Ο αριθμός των πειθαρχικών διώξεων εκπαιδευτικών στην Ελλάδα, τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, έχει λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις.
Οι εκπαιδευτικοί σε όλη τη χώρα που έχουν κληθεί σε πειθαρχικά συμβούλια λόγω της συμμετοχής τους σε απεργίες-αποχές ενάντια στην ατομική αξιολόγηση που έχουν προκηρυχθεί από τις ομοσπονδίες ΔΟΕ και ΟΛΜΕ, με τη στήριξη της ΑΔΕΔΥ, μετρούνται πλέον σε χιλιάδες. Στη Θεσσαλονίκη, για παράδειγμα, έχουν αποσταλεί πειθαρχικά σε περίπου 300 εκπαιδευτικούς, ενώ παρόμοιες περιπτώσεις καταγράφονται σε περιοχές όπως η Πιερία, η Χίος και η Μαγνησία.
Οι διώξεις αυτές αφορούν κυρίως νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς, οι οποίοι, αντί να μονιμοποιούνται μετά τη διετία, όπως προβλέπεται, αντιμετωπίζουν πειθαρχικές διαδικασίες λόγω της συμμετοχής τους σε νόμιμες απεργιακές κινητοποιήσεις. Αυτό έχει προκαλέσει έντονες αντιδράσεις από εκπαιδευτικά σωματεία και συνδικαλιστικές οργανώσεις, που καταγγέλλουν την ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης και την προσπάθεια εκφοβισμού των εκπαιδευτικών.
Ενδεικτική για το κλίμα που η κυβέρνηση θέλει να διαμορφώσει, είναι η περίπτωση της Χρύσας Χοτζόγλου, μέλους της ΕΛΜΕ Πειραιά, η οποία κλήθηκε σε απολογία για τη συμμετοχή της σε κινητοποιήσεις ενάντια στην αξιολόγηση, και καταγράφεται ως σημείο καμπής στην ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης. Ενώ το πειθαρχικό συμβούλιο γνωμοδότησε ομόφωνα ενάντια στην ποινή της αργίας, ο τότε υπουργός Παιδείας, Κυριάκος Πιερρακάκης, την έθεσε τελικά σε δυνητική αργία!
Αντίστοιχα, η καθαίρεση δεκάδων στελεχών εκπαίδευσης που αρνήθηκαν να αξιολογήσουν συναδέλφους τους ή να συμμετάσχουν στη διαδικασία της ατομικής αξιολόγησης, η πειθαρχική δίωξη της Σοφίας Καψαλάκη που αφορά δημόσια τοποθέτησή της υπέρ ενός μαθητή με σοβαρό πρόβλημα υγείας, ο οποίος αναγκάστηκε να μεταφερθεί σε άλλο σχολείο λόγω έλλειψης σχολικής νοσηλεύτριας, αλλά και η περίπτωση της δασκάλας Ελευθερίας Παλαιστίδου, η οποία κλήθηκε σε απολογία επειδή οι μαθητές της ζωγράφισαν ένα έργο με θέμα “Λευτεριά στην Παλαιστίνη”, αποτυπώνουν, και αυτές, το κλίμα φόβου και αυταρχισμού που επιδιώκεται να επιβληθεί.
Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει σε μαζικές κινητοποιήσεις, παραστάσεις διαμαρτυρίας και εκκλήσεις για την απόσυρση των πειθαρχικών διώξεων. Εκπαιδευτικοί και συνδικαλιστικές οργανώσεις ζητούν την κατάργηση του υφιστάμενου πλαισίου αξιολόγησης και την προστασία των συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους. Σε αυτές τις διεκδικήσεις, η κυβέρνηση απαντά με περισσότερο αυταρχισμό και απειλές αυστηροποίησης των ποινών, φτάνοντας μέχρι την απόλυση. Η εκρηκτική αύξηση των πειθαρχικών διώξεων, βέβαια, αναδεικνύει μια βαθύτερη κρίση στον χώρο της εκπαίδευσης, όπου τα εργασιακά δικαιώματα και η ποιότητα της δημόσιας παιδείας βρίσκονται στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης. Η ανάγκη για διάλογο, σεβασμό των συνταγματικών δικαιωμάτων και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις είναι πιο επιτακτική από ποτέ.
Μέσα σε αυτό το τοπίο, ο ρόλος των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών αλλά και των πρωτοβάθμιων σωματείων αποκτά κεντρική σημασία. Η ΟΛΜΕ και η ΔΟΕ, πέρα από τις θεσμικές τους παρεμβάσεις, πρέπει να συνεχίσουν να αξιοποιούν τόσο τα νομικά μέσα (τρανταχτά παραδείγματα η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου που ακυρώνει την απόφαση ανάκλησης των διαπιστωτικών πράξεων μονιμοποίησης εκπαιδευτικών που είχαν διοριστεί το 2020 αλλά και μια σημαντική πρώτη νίκη με την προσωρινή διαταγή αναστολής της απόφασης για δυνητική αργία της Χ. Χοτζόγλου), όσο και την κινηματική δυναμική της βάσης. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις, οι μαζικές παραστάσεις στα υπηρεσιακά συμβούλια, η αλληλεγγύη σε όσους διώκονται και οι τοπικές δράσεις ενημέρωσης στα σχολεία και τις γειτονιές είναι οι πιο ουσιαστικές απαντήσεις στην προσπάθεια επιβολής φόβου. Η υπεράσπιση του δημόσιου σχολείου περνάει μέσα από την ανυπακοή, την ενότητα, την οργάνωση και την αγωνιστική συνέπεια του κλάδου. Μόνο έτσι μπορεί να αποτραπεί η μετατροπή της εκπαίδευσης σε πεδίο αυταρχισμού και εργαλειακής αξιολόγησης.