2025: Ο Μητσοτάκης χωρίς αντιπολίτευση

Φωτογραφία

Με αντίπαλο τον κόσμο από τα κάτω…
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Μαρία Μπόλαρη

Μέσα στο 2024, με τη διαλυτική κρίση στον ΣΥΡΙΖΑ και την αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να καταγράψει «εκτίναξη», παρουσιάστηκε ανάγλυφα η αδυναμία της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον Μητσοτάκη. 
Όμως μέσα στον ίδιο χρόνο, παρουσιάστηκε συγκεκριμένα και η φθορά της ΝΔ. Στις ευρωεκλογές του 2024, μόλις λίγους μήνες μετά τη δίδυμη νίκη του Μητσοτάκη στις κοινοβουλευτικές εκλογές του ’23, η ΝΔ έχασε 12 ποσοστιαίες μονάδες από την εκλογική επιρροή της δεχόμενη, για πρώτη φορά από το 2019, ένα ηχηρό «σκαμπίλι» πτώσης. Η δήλωση του Μητσοτάκη ότι «το 41% δεν υπάρχει πλέον» έχει μια «στρατηγική» διάσταση: αν η φθορά της ΝΔ δεν αναταχθεί αποτελεσματικά, τότε στις επόμενες εκλογές, όποτε αυτές γίνουν, θα παρουσιαστεί πρόβλημα κυβερνητικής σταθερότητας, δηλαδή κίνδυνος πολιτικής κρίσης, για τον ελληνικό καπιταλισμό. Οι εφεδρικές λύσεις των συμμαχικών κυβερνήσεων πάντα υπάρχουν, αλλά έχουν γίνει πιο δύσκολες και πιο αδύναμες και ασταθείς «λύσεις», καθώς στα τελευταία χρόνια της κυριαρχίας του Μητσοτάκη και της αίσθησης αυτάρκειας της ΝΔ έχει υποβαθμιστεί η καλλιέργεια των «ευρύτερων συναινέσεων». 
Ο κύκλος του Μητσοτάκη έχει ρίξει όλο του το βάρος στην προσπάθεια για να γυρίσει αυτόκεντρα το παιχνίδι. Περιόρισε, τουλάχιστον για την ώρα, τις συνέπειες από την εσωτερική αμφισβήτηση στο κόμμα της ΝΔ (διαγραφή Σαμαρά, «αντιρρήσεις» Κ. Καραμανλή). Αξιοποιεί την επικοινωνιακή και μιντιακή ισχύ του για να διαμηνύσει προς κάθε κατεύθυνση ότι δεν προτίθεται να υποχωρήσει ούτε βήμα πίσω από το στόχο της ανάκτησης της αυτοδυναμίας και της διατήρησης της απόλυτης κυριαρχίας στις πολιτικές εξελίξεις. Προς την επίτευξη αυτού του στόχου, το 2025 γίνεται μια κρίσιμη χρονιά, γιατί μέσα σε αυτήν θα κριθούν οι πολιτικές δυνατότητες προς τον επερχόμενο εκλογικό κύκλο, κάπου μέσα στη διετία 2026-27. 
Η πολιτική του Μητσοτάκη θα παραμείνει σταθερή. Ενισχύοντας ασύστολα την κυρίαρχη τάξη, υποστηρίζοντας κάποιες προοπτικές του ανώτερου τμήματος των μεσοστρωμάτων, υπολογίζει ότι, παρά τις απώλειες που προκαλεί στους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα, θα κατορθώσει τελικά να διατηρήσει τον έλεγχο πάνω σε όλες τις πολιτικές διεργασίες. 
Δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αυτή η σκληρή και σαφής «ταξική μονομέρεια» θα εξακολουθήσει να είναι ο γνώμονας στη χάραξη της κυβερνητικής πολιτικής. 
Έτσι οι αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις (που ουσιαστικά αναστέλλονται για το προεκλογικό 2027) θα συνεχίσουν να είναι στο επίπεδο «ψίχουλα». Την ίδια στιγμή, η απόλυτη άρνηση για όποιο αποτελεσματικό μέτρο ελέγχου των τιμών στα είδα μαζικής και υποχρεωτικής κατανάλωσης, όχι μόνο εξαερώνει ακαριαία τα «ψίχουλα» των αυξήσεων αλλά προκαλεί όλο και μεγαλύτερες απώλειες στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των εργατικών και λαϊκών νοικοκυριών. Δεν είναι τυχαίο ότι η ακρίβεια καταγράφεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις ως ο υπ. αριθμ. 1 παράγοντας της κυβερνητικής φθοράς. Σε αυτό το ενδεικτικό, αλλά και κρίσιμο, πεδίο η κυβέρνηση προαναγγέλει ότι δεν θα κάνει τίποτα απολύτως, πέρα από τα επικοινωνιακά αποπροσανατολιστικά πυροτεχνήματα. 
Η στροφή προς τα δεξιά που ήταν το «εργαλείο» του Μητσοτάκη για τον έλεγχο των εσωκομματικών αμφισβητήσεων, ταιριάζει γάντι με την πιο απροσχημάτιστη υποστήριξη των συμφερόντων της «καλής κοινωνίας». Οι προετοιμασίες της συνταγματικής αναθεώρησης περιέχουν μεγάλες προκλήσεις. Η εισαγωγή του «δημοσιονομικού κόφτη» συνταγματοποιεί τη σκληρή λιτότητα, βάζοντας όρια σε κάθε απόπειρα χαλάρωσής της, ακόμα και από μελλοντικές κυβερνήσεις! Δίπλα στην κατάργηση του εμβληματικού Άρθρου 16 που απαγορεύει την ίδρυση ιδιωτικών ΑΕΙ, προετοιμάζεται η κατάργηση της συνταγματικής προστασίας στους υδάτινους πόρους, η κατάργηση της υποχρεωτικής αναδάσωσης καμένων δημόσιων και ιδιωτικών δασικών εκτάσεων, και άλλων ανάλογων «αναχρονισμών» της περιόδου της Μεταπολίτευσης. Το Σύνταγμα που ετοιμάζεται θα είναι μια νεοφιλελεύθερη «κουρελού» προσανατολισμένη κυρίως στην κατοχύρωση των «ελευθεριών» δράσης της επιχειρηματικότητας.
Τα δρακόντεια διαδοχικά μέτρα του Φλωρίδη, με πρόσχημα τάχα την πάταξη της εγκληματικότητας, ενισχύουν με ταχύ ρυθμό το αστυνομικό-δικαστικό κράτος που πάντα, σε τελευταία ανάλυση, έχει ως στόχο τους αγώνες της κοινωνικής πλειοψηφίας για δικαιώματα και ελευθερίες. 
Σε αυτήν την πολιτική εντάσσεται ομαλά και η όξυνση της ρατσιστικής πολιτικής. Την ώρα που όλες οι εργοδοτικές οργανώσεις διαμηνύουν ότι τους λείπουν, κατ’ ελάχιστον, 300.000 εργάτες, ο Μητσοτάκης επιμένει ότι «θα λύσει το πρόβλημα» με τις διαβόητες διακρατικές συμφωνίες μεταφοράς εργαζομένων, ενώ το επίσημο ελληνικό κράτος συνεχίζει να πνίγει εκατοντάδες μετανάστες και πρόσφυγες στα διαδοχικά «ναυάγια» που προκαλούν οι πολιτικές της αποτροπής και των «επαναπροωθήσεων». 
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είναι γνωστή η επιλογή για την/τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οι δυσκολίες του Μητσοτάκη αφορούν την τακτική αντιμετώπιση της εσωκομματικής αμφισβήτησης, αλλά και την υποστήριξη του σχεδίου ανάκτησης της αυτοδυναμίας. Κατά τα άλλα, όποιο πρόσωπο κι αν επιλεγεί θα στέκεται στην κορυφή μιας κρατικής πυραμίδας που έχει στραφεί σε μια καίρια αντεργατική και αντικοινωνική πολιτική. Και γι’ αυτό θα είναι εγκληματικό πολιτικό λάθος η όποια «συναινετική» αντιμετώπιση της επιλογής Προέδρου από τη μεριά των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Αυτή η πολιτική ασφαλώς θα κριθεί κυρίως στην αντιπαράθεσή της με τους αγώνες του κόσμου μας. Θα δοκιμαστεί όμως και σε ένα πρόσθετο πεδίο. 
Γεωπολιτική κινούμενη άμμος
Εξαργυρώνοντας το σταθερό φιλονατοϊκό προσανατολισμό όλης της προηγούμενης περιόδου, ο ελληνικό κράτος από την 1/1/2025 ανέλαβε τη θέση του μη μόνιμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, ενώ τον ερχόμενο Μάιο θα αναλάβει για ένα μήνα την προεδρία του. Η ατζέντα του Γεραπετρίτη στο υπουργείο Εξωτερικών είναι ενδεικτική της «προωθημένης» ένταξης στην ευρωατλαντική στρατηγική. 
Πρώτη προτεραιότητα είναι, λέει, η ταχύτερη δυνατή προώθηση του Οικονομικού Διαδρόμου Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης (IMEC). Ο «Διάδρομος», στο οικονομικό σκέλος του, αφορά την αμφίδρομη εμπορική σύνδεση της Ινδίας με την ΕΕ, με την Αθήνα να ελπίζει ότι θα αναδειχθεί σε «πύλη» από την οποία θα διέρχονται μεγάλες αξίες. Όμως είναι σαφές ότι η «σύνδεση» περιλαμβάνει στρατιωτικές και διπλωματικές πτυχές, μέσω των οποίων ο ευρωατλαντισμός επιδιώκει να μετατρέψει την Ινδία (κατά τα άλλα χώρα-μέλος των BRICS) σε σταθερό στήριγμά του στο θαλάσσιο «τόξο» από τον Ινδικό μέχρι την Ανατολική Μεσόγειο. Σε αυτό το «μεγάλο παιχνίδι», η κυβέρνηση της ΝΔ επιδιώκει, από την εποχή της πρώτης συνάντησης Μητσοτάκη-Μόντι, να αναλάβει το ρόλο της «προξενήτρας», με στόχο τα ανταλλάγματα στον ανταγωνισμό στην Ανατολική Μεσόγειο. 
Σε αυτήν την κοντινότερη περιοχή, η αστάθεια έχει χτυπήσει «κόκκινο». Η κατάρρευση του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία έχει αλλάξει όλα τα στρατηγικά δεδομένα για την Τουρκία του Ερντογάν. Που αντιμετωπίζει πλέον τον «εφιάλτη» της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους δίπλα στα σύνορά της, που αντιμετωπίζει τις δοκιμασίες «συνύπαρξης» με μια κυβέρνηση στη Δαμασκό που στηρίζεται σε ττζιχαντιστική ένοπλη δύναμη, που αντιμετωπίζει την προοπτική άμεσης «επαφής» με το στρατό του Κράτους του Ισραήλ χωρίς το προστατευτικό ενδιάμεσο «μαξιλάρι» της Συρίας του Μπάαθ. Σε αυτή τη συγκυρία, το τουρκικό κράτος μεταφέρει επειγόντως κάθε ικμάδα του «διπλωματικού κεφαλαίου» αλλά και των ενόπλων δυνάμεών του, προς την αντιμετώπιση των εξελίξεων στα νότια και νοτιοανατολικά σύνορά του. Στο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας (ΑΣΣ) Ελλάδας-Τουρκίας τον ερχόμενο Φλεβάρη θα διαπιστώσουμε το αν αυτή η εξέλιξη θα φέρει υποβάθμιση στο «δυτικό» μέτωπο, στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό στο Αιγαίο, ή αν αντίστροφα θα μπούμε σε νέο κύκλο όξυνσης. 
Η (εν πολλοίς τεχνητή) αναβάθμιση της πιθανότητας οριοθέτησης ΑΟΖ μεταξύ Τουρκίας και Συρίας στον ελληνικό συστημικό Τύπο, δείχνει ότι αυξάνουν οι «πειρασμοί» με στόχο να προσπαθήσει το ελληνικό κράτος να αξιοποιήσει την αστάθεια στα νότια σύνορα της Τουρκίας για την προώθηση των δικών του θέσεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Προς αυτήν την κατεύθυνση ο Γεραπετρίτης αναθερμαίνει όλες τις διεργασίες με τους «συμμάχους» της Αθήνας που ταυτόχρονα είναι καχύποπτες ή ανοιχτά εχθρικές δυνάμεις απέναντι στην Τουρκία του Ερντογάν. Στους επόμενους μήνες οργανώνονται το ΑΣΣ με τη Σαουδική Αραβία, η Σύνοδος Κορυφής Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου, ενώ «πυκνώνει» ο διάλογος Ελλάδας-Ισραήλ. Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα σε αυτές τις συνθήκες ανακοινώθηκε η επιτάχυνση του σχεδίου ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ, ενώ ξαφνικά βγήκε ξανά από τα συρτάρια το σχέδιο για τον East Med, τον υποθαλάσσιο αγωγό μεταφοράς φυσικού αερίου μεταξύ Ισραήλ-Κύπρου και Ελλάδας, το σχέδιο που μόλις πριν 1 χρόνο οι αγορές είχαν κηρύξει ως «κλινικά νεκρό». 
Θα είναι αφελής όποιος πιστέψει ότι οι σχέσεις αυτές περιορίζονται σε διπλωματικό και οικονομικό πεδίο. Αφορούν άμεσα τον τομέα των όπλων. 
Και σε αυτόν τον τομέα εκδηλώνονται η, ίσως, πιο επικίνδυνη πτυχή της πολιτικής Μητσοτάκη. Σύμφωνα με τον Δένδια οι τρέχουσες αλλαγές στις ένοπλες δυνάμεις συνιστούν «την πιο σημαντική μεταρρύθμισή τους» από την εποχή της Μεταπολίτευσης. Αυτή αφορά κολοσσιαίους πόρους («θόλος» στο Αιγαίο, Μπελχάρα με πυραύλους Κρουζ, F-35 κλπ), αφορά στροφή προς έναν «επαγγελματικό» στρατό ικανό να χειρίζεται όπλα τεχνολογίας, αλλά επίσης αφορά και ένα μιλιταριστικό αδιαπέραστο «τείχος» διαχωρισμού του στρατού από την κοινωνία. Στις σημερινές συνθήκες των πολεμικών κινδύνων, οφείλουμε να θυμηθούμε ότι η απόρριψη του μιλιταρισμού υπήρξε ταυτοτική αυταξία για την Αριστερά και το εργατικό κίνημα. 
Σε αυτήν τη γεωπολιτική κινούμενη άμμο, ο Μητσοτάκης θα επιχειρήσει να καταγράψει «επιτυχίες» που θα ενισχύουν τη θέση του, στηριγμένος κυρίως στις πλάτες του ευρωατλαντισμού και του Ισραήλ. Όμως είναι εξίσου πιθανό να καταγράψει νέα αδιέξοδα ή και να εισπράξει χαστούκια, που θα κάνουν τη θέση της κυβέρνησης πολιτικά απελπιστική. 
Αντιπολίτευση;
Είπατε αντιπολίτευση;

Έχουμε συχνά χρησιμοποιήσει τον ισχυρισμό ότι η βασική δύναμη του Μητσοτάκη είναι τα χάλια της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης που αντιμετωπίζει. 
Το ΠΑΣΟΚ που βρέθηκε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης μέσω της κρίσης του ΣΥΡΙΖΑ, κινείται με την εκτίμηση ότι «το παιχνίδι παίζεται στο κέντρο». Ο Ανδρουλάκης αρκείται σε διαδοχικές ερωτήσεις προς τον Μητσοτάκη στη Βουλή, με στόχο να αποδείξει τεχνοκρατική επάρκεια και κοστολογημένο ρεαλισμό που, τάχα, θα φέρουν μετακινήσεις κεντρώων ψηφοφόρων προς τη σοσιαλδημοκρατία. Το αποτέλεσμα είναι η δημοσκοπική «στασιμότητα» του ΠΑΣΟΚ, που αν παραταθεί τότε πιθανότατα θα μετατραπεί σε δημοσκοπική κατηφόρα. Η αμηχανία της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ απέναντι σε πλευρές της συνταγματικής μεταρρύθμισης και η αφωνία για την/τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, δείχνουν ένα γενικότερο δισταγμό της ηγετικής ομάδας Ανδρουλάκη να «κόψει» οριστικά κάθε συζήτηση για συναινετικές διεργασίες με τη ΝΔ. 
Ο ΣΥΡΙΖΑ του Σ. Φάμελου παπαγαλίζει την ανάγκη «να βρεθεί αντίπαλος απέναντι στον Μητσοτάκη» χωρίς να τολμά να προχωρήσει στα στοιχειώδη πολιτικά διακυβεύματα πάνω στα οποία θα κριθεί η επόμενη εκλογική/πολιτική μάχη. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πόσο αυτό το κόμμα, που τυπικά εξακολουθεί να αυτοπροσδιορίζεται ως «ριζοσπαστική Αριστερά», έχει χάσει κάθε δυνατότητα να συνδέει τις όποιες απόψεις του με πραγματική κίνηση του κόσμου, ή έστω ορατών τμημάτων του. Και το πέρασμα του χρόνου, μετά την απομάκρυνση από την κρίση Κασσελάκη θα κάνει αυτήν την αδυναμία όλο και πιο φανερή, όλο και πιο αποσαθρωτική για τις εκλογικές προοπτικές του. 
Κοινό χαρακτηριστικό στην τακτική του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι υπόσχονται ότι θα αντιμετωπίσουν τον Μητσοτάκη στις… επόμενες εκλογές, κάνοντας μέχρι τότε ένα είδος «προγραμματικής αντιπολίτευσης». Όμως όποιος ζήσει αυτήν την περίοδο περιμένοντας να αρχίσει την πολιτική μάχη κάπου στο 2027, ζει για να ζήσει μια νέα πολιτική ήττα. 
Ο κόσμος δεν έχει κανένα λόγο να δώσει δύο χρόνια τάιμ άουτ στους μουτζαχεντίν του νεοφιλελευθερισμού που βρίσκονται στην κυβερνητική εξουσία. Γιατί η μοίρα του, το τι συμβαίνει στη δουλειά ή στο νοσοκομείο, ή στο σχολείο κλπ, «γράφεται» εδώ και τώρα. Όπως εδώ και τώρα «γράφονται» οι πολιτικές προϋποθέσεις για τη νέα πολιτική συγκυρία που έρχεται μετά τη σημερινή μεταβατική πολιτική περίοδο. Η μοναδική αντιπολίτευση στον Μητσοτάκη είναι οι αγώνες από τα κάτω, που πρέπει να ενταθούν και να κλιμακωθούν. Οι αγώνες αυτοί χρειάζονται τη ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά. Όχι μόνο για να οργανωθούν. Αλλά και για να ενοποιηθούν πολιτικά σε μια μίνιμουμ αλλά ουσιαστική βάση. Για να γίνει το «από τα κάτω» ξανά ταυτόσημο με το «από τα αριστερά». Και να οδηγήσει αυτή την αντιδραστική κυβέρνηση στον σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας. 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία