυνταχτεί νοτιότερα, λιγότερο αιφνιδιασμένος και παρατάσσοντας πιο αξιόπιστες δυνάμεις, ενώ ήδη έχει εξαπολύσει αεροπορικούς βομβαρδισμούς προς την Ιντλίμπ και το Χαλέπι, «υπενθυμίζοντας» το βασικότερο (και φονικότερο) πλεονέκτημα του σε όλη τη διάρκεια αυτού του εμφυλίου. Αν και ιρακινές πολιτοφυλακές στέλνουν κάποιες δυνάμεις στη Συρία για να στηρίξουν τις δυνάμεις της Δαμασκού, ο Άσαντ δεν έχει καταθέσει αίτημα για βοήθεια (σύμφωνα με πηγές της Τεχεράνης), ενώ η Ταχρίρ Αλ Σαμ θα πρέπει να αποδείξει ότι μπορεί να ελέγξει και να διατηρήσει τις περιοχές που κατέλαβε.
Από τις πρώτες μέρες της αναζωπύρωσης, πήρε μπρος και η (κρυφή ή φανερή, έντονη ή διακριτική) κινητικότητα στη Μόσχα και την Άγκυρα, στην Τεχεράνη και την Ουάσινγκτον, στο Άμπου Ντάμπι και το Τελ Αβίβ, που όλες έχουν «πόδι» μέσα στη Συρία. Σε ένα πολύ διαφορετικό τοπίο από εκείνο του 2011-2015 ή και του 2016-2020, εν αναμονή και του «τυφώνα» Τραμπ, με την Ταχρίρ Αλ Σαμ να βάζει βόμβα στη συνεννόηση της «Διαδικασίας της Άστανα», αυτή η κινητικότητα μπορεί να επιφυλάσσει διάφορες εκπλήξεις κι ανατροπές. Μπορεί επίσης να δρομολογήσει πιο «μεγάλα»πράγματα από όσα μπορούν να καθορίσουν τα καλάσνικοφ της Ταχρίρ Αλ Σαμ ή οι βόμβες της συριακής αεροπορίας…