Η άνοδος και η δύση του Ποδέμος: Aιτίες ενός αποχαιρετισμού

Μανουέλ Γκαρί
Ημερ.Δημοσίευσης

Ένας απολογισμός της διαδρομής του Ποδέμος, από την ορμητική εμφάνιση μέχρι τη σταδιακή «γήρανσή» του, που κατέληξε στη σημερινή συγκυβέρνηση με τους Σοσιαλιστές. Το άρθρο αποτελεί επίσης έναν απολογισμό των Αντικαπιταλίστας, από την απόφασή τους για την ίδρυση του Ποδέμος μέχρι την απόφαση να αποχωρήσουν από αυτό. Η αγγλική έκδοση δημοσιεύτηκε στο internationalviewpoint.org. Ο Μανουέλ Γκαρί είναι ιστορικό στέλεχος της Τέταρτης Διεθνούς στο Ισπανικό Κράτος και σήμερα είναι μέλος της ηγεσίας των Αντικαπιταλίστας και της συντακτικής επιτροπής του Viento Sur.  

Τερέζα Ροντρίγκεζ και Μιγκέλ Ουρμπάν

Η δημιουργία του Ποδέμος στο Ισπανικό Κράτος υπήρξε μια σημαντική απόπειρα να οικοδομηθεί ένα αντινεοφιλελεύθερο και πλουραλιστικό μαζικό κόμμα, στα αριστερά του σοσιαλφιλελευθερισμού. Αυτή η εμπειρία, η οποία ξεκίνησε καλά, είχε τελικά πολύ άσχημη κατάληξη. Ίσως, γι’ αυτόν το λόγο, ο τίτλος αυτού του άρθρου θα έπρεπε ακριβέστερα να είναι «Λάμψη και παρακμή του Ποδέμος… ως ένα απελευθερωτικό πολιτικό σχέδιο». 


Στόχος αυτού του άρθρου είναι να εξηγήσει γιατί ήταν αναγκαίο, αρχικά, να δημιουργηθεί αυτό το κόμμα και γιατί ήταν αναγκαίο, τελικά, να το εγκαταλείψουμε. Περιλαμβάνει κάποιες σκέψεις και για τον απολογισμό που μπορεί να γίνει και τα συμπεράσματα που μπορούν να βγουν από τη δραστηριότητα της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς [Izquierda Anticapitalista], των σημερινών Αντικαπιταλίστας.(1)


Το Ποδέμος γεννήθηκε επειδή η σοσιαλδημοκρατική και η ευρωκομουνιστική Αριστερά βρίσκονταν σε αδιέξοδο μετά την κρίση του 2008. Το ξέσπασμα των indignados [ΣτΜ: αγανακτισμένοι] με το κίνημα 15Μ [ΣτΜ: από τη 15η Μάη, μέρα της πρώτης μεγάλης διαδήλωσης] το 2011, ήταν ο καταλύτης για την εμφάνιση νέων πολιτικών προσδοκιών, μέσα σε ένα πλαίσιο που ως τότε καθοριζόταν από την ασταμάτητη ενίσχυση του δεξιού Λαϊκού Κόμματος [ΣτΜ: Partito Popular, PP] απέναντι στη Σοσιαλιστική κυβέρνηση του Χοσέ Λουίς Ροντρίγκεζ Θαπατέρο. Η Ενωμένη Αριστερά [ΣτΜ: Izquierda Unida, IU] δεν μπορούσε να συγκρουστεί με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (ΣτΜ: PSOE -σοσιαλδημοκρατικό κόμμα) αντίθετα ήταν μια από τις δυνάμεις που τις υποστήριζε. Και τα δύο κόμματα κουβαλούσαν τη βαριά κληρονομιά της συμμετοχής τους στη δημιουργία του πολιτικού καθεστώτος της Μετάβασης [ΣτΜ: είναι ο όρος που χρησιμοποιείται στην Ισπανία για να περιγράψει τη συντηρητική «μεταπολίτευση» που ενσωμάτωσε τον φρανκισμό στη μετέπειτα αστική δημοκρατία], μέσα από την πολιτική συμφωνία με τις δυνάμεις του καθεστώτος Φράνκο, που αποτυπώθηκαν στο Ισπανικό Σύνταγμα του 1978. Και τα δύο κόμματα αποτελούσαν τμήμα αυτού του καθεστώτος, ενώ ειδικά το PSOE ήταν ένας από τους βασικούς πυλώνες του.
Από την άλλη, υπήρχε μια διάχυτη απάθεια και κοινωνική αδράνεια. Βασική αιτία ήταν η λανθασμένη στρατηγική της επιδίωξης με κάθε θυσία κοινωνικών συμβολαίων από τη μεριά των πλειοψηφικών συνδικάτων, των CCOO [ΣτΜ: Comisiones Obreras, συνδέονται με το ΚΚ Ισπανίας και την Ενωμένη Αριστερά] και της UGT [ΣτΜ: συνδέεται με το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα]. Ο δεύτερος λόγος ήταν η αδυναμία των μαχητικών μειοψηφιών να οικοδομήσουν μια νέα σημαντική επιρροή μέσα στο εργατικό κίνημα, με την εξαίρεση των ταξικά προσανατολισμένων συνδικάτων LAB και ELA στη Χώρα των Βάσκων. 


Αυτά διευκόλυναν τη μεταρρύθμιση του Άρθρου 135 του Κώδικα Εργασίας, η οποία έθεσε ως προτεραιότητα του κρατικού προϋπολογισμού την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους, αλλά και την επιβολή δύο αντιδραστικών εργασιακών μεταρρυθμίσεων: Πρώτα, αυτή που εγκρίθηκε από τη σοσιαλιστική διακυβέρνηση του 2004-2011, υπό τον Θαπατέρο. Έπειτα, η επιδείνωσή της από τη νομοθεσία της δεξιάς διακυβέρνησης του 2011-2018, υπό τον Μαριάνο Ραχόι. Αυτές μείωσαν την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων, περιόρισαν το ρόλο των σωματείων στους χώρους δουλειάς και διάβρωσαν ή ακύρωσαν σημαντικά δικαιώματα της εργατικής τάξης, οδηγώντας σε μεγάλη υποτίμηση των μισθών, αύξηση της ανισότητας, ενίσχυση των κερδών του κεφαλαίου σε σχέση με τους μισθούς ως μερίδιο του ΑΕΠ, αύξηση της εργασιακής ανασφάλειας και της φτώχειας -ειδικά στη νεολαία, που πρακτικά πετάχτηκε έξω από την αγορά εργασίας. 


Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των παραγόντων, το κίνημα 15Μ αναδύθηκε ως μια διαμαρτυρία ενάντια στην επιδείνωση της κοινωνικής κατάστασης και ως μια έκφραση απέχθειας ενάντια στον πολιτικό βάλτο. Αυτό άνοιξε ένα παράθυρο ευκαιρίας για μια ουσιαστική μεταβολή του πολιτικού χάρτη μέσα στο Ισπανικό Κράτος. 


Το Ποδέμος γεννήθηκε για να καλύψει το κενό που είχε ήδη αποκαλυφθεί και ενισχύθηκε ως το εργαλείο για τη δημιουργία ενός νέου συσχετισμού δύναμης στο πολιτικό πεδίο, που, αν εδραιωνόταν, θα μπορούσε να συμβάλει στην ενθάρρυνση μιας ενίσχυσης της κοινωνικής οργάνωσης και κινητοποίησης. 


Σε αυτό το πλαίσιο, αξίζει να κάνουμε μια ξεχωριστή αναφορά για τη σημασία των μαζικών διαδηλώσεων των Diadas, δηλαδή των ημερών δράσης και αμφισβήτησης του 2014 και της 1ης και 3ης Οκτώβρη του 2017 στην Καταλονία. Αυτές εξέφρασαν προσδοκίες σε εθνικό επίπεδο και την απαίτηση ενός ολόκληρου λαού να ασκήσει το δικαίωμά του να αποφασίσει, προκαλώντας τη μεγαλύτερη ως τώρα ρωγμή στο οικοδόμημα του καθεστώτος του 1978, ενώ εξελίχθηκαν σε βασικό παράγοντα της κρίσης του. Ήταν στιγμές στη διάρκεια των οποίων η πολιτική Αριστερά -συμπεριλαμβανομένου του Ποδέμος και των συμμάχων του στην Καταλονία- έχασε μια χρυσή ευκαιρία να καθοδηγήσει το μεγαλύτερο δημοκρατικό μαζικό λαϊκό κίνημα των τελευταίων δεκαετιών μέσα στο Ισπανικό Κράτος και να αμφισβητήσει την πολιτική ηγεμονία και την ηγεσία των άλλων πολιτικών δυνάμεων στο εσωτερικό του κινήματος.


Όμως το Ποδέμος έφτασε γρήγορα σε βαθμό «έσχατου γήρατος», επειδή κατέληξε στην αποδοχή του πλαισίου και των ορίων του Συντάγματος του 1978, της οικονομίας της αγοράς και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως ορίζοντες της πολιτικής του. Αυτό σήμαινε την αποτυχία του σχεδίου Ποδέμος και μια ήττα εκείνης της Αριστεράς που το προώθησε. Παρ’ όλα αυτά ήταν μονόδρομος να επιχειρηθεί. Και ήταν χρήσιμο.


Το κίνημα 15Μ ως «λόγος ύπαρξης» [raisond’etre] του Ποδέμος 


Το ξέσπασμα του κινήματος των indignados στις 15 Μάη του 2011 στις πλατείες και τους δρόμους της Μαδρίτης –που εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλες τις περιοχές του Ισπανικού Κράτους, περιλαμβανομένης της Καταλονίας, της Χώρας των Βάσκων και της Γαλικίας– έφερε στο προσκήνιο την κοινωνική κινητοποίηση μιας νέας γενιάς που δεν ταυτιζόταν με τα κοινοβουλευτικά κόμματα («δεν μας εκπροσωπούν»), θιγόταν ιδιαίτερα από τις πολιτικές λιτότητας («δεν θα πληρώσουμε γι’ αυτή την κρίση»), συγκρουόταν με τις οικονομικές ελίτ που επέβαλαν την κρατική βοήθεια για να σώσουν τις τράπεζες («αυτό δεν είναι κρίση, είναι απάτη») και κατήγγειλε τα όρια του πολιτικού καθεστώτος («το αποκαλούν δημοκρατία, αλλά δεν είναι»). 


Ήταν ένα κίνημα με αντικαθεστωτική διάθεση, που διαμορφώθηκε γύρω από ριζοσπαστικά δημοκρατικά αιτήματα που αμφισβητούσαν το δικομματικό μοντέλο που ενσάρκωναν το PSOE και το PP, την παράδοση «εναλλαγής» στη διακυβέρνηση -τώρα οι σοσιαλιστές, τώρα οι συντηρητικοί- και το εκλογικό μοντέλο. Συγκροτήθηκε επίσης ως ένα κίνημα αντι-λιτότητας, απέναντι στις αρπακτικές οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές που συγκρούονταν με τη λαϊκή κυριαρχία, ειδικά μετά τη μεταρρύθμιση του Άρθρου 135 του Συντάγματος και τη «διάσωση» των ισπανικών τραπεζών, που απορρόφησε δημόσιους πόρους 65 δισεκατομμυρίων ευρώ, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ισπανίας. Γι’ αυτό το λόγο, το 15Μ, αν και με έναν πρωτόλειο τρόπο, απαιτούσε μια άλλη οικονομία, ένα άλλο κοινωνικό μοντέλο και ένα νέο Σύνταγμα. Αυτή ήταν η μεγάλη του συμβολή και η απόδειξη της δημιουργικής ενέργειας που στηρίζεται στη δραστηριοποίηση μαζικών τμημάτων του πληθυσμού. Το 15Μ κατάφερε να κατακτήσει τη συμπάθεια της πλειοψηφίας του πληθυσμού, που είχε μπουχτίσει με την περίοδο λιτότητας που άρχισε το 2008, αλλά και με τη «σκλήρυνση» του πολιτικού συστήματος. 


Το κίνημα 15Μ ανέδειξε τα προβλήματα όλων των κομμάτων και των συνδικάτων εντός του συστήματος, ενώ άνοιξε το δρόμο για μια λαϊκή κινητοποίηση που στηρίχθηκε σε διάφορους κλάδους (τα λεγόμενα mareas ή «κύματα» στην εκπαίδευση, την υγεία, τις δημόσιες υπηρεσίες κ.ο.κ.), εν μέρει έξω από τον έλεγχο των γραφειοκρατιών και με νέες μορφές οργάνωσης και συντονισμού. Το 15Μ δημιούργησε μορφές ανυπάκουης μαζικής πάλης νέου τύπου, στηριγμένης στη συνέλευση ως οργανωτικό ιστό, η οποία πολύ σύντομα ξεπέρασε τις παραδοσιακές οργανώσεις. Το 15Μ προσέλκυσε οικολόγους ακτιβιστές, φεμινίστριες ακτιβίστριες και τμήματα της νεολαίας που δεν είχαν προηγούμενες εμπειρίες. 


Αξίζει να σημειωθεί ιδιαίτερα ότι το 15Μ, με την κριτική του στο καθεστώς του 1978, έκανε εφικτή τη δημόσια συζήτηση για την ανάγκη μιας δημοκρατικής ρήξης και της εκκίνησης μιας συντακτικής διαδικασίας. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό οδήγησε τους Αντικαπιταλίστας και άλλες δυνάμεις να αρχίσουν να χρησιμοποιούν τον πληθυντικό, καθώς θα χρειαζόταν να συντονιστεί ένα πλήθος «συντακτικών διαδικασιών», παίρνοντας υπόψη την ύπαρξη των επιμέρους εθνικών ζητημάτων και όχι μόνο τη γενική πτυχή που αφορά το Ισπανικό Κράτος στο σύνολό του. 


Αλλά το 15Μ, επίσης, αποκάλυψε τα όρια που έχει ένα κοινωνικό κίνημα χωρίς πολιτική έκφραση και, συγκεκριμένα, χωρίς μια εκλογική έκφραση. Το 2013, η πολιτική κατάσταση ήταν μπλοκαρισμένη. Πολύ σύντομα, άρχισε η συζήτηση μεταξύ των πιο προωθημένων ακτιβιστών για την ανάγκη ενός πολιτικού εργαλείου. Αν και όλοι κι όλες συμφωνούσαν ότι καμιά πολιτική δύναμη που θα μπορούσε να δημιουργηθεί δεν δικαιούταν να ισχυριστεί ότι εκφράζει το κίνημα 15Μ, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Ποδέμος ήταν αυτό που κληρονόμησε το πνεύμα των indignados. 


Τα διλήμματα των Αντικαπιταλίστας


Στους μήνες πριν τη δημιουργία του Ποδέμος, στο εσωτερικό των Αντικαπιταλίστας η συζήτηση για το «τι να κάνουμε» εξελισσόταν γύρω από 3 απόψεις. 


Η μία άποψη ήταν να δημιουργήσουμε ένα αριστερό μέτωπο ή μια τακτική συμμαχία με την Ενωμένη Αριστερά -αυτή η επιλογή είχε το μειονέκτημα της πρόσφατης ιστορίας υποταγής της Ενωμένης Αριστεράς στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, σε επίπεδο προεκλογικών συμφωνιών σε επίπεδο κράτους, αλλά και στις εμπειρίες συγκυβέρνησης στην Ανδαλουσία και πολλούς Δήμους, όπως και το ζήτημα της αυξανόμενης απαξίωσής της στους κύκλους της ριζοσπαστικής νεολαίας. 


Η δεύτερη άποψη υποστήριζε να προωθήσουμε ένα μέτωπο οργανώσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ήταν όλες τους μικρές -με εξαίρεση αυτές στη Χώρα των Βάσκων και ιδιαίτερα στην Καταλονία-, δεν είχαν μια συγκροτημένη παρουσία, ενώ είχαν σεχταριστικά χαρακτηριστικά. Αυτό θα σήμαινε ότι οι Αντικαπιταλίστας θα έμεναν έξω από το πλατύ ρεύμα μαζικής ριζοσπαστικοποίησης που αναδύθηκε μέσα από το 15Μ. 


Η τρίτη άποψη, την οποία υποστήριζε η ηγεσία, πρότεινε μια πρωτοβουλία νέου τύπου, καθώς εκτιμούσε ότι οι υπάρχουσες αριστερές συγκροτήσεις της εποχής ήταν ανίκανες να φανούν χρήσιμες στο αναγκαίο άλμα που θα μετέφερε τον κοινωνικό αγώνα στο πολιτικό πεδίο.

Η τελευταία επιλογή αποδείχθηκε ότι είχε τη στήριξη της πλειοψηφίας. Στην καρδιά του σχεδίου των Αντικαπιταλίστας, όπως και του προδρομικού σχήματος Espacio Alternativo [ΣτΜ: Εναλλακτικός Χώρος], υπήρξε πάντοτε η συζήτηση για την ανάγκη να στηρίξουμε τη γέννηση αντινεοφιλελεύθερων οργανώσεων των μαζών, δημοκρατικών και ικανών να διεξάγουν εκλογικές μάχες με τρόπο που θα συμπληρώνει τους κοινωνικούς αγώνες που προωθούν τα κινήματα. Γι’αυτό το λόγο, κατά την επεξεργασία της ιδέας του Ποδέμος, δόθηκε μεγάλη σημασία στην ιδέα ενός κόμματος-κινήματος που θα συγκροτείται από τη βάση -σε αυτό που αργότερα αποκαλέσαμε «κύκλους». 


Οι Αντικαπιταλίστας ήταν η πρώτη οργάνωση της Αριστεράς που υποστήριξε την ανάγκη και τη δυνατότητα να γίνει αυτό το πολιτικό άλμα, καθώς η κινητοποίηση έδειχνε ήδη σημάδια εξάντλησης, ως αποτέλεσμα της αντίστασης του κράτους και της ανάκτησης της πρωτοβουλίας από τα καθεστωτικά κόμματα που άρχιζαν να συνέρχονται από την αρχική σύγχυση και παράλυση που τους είχε προκαλέσει ένα κίνημα διαμαρτυρίας, που ήταν εξίσου διευρυμένο όσο και απροσδόκητο. 


Έτσι, οι Αντικαπιταλίστας εκτίμησαν ότι ήταν επείγον και εφικτό να κατευθυνθεί η πολιτική ενέργεια, που προέκυψε μετά το 15Μ, προς μια νέα μάχη, που θα μπορούσε να ξεκλειδώσει ένα πολιτικό τοπίο το οποίο αντικειμενικά λειτουργούσε ως «λουκέτο». Φάνηκε, εκ του αποτελέσματος, ότι υπήρχαν μεγάλες δυνατότητες στους κοινωνικούς και πολιτικούς χώρους που δεν είχαν ως τότε εκπροσώπηση. Με αυτή την έννοια, οι Αντικαπιταλίστας είχαν την ορθή σκέψη και την τακτική τόλμη να προωθήσουν την πρωτοβουλία Ποδέμος, της οποίας η εμβέλεια και η φύση ήταν τέτοιου μεγέθους, που θα έθετε σε δοκιμασία όλες τις δυνάμεις και τις δυνατότητες της οργάνωσής μας. 


Τι θα είχε συμβεί, αν δεν έκαναν αυτή την επιλογή οι Αντικαπιταλίστας; Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, γιατί δεν συνέβη αυτό. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι οργανώσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς που δεν συνδέθηκαν με το Ποδέμος, έφτασαν σε αυτοκτονία δια του σεχταρισμού. Είναι πιθανό οι Αντικαπιταλίστας να είχαν πάρει το δρόμο της πολιτικής ασημαντότητας, όπως συνέβη σε ένα μεγάλο μέρος των οργανώσεων που έμειναν εκτός. Πιθανότατα δεν θα είχαν αυξήσει τις δυνάμεις των ακτιβιστών τους και δεν θα είχαν αποκτήσει το πλατύ ακροατήριο στο οποίο κατάφεραν να απευθύνονται οι δημόσιοι εκπρόσωποί τους. Δεν θα είχαν επεκτείνει την οργάνωσή τους σε όλες τις αυτόνομες περιοχές της χώρας. Δεν θα είχαν την ικανότητα να οργανώσουν τα μαζικά πολιτικά γεγονότα -και στην πραγματική ζωή και στο ίντερνετ- που οργάνωσαν στη διάρκεια της πανδημίας. Καμιά από τις προτάσεις τους για το εθνικό ζήτημα ή για την κοινωνική ανισότητα δεν θα είχε τον αντίκτυπο που είχαν. Δεν θα μπορούσαν να διαμορφώνουν πολιτική ατζέντα στις γραμμές των πρωτοποριών, ούτε θα είχαν γίνει ένα ιδεολογικό και πολιτικό σημείο αναφοράς για τους ανθρώπους του πιο ενεργού ακτιβισμού. Δεν θα είχαν βιώσει την εμπειρία της παρέμβασης σε τοπικούς, περιφερειακούς και ευρωπαϊκούς θεσμούς, πάνω σε ζητήματα αντιλιτότητας και δημοκρατίας υπέρ των λαϊκών τάξεων. Σε αυτό το σημείο, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι ο Πάμπλο Ιγκλέσιας και η ομάδα του έδειξαν πολύ γρήγορα τα αντανακλαστικά στο να εμποδίσουν -μέσω της κατάχρησης αντιδημοκρατικών ρυθμίσεων- τις δυνατότητες αντικαπιταλιστικών εκπροσώπων στην Κρατική Βουλή, όπου υπήρξε περιορισμένη η παρουσία μας και μόνο σε μια θητεία. 


Αλλά αυτές και άλλες πτυχές που μπορούν να πιστωθούν στην επιλογή των Αντικαπιταλίστας, δεν μπορούν να αποκρύψουν δύο ζητήματα: 1) Ότι, όπως ήδη αναφέρθηκε, το σχέδιο Ποδέμος απέτυχε και οι θέσεις των Αντικαπιταλίστας ηττήθηκαν. 2) Ότι στη διαδρομή έγιναν σημαντικά λάθη από τους Αντικαπιταλίστας που οδήγησαν στη νίκη των απόψεων του Πάμπλο Ιγκλέσιας. 


Κατά συνέπεια, είναι σωστό να συζητήσουμε και να ανακατασκευάσουμε κριτικά την ιστορία του Ποδέμος, όπως και να αποτιμήσουμε τα βήματα των Αντικαπιταλίστας, προκειμένου να έχουμε μια συνολική άποψη για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την άλλη μεγάλη απόφαση που πήραμε: να εγκαταλείψουμε το Ποδέμος και να προωθήσουμε τους Αντικαπιταλίστας ως ένα νέο πολιτικό υποκείμενο. 


Το φαινόμενο Ποδέμος σε όλη του τη συνθετότητα


Το πρώτο χαρακτηριστικό του Ποδέμος είναι ότι αντανακλούσε το αίσθημα αγανάκτησης που υπήρχε μετά την κρίση του 2008 και τη διάχυτη στην κοινωνία αντίληψη ότι μια μειοψηφία επωφελήθηκε από τις μεγάλες απώλειες της πλειοψηφίας. Όπως και την αντίληψη ότι αυτό το κοινωνικό ζήτημα είναι στενά συνδεδεμένο με το δημοκρατικό ζήτημα. Στις 22 Νοέμβρη του 2014, όταν οι δημοσκοπήσεις έδειχναν το Ποδέμος πρώτη δύναμη, ο Πάμπλο Ιγκλέσιας, στην πιο ριζοσπαστική του περίοδο, εκκινώντας από μια αφήγηση αριστερού «λαϊκισμού» [ΣτΜ: στη συζήτηση στην Ισπανία, ο όρος «λαϊκισμός» δεν χρησιμοποιείται με την έννοια που έχει πάρει στην Ελλάδα, αλλά αναφέρεται κυρίως στις λατινοαμερικάνικες απόψεις που στήριξαν τις εκλογικές νίκες της εποχής του «ροζ κύματος»], η οποία όμως ήταν συμβατή με τις θέσεις της επαναστατικής Αριστεράς, δήλωνε: 


«Η γραμμή της ρήξης σήμερα βάζει σε αντιπαράθεση αυτούς που όπως εμείς υποστηρίζουμε τη δημοκρατία… και αυτούς που είναι στο πλευρό των ελίτ, των τραπεζών, της αγοράς: Υπάρχουν οι από τα κάτω και οι από πάνω… μια ελίτ και η πλειοψηφία». 


Ένα δεύτερο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της γέννησης αυτού του πολιτικού σχηματισμού είναι ο ενεργός και καθοριστικός ρόλος που έπαιξε μια μικρή, αλλά δραστήρια επαναστατική μαρξιστική οργάνωση, οι Αντικαπιταλίστας, στη δημιουργία και στο πρώτο στάδιο ανάπτυξης του Ποδέμος. Το ιδρυτικό κείμενο «Κάντε την επόμενη κίνηση, μετατρέψετε την αγανάκτηση σε πολιτική αλλαγή»(2) και το εκλογικό πρόγραμμα των ευρωεκλογών του 2014, αντανακλούσαν -παρά τους εύλογους «συμβιβασμούς» στο λεξιλόγιο, που προκύπτουν όταν συγκλίνουν διαφορετικές κουλτούρες- την ηγεμονία της επαναστατικής μαρξιστικής άποψης στις συναντήσεις και τις συνελεύσεις των ακτιβιστών.

Αντίστοιχα, η συμβολή των Αντικαπιταλίστας σε άλλα πεδία ήταν θεμελιώδης: να αποκτήσει νομιμοποίηση και κύρος στην «κοινωνική Αριστερά» μια εκλογική πρόταση, να βρεθούν οι αρχικοί οικονομικοί πόροι, να τεθεί η μικρή οργανωτική υποδομή τους στη διάθεση του πολιτικού σχεδίου και στην ανάπτυξη των οργανώσεων βάσης, των «κύκλων», σε όλη σχεδόν την επικράτεια του Ισπανικού Κράτους. 


Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι ότι το Ποδέμος γεννήθηκε ως ένα κόμμα απολύτως ανοιχτό στη συμμετοχή ποικίλων και διαφορετικών ρευμάτων της κοινωνικής και πολιτικής Αριστεράς. Αυτό γρήγορα υλοποιήθηκε με την προσχώρηση τμημάτων που έρχονταν σε ρήξη με την Ενωμένη Αριστερά, που είχε αποδειχθεί ανίκανη να ξεπεράσει την εσωτερική της κρίση και να προσφέρει εναλλακτικές προτάσεις στις απαιτήσεις μιας νέας γενιάς ακτιβιστών. Όπως επίσης και με το ενδιαφέρον που προκάλεσε στα κοινωνικά κινήματα, ιδιαίτερα σε τμήματα της πολιτικής οικολογίας και του φεμινισμού. Επίσης τράβηξε την προσοχή της γενιάς των «20κάτι» που βρισκόταν εκτός πολιτικής. 


Υπήρχαν τρεις προϋποθέσεις, χωρίς τις οποίες δεν θα μπορούσε το σχέδιο Ποδέμος να προχωρήσει και να είναι χρήσιμο. α) Ότι θα διατηρούσε τον ριζοσπαστικό του προσανατολισμό. β) Ότι θα δημιουργούσε σταθερούς οργανικούς δεσμούς με την εργατική τάξη και τα τμήματα του λαού με τη μεγαλύτερη συνείδηση και μαχητικότητα. γ) Ότι θα οργάνωνε την εσωτερική του ζωή με δημοκρατικό τρόπο, ώστε να διευκολύνει τη διαβούλευση, τη συμμετοχή της βάσης στη λήψη αποφάσεων και τη δημιουργική συνύπαρξη μέσα στον πλατύ ιδεολογικό και πολιτικό πλουραλισμό που βρισκόταν εξαρχής στην «καρδιά» του σχεδίου. Αυτός ο πλουραλισμός περιλάμβανε πολύ διαφορετικές πτυχές κι ένα φάσμα διαφορών πολύ ευρύτερο από αυτό που αντανακλούσαν οι τρεις αρχικές πολιτικές συνιστώσες -μία γύρω από τον Πάμπλο Ιγκλέσιας, μία γύρω από τον Ινίγο Ερεχόν και μία γύρω από τους Αντικαπιταλίστας, των οποίων οι πιο αναγνωρίσιμοι εκπρόσωποι ήταν η Τερέσα Ροντρίγκεζ και ο Μιγκέλ Ουρμπάν. 


Από την ίδρυσή του ακόμα, το Ποδέμος έγινε ένα εσωτερικό πεδίο μάχης ανάμεσα στις 3 ψυχές του. Αυτή που εκπροσωπούταν από την αντικαπιταλιστική τάση -ευρύτερη από την οργάνωση που τη συγκρότησε- διακήρυσσε τη σημασία του προγράμματος και της οργάνωσης στην οικοδόμηση του νέου κόμματος, όπως και την ανάγκη να προωθηθεί η αυτο-οργάνωση και η κοινωνική κινητοποίηση, το ρίζωμα στον κόσμο της εργασίας και το συνδυασμό αυτών των καθηκόντων με αυτά μιας σταδιακής εκλογικής και θεσμικής συσσώρευσης δύναμης, που θα μπορούσε να τεθεί στην υπηρεσία αυτών των στόχων μέσα από μια αμφίδρομη σχέση κόμματος-εργαζομένων. 


Απέναντι σε αυτή την πρόταση συγκροτήθηκε μια συμμαχία, ανάμεσα στην αριστερή-λαϊκιστική πτέρυγα του Ινίγο Ερεχόν και την πτέρυγα του Πάμπλο Ιγκλέσιας, κατά την πρώτη Συνέλευση Πολιτών [ΣτΜ: το αντίστοιχο «συνεδρίου»] του Ποδέμος, γνωστή ως Βισταλέγκρε 1 (από το μέρος στο οποίο διεξήχθη). Αυτή η συμμαχία αποτυπώθηκε στη δημιουργία μιας γραφειοκρατικής κλίκας που απαρτιζόταν από τις δύο τάσεις, ενώ η σύνθεσή της μετασχηματιζόταν διαρκώς ανάλογα με το συσχετισμό δυνάμεων στο εσωτερικό της, έχοντας ως κοινό στόχο τον απόλυτο έλεγχο του Ποδέμος. Ο βραχυπρόθεσμος στόχος αυτής της συμμαχίας ήταν να ηττηθούν οι επαναστατικές μαρξιστικές απόψεις. 


Ο ιδιαίτερος στόχος του Πάμπλο Ιγκλέσιας ήταν να αναδειχθεί ο ίδιος ως αδιαμφισβήτητος ηγέτης με πλήρη ελευθερία κινήσεων, χωρίς να συγκεκριμενοποιεί ένα πολιτικό σχέδιο -πέρα από το στόχο να ξεπεραστεί εκλογικά το Σοσιαλιστικό Κόμμα και να κερδηθεί σύντομα η κυβέρνηση. Προς αυτόν το στόχο, δεν δίσταζε να αλλάζει κατά βούληση τη ρητορική του, πότε προς το ριζοσπαστικότερο και πότε προς το μετριοπαθέστερο. Δεν πρότεινε ποτέ ένα σχέδιο για την κοινωνία, ή ένα κυβερνητικό πρόγραμμα ή μια στρατηγική, ενώ ποτέ δεν λήφθηκαν υπόψη οι προϋποθέσεις και τα μέτρα που θα χρειάζονταν για να απαντηθούν οι επιθέσεις του κεφαλαίου. Το ίδιο συνέβη με τα μαθήματα που έπρεπε να βγουν από την παρέμβαση της τρόικα στην ελληνική περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Η παλιά ρεφορμιστική σύγχυση μεταξύ του κερδίσματος της κυβέρνησης και της κατάκτησης της εξουσίας επαναλαμβανόταν –έστω κι αν συνοδευόταν από ριζοσπαστικές ομιλίες που διατηρούσαν επαφή με το κλίμα αμφισβήτησης εκείνης της περιόδου. Όλη η πολιτική δραστηριοποίησή του χαρακτηριζόταν (με λιγότερο ή περισσότερο αριστερή ρητορική) από την άσκηση ενός προσωπικού υπερ-ηγετικού ρόλου, που μιμούνταν με απλοϊκό τρόπο τις λιγότερο ενδιαφέρουσες πτυχές της Μπολιβαριανής εμπειρίας. Χαρακτηριζόταν επίσης από αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε προγραμματικό σχετικισμό, ο οποίος επέτρεπε πότε να διατυπώνονται και πότε να αποσύρονται προτάσεις που βρίσκονταν σε ένα «ανάμικτο σακούλι», ανάλογα με το τι βολεύει τακτικά κάθε στιγμή, χωρίς να λογοδοτούν σε κανένα κοινωνικό σχέδιο ή την αναγκαία στρατηγική για να επιτευχθεί αυτό. Η στρατηγική υπόθεση ήταν ότι «δημιουργηθήκαμε για να κυβερνήσουμε». Δηλαδή η κυβέρνηση ως αυτοσκοπός. 


Σε αυτή την προσπάθεια, ο Ιγκλέσιας βρήκε αρχικά έναν πολύ χρήσιμο σύμμαχο στο πρόσωπο του Ερεχόν, τον υποστηρικτή των απόψεων του Ερνέστο Λακλάου και της Σαντάλ Μουφ, περί της πλήρους αυτονομίας της πολιτικής, της υποβάθμισης του ρόλου των κοινωνικών τάξεων και της οικονομικής σύγκρουσης μέσα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.(3) Συνεπώς, αυτή η πτέρυγα γέμισε τις πολιτικές ομιλίες και τα άρθρα στα ΜΜΕ, με αφηρημένες αναφορές στην οικοδόμηση ενός λαϊκού υποκειμένου μέσα από τη δημιουργία μιας ιδεολογικά διασταυρούμενης διαταξικής εκλογικής βάσης, με άξονα την κινητοποίηση των αισθημάτων για έναν ηγέτη ικανό να εκφράσει το λαό, σε αντιπαράθεση με κάθε στενή μειοψηφία που κατηγορούταν ως «ολιγαρχική». Αυτό συνεπαγόταν τη θεωρία ότι είναι πλέον ακατάλληλη η κατηγοριοποίηση αριστερά/δεξιά ή η ταξική ανάλυση κ.ο.κ. Ο Ερεχόν θεωρητικοποίησε τη δυνατότητα μιας γρήγορης εκλογικής νίκης, στον στόχο της οποίας έπρεπε να υποταγούν τα πάντα: η αποτελεσματικότητα σε βάρος της δημοκρατίας, η ιεραρχία σε βάρος της οργάνωσης από τα κάτω σε κύκλους, η εκλογική πολεμική μηχανή (έτσι ακριβώς διατυπώθηκε) εναντίον του μαζικού κόμματος, η δημοψηφισματική απόφαση σε βάρος της δημοκρατικής διαβούλευσης. 


Μετά την πρώτη εσωκομματική νίκη αυτής της κλίκας, οι «κύκλοι» έπαψαν να έχουν τη δυνατότητα λήψης αποφάσεων και η εκλογή ηγετικών οργάνων γινόταν έξω από τη δικαιοδοσία της βάσης, μέσω online ψηφοφοριών από άτομα που γράφτηκαν συμπληρώνοντας μια φόρμα στο site. Αυτή ήταν η μόνη δέσμευση που είχαν τα μέλη. Οι εκλογές γίνονταν χωρίς συζήτηση και με προσωποποιημένο τρόπο. Ήταν μια επιλογή σε πλήρη αντίθεση με τη λειτουργία ενός μαχόμενου κόμματος και ενός οργανωμένου μαζικού κόμματος. Ο έλεγχος και η ανάκληση των ηγετών από τη βάση ήταν συνεπώς ανέφικτα. 


Τα θεωρητικά σχήματα υποστήριξης αυτής της πρακτικής δεν προκάλεσαν καμιά σοβαρής ποιότητας θεωρητική και ιδεολογική αντιπαράθεση είτε μέσα στους ακαδημαϊκούς, είτε μέσα στους πολιτικοποιημένους κύκλους. Αυτή διεξήχθη μόνο μέσα σε μια μικρή μειοψηφία, που είχε πολύ άμεση εμπλοκή στην οικοδόμηση του Ποδέμος -εκφράζοντας τη μία ή την άλλη άποψη- και από μια μειοψηφία που υπεράσπιζε το δικομματικό κατεστημένο. 


Αν και οι κοινοβουλευτικές εκλογές του 2015 και του 2016 έφεραν καλά αποτελέσματα για το Ποδέμος, δεν έφεραν τον πολυαναμενόμενο στόχο του ξεπεράσματος του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Η εκλογική πτώση άρχισε ταυτόχρονα με το κυνήγι ψήφων δια της εγκατάλειψης κάθε ριζοσπαστισμού. Η «στιγμή του λαϊκισμού» -κατά Λακλάου, που διαφήμισε στο Ισπανικό Κράτος η Σαντάλ Μουφ στη μεγάλη πανεθνική εφημερίδα Ελ Παΐς- είχε πλέον συρρικνωθεί απλώς σε έναν λαϊκιστικό τρόπο λειτουργίας.(4) Οι κάλπες μετέτρεψαν τα θεωρητικά σχήματα σε στάχτες. 


Στο επόμενο συνέδριο, το Βισταλέγκρε 2, ο Ιγκλέσιας στράφηκε προς τα αριστερά και εκκαθάρισε την τάση του Ερεχόν. Η σύγκρουση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο γραφειοκρατικούς μηχανισμούς για τον έλεγχο του κόμματος εξέφραζε αυτό που εγώ κι ο Χάιμε Παστόρ είχαμε περιγράψει ως «Πάμπλο Ιγκλέσιας εναντίον Ινίγο Ερεχόν: Μεταξύ αναστημένου ευρωκομουνισμού και νεολαϊκισμού του κέντρου».(5) Για άλλους, όπως ο Εμανουέλ Ροντρίγκεζ, η σύγκρουση ήταν άλλη μια έκφραση της ιδεολογίας και της αντίληψης περί πολιτικής που επικρατούσε στο Ποδέμος ως μια υπόθεση παραγωγής νέων ελίτ, σύγκρουση μεταξύ τους και ικανοποίηση των προσδοκιών ακαδημαϊκών στοιχείων της προοδευτικής μεσαίας τάξης που δεν έχουν μέλλον.(6) Η ένταση της σεχταριστικής σύγκρουσης ανάμεσα στις δύο φράξιες των πρώην συμμάχων, στα ΜΜΕ και στα κοινωνικά δίκτυα, πριν τη διεξαγωγή της δεύτερης συνέλευσης πολιτών απειλούσε την ίδια τη διεξαγωγή της. Παρά τη γενικευμένη «καυτή» ατμόσφαιρα, το συνέδριο έλαβε χώρα κυρίως λόγω των προσπαθειών και της ψυχραιμίας των Αντικαπιταλίστας. Το περιέγραψε στο χρονικό του ένας δημοσιογράφος με ελάχιστη συμπάθεια στον επαναστατικό μαρξισμό, ο Ραούλ Σολίς, εκφράζοντας την έκπληξή του που η επαναστατική μαρξιστική Αριστερά «είχε λογική στάση».(7)

 
Για κάποιους μήνες, η αριστερή στροφή του Ιγκλέσιας ευνοούσε την πολιτική των Αντικαπιταλίστας. Όμως ο Ιγκλέσιας εξαπέλυε επίθεση στον πλουραλισμό. Πρώτα, περιθωριοποίησε τον Ερεχόν, έναν πραγματικό Επιμηθέα αυτής της ιστορίας, που όταν ανακάλυψε καθυστερημένα το είδος του κόμματος που είχε σχεδιάσει και μπόρεσε να δει τι θα βγει από το Κουτί της Πανδώρας του Ποδέμος, αποφάσισε να αποχωρήσει για πολιτικούς λόγους, αλλά κυρίως γιατί δεν μπορούσε να αναπνεύσει σε μια οργάνωση χωρίς δημοκρατία. Αμέσως μετά ήρθε η εκκαθάριση, με τη χρήση γραφειοκρατικών μέσων, των Αντικαπιταλίστας. 


Πολύ σύντομα ο Ιγκλέσιας μπήκε σε μια διαδρομή, με ζιγκ ζαγκ αριστερά και δεξιά, προς τις νεανικές του αντιλήψεις που είχαν ευρωκομουνιστικές ρίζες. Έφτασε να επικαλείται τη μνήμη του Σαντιάγκο Καρίγιο, του ηγέτη του ΚΚ Ισπανίας ο οποίος, μαζί με τον Ενρίκο Μπερλινγκουέρ του Ιταλικού ΚΚ και τον Ζορζ Μαρσέ του Γαλλικού ΚΚ, ήταν οι πατέρες του ευρωκομουνισμού, της νέας μεθόδου (όπως έλεγαν οι ίδιοι) ανάδειξης στην κυβέρνηση δια του κοινοβουλευτικού συστήματος. Ο Ιγκλέσιας άρχισε να υποστηρίζει τα οφέλη του Συντάγματος του 1978, ως μια δημοκρατική κοινωνική ασπίδα, λες και μπορεί ένα Σύνταγμα να κατακερματιστεί σε μέρη όπου κάθε άρθρο δεν συνδέεται με το άλλο, ούτε αντανακλούν όλα μαζί τη λογική νομιμοποίησης του μετα-φρανκικού φιλελεύθερου καθεστώτος. Άρχισε να μιλά για μερική μεταρρύθμισή του, «όταν θα είναι εφικτό». 


Αν και ο Πάμπλο Ιγκλέσιας χρησιμοποίησε το εννοιολογικό πλαίσιο του Λακλάου στη ρητορική του, δεν υπήρξε πιστός μαθητής του -απλά το αξιοποίησε προς όφελός του. Οι θεωρίες αυτού του μετα-μαρξιστή διανοούμενου ταίριαζαν με τον εκλογικικίστο δρόμο προς την εξουσία και με τον κυρίαρχο ρόλο του ηγέτη, του Ιγκλέσιας σε αυτή τη διαδικασία. Οι αφηρημένες εκκλήσεις στη δημοκρατία ως εργαλείο μετασχηματισμού της κοινωνίας μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της φιλελεύθερης δημοκρατίας -που δεν αμφισβητείται- οδηγούν στην ανικανότητα του αριστερού λαϊκισμού και του ευρωκομουνισμού να κυβερνήσουν βελτιώνοντας ουσιαστικά και με διακριτό τρόπο τις συνθήκες διαβίωσης του λαού μέσα σε μια συνθήκη οικονομικής κρίσης. Πόσο μάλλον να μετασχηματίσουν την κοινωνία. Ο Στάθης Κουβελάκης έχει δίκιο όταν ασκεί κριτική στον Λακλάου ότι η αντίληψή του περί ριζοσπαστικής δημοκρατίας, η οποία αποκλείει τη ρήξη με την καπιταλιστική κοινωνικο-οικονομική τάξη πραγμάτων και τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας, είναι αυτοπεριοριστική. [Contretemps, 24 June 2019 [Contre la raison populiste. Les impasses d’Ernesto Laclau]. 


Και αξίζει να θυμόμαστε ότι σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις του Λακλάου, η ταξική πάλη είναι αυτή που λειτουργεί ως «παράγοντας συγκρότησης του πολιτικού υποκειμένου» και όχι η λεγόμενη «λαϊκιστική τακτική». 


Σε καθεμιά από τις εκλογές που ακολούθησαν, περιλαμβανομένων αυτών του 2019 στις οποίες ο Ιγκλέσιας ηγήθηκε της συμμαχίας των Ποδέμος με την Ενωμένη Αριστερά που ονομάστηκε Ουνίδας Ποδέμος (UP), η απώλεια ψήφων και εδρών ήταν διαρκής και έντονη. Το βάρος και η παρουσία στα ΜΜΕ περιοριζόταν. Το Ποδέμος δεν καθόριζε πλέον την πολιτική ατζέντα ή τους όρους της δημόσιας συζήτησης. Το κύρος της οργάνωσης -που ήταν πολύ ψηλό αρχικά- υποχωρούσε με κάθε δημοσκόπηση. Ψάχνοντας τις χαμένες ψήφους, άρχισε η απελπισμένη αναζήτηση πιο παραδοσιακών αριστερών και κεντροαριστερών ακροατηρίων. Το ίδιο αποτέλεσμα και η ίδια μοίρα χτύπησε το Μας Παΐς, τη διάσπαση που είχε καθοδηγήσει ο Ινίγο Ερεχόν. Ενώ αρχικά το Ποδέμος είχε τεράστια ελκτική δύναμη με την προκλητική και νικηφόρα αφήγησή του, τα εκλογικά του αποτελέσματα μετέτρεψαν αυτή την ορμή στο ωμό και ποσιμπιλιστικό [ΣτΜ: τον αυτοπεριορισμό στο «εφικτό»] «δημιουργηθήκαμε για να κυβερνήσουμε». Αυτή η στροφή ευνοήθηκε από τη διαδικασία πολιτικής αποδυνάμωσης της Ενωμένης Αριστεράς, με τον θρίαμβο των απόψεων του κυβερνητισμού στο εσωτερικό της και την αυξανόμενη υπόκλισή της στο Ποδέμος. 


Οι αδυναμίες και τα λάθη των Αντικαπιταλίστας


Η έκβαση της σύγκρουσης ρεφορμιστών/επαναστατών μέσα στο Ποδέμος δεν ήταν δεδομένη εκ των προτέρων και υπήρχαν πραγματικές δυνατότητες. Η αξιοποίησή τους και η διεξαγωγή της σύγκρουσης προϋπέθεταν την έξοδο από την «ασφαλή ζώνη» μέσα στην οποία, πολύ συχνά, συμβιβάζονται οι μικρές ομάδες και οργανώσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, περιορίζοντας τη δραστηριότητά τους στην «οικοδόμηση» γύρω από τον εαυτό τους, την απεύθυνση καταγγελιών ή εκκλήσεων σε άλλα πολιτικά υποκείμενα και τον προπαγανδισμό, χωρίς θέληση ή ικανότητα να σχεδιάσουν πολιτικά σχέδια για τη μαζική δράση και σε συνάρτηση με αυτή. Οι Αντικαπιταλίστας «ρίσκαραν χοντρά», είχαν θράσος και ξεδίπλωσαν όλες τις προγραμματικές και τακτικές τους δυνατότητες. 


Το έργο με το οποίο αναμετρήθηκαν ήταν τεράστιο: η οικοδόμηση ενός μαζικού κόμματος εκ του μηδενός, σε μια συνθήκη κοινωνικής κρίσης, αλλά και με περιορισμένη κουλτούρα και παραδόσεις οργανωμένης πάλης. Με μια συνθήκη κρίσης του πολιτικού καθεστώτος -δεδομένης της απογοήτευσης της νεολαίας και της έκτασης της καταλανικής σύγκρουσης με το κεντρικό κράτος- αλλά όπου οι μετα-φρανκικοί κρατικοί μηχανισμοί παρέμεναν άθικτοι, χωρίς ρωγμές. Με μια κρίση του δικομματισμού που προκαλούσε συνθήκες ακυβερνησίας, αλλά με ένα σταθεροποιημένο PSOE που διατηρούσε την εμπιστοσύνη -συρρικνωμένη, αλλά ακόμα πλειοψηφική- των ανθρώπων της Αριστεράς. Σε αυτές τις συνθήκες, η οικοδόμηση της εναλλακτικής πολιτικής πρότασης ήταν μια δύσκολη αποστολή. Οι παράγοντες που εξηγούν την ύπαρξη του παραθύρου ευκαιρίας για τη δημιουργία του Ποδέμος μπορούσαν να εξελιχθούν σε Αχίλλειο Πτέρνα του. Για παράδειγμα, τα προηγούμενα χρόνια καταστροφής και υποχώρησης της συνείδησης του εργατικού κινήματος και η κατάρρευση της ρεφορμιστικής και επαναστατικής πολιτικής Αριστεράς. Αλλά, πάνω από όλα, το γεγονός ότι η οργανική κρίση δεν είχε ακόμα συμβεί. Όλα αυτά αντικειμενικά εμπόδιζαν την επιτυχία του σχεδίου των Αντικαπιταλίστας να κάνουν το Ποδέμος ένα εργαλείο για την απελευθέρωση. 


Ωστόσο, είναι αναγκαίο να τονίσουμε κάποια λάθη κι αδυναμίες που, πέρα από τις αντικειμενικές δυσκολίες, βάρυναν τους Αντικαπιταλίστας. Ένα πρώτο λάθος ήταν η αποδοχή του ντε φάκτο στενού πλαισίου, που επέβαλε η κλίκα μέσα από τη νομιμοποίηση (με ένα μυστικό και χειριστικό τρόπο) των αντιδημοκρατικών και ιεραρχικών δομών, που παραχωρούσαν νόμιμα δικαιώματα ιδιοκτησίας στην ομάδα του Ιγκλέσιας. Μαζί με αυτό, έγινε μια προσπάθεια να υποβιβαστούν οι Αντικαπιταλίστας ως ιδρυτικό πολιτικό υποκείμενο, να παρουσιαστούν τα μέλη τους ως «εξωτερικοί» συνωμότες, εισοδιστές και εχθροί του σχεδίου που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει! 


Ας θυμηθεί ο αναγνώστης τη φωτογραφία του Λένιν και του Τρότσκι σε μια συγκέντρωση, η οποία λογοκρίθηκε και αλλάχτηκε από τον Στάλιν σε μια επίδειξη φωτογραφικής μαγείας, που στόχευε να διαγράψει τη μνήμη και να οικειοποιηθεί την επανάσταση. Ε, λοιπόν, κάτι παρόμοιο συνέβη στο Ποδέμος. Πώς να χαρακτηρίσουμε τη στάση των Αντικαπιταλίστας σε αυτό το ζήτημα; Σήμερα πια μπορούμε να σκεφτούμε μόνο έναν προσδιορισμό: Αφελής και ανεύθυνη εμπιστοσύνη. 


Υπήρξε μια υποκειμενική πεισματική υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων παρέμβασης των περιορισμένων οργανωμένων δυνάμεών μας. Όχι τόσο στο πεδίο της υποστήριξης της αρχικής αυθόρμητης και μαζικής ανταπόκρισης των ακτιβιστών, αλλά απέναντι στην υπερ-ηγεσία που χτιζόταν στα ΜΜΕ και το δημοψηφισματικό δεσμό που υπήρχε (και καλλιεργούταν) ανάμεσα στο χαρισματικό ηγέτη και τις μάζες. Αυτή προέκυψε χωρίς καμιά διαδικασία βαθιάς πολιτικοποίησης, εκπαίδευσης στελεχών, συστηματικής δόμησης της μαχητικότητας και οργανικής σχέσης με πλατιά στρώματα του λαού της Αριστεράς, αλλά μέσα σε ένα βαθύ αίσθημα ανάγκης για αλλαγή και εμφάνιση νέων κατευθύνσεων και νέων εκπροσώπων. Αυτός ο παράγοντας ήταν κλειδί για το βαθμό αυτονομίας που πέτυχε ο Πάμπλο Ιγκλέσιας στο ρόλο του γενικού γραμματέα -εκλεγμένου ξεχωριστά από την υπόλοιπη ηγεσία με δημοψηφισματικό τρόπο- για να επιβάλει τις δικές του κατευθύνσεις στο Ποδέμος, να περιθωριοποιήσει κάθε πρόταση για δημοκρατικές δομές και να δικαιολογήσει κάθε είδους πολιτική στροφή με βάση τις επιδιώξεις του σε κάθε συγκυρία. 


Σε εκείνη τη φάση, το Ποδέμος συγκρότησε τη λεγόμενη «μιντιακή διοίκηση» με τον Σαντιάγκο Άλμπα, η οποία για ένα σύντομο χρονικό διάστημα έφερε μια πραγματική ανατροπή στην πολιτική επικοινωνία, στα κοινωνικά δίκτυα, στη σχέση με τα οπτικοακουστικά μέσα. Αυτή την κομματική μηχανή την οικειοποιήθηκε αποκλειστικά η συμμαχία Ιγκλέσιας-Ερεχόν. Απέναντι σε αυτό, οι Αντικαπιταλίστας -με δεδομένο ότι η πρόσβαση στην κοινότητα του Ποδέμος είχε μπλοκαριστεί από τη γραφειοκρατική κλίκα- δεν οργάνωσαν, έστω σε εμβρυακό επίπεδο, ένα σύστημα επικοινωνίας που, όσο περιορισμένο κι αν ήταν, θα επέτρεπε να εκφράζει τις θέσεις τους στα ΜΜΕ και στα κοινωνικά δίκτυα με αυτόνομο τρόπο. Αυτό υπήρξε για καιρό ένα από τα βάρη που εμπόδιζαν τη δράση μας. 


Ο νεοαρχηγισμός [ΣτΜ: Neocaudillismo, από τον caudillo, την παραδοσιακή λατινοαμερικάνικη φιγούρα του χαρισματικού ηγέτη] στο Ισπανικό Κράτος εμπνεύστηκε ιδεολογικά, πολιτικά και οργανωτικά από τις λατινοαμερικάνικες λαϊκιστικές εμπειρίες που βρίσκονται σήμερα σε παρακμή. Αλλά η ηγεσία του Ποδέμος υπερασπιζόταν τη «συγκυριακή» και «εργαλειακή» αναγκαιότητα του νεοαρχηγισμού, επικαλούμενη διαρκώς τη χρησιμότητά του και τις ευκαιρίες που αυτός δημιουργούσε «στην εκλογική και επικοινωνιακή λογική της κοινωνίας στον 21ο αιώνα». Το επόμενο πρόβλημα, σε συνάφεια με το προηγούμενο, είναι ότι οι Αντικαπιταλίστας δεν εντόπισαν έγκαιρα ότι αυτός ο αρχηγισμός επικοινωνούσε πολύ καλά με τμήματα που προέρχονταν από μετα-σταλινικές εμπειρίες και με τους λιγότερο πολιτικοποιημένους, οι οποίοι αποδέχονταν πρόθυμα την ιεραρχία της οργάνωσης, στην οποία πολλοί από αυτούς άρχισαν να αυτοαποκαλούνται «στρατιώτες». 


Η ταχεία διαδικασία γραφειοκρατικοποίησης ευνοήθηκε από το γεγονός ότι αρκετοί αριστεροί αγωνιστές των κοινωνικών κινημάτων, χωρίς επαρκή πολιτική εμπειρία, αρχικά έδειξαν δυσπιστία απέναντι στο Ποδέμος –οπότε η αντικαπιταλιστική του πτέρυγα δεν μπορούσε να υπολογίζει στη βοήθειά τους σε μια κρίσιμη στιγμή. Μετά τις εκλογικές επιτυχίες του νέου κόμματος, τέτοιοι ακτιβιστές το προσέγγισαν πλέον, αλλά τυφλωμένοι, όπως πάνε τα κουνούπια προς το φως. Το προσέγγισαν, όταν ήταν πλέον αργά για να καθορίσουν την οργάνωση σε μια δημοκρατική κατεύθυνση. Χωρίς σαφή πολιτικό προσανατολισμό, κάποιοι συμβιβάστηκαν στη νέα κατάσταση, άλλοι απλά αναζήτησαν μια δουλειά στις θεσμικές θέσεις, άλλοι έφυγαν αργότερα από το Ποδέμος μαζί με ένα μεγάλο κομμάτι αυτών που είχαν ενταχθεί από νωρίς. 


Σε αυτή την κατάσταση, οι Αντικαπιταλίστας έκαναν ένα λάθος στο Βισταλέγκρε 1. Καθώς το πλαίσιο της διαμάχης επικεντρώθηκε στο οργανωτικό μοντέλο, εστίασαν τις προσπάθειές τους σχεδόν αποκλειστικά στις απαντήσεις που έδιναν στο ζήτημα της δημοκρατίας. Ήταν ένα πραγματικά σημαντικό ζήτημα, αλλά δεν δόθηκε αρκετή ενέργεια στη μάχη για ένα πολιτικό σχέδιο που θα διευκόλυνε την ένταξη υπαρκτών ριζοσπαστικών ρευμάτων στο περιβάλλον των Αντικαπιταλίστας. Ένα μάθημα που προκύπτει από τότε και αφορά και το μέλλον: η εγκαθίδρυση της σχέσης μεταξύ του πολιτικού σχεδίου και των προσδοκιών για μια οικοσοσιαλιστική και φεμινιστική κοινωνία είναι αναντικατάστατη προϋπόθεση για την οικοδόμηση στρατηγικών πολιτικών συσπειρώσεων που οφείλουν να έχουν ως ορίζοντα μια κοινωνία πέρα από τον καπιταλισμό. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να δημιουργηθεί και να ενοποιηθεί ένα ανταγωνιστικό ιστορικό μπλοκ. Οι Αντικαπιταλίστας δεν κατάφεραν να θέσουν αυτό το ζήτημα στο επίκεντρο της οικοδόμησης του Ποδέμος και αυτό επέτρεψε στην ηγεσία του να ελίσσεται και να αλλάζει πολιτικές θέσεις κατά βούληση, καθορίζοντας συνεπώς τους στόχους με βάση τις άμεσες επιδιώξεις της. 


Αλλά το θεμελιώδες ζήτημα είναι ότι καθώς το έργο ήταν Τιτάνιο, οι Αντικαπιταλίστας δεν είχαν επαρκείς αριθμούς, κοινωνικό ρίζωμα και -ακόμα πιο σημαντικό- επαρκή βαθμό πολιτικής συνοχής, όταν αναλάμβαναν την υλοποίηση του σχεδίου που πρότεινε η ηγεσία. Γι’ αυτό το λόγο προέκυψε η απώλεια ενός λιγότερο τολμηρού, πιο σεχταριστικού κι αριστερίστικου τμήματος που μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα έπαψε να υπάρχει. Αλλά υπήρξαν επίσης απώλειες ενός τμήματος που περιόρισε τις προσδοκίες του στον εκλογικό δρόμο και δεν έβλεπε πλέον την ανάγκη ύπαρξης μιας επαναστατικής μαρξιστικής οργάνωσης μέσα στο πλαίσιο ενός πλατύτερου κόμματος. 


Η ηγεσία των Αντικαπιταλίστας είχε μια καλή κατανόηση της κατάστασης που την οδήγησε στο συμπέρασμα της ανάγκης ίδρυσης του Ποδέμος, αλλά δεν είχε κατανοήσει επαρκώς τις πολιτικές προϋποθέσεις κι απαιτήσεις για να αντιμετωπίσει αυτό το άλμα. Από αυτό το ζήτημα μπορεί να προκύψει ένα μάθημα, με τη σκέψη σε μελλοντικά καθήκοντα μετά το Ποδέμος: Την ανάγκη να έχει υπάρξει σημαντική ιδεολογική και στρατηγική προετοιμασία μέσα στην οργάνωση, προτού ληφθούν αποφάσεις τέτοιου μεγέθους. Αλλά καθώς οι συνθήκες μέσα στις οποίες θα προκύψουν νέα παράθυρα ευκαιρίας για ποιοτικά άλματα δεν μπορούν να μαντευτούν μαγικά ή να προβλεφθούν επιστημονικά, είναι κρίσιμο να δημιουργήσουμε με συνειδητό και σχεδιασμένο τρόπο μια εσωτερική συνέπεια μέσα στην οργάνωση –ανώτερη από αυτή που προκύπτει αυθόρμητα και ρουτινιάρικα. Αυτό θα πρέπει να είναι ένα διαρκές κεντρικό καθήκον που θα αποδειχθεί πολύ χρήσιμο στο να δρούμε από κοινού, με στρατηγική σκέψη, τακτική ευφυία και οργανωτική δημιουργικότητα, ώστε οι ευκαιρίες να γίνονται δυνάμεις και οι δυνατότητες να γίνονται πραγματικότητες. 


Θα ξαναβρεθούμε στους αγώνες


Όπως εξήγησε ο Ραούλ Καμάργκο σε μια συνέντευξη, οι λόγοι της αποχώρησης των Αντικαπιταλίστας από το Ποδέμος είναι δύο κατηγοριών.(8) Αφενός, η απουσία εσωτερικής δημοκρατικής ζωής σε έναν οργανισμό όπου τα σώματα σπάνια συναντιούνται ή συζητούν, όπου δεν γίνεται σεβαστή η αναλογικότητα στην εκλογή θέσεων στην ηγεσία ή στις εκλογικές υποψηφιότητες που αποφασίζει ο γενικός γραμματέας. Όλα αυτά εμποδίζουν την ανάπτυξη μιας πλουραλιστικής οργανικής ζωής. Αφετέρου, επειδή η διαδικασία αποδοχής του συνταγματικού πλαισίου του καθεστώτος του 1978 και της ευέλικτης προσαρμογής στην οικονομία της αγοράς από την ομάδα του Ιγκλέσιας συνοδεύτηκε από την προσέγγιση με το PSOE, που κορυφώθηκε στο σχηματισμό της κοινής κυβέρνησης, όπου το Unidas Podemos (UP) παίζει δευτερεύοντα και συμπληρωματικό ρόλο. 


Οι συμφωνίες του UP με το PSOE για τον προϋπολογισμό και το πρόγραμμα της κυβέρνησης συνασπισμού έχουν υποταχθεί στις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Πρόκειται για μια κυβέρνηση που, υπό την ηγεμονία και την άγρυπνη επιφυλακή της υπουργού Οικονομίας, Νάντια Καλβίνιο, έχει μια οικονομική και κοινωνική πολιτική που καθορίζεται από τα όρια που θέτουν ανά πάσα στιγμή η Κομισιόν, το Συμβούλιο, το Γιούρογκρουπ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το κοινωνικό πνεύμα με το οποίο κινείται το Ποδέμος είναι αδιαμφισβήτητο, αλλά οι προτάσεις που καταθέτει -και αυτό φάνηκε και στην πανδημία- είναι περιορισμένης έκτασης και στόχων. Τα μέτρα υπεράσπισης των πλέον αδύναμων είναι αναγκαία ως ανακούφιση, αλλά ανεπαρκή. Τα μέτρα στο μέτωπο της εργασίας έχουν ημερομηνία λήξης και στηρίζονται σε ακόμα μεγαλύτερη χρέωση των κρατικών ταμείων και σε μέτρα στήριξης των επιχειρηματικών κερδών. 


Κατά τη σύντομη ως τώρα εμπειρία της λεγόμενης προοδευτικής κυβέρνησης, το UP έχει προχωρήσει σε ένα κύμα υποχωρήσεων, εγκαταλείποντας ακόμα και πτυχές του προγράμματος που είχε συμφωνηθεί με το PSOE, ενώ έχει συναινέσει σιωπηλά σε σημαντικές πολιτικές υποχωρήσεις και οικονομικές αποφάσεις. Μια από τις επόμενες δοκιμασίες θα είναι η στάση του στην εξελισσόμενη κρίση του θεσμού της μοναρχίας, ο οποίος δεν θα ηττηθεί μόνο με δηλώσεις μέσα στο κοινοβούλιο. 


Δεν χρησιμεύει να ενώνεις το λαό, να απευθύνεσαι στα συμφέροντα του λαού, να έχεις μια εκλογική παρουσία, ή να συμμετέχεις σε μια κυβέρνηση, αν αυτά δεν περιστρέφονται γύρω από ένα σχέδιο τερματισμού της αλλοτρίωσής του. Κάτι το οποίο, επιπλέον, μας υποχρεώνει να θυμηθούμε κατηγορίες και όρους όπως η κοινωνική τάξη και η εκμετάλλευση. Χρειάζεται να αντιλαμβανόμαστε την κοινωνική πλειοψηφία όχι ως ένα αριθμητικό άθροισμα ατόμων, αλλά ως μια αλγεβρική συνένωση της εργατικής τάξης με όλα τα κοινωνικά στρώματα που έχουν ανοιχτούς λογαριασμούς με το σύστημα, ικανή να διαμορφώσει ένα νέο ηγεμονικό μπλοκ. Με άλλα λόγια, μια αντίληψη του λαού ως ένα πραγματικά ανταγωνιστικό πολιτικό υποκείμενο, που διεκδικεί την εξουσία με κάθε τρόπο. Αυτό απέχει πολύ από τον περιορισμό των επιδιώξεων του λαού απλώς στην κατάληψη μερικών υπουργικών χαρτοφυλακίων, από μια νέα ελίτ επαγγελματικοποιημένων νεαρών πολιτικών. 


Το Ποδέμος έχει γίνει ένας δημοψηφισματικός εκλογικός μηχανισμός που, αν και εκπροσωπεί κομμάτι της Αριστεράς -έστω και με περιορισμένο τρόπο- αποτελεί εμπόδιο στην ανάπτυξη της λαϊκής αυτο-οργάνωσης. Αφενός, επειδή υπό την ηγεσία του, ο πολιτικός αγώνας έχει περιοριστεί απλώς σε θεσμικό αγώνα. Αφετέρου, επειδή έχει μια εργαλειακή σχέση με τις κοινωνικές οργανώσεις. Αυτά λειτουργούν συμπληρωματικά και υπηρετούν τον προσανατολισμό κυβερνητισμού του Ιγκλέσιας, που χαρακτηρίζεται από τη διακυβέρνηση με κάθε κόστος, την ενσωμάτωση στις δομές «προοδευτικής διαχείρισης» του κρατικού μηχανισμού, τον περιορισμό της εφαρμοσμένης πολιτικής από «ποσιμπιλιστικά» («εφικτά») κριτήρια και την εγκατάλειψη του στόχου του μετασχηματισμού του πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού συστήματος. Μια λογική που υιοθετεί διαρκώς τη λογική του μικρότερου κακού, όπως φαίνεται σήμερα από τη διαχείριση της κοινωνικής κρίσης μετά τον Covid-19. 


Συνοψίζοντας, η σημερινή ακτινογραφία του Ποδέμος δείχνει ένα ιεραρχικό κόμμα του οποίου τα ηγετικά σώματα δεν έχουν ζωή, καθώς ταυτίζονται με την κοινοβουλευτική ομάδα και τα μέλη της κυβέρνησης. Ένα κόμμα που έχει χάσει σχεδόν πλήρως τη βάση των αγωνιστών του κι έχει περιορίσει την πολιτική του δράση σε μια θεσμική παρουσία χωρίς προτάσεις και ιδέες μετασχηματισμού. Το βασικό αντικείμενο της ενδοσκόπησης και των απολογισμών του είναι η θέση του στις δομές του κράτους και τα εσωτερικά του προβλήματα. Ένα κόμμα που –στην κατηγοριοποίηση που έκανε ο Αντόνιο Γκράμσι στις «Σύντομες Σημειώσεις για τις Πολιτικές του Μακιαβέλι»– έχει αφοσιωθεί στη «μικρή πολιτική»: σε «επιμέρους και καθημερινά ζητήματα που προκύπτουν εντός ενός ήδη εγκαθιδρυμένου πλαισίου κατά τους αγώνες μεταξύ διαφορετικών πτερυγών της ίδιας πολιτικής τάξης για τον πρώτο ρόλο». Ένα κόμμα που έχει εγκαταλείψει τη «μεγάλη πολιτική», η οποία πραγματικά «αντιμετωπίζει τα ζητήματα του κράτους και των κοινωνικών μετασχηματισμών». Που έχει κάνει το λάθος -για το οποίο προειδοποιούσε ο Γκράμσι- να μην καταλαβαίνει ότι «κάθε στοιχείο της μικρής πολιτικής» γίνεται «ζήτημα της μεγάλης πολιτικής»


Αυτά δεν είναι καλά νέα. Η σημερινή πολιτική κατάσταση δεν ευνοεί τις θέσεις της Αριστεράς, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες και προκλήσεις από την απουσία της μεσολάβησης ενός μαζικού κόμματος. Αλλά αυτή η παρατήρηση δεν ακυρώνει τις θετικές πτυχές που επισημάνθηκαν παραπάνω όσον αφορά το γεγονός ότι οι Αντικαπιταλίστας πέρασαν μέσα από αυτή την εμπειρία -κάτι που δίνει δυνατότητες στην επαναστατική μαρξιστική οργάνωση να συνεχίσει να παίζει, όπως ισχυρίζεται ο Μπράις Φερνάντεζ, έναν ενεργό ρόλο στην κρίση του καθεστώτος του 1978.(9) Για να το κάνει αυτό, πρέπει να προωθήσει νέες πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες απέναντι στις πολιτικές λιτότητας. Να συνεχίσει να εργάζεται για τη δημιουργία αντινεοφιλελεύθερων συλλογικοτήτων με μαζική επιρροή, όπως η Adelante Andalucía. Να προωθήσει την οργάνωση συνδικαλιστικών, οικολογικών, φεμινιστικών, νεολαιίστικων και κοινωνικών αγώνων, όπως και των αγώνων για την υπεράσπιση του δημόσιου τομέα. Να γίνει ένα ιδεολογικό και πολιτισμικό σημείο αναφοράς στον εξελισσόμενο διάλογο για τη διαμόρφωση ενός νέου οικοφεμινιστικού και σοσιαλιστικού σχεδίου. 


Σημειώσεις


1. Η Izquierda Anticapitalista συμμετείχε στη διαδικασία δημιουργίας του Ποδέμος το 2013 και το 2014, πριν μετονομαστεί σε Αντικαπιταλίστας. Καθώς υπάρχει απόλυτη πολιτική και οργανωτική συνέχεια, χρησιμοποιώ το όνομα Αντικαπιταλίστας σε όλο το άρθρο για διευκόλυνση δική μου και των αναγνωστών. 


2. Βλέπε «Podemos Manifesto».


3. Ξαφνικά, για μια σύντομη χρονική περίοδο, οι βιτρίνες των βιβλιοπωλείων γέμισαν με έργα του Λακλάου όπως το «On Populist Reason, Hegemony and Socialist Strategy» των Λακλάου και Μουφ ή το «Podemos: In the Name of the People» των Μουφ και Ερεχόν. Αυτό που δεν μπορώ να γνωρίζω είναι αν είχαν όντως απήχηση στους αναγνώστες. 


4. Βλ. El País, 10 Ιούνη 2016 «El momento populista»


5. «Spanish state: a revived Eurocommunism vs centrist populism». [ΣτΜ: διαθέσιμο στα ελληνικά στο τεύχος 12 του περιοδικού «Κόκκινο»] Για έναν επιπλέον απολογισμό του Βισταλέγκρε 2, βλ. Raul Camargo «Vista Alegre II: The show is over, are the politics starting?».


6. Βλ. Viento Sur 7,Φλεβάρη 2017, Emmanuel Rodriguez, «El podemismo como problema y como ideología».


7. Βλ. HuffPost, 8 Φλεβάρη 2017, «La cordura de los anticapitalistas de Podemos».


8. Βλ.«Anticapitalistas leave Podemos». Original El Diario,17 Μάη 2020. «Raúl Camargo: “El Podemos del Gobierno con el PSOE no es el original, ha evolucionado hacia posiciones más moderadas”».


9. Βλ. Viento Sur, 14 Απρίλη 2020, «Y después de Covid19, ¿qué hacemos? Notas para una discusión en la izquierda».

Συντάκτης
Μανουέλ Γκαρί