H εμπειρία του 2010-2015: για την Αριστερά που έχουμε ανάγκη σήμερα

Φωτογραφία

Ένα επιτυχημένο και πλούσιο διήμερο συζητήσεων
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Χρήστος Σταυρακάκης

Το Σαββατοκύριακο 21 και 22 Ιούνη στο Πάντειο, οι πολιτικές οργανώσεις Αναμέτρηση, Αντικαπιταλιστική Πολιτική Ομάδα, Διεθνιστική Εργατική Αριστερά, Μετάβαση και Ξεκίνημα οργανώσαμε ένα διήμερο συζητήσεων με αφορμή τα δέκα χρόνια από το 2015, τους αγώνες ενάντια στα μνημόνια, την εμπειρία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και την κορυφαία στιγμή του δημοψηφίσματος. Για δύο μέρες εκατοντάδες άνθρωποι βρέθηκαν στο Πάντειο να συμμετέχουν και να παρακολουθήσουν τις συζητήσεις. Αυτό το διήμερο συζητήσεων έρχεται σε συνέχεια μίας προσπάθειας πολιτικού συντονισμού και κοινής δράσης των οργανώσεων το τελευταίο διάστημα.
Οι συζήτησεις του διημέρου
Πολλοί απολογισμοί γίνονται για το 2015 από όλους τους χώρους. Η δεξιά και τα αφιερώματα της «Καθημερινής» που ξορκίζουν την περιπέτεια του δημοψηφίσματος, προσπαθώντας να πείσουν ότι η επιβολή του τρίτου μνημονίου ήταν μονόδρομος για τη σωτηρία της χώρας και πατώντας πάνω στα συντρίμια του ΣΥΡΙΖΑ και των διασπάσεών του, δε χάνουν ευκαιρία να χλευάσουν την Αριστερά. Τμήματα της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένου του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, επαναλαμβάνουν μονότονα τη νομοτέλεια του ρεφορμιστικού συμβιβασμού αλλά και κατακρίνουν τις λαϊκές αυταπάτες, υποτιμώντας τόσο τους αγώνες πριν το 2015 αλλά και τις πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες της περιόδου μέχρι το δημοψήφισμα. Από την άλλη, στελέχη από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Αριστερά, αναλώνονται κυρίαρχα στην υπεράσπιση του μνημονιακού κυβερνητικού έργου της κυβέρνησης Τσίπρα και του μνημονιακού μονόδρομου ως αναγκαίου συμβιβασμού.
Σε αντίθεση με αυτούς τους απολογισμούς, οι συζητήσεις το Σαββατοκύριακο 21-22 Ιούνη στο Πάντειο προσπάθησαν να αποφύγουν εύκολους ισχυρισμούς και συμπεράσματα. Η πρώτη συζήτηση που αφορούσε τους αγώνες ενάντια στα μνημόνια, πριν την ανάδειξη του τότε ΣΥΡΙΖΑ σε βασικό πολιτικό εκφραστή του αντιμνημονιακού κινήματος, είχε όλο τον πλούτο και το εύρος που είχαν οι κοινωνικοί αγώνες εκείνης της περιόδου, σε πολλούς χώρους και σχεδόν σε όλη την Ελλάδα: οι απεργίες τη διετία 2010-2012 και η εργατική αντίσταση, το κίνημα των «αγανακτισμένων», η νεολαιίστικη αντίσταση, η μάχη στις Σκουριές κ.ά. Η δεύτερη συζήτηση επιχείρησε να ξαναπιάσει τον πολιτικό και θεωρητικό προβληματισμό γύρω από τα ζητήματα της εξουσίας και του κράτους, της κυβέρνησης της Αριστεράς, την παράδοση του κομμουνιστικού κινήματος και του 3ου και 4ου συνεδρίου της Κομιντέρν για τη στάση των κομμουνιστικών εργατικών κομμάτων σε περιόδους που το βασικό ζητούμενο είναι η άμυνα στις επιθέσεις του συστήματος. Αυτή η συζήτηση ήταν πολύ έντονη μέσα στην Αριστερά και το κίνημα πριν δέκα χρόνια, όμως διακόπηκε βίαια με την επιβολή του τρίτου μνημονίου. Αυτή η συζήτηση δεν αφορά μόνο το παρελθόν (κοντινό και μακρινό) αλλά και το πώς σήμερα μπορεί η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά να έχει μια ενωτική, μαζική, ριζοσπαστική πολιτική με μεταβατική αντίληψη, δίνοντας απαντήσεις στα σημερινά κοινωνικά προβλήματα έχοντας πάντα σταθερή την πυξίδα στη στρατηγική της ανατροπής του καπιταλισμού και της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης.
Η τρίτη συζήτηση για το «καυτό» πρώτο εξάμηνο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν επίσης πολύ πλούσια, αναδεικνύοντας τη σημασία της πολιτικής αντιπαράθεσης μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, την έγκαιρη εναντίωση στην προεδρική γραμμή του συμβιβασμού, μέχρι την αποχώρηση της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ μετά το δημοψήφισμα. Εκεί φανήκαν και αδυναμίες της αριστερής αντιπολίτευσης από τη μία αλλά και η σκληρή πραγματικότητα της συνέχειας του αστικού κράτους. Στην τέταρτη και τελευταία συζήτηση έγινε προσπάθεια να εξαχθούν συμπεράσματα από τις προηγούμενες συζητήσεις στην κατεύθυνση μίας αριστεράς ενωτικής, μαζικής και ριζοσπαστικής.
Θετική παρακαταθήκη
Κάτι που αποτυπώθηκε και τις δύο ημέρες των συζητήσεων είναι ότι υπάρχει ανάγκη από σημαντικό τμήμα αγωνιστών-στριών να συζητηθεί βαθιά και ουσιαστικά η εμπειρία του 2015, όπως την ονομάζουμε αφαιρετικά. Στην πραγματικότητα είναι μια εξαιρετικά χρήσιμη συζήτηση για τον προηγούμενο μεγάλο κύκλο κοινωνικών και πολιτικών αγώνων που έφτασε να αμφισβητήσει το μονόδρομο της σκληρής λιτότητας και να αντιπαρατεθεί με την κυρίαρχη τάξη και τους δανειστές. Τα σχήματα που ερμηνεύουν εκείνη την περίοδο με τρόπο απλοϊκό και μονοσήμαντο ομνύοντας στην «πολιτική καθαρότητα» λειτουργούν αποπροσανατολιστικά για την Αριστερά και το κίνημα και συσκοτίζουν τη συζήτηση.
Το καθήκον της οργάνωσης αυτής της απαραίτητης συζήτησης ανέλαβαν οργανώσεις με διαφορετικές εμπειρίες και πολιτικές διαδρομές, έχοντας κάνει βήματα σύγκλισης και προσπάθεια διαμόρφωσης μίας κοινής πολιτικής αντιμετώπισης των προκλήσεων στη συγκυρία. Η κοινή αναγνώριση της σημασίας της αντιπολεμικής δράσης ενάντια στη γενικευμένη πολεμική προετοιμασία (με το rearm europe και την εξοπλιστική φρενίτιτδα) και η αλληλεγγύη στον Παλαιστινιακό λαό, της σημασίας της οργάνωσης της εργατικής κοινωνικής αντίστασης στο νεοφιλελεύθερο οδοστρωτήρα, της σημασίας της αντίστασης στην ακροδεξιά, το ρατσισμό το σεξισμό και τις έμφυλες διακρίσεις αποτελούν σημαντική κατάκτηση. Με μια πολιτική η οποία διεκδικεί να είναι μαζική χωρίς να κάνει εκπτώσεις στον ριζοσπαστισμό της από τη μία και χωρίς να υποχωρεί σε μία αντικαπιταλιστική αυτοαναφορικότητα από την άλλη, έχοντας στο κέντρο τη μεταβατική αντίληψη.  
Αυτά τα σημαντικά βήματα πρέπει να αποτελέσουν βάση για επόμενες πρωτοβουλίες. Αφενός, είναι απαραίτητη η κοινή πολιτική συζήτηση. Είναι αυτή που διαμορφώνει συναντίληψη στην πολιτική αντιμετώπιση της συγκυρίας. Αφετέρου, είναι απαραίτητο αυτές οι δυνάμεις να αναλάβουν πολιτικές και κινηματικές πρωτοβουλίες μαζικής κλίμακας και απεύθυνσης με κέντρο τα πολιτικά επίδικα της συγκυρίας. Αυτό είναι απαραίτητο βήμα για τη δημιουργία ενός ορατού πόλου της ριζοσπαστικής αριστεράς που θέλει να είναι χρήσιμη στο κίνημα.
 

Συμπεράσματα και προοπτικές για την Αριστερά που έχουμε ανάγκη σήμερα 
Ενωτικά-Μαζικά-Ριζοσπαστικά

*Η παρέμβαση του Χρήστου Σταυρακάκη εκ μέρους της ΔΕΑ, ολόκληρη στο Rproject.gr

Η  Αριστερά που έχουμε ανάγκη σήμερα πρέπει να είναι ενωτική, μαζική, ριζοσπαστική. Και τα τρία χαρακτηριστικά είναι απαραίτητα -και αλληλοσυνδεόμενα- εάν θέλουμε να παρέμβουμε στη συγκυρία. […]
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε είναι κολοσσιαίες. Ζούμε στην εποχή της πολύ-κρίσης, με το ανακάτεμα της τράπουλας των ιμπεριαλιστικών σχέσεων και συσχετισμών, της επιθετικής νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Κυρίαρχα ζούμε σε μία εποχή οξυμένης πολεμικής προετοιμασίας. Οι κυβερνήσεις και οι κυρίαρχες τάξεις έχουν «παρασυρθεί» σε μία άνευ προηγουμένου εξοπλιστική φρενίτιδα, τα αιτήματα υπεράσπισης της ειρήνης απέναντι στην προοπτική του πολέμου πρέπει να ακουστούν παντού. Η ΕΕ με το εξοπλιστικό πρόγραμμα ReArm Europe σκοπεύει να δαπανήσει 800 δισεκατομμύρια ευρώ σε εξοπλισμούς. Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχωράει σε νέο εξοπλιστικό πρόγραμμα 24 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η γενοκτονία στη Γάζα συνεχίζεται με την ντροπιαστική στήριξη της Δύσης. Χθες, το Αμερικάνικο χτύπημα στο Ιράν απειλεί να σύρει όλο τον κόσμο σε μία γενικευμένη πολεμική σύγκρουση. 
Σε αυτή τη συγκυρία δεν υπάρχει μαζική πολιτική απάντηση από τα αριστερά, τόσο διεθνώς όσο και στην Ελλάδα. Δεν είναι μόνο οι δικές μας αδυναμίες, εδώ. Δεν έχουμε εύκολα ούτε κάποιο διεθνές παράδειγμα το οποίο μπορεί να λειτουργήσει ως στήριγμα, ως αναφορά. Και αυτό που είναι βέβαιο από τη μία και πολύ πλατιά κατανοητό από την άλλη (με την έννοια της συνείδησης) είναι ότι αυτές οι προκλήσεις χρειάζονται σοβαρά πολιτικά και κοινωνικά μεγέθη που θα μπορέσουν να σηκώσουν το γάντι. 
Το ερώτημα είναι πώς; Με ποιους τρόπους; Με ποια πολιτική; Με ποιες προϋποθέσεις.
Η συζήτηση για τις εμπειρίες της περιόδου 2010-2015 και η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ έχει συμπεράσματα στα οποία αξίζει να σταθούμε. Ανέφεραν πολλές και πολλοί για τη σημασία της περιόδου πριν το 2010, στις αρχές των 2000ς, όπως το Φόρουμ και το ασφαλιστικό Γιαννίτση. Οι δυνάμεις που αργότερα συγκρότησαν το ΣΥΡΙΖΑ, για μία μακρά και δύσκολη περίοδο, πήραν ενωτικές πρωτοβουλίες, δούλεψαν μαζί για να οργανώσουν το Φόρουμ, με εμβληματική τη διαδήλωση στη Γένοβα. Αυτή η προσπάθεια είχε από πίσω μία κοινή πολιτική συζήτηση, την κοινή δράση και πρωτοβουλίες αλλά και σύνδεση με ένα διεθνές ρεύμα επανεμφάνισης των κινημάτων και της ριζοσπαστικής Αριστεράς διεθνώς μετά τη δεκαετία του ‘90.
Η εμπειρία ΣΥΡΙΖΑ έχει αφήσει και άλλη μία σημαντική παρακαταθήκη αλλά και εμπειρία, ειδικά για εμάς. Ήταν η τριβή και η «εκπαίδευση» στη μαζική πολιτική. Η προσπάθεια να κάνεις ριζοσπαστική – αντικαπιταλιστική πολιτική, χωρίς σεχταρισμούς, με την προσπάθεια να συνδεθείς με τις μάζες, με τις αγωνίες, τις προσδοκίες και τα αιτήματα ενός ολόκληρου κόσμου, που προσπαθούσε με ό,τι μέσα είχε διαθέσιμα να απαλλαγεί από την μνημονιακή βαρβαρότητα.
Αν θέλετε, αυτά τα δύο είναι στοιχεία που όχι μόνο πρέπει να κρατήσουμε αλλά μπορούμε και πρέπει να αξιοποιήσουμε σήμερα.
Πώς θα φτιάξουμε μία Αριστερά ενωτική - μαζική - γνήσια ριζοσπαστική; Και υπάρχει το έδαφος, η κοινωνική συνθήκη, η αναγκαιότητα για μία τέτοια Αριστερά ή μήπως είναι ιδεοληψία; Ισχυριζόμαστε ότι υπάρχει. 
Τα τελευταία χρόνια έχει κάνει την εμφάνισή του ξανά με έμφαση ο λαϊκός παράγοντας, η λαϊκή διαθεσιμότητα, όταν το διακύβευμα είναι σοβαρό. Το αποκορύφωμα είναι οι κινητοποιήσεις για το έγκλημα των Τεμπών, είναι οι μαζικές διαδηλώσεις αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη. Αποτελούν την κορύφωση μίας αγωνιστικής διεκδικητικότητας αλλά και η συνάντηση περισσότερο και λιγότερο εμφανών διαδρομών αντίστασης, απεργιών, εργατικών διεκδικήσεων αλλά και συσσωρευμένης αγανάκτησης για μία αβίωτη καθημερινότητα. Αυτά τα «στιγμιότυπα» μαζικής κοινωνικής δράσης (που αντίστοιχή της είχαμε να δούμε από τον προηγούμενο κύκλο αγώνα του 2010-2015) υπογραμμίζουν ότι υπάρχει το κοινωνικό έδαφος για μία μαζική αριστερή εναλλακτική από τη μία. Από την άλλη μας υπενθυμίζει ότι η μαζική κοινωνική δράση επανέρχεται στην ημερήσια διάταξη.
Μας αντιστοιχεί να γίνουμε καταλύτης για τη δημιουργία αυτής της εναλλακτικής. Κατά τη γνώμη μας, αυτή η προοπτική έχει προϋποθέσεις:
Έχει προϋποθέσεις προγραμματικές. Όταν λέμε προγραμματικές, δεν εννοούμε κάποιο κυβερνητικό πρόγραμμα ούτε ένα μεταβατικό πρόγραμμα που κάποια σοφά στελέχη θα διαμορφώσουν σε κλειστές πόρτες και θα αγκαλιαστεί από τον κόσμο. Χρειαζόμαστε ένα πρόγραμμα υπεράσπισης των εργατικών – λαϊκών αναγκών ενάντια στο νεοφιλελεύθερο οδοστρωτήρα και σαφούς εναντίωσης στις πολεμικές προετοιμασίες, στην εξοπλιστική φρενίτιδα και τον ιμπεριαλισμό. Θα μπορούσαμε να το συνοψίσουμε στο «οι κοινωνικές ανάγκες ενάντια στους εξοπλισμούς, την πολεμική προετοιμασία και τα κέρδη των καπιταλιστών». Ένα τέτοιο πρόγραμμα έχει τις αντίστοιχες συνέπειες και πειθαρχίες. Μια πολιτική αντι-λιτότητας, για παράδειγμα, προϋποθέτει σαφείς ιεραρχήσεις για αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις, για αύξηση των κοινωνικών δαπανών, για δημόσιο έλεγχο των τιμών, για κατάργηση του ΦΠΑ στα είδη μαζικής λαϊκής κατανάλωσης και –αναγκαστικά!– για βαρύτερη φορολόγηση στα κέρδη και στον συσσωρευμένο πλούτο. Μία πολιτική ενάντια στους εξοπλισμούς και τις πολεμικές προετοιμασίες απαιτεί σύγκρουση με όλο το εθνικό αφήγημα της στρατιωτικής θωράκισης και της σύμπνοιας με την πολεμική μηχανή του ΝΑΤΟ, χρειάζεται αμφισβήτηση κεντρικών επιλογών της αστικής τάξης.
Έχει προϋποθέσεις κοινής δράσης και ανάληψης πρωτοβουλιών στο κίνημα. Μπορεί να φαίνεται κοινοτοπία -όλοι ομνύουν στην κοινή δράση, δεν εννοούν όμως όλοι το ίδιο πράγμα. Δεν εννοούμε την κοινή παρουσία σε μία διαδήλωση.  Η ενότητα στη δράση οφείλει να είναι σχεδιασμένη και μακρόπνοη, που σημαίνει ότι δεν μπορεί να περιορίζεται στο από τα κάτω. Αλλά τη συστηματική κοινή δράση για την οικοδόμηση εργαλείων χρήσιμων για το κίνημα, χρήσιμα για τις μάχες που δίνει ο κόσμος σε μία σειρά ζητήματα (στους εργατικούς χώρους ενάντια στην εργοδοτική αυθαιρεσία, στις σχολές, στους αγώνες ενάντια στο σεξισμό και την έμφυλη καταπίεση) . Οι Οργανώσεις που οργανώνουμε αυτό το διήμερο, έχουμε κάνει βήματα σε αυτή την κατεύθυνση (εργατικό, φεμινιστικό, φοιτητικό, δημοτικά σχήματα), όχι χωρίς δυσκολίες. Αλλά έχουμε κατακτήσει βήματα, τα οποία πρέπει να διαφυλάξουμε αλλά και να ενισχύσουμε.
Έχει προϋποθέσεις κοινής πολιτικής συζήτησης για τα κρίσιμα πολιτικά και ιδεολογικά ζητήματα, με το βλέμμα στραμμένο στους κοινωνικούς αγώνες. Ειδικά στη σημερινή συγκυρία, η συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο, για τους εξοπλισμούς και την πολεμική προετοιμασία, για τον ανταγωνισμό ελληνικού και τουρκικού κράτους, είναι απαραίτητη. Είναι και ο μόνος τρόπος κάθε φορά να διαμορφώνουμε μια κοινή αντίληψη και μια κοινή πολιτική αντιμετώπιση, κατακτώντας κάθε φορά ένα ανώτερο επίπεδο ενότητας. Αναγκαίο συστατικό αυτής τη πολιτικής συζήτησης είναι η δημοκρατική συμμετοχή συντρόφων -ισσών αλλά και ενός ευρύτερου δυναμικού που ψάχνει να βρει πολιτική διέξοδο.
Η σχεδιασμένη κοινή δράση σε συνδυασμό με την κοινή πολιτική συζήτηση αποτελούν κατά τη γνώμη μας αναντικατάστατα στοιχεία μίας αναγκαίας ενιαιομετωπικής τακτικής σήμερα.
Έχει την προϋπόθεση, τα παραπάνω να αρθρώνονται σε μία συνεκτική αντικαπιταλιστική στρατηγική και να προσπαθεί να συσπειρώνει δυνάμεις για να κάνει μαζική πολιτική. Μπορεί να ακούγεται υπερφίαλο για τις δυνάμεις μας και τα μεγέθη μας. Όμως, είναι αναγκαίο να επιμένουμε σε μία αντίληψη ριζοσπαστικής και πλατιάς – μαζικής πολιτικής παρέμβασης στη συγκυρία. Η συνεκτική αντικαπιταλιστική στρατηγική αφενός δείχνει κατεύθυνση. Αφετέρου χρειάζεται και μια μεταβατική πολιτική να συνδέει τα άμεσα κοινωνικά προβλήματα με την αντικαπιταλιστική προοπτική και την αμφισβήτηση κεντρικών επιλογών του συστήματος.
Εδώ χρειάζεται προσοχή. 
Από τη μία πρέπει να αποφευχθεί μια λογική ή μια ερμηνεία η οποία θεωρεί ότι πρέπει να κλίνεται ο αντικαπιταλισμός σε όλες τις πτώσεις για να γίνει μία τακτική αντικαπιταλιστική. Η επίκληση στον αντικαπιταλισμό και τη ρήξη από μόνη της δεν μπορεί να δημιουργήσει εκείνες τις κοινωνικές συνθήκες μαζικής κινητοποίησης της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, για την εμφάνιση της λαϊκής δύναμης.
Από την άλλη χρειάζεται να αποφευχθούν πολιτικές – προγραμματικές ασάφειες που το μόνο που καταφέρνουν είναι να θολώνουν το πολιτικό στίγμα και να λειτουργούν αποπροσανατολιστικά. Τέτοιες επιλογές συνήθως για χάρη μιας (πραγματικής ή φανταστικής) μαζικότητας, αφαιρούν από το ριζοσπαστισμό. 
Πρέπει να χαράξουμε το δικό μας δρόμο, ενάντια στο σεχταρισμό και την αυτοαναφορικότητα από τη μία και απέναντι στον οπορτουνισμό και τις διάφορες εκδοχές διαχείρισης. Για να κινηθούμε ενωτικά-μαζικά-ριζοσπαστικά είναι αναγκαίο να κάνουμε και τα τρία.
Κατά τη γνώμη μας, αυτές οι προϋποθέσεις ανοίγουν τη δυνατότητα για τη συγκρότηση ενός πόλου της ριζοσπαστικής – αντικαπιταλιστικής Αριστεράς με πολιτική συνοχή και ορατότητα στην κοινωνία. Ένα πολιτικό εργαλείο πραγματικά χρήσιμο για τις πολιτικές και κοινωνικές μάχες. Ένα πολιτικό εργαλείο που να λειτουργήσει ως καταλύτης για να ξαναβγεί η ενωτική-ριζοσπαστική Αριστερά ξανά στο προσκήνιο, που θα διεκδικεί την οργανωμένη σχέση με τη λαϊκή και κοινωνική διαθεσιμότητα που κάνει ξανά την εμφάνισή της. 

Οι παραπάνω προϋποθέσεις είναι απαραίτητες για την πολιτική αντιμετώπιση και των επόμενων εκλογικών αναμετρήσεων. […]
Παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε, να μην υποκύψουμε στην απογοήτευση. Αλλά να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να φέρουμε αυτή την προοπτική πιο κοντά στην πραγματικότητα. […]
 

Χαιρετισμός του Ισπανού συντρόφου και πρώην ευρωβουλευτή Μιγκέλ Ουρμπάν

Πρώτα απ’ όλα, θα ήθελα να στείλω έναν εγκάρδιο, αλληλέγγυο και διεθνιστικό χαιρετισμό στις συντρόφισσες και τους συντρόφους αυτής της συνάντησης. Ήταν χαρά μου να αγωνιστώ, να δουλέψω και να πορευτώ μαζί σας όλα αυτά τα χρόνια που γνωριζόμαστε. 
Η αλήθεια είναι πως δέκα χρόνια μετά την «άνοιξη των λαών» που ταρακούνησε την Ευρώπη, δέκα χρόνια μετά τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, δέκα χρόνια μετά από εκείνο το δημοψήφισμα, από εκείνη τη λαϊκή εξέγερση ενάντια στη λιτότητα και τον αυταρχισμό στην Ευρώπη, δέκα χρόνια αφότου φώναζαν στις πλατείες «ΣΥΡΙΖΑ - Podemos - Θα νικήσουμε»  τέτοιες συναντήσεις είναι απολύτως απαραίτητες. Για να μπορέσουμε να στοχαστούμε από κοινού πάνω σε ό,τι μπορούσε να γίνει και τελικά δεν έγινε. Να στοχαστούμε πάνω στις ήττες, ώστε να αντλήσουμε μαθήματα — αλλά και πάνω σε όσα έγιναν σωστά. Και θεωρώ πως έγιναν πολλά σωστά, όπως και κάποια, δυστυχώς, λανθασμένα.
Πρέπει να αντλήσουμε μαθήματα από αυτούς τους αγώνες, από αυτές τις ήττες και από τη δουλειά που κάναμε, για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις νέες προκλήσεις που έρχονται σε μια παγκόσμια απορρύθμιση, σε έναν κόσμο που φλέγεται και με τον πόλεμο να χτυπά την πόρτα μας.
Πιστεύω πως είναι απαραίτητο να κρατήσουμε τουλάχιστον τρία σημαντικά μαθήματα δέκα χρόνια μετά το δημοψήφισμα του ΟΧΙ:
Πρώτον, ότι ναι, ήταν εφικτό. [να αλλάξουμε τα πάντα]
Και αυτό είναι ένα θεμελιώδες στοιχείο: υπήρξε μια λαϊκή κινητοποίηση όπως δεν είχε ξαναδεί η Ευρώπη εδώ και δεκαετίες. Ο ελληνικός λαός κατά πλειοψηφία ψήφισε και κινητοποιήθηκε ενάντια στη λιτότητα, στον αυταρχισμό και στο μοντέλο της Ευρώπης των αγορών, του κεφαλαίου και του πολέμου.
Αυτό είναι κρίσιμο  ζήτημα απέναντι στη ρητορική του “δεν υπάρχει εναλλακτική”*. Το ΟΧΙ έδειξε ότι ναι, ήταν εφικτό — και δυστυχώς, η πολιτική ηγεσία, και πιο συγκεκριμένα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν στάθηκε στο ύψος των ιστορικών προκλήσεων, σε αντίθεση με τον ελληνικό λαό, που στάθηκε. Αυτό είναι πολύ σημαντικό να το κρατήσουμε. 
Δεύτερον, ότι ήταν εφικτό εφόσον είχε επιλεγεί μια λογική ανυπακοής.
Δεν υπήρχε τρόπος να υπάρξει συμφωνία με την Ευρώπη της τρόικας.
Και σήμερα αποδεικνύεται αυτό, όταν ξαφνικά αναστέλλονται οι δημοσιονομικοί κανόνες για να εξοπλιστεί ξανά η Ευρώπη. Δεν υπήρχε τίποτα που να εμπόδιζε να τερματιστεί η λιτότητα — ήταν θέμα συσχετισμού δυνάμεων. Και για να επιτευχθεί αυτός ο συσχετισμός,  δεν αρκούσε μια διαπραγμάτευση με τους όρους που την έθεσε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.
Ήταν θεμελιώδες να προταθεί μια λογική ενεργητικής ανυπακοής, μια στρατηγική ελέγχου των κεφαλαίων, παύσης πληρωμής του χρέους ως μέσο διαπραγμάτευσης, ώστε να δημιουργηθεί ευνοϊκός συσχετισμός δυνάμεων υπέρ του ελληνικού λαού. 
Τρίτον. Στο πλαίσιο αυτής της ανυπακοής, χρειαζόταν όχι μόνο η εμπλοκή του ελληνικού λαού, αλλά και των υπόλοιπων λαών της Ευρώπης. 
Συχνά λέγεται ότι ήταν ένας άνισος πόλεμος, Δαβίδ εναντίον Γολιάθ. Όχι: ήταν 27 Δαβίδ απέναντι σε έναν Γολιάθ. Χρειαζόταν να είχαμε καλέσει και τους υπόλοιπους Δαβίδ της Ευρώπης — τους ευρωπαϊκούς λαούς — σε μια λογική ανυπακοής.
Και εδώ επίσης  απέτυχε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν θέλησε να ενοχλήσει  τις ευρωπαϊκές θεσμικές δυνάμεις, δεν θέλησε να εμπλέξει τους ευρωπαϊκούς λαούς στη διαδικασία διαπραγμάτευσης. Τρίτον και πιο κρίσιμο μάθημα: αυτή η Ευρώπη — ή μάλλον αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση — δεν είναι μεταρρυθμίσιμη. 
Γι’ αυτό, η λογική της ανυπακοής πρέπει να περιλαμβάνει έναν διεθνιστικό μηχανισμό ρήξης με την Ε.Ε.  — μια ρήξη όχι με όρους εθνικιστικής αναδίπλωσης, αλλά με  διεθνιστικούς όρους, με στόχο να ξεπεράσουμε το πλαίσιο της Ε.Ε. και να οικοδομήσουμε μια άλλη Ευρώπη. Αυτά πιστεύω πως είναι τα βασικά μαθήματα  που μας αφήνει το ΟΧΙ, δέκα χρόνια μετά.
Τίποτα παραπάνω — απλώς να στείλω ξανά έναν θερμό χαιρετισμό, αγάπη και δύναμη στις συντρόφισσες και τους συντρόφους, και  κουράγιο  για αυτές τις τόσο αναγκαίες συναντήσεις.
Θα τα πούμε στον αγώνα για μια άλλη Ευρώπη — για έναν άλλο κόσμο, για να τον αλλάξουμε από τα θεμέλια. 
 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία