Το νέο τοπίο της κεντροαριστεράς

Μετά από δύο εσωκομματικές εκλογές, δύο συνέδρια και τόνους μελάνι για το μέλλον της «προοδευτικής» αντιπολίτευσης, τα κόμματα της κεντροαριστεράς αδυνατούν να αποτελέσουν πειστική εναλλακτική απέναντι στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. 
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Σπύρος Αντωνίου

ΣΥΡΙΖΑ
Έπειτα από 14 μήνες σκληρών συγκρούσεων και πρωτοφανών καταστάσεων, το ριάλιτι του ΣΥΡΙΖΑ ολοκληρώθηκε με την εκλογή του Σ. Φάμελλου στην ηγεσία (μετά και τη συνεννόηση με τον Π. Πολάκη, να μην υπάρξει δεύτερος γύρος) και την επιστροφή στην «κανονικότητα». Η επανεμφάνιση Τσίπρα στην κάλπη και η συνάντηση με το νέο πρόεδρο θέλει να δώσει την εικόνα της συνέχειας στην Κουμουνδούρου. Παρόλα αυτά, η εξέλιξη αυτή μοιάζει δύσκολο να φέρει και την δημοκοπική ανάκαμψη του κόμματος, που πλέον κινείται στις σχετικές μετρήσεις, μεταξύ 5-8%.  
Πέρα από τη δεύτερη διάσπαση μέσα σε ένα χρόνο, η απόπειρα διακοπής των φυγόκεντρων τάσεων προς το κόμμα Κασσελάκη, δεν είχε και μεγάλη επιτυχία. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ μετρά πια 27 βουλευτές/τριες και έχει χάσει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, καθώς το ΠΑΣΟΚ αριθμεί 31 βουλευτές/τριες. Ο παραδοσιακός μεταπολιτευτικός δικομματισμός, αργά αλλά σταθερά, αναβιώνει. Το καθημερινό παιχνίδι της μιντιακής επικαιρότητας παίζεται πια ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον ένα μικρό κόμμα. Το ΠΑΣΟΚ είναι και δημοσκοπικά ενισχυμένο, όμως και πάλι υπολείπεται του να αποτελέσει τον βασικό αντιπολιτευτικό πόλο.
Ο Φάμελλος θα χρειαστεί να ενώσει μια ετερόκλητη πλειοψηφία των τελευταίων μηνών, που εκδίωξε με διάφορες αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις τον πρώην πρόεδρο και έκανε λόγο για «σχέδια της διαπλοκής στον ΣΥΡΙΖΑ, που θέλουν τη ρευστοποίηση του κόμματος». Μόνο που τα ίδια πρόσωπα που κατήγγειλαν σχέδιο διάλυσης του ΣΥΡΙΖΑ, είχαν στηρίξει ολόψυχα την εκλογή Κασσελάκη το 2023. Η μετά Τσίπρα εποχή αφήνει τον ΣΥΡΙΖΑ με βαριά «τραύματα» σε επίπεδο αξιοπιστίας, οργανωτικής δύναμης και εκλογικής επιρροής. Αλλά και οικονομικά, με τους εργαζόμενους στο κόμμα και τα κομματικά ΜΜΕ να παραμένουν απλήρωτοι. 
Σε επίπεδο πολιτικής φυσιογνωμίας, η κεντροαριστερή γραμμή Φάμελλου με τον ήπιο τόνο και την φιλικότητα στην αντίληψη των «ευρύτερων συναινέσεων», δεν αφήνει ελπίδες για κάποια αριστερή στροφή. Η επάνοδος σε τροχιά κυβερνησιμότητας, υπάρχει σαν προοπτική μόνο σε περίπτωση εκλογικής συμμαχίας ή κυβερνητικής συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ. Αν το τελευταίο δεν προκρίνει μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού με τη ΝΔ, παρόλο που σήμερα κάτι τέτοιο συγκεντρώνει μικρές πιθανότητες.  
Κόμμα Κασσελάκη
Κίνημα Δημοκρατίας, ονομάστηκε τελικά το κόμμα του Stefanos, ο οποίος άρχισε τις περιοδείες του από τον Γοργοπόταμο, για να συμβολίσει την πίστη του στην «εθνική ενότητα». Το άγχος του, παραμένει αν θα καταφέρει να μαζέψει τους 10 βουλευτές που χρειάζονται για τη σύσταση κοινοβουλευτικής ομάδας. Και όπως πάει το πράγμα, μέχρι ώρας τουλάχιστον, τα νούμερα δεν βγαίνουν. Αν και η δεξαμενή των ανεξάρτητων, όλο και μεγαλώνει. 
Ο Κασσελάκης προχώρησε στον νέο πολιτικό σχηματισμό, όπως αρμόζει σε σχήμα της μεταπολιτικής. Στην πράξη χωρίς δομή (η επαφή θα είναι κατά βάση διαδικτυακή), με μέλη οπαδούς που υμνούν την αρχηγική προσωπικότητα και κυρίως χωρίς σαφές πολιτικό στίγμα. Το κόμμα θα απευθύνεται και στους κεντροδεξιούς, αλλά θα είναι κεντροαριστερό, όπως υποστηρίζει ο πρόεδρός του, στοχεύοντας κυρίως στο «απολιτίκ» ακροατήριο ή σε ανθρώπους που αποδοκιμάζουν συνολικά το πολιτικό σύστημα, που όμως δύσκολα φτάνουν μέχρι την κάλπη. 
Σε επίπεδο θέσεων, ο Κασσελάκης νιώθει απελευθερωμένος πλέον από τη θητεία ΣΥΡΙΖΑ (επικριτικές αναφορές για το Μάτι και το δημοψήφισμα), επιχειρώντας να εμφανιστεί ως -ακόμα ένας- Έλληνας Μακρόν, με ένα πιο «αριστερό Ποτάμι». Ένα κόμμα «πιο αριστερό από την αριστερά και πιο κεντρώο από το κέντρο»(!!), όπως μας πληροφόρησε ο ιδρυτής του. Κόμμα «business friendly» στην οικονομία (μείωση φόρων και εισφορών για τις επιχειρήσεις), πατριδοκάπηλο στα «εθνικά» (συντάσσεται με την κριτική του Αντώνη Σαμαρά στα ελληνοτουρκικά) και προοδευτικό στα ζητήματα δικαιωμάτων (φιλελεύθερη  «πολιτική των ταυτοτήτων»). 
Νέα Αριστερά
Η Νέα Αριστερά είναι πια κανονικό κόμμα, ο Αλέξης Χαρίτσης είναι -και με εκλογή από το Συνέδριο- πρόεδρος, ενώ εκλέχτηκαν και τα καθοδηγητικά όργανα. Η νέα κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ, δημιουργεί ένα ερώτημα: θα μπορούσε η Νέα Αριστερά, να βρεθεί ξανά με τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα μετωπικό σχήμα; Για την ώρα τα στελέχη της ΝΕΑΡ (το μισό υπουργικό συμβούλιο του Τσίπρα δηλαδή, που υπερασπίζεται το κυβερνητικό έργο 2015-19), δεν βλέπουν σημείο σύγκλισης με τον ΣΥΡΙΖΑ, διότι αυτός, λένε, έχει μετατοπιστεί προς το κέντρο. Βέβαια μπροστά στον κίνδυνο απώλειας της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, πολλά μπορούν να αλλάξουν. 
Παράλληλα, η ΝΕΑΡ επιμένει στην ανάγκη δημιουργίας «λαϊκού μετώπου για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και της κοινωνίας», απέναντι στη Δεξιά. Πρώτη πράξη σε αυτή την κατεύθυνση, το κάλεσμα Χαρίτση στα «προοδευτικά» κόμματα να καταψηφίσουν τα υπέρογκα εξοπλιστικά, που υπάρχουν στον προϋπολογισμό. Η προσπάθεια αυτού του χώρου να αξιοποιήσει την «αύρα» του Νέου Λαϊκού Μετώπου στη Γαλλία και να παρουσιαστεί ως μια κάποια ελληνική εκδοχή του είναι καρικατούρα. 
Ιδιαίτερα όταν η ανασυγκρότηση του χώρου της κατακερματισμένης κεντροαριστεράς επιχειρείται σε συντηρητικότερη βάση, με ακόμα πιο μετριοπαθείς θέσεις και εντελώς «από τα πάνω». Χωρίς αλληλοτροφοδότηση με τις κοινωνικές αντιστάσεις, χωρίς αξιόπιστο πολιτικό σχέδιο και την παρουσία ηγεμονικής δύναμης της ριζοσπαστικής Αριστεράς (Ανυπότακτη Γαλλία). 
Μετάλλαξη 
Η συστημική μετάλλαξη, η υπόκλιση στην κυρίαρχη ιδεολογία και ο άκρατος κυβερνητισμός, παραμένουν τα μεγαλύτερα εμπόδια για την ανάκαμψη της κεντροαριστεράς. Τα κόμματα αυτά διέψευσαν προσδοκίες και ελπίδες,  υλοποίησαν αντιλαϊκά μέτρα. Δεν αμφισβητούν ουσιαστικά τη λογική του κέρδους και το καθεστώς εργασιακής εκμετάλλευσης. Υποστηρίζουν τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες του ελληνικού κράτους και πριμοδοτούν τον ελληνικό «τσαμπουκά» στο Αιγαίο. Με όλα αυτά είναι μοιραίο να μην μπορούν να εμφανιστούν ως εναλλακτική απέναντι στη ΝΔ. Ταυτόχρονα, αυτό σε μεγάλο βαθμό τροφοδοτεί, τόσο την αποχή, όσο και την άνοδο της ακροδεξιάς. 
Από τη στιγμή που τα πολιτικά υποκείμενα της κεντροαριστεράς βρίσκονται σε παρατεταμένη δομική κρίση, η οποία είναι αποτέλεσμα επιλογών που έκαναν τα ίδια, είναι αδύνατο να εμπνεύσουν και να κινητοποιήσουν την κοινωνία. Πόσο μάλλον όταν η στρατηγική τους εξαντλείται στη διαχείριση της ζοφερής πραγματικότητας, χωρίς ίχνος αντικαπιταλισμού ή έστω «μεταρρυθμιστικού ριζοσπαστισμού», που θα αποτελούσε ρήξη με τον νεοφιλελευθερισμό και θα βελτίωνε τη ζωή της κοινωνικής πλειοψηφίας. 
Ο κόσμος που ζει από τη δουλειά του, η νεολαία των αδιεξόδων, ο κόσμος των αγώνων και της Αριστεράς, δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τη θολή σούπα του «προοδευτισμού».  
 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία