Το Κράτος του Ισραήλ έχει χάσει κατά κράτος τη μάχη της κοινής γνώμης, κάτι που δεν πρέπει να υποτιμηθεί: οι οικονομικοί και ανθρώπινοι πόροι που διαθέτει το σιωνιστικό κράτος διαχρονικά για τη διεξαγωγή αυτής της μάχης («Χασμπάρα») υπογραμμίζουν τη σημασία της.
Σήμερα ζούμε μια εκκωφαντική ήττα αυτού του προπαγανδιστικού μηχανισμού. Οι πολιτικές-ιδεολογικές μετατοπίσεις (υπέρ της Παλαιστινιακής Υπόθεσης) που ξεκίνησαν κατά την δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα κι επιταχύνθηκαν στη διάρκεια της γενοκτονίας, σήμερα βρίσκονται σε ένα κορυφαίο σημείο.
Σε αυτήν τη συνθήκη προσαρμόζονται πλέον τα μεγάλα διεθνή ΜΜΕ (που με τη σειρά τους την ανατροφοδοτούν), τα οποία διαπιστώνουν σήμερα ότι «είναι γενοκτονία» ή «το Ισραήλ κάνει εγκλήματα πολέμου». Σε αυτήν τη συνθήκη προσαρμόζονται προσωπικότητες, καλλιτέχνες, «ενδιάμεσοι» (μεταξύ κορυφής και βάσης) κρατικοί ή κοινωνικοί θεσμοί που δηλώνουν σήμερα ότι «η σιωπή δεν είναι πλέον επιλογή».
Αυτό δεν θα ήταν εφικτό χωρίς το διεθνές επίμονο κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη (βλ. σελ. 6) που πιστώνεται σημαντικό μέρος της δημιουργίας αυτών των ρωγμών στην κυρίαρχη συναίνεση. Το υπόλοιπο μέρος το πιστώνεται η… κυβέρνηση Νετανιάχου, με τις απροκάλυπτα γενοκτονικές πράξεις του Ισραηλινού Στρατού μετά το σπάσιμο της κατάπαυσης του πυρός, αλλά και με την εγκατάλειψη κάθε προσχήματος. Οι Σιωνιστές υπουργοί και αξιωματούχοι δεν κρύβουν τις προθέσεις τους, καθιστώντας πολύ δύσκολο το έργο των επίδοξων υπερασπιστών τους (και πολύ εύκολο το έργο των Διεθνών Δικαστηρίων, αν θελήσουν να σταθούν στο ύψος τους). Αυτό υποχρεώνει και άλλους να «πηδάνε σαν τα ποντίκια» από το βυθιζόμενο καράβι της προπαγάνδας για την «αυτοάμυνα» του Ισραήλ.
Ρωγμές και υποκρισία στο «δυτικό» στρατόπεδο
Η συσσώρευση αυτών των παραγόντων βρήκε αντανάκλαση και στις κρατικές ηγεσίες, που μετατοπίζονται σε επικριτική γραμμή απέναντι στον γενοκτονικό πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα. Κάποιοι ηγέτες διατυπώνουν ισχυρισμούς που μέχρι πρότινος απέδιδαν στην προπαγάνδα των «αντισημιτών» και των «υποστηρικτών της Χαμάς» και δοκιμάζουν τη γεύση του δηλητηρίου τους εισπράττοντας τους ίδιους χαρακτηρισμούς από την Ισραηλινή κυβέρνηση.
Προς το παρόν οι κυβερνώντες… μιλάνε. Σαν να πρόκειται για ανήσυχους πολίτες που καταθέτουν τη γνώμη τους και όχι για επικεφαλής κρατών και μέλη διακρατικών θεσμών.
Η «ταχύτητα» της μεταστροφής (απαιτήθηκαν 20 μήνες, η ολοκληρωτική καταστροφή της Γάζας και 55.000 νεκροί με βάση τις πιο ήπιες εκτιμήσεις…) και το γεγονός ότι αυτή παραμένει ρητορική υπογραμμίζει την υποκρισία τους.
Σε επίπεδο πράξεων, οι κυβερνήσεις κινούνται πιο αργά κι από Επιτάφιο. Έχει συμπληρωθεί τουλάχιστον ένας χρόνος από όταν εμφανίστηκαν οι πρώτες έμμεσες υπόνοιες για την πιθανότητα κάποιων «μέτρων» πίεσης του Ισραήλ. Μεσολάβησαν ανείπωτα εγκλήματα πολλών μηνών για να συζητηθεί ευθέως αυτή η πιθανότητα. Το δράμα της Γάζας κορυφώνεται κάθε μέρα που περνά, αλλά αυτά τα μέτρα εξακολουθούν να αναφέρονται ως μια πιθανότητα, κάποια στιγμή στο μέλλον, αν χρειαστεί… Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν τόλμησε καν να «αναστείλει» την Εμπορική Σύνδεση με το Κράτος του Ισραήλ, προτιμώντας να την «επανεξετάσει». Η Γερμανία θα αποφασίσει στο μέλλον αν τυχόν θα χρειαστεί να επανεξετάσει την αποστολή νέων παρτίδων πολεμικού υλικού. Η Αγγλία αναβάλει τις συζητήσεις για νέες εμπορικές συμφωνίες, αλλά δεν ακυρώνει τις υπαρκτές. Η Γαλλία «δεν αποκλείει» κάποιες (απροσδιόριστες) κυρώσεις. Όλη η συζήτηση επικεντρώνεται στην υποχρέωση του Ισραήλ να επιτρέψει την είσοδο ανθρωπιστικής βοήθειας. Είναι κατεπείγουσα ανάγκη ζωής ή θανάτου. Αλλά θέτει το ερώτημα σε αυτές τις ηγεσίες: Όλα τα άλλα «καλώς καμωμένα» στη Γάζα; Αρκούν μερικά φορτηγά για να ξεχαστούν;
Με τον ρυθμό που σέρνουν τα πόδια τους, οι κρατικές ηγεσίες θα ενεργοποιηθούν όταν το έγκλημα θα έχει πλέον ολοκληρωθεί…
Όμως η πολιτική μετατόπιση είναι υπαρκτή και πιο αναβαθμισμένη από τις «ρωγμές» που πρωτοεμφανίστηκαν τον Απρίλη-Μάη του 2024. Η μικρή μειοψηφία ευρωπαϊκών κρατών που είχε διαφοροποιηθεί πρώτη, γίνεται πιο «θορυβώδης» στις παρεμβάσεις της, ενώ μετατοπίζεται πλέον και η πλειοψηφία που στήριζε το Ισραήλ ή έμενε σιωπηλή. Εκτός ΕΕ, στους κύκλους των «διαφοροποιημένων» προσχωρούν πλέον και στρατηγικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, όπως η Αγγλία και ο Καναδάς.
Τι μύγα τσίμπησε τις κυβερνήσεις;
Η ρητορική μετατόπιση είναι ανέξοδη, αλλά ως τέτοια θα μπορούσε να είχε εμφανιστεί και νωρίτερα. Το ότι συμβαίνει έχει μια σημασία που χρειάζεται ερμηνεία.
Ένα μέρος αφορά τον πολιτικό/εκλογικό ανταγωνισμό. Η κυβέρνηση Νετανιάχου, εγκαταλείποντας τα προσχήματα, αναγνωρίζει ως προνομιακό σύμμαχο -στο εξωτερικό- τη διεθνή ακροδεξιά, της οποίας οι Ισπανοί πρόγονοι εμπνέονταν από το «Ζήτω ο Θάνατος!» και η οποία δεν έχει σήμερα «φυσιογνωμικό» πρόβλημα να αγκαλιάσει ανοιχτά την εθνοκάθαρση. Τα παραδοσιακά κόμματα του Κέντρου δεν μπορούν να αγνοήσουν το κορυφαίο ζήτημα της εποχής μας. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ, που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν την υποχρέωση (επαν)εκλογής τους, αντιλαμβάνονται ότι το ερώτημα «και τι στάση είχες για τη γενοκτονία στη Γάζα;» μπορεί να αποδειχθεί σημαντική συνιστώσα της πολιτικής και εκλογικής συμπεριφοράς της νεολαίας. Είναι πρόσφατα τα ποιοτικά ευρήματα που αναδεικνύουν τη Γάζα ως βασικό λόγο της αποσυσπείρωσης των Δημοκρατικών ψηφοφόρων που έφερε την ήττα των Μπάιντεν/Χάρις.
Η ανάγκη αυτού του «διαχωρισμού» συνδέεται και με τις εξελίξεις μέσα στο Ισραήλ, όπου επίσης βαθαίνει ο διχασμός ανάμεσα στον ακροδεξιό και το φιλελεύθερο Σιωνισμό, που οφείλει να αποτελέσει αντικείμενο ξεχωριστού άρθρου. Οι ρητορικές παρεμβάσεις των Ευρωπαίων είναι «ψήφος εμπιστοσύνης» στη φιλελεύθερη σιωνιστική παράταξη και έρχονται ως ανταπόκριση στις δικές της «κραυγές» κατά του Νετανιάχου. Οι πρώην πρωθυπουργοί, στρατηγοί, επικεφαλής Μυστικών Υπηρεσιών που αφού έβαψαν συστηματικά τα χέρια τους με αίμα Παλαιστινίων, σήμερα κατακεραυνώνουν τα εγκλήματα του Νετανιάχου είναι οι προνομιακοί συνομιλητές των υπαρκτών ευρωπαϊκών ηγεσιών. Αυτές προτιμούν μια πιο διακριτική πολιτική «διαχείρισης» της καταπίεσης των Παλαιστινίων, διανθισμένης με λόγια για την προοπτική μιας κάποιας ειρήνης κάπως κάποτε, ενώ το Ισραήλ θα συνεχίζει να καμώνεται την «μόνη δημοκρατία στη Μέση Ανατολή». Όμως αυτό δεν είναι το πρόγραμμα του συνασπισμού του Νετανιάχου και αυτό προκαλεί τρόμο στο φιλελεύθερο σιωνισμό και στα διεθνή στηρίγματά του, που φωνάζουν σήμερα για τη Γάζα, έχοντας στο μυαλό τους τη διεθνή θέση και τη βιωσιμότητα του Ισραήλ (η ακροκεντρώα Σώτη Τριανταφύλου έγραψε ένα άρθρο που συμπυκνώνει αυτή τη σχολή σκέψης, με τον ενδεικτικό τίτλο… «Το Ισραήλ πέφτει στην παγίδα της Χαμάς»!).
Μια άλλη πτυχή που αξίζει προσοχής είναι η κρίση και η αστάθεια του ευρωατλαντισμού ως «μπλοκ» μετά την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ και της γραμμής που έχει υιοθετήσει. Η διαφοροποίηση του Καναδά (!) από την αμερικανική εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να εξεταστεί χωριστά από τη συνολικότερη κρίση στις σχέσεις με την Ουάσινγκτον. Στην Οτάβα, εξελίχθηκε πρόσφατα μια σουρεαλιστική στιγμή ιστορικής ειρωνείας: Κατά την ορκωμοσία της Βουλής του Καναδά, κλήθηκε να μιλήσει ο… Βασιλιάς της Αγγλίας (!), για να στείλει μήνυμα υπεράσπισης της καναδικής ανεξαρτησίας (!!) ενάντια στην αμερικανική απειλή (!!!).
Με τον ευρωατλαντισμό να μπαίνει σε αχαρτογράφητα νερά, είναι επίσης δεδομένο ότι κάποιες δυνάμεις κινούνται πιο ενεργά στην αυτόνομη επιδίωξη των συμφερόντων τους. Σε δίπλα σελίδες, γράφουμε αναλυτικά για το φλερτ του Τραμπ με τις μοναρχίες του Κόλπου και τα αραβικά κεφάλαια, που έβγαλε «συνεννοήσεις» σε πολλά μέτωπα, εκτός από το «ενοχλητικό αγκάθι» του Παλαιστινιακού. Εδώ μπαίνει ο Μακρόν. Οι ανακοινώσεις του Γάλλου Προέδρου για συνδιάσκεψη για τη Γάζα και για την αναθέρμανση της διαδικασίας «λύσης δύο κρατών», περιλαμβάνουν την είδηση του στενού συντονισμού με τη Σαουδική Αραβία σε αυτές τις πρωτοβουλίες. Είναι παράδοση του γαλλικού ιμπεριαλισμού να «τρυπώνει» σε όσα κενά αφήνει ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός. ο νέος παίκτης είναι η Ισπανία. Ο Πέδρο Σάντσες, που έχει αναλάβει το ρόλο της πιο «προωθημένης» κριτικής απέναντι στο Ισραήλ μέσα στην ΕΕ, κέρδισε πρόσκληση από τον Αραβικό Σύνδεσμο να συμμετέχει στη σύνοδό του.
Η γλώσσα του συμφέροντος φαίνεται και από τη συμπεριφορά του κάθε κράτους-μέλους της ΕΕ. Πρωτοστατούν στις κριτικές κράτη που έχουν κάνει μικρότερη «επένδυση» στο Κράτος του Ισραήλ, είτε γιατί δεν έχουν φιλοδοξίες στη Μέση Ανατολή είτε γιατί αδυνατούσαν να ανταγωνιστούν άλλες δυνάμεις στη μάχη για στενότερη σχέση μαζί του. Σέρνουν τα πόδια τους (ή και τα στηλώνουν στο πλευρό του Νετανιάχου) οι χώρες των οποίων η συμμαχία με το Ισραήλ αποτελεί κομβικό στοιχείο της «εθνικής στρατηγικής» τους και δεν έχουν τα ίδια περιθώρια να αποξενώσουν έναν πολύτιμο σύμμαχο…
Ο Ζιλμπέρ Ασκάρ είχε σημειώσει στην αρχή αυτού του πολέμου ότι πίσω από την ομοφωνία για συντριβή της Παλαιστινιακής Αντίστασης, υπάρχει απόκλιση για την επόμενη μέρα: Νεκρανάσταση του Όσλο ή Μεγάλο Ισραήλ; Με το «Μεγάλο Ισραήλ» να προωθείται ανοιχτά από τον Νετανιάχου και να αποκτά θερμούς οπαδούς στην Ουάσινγκτον, κάποιες αραβικές και ευρωπαϊκές πρωτεύουσες πασχίζουν να νεκραναστήσουν ένα κάποιο «Όσλο» και την –άδικη– σταθερότητα που το συνόδευσε, τρομοκρατημένες από τις εκρήξεις που θα φέρει η έμπρακτη υλοποίηση του «Μεγάλου Ισραήλ»…
Η φύση της σχέσης του Ισραήλ με τα διεθνή στηρίγματά του
Για τις γενιές που μεγάλωσαν στην μονοπολική εποχή και στην ιμπεριαλιστική συναίνεση της εποχής του «Πολέμου Κατά της Τρομοκρατίας», ακόμα και αυτές οι επιμέρους-ρητορικές διαφοροποιήσεις προκαλούν αίσθηση. Όμως δεν είναι κάτι πρωτοφανές στην ιστορία.
Την εποχή που ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός ενθάρρυνε την κατάρρευση των αποικιακών αυτοκρατοριών των «συμμάχων» του για να τους αντικαταστήσει σε επιρροή, ο γαλλικός ιμπεριαλισμός «αρπάχτηκε» από το νεαρό Κράτος του Ισραήλ και εξελίχθηκε στον καλύτερό του σύμμαχο. Κινήθηκαν από κοινού κατά της Αιγύπτου στην Κρίση του Σουέζ (1956), ενώ το Παρίσι εξασφάλισε στο σιωνιστικό κράτος το πυρηνικό του οπλοστάσιο και αποτέλεσε το βασικό προμηθευτή οπλισμού του μέχρι το 1967. Μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών (1967), ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός αποφάσισε ότι αυτή η αποτελεσματική και αφοσιωμένη στη Δύση στρατιωτική δύναμη αξίζει να αποκτήσει μια «ξεχωριστή σχέση» με τις ΗΠΑ, ενώ η Γαλλία, υποβαθμισμένη πλέον, αναζητούσε άλλες τακτικές για να αποκαταστήσει την εικόνα της και να διατηρήσει το ρόλο της στην περιοχή, οπότε ξεκίνησε μια εποχή φιλικότητας του γαλλικού κράτους προς τον αγώνα της PLO.
Την αντίστροφή διαδρομή με αυτή που έκανε η Γαλλία (από το 1948 στο 1967) έκανε η Ελλάδα τον 21ό αιώνα, με αντίστοιχα κίνητρα. Όσο κυριαρχούσε ο προσανατολισμός του ελληνικού καπιταλισμού στον αραβικό κόσμο, ήταν «κοινός τόπος» και η υποστήριξη στο δίκιο των Παλαιστινίων. Όταν προέκυψε η «ευκαιρία» της στρατηγικής συμμαχίας με το Κράτος του Ισραήλ, η φιλοσιωνιστική τοποθέτηση απέκτησε το βάρος της «εθνικής θέσης».
Η ακραία ταύτιση του Ισραήλ με τους συμμάχους και προστάτες του έχει προκαλέσει δύο υπερβολικές θεωρίες για την ερμηνεία της σχέσης. Η πρώτη θεωρεί ότι είναι η ισχύς του ισραηλινού λόμπι αυτή που καθορίζει την πολιτική γραμμή των ξένων κυβερνήσεων. Ιδιαίτερα όσον αφορά τις Μεγάλες Δυνάμεις, πρόκειται για αντιστροφή της πραγματικής ιεραρχίας, αλλά είναι εξίσου «αδύναμη» ερμηνεία και στις άλλες σχέσεις που αναπτύσσει το Ισραήλ με εθνικές αστικές τάξεις. Η δεύτερη κινείται στο άλλο άκρο και αντιμετωπίζει το Κράτος του Ισραήλ ως μια «αποικία του ιμπεριαλισμού» και «εντολοδόχο του». Είναι πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα, αλλά παραγνωρίζει την αυτονομία του σιωνιστικού πολιτικού σχεδίου και το ενδεχόμενο (τακτικών) αποκλίσεων μεταξύ του «μαντρόσκυλου» και του «αφεντικού».
Η εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης δεν αποτελεί πολιτικό σχέδιο του «δυτικού» ιμπεριαλισμού ή άλλων συμμάχων του Ισραήλ. Αλλά ο «δυτικός» ιμπεριαλισμός έχει ανάγκη το Ισραήλ και το Ισραήλ έχει ανάγκη την εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης. Διαχρονικά, τα όρια ανοχής των διεθνών κυβερνήσεων απέναντι στις πράξεις του Κράτους του Ισραήλ συνδέονταν από το πόσο ανάγκη το έχουν, ή αν οι εκρήξεις με τις οποίες απειλεί το σιωνιστικό σχέδιο την περιοχή θεωρούνταιν πιο επιβλαβείς από τα οφέλη της άνευ όρων στήριξής του.
Αυτό ισχύει ακόμα και για την πιο «ξεχωριστή σχέση» του σιωνιστικού κράτους, αυτή με τις ΗΠΑ. Ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός στάθηκε «διακριτικά» απέναντι στο σιωνιστικό κράτος μέχρι και το 1967, έγινε ο ακλόνητος σύμμαχός του όταν αυτό απέδειξε την αποτελεσματικότητά του ενάντια στον αραβικό εθνικισμό, πειραματίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 με μια πιο «ισορροπημένη πολιτική» όταν η αραβική απειλή είχε πλέον ξεδοντιαστεί κι επέστρεψε γρήγορα στην ακλόνητη στήριξη μετά το 1979, όταν η Ιρανική Επανάσταση γκρέμισε τον Σάχη κι έκανε σαφές στην Ουάσινγκτον ότι κανένας άλλος περιφερειακός σύμμαχος δεν μπορεί να θεωρείται εσαεί «δεδομένος». Στην σύγχρονη εποχή όξυνσης των ανταγωνισμών και απειλών για την αμερικανική πρωτοκαθεδρία, αυτός ο πιστός σύμμαχος γίνεται ακόμα πιο σημαντικός και αυτό αποτελεί την βάση της ερμηνείας της γραμμής του Τζο Μπάιντεν απέναντι σε μια γενοκτονία που του δημιουργούσε πολιτικό πρόβλημα στο εσωτερικό. Στην πρόσφατη περιοδεία του Τραμπ στον Κόλπο, διαπιστώσαμε για άλλη μια φορά τη δυνατότητα αποκλίσεων στις προτεραιότητες και τις επιλογές μεταξύ των στενών συμμάχων. Αυτό που δείχνει να αλλάζει επί Τραμπ όμως είναι πιο δραματικό. Για πρώτη φορά στην ιστορία της σχέσης, η ίδια η προοπτική εθνοκάθαρσης της Παλαιστίνης παρουσιάστηκε ως «πρόγραμμα» του αμερικανικού ιμπεριαλισμού (η Γάζα ως Ριβιέρα)…
Και στην «Ανατολή»…
Από τις απαρχές του σιωνιστικού ρεύματος, οι ηγέτες του φλέρταραν με κάθε Μεγάλη Δύναμη για να εξασφαλίσουν στήριξη, υποσχόμενοι εξυπηρετήσεις. Αντίστροφα, πολλές δυνάμεις ανέπτυξαν σχέσεις με το σιωνιστικό κράτος, ελπίζοντας ότι θα έχουν στο πλευρό τους έναν πολύτιμο σύμμαχο σε μια καυτή γωνιά του πλανήτη. Με αυτή την επιδίωξη (που δεν απέδωσε τελικά, οδηγώντας έπειτα σε «φιλο-αραβική» στροφή) προέκυψε η αρχική στήριξη της ΕΣΣΔ επί Στάλιν στο νεαρό σιωνιστικό κράτος. Στο σύγχρονο «πολυπολικό» ιμπεριαλισμό, το φαινόμενο επαναλαμβάνεται. H «λειτουργική» σχέση της Ρωσίας του Πούτιν με το Ισραήλ είναι σχετικά γνωστή και εξηγεί τόσο την διακριτική ουδετερότητα του σιωνιστικού κράτους στον ουκρανικό πόλεμο, όσο και την ελευθερία δράσης της αεροπορίας του κατά ιρανικών στόχων στη Συρία επί Άσαντ, όταν η ρωσική αεράμυνα είχε την ευθύνη του εναέριου χώρου της. Λιγότερο γνωστή είναι η σχέση του Ισραήλ με την Κίνα, ακριβώς γιατί αυτή αναπτύσσεται στο «διακριτικό» πεδίο της οικονομίας, με το Πεκίνο να έχει αναδειχθεί σε μεγαλύτερο εξαγωγέα προϊόντων στο Ισραήλ (μπροστά από τις ΗΠΑ) και δεύτερο μεγαλύτερο εισαγωγέα ισραηλινών προϊόντων (πίσω από τις ΗΠΑ) και να παραμένει ως τέτοιος και στη διάρκεια του 2024 (με τη γενοκτονία σε πλήρη εξέλιξη)…