Η άνοδος και η πτώση της Χρυσής Αυγής

Πάνος Πέτρου
Ημερ.Δημοσίευσης

Στο φόντο παγκόσμιας ανόδου της ακροδεξιάς, η Ελλάδα απασχόλησε τη διεθνή συζήτηση ως «εξαίρεση» για δύο λόγους. Ο πρώτος αφορούσε την «ελληνική ιδιαιτερότητα» ανόδου μιας νεοναζιστικής εκδοχής ακροδεξιάς και ο δεύτερος τα ευχάριστα νέα της μεγάλης αντιφασιστικής νίκης στις 7 Οκτώβρη. Το άρθρο επιχειρεί μια αποτίμηση της ανόδου και της πτώσης της ΧΑ και καταθέτει κάποια συμπεράσματα από αυτήν την πυκνή περίοδο. 

αντιφασιστική συγκέντρωση Εφετείο

Η επίσημη-θεσμική καταδίκη της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης λειτούργησε σαν τελειωτικό χτύπημα στη νεοναζιστική οργάνωση, που είχε ήδη μπει σε μια παραλυτική κρίση η οποία, μέσα στο 2019, πήρε χαρακτηριστικά οργανωτικής αποσάθρωσης. Ο Μιχαλολιάκος και τα πρωτοπαλίκαρά του ίσως μας ξανα-απασχολήσουν στο μέλλον, αλλά ένα σκοτεινό κεφάλαιο της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας έκλεισε. 


Αυτή η αντιφασιστική νίκη αποτελεί δικαίωση πολυετών αγώνων, που φτάνουν πίσω στα χρόνια των εθνικιστικών συλλαλητηρίων για το μακεδονικό και των επιθέσεων σε όσους-ες στέκονταν τότε εκτός «εθνικής ομοψυχίας», στην περιφρούρηση των πρώτων μειοψηφικών Pride στην Αθήνα, στις κινητοποιήσεις απέναντι σε «αγανακτισμένους» νεοναζί που κατά καιρούς συνέδραμαν την Αστυνομία, στις επιθέσεις σε στέκια αντιεξουσιαστών, στις επιθέσεις ενάντια σε πολιτικές εξορμήσεις οργανώσεων της Αριστεράς και σε μια σειρά αγωνιστές-στριές της.


Σε αυτό το άρθρο θα μας απασχολήσει η «ύστερη» και πιο πυκνή περίοδος της ανόδου και της πτώσης της ΧΑ. 


Διεθνώς έχει συσσωρευτεί αρκετή εμπειρία αντιπαράθεσης με ακροδεξιά κόμματα που έχουν μαζική στήριξη, αλλά λειτουργούν κυρίως «θεσμικά» κι εκλογοκεντρικά. Η Αριστερά και το αντιφασιστικό κίνημα έχουν επίσης πλούσια εμπειρία δράσης ενάντια σε πιο βίαιες φασιστικές ομάδες, οι οποίες είναι συνήθως σχετικά περιθωριακές. Όμως στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, στην Ελλάδα κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε ένα ιδιαίτερο φαινόμενο: Ένα φασιστικό κόμμα που χωρίς να απεμπολεί τα φυσιογνωμικά-ιδεολογικά του χαρακτηριστικά, εκτινάχτηκε στην κεντρική πολιτική σκηνή, έχτιζε λαϊκή στήριξη επιδιώκοντας να διαμορφώσει «κίνημα» και συνδύαζε την κοινοβουλευτική του ενίσχυση με την κλιμάκωση της οργανωμένης βίαιης δράσης στο δρόμο. 


Η άνοδος της ακροδεξιάς είναι ασφαλώς μια διεθνής διαδικασία, αλλά -με εξαίρεση το ουγγρικό Γιόμπικ και μια επιφύλαξη για την τελική μορφή που θα πάρουν οι υπό διαμόρφωση διεργασίες στην Ινδία του Μόντι και τη Βραζιλία του Μπολσονάρο- πουθενά αλλού δεν έχει καταγραφεί η άνοδος ενός κόμματος που να θυμίζει τόσο έντονα τον «ιστορικό» φασισμό.(1) Αυτό το άρθρο θα επιχειρήσει μια νηφάλια αποτίμηση αυτής της «ελληνικής ιδιαιτερότητας».


Μύθοι για την άνοδο


Ένας διαδεδομένος μύθος ισχυρίζεται ότι ο χώρος όπου εκκολάφθηκε το αυγό του φιδιού υπήρξε το κίνημα των «πλατειών», το 2011.(2) Σε αυτό έχουν απαντήσει πειστικά όσοι-ες ήταν εκεί και θυμούνται τι έζησαν, όσοι-ες θυμούνται τη στάση της Χρυσής Αυγής εκείνη την περίοδο ή έχουν την όρεξη και την καλή προαίρεση να ανατρέξουν σε διαθέσιμες σε όλους πηγές που τεκμηριώνουν τη δημόσια κι επανειλημμένα διακηρυγμένη απέχθεια της ΧΑ απέναντι σε αυτό το κίνημα.(3)


Σε μια πιο εκλεπτυσμένη μορφή, το επιχείρημα αποδίδει την άνοδο της ΧΑ στη γενικότερη κυριαρχία του διπόλου «μνημόνιο/αντιμνημόνιο» ως κύριας αντίθεσης στην πολιτική ζωή μετά το 2010.(4) Πρόκειται επίσης για επικίνδυνη και σκόπιμη λαθροχειρία. Η ΧΑ «πήγε με το κύμα» σε αυτό το ζήτημα, δημαγωγώντας ενάντια στην «ξενοκρατία» και τη «λεηλασία της χώρας», αλλά δεν διακρίθηκε ποτέ στους αντιμνημονιακούς αγώνες -μιας και αυτοί διεξάγονταν από χώρους (Αριστερά, συνδικάτα) απολύτως εχθρικούς προς αυτήν. Η στάση της ΧΑ πάνω σε αυτό το ζήτημα θυμίζει την αμηχανία της Λεπέν όποτε ξεσπούν κοινωνικοί αγώνες στη Γαλλία: μεταξύ αφενός μιας αντινεοφιλελεύθερης δημαγωγίας και μιας τάχα «συμπάθειας» στις «αγωνίες» των διαδηλωτών, και αφετέρου των στενών δεσμών με τα αφεντικά ενάντια στα οποία στρέφονται οι διαδηλώσεις και των στενών σχέσεων με την αστυνομία η οποία τις καταστέλλει. 


Στην κορυφαία στιγμή του «εθνικού διχασμού» στην Ελλάδα πάνω στο μνημόνιο/αντιμνημόνιο, στο Δημοψήφισμα του 2015, η ΧΑ υπήρξε ο απόλυτος κομπάρσος: Ένα ταξικό 60% κινητοποιήθηκε από τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, την ώρα που γύρω από το «Μένουμε Ευρώπη» συσπειρωνόταν ο αστικός κόσμος («έτοιμος να απαντήσει», σύμφωνα με τον Μεϊμαράκη) και οι κοινωνικές του συμμαχίες. Η ΧΑ έμεινε απολύτως μετέωρη μεταξύ μιας δειλής-ρητορικής στήριξης στο ΟΧΙ και της ανάγκης να παραμείνει συνδεδεμένη με το κοινωνικό ακροατήριο που ετοιμαζόταν για «αντικομμουνιστικό αγώνα». 


Μια πιο καλοπροαίρετη εκτίμηση -που σε αντίθεση με τις παραπάνω, απασχολεί και κόσμο της Αριστεράς- συνδέει την άνοδο της ΧΑ με τις συνέπειες των μνημονίων και την οικονομική κρίση γενικότερα. Αυτό έχει μεγαλύτερες δόσεις αλήθειας: Η απειλή που αισθάνθηκαν μικροαστικά στρώματα (ή και η πραγματική τους υποβάθμιση), η -διαβρωτική για την ταξική συνείδηση και οργάνωση- αύξηση της ανεργίας, μαζί με το αίσθημα «εθνικής ταπείνωσης» που προκαλούσε το καθεστώς «επιτροπείας», προφανώς είναι παράγοντες που συνέβαλαν στη ριζοσπαστικοποίηση ενός τμήματος της κοινωνίας προς τα δεξιά. Αλλά αυτή είναι η μισή αλήθεια. Και αν μείνει κανείς μόνο σε αυτή και τη θεωρητικοποιήσει (κρίση=φτωχοποίηση=εκφασισμός) καταλήγει σε ένα παραπλανητικό ψέμα. Γιατί αφαιρεί από την εξίσωση καθοριστικούς παράγοντες, που δημιουργούν το έδαφος για την ανάπτυξη φασιστικών ρευμάτων: α) ένα υπόστρωμα διάχυσης και «νομιμοποίησης» εθνικιστικών, ρατσιστικών, σεξιστικών, μισαλλόδοξων ιδεών και β) τον ρόλο των «χορηγών» του φασισμού στους κύκλους των εργοδοτών και των στηριγμάτων του στους κύκλους του κράτους. 


Θα ισχυριστώ ότι η διεργασία «ανάδυσης της ΧΑ από τον υπόνομο» προηγείται χρονικά των μνημονίων. Πιο συγκεκριμένα, η διεργασία ξεκινά το 2008, όταν η διεθνής κρίση είναι σε εξέλιξη, δεν έχει αγγίξει ακόμα την Ελλάδα, αλλά η χώρα ζει «στη σκιά της» κι εν αναμονή της. 
Ασφαλώς, για να αντιληφθούμε τι επωάζει το αυγό του φιδιού, είναι χρήσιμη η υπενθύμιση παλιότερων«στιγμών», όπως η πρώτη ανάδυση της ΧΑ στον «αφρό» επί των συλλαλητηρίων για το μακεδονικό, η συγκρότηση (και το μιντιακό προμοτάρισμα) της «Γαλάζιας Στρατιάς» στις κερκίδες της Εθνικής Ελλάδος, που έζησε μέρες δόξας την εποχή της μαζικής εθνικής ντόπας του 2004 (διοργανώνοντας πογκρόμ στα πλαίσια των πανηγυρισμών), παλιές ιστορίες δυσανάλογης τηλεοπτικής προβολής σε σχέση με τα μεγέθη της τότε γκρούπας ή παλιότερα περιστατικά κρατικής συγκάλυψης της νεοναζιστικής βίας, όπως η προστασία του «φυγά» Περίανδρου μέχρι να… παραδοθεί μόνος του.(5)

Αυτά εξηγούν πολλά, αλλά εντάσσονται στην περιθωριακή «προϊστορία» της ΧΑ. Παραμένει μεγάλης σημασίας η παρατήρηση ότι το 2008 καταγράφηκαν κάποια «σημεία καμπής». 


Η ΧΑ στον βατήρα


Στις 2 Φλεβάρη του 2008, οι αντιφασίστες και οι αντιφασίστριες που συγκεντρώνονταν για να ματαιώσουν (όπως κάθε χρόνο) τη φασιστοσύναξη των Ιμίων, δέχτηκαν εκείνη τη χρονιά τη συντονισμένη κοινή επίθεση ΜΑΤ και Χρυσαυγιτών στην πλατεία Κολοκοτρώνη. Τρεις αντιφασίστες τραυματίστηκαν, οι δύο με μαχαιριές. Η συνεργασία στην απρόκλητη επίθεση ήταν τόσο ξεδιάντροπη που καταγράφηκε στις κάμερες και υποχρέωσε τηλεοπτικούς σταθμούς να τη σχολιάσουν.(6) Ο πειρασμός να δει κανείς εκείνη την κραυγαλέα σύμπραξη με άλλο μάτι, έχοντας πλέον «ύστερη γνώση», είναι μεγάλος. 


Το 2008 σηματοδοτεί την αρχή της παρέμβασης της Χρυσής Αυγής στον Άγιο Παντελεήμονα, τη γειτονιά που προοριζόταν να γίνει «κάστρο» των νεοναζί και να λειτουργήσει ως «πιλότος» για την προσπάθεια εδραίωσής τους σε γειτονιές. Τουλάχιστον από το Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς, έχουν εμφανιστεί στον Τύπο οι ρατσιστικές τερατολογίες για την περιοχή, όπως και η -υπόγεια ακόμα- «κινητικότητα» των νεοναζί που ανησυχεί κι ενεργοποιεί τους αντιρατσιστές κατοίκους της γειτονιάς.(7) 


Σε αγαστή συνεργασία με το διαβόητο Αστυνομικό Τμήμα Αγίου Παντελεήμονα, με την πλήρη κάλυψη των τηλεοπτικών καναλιών (που έδιναν βήμα σε μέλη της ΧΑ όπως η Θέμις Σκορδέλη για να παραστήσουν τους «αγανακτισμένους κατοίκους») και την «κατανόηση» κεντρικών πολιτικών στελεχών ιδίως της Δεξιάς, ο Άγιος Παντελεήμονας έγινε «πειραματικός σωλήνας» -ένα σχέδιο απέναντι στο οποίο στάθηκαν ηρωικά επί χρόνια κάποιες δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς στο πλευρό τοπικών συλλογικοτήτων αντιρατσιστών κατοίκων. 


Αν στα τέλη του 2008 η ΧΑ κάνει ακόμα υπόγεια δουλειά οικοδόμησης δεσμών με κατοίκους στο υποβαθμισμένο κέντρο της Αθήνας, από το Γενάρη του 2009 κλιμακώνει τις παρεμβάσεις της: Τόσο οι δράσεις της (κλείδωμα παιδικής χαράς με τον τσαμπουκά, τραμπουκισμοί σε βάρος αντιρατσιστών αγωνιστών και αντιφασιστών κατοίκων) όσο και η μιντιακή προβολή τους κλιμακώνονται σε βαθμό που το 2009 έχει καταγραφεί γενικότερα ως η χρονιά που η ΧΑ «εγκαθίσταται» στον Άγιο Παντελεήμονα. Όπως γράψαμε, η δουλειά είχε αρχίσει νωρίτερα -αλλά η κλιμάκωση μετά το Γενάρη του 2009 έχει τη σημασία της. Είχε μεσολαβήσει η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Με όρους γεωγραφικών συμβολισμών, ο Άγιος Παντελεημόνας προοριζόταν ως «αντιπαράδειγμα» στα Εξάρχεια. 


Στη διάρκεια της ίδιας της εξέγερσης του Δεκέμβρη, παρουσιάστηκε για την ΧΑ μια ευκαιρία να επιχειρήσει να παίξει τον παραδοσιακό φασιστικό ρόλο της υποκατάστασης ενός «ανίκανου» ή «απρόθυμου» κράτους στον τομέα της καταστολής. Είναι κοινό μυστικό ότι πίσω από τους (ή δίπλα στους) «αγανακτισμένους καταστηματάρχες που παίρνουν το νόμο στα χέρια τους και περιφρουρούν τις ιδιοκτησίες τους» βρισκόταν η Χρυσή Αυγή. Ανέπτυξε αυτή τη δράση σε ένα ευνοϊκό πολιτικό κλίμα, όπου ήταν διάχυτες οι κριτικές για δήθεν «ανεκτική» στάση του τότε υπουργού Εσωτερικών Προκόπη Παυλόπουλου απέναντι στους «ταραξίες». Στα απόνερα του Δεκέμβρη, στη διάρκεια του 2009 αναβαθμίστηκε η δράση και το προμοτάρισμα της ΧΑ, ως κομμάτι μιας συνολικής καθεστωτικής στρατηγικής της «αντιεξέγερσης» και αυτός ο παράγοντας, κατά τη γνώμη μου, παραμένει καθοριστικός για την ερμηνεία της «ελληνικής ιδιαιτερότητας».(8)


Το Μάη του 2009, γίνεται η «Μάχη του Εφετείου», όταν μια απόπειρα εισβολής των χρυσαυγιτών στο κατειλημμένο από μετανάστες κτίριο της Σωκράτους αποκρούεται από τους «ενοίκους» με τη στήριξη αλληλέγγυων. Γίνεται όμως κεντρικό ζήτημα τόσο για την προπαγάνδα της ΧΑ και την αναβάθμιση της παρουσίας της στο κέντρο της Αθήνας, όσο και για τα ΜΜΕ που μιζάρουν στο κλίμα «ανησυχίας» για την «υγειονομική βόμβα στο κέντρο της Αθήνας» (στη στοχοποίηση των μεταναστών αλλά και των αντιφασιστών αλληλέγγυων που στάθηκαν απέναντι στην απόπειρα φασιστικού πογκρόμ πλειοδότησε ο τότε Νομάρχης Αθηνών, Γιάννης Σγουρός, εκλεγμένος με το δημοκρατικό ΠΑΣΟΚ). 


Πάνω σε αυτή τη δράση πατάει η πρώτη εκλογική επιτυχία της ΧΑ, με την εκλογή του Μιχαλολιάκου στο Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας το 2010 -και αυτή η δράση έχει ως εμφανή και πρωτεύουσα αιχμή το αντιμεταναστευτικό και το «αντι-κινηματικό» στοιχείο, που κουμπώνει άψογα με τον προσανατολισμό της κυρίαρχης τάξης απέναντι στις «φουρτούνες» που θα έφερνε η κρίση. 


Καθώς ξεδιπλώνεται η οικονομική κρίση και οι μεγάλες κοινωνικές αντιστάσεις, η Χρυσή Αυγή συνεχίζει να εδραιώνεται. Αυτή η χρονική σύμπτωση -της ανόδου των αντιμνηνομιακών κινητοποιήσεων και της ανόδου της ΧΑ- αξιοποιείται, ή παρερμηνεύεται, ως απόδειξη της «ταύτισης» των δύο φαινομένων. Στην πραγματικότητα, η ΧΑ δεν ανεβαίνει στα πλαίσια των αντιμνημονιακών αγώνων (που χτίζουν κυρίως τη δυναμική της Αριστεράς και ιδίως του ΣΥΡΙΖΑ), αλλά ως εφεδρεία απέναντι στους αντιμνημονιακούς αγώνες (και την αύξηση της δυναμικής της Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ). Αιχμή της παραμένει το μεταναστευτικό. Όπως υπενθυμίζει γλαφυρά ο Αντώνης Λιάκος: «τις ημέρες αυτές οι Χρυσαυγίτες δεν ήταν στο Σύνταγμα: κυνηγούσαν και κακοποιούσαν μετανάστες στην Πατησίων και στην Αχαρνών».(9)

Πράγματι η αντίσταση στο μνημόνιο συνέπιπτε με το κύμα ρατσιστικών πογκρόμ στο κέντρο της Αθήνας, μετά τη δολοφονία του Μανώλη Καντάρη στη Βικτώρια. Μήνες μετά θα έκανε την «αντιμνημονιακή» στροφή η ΧΑ, επιχειρώντας να αξιοποιήσει δημαγωγικά το σχετικό κοινωνικό ρεύμα και να ψαρέψει στα θολά νερά μιας «εθνικιστικής» εναντίωσης στα μνημόνια.(10)


Την κρίσιμη περίοδο του 2010-2012, η Χρυσή Αυγή επιχειρεί να αξιοποιήσει την οικονομική και πολιτική κρίση, αλλά συγκροτεί τη δύναμή της πάνω στον ρατσισμό. Η ενίσχυσή της γίνεται ανεκτή και προμοτάρεται ακριβώς επειδή επιχειρεί να εκτρέψει την δυσαρέσκεια σε ξενοφοβικά μονοπάτια. Ασφαλώς η ρητορική της ΧΑ -πιστή στις εθνικοσοσιαλιστικές παραδόσεις- φρόντιζε να στοχοποιεί ανέξοδα και τους τραπεζίτες (ιδιαίτερα τους ξένους). Αλλά το έκανε σε ένα συνωμοσιολογικό σχήμα «ξένης αντεθνικής συνωμοσίας» (όπου οι σχεδιασμοί των τραπεζιτών και ιδιαίτερα των εβραϊκής καταγωγής Σόρος και Ρότσιλντ, συγχωνεύονταν κάπως με τα σχέδια «λαθροεποικισμού» ή την προώθηση των αντισεξιστικών «εκφυλιστικών» ιδεών της «φιλελελεύθερης παγκοσμιοποίησης»). Προωθούσε ένα μίγμα που αντανακλούσε την παλιά φασιστική συνταγή: Το μείζον κοινωνικό πρόβλημα είναι ένας γενικότερος «εκφυλισμός και παρακμή», που θα αντιμετωπιστεί μέσα από την υπόσχεση μιας θολής «εθνικής αναγέννησης». Αλλά κυρίως, μεγαλύτερη σημασία από αυτά που λες, έχουν αυτά που κάνεις. Η δράση της ΧΑ, το περιεχόμενο που προσέφερε στους νεοστρατολογημένους οπαδούς της και η κατεύθυνση στην οποία έστρεφε την ενέργειά τους, ήταν πάντα οι δράσεις ενάντια στους μετανάστες. Δεν θυμόμαστε ούτε έναν, έστω συμβολικό, «ακτιβισμό» εκ μέρους της ΧΑ ενάντια στα «πάνω στρώματα» της κοινωνίας.


Η άνοδος και η μαύρη διετία


Αυτή τη «δουλειά» κεφαλαιοποίησε η συμμορία του Μιχαλολιάκου στις διπλές εκλογές του 2012. Η ανθεκτικότητα της ψήφου στην ΧΑ και τον Ιούνη -μετά το πρώτο σοκ του Μάη και τα πρώτα δημόσια δείγματα γραφής των νεοναζί («εγέρθητι», live επίθεση Κασσιδιάρη στην Λιάνα Κανέλη κλπ.)- επιβεβαίωσε ότι είχε συμβεί κάτι βαθύτερο από μια «συγκυριακή ψήφο διαμαρτυρίας». 


Η άνοδος της ΧΑ από το περιθώριο στο κοινοβούλιο έγινε εφικτή λόγω μιας σειράς παραγόντων. 


Καταρχήν, η κρίση της Νέας Δημοκρατίας «απελευθέρωνε» κάποιες δυνάμεις που υπήρχαν πάντοτε στην ελληνική κοινωνία. Αξίζει η σύγκριση με το ισπανικό αντίστοιχο -όπου ο «κοινωνικός φρανκισμός» είχε βρει καταφύγιο μέσα στο Λαϊκό Κόμμα, προτού η κρίση της Δεξιάς δημιουργήσει και την ανάγκη και τη δυνατότητα να επιχειρήσει να εκφραστεί «αυτόνομα» πολιτικά με το Vox.(11)


Η Ελλάδα είναι μια χώρα με έντονη ιστορία. Η εργατική εξέγερση του Μάη του ’36 στη Θεσσαλονίκη, το ΕΑΜ, ο Εμφύλιος, τα Ιουλιανά, το Πολυτεχνείο, είναι γεγονότα που δημιούργησαν παραδόσεις και μνήμες που εξηγούν εν πολλοίς την αντοχή της «πέραν της σοσιαλδημοκρατίας» Αριστεράς σε όλες τις εκδοχές της. Αυτές οι μάχες όμως, είχαν χαρακτήρα «εθνικού διχασμού» και δόθηκαν απέναντι σε αντιπάλους. Η Ελλάδα είναι επίσης -αντίστροφα- η χώρα του Μεταξά, της συνεργασίας με τους ναζί κατακτητές, του Εθνικού Στρατού στον Εμφύλιο, του μετεμφυλιακού «κράτους της Δεξιάς», της δικτατορίας. Όλα αυτά είχαν μια κάποια κοινωνική βάση -που δημιούργησε τις δικές της άγρια αντικομμουνιστικές μνήμες και παραδόσεις. Μετά τις περιπέτειες των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης, στην εποχή της δικομματικής σταθερότητας, αυτός ο κοινωνικο-πολιτικός χώρος «κούρνιαξε» μέσα στην πλατιά κεντροδεξιά ομπρέλα της ΝΔ, αλλά δεν έπαψε να υπάρχει. 


Στις άγριες μέρες του 2010-12, με τη ΝΔ να μπαίνει σε κρίση και την «κόκκινη απειλή» (όπως αντιλαμβανόταν αυτός ο χώρος τον ΣΥΡΙΖΑ) να επιστρέφει, ένα τέτοιο στρώμα ριζοσπαστικοποιήθηκε προς τα δεξιότερα. Οι ποιοτικές έρευνες της εποχής, πέρα από κάποια νέα στοιχεία στην εκλογική γεωγραφία της ΧΑ (σχετική διείσδυση σε υποβαθμισμένες γειτονιές των πόλεων), αναδείκνυαν μια σχετική «συνέχεια» μεταξύ της εκλογικής επιρροής της ΧΑ και των παραδοσιακών ακροδεξιών ακροατηρίων (βλ. πχ. επιδόσεις σε τμήματα της νότιας Πελοποννήσου, ή σε τμήματα της Β. Ελλάδας).


Συμπληρωματικό, αλλά και καταλυτικό, ρόλο έπαιξε η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΛΑΟΣ, υπό τον Παπαδήμο. Αυτή η πολλαπλά ανίερη συμμαχία είχε ποικίλες συνέπειες: Νομιμοποίησε αρχικά ακόμα περισσότερο την ακροδεξιά, που μέσω του ΛΑΟΣ γινόταν αποδεκτό μέρος του πολιτικού-κυβερνητικού παιχνιδιού. Συνέβαλε στην κρίση της ΝΔ, καθώς στα μυαλά ενός κόσμου της «λαϊκής Δεξιάς», η κωλοτούμπα του «αντιμνημονιακού» ως τότε Σαμαρά, συνδυάστηκε με τη συνεργασία με το «επάρατο» ΠΑΣΟΚ: Γέννημα αυτής της ένστασης υπήρξαν εν πολλοίς και οι ΑΝΕΛ (που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως οι πιο γνήσιοι εκλογικοί εκφραστές των ανορθολογικών εθνικιστικών στοιχείων της «πάνω πλατείας»). Τελικά όμως ισοπέδωσε το «αντισυστημικό» προφίλ που είχε ως τότε το ΛΑΟΣ και εξαέρωσε την εκλογική επιρροή που είχε χτίσει ο Καρατζαφέρης μετά το 2007. 


Στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται -και αυτό συνέβη στη δεξιά πολυκατοικία… Αλλά αυτή η αναδιάταξη δεν υπήρξε απολύτως «αυθόρμητη». Το καθεστώς -υπό την ηγεσία Σαμαρά τότε- εξαπέλυε μια απόπειρα «ιδεολογικής αντεπανάστασης» ενάντια στην άνοδο των κινημάτων και της Αριστεράς, με αιχμή το αντιμεταναστευτικό μίσος, το μένος ενάντια στο συνδικαλισμό και την αντικομμουνιστική υστερία απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ. Πάνω σε αυτά τα μέτωπα «πλειοδότησε» η Χρυσή Αυγή, σε μια εποχή που ήταν χρήσιμο και αναγκαίο να χτιστεί μια παρακρατική εφεδρεία απέναντι στο ριζοσπαστισμό των πλατειών και της πιθανότητας μιας διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (την εποχή που ακόμα ήταν ανοιχτό διακύβευμα η κατάληξη μιας τέτοιας περιπέτειας).


Πριν το εκλογικό σοκ του 2012, αλλά πολύ περισσότερο μετά από αυτό, η στήριξη στην ΧΑ ήταν εμφανής. 


Η σχέση των φασιστικών οργανώσεων με τους κρατικούς μηχανισμούς (ή τμήματά τους) είναι γενικός κανόνας: ακόμα και όπου τελούν σε συνθήκες ημι-παρανομίας και η επίσημη-θεσμική ανοχή είναι όντως μικρότερη (πχ Γερμανία), οι αποκαλύψεις για τη διείσδυσή τους ιδιαίτερα στα κατασταλτικά σώματα είναι πυκνές. Ειδικά όμως στην περίπτωση της ΧΑ, αυτός ο κανόνας είναι στο DNA της οργάνωσης: Οι παλιοί δεσμοί του Μιχαλολιάκου με την ΕΥΠ και η εξάρτηση της ΧΑ από το ελληνικό κράτος ξεκινάνε από παλιά και έχουν βαθιές ρίζες. 


Η ασυλία που απολάμβανε η ΧΑ είναι μια πτυχή. Από τα χρόνια της «περιθωριακής» δράσης της, μόλις το 1-2% των επιθέσεών της έφτανε στο δικαστικό ακροατήριο.(12) Αυτή η ασυλία έγινε ακόμα πιο προκλητική μετά το 2012, καθώς πλέον τα τάγματα εφόδου πύκνωσαν τη δράση τους. Οι φιλικές σχέσεις με την Αστυνομία, σφυρηλατημένες σε «κοινούς αγώνες» από τη δεκαετία του ’90 (Πολυτεχνείο, στέκια και καταλήψεις κ.ο.κ.), επίσης απογειώθηκαν μετά το 2012. Σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις, τα εκλογικά κέντρα όπου ψήφιζαν τα σώματα ασφαλείας έδιναν κυβερνητικά ποσοστά στην ΧΑ, ενώ στις περιπτώσεις των αμιγώς «αντικινηματικών» δυνάμεων καταστολής (ΜΑΤ κλπ) τα ποσοστά έδιναν άνετη αυτοδυναμία. Η Αναστασία Τσουκαλά, καθηγήτρια εγκληματολογίας και πρώην σύμβουλος του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη επί Χρήστου Παπουτσή, είχε κληθεί να κάνει σειρά διαλέξεων σε δόκιμους αξιωματικούς της ΕΛΑΣ, στα πλαίσια σεμιναρίων για το ρατσισμό και την ξενοφοβία, το 2013. Η κατάθεσή της στην ΕΔΕ του 2014 (για τις σχέσεις αστυνομίας-Χρυσής Αυγής) περιέγραψε ουσιαστικά τη σχολή δοκίμων ως «φυτώριο» συνειδητών φασιστών, σε πλήρη αντίθεση με το τελικά αθωωτικό πόρισμα των Εσωτερικών Υποθέσεων.(13)


Οι δεσμοί των νεοναζί με έναν άλλο κρατικό μηχανισμό αποτυπώθηκαν με τον πιο επίσημο τρόπο στις ευρωεκλογές του 2014, όταν η ΧΑ βρήκε πολλούς πρόθυμους για τα ψηφοδέλτιά της στον κύκλο των ενόπλων δυνάμεων και των απόστρατων αξιωματικών. 


Η ανοιχτή συμπόρευση με τη ΧΑ πολλών μητροπολιτών της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που στην Ελλάδα είναι ισχυρό «εξάρτημα» της κρατικής μηχανής, είναι μια άλλη πτυχή. 


Ο Δημήτρης Χριστόπουλος, ολοκληρώνοντας την επιμέλεια του συλλογικού τόμου «Το “βαθύ κράτος” στη σημερινή Ελλάδα και η Άκρα Δεξιά – Αστυνομία, Δικαιοσύνη, Στρατός, Εκκλησία», ρωτήθηκε: «Από τους τέσσερις τομείς που εξετάζεις, πού είναι πιο επικίνδυνα τα πράγματα;». Ήταν εύγλωττη η επισήμανσή του ότι «η απάντηση στο εύστοχο ερώτημα δεν ήταν καθόλου αυτονόητη», ενώ αξίζει αναφοράς η εκτίμησή του ότι παρότι τα φώτα εύλογα πέφτουν σε Αστυνομία-Στρατό-Εκκλησία, οι -υποτιμημένοι- δεσμοί της ακροδεξιάς με το δικαστικό σύστημα είναι ενδεχομένως οι πιο ανησυχητικοί.(14)


Αν η ΧΑ αξιοποίησε αφενός την ισχυρή «κρατικοποίηση» της ελληνικής ακροδεξιάς, επωφελήθηκε αφετέρου από τους «αδελφικούς δεσμούς» που υπήρχαν πάντοτε στον ακροδεξιό όροφο της δεξιάς πολυκατοικίας. Ο νεοναζιστικός χαρακτήρας της ΧΑ δεν την καθιστούσε «παρία» στον ευρύτερο συντηρητικό-ακροδεξιό χώρο. Υπάρχει μια πλούσια προϊστορία μεταπηδήσεων στελεχών (όπως ο «καριερίστας» δημοσιογράφος του «χώρου» Δημήτρης Παπαγεωργίου, ένοχος για επιθέσεις ως στέλεχος της ΧΑ, καθοδηγητής για ένα φεγγάρι των «Αυτόνομων Εθνικιστών», δημοσιογράφος σε έντυπα προσκείμενα στον Καρατζαφέρη, που μέχρι πρότινος αρθρογραφούσε σε ιστοσελίδα που συνδέεται με τον Κ. Μπογδάνο), εκλογικών συνεργασιών (της ΧΑ με άλλα «ρεύματα» της ακροδεξιάς), πολιτικού φλερτ (πιο διάσημη η δημόσια έκκληση του Καρατζαφέρη σε συστράτευση, με την ιδιότητα τότε του βουλευτή της ΝΔ) που καθιστούσαν την ΧΑ «προβληματικό ξαδερφάκι» της ευρύτερης δεξιάς οικογένειας. Αυτή η πτυχή κλιμακώθηκε μετά το 2012 -με πιο διάσημη τη δημόσια έκκληση του Μπάμπη Παπαδημητρίου στη ΧΑ να «σοβαρευτεί» για να αποτελέσει τμήμα ενός μελλοντικού συντηρητικού κυβερνητικού συνασπισμού. 


Η πιο υποτιμημένη -αλλά και πιο ενδιαφέρουσα- πτυχή, συζητώντας για τους σπόνσορες της ΧΑ, βρίσκεται στο ρόλο που έπαιξαν εργοδοτικοί κύκλοι. Έχουν ειπωθεί αρκετά για τις επιδείξεις «νομιμοφροσύνης» της ΧΑ μέσα στη Βουλή (υπέρ του Ιδρύματος Λάτση, των ιδιοκτητών ΠΑΕ, των εφοπλιστών). Η διεργασία υπήρξε πολύ βαθύτερη. Η ΧΑ ανέπτυξε μια ολόκληρη «επιχειρηματική» δραστηριότητα (με εταιρίες σεκιούριτι ως μέθοδο εξασφάλισης απασχόλησης για τους υποστηρικτές της κι έπειτα στρατολόγησής τους στα τάγματα εφόδου, με «νταβατζιλίκια» και «προστασίες» στον κόσμο της νύχτας κ.ο.κ.), η οποία απαιτούσε «συνεργάτες» στον επιχειρηματικό κόσμο. Πέρα από τις σχέσεις με τη «μαύρη» επιχειρηματικότητα, ανέπτυξε δεσμούς και με την πιο «λευκή», προωθώντας τη δημιουργία «σωματείων» που λειτουργούσαν στα όρια μεταξύ «γραφείου ευρέσεως εργασίας» και «πρακτορείου εργοδοτών», με στόχο πουλώντας «δουλειά σε Έλληνες» να τσακίσουν το συνδικαλισμό. Εμβληματικές πτυχές της εγκληματικής της δράσης λογοδοτούσαν σε αυτόν το στόχο (βλ. επίθεση σε Αιγύπτιους αλιεργάτες και στο κλιμάκιο του ΠΑΜΕ στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά και της Ζώνης του Περάματος). Ένα τμήμα των Ελλήνων εργοδοτών ήταν πρόθυμο να «παίξει» με τους νεοναζί ως λύση στα προβλήματά του. 


Είναι αυτές οι πτυχές (που θα εξέθεταν κρατικούς κι εργοδοτικούς παράγοντες) που «θάφτηκαν» πιο γρήγορα στη διαδικασία δίωξης της ΧΑ το φθινόπωρο του 2013. 


Το κόμμα του Μιχαλολιάκου αξιοποίησε όλες αυτές τις συνθήκες για να εδραιωθεί. Και το έκανε με τρόπους που υπενθυμίζουν την ποιοτική διαφορά ανάμεσα στην ακροδεξιά, τον κρατικό συντηρητισμό και τον φασισμό: Η πύκνωση των γραμμών των ταγμάτων εφόδου και η κλιμάκωση της δράσης τους, οι «τελετουργίες» στις Θερμοπύλες, στην επέτειο την Ιμίων, στη Νέδα, οι μοτο-ροπαλο-πορείες, οι βίαιες παρεμβάσεις «υποκατάστασης Αρχής» σε λαϊκές αγορές, οι «περιπολίες» στα ΜΜΜ, το ρίζωμα σε «επιτροπές κατοίκων», οι κοινωνικές δράσεις «μόνο για Έλληνες» επιχειρούσαν να χτίσουν κοινωνικό κίνημα και μαχητική βάση. Να μετατρέψουν τη δεξαμενή ακροδεξιών ψηφοφόρων σε στρατό. Αυτή η διεργασία είχε όρια: η ακροδεξιά ριζοσπαστικοποίηση δεν ήταν δυνατό να κερδηθεί ολοκληρωτικά στις φασιστικές μεθόδους και δράσεις. Αλλά η ΧΑ βρήκε μορφές κι ενεργοποίησε στο δρόμο ένα «ρεύμα» εμφανώς πιο διευρυμένο από το σκληρό πυρήνα της. 


Στη διετία 2012-13, όταν η υπόσχεση «πυγμής» και «αήττητου» (στην ουσία ακαταδίωκτου) έδειχνε πειστική κι ελκυστική σε μανιασμένα ή απογοητευμένα στοιχεία, η κλιμάκωση της βίας στους δρόμους υπήρξε σημαντική. Ο Συνήγορος του Πολίτη για εκείνο το διάστημα έκανε λόγο για 281 ρατσιστικές επιθέσεις, 4 νεκρούς, 135 περιστατικά με τραυματισμούς. Οι μέθοδοι (ομαδικός ξυλοδαρμός μέχρι αναισθησίας με κλομπ, ρόπαλα, σιδερογροθιές, μαχαίρια) παρέπεμπαν «σε άτυπες ρατσιστικές πολιτοφυλακές, ιδιαίτερα σε συγκεκριμένες περιοχές». Η αναφορά συμπλήρωνε ότι αυτά «αποτελούν την κορυφή του παγόβουνου».(15)


Κάποια από τα σύγχρονα ακροδεξιά κόμματα επιδίδονται μαεστρικά σε έναν υπομονετικό «πόλεμο θέσεων». Ο Πιέρ Μιλζά γράφει, εύστοχα, για τη «χρησιμοποίηση του Γκράμσι για το θρίαμβο των ιδεών των αντιπάλων του».(16) Αντίθετα, τα ρεύματα που θυμίζουν «ιστορικό» φασισμό αισθάνονται περισσότερο την ανάγκη να προχωρούν γρήγορα μπροστά. Η ζωογόνος δύναμή τους βρίσκεται στη διαρκή κίνηση, στη μόνιμη επίθεση, που κρατά ζωντανή την υπόσχεση της επερχόμενης νίκης. Μετά το 2012, σε πείσμα κάποιων εκτιμήσεων, η Χρυσή Αυγή ούτε «σοβαρεύτηκε», ούτε «προσαρμόστηκε στους κανόνες». 


Όλη αυτή την περίοδο, το κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα δεν ύψωσε κανένα «δημοκρατικό τείχος». Υπάρχουν διαβαθμίσεις στις ευθύνες και στο βαθμό ανοχής στους νεοναζί, αλλά το γενικό συμπέρασμα είναι σαφές. Η ρητορική Σαμαρά (από τις εμφυλιοπολεμικού τύπου επιθέσεις στην Αριστερά ως την πολεμική αντιμεταναστευτική υπόσχεση για «ανακατάληψη των πόλεων») δημιούργησε το «υπέδαφος» για την νομιμοποίηση των ιδεών της ΧΑ, που υποσχόταν να κάνει «πιο αποτελεσματικά» αυτό που υποσχόταν ο Σαμαράς και παρουσιαζόταν ως αναγκαίο από τα ΜΜΕ. Ο Δένδιας, προτού ξυπνήσει «αντιφασίστας» το Σεπτέμβρη του 2013, άφηνε τους δεκάδες φακέλους που «ανακάλυψε» μετά τη δολοφονία Φύσσα να μαζεύουν σκόνη στο συρτάρι του. Ήταν απασχολημένος να κάνει μηνύσεις εναντίον του Guardian (!), όταν η βρετανική εφημερίδα κατήγγειλε ότι η ΓΑΔΑ είχε μετατραπεί σε «Άμπου Γκράιμπ» εναντίον αναρχικών αντιφασιστών αγωνιστών. Ο ρόλος του Μπαλτάκου ως «συνδέσμου» μεταξύ ΝΔ και ΧΑ είναι πλατιά γνωστός. Το φαινόμενο δεν περιορίζεται στη ΝΔ και στο ζήτημα του ρατσισμού. Απλώνεται στα πολύ πιο δύσκολα «εθνικά θέματα» και αγγίζει τον ΣΥΡΙΖΑ. Όταν, το 2016, οι Καμμένος και Βίτσας θέλησαν να οργανώσουν σόου «εθνικής αποφασιστικότητας» στο Καστελόριζο, δε δίστασαν να προσκαλέσουν και την Χρυσή Αυγή. «Ως όφειλαν, καθότι θεσμικό κόμμα», σύμφωνα με την απάντηση του Δ. Βίτσα σε τότε καταγγελία του ΚΚΕ. Με την άρνηση των υπόλοιπων κομμάτων να παραστούν (για δικούς του λόγους το καθένα), καταγράφηκε το θλιβερό θέαμα της αρμονικής συνύπαρξης βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, των ΑΝΕΛ και της Χρυσής Αυγής να στέλνουν παρέα με την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων μήνυμα «αποφασιστικότητας» ενάντια στην Τουρκία…


Το φθινόπωρο του 2013 ως αρχή του τέλους


Στην ελληνική μυθολογία, μεταξύ της Ύβρης και της Νέμεσης-Τίσης, μεσολαβεί η Άτις. Πρώτα διαπράττει κανείς την Ύβρη -μια επίδειξη αλαζονείας απέναντι σε δυνάμεις υπέρτερές του. Τότε οι Θεοί του θολώνουν το μυαλό (Άτις), κάνοντάς τον να πιστέψει ότι είναι ακόμα ισχυρότερος από ό,τι ήδη πίστευε και να αποτολμήσει να διαπράξει μια ακόμα πιο αναίσχυντη αλαζονική πράξη που δεν μπορεί να μείνει ατιμώρητη. Και έπεται η Νέμεσις, η τιμωρία για αυτό που έκανε με το θολωμένο του μυαλό, που τον οδηγεί στην καταστροφή (Τίσις). 


Θα μπορούσε να είναι μια περιγραφή της τροχιάς της ΧΑ το Σεπτέμβρη του 2013. Η αποδοχή της από το μιντιακό και το πολιτικό σύστημα, η γενικευμένη ατιμωρησία για την εγκληματική της δραστηριότητα και -πραγματικές ή φημολογούμενες, κρυφές ή κατασκευασμένες- δημοσκοπήσεις που την έδειχναν σε διαρκή ανοδική τροχιά, έκαναν την ναζιστική ηγεσία να θεωρήσει ότι «ήρθε η ώρα της». Να κλιμακώσει την επιθετική της εκστρατεία, να προσπαθήσει να πάρει την πρωτοβουλία κινήσεων ως αυτόνομη πολιτική δύναμη: το λυσσασμένο μαντρόσκυλο επιχείρησε να σπάσει το λουρί και να αρχίσει να δαγκώνει ανεξέλεγκτα. Η χρονική πυκνότητα των γεγονότων του Σεπτέμβρη, δείχνει την ύπαρξη σχεδιασμένης «καμπάνιας τρόμου». 


Στις 12 Σεπτέμβρη γίνεται η δολοφονική επίθεση Τάγματος Εφόδου στους αφισοκολλητές του ΠΑΜΕ, στις 15 Σεπτέμβρη ο «εμφύλιος» τραμπουκισμός στο Μελιγαλά και στις 17 Σεπτέμβρη η δολοφονία του Φύσσα από το Τάγμα της Νίκαιας. Κάθε εγκληματική επίθεση είχε τη σημασία της. 


Η επίθεση στο ΠΑΜΕ ήταν η βίαιη κλιμάκωση της επίμονης προσπάθειας «να σπάσει το κομμουνιστικό-συνδικαλιστικό απόστημα» στη Ζώνη του Περάματος. Ήταν μια από τις πιο αποκαλυπτικές «καμπάνιες» της ΧΑ όσον αφορά τη φύση της ίδιας και των σχέσεών της με το κεφάλαιο. 


Ήταν και μια πρώτη ένδειξη ότι η ΧΑ ρισκάρει να χοντρύνει αυτόνομα την σύγκρουση. Το ΚΚΕ έχει μια εδραιωμένη και «σεβαστή» παρουσία στο πολιτικό τοπίο. Η «δήλωση πρόθεσης» της ΧΑ εκείνο το βράδυ να πάει σε μετωπική σύγκρουση με το ΚΚΕ, θα μπορούσε να ταράξει ισορροπίες εγκατεστημένες για χρόνια στο πολιτικό σύστημα. 


Ακολούθησε η επίδειξη δύναμης στο Μελιγαλά και η βίαια «υφαρπαγή» της δεξιάς φιέστας από τους νεοναζί. Η ΧΑ δεν ήταν πλέον το «προβληματικό ξαδερφάκι» στην ακροδεξιά οικογένεια και δεν αρκούνταν πια στο ρόλο απλού παριστάμενου στην οικογενειακή μάζωξη. Διεκδικούσε ανοιχτά την «ηγεμονία» στο χώρο της Δεξιάς και το έκανε με όρους φασιστικής βίας –που πλέον στρέφονταν ενάντια ακόμα και στον mainstream συντηρητισμό. Ήταν επίσης ένα δείγμα της φύσης του φασισμού, του οποίου η σχέση με τις «παραδοσιακές ελίτ» έχει και όψεις ανταγωνισμού. 


Τη νύχτα της 17ης Σεπτέμβρη στο Κερατσίνι, το Τάγμα Εφόδου της Νίκαιας οργάνωσε τη δολοφονία ενός «γνωστού αντιφρονούντα» μιας περιοχής στην οποία επιχειρούσαν συστηματικά να ριζώσουν και να επιβάλουν τον τρόμο. Μετά την επίθεση στην οργανωμένη, συνδικαλιστική Αριστερά και την αμφισβήτηση των ενδο-δεξιών συσχετισμών, η ΧΑ σκοτώνοντας τον Killah-P κήρυσσε πόλεμο και στον ευρύτερο χώρο μιας κοινωνικής νεολαιίστικης αμφισβήτησης με αντιφασιστικά ανακλαστικά.


Στο Πέραμα και στο Μελιγαλά, οι χρυσαυγίτες είχαν διαπράξει «ύβρεις». Και το μυαλό τους θόλωσε από την ψευδαίσθηση παντοδυναμίας, τόσο που θεώρησαν ότι είχε έρθει η ώρα για ένα ακόμα πιο σοβαρό (και ατιμώρητο) έγκλημα στο Κερατσίνι. Ακόμα και ταπεινές γκροτέσκες λεπτομέρειες υπογραμμίζουν την θολωμένη αλαζονεία ως αρχή της πτώσης. Την ώρα που τα πρώτα ρεπορτάζ (με πληροφορίες της ΓΑΔΑ) έκαναν λόγο για «ποδοσφαιρική διένεξη», ο μίτος του τι πραγματικά συνέβη άρχισε να ξεδιπλώνεται όταν ο συλληφθέντας Ρουπακιάς αισθάνεται την άνεση να πει μέσα στο περιπολικό ότι «είμαι δικός σας, της Χρυσής Αυγής» πιστεύοντας ότι έτσι θα γλιτώσει…


Ακολούθησε η τιμωρία, που οδήγησε τελικά στην καταστροφή. Πέρα από τον «όψιμο αντιφασισμό» που κατέκλυσε τα μεγάλα ΜΜΕ, όλα τα πολιτικά κόμματα κ.ο.κ., εμφανίστηκε η ειλικρινής διάχυτη κοινωνική κατακραυγή αλλά και η μαζική οργή στους δρόμους όλων των πόλεων της Ελλάδας. Η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να αντιδράσει για να μην χάσει πλήρως τον έλεγχο των εξελίξεων. Ήταν η αρχή του τέλους για τις μεγάλες φιλοδοξίες του Μιχαλολιάκου…


Τα όρια που συνάντησε η ΧΑ


Θα μπορούσε να έχει πετύχει το φασιστικό σχέδιο και ο Σεπτέμβρης του 2013 να ήταν αντί για αρχή του τέλους, αρχή μιας πορείας προς ευρύτερη νίκη της ΧΑ; Ευτυχώς, δεν θα μάθουμε γιατί δεν συνέβη. Αλλά –όπως υπονοεί το σχήμα της «Ύβρης»– εκτιμώ ότι υπήρχαν κάποια γενικότερα όρια για μια τέτοια εξέλιξη, που η ΧΑ αδυνατούσε να ξεπεράσει. 


α) Ο ελληνικός καπιταλισμός δεν είχε φτάσει σε επιλογή «φασιστικής λύσης». Η «δουλειά» γινόταν με τον «κορμό» της ΝΔ, τις κυβερνήσεις συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ ή τη ΔΗΜΑΡ, ενώ προωθούνταν κι άλλες κοινοβουλευτικές «εφεδρείες» όπως το Ποτάμι. Οι φασίστες αντιμετωπίστηκαν με θαλπωρή, αλλά ως «συμπληρωματικοί» στον αστικό σχεδιασμό και ως διαθέσιμη «έσχατη εφεδρεία». 


β) Σε συνάρτηση με το παραπάνω, παρά τις αρχικές επιτυχίες της, η Χρυσή Αυγή δεν κατάφερε να αποφύγει τη στιγμή της έντασης μεταξύ κοινοβουλευτικής ανέλιξης και φασιστικής «μάχιμης» δράσης, που βασάνισε πολλά νεοφασιστικά κόμματα στο παρελθόν, τα οποία στη συγκυρία της μεγαλύτερης επιτυχίας τους, είτε υποχρεώθηκαν να ρίξουν μονομερή έμφαση στο ένα σκέλος εις βάρος του άλλου, είτε διασπάστηκαν πάνω σε αυτό το δίλημμα. Η εξωκοινοβουλευτική-αντικοινοβουλευτική πτυχή της δράσης της Χρυσής Αυγής υπήρξε παράγοντας συσπείρωσης του 5-8%. Αλλά δυσκόλευε μια θεαματική διεύρυνσή του. Η ΧΑ «έζησε και πέθανε» με τον «πόλεμο κινήσεων», δυσκολευόμενη να διεξάγει «πόλεμο θέσεων» σε βάθος και διάρκεια. Εν τω μεταξύ, η ιδεολογική συγκρότηση και η ιστορική διαμόρφωση της ηγεσίας και του στενού κύκλου των οπαδών της ήταν τέτοια που της έκανε δύσκολο να αποστασιοποιηθεί -πειστικά- έστω και από τα σύμβολα του ατιμασμένου και λαομίσητου παρελθόντος του Τρίτου Ράιχ –και μάλιστα σε μια χώρα που είχε ζήσει μια θηριώδη ναζιστική κατοχή. Όλα αυτά δημιουργούσαν ένα «ταβάνι» που δεν μπόρεσε τελικά να διαπεράσει. 


γ) Αν έμενε κανείς σε αυτές τις διαπιστώσεις, όσο χρήσιμες κι αν είναι, θα οδηγούνταν σε συνταγή παθητικότητας. Ο υποκειμενικός παράγοντας είναι πάντοτε καθοριστικός –σε όλα τα πεδία των γενικών πολιτικών εξελίξεων, του ταξικού και κοινωνικού ανταγωνισμού, του πολιτικού αγώνα, της διαμόρφωσης συσχετισμών. Το ίδιο ισχύει και για τις προοπτικές φασιστικών ρευμάτων.(17)


Ένα επιπλέον όριο (απολύτως κρίσιμο!) που είχε να αντιμετωπίσει η Χρυσή Αυγή, ήταν ο κοινωνικός/πολιτικός συσχετισμός και με την παρακάτω έννοια: Η παρουσία μιας σχετικά δυνατής Αριστεράς, ενός αρκετά δραστήριου αντιφασιστικού χώρου, ενός ευρύτερου κοινωνικού κινήματος. Όταν η ΧΑ επιχείρησε να «εφορμήσει», δεν είχε μεσολαβήσει κάποια σκληρή ήττα της Αριστεράς, που θα της επέτρεπε να προελάσει χωρίς σθεναρή αντίσταση. Υπήρχε το Κομμουνιστικό Κόμμα με τη δύναμη και τα χαρακτηριστικά που αναφέραμε ήδη, ο ΣΥΡΙΖΑ ως δύναμη της ριζοσπαστικής ακόμα τότε Αριστεράς στην αξιωματική αντιπολίτευση και με «ορμή» διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας, ένας «εξωκοινοβουλευτικός γαλαξίας» (από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες οργανώσεις της άκρας Αριστεράς ως το πλατύ φάσμα της αναρχίας) με σχετική γείωση, ενώ η κινηματική ύφεση δεν είχε εμπεδωθεί ακόμα –το μεγαλειώδες 2010-12 ήταν ακόμα πολύ κοντά και το «ρήγμα» παρέμενε «ενεργό».

Γι’ αυτό και η ΧΑ ενισχύθηκε από το σύστημα ως «εφεδρεία» και «συμπλήρωμα». Αλλά γι’ αυτό επίσης, η πρωτοβουλία της να προχωρήσει εκείνη τη στιγμή σε αναβάθμιση και κλιμάκωση της σύγκρουσης με όλον αυτό τον πολιτικό-κοινωνικό χώρο προκαλούσε ανησυχία στους προστάτες της. Μπορούσε να οδηγήσει σε γενικευμένη αποσταθεροποίηση (μιας και οι φασιστικές προκλήσεις είχαν σοβαρό αντίπαλο και θα προκαλούσαν ισχυρή αντίδραση), με εξαιρετικά αμφίβολες προοπτικές επιτυχίας: θα μπορούσε να οδηγήσει σε «συνάντηση» του κινήματος αντιλιτότητας με την αντιφασιστική δράση και σε περεταίρω ενίσχυση της Αριστεράς και της μαχητικής διάθεσης του κόσμου της.

Τα πιο σοβαρά σκεπτόμενα τμήματα της αστικής τάξης δεν είχαν κανένα λόγο να πάρουν ένα τέτοιο ρίσκο: οι άλλες στρατηγικές αντιμετώπισης της κρίσης δεν είχαν εξαντληθεί. Η ΧΑ διεκδικούσε από τα αφεντικά της «να κάνει τη δουλειά», ενώ η δύναμη του κινήματος (με την ευρύτερη δυνατή έννοια) έκανε σαφές ότι δεν θα μπορούσε να την κάνει αποτελεσματικά, με κίνδυνο να γυρίσει μπούμερανγκ η πρωτοβουλία κλιμάκωσης. Ο κίνδυνος αυτός έγινε σαφέστατος αμέσως μετά τη δολοφονία του Παύλου και τη συγκλονιστική αντιφασιστική κινητοποίηση που απλώθηκε ταχύτατα από άκρη σε άκρη. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, πολύ περισσότεροι από τον άμεσο περίγυρο και τις δυνατότητες κινητοποίησης που έχουν οι «συνήθειες ύποπτοι» της αντιφασιστικής δράσης, κατέβηκαν άμεσα στους δρόμους σε δεκάδες πόλεις της Ελλάδας. Υπήρξαν 30 διαδηλώσεις τη μέρα αμέσως μετά τη δολοφονία. Πάνω από 100 διαδηλώσεις έγιναν στη διάρκεια των επόμενων δύο εβδομάδων. Όπου υπήρχαν γραφεία της Χρυσής Αυγής, έγιναν στόχος μαζικών διαδηλώσεων που απαιτούσαν να κλείσουν. 
Το φάντασμα της παρατεταμένης και κλικακούμενης κινητοποίησης αυτού του κόσμου, υποχρέωσε την τότε κυβέρνηση να ενεργοποιήσει τις διαδικασίες έρευνας εις βάρος της ΧΑ, σε μια προσπάθεια να ανακτήσει την πρωτοβουλία κινήσεων και να γλιτώσει τα χειρότερα –και για τις δικές της προοπτικές, αν παρέμενε στο μονοπάτι της ανοχής και φιλικότητας προς τους νεοναζί δολοφόνους. 


«Αστάθμητοι παράγοντες»…


Στη μυθολογία, η Νέμεση, ενώ αποκαθιστά μια ανώτερη θέληση για δικαιοσύνη, παίρνει μερικές φορές ανθρώπινη μορφή: Η Μάγδα Φύσσα εξελίχθηκε σε Νέμεση της ΧΑ. Έχουν γραφτεί πολλά από πολλές και πολλούς γι’ αυτή τη γυναίκα. Πήγε μέχρι τέλους αυτό που ξεκίνησε ο γιος της εκείνο το βράδυ στο Κερατσίνι. Έχουν γραφτεί εξίσου πολλά για την επιλογή που έκανε ο Παύλος, να σταθεί απέναντί τους, γιατί «δεν θα φοβάμαι να κυκλοφορώ στη γειτονιά μου». Υπάρχουν επίσης οι δημοσιογράφοι των οποίων οι έρευνες εξέθεσαν τα «λαγωνικά» της ΕΛΑΣ, αποκαλύπτοντας ότι «όποιος θέλει βρίσκει», οι κοπέλες που προθυμοποιήθηκαν μόνες να πάνε να καταθέσουν, σε πείσμα είτε εχθρικών απειλών είτε φιλικών-οικογενειακών παραινέσεων να «κοιτάνε τη δουλειά τους». Πολλές μαζεμένες «μικρές πράξεις» κι «ατομικές επιλογές» έκαναν τη διαφορά σε επιμέρους στροφές και στιγμές της συγκυρίας, που όμως εκφράζουν και αποτυπώνουν ένα ολόκληρο κοινωνικό στρατόπεδο, αυτό που κωδικοποίησε εύστοχα μέσα στη δίκη ο Θανάσης Καμπαγιάννης, κάνοντας λόγο για τον «κόσμο των μελισσών»…(18)


Σε αυτές τις αναφορές, οφείλει κανείς να συμπεριλάβει και τους/τις δικηγόρους της Πολιτικής Αγωγής. Εξέφρασαν επίσης ένα κοινωνικό στρατόπεδο. Όπως έγραψε ο Νικόλας Κολυτάς:


«Δεν είναι καριερίστες που επεδίωξαν προσωπική φήμη, είναι δικηγόροι με πολιτική τοποθέτηση που πάλεψαν για όλη την κοινωνία... Είναι οι ίδιοι δικηγόροι που μπήκαν στην πρώτη συνεδρίαση έχοντας από πίσω τους σωματεία, φοιτητικούς συλλόγους, μαθητικές ομάδες, αντιρατσιστικές συλλογικότητες, αντιφασιστικές πρωτοβουλίες, οργανώσεις και κόμματα της Αριστεράς και που πεντέμισι χρόνια μετά βγήκαν νικηφόρα και απευθύνθηκαν στους ίδιους συλλογικούς φορείς αλλά σε πολλαπλάσιο επίπεδο αυτή τη φορά».(19)


Αλλά επίσης έκαναν μια επιλογή: Να πάρουν πάνω τους τη νομική μάχη. Έχοντας ως αφετηρία την ορθή συνειδητή καχυποψία όλων μας στην Αριστερά απέναντι στο δικαστικό σύστημα και το κράτος, δεν οδηγήθηκαν σε μοιρολατρική αναμονή μιας αρνητικής έκβασης αλλά στην πολιτική επιλογή να παρέμβουν και σε αυτή την πτυχή του αντιφασιστικού αγώνα, ως ελάχιστη εγγύηση ότι θα γίνει πραγματική δίκη κι όχι θέατρο. Δεν ήταν ευκολάκι, σε σύγκριση με τα κινηματικά καθήκοντα στο δρόμο. Πέρα από το βάρος μιας 5ετούς δίκης, ο Κώστας Παπαδάκης υπενθύμισε πρόσφατα: 


«Οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής μετράμε δύο σπασμένα κεφάλια, της Ευγενίας Κουνιάκη από τραμπούκους χρυσαυγίτες απέναντι από το Εφετείο το Νοέμβρη του 2017 και της Ελευθερίας Τομπατζόγλου, συνηγόρου της οικογένειας Φύσσα μετά από επιδρομή στο στέκι “Φαβέλα” στον Πειραιά το Φλεβάρη του 2018».(20)


Επιπλέον, η εκτίμησή τους αποδείχθηκε σωστή. Ο Κ. Παπαδάκης παραθέτει την παραδοχή συνηγόρων υπεράσπισης ότι: «Αν δεν υπήρχε πολιτική αγωγή, δε θα υπήρχε δίκη».(21) Στην τελική ευθεία της δίκης, όπου αποκαλύφθηκε σε όλο της το μεγαλείο η Εισαγγελέας Οικονόμου, αυτό έγινε σαφές στο πανελλήνιο. Ας φανταστούμε μια δίκη όπου οι δύο αντιμαχόμενες (;) πλευρές θα ήταν οι δικηγόροι των χρυσαυγιτών και η εισαγγελέας που έγινε γνωστή στο Διαδίκτυο ως «η τελευταία χρυσαυγίτισσα που δεν εγκαταλείπει μέχρι τέλους».

Εξαιτίας της Πολιτικής Αγωγής, «έγινε δίκη». Και εξαιτίας εθελοντικών δικτύων (GoldenDawnWatch, OmniaTV), μεμονωμένων δημοσιογράφων και των εντύπων και site της Αριστεράς, αυτά που λέγονταν κι αποδεικνύονταν σε όλη τη διάρκεια αυτής της δίκης έφταναν στο πιο πλατύ κοινό. Η ενημέρωση υπήρξε ένας ακόμα παράγοντας όπου το «δικό μας στρατόπεδο» ανέλαβε τα πραγματικά καθήκοντα, ενώ οι πιο επίσημοι αρμόδιοι «θεσμοί» σφυρούσαν αδιάφορα…


Οι πολιτικές συνέπειες της δίκης και της έκβασής της


Οφείλουμε να θυμόμαστε ότι η εξέλιξη της δίκης και ο πολιτικός της αντίκτυπος δεν ήταν προκαθορισμένα. Ο υπογράφων, απευθυνόμενος σε συντρόφους στην Ελβετία τις μέρες της αρχικής «ενεργοποίησης» Δένδια, έκανε λόγο για μια δίωξη που λειτουργούσε μεταξύ άλλων ως «διαπραγμάτευση» κράτους-φασιστών. Ήταν σαφές ότι η δικαστική δίωξη δεν ήταν στημένο «επικοινωνιακό τρικ», αλλά δεν ήταν καθόλου σαφές ότι θα κατέληγε να «σακατέψει» τις προοπτικές όλης της ηγεσίας της ΧΑ. Θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια διαδικασία που θα «έκαιγε» κάποιους, ενώ θα έριχνε στα μαλακά ή και θα αθώωνε άλλους, ανοίγοντας το δρόμο σε μια «αυτοκαθαρμένη» ΧΑ με μια «εξαγνισμένη» ηγεσία.(22)


Το γεγονός ότι δεν υπήρξε εφησυχασμός, σε συνάρτηση με την ευρύτερη πορεία των πολιτικών εξελίξεων, καθόρισε (κατά τη γνώμη μου) και την έκβαση της δίκης αλλά και τα όσα συνέβησαν έξω από αυτήν. Σε κάθε περίπτωση, η διαδρομή «δολοφονία Φύσσα – Δίωξη – Κατάρρευση» δεν υπήρξε αυτόματη.


Η Χρυσή Αυγή «κουβαλούσε» 400 χιλιάδες ψήφους και 6,97% από τον Μάη-Ιούνη του 2012. Στις ευρωεκλογές του Μάη του 2014, με τις διώξεις σε εξέλιξη, η ΧΑ κερδίζει 537.000 ψήφους και 9,38%, αναδεικνυόμενη σε τρίτο κόμμα. Σε σχέση με την προηγούμενη κάλπη, οι νεοναζί κατέγραψαν άνοδο σε ψήφους και ποσοστά, παρά τη δολοφονία, τη δίωξη και την κατακραυγή. Η πορεία της δίκης ήταν ακόμα τότε ένα ανοιχτό στοίχημα και αυτό γινόταν αντιληπτό από την εκλογική της βάση που παρέμεινε συσπειρωμένη. Κάποια «ποιοτικά» στοιχεία αυτής της εκλογικής μάχης αποτυπώνουν την τότε «κατάσταση πνευμάτων». Το ένα αφορά το «μπετονάρισμα» της πολύ υψηλής ψήφου στα Σώματα Ασφαλείας, που λόγω θέσης έχουν πιο ευαίσθητους «δέκτες» στο πού φυσάει ο άνεμος. Το δεύτερο και κυριότερο είναι η επάνδρωση των ψηφοδελτίων που κατέβηκαν στις ευρωεκλογές. Τα λεγόμενα «διευρυμένα ψηφοδέλτια» που συγκρότησε ο Κασσιδιάρης με εντολή Μιχαλολιάκου εκείνη την περίοδο, βρήκαν πρόθυμη ανταπόκριση σε ένα πολύ ευρύ φάσμα του κρατικού-πατριωτικού χώρου (με τους απόστρατους να παίζουν εμβληματικό ρόλο). Ήταν μια πρώτη -εξ ανάγκης- κίνηση προς το «σοβάρεμα» και ταυτόχρονα μια δήλωση πρόθεσης ενός πλατιού στελεχικού δυναμικού του βαθέως κράτους να απλώσει ομπρέλα προστασίας στη νεοναζιστική ηγεσία. 


Το Γενάρη του 2015, η ΧΑ επιστρέφει στα αρχικά της όρια: 388.000 ψήφους και 6,28%. Ένα σημαντικό πισωγύρισμα σε σχέση με τις ευρωεκλογές, μια μικρή κάμψη σε σχέση με τις εθνικές του 2012, αλλά δείχνει αντοχή και παραμονή στην τρίτη θέση. Η κρίση της ΝΔ είναι σε πλήρη εξέλιξη και συνεχίζει να δίνει δυνατότητες στη ΧΑ, αλλά τον τόνο δίνει η ελπίδα που τροφοδοτεί την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. 


Η έναρξη της δίκης (Απρίλης 2015), συμπίπτει με τη μετατροπή της ΧΑ σε «κομπάρσο», καθώς η πολιτική ζωή κινείται στον αστερισμό της έκβασης της διαπραγμάτευσης, της εσωκομματικής μάχης στον ΣΥΡΙΖΑ, της μετωπικής σύγκρουσης «ΝΑΙ» και «ΟΧΙ» το καλοκαίρι κ.ο.κ. Το Σεπτέμβρη του 2015, η ΧΑ (σε πείσμα των θεωριών που την έβλεπαν ως εκφραστή «αντιμνημονιακής οργής»), αδυνατεί να κεφαλαιοποιήσει την «κωλοτούμπα» και το «αριστερό μνημόνιο» Τσίπρα. Μένει στάσιμη, με μικρή υποχώρηση σε ψήφους (χάνει περίπου 8-9 χιλιάδες) και μικρή αύξηση σε ποσοστό (κατά 0,7%), λόγω αυξημένης αποχής. Η «αντιμνημονιακή» ψήφος σκορπίζει μεταξύ αποχής, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και όσων επιλέγουν ξανά ΣΥΡΙΖΑ με ψαλιδισμένη ελπίδα για καλύτερη διαχείριση («παράλληλο πρόγραμμα»). Το προσφυγικό βρίσκεται ακόμα στην αρχική του φάση, όπου τον τόνο δίνει η μαζική-λαϊκή αλληλεγγύη. 


Τα χρόνια που ακολουθούν, δίνονται ευκαιρίες στην ακροδεξιά: Ρατσιστική στροφή του κράτους (μετά τη συμφωνίας Ελλάδας-ΕΕ-Τουρκίας) που «διαχέεται» και στην κοινωνία, μακεδονικό ζήτημα και εθνικιστικά συλλαλητήρια, όξυνση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. Αλλά το τοπίο έχει αλλάξει. Πιεζόμενη από τη δίκη, η ΧΑ έχει περιορίσει αισθητά την δράση των ταγμάτων εφόδου που αποτελεί «ζωογόνο δύναμη» για το πολιτικό της σχέδιο. Οι «σύγχρονοι Σπαρτιάτες» αναδιπλώθηκαν, όχι κυνηγημένοι πραγματικά από το κράτος, αλλά και μόνο υπό το βάρος της αμφιβολίας ότι αυτό μπορεί και να μην τους δώσει κάλυψη. Αυτή η αδρανοποίηση, μαζί με την εκλογική στασιμότητα, φθείρει την ΧΑ, που τρεφόταν από την υπόσχεση αδιάκοπης «επέλασης». Πέρα από την βίαιη δράση, αρχίζει να υποχωρεί και η υπόλοιπη «κινηματική» παρουσία: Πχ τα Ίμια φθίνουν χρόνο με το χρόνο. Αυτό αντανακλάται και στην ίδια τη δίκη, όπου οι αρχικοί θρασείς τσαμπουκάδες εντός δικαστηρίων δίνουν τη θέση τους στην σιωπηλή απουσία από τις δικαστικές αίθουσες και κυρίως την απουσία κινητοποίησης των οπαδών «σε στήριξη της ηγεσίας» έξω από αυτές. Στο κεντρικό πολιτικό πεδίο, στα «προνομιακά» θέματα της ΧΑ την πρωτοβουλία κινήσεων ανακτούσε η ΝΔ, στο «μαντρί» της οποίας επέστρεφε σταδιακά η ακροδεξιά ψήφος, μιας και η «εθνικιστική υπόσχεση» δεν είχε αποφέρει τίποτα. Στις ευρωεκλογές του 2019 η ΧΑ υποχωρεί στις 275.000 ψήφους (4,87%) και στην 5η θέση, πίσω από το ΚΙΝΑΛ και το ΚΚΕ. Στις εθνικές εκλογές που ακολουθούν, κατρακυλά στις 165.000 ψήφους και μένει εκτός Βουλής. Η οργανωτική αδράνεια και η εκλογική αποσυσπείρωση, πύκνωσε τις έριδες (όπως, φανταζόμαστε, και η εκτίμηση για την δυσμενή πορεία της δίκης), που κορυφώθηκαν το 2019 με τα φαινόμενα οργανωτικής αποδιάρθρωσης να φτάνουν πλέον στις «κορυφές» του ναζιστικού κόμματος. 


Προς την τελική ευθεία της δίκης, είχαν μεσολαβήσει δύο εξελίξεις που βάρυναν στις προοπτικές της. 


α) Η σχετική σταθεροποίηση του ελληνικού καπιταλισμού και του πολιτικού συστήματος. Μετά την επιτυχία της «εξημέρωσης» του ΣΥΡΙΖΑ, την επακόλουθη ύφεση των κοινωνικών κινημάτων και την πλειοψηφική αστική επιλογή για ακραιφνή στήριξη στις κυβερνητικές προοπτικές της ΝΔ, η ναζιστική εφεδρεία έπαψε να είναι χρήσιμη κι έγινε πιο εύκολα αναλώσιμη. Με δείκτη και πάλι τα κρατικά στελέχη: Η πλειοψηφία των «διευρύνσεων» του 2014 έχει εγκαταλείψει πλέον το καράβι, ενώ στη ψήφο των Σωμάτων Ασφαλείας ο «άνεμος» πλέον πνέει ξανά προς τη ΝΔ. Ακροδεξιοί πολιτευτές (Βελόπουλος) που φέρονταν να παρακαλούν για μια θέση στα ψηφοδέλτια της ΧΑ στο παρελθόν, τώρα «βγαίνουν μπροστά» για να εκφράσουν τον «χώρο», αποστασιοποιούμενοι από τα «πολύ ναζιστικά»… 


β) Καθώς η ΧΑ υποχωρούσε, η αντιφασιστική δραστηριότητα συνέχισε -με όλες της τις μορφές, μέσα στο δικαστήριο, έξω από αυτό, σε δρόμους, γειτονιές, σχολεία, χώρους δουλειάς- και καθιστούσε απαγορευτικές δεύτερες σκέψεις για «παιχνίδι» της δικαιοσύνης με τμήμα της ηγεσίας της ΧΑ. Η ευρύτητα που απέκτησε (σε εργατικά σωματεία, οπαδούς ποδοσφαίρου, καλλιτέχνες κλπ) το σύνθημα «Δεν Είναι Αθώοι» ως απάντηση στην ανεκδιήγητη εισήγηση της Εισαγγελέως, υπήρξε μια λαϊκή ετυμηγορία που ήταν δύσκολο να αγνοηθεί. Τη στιγμή της καταδίκης, το μένος του Μιχαλόλια για τους «ξυπόλητους που διαδηλώνουν απέξω» και η δυσφορία του Κ. Πλεύρη για τις συνθήκες «Γαλλικής Επανάστασης» αποτυπώνουν την επίγνωση των ναζί για το ποιος τσάκισε τις φιλοδοξίες και τις προοπτικές τους…


Συμπεράσματα


1. Η πρόσφατη ελληνική εμπειρία δείχνει ότι σε συνθήκες οικονομικής και πολιτικής κρίσης και όταν υπάρχει ένα υπόστρωμα εθνικισμού και ρατσισμού, διαμορφώνεται το «κοινωνικό υλικό» για την ανάπτυξη φασιστικού ρεύματος. Η αστική τάξη είναι πρόθυμη είτε να «παίξει» με τέτοια ρεύματα για να τα έχει ως «εφεδρεία», είτε να τα «ανεχτεί» στο βαθμό που η δράση τους μπορεί να παίξει συμπληρωματικό ρόλο στον κεντρικό αστικό σχεδιασμό. Οι συνθήκες της ταξικής πάλης στην Ελλάδα οδήγησαν την εγχώρια άρχουσα τάξη σε μια τέτοια τακτική. Το «δεν μπορεί να συμβεί εδώ» ή «δεν μπορεί να συμβεί ξανά», με την έννοια μιας επανάπαυσης στους σύγχρονους αστικούς θεσμούς ή στα ιδεολογικά κεκτημένα της εποχής μετά τον ΒΠΠ είναι αφελής στάση.


2. Παρά την σχετική αυτονομία του φασιστικού σχεδίου και παρά τις μεταλλάξεις του από χώρα σε χώρα κι εποχή σε εποχή, ο πυρήνας του παραμένει ο ρατσισμός και ο εθνικισμός, ο σεξισμός, ο μιλιταρισμός και ο κοινωνικός κανιβαλισμός: Πρόκειται για ένα πλέγμα ιδεών που είναι «νομιμοποιημένο» στον καπιταλισμό, υλοποιείται από κρατικές πολιτικές, προωθείται από πλατύτερα κόμματα που ξεπερνούν σε επιρροή την ακροδεξιά. Η επακόλουθη διάχυση αυτών των ιδεών στο κοινωνικό σώμα θρέφει και κανονικοποιεί τα φασιστικά ρεύματα.Δεν είναι όλοι οι εθνικιστές και οι ρατσιστές φασίστες, αλλά όλοι οι φασίστες είναι εθνικιστές και ρατσιστές. Και δεν μπορείς να πολεμήσεις αποτελεσματικά το ένα, χωρίς να πολεμάς το άλλο -σε κάθε τους έκφραση. 


3. Δεν μπορούμε να ξεχνάμε ότι, σε τελική ανάλυση, λόγος ύπαρξης του φασισμού είναι η αντιμετώπιση του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς -ένα ακόμα «σημείο επαφής» του με τον αστισμό, το σοβαρότερο. Η «στιγμή» που τμήματα του κράτους ή της άρχουσας τάξης αποφασίζουν να προκρίνουν τους φασίστες (κι όχι την γραβατωμένη ακροδεξιά, την παραδοσιακή Δεξιά ή μια κεντροαριστερά πρόθυμη να υλοποιήσει μέρος της ατζέντας τους), είναι όταν απειλούνται πολύ σοβαρά από το εργατικό κίνημα και την ριζοσπαστική Αριστερά και οι «παραδοσιακές μέθοδες» δεν αρκούν. Όπως επιχειρήθηκε να εξηγηθεί παραπάνω, η «ελληνική ιδιαιτερότητα» της ανόδου της ΧΑ συνδέεται απόλυτα με την «ελληνική ιδιαιτερότητα» του Δεκέμβρη του 2008, του αντιμνημονιακού κινήματος του 2010-12, των απειλών της ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ το 2012-15. 


Αν υπάρξει «προγραμματική συμφωνία» πάνω στα αναγκαία, η αστική τάξη είναι πρόθυμη να κλείνει τα μάτια σε πτυχές της φασιστικής αγριότητας που δεν αποτελούν επιλογές της. Κωδικοποιώντας τη γερμανική εμπειρία, o βετεράνος Αμερικάνος μαρξιστής Τζόελ Γκάιερ είχε γράψει ότι «Η αστική τάξη είχε ανάγκη τους Ναζί και οι Ναζί είχαν ανάγκη το Ολοκαύτωμα». Για να «ζυγίζουμε» νηφάλια την εκάστοτε απειλή, θα πρέπει να κρίνουμε αν υπάρχουν κύκλοι στην άρχουσα τάξη που προκρίνουν τη «φασιστική λύση», ή απλά την υποθάλπτουν ως «εφεδρεία», ή αντίθετα εκτιμούν ότι θα τους δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από όσα θα τους λύσει. 


4. Αντίστοιχη είναι η σχέση του φασισμού με το αστικό κράτος. Σε αυτό το πεδίο εκδηλώνεται πολύ περισσότερο η σχετική αυτονομία του φασιστικού σχεδίου. Αναπτύσσεται εν πολλοίς έξω από το κράτος ή παράλληλα με το κράτος, συχνά το υποκαθιστά και φιλοδοξεί να το αλλάξει ριζικά (καταργώντας τις πιο συμβατές με τον κοινοβουλευτισμό δομές του, αναμορφώνοντας άλλες κι αντικαθιστώντας κάποιες με τον φασιστικό μηχανισμό). Αλλά τόσο κατά την ανάπτυξή του όσο και μετά την κατάληψη της εξουσίας, ο φασισμός συμβιώνει και επιτυγχάνει ένα βαθμό συνεργασίας με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Ιστορικά, στον Μεσοπόλεμο υπήρξε ένα «συνεχές» μεταξύ φασιστικών κινημάτων, τμημάτων του βαθέως κράτους, εθνικιστικών «θεσμικών» κύκλων, ακροδεξιών παρακρατικών συνωμοσιών, που κάποτε λειτουργούσαν ανταγωνιστικά αλλά πάντα αποτελούσαν «συγκοινωνούντα δοχεία».(23) 


Στις μεταπολεμικές εκδοχές, αυτό το στοιχείο συναντάται σχεδόν παντού (δεσμοί νεοφασιστικών οργανώσεων με την αστυνομία ή τις μυστικές υπηρεσίες) και στην ελληνική περίπτωση το φαινόμενο δεσμών με το κράτος πήρε ακραίες διαστάσεις, λόγω της ιδιαίτερης προϊστορίας της χώρας.(24)


Με αυτά τα δεδομένα, η πολυχρησιμοποιημένη ρήση του Μπρεχτ μετά την ήττα του ιστορικού ναζισμού, για τον καπιταλισμό ως «σκύλα που γέννησε το φασισμό κι είναι πάλι σε οργασμό» ή του Μαξ Χορκχάιμερ ότι «Όποιος δεν θέλει να μιλήσει για τον καπιταλισμό δεν πρέπει να μιλάει και για τον φασισμό» έχουν πολλές δόσεις αλήθειας. Υποδεικνύουν κάποια καθήκοντα: την πάλη ενάντια στις ιδέες και τις πολιτικές που τρέφουν το φασισμό κι άρα τη σημασία του αντιεθνικισμού, του αντιρατσισμού, του αντισεξισμού, του αντιμιλιταρισμού κ.ο.κ.

Υποδεικνύουν επίσης κάποιες επιλογές στο κοινωνικό περιεχόμενο και τις συμμαχίες του αντιφασιστικού αγώνα, απέναντι σε έναν ιδιόμορφο «λαϊκομετωπισμό» (δεξιότερο του ιστορικού), ο οποίος έχει επανέλθει στη δημόσια συζήτηση, εν πολλοίς ως καρικατούρα (βλ. τη ψήφο στον Μπάιντεν ενάντια στον Τραμπ ή τη συμμαχία με τους Φιλελεύθερους ενάντια στον Μπόρις Τζόνσον).(25) 


5. Η αφοριστική επανάληψη των ρήσεων που αναφέραμε παραπάνω, δεν καλύπτει όλη την αλήθεια και μπορεί να οδηγήσει σε άλλα λάθη ερμηνείας του φασισμού και της αναγκαίας τακτικής στην αντιμετώπισή του. Μια αβασάνιστη ταύτιση καπιταλισμού-φασισμού που ξεμπερδεύει με τον δεύτερο ως «άλλη μια μορφή καπιταλιστικής κυριαρχίας» ή παρουσιάζει τον καπιταλισμό ως ήδη «εκφασισμένο» ή έτοιμο ανά πάσα στιγμή να «φασιστικοποιηθεί», υποτιμά κατάφωρα την ιδιαιτερότητα της φασιστικής απειλής. 


Η Αριστερά καλείται να κινηθεί πέρα από δύο σημαντικά λάθη: Αφενός, του ξαναζεσταμένου «λαϊκομετωπισμού» που σήμερα παίρνει τη μορφή ενός πλατιού «συνταγματικού τόξου», που μπορεί να οδηγήσει σε απώλεια της ανεξαρτησίας της εργατικής πολιτικής, με βαριές συνέπειες και στην ίδια την αντιφασιστική πάλη αλλά και στον ευρύτερο κοινωνικό ανταγωνισμό. Αφετέρου, του ξαναζεσταμένου «τριτοπεριοδισμού» που ανεβάζοντας στα λόγια το κοινωνικό-αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο που οφείλει να έχει ο αντιφασισμός, κινδυνεύει να χάσει από τα μάτια του την ιδιαιτερότητα της φασιστικής απειλής και συνεπώς τις απαιτήσεις για «ειδική» αντιμετώπιση, επιλογές συμμαχιών κ.ο.κ.


6. Ένα άλλο δίλλημα που ανακύπτει κατά καιρούς (και αναδείχθηκε στην ελληνική περίπτωση, λόγω της δίκης) αφορά στις τακτικές. Είναι η ένταση μεταξύ «δρόμων» και «θεσμών». Και εδώ υπάρχει η Σκύλλα της αδιαφορίας για κάθε «θεσμική» δράση που μπορεί να αφήσει αναξιοποίητες δυνατότητες, και η Χάρυβδη της εμπιστοσύνης στους θεσμούς που μπορεί να αφοπλίσει την κινηματική δράση. Σε αυτό το «δίλημμα» αξίζει μια αναφορά στο γερμανικό κίνημα, που ιστορικά παίρνει πολύ σοβαρά (σε βαθμό προβληματικής μονοθεματικότητας) το ζήτημα του αντιφασισμού και γι’ αυτό έχει καταλήξει σε μια πολύ ευρεία ανάγνωση του «By any means necessary» (με κάθε αναγκαίο μέσο), που καλύπτει και τις πλέον θεσμικές και τις πλέον μαχητικές επιλογές…


Κατά τη γνώμη μου, τόσο στο επίπεδο «περιεχομένου/συμμαχιών» όσο και στο ζήτημα του ανταγωνισμού με το κράτος (αν και όταν αυτό επιχειρεί να πάρει πρωτοβουλία), το επίδικο είναι η οικοδόμηση ηγεμονικού ρόλου/αφηγήματος της Αριστεράς, η πάλη για το ποιος έχει την πρωτοβουλία κινήσεων στη διάρκεια της μάχης και ο πολιτικός αγώνας για την «οικειοποίηση/κεφαλαιοποίηση» της νίκης -και τα τρία αλληλένδετα δεμένα μεταξύ τους ως προς τις προοπτικές τους. Αυτά έχουν αναδειχθεί έντονα στην ελληνική εμπειρία της δίκης και της πολιτικής διαχείρισης του μηνύματός της, που έγινε από την πρώτη μέρα «πεδίο ανταγωνισμού». 


Οι ιδιαιτερότητες του φασισμού κάνουν εφικτές «ρωγμές» που μπορούν να αξιοποιηθούν από ένα κίνημα, στο βαθμό που αυτό διατηρεί την αυτοτέλειά του. Παράλληλα, τα όρια που έχει η «αντοχή» του φασισμού χωρίς την ανοχή/στήριξη πλατύτερων δυνάμεων (πολιτικών ή κρατικών), κάνουν χρήσιμη την πάλη για απόσυρση/ακύρωση αυτής της στήριξης. Η λεγόμενη «υγειονομική ζώνη» απέναντι στους φασίστες μπορεί να θεωρηθεί μια καλοδεχούμενη εξέλιξη -αν και όποτε συμβαίνει- στο βαθμό που διευκολύνει τις δυνατότητες του κινήματος. Αλλά η στρατηγική και η δράση μας δεν μπορεί να είναι προσανατολισμένη και στηριγμένη σε αυτόν το στόχο, σε εκκλήσεις στον αστικό κόσμο να δείξει αντιφασιστικά αντανακλαστικά. Πέρα από άλλα προβλήματα, συχνά είναι αναποτελεσματική τακτική. Όπως συνήθιζε να υπενθυμίζει ο Αμερικάνος μαρξιστής Χαλ Ντράπερ, στο έργο του για το «μικρότερο κακό», το πρόβλημα με τον Χίντενμπουργκ δεν ήταν μόνο ότι ήταν ένας αστός πολιτικός, αλλά και ότι τελικά παρέδωσε ο ίδιος την εξουσία στον Χίτλερ, ενώ είχε ψηφιστεί υποτίθεται για να διασφαλίσει ότι κάτι τέτοιο δεν θα συμβεί. Στην Ελλάδα, φάνηκε τα προηγούμενα χρόνια ότι «υγειονομική ζώνη» απέναντι στην ΧΑ δεν υπήρξε. Εμφανίστηκε (έστω και ως καρικατούρα) μόνο κατόπιν εορτής και αυτό συνέβη υπό την πίεση ενός κινήματος που είχε ως τότε αντιμετωπίσει ως εχθρό κι όχι ως «συνομιλητή» τα αστικά πολιτικά κόμματα. Ο αστικός πολιτικός κόσμος δοκιμάστηκε τα προηγούμενα χρόνια και αποδείχθηκε ότι δεν αποτελεί «αντιφασιστικό σύμμαχο» και σε καμία περίπτωση δεν «νομιμοποιείται» καμία «εκεχειρία» μαζί του. Όπως έλεγε ο Μπουεναβεντούρα Ντουρούτι, εν μέσω ενός εμφυλίου πολέμου που τον έφερε στο ίδιο χαράκωμα με το στρατόπεδο της Δημοκρατίας, «δεν πολεμάμε το φασισμό μαζί με την κυβέρνηση, αλλά σε πείσμα της κυβέρνησης»


7. Στη διάρκεια της δίκης της ΧΑ, δοκιμάστηκε η στάση απέναντι στο κράτος. Με την εξαίρεση ενός μειοψηφικού τμήματος του αναρχικού χώρου, όλο το φάσμα του κινήματος αντιλήφθηκε τη δίκη ως ευκαιρία κινητοποίησης και νίκης. Η ανησυχία για «αυταπάτες σχετικά με το κράτος» υπήρξε περιορισμένη. 


Η υπερβολική ανησυχία για αυταπάτες σχετικά με το κράτος (γενικά, σε όλα τα μέτωπα) έχει δύο όψεις: Η μία έχει πιο σοβαρή αφετηρία: αφορά την εκτίμηση ότι αυτό δεν θα ικανοποιήσει το κινηματικό-λαϊκό αίτημα κι άρα δεν μπορούμε να επενδύουμε σε αυτό. Αλλά βλέπει ως καθήκον μια παθητική/«παιδαγωγική» προειδοποίηση για μια τέτοια αρνητική εξέλιξη. Καταλήγει στην αποφυγή διατύπωσης αιτημάτων και στόχων -μια συνταγή που δεν μπορεί να κινητοποιήσει. Τις μέρες που παιζόταν το ζήτημα των αναστολών, ο Βρετανός μαρξιστής Κέβιν Οβέντεν προειδοποιούσε ότι αν τα δικαστήρια ρίξουν τους χρυσαυγίτες στα μαλακά, η Αριστερά θα πρέπει να είναι στο πλευρό των σοκαρισμένων-εξοργισμένων ανθρώπων κι όχι να πει «σας τα έλεγα για την αστική δικαιοσύνη». Υπογράμμιζε έτσι τον αναγκαίο τρόπο απεύθυνσης της Αριστεράς, που πρέπει να αφορά τους πολλούς, έξω από τις οργανωμένες γραμμές της, κι όχι τους λίγους «πεισμένους». 
Μια άλλη όψη αφορά την εκτίμηση ότι αν το κράτος οδηγηθεί στο να… ικανοποιήσει ένα κινηματικό/λαϊκό αίτημα, αποκτά μια νέα «νομιμοποίηση». Πρόκειται για τον ορισμό της πολιτικής «για τους λίγους», που βλέπει ως… πισωγύρισμα τις νίκες του κόσμου μας (πχ: το κλείσιμο στη φυλακή επικίνδυνων για τους μετανάστες ναζιστών «νομιμοποιεί» το δικαστικό σύστημα, ή μια αύξηση μισθών «νομιμοποιεί» το σύστημα της εκμετάλλευσης). 


Δεν είναι δίχως καμία βάση αυτές οι ανησυχίες (ακόμα και η δεύτερη έχει δόσεις αλήθειας σε ένα επίπεδο), αλλά το εχέγγυο απέναντί τους είναι η κινηματική ενεργοποίηση, η οποία για να επιτευχθεί απαιτεί ρήξη με κάθε γραμμή παθητικής «προειδοποίησης» -και η οποία αν επιτευχθεί αποτελεί το καλύτερο αντίσωμα στις «αυταπάτες». Ακριβώς επειδή υπήρξε στην Ελλάδα αντιφασιστική κινητοποίηση πριν και στη διάρκεια της δίκης κι επειδή μια στοιχειωδώς μαζική Αριστερά και η αναρχία «επικοινώνησαν» τις ευθύνες των κυβερνητικών κομμάτων και του κράτους, δεν υπήρξε ζήτημα «αυταπατών» από το αποτέλεσμα της δίκης. Στις 7 Οκτώβρη, δόθηκε απάντηση. Δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέβηκαν «για να αγωνιστούν» και αισθάνθηκαν ότι «νίκησαν». Δεν άνοιξαν την τηλεόραση, έμαθαν την απόφαση κι είπαν «μπράβο στους δικαστές, την αστυνομία και την κυβέρνηση».


8. Ένας άλλος κίνδυνος που απασχόλησε κυρίως στην αρχή της δίκης, ήταν αυτός της «ηρωοποίησης». Αποδείχθηκε υπερβολικός ο σχετικός φόβος. Ίσως υπερτιμήθηκε η συνοχή και το «βάθος» του χρυσαυγίτικου ρεύματος ή και το σθένος των ανθρώπων του. Είναι εύκολες ασφαλώς οι κατόπιν εορτής εκτιμήσεις κι όχι πάντα ασφαλείς για γενικεύσεις. Αλλά τελικά η «ανθρώπινη σκόνη» (κατά Τρότσκι) δεν άντεξε με την ηγεσία της στιγματισμένη και ο κάθετα ιεραρχικός ναζιστικός μηχανισμός δεν λειτούργησε όταν η κορυφή του τέθηκε σε περιορισμό. Αν και γνωρίζαμε ότι «χωρίς το κράτος δεν μπορούν», κάπου ανησυχήσαμε για τις δυνατότητες των χρυσαυγιτών να χτίσουν ρεύμα «σε πείσμα του κράτους». 


9. Όσον αφορά την κινηματική δράση όλα αυτά τα χρόνια, αναδείχθηκε η σημασία των «μικρών» παρεμβάσεων πλάι κι ενισχυτικά στα «μεγάλα». Η ίδια επισήμανση θα μπορούσε να αφορά και τη δίκη, που δεν κρίθηκε σε 1-2 κεντρικές αγορεύσεις, αλλά από μια συστηματική επίμονη δουλειά και δεν καλύφτηκε από 2-3 μεγάλα ρεπορτάζ, αλλά από την επίμονη καθημερινή προσπάθεια. Αυτά «έχτισαν» σωρευτικά την δημόσια εικόνα για τη δίκη στην τελική ευθεία. Όσον αφορά το κίνημα, ασφαλώς και κάποιες «κεντρικές» απαντήσεις (Ίμια, επέτειοι Φύσσα, αντιρατσιστικές διαδηλώσεις-«σταθμοί» όπως η 21 Μάρτη) είχαν μεγάλη σημασία για τη «δημόσια μαζική παρουσία» της δουλειάς που γινόταν. Αλλά αυτή η δουλειά γινόταν σε γειτονιές, σχολεία, χώρους δουλειάς, πλατείες κλπ. Κάθε «μάχη» για το καλωσόρισμα των προσφυγόπουλων στα σχολεία, κάθε προσπάθεια σωματείων ή παρατάξεων να καταγγείλουν-ματαιώσουν προσπάθειες χρυσαυγιτών να «τρυπώσουν» σε κλάδους, κάθε σβησμένο σύνθημα ή αντιφασιστικό γκράφιτι σε κάποια πλατεία, κάθε ομάδα μαθητών που στάθηκε απέναντι στην προσπάθεια διείσδυσης της ΧΑ στο σχολείο τους, το γεγονός ότι οι σχολές παρέμειναν «άβατο» για την ακροδεξιά, στέκια και χώροι που λειτούργησαν αποτρεπτικά στη ναζιστική δράση σε γειτονιές, πρωτοβουλίες κατοίκων που πάσχιζαν να οικοδομήσουν αντιπαραδείγματα αλληλεγγύης και συνύπαρξης κ.ο.κ. Πολλά πράγματα που τη στιγμή που γίνονταν έδειχναν «μικρά», έχτισαν σωρευτικά έναν κοινωνικό συσχετισμό. 


Μετά το 2013 ενεργοποιήθηκε μια κοινωνική αντιφασιστική πλειοψηφία και αυτή η ενεργοποίηση έπαιξε κομβικό ρόλο στην παράλυση της ΧΑ και την υποχρέωση του κράτους να κινηθεί εναντίον της. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πώς θα είχε γραφτεί η ιστορία αν είχαν υπάρξει τα ίδια αντανακλαστικά νωρίτερα. Από την ενεργοποίηση του ΚΚΕ (που ως το 2013 υπήρξε σχετικά ληθαργικό, αλλά «βάρεσε συναγερμό» μετά την επίθεση στο Πέραμα) και την κοινωνική ευρύτητα που απέκτησε η καμπάνια «Δεν Είναι Αθώοι» (σε εργατικά σωματεία, καλλιτέχνες κλπ) μέχρι την πάνδημη συμμετοχή στη διαδήλωση τη μέρα της δίκης (ακόμα και οπαδοί ποδοσφαιρικών ομάδων), παρουσιάστηκε μια δυναμική που ως το 2012-13 υπήρξε υποτονική. 


10. Τέλος, το γεγονός ότι μεσολάβησε μια κρατική παρέμβαση για να ενταθεί η κρίση της ΧΑ, δεν υπενθυμίζει μόνο τη σχέση εξάρτησης που έχει η νεοναζιστική οργάνωση με τον κρατικό μηχανισμό (σε βαθμό που δυσκολεύεται να σταθεί μόλις αποσυρθεί η κάλυψή του). Χωρίς να μειώνεται σε τίποτα το έργο όλων όσων στάθηκαν απέναντι στο φασισμό, με όποιον τρόπο, όλα αυτά τα χρόνια, αυτή η διαπίστωση λειτουργεί ως υπενθύμιση και της δικής μας αδυναμίας. Υπήρξαν πράγματα που έγιναν, άλλα που έγιναν αποσπασματικά και άλλα που δεν έγιναν –γεγονός το οποίο υπενθυμίζει την ανάγκη μιας βαθύτερης γείωσης στην ταξική πάλη ως αποτελεσματικότερο όπλο και στην αντιφασιστική πάλη: Τι θα γινόταν πχ αν είχαμε σωματεία πρόθυμα και ικανά να ρίξουν «μαύρο» στους ναζί (στην τηλεόραση, στα έντυπα, στο ίντερνετ), να αρνηθούν τη μεταφορά οπαδών τους (στις συγκοινωνίες), ή τη φιλοξενία εκδηλώσεών τους (σε ξενοδοχεία, συνεδριακούς χώρους), αν είχαμε τοπικές συλλογικότητες αρκετά ριζωμένες και δικτυωμένες στις γειτονιές, ικανές να κινητοποιήσουν τον κόσμο για να τις περιφρουρήσουν απέναντι στις ναζιστικές επιδείξεις δύναμης και βίας κ.ο.κ.


Παρά τις ελλείψεις αυτές ωστόσο, στον πολιτικό αγώνα και τον κοινωνικό ανταγωνισμό, ισχύει ότι η δύναμη δεν είναι απόλυτο μέγεθος, αλλά σχέση μεταξύ μερών. Με αυτήν την έννοια, οι δυνατότητες της πολύπλευρης αντιφασιστικής κινητοποίησης και δράσης αποδείχθηκαν ισχυρές απέναντι στις αντίστοιχες της Χρυσής Αυγής. Αν και δεν την συντρίψαμε έγκαιρα ή εύκολα ή «αδιαμεσολάβητα», ακόμα και στα χρόνια της ορμητικής ανόδου της, συνάντησε ένα επίπεδο αντίστασης που έπαιξε κομβικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις. 


11. Τόσο μετά την εκλογική ήττα της ΧΑ, όσο και μετά την καταδικαστική απόφαση, υπήρξαν ορθά αντανακλαστικά που υπενθύμιζαν ότι η πάλη δεν τελείωσε. Ασφαλώς πρέπει να θυμόμαστε ότι ο «χώρος» που στήριξε την ΧΑ υπάρχει ακόμα και κουβαλά τις ίδιες ιδέες, ασφαλώς χρειάζεται να συνεχίσουμε την πάλη ενάντια στις ιδέες που την νομιμοποίησαν και το σύστημα που την έθρεψε. Αλλά η απενεργοποίηση της φασιστικής απειλής με τη μορφή της ΧΑ είναι μια σημαντική εξέλιξη -ακριβώς γιατί αυτού του είδους η απειλή διαφέρει. Για να το πούμε απλοϊκά, από τη στιγμή που ξέρουμε ότι «ζουν ανάμεσά μας», είναι διαφορετικό οι ρατσιστές να ψηφίζουν ΝΔ ή Βελόπουλο και να βρίζουν από το πληκτρολόγιο από ό,τι να παίρνουν ένα ρόπαλο και να βγαίνουν για κυνήγι κεφαλών…


Σε αυτό το νέο τοπίο, του τερματισμού της «ελληνικής εξαίρεσης» και επιστροφής στη διεθνή τάση («γραβατωμένης» ακροδεξιάς ή δεξιάς στροφής παραδοσιακών αστικών κομμάτων), θα χρειαστεί να υπενθυμίσουμε τη σημασία διάκρισης των διαφορετικών απειλών. 


Την έλλειψη συμπάθειας αυτού του περιοδικού για τον Παλμίρο Τολιάτι την γνωρίζουν καλά οι πιο συστηματικοί αναγνώστες. Αλλά το 1928 είχε δίκιο όταν απευθυνόμενος σε διεθνές ακροατήριο τόνιζε:


«Έχει γίνει συνήθεια να χρησιμοποιείται [ο όρος “φασισμός”] για να χαρακτηριστεί κάθε μορφή αντίδρασης. Συλλαμβάνεται ένας σύντροφος, διαλύεται βίαια από την αστυνομία μια εργατική διαδήλωση, ένα δικαστήριο επιβάλει άγριες ποινές σε αγωνιστές του εργατικού κινήματος, θίγονται ή καταργούνται τα δικαιώματα μιας κομμουνιστικής κοινοβουλευτικής ομάδας, κοντολογίς όποτε δέχονται επίθεση ή παραβιάζονται οι δημοκρατικές ελευθερίες που θεωρούνται ιερές από τους αστικούς θεσμούς, ακούγεται η κραυγή: “Ήρθε ο φασισμός, ο φασισμός είναι εδώ!”. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν πρόκειται απλά για ζήτημα ορολογίας. Αν κάποιος πιστεύει ότι είναι λογικό να χρησιμοποιεί τον όρο “φασισμός” για να χαρακτηρίσει όλες τις μορφές αντίδρασης, ας το πιστεύει. Αλλά δεν βλέπω κανένα πλεονέκτημα σε κάτι τέτοιο, εκτός ίσως από το επίπεδο της αγκιτάτσιας. Η πραγματικότητα όμως είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Ο φασισμός είναι μια πολύ συγκεκριμένη και ιδιαίτερη μορφή αντίδρασης».(26)


12. Ο ιστορικός φασισμός, ως καθεστώς, υπήρξε παράγωγο μιας εποχής που καθοριζόταν από το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου: Μαζική εξοικείωση με τη βία (και διάχυτη πρόσβαση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού σε όπλα), κράτη σε βαθιά-υπαρξιακή κρίση και «απειλή» εξάπλωσης της Ρωσικής Επανάστασης. Η κρίση του κράτους και η απειλή της επανάστασης αποτελούν βασικούς λόγους που μια αστική τάξη μπορεί να στραφεί τελικά στη «φασιστική λύση» ως απάντηση στο κυβερνητικό ζήτημα. 


Στην ταινία «Novecento» του Μπερτολούτσι, οι αγρότισσες συνδικαλίστριες ξαπλώνουν στο οδόστρωμα (τραγουδώντας το υπέροχο La Lega) και η έφιππη αστυνομία διστάζει να επιτεθεί. Σε επόμενη σκηνή, μια σύσκεψη αφεντικών σε μια εκκλησία μαζεύει χρήματα για να αναλάβουν οι μελανοχίτωνες τη «δουλειά». Στην πραγματική ιστορία της Ιταλίας, η δράση των ένοπλων ομάδων του Μουσολίνι αναπτύχθηκε καταρχήν σε περιοχές όπου προοδευτικές αυτοδιοικήσεις επέβαλαν μια κάποια «αυτοσυγκράτηση» της αστυνομίας απέναντι στο ριζοσπαστικό συνδικαλιστικό κίνημα. Αντίστοιχα, αξίζει να θυμόμαστε ότι η εμφάνιση των Φράικορπς στη Γερμανία προέκυψε με το στρατό και την αστυνομία σε κατάσταση επαναστατικής διάλυσης και ότι η ακόλουθη άνοδος του Χίτλερ και άλλων ακροδεξιών εθνικιστικών ρευμάτων κι οργανώσεων έγινε και ως αντίδραση όσων θεωρούσαν τη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (με το SPD να έχει ενισχύσει την παρουσία του στους κρατικούς θεσμούς) ως υπερβολικά «ανεκτική» στην αντιμετώπιση του ευρύτερου εργατικού ριζοσπαστισμού. 


Η κρίση/αδυναμία του κράτους και η διαλεκτική επανάστασης-αντεπανάστασης είναι καθοριστικά για την επανεμφάνιση ενός ρεύματος αντίστοιχου του ιστορικού φασισμού που θα διεκδικεί σοβαρά την εξουσία. Σε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη στον Άλεξ Καλίνικος, ο Βραζιλιάνος μαρξιστής Βαλέριο Αρκάρι, επανέρχεται συχνά σε αυτό το σημείο, κάνοντας εκτιμήσεις για το τί εκπροσωπεί ο Μπολσονάρο: 
 

«Έχουμε λοιπόν την αντίδραση της αστικής τάξης, με τη μεσαία τάξη ως κοινωνική βάση στήριξης, εναντίον των παραχωρήσεων που υποχρεώθηκε να κάνει ο καπιταλισμός προς την εργατική τάξη τα τελευταία 30 χρόνια… Αν αυτές οι παραχωρήσεις ήταν ριζοσπαστικότερες και μεγαλύτερες… θα ήταν ένα βήμα στην κατεύθυνση του εμφυλίου πολέμου. Θα ήταν καλό, ναι για εμάς στην επαναστατική Αριστερά θα ήταν καλό. Όμως θα ήταν πολύ πιο επικίνδυνο. Καθότι δεν θα είχαμε να αντιμετωπίσουμε έναν “κοινοβουλευτικό φασισμό”. Θα είχαμε πιθανότατα να αντιμετωπίσουμε έναν μαχητικό φασισμό, που δεν είναι το ίδιο πράγμα… Ο φασισμός είναι ένα αντεπαναστατικό πολιτικό εργαλείο, που επιστρατεύεται για να πολεμήσει εναντίον της προλεταριακής σοσιαλιστικής ή αντικαπιταλιστικής επανάστασης… Οι άλλοι παράγοντες έρχονται δευτερευόντως. Ο Μπολσονάρο δεν είναι αυτό, γιατί δεν υπάρχει σήμερα προοπτική επανάστασης στη Βραζιλία».(27)


13. Στην εποχή μας, παραδοσιακά μεγάλα κόμματα μπαίνουν συχνά σε βαθιά κρίση, ενώ το πολιτικό σύστημα δέχεται σκληρή αμφισβήτηση κι απονομιμοποίηση. Σε μια προηγούμενη φάση, αυτά «τροφοδότησαν» την άνοδο μαζικών σχηματισμών της ακροδεξιάς, αλλά και της ριζοσπαστικής Αριστεράς, σε διάφορες χώρες. Όμως τα κράτη έχουν αντέξει. Θωρακίζονται και αυταρχικοποιούνται επικίνδυνα. Μαζί με την άνοδο των εθνικισμών και του ρατσισμού, δημιουργείται ένα δηλητηριώδες περιβάλλον για διάφορες εκδοχές ακροδεξιάς και αυταρχικών πολιτικών ρευμάτων.(28) Καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές, ένα σκοτάδι απλώνεται στη Γαλλία του «κεντρώου» Μακρόν, με την ισλαμοφοβία να παίρνει διαστάσεις που θυμίζουν αντισημιτισμό του Μεσοπολέμου και την κατηγορία περί «ισλαμο-αριστερισμού» να θυμίζει ανατριχιαστικά τη ναζιστική προπαγάνδα ενάντια στην «εβραιομπολσεβικική συνωμοσία»…(29) Αλλά -ακόμα- δεν συντρέχουν σοβαροί λόγοι για μια αποφασιστική στροφή στη «φασιστική λύση». Όσον αφορά την ευρύτερη «ακροδεξιά οικογένεια», το ορατό μέλλον ανήκει στους «φασίστες με γραβάτες», που έχουν καταγράψει τις μεγαλύτερες εκλογικές επιτυχίες σε μια σειρά χώρες, δημιουργώντας «πρότυπο». 


Αυτό δε σημαίνει εφησυχασμό. Το αντίθετο, είναι έκκληση για μια άλλου τύπου ενεργοποίηση. Η σύγχρονη ακροδεξιά είναι μια σοβαρή και ύπουλη απειλή, τόσο αφ’ εαυτή της όσο και ως «μήτρα» μιας πιθανής μελλοντικής επανεμφάνισης ενός σύγχρονου «ισοδύναμου στην πράξη» του ιστορικού φασισμού, όπως το έθετε ο Ρόμπερτ Πάξτον στην «Ανατομία του Φασισμού», εκτιμώντας ότι μπορεί να πάρει άλλες μορφές από τις «αποκρουστικές αλλά περιθωριακές απομιμήσεις με τα ξυρισμένα κεφάλια και τις σβάστικες». 


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1. Για τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά της διεθνούς ακροδεξιάς ανόδου, βλ. Χρήστο Σταυρακάκη, «Τα τέρατα επιστρέφουν με γραβάτες», τεύχος 12 του περιοδικού «Κόκκινο». Για τα ιδιαίτερα νεοφασιστικά χαρακτηριστικά του ρεύματος γύρω από τον Μπολσονάρο στη Βραζιλία, βλ. Βαλέριο Αρκάρι, «Είναι ο Μπολσονάρο νεοφασίστας;» στο τεύχος 11 του περιοδικού «Κόκκινο».


2. Σε ανακοίνωσή της για τη δίκη, η ΝΔ ισχυρίστηκε ότι «Κάποιοι μοιράζονταν την ίδια πλατεία σε συγκεντρώσεις εκμετάλλευσης του θυμού, αλλά και του πόνου, των πολιτών». Στο ίδιο μοτίβο το πρωτοσέλιδο του «Πρώτου Θέματος» μετά την καταδίκη, έγραφε «Στη φυλακή η πάνω πλατεία».


3. Μια έντιμη και τεκμηριωμένη καταγραφή της φυσιογνωμίας της λεγόμενης «πάνω πλατείας», της ανοιχτής απέχθειας της Χρυσής Αυγής απέναντι στους «αγανακτισμένους», αλλά και της εποχής που με την «πάνω πλατεία» δημαγωγούσε ο «αντιμνημονιακός» ακόμα τότε Αντώνης Σαμαράς, βλ. Μηνά Κωνσταντίνου, «Το Πρώτο και τα υπόλοιπα ψέματα για την επάνω πλατεία και τους Αγανακτισμένους» στο antapocrisis.gr


Ασφαλώς τμήμα της «πάνω πλατείας» είχε πολιτικά ζητήματα σεξισμού, εθνικισμού, ανορθολογισμού κλπ. Δεν είναι τυχαίο ότι προέκυψε στην πολιτική αργκό ο φραστικός διαχωρισμός με την «κάτω» (των συνελεύσεων, της πιο ταξικής αναφοράς κλπ). Ο προσανατολισμός του κινήματος ήταν επίδικο και η συνειδητή παρέμβαση της ριζοσπαστικής Αριστεράς έπαιξε ρόλο σε αυτό. Ενδεικτικά, βλ. Γρηγόρη Δεμέστιχα, Κατερίνα Σεργίδου, «Η αγανάκτηση να γίνει δύναμη» στο φ. 245 της «Εργατικής Αριστεράς» και Αντώνη Νταβανέλο, «Οι πλατείες, η σημαία και η Αριστερά» στο φ. 247 της «Εργατικής Αριστεράς». 


4. Αυτή η «αφήγηση» προέκυψε αρχικά κυρίως μέσα από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ. Αφενός γιατί υπήρξε εξαρχής «μνημονιακό» κόμμα που αντιμετώπισε μόνο του τις πλατείες (πριν τη μνημονιακή «κωλοτούμπα» του Σαμαρά) και αφετέρου γιατί ήταν το κόμμα που χτυπήθηκε περισσότερο από αυτήν τη διαχωριστική, χάνοντας την αντιμνημονιακή εργατική-λαϊκή του βάση, οπότε επιχειρούσε να διασωθεί σπεκουλάρωντας πάνω στις διαχωριστικές κεντροαριστεράς-ακροδεξιάς ή εστιάζοντας στο δίλλημα μεταξύ «κεντρώας υπευθυνότητας» και «λαϊκισμού». Στη διαδρομή ο μύθος υιοθετήθηκε από όλο το «αντιλαϊκιστικό» ακραίο κέντρο (ΚΙΝΑΛ, Ποτάμι, ΝΔ Μητσοτάκη). 


5. Απόρρητο έγγραφο της ΕΛΑΣ, που αποκαλύφθηκε από την εφημερίδα «ΝΕΑ» 5 χρόνια μετά, αποκάλυπτε γλαφυρά ότι «η μισή αστυνομία ήθελε να συλληφθεί ο Περίανδρος και η άλλη μισή όχι». Άρθρο της Αρετής Αθανασίου, «ΤΑ ΝΕΑ», 17.4.2004, αναφέρεται από τον Δημήτρη Ψαρρά, στο «Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής», σελ. 184.


6. «Κοινή επιχείρηση Χρυσής Αυγής και αστυνομίας» είδε το Alter στις 3.2.08, παρουσιάζοντας τα επίμαχα πλάνα σε μέλη της αστυνομίας και της ίδιας της ΧΑ, που έβγαλαν από τα ρούχα του τον παρουσιαστή («πουλάκια κάνουν τα μάτια μας;») με τις «διαψεύσεις» τους. 


7. Ο Στέφανος Χίος, από τις στήλες τότε της Espresso περιγράφει στις 23 Νοέμβρη του 2008 ως «όμηρους του Άγιου Παντελεήμονα» τους Έλληνες κατοίκους της γειτονιάς, κάνοντας λόγο για 30.000 μετανάστες που «σκοτώνουν, ληστεύουν, κτηνοβατούν». Από το Νοέμβρη του 2008 συγκροτείται η Κίνηση Κατοίκων του 6ου Διαμερίσματος, με στόχο τη διοργάνωση ανοιχτών εκδηλώσεων ενάντια στη μισαλλοδοξία. «Βλέπαμε το κακό να έρχεται», δήλωσε το ενεργό μέλος της, Χρήστος Ρουμπάνης, σε μεταγενέστερη συνέντευξή του («Είναι Πράγματι ο Άγιος Παντελεήμονας η Γειτονιά των Χρυσαυγιτών;», στο vice.com)


8. Ο «Ιός» της «Ελευθεροτυπίας», καταγράφοντας τις φασιστικές επιθέσεις, περιέγραψε το 2009 ως «χρονιά του μαύρου τρόμου». Παρατίθεται από τον Δημοσθένη Παπαδάτο-Αναγνωστόπουλο, στο «Ο Μαυροκόκκινος Δεκέμβρης», σελ. 233-236. Για μια πληρέστερη συνολικά παρουσίαση της θέσης για την ένταξη της ΧΑ σε μια συνολική καθεστωτική στρατηγική «αντιεξέγερσης» μετά το Δεκέμβρη του ’08, βλ. το κεφάλαιο «MerryCrisis: κράτος και Ακροδεξιά, αντι-εξέγερση και παθητική επανάσταση» στο ίδιο βιβλίο. 


9. «Αγανακτισμένοι και Χρυσή Αυγή», στα «Ενθέματα» της «Αυγής» το Σεπτέμβρη του 2012, σε ένα σημείωμα-απάντηση στον ισχυρισμό που είχε διατυπώσει τότε πρώτος ο Νίκος Μαραντζίδης στην «Καθημερινή», ότι «Η Χρυσή Αυγή γεννήθηκε στον Άγιο Παντελεήμονα, αλλά μεγάλωσε και νομιμοποιήθηκε πολιτικά στην πλατεία Συντάγματος».


10. Ο Δημήτρης Ψαρράς υπενθυμίζει ως σύμβολο της «μεταστροφής» την περίπτωση της Ελληνικής Χαλυβουργίας. Όπου η ΧΑ υποστηρίζει τον επιχειρηματία στην αρχή της εμβληματικής απεργίας και λίγους μήνες μετά οργανώνει μια προβοκατόρικη «επίσκεψη αλληλεγγύης» στους απεργούς. «Η Μαύρη Βίβλος της Χρυσής Αυγής», σελ. 391-392.


11. Για την ισπανική ακροδεξιά, τη σχέση της με το Λαϊκό Κόμμα και την «αυτονόμηση» του Vox, βλ. Μιγκέλ Ουρμπάν, «Ο Φράνκο δεν ξεριζώθηκε ποτέ», στο τεύχος 12 του περιοδικού «Κόκκινο». 


12. Εκτίμηση του δικηγόρου αρκετών θυμάτων της οργάνωσης, Δημήτρη Ζώτου, στην εκπομπή Transit της ΝΕΤ το Μάη του 2005. Παρατίθεται από τον Δ. Ψαρρά, στη «Μαύρη Βίβλο της ΧΑ», σελ. 165)


13. Για μια αναλυτική περιγραφή της μαρτυρίας της Αναστασίας Τσουκαλά, βλ. «Σχολή Αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ: “Φυσικά είμαστε φασίστες. Υπάρχει κανένα πρόβλημα;”», ρεπορτάζ της Μαρινίκης Αλεβιζοπούλου και του Αυγουστίνου Ζενάκου, στο Unfollow No 30.


14. Αυτό το απόσπασμα της σύνοψης του βιβλίου αποτυπώνει την ελληνική πραγματικότητα: «Ιστορικά, η συντεταγμένη εξουσία στην Ελλάδα έχει αναπτύξει δυναμικά ειδύλλια με τη δεξαμενή αυτή, τα οποία παρά τη διακοπή τους μετά το 1974, δείχνουν να αντέχουν στον χρόνο. Ο στρατός, η αστυνομία, η δικαιοσύνη και η εκκλησία έχουν υπάρξει οι κατεξοχήν βραχίονες ενός κράτους “εθνικού και ιδεολόγου”, στη μείζονα διαδρομή του 20ού αιώνα. Πάντα υπάρχουν κάποιοι θύλακες στο εσωτερικό αυτών των πολιτειακών μηχανισμών που επιθυμούν να ανασυστήσουν το ειδύλλιο αυτό. Η ενθάρρυνσή τους από τον πολιτειακό περίγυρο κι από τα μηνύματα ανοχής που στέλνει η εκάστοτε κυβέρνηση και η κοινωνία, τους δίνει την ευκαιρία. Αυτό συμβαίνει σήμερα». 


Για την ιδιαίτερη έμφαση στο -υποτιμημένο- σκέλος του δικαστικού συστήματος, «Βαθύ το κράτος της δικαιοσύνης στην Ελλάδα» (συνέντευξη στην lifo). 


15. Για περισσότερα στοιχεία, βλ. «Συνήγορος του Πολίτη: Η ρατσιστική βία θέριεψε μαζί με τα ποσοστά της ΧΑ», στο «Βήμα», 25 Σεπτέμβρη 2013.


16. Πιέρ Μιλζά, «Οι Μελανοχίτωνες της Ευρώπης: Η ευρωπαϊκή ακροδεξιά από το 1945 μέχρι σήμερα». Μια από τις πληρέστερες καταγραφές των μεταπολεμικών μεταμορφώσεων της ακροδεξιάς. Το κεφάλαιο για τη «Νέα Δεξιά», ιδιαίτερα σε Γαλλία και Ιταλία μετά τη δεκαετία του ’70, περιγράφει αυτήν την «υιοθέτηση» του Γκράμσι από ακροδεξιούς διανοούμενους. 


17. Βλ. ενδεικτικά για μια τέτοια προσέγγιση του φαινομένου στην περίπτωση της Βραζιλίας: Βαλέριο Αρκάρι, «Πόσο βαθιά η ήττα;» στο τεύχος Νο 12 του περιοδικού «Κόκκινο». 


18. Η αγόρευση του Θ. Καμπαγιάννη κυκλοφορεί σε βιβλίο, το οποίο πήρε και τον τίτλο της συγκεκριμένης αποστροφής του λόγου του: «Με τις μέλισσες ή με τους λύκους; Αγόρευση στη δίκη της Χρυσής Αυγής». Αξίζει να αναφέρουμε ότι σε βιβλίο κυκλοφορεί και η αγόρευση του Κώστα Παπαδάκη: «Το “άλλο άκρο” στο εδώλιο: Δικαιοσύνη ή ατιμωρησία ξανά;».


19. Βλ. «Ο λαός στο δρόμο, οι ναζί στη φυλακή!», στο φύλλο 462 της Εργατικής Αριστεράς. 


20. Βλ. συνέντευξη στο φ. 461 της Εργατικής Αριστεράς. Δημοσιευμένη στο Rproject με τίτλο «Στην τελική ευθεία για την καταδίκη των νεοναζί». 


21. ό.π.


22. Για την σχετική παρέμβαση και τις τότε εκτιμήσεις για την επιλογή της κυβέρνησης να ασκήσει δίωξη, βλ. «Construire une mobilisation antifasciste et contre l’austérité», στο alencontre.org


23. Για την περίπτωση της Γερμανίας, αξίζει να δει κανείς τη σειρά Babylon Berlin, για μια «ζωντανή αναπαράσταση» αυτής της σύνθετης σχέσης. 


24. Το άδοξο τέλος ή η καθήλωση στην ανυποληψία κάποιων πιο «αντικαπιταλιστικών» νεοναζιστικών οργανώσεων στην Ελλάδα (οι «αγριονεολαίστικοι» Αυτόνομοι Εθνικιστές ή ο «στρασερικός» Μαύρος Κρίνος) που έμπαιναν στην εποχή της κρίσης «επί ίσοις όροις» με την ΧΑ σε επίπεδο μεγέθους, υπογραμμίζει τη σημασία των δεσμών με το κράτος από την ανάποδη, ως αρνητικό παράδειγμα. Για την τακτική αυτών των ομάδων, βλ. Πάνο Πέτρου, «Ο κίνδυνος της ακροδεξιάς» στο τεύχος Νο 19 της Διεθνιστικής Αριστεράς, όπου είναι εμφανής μια –τότε– υπερτίμηση των δυνατοτήτων τους και αντίστοιχα μια τάση υποτίμησης των προοπτικών της ΧΑ.


25. Βλ. Πολ Μέισον, «Labour’s best tactic to beat Boris Johnson? A popular front», στον Guardian, όπου εισηγούταν στην τότε ηγεσία Κόρμπιν να συμμαχήσει με τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες για να σταματήσει το «ακροδεξιό Brexit», επικαλούμενος τις εμπειρίες της Γαλλίας και της Ισπανίας και τη στρατηγική του Δημητρόφ, αποσιωπώντας τις ήττες στις οποίες οδήγησαν. 


Για τις ΗΠΑ, βλ. Ντέιβιντ Ρέντον, «On the limits of liberal anti-fascism». Αναδεικνύει τις υπερβολές των φιλελεύθερων στην ταύτιση του Τραμπ με το φασισμό ώστε να ζητήσουν «λαϊκό μέτωπο» εναντίον του. Βλ. επίσης Άνταμ Τερλ, «The urgency of antifascism». Ο Τερλ αφήνει ανοιχτό το ζήτημα της φασιστικής απειλής στις ΗΠΑ, αλλά επιχειρηματολογεί ότι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν υπάρχει δυνατότητα για «λαϊκό μέτωπο» με τους φιλελεύθερους, γιατί δεν είναι αξιόπιστοι σύμμαχοι απέναντι σε μια τόσο μεγάλη απειλή. 


26. Παρατίθεται από τον Ντέιβιντ Ρέντον στο «Right populism or neofascism?», στο tempestmag.org


27. Βλ. Βαλέριο Αρκάρι, «Πόσο βαριά η ήττα;», περιοδικό Κόκκινο, τεύχος 12. 


28. Στην ανταλλαγή απόψεων μεταξύ Ρέντον και Τερλ, υπάρχει συμφωνία να κοιτάξουμε περισσότερο στη δεκαετία του ’20 (το κλίμα μιλιταρισμού κι εθνικισμού που ευνόησε αργότερα την άνοδο του φασισμού όταν αυτή έγινε εφικτή κι αναγκαία) και λιγότερο στη δεκαετία του ’30 (άνοδος φασιστικών κομμάτων και επιλογή της «φασιστικής λύσης» από την αστική τάξη) αν θέλουμε να βρούμε κάποιες αναλογίες. 


29. Βλ. Πάνο Πέτρου, «Σκοτεινές μέρες στη Γαλλία» και «Όχι στην ισλαμοφοβία», φ. 463 της Εργατικής Αριστεράς. 

 

Συντάκτης
Πάνος Πέτρου