Με την απόφασή της να απαγορεύσει τη χρήση των social media σε νέους κάτω των 15 ετών, η κυβέρνηση δείχνει για ακόμη μια φορά αφενός την υποκρισία της, αφετέρου την αυθαιρεσία της.
Η λογική «πονάει χέρι κόβει χέρι» έχει γίνει ευαγγέλιο του Κυριάκου Μητσοτάκη, που σε πληθώρα περιπτώσεων επιλέγει την καταστολή και όχι την πρόληψη, την απαγόρευση και όχι την ενημέρωση. Κάπως έτσι τα μέτρα που παρουσιάστηκαν στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής Προστασίας των Ανηλίκων από τον Εθισμό στο Διαδίκτυο, δεν έχουν κάτι να προσφέρουν πέρα από ηθικό πανικό και τεχνοφοβία.
Η δαιμονοποίηση των νέων μέσων δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Έχει ιστορικές και βαθιά συντηρητικές ρίζες. Όσοι αρέσκονται στην τρομολαγνία γύρω από τη χρήση των νέων μέσων παρακάμπτουν πλήρως το κοινωνικό υπόβαθρο της ανάπτυξής τους και εντοπίζουν την προβληματική στα ίδια τα μέσα. Συνειδητά ή ασυνείδητα, ξεχνούν ότι τα μέσα επικοινωνίας είναι δίαυλοι επικοινωνίας και όχι και όχι παραγωγοί επικοινωνίας. Το πώς θα χρησιμοποιήσει ένας νέος τα social media ή το ποια σελίδα θα τον έλξει στο διαδίκτυο δεν είναι ζήτημα του μέσου, αλλά ζήτημα των κοινωνικών συνθηκών εντός των οποίων ο νέος μεγαλώνει. Είναι άκρως υποκριτικό να ισχυριστούμε ότι τα social media στρέφουν τους νέους στη βία, όταν το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα παράγει βία σε κάθε πτυχή της σύγχρονης πραγματικότητας, είτε οικονομικής, είτε πολιτικής, είτε κοινωνικής, είτε πολιτισμικής.
Η προσπάθεια, λοιπόν, απαγόρευσης της χρήσης των νέων μέσων σε παιδιά κάτω των 15 ετών, μέσα από τη δημιουργία του kids wallet, μιας εφαρμογής που θα την εγκαθιστούν οι γονείς στις συσκευές που χρησιμοποιούν τα παιδιά τους προκειμένου να αποκλειστεί ή να περιοριστεί η πρόσβαση σε συγκεκριμένες σελίδες, είναι πέρα για πέρα αντιδραστική και εκκινεί από μια απόλυτα συντηρητική βάση. Μεταθέτει εξολοκλήρου την ευθύνη στο άτομο και δημιουργεί μια ρηξιακή σχέση ελέγχου ανάμεσα σε γονείς και παιδιά. Για ακόμη μια φορά η ευθύνη μεταφέρεται στο άτομο και δεν αναλαμβάνεται από το κράτος. Είμαι σαν να λέει το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης στους γονείς ότι «εμείς πλέον σας δίνουμε τα μέσα να μαζέψετε τα παιδιά σας». Η πραγματικότητα, όμως είναι τελείως διαφορετική. Τα νέα μέσα είναι κομμάτι της ζωής μας. Προφανώς και ενέχουν κινδύνους, και μάλιστα σημαντικούς, όμως η απαγόρευσή τους, έμμεση ή άμεση, δεν επιλύει το πρόβλημα.
Το κράτος θα έπρεπε να λάβει άλλου τύπου πρωτοβουλίες γύρω από τη χρήση των νέων μέσων. Να ενημερώσει τους νέους γύρω από τη χρήση τους, να οργανώσει καμπάνιες σε σχολεία γύρω από τους κινδύνους που υπάρχουν στη διαδικτυακή σφαίρα και να εξοικειώσει τα παιδιά στην επωφελή αξιοποίησή τους. Αντ’ αυτού η κυβέρνηση Μητσοτάκη κρύβεται ξανά πίσω από το δάχτυλό της. Κεφαλαιοποιεί πολιτικά τη συζήτηση γύρω από την αύξηση της βίας των ανηλίκων, φέρνοντας στο προσκήνιο ένα κατασταλτικό μέτρο απέναντι στη νεολαία. Η αρχή είχε γίνει ήδη με την απαγόρευση των κινητών τηλεφώνων στα σχολεία και τώρα συνεχίζεται με την απαγόρευση της χρήσης των νέων μέσων στους ανήλικους κάτω των 15 ετών. Πίσω από αυτά τα επιφανειακά μέτρα προφανώς και αποκρύβονται οι βαθύτερες ρίζες μιας συστημικής κρίσης που ανακλάται σε πληθώρα περιστατικών βίας, είτε ανηλίκων είτε ενηλίκων.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη για ακόμη μια φορά υποτιμά ξεδιάντροπα τη νέα γενιά. Την παρουσιάζει χειραγωγούμενη, παραπλανημένη και διεφθαρμένη. Αυτός είναι και ο λόγος που στέκεται τιμωρητικά απέναντί της. Χρησιμοποιεί τη θεωρία των επιδράσεων των μέσων για να αναδείξει ότι οι νέοι κάνουν ό,τι βλέπουν, άκριτα, χωρίς λογική. Πρόκειται για μια βαθιά συντηρητική αντίληψη που παρακάμπτει τους υλικούς και ιδεολογικούς παράγοντες που διαμορφώνουν ένα άτομο. Η απάντηση στα κατασταλτικά μέτρα της κυβέρνησης είτε σε διαδικτυακό, είτε σε πραγματικό επίπεδο, είναι η συλλογική δράση και οι μαζικοί αγώνες της νεολαίας. Είναι η αποδόμηση του συντηρητισμού μέσα από τη ζωντάνια των αγώνων και της διεκδίκησης της ελευθερίας σε όλα τα επίπεδα. Χωρίς νουθεσίες, χωρίς αποκλεισμούς.