Η κυβέρνηση Τραμπ ανακοίνωσε τεράστιες αυξήσεις δασμών στις 2 Απριλίου, ανεβάζοντάς τους στο υψηλότερο επίπεδο του τελευταίου αιώνα. Αυτοί οι δασμοί αποτελούν απειλή για την εργατική τάξη αλλά και όπλο στα χέρια της Αμερικής, καθώς προετοιμάζεται για μια στρατιωτική αντιπαράθεση με την Κίνα.

Η ανακοίνωση των δασμών του Ντόναλντ Τραμπ προκάλεσε οικονομικό πανικό, με τα χρηματιστήρια να καταρρέουν καθώς οι επενδυτές απέσυραν τα χρήματά τους φοβούμενοι ότι το παγκόσμιο εμπόριο θα βυθιστεί. Όταν αντέδρασαν οι αγορές ομολόγων, απειλώντας με άνοδο των επιτοκίων για τα χρέη που κατέχουν εταιρείες, κράτη και κάτοχοι ενυπόθηκων δανείων, ο Τραμπ αναγκάστηκε να υποχωρήσει, εφαρμόζοντας δασμούς 10% στις περισσότερες χώρες και αναστέλλοντας την επιβολή των υψηλότερων για 90 ημέρες. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και στο 10%, οι δασμοί βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών. Δεδομένων των αλλοπρόσαλλων κινήσεων του Τραμπ τις τελευταίες εβδομάδες, τα πάντα μπορεί να συμβούν στους επόμενους τρεις μήνες.
Το βασικό κίνητρο του Τραμπ είναι να τιμωρήσει τις χώρες με τις οποίες οι ΗΠΑ έχουν μεγάλα εμπορικά ελλείμματα. Ισχυρίζεται ότι οι εμπορικοί εταίροι των ΗΠΑ τις κατακλέβουν εδώ και χρόνια και ότι θα το διορθώσει αυτό καθιστώντας πιο ακριβές τις εισαγωγές από αυτές τις χώρες. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο στο αρχικό σχέδιο οι δασμοί ήταν υψηλότεροι στις χώρες με τις οποίες οι ΗΠΑ είχαν το μεγαλύτερο έλλειμμα.
Ο Τραμπ αντιμετωπίζει επίσης τους δασμούς ως έναν τρόπο για να ενθαρρυνθούν οι εταιρείες που έχουν μεταφέρει την παραγωγή τους σε άλλες χώρες να την επαναφέρουν στις ΗΠΑ και να αναγκαστούν οι εταιρείες που παράγουν υπερπόντια να επενδύσουν και να παράγουν στις ΗΠΑ. Πιο συγκεκριμένα, ο πρόεδρος θέλει να ανοικοδομήσει την παραγωγική βάση των ΗΠΑ στα πλαίσια της στρατιωτικής ετοιμότητας. Ο προηγούμενος πρόεδρος Τζο Μπάιντεν προσπάθησε να το κάνει αυτό με μεγάλες κρατικές επιδοτήσεις. Αυτό είχε μόνο περιορισμένη επιτυχία. Ο Τραμπ χρησιμοποιεί τους δασμούς για να προσπαθήσει να αναγκάσει τις αμερικανικές επιχειρήσεις να επενδύσουν περισσότερο στο εσωτερικό.
Ο Τραμπ προωθεί επίσης τους δασμούς για να δημιουργήσει μιας πηγή κρατικών εσόδων, η οποία θα επιτρέψει στην κυβέρνησή του να καταργήσει την φορολόγηση κεφαλαιακών κερδών και να αναπληρώσει την επέκταση των αντιδραστικών [ΣτΜ: που ευνοούν περισσότερο τους έχοντες μεγάλο εισόδημα] μειώσεων του φόρου εισοδήματος που πρόκειται να λήξουν το 2027.
Πολλοί οικονομικοί σχολιαστές και καθεστωτικοί πολιτικοί έχουν επιτεθεί στους δασμούς του Τραμπ, λέγοντας ότι θα βλάψουν τον αμερικανικό καπιταλισμό και τα συμφέροντα του αμερικανικού κράτους. Αλλά αυτό δεν σημαίνει τίποτα για την εργατική τάξη. Οι συγκεκριμένοι θέλουν απλώς να μπαλώσουν το υπάρχον εμπορικό σύστημα με την ελπίδα ότι οι καπιταλιστές θα διατηρήσουν τις περιουσίες τους.
Πολύ πιο σημαντικός είναι ο καταστροφικός αντίκτυπος που θα έχουν αυτοί οι δασμοί στην εργατική τάξη.
Πρώτον, επιδεινώνουν την κρίση του κόστους διαβίωσης. Οι δασμοί καθιστούν φτωχότερους τους εργαζόμενους, καθώς αυξάνουν την τιμή των εισαγόμενων αγαθών, με πιο προφανή τα κινεζικά από τα οποία εξαρτώνται πολλά νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα. Επίσης δίνουν στους Αμερικάνους παραγωγούς την ευκαιρία να αυξήσουν αμέσως τις τιμές των δικών τους προϊόντων, καθώς θα δέχονται λιγότερη πίεση από τα εισαγόμενα.
Οι δασμοί του Τραμπ θα μεταφέρουν το φορολογικό βάρος από τους πλούσιους στην εργατική τάξη, φορολογώντας την κατανάλωση και μειώνοντας τους φόρους στα εισοδήματα από επενδύσεις. Τα φτωχότερα νοικοκυριά ξοδεύουν όλο το εισόδημά τους (ή και περισσότερο) και δεν έχουν καθόλου ή έχουν ελάχιστες επενδύσεις, οπότε επηρεάζονται περισσότερο.
Το σχέδιο του Τραμπ για τους δασμούς ενισχύσει μια δεξιά συνωμοσιολογία που κατηγορεί τους «ραδιούργους ξένους» και όχι τους δισεκατομμυριούχους της ίδιας της Αμερικής για τα οικονομικά προβλήματα των ΗΠΑ και την απώλεια θέσεων χειρωνακτικής εργασίας.
Πολλές συνδικαλιστικές ηγεσίες που εκπροσωπούν χειρώνακτες εργάτες δυστυχώς «τσιμπάνε» σε αυτό το επιχείρημα. Υποστηρίζουν ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να σχηματίσουν ένα μπλοκ με τους Αμερικανούς καπιταλιστές για να μπλοκάρουν τις εισαγωγές μέσω δασμών και ποσοστώσεων, μια στρατηγική γνωστή ως προστατευτισμός.
Ο προστατευτισμός οδηγεί το εργατικό κίνημα σε λάθος κατεύθυνση. Αντί να πολεμήσουν τους καπιταλιστές με απεργίες και καταλήψεις των εργοστασίων τους για την προστασία των θέσεων εργασίας, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες συμμαχούν με τα αφεντικά, ξεπουλώντας τα μέλη τους στο όνομα της «διάσωσης της βιομηχανίας».
Αν η «διάσωση της βιομηχανίας» σημαίνει περικοπές στα κόστη, όπως συμβαίνει πάντα στον αδίστακτο καπιταλιστικό κόσμο, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες θα συνταχθούν με τα αφεντικά για να απαιτήσουν από τους εργαζόμενους να πληρώσουν αυτό το τίμημα. Αυτή υπήρξε η μακρά και άθλια προϊστορία της στρατηγικής του προστατευτισμού σε κάποιες από τις λίγες βιομηχανίες όπου τα αμερικανικά συνδικάτα διατηρούν ακόμα παρουσία -αυτοκίνητα, χάλυβας, χημικά, καουτσούκ- και όπου οι εργάτες είδαν τις θέσεις εργασίας τους να θυσιάζονται. Είναι πολύ πιο εύκολο για τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες να συμμετάσχουν σε αντιπροσωπείες εταιρειών στην Ουάσιγκτον για να κάνουν λόμπινγκ υπέρ των δασμών παρά να διεξάγουν έναν αγώνα για θέσεις εργασίας.
Η δασμολογική παγίδα είναι και σήμερα ενεργή. Ο Σον Φέιν, ο ηγέτης των Ηνωμένων Εργατών Αυτοκινήτου των ΗΠΑ, ο οποίος εμφανίζεται σε συγκεντρώσεις κατά του Τραμπ καταδικάζοντας τις επιθέσεις του προέδρου στα συνδικάτα και τις θέσεις εργασίας στον δημόσιο τομέα, επικρότησε τους δασμούς του Τραμπ ως «ένα μεγάλο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση για τους εργάτες αυτοκινήτων και τις κοινότητες χειρώνακτων εργατών σε ολόκληρη τη χώρα». Πώς θα πολεμήσουν οι εργαζόμενοι τις επιθέσεις του Τραμπ, αν οι ηγέτες τους συγχρόνως επαινούν τον εχθρό τους;
Ο προστατευτισμός συμβάλλει επίσης στην εθνικιστική ρητορεία που με μεγάλη ευκολία προχωρά από τον οικονομικό ανταγωνισμό στον στρατιωτικό ανταγωνισμό. Αυτό είναι πολύ πιο εμφανές στην ανακοίνωση του Τραμπ με την οποία συμμάζεψε τους αρχικούς πολύ απότομους δασμούς στους συμμάχους της Ουάσινγκτον, ενώ τους ανέβασε κατακόρυφα στην Κίνα, η οποία αντιμετωπίζει τώρα δασμούς ύψους 145%. (ΣτΜ το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 11 Απριλίου. Στις 23 Απριλίου ο Τραμπ ανακοίνωσε πως οι δασμοί προς την Κίνα «θα μειωθούν σημαντικά αλλά δεν θα είναι και μηδενικοί»). Η κινεζική άρχουσα τάξη απαντά με τον ίδιο τρόπο. Οι δασμοί είναι μόνο μια πτυχή μιας ευρύτερης στρατιωτικής προετοιμασίας των ΗΠΑ ενάντια στον ιμπεριαλιστικό αντίπαλό τους και συμβάλλουν στον αυξανόμενο ρατσισμό απέναντι στους Κινεζο-αμερικανούς στο εσωτερικό της χώρας.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι σοσιαλιστές αντιτίθενται σε όλα τα καλέσματα του είδους «Αγοράστε Αμερικανικά» ή «Αγοράστε Καναδικά» ή «Αγοράστε Αυστραλιανά» που τόσο αγαπούν οι συνδικαλιστές ηγέτες. Αυτά μας οδηγούν στην ταξική συνεργασία και τον σωβινιστικό εθνικισμό, αντί για την ταξική πάλη και τη διεθνή αλληλεγγύη της εργατικής τάξης.
Αν όμως αντιτασσόμαστε σε αυτούς τους δασμούς ως μια επίθεση στην εργατική τάξη και γιατί αυξάνουν τις ιμπεριαλιστικές εντάσεις, αυτό δεν σημαίνει ότι υποστηρίζουμε το ελεύθερο εμπόριο. Το ελεύθερο εμπόριο και ο προστατευτισμός είναι απλώς δύο διαφορετικές στρατηγικές που χρησιμοποιούν οι καπιταλιστές για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, κλίνοντας πότε προς τη μία και πότε προς την άλλη στρατηγική.
Μπορεί σήμερα οι ΗΠΑ να εισάγουν δασμούς για να αποκτήσουν πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό τους με την Κίνα, αλλά αντίστοιχα χρησιμοποιούσαν επί δεκαετίες το ελεύθερο εμπόριο για να βοηθήσουν τις αμερικανικές εταιρείες να κερδίσουν χρήματα και να προωθήσουν την ισχύ τους πολύ πέρα από τα σύνορά τους. Το ελεύθερο εμπόριο ήταν η σημαία που ύψωναν οι αμερικανικές κανονιοφόροι -και οι βρετανικές και γαλλικές κανονιοφόροι πριν από αυτές- για να επιβάλλουν το άνοιγμα νέων αγορών στην Αφρική και την Ασία. Το ελεύθερο εμπόριο ήταν η σημαία που ύψωσαν οι ΗΠΑ όταν δημιούργησαν το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο ευνοούσε τους δικούς τους καπιταλιστές και συνέτριβε τις φτωχότερες χώρες για δεκαετίες.
Σε αντίθεση με όσα λέει ο Τραμπ, οι ΗΠΑ δεν υπήρξαν θύμα του ελεύθερου εμπορίου, αλλά ο αρχιτέκτονας και ο μεγαλύτερος ωφελημένος του. Ήταν οι αμερικανικές πολυεθνικές και οι αμερικανικές κυβερνήσεις που μετέφεραν την παραγωγή τους σε χώρες με χαμηλούς μισθούς για να αυξήσουν τις περιουσίες τους, αρχής γενομένης από τη δεκαετία του 1980. Οι απώλειες θέσεων εργασίας που προέκυψαν δεν ήταν ευθύνη κάποιων ξένων που κλέβουν, αλλά της ίδιας της καπιταλιστικής τάξης της Αμερικής. Οι ΗΠΑ δεν είναι θύμα κανενός.
Μόνο τώρα που αντιμετωπίζουν μια αυξανόμενη απειλή από την Κίνα, της οποίας την οικονομική άνοδο αρχικά υποστήριξαν, οι ΗΠΑ υποχωρούν από το ελεύθερο εμπόριο.
Οι επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις δεν έχουν ποτέ κατά νου τα συμφέροντά μας όταν επιλέγουν μεταξύ ελεύθερου εμπορίου και προστατευτισμού, παρά μόνο τα δικά τους.
Η εργατική τάξη δεν μπορεί να βασίζεται σε κανένα σχέδιο που επινοούν οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις για την προστασία των συμφερόντων τους, αλλά πρέπει να αγωνιστεί ενάντια σε όλους τους καπιταλιστές και τις κυβερνήσεις, τόσο αυτούς του ελεύθερου εμπορίου όσο και τους προστατευτιστές.
Το πρόσφατο χάος που προέκυψε μέσα από τον Λευκό Οίκο και τις χρηματοπιστωτικές αγορές της Νέας Υόρκης αποδεικνύει πόσο πολύ ελέγχουν οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τις ζωές μας και πόσο λίγο έλεγχο έχουμε εμείς.
Ο πλανήτης κρατείται όμηρος από έναν ολοένα και πιο αυταρχικό πρόεδρο των ΗΠΑ και από τα μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που διαχειρίζονται τις αγορές ομολόγων. Το αν θα έχουμε εμπορικό πόλεμο ή όχι, το αν η παγκόσμια οικονομία θα οδηγηθεί σε ύφεση, το τι θα συμβεί στην ανεργία, το αν θα κλιμακωθεί ο πληθωρισμός και το αν θα αυξηθούν ή θα μειωθούν τα επιτόκια των ενυπόθηκων δανείων, όλα αυτά αποφασίζονται από ελάχιστους ανθρώπους. Ο Τραμπ εκλέχθηκε τυπικά, αλλά το πολιτικό σύστημα στην Αμερική είναι τόσο εξαρτημένο από τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα που η δημοκρατική διαδικασία είναι εντελώς υπονομευμένη. Οι κάτοχοι του χρήματος δεν εκλέγονται από κανέναν, αλλά κινούνται σαν αγέλη για να τιμωρήσουν ή να ανταμείψουν τις κυβερνήσεις κατά το δοκούν.
Οι πρόσφατες εξελίξεις έχουν καταστήσει σαφές ότι μπορούμε να έχουμε δημοκρατία ή μπορούμε να έχουμε καπιταλισμό, αλλά δεν μπορούμε να έχουμε και τα δύο.
*Αναδημοσίευση από Red Flag