Η επερχόμενη κρίση και η άνοδος του «εθνικο-φιλελευθερισμού»

Ανρί Βιλνό
Ημερ.Δημοσίευσης

Μια επισκόπηση της κατάστασης της παγκόσμιας οικονομίας, της πορείας της προς μια νέα κρίση και των πιθανών αστικών απαντήσεων. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο σάιτ alencontre και στο internationalviewpoint το Νοέμβρη του 2019. Τη μετάφραση από την αγγλική εκδοχή έκανε ο Θάνος Λυκουργιάς. O Ανρί Βιλνό είναι μέλος του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος και της 4ης Διεθνούς. Αρθρογραφεί συστηματικά για θέματα οικονομίας.

ρολόι-πυξίδα κρίση

Οι σημαντικότεροι οικονομικοί και πολιτικοί ηγέτες του κόσμου περιμένουν και προετοιμάζονται, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, για μια απότομη επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης, η οποία είναι πιθανό να συνδυαστεί και με μια χρηματοοικονομική κρίση.

Η λέξη «κρίση» βρίσκεται στα χείλη όλων: Συναντάται στον Τύπο και σε πλήθος κειμένων οικονομικής ανάλυσης, συχνά όμως χωρίς να ξεκαθαρίζεται τι ακριβώς σημαίνει.

Ορισμένες φορές γίνονται αναφορές σε αυτό που αρκετοί οικονομολόγοι ονομάζουν «μακρόχρονη στασιμότητα», μια κατάσταση εξάντλησης της ανάπτυξης που συνδυάζεται με περιοδικές υφέσεις. Μια εκδοχή αυτής της ανάλυσης εστιάζει στο ότι η «ψηφιακή επανάσταση» δεν έχει σημαντική απόδοση στην αύξηση της παραγωγικότητας, παρά το ότι επιφανειακά δείχνει πως το επιτυγχάνει.

Μεταξύ των μαρξιστών αυτή η ανάλυση αλληλοεπικαλύπτεται με τη θεωρία των Μακρών Κυμάτων του καπιταλισμού, την οποία ανέπτυξε ο Ερνέστ Μαντέλ, με βασικό πρόταγμα αυτής της ανάλυσης ότι ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από μια διαδοχή μακρών περιόδων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, εντός των οποίων εναλλάσσονται επεκτατικές και υφεσιακές φάσεις. Με βάση αυτή την προσέγγιση, βρισκόμαστε σήμερα σε μια καθοδική φάση, η οποία χαρακτηρίζεται παγκοσμίως από μια αδύναμη και χαοτική ανάπτυξη. Ταυτόχρονα εξελίσσεται και η ιδέα ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη έχει έρθει αντιμέτωπη με όρια τα οποία δεν μπορεί να υπερβεί, συγκεκριμένα με την καταστροφή της ισορροπίας του οικοσυστήματος, ειδικά της βιόσφαιρας. Αυτή η σημαντικότατη θέση υποστηρίζεται από τον Francois Chesnais [ΣτΜ: Γάλλος οικονομολόγος και ακαδημαϊκός, επίσης μέλος του NPA].

Αυτά τα δύο ζητήματα είναι ιδιαίτερα σοβαρά και κρίσιμα, ιδίως το δεύτερο, αλλά το συγκεκριμένο άρθρο εστιάζει στα πιο άμεσα ζητήματα: την ανάλυση της «επερχόμενης» κρίσης, υπό την έννοια μιας συνολικής επιβράδυνσης στην αύξηση του παγκόσμιου ΑΕΠ, σε συνδυασμό με μια πιθανή πτώση στις χρηματαγορές. Μια τέτοιου τύπου κρίση, η οποία επανέρχεται τακτικά εντός του καπιταλισμού, μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο σοβαρή κάθε φορά.

Πού βαδίζει η παγκόσμια οικονομία;

Σχηματικά, μπορούμε να παρουσιάσουμε 3 σενάρια:

1) Βραδύτερη ανάπτυξη (πιθανώς σε συνδυασμό με μια πτώση στις κεφαλαιαγορές).

2) Χρηματοοικονομική κρίση σε συνδυασμό με ένα «επεισόδιο» ύφεσης (π.χ. αρνητική ανάπτυξη σε έναν μεγάλο αριθμό καπιταλιστικών κρατών).

3) Χρηματοοικονομική κρίση σε συνδυασμό με βαθιά γενικευμένη ύφεση.

Η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται ήδη στη φάση 1, καθώς όλοι οι δείκτες περιγράφουν υποχώρηση στην ανάπτυξη. Το ερώτημα είναι εάν οι καταστάσεις 2 και 3 μπορούν να αναδυθούν από αυτή τη συγκυρία. Μπορούμε να «κατανοήσουμε κάθε συγκεκριμένη κρίση μόνο σε συνδυασμό με τη σχέση που έχει αυτή με την ανάπτυξη της κοινωνίας παγκοσμίως» (Paul Mattick, «Κρίσεις και θεωρίες κρίσεων», 1974, παρατίθεται από τον Francois Chesnais). Είναι συνεπώς ανεπαρκές να επαναλαμβάνουμε δογματικές αλήθειες σχετικά με τον αναπόφευκτο χαρακτήρα των κρίσεων μέσα στον καπιταλισμό, ή να αρκούμαστε στον εξονυχιστικό έλεγχο των διακυμάνσεων στο ποσοστό του κέρδους (αν και είναι απαραίτητο να προσπαθούμε να τις προσδιορίσουμε). Πολύ περισσότερο, σε αντίθεση με αυτό που κάνουν τα μίντια καθημερινά, το ζήτημα δεν είναι να εστιάσουμε στα χρηματοπιστωτικά ή να αποδώσουμε την ευθύνη για την επιβράδυνση της ανάπτυξης αποκλειστικά και μόνο στα προστατευτικά μέτρα του Τραμπ.

O Τραμπ δεν λειτουργεί ως ταύρος μέσα σε ένα υγιές, κατά τα άλλα, υαλοπωλείο. Συνολικά η κίνηση της παγκόσμιας οικονομίας χαρακτηρίζεται από τη συσσώρευση διαδικασιών, που οδηγούν σε ύφεση. Τον περασμένο Ιούλιο, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) μετέβαλε ξανά προς το χειρότερο τις προβλέψεις του, για τέταρτη φορά μέσα σε ένα χρόνο. Το Σεπτέμβριο του 2019 ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ, το άλλο μεγάλο καπιταλιστικό οικονομικό παρατηρητήριο) κινήθηκε προς την ίδια κατεύθυνση και τώρα αναμένει παγκοσμίως ανάπτυξη 2,9% για φέτος και 3% για του χρόνου. Όπως αναφέρει το συγκεκριμένο δελτίο του Οργανισμού, πρόκειται για «την ασθενέστερη ανάπτυξη μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και με κινδύνους που συνεχίζουν να αυξάνονται».

Η κατάσταση στις ΗΠΑ δεν είναι δεδομένη, αλλά αυξάνεται η απαισιοδοξία. Η Ευρωζώνη συνολικά είναι στατική ή και στο χείλος της ύφεσης (δηλαδή τείνει προς αρνητική ανάπτυξη). Η βιομηχανική παραγωγή έπεσε κατά 1,6% τον Ιούνη του 2019 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2018 και η καθοδική τάση συνεχίζεται. Στη Γερμανία φαίνεται ήδη ο αντίκτυπος στο ΑΕΠ, το οποίο μειώθηκε κατά 0,1% στο δεύτερο τρίμηνο του 2019. Η Ιταλία βρίσκεται επίσης σε δύσκολη θέση. Στη Γαλλία και την Ισπανία η ανάπτυξη επιβραδύνεται, αλλά παραμένει θετική. Στην Κίνα επίσης, η ανάπτυξη μειώνεται παρά τα διαρκή μέτρα ενίσχυσης της οικονομίας. Η Βραζιλία παραμένει σε ύφεση και η Αργεντινή επίσης.

Ορισμένες μόνο χώρες βρισκόμενες σε φάση «σύγκλισης» [ΣτΜ: ο όρος που μεταφράστηκε ήταν catch-up situation, ο οποίος παραπέμπει στις αναδυόμενες οικονομίες, οι οποίες τείνουν να αναπτυχθούν πιο γρήγορα από τις αναπτυγμένες, συγκλίνοντας προς αυτές] –όπως η Ινδία και το Βιετνάμ– διατηρούν ρυθμούς ανάπτυξης (με αυτούς της Ινδίας να επιβραδύνονται) μέσα σε ένα σχετικά αισιόδοξο κλίμα (αν εξαιρέσουμε τις ανισότητες και την καταστροφή στο περιβάλλον).

Το διεθνές εμπόριο εμφανίζει σαφή επιβράδυνση: η μεγέθυνση στο συνολικό όγκο των εμπορικών συναλλαγών αναμένεται να πέσει από το 3,7% του 2017, στο 2,5% το 2019.

Η υπερπαραγωγή είναι εμφανής στη σιδηρουργία. Η Arcellor Mittal [ΣτΜ: ίσως η μεγαλύτερη πολυεθνική εταιρεία παραγωγής χάλυβα] εκτιμά τη μείωση στην Ευρωπαϊκή αγορά ατσαλιού εντός του 2019 κατά 1% έως 2%. Η αυτοκινητοβιομηχανία παραμένει ο σημαντικότερος βιομηχανικός κλάδος του παγκόσμιου καπιταλισμού και οι εξελίξεις μέσα σε αυτόν είναι ενδεικτικές των γενικών τάσεων. Για το 2019 αναμένεται να καταγραφεί μείωση της τάξης του 3% στην παραγωγή του κλάδου παγκοσμίως. Έπειτα θα υπάρξει μια περίοδος λήθαργου, ενώ η επιστροφή στα επίπεδα παραγωγής του 2018 αναμένεται ότι θα γίνει εφικτή μόνο το 2022.

Η Κίνα, η μεγαλύτερη αγορά παγκοσμίως, θα πέσει σε λιγότερα από 25 εκατομμύρια οχήματα το 2019, μια μείωση της τάξης του 6% από την κορυφή που καταγράφηκε το 2017. 

Τα ποσοστά των κερδών των πρόσφατων ετών δεν δείχνουν να έχουν επιστρέψει στα προ του 2007 επίπεδα.

Η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης είναι σήμερα το κύριο εργαλείο των καπιταλιστών στον αγώνα τους για να εξασφαλίσουν τα κέρδη. Οι μισθοί λημνάζουν (με εξαίρεση ορισμένες κατηγορίες στις πιο εξειδικευμένες βιομηχανίες) στις ανεπτυγμένες οικονομίες (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν χαμηλή ανεργία, όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία).

Τα κράτη επίσης παίζουν το ρόλο του «δεκανικιού» των καπιταλιστών (στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες) με τις περικοπές στη φορολογία των επιχειρήσεων να υποστηρίζουν τα (μετά φόρων) κέρδη. Στα πιο πρόσφατα τρίμηνα το ποσοστό των κερδών δείχνει να έχει μειωθεί στις ΗΠΑ. Αυτά θα λειτουργήσουν ανασταλτικά για τις επενδύσεις, οι οποίες –ούτως ή άλλως– θα υποστούν τις συνέπειες της αβεβαιότητας του οικονομικού και γεωπολιτικού κλίματος (Εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ-Κίνας, Brexit κ.ο.κ.).

Τα εταιρικά κέρδη χρησιμοποιήθηκαν κυρίως για συγχωνεύσεις εταιριών, επαναγορές μετοχών και διανομή μερισμάτων, ή παραμένουν σε ρευστοποιήσιμες επενδύσεις, ενώ οι ιδιωτικές επενδύσεις στην παραγωγή εξακολουθούν να είναι περιορισμένες. Οι δημόσιες επενδύσεις περιορίζονται από τις πολιτικές λιτότητας. Ο καπιταλισμός είναι πιο χρηματιστικοποιημένος από ποτέ. Οι χρηματοοικονομικοί τίτλοι συνεχίζουν να αυξάνονται μετά το σοκ του 2007-2009. Οι τιμές των μετοχών μοιάζουν αποσυνδεδεμένες από τις πραγματικές εταιρικές επιδόσεις. Επί του παρόντος, οι χρηματαγορές βρίσκονται σε περιδίνηση στο έλεος των ανακοινώσεων των ΗΠΑ και των διεθνών αβεβαιοτήτων. Τα επιτόκια είναι πλέον ξεκάθαρα μειούμενα ή και αρνητικά. Εδώ παρουσιάζεται ένας, φαινομενικά, ανορθολογισμός: παρά τη γενική τάση για πτώση, τα επιτόκια των μεσομακροπρόθεσμων τίτλων έχουν αυξητική τάση σε σύγκριση με τα επιτόκια των κοντοπρόθεσμων τίτλων.

Επιστροφή στο 2008-2009

Για να κατανοήσουμε αυτή την κατάσταση, χρειάζεται να επιστρέψουμε στο 2008-2009. Οι κεντρικές τράπεζες τα τελευταία δέκα χρόνια διοχέτευαν δωρεάν (ή σχεδόν δωρεάν) ρευστότητα στα πιστωτικά ιδρύματα. Πράγματι, αφού ξεπεράστηκε το ναδίρ της κρίσης, ήταν αυτές που διασφάλισαν την «καθοδήγηση» των οικονομιών. Στην ουσία, τρεις ήταν οι κύριοι παράγοντες που συνετέλεσαν, από το 2008-2009 και έπειτα, στην αποφυγή της κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος και των μεγάλων καπιταλιστικών οικονομιών.

-Ως πρώτο βήμα, τα κράτη είτε πραγματοποίησαν δαπάνες (υποστηρίζοντας τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις και ενίοτε κάποιες κοινωνικές δαπάνες) ή δεν ισοσκέλισαν τις απώλειες των εσόδων ή των προαναφερθεισών δαπανών μέσω επιπλέον φορολογίας. Αυτά οδήγησαν σε μια αύξηση του δημόσιου χρέους.

-Πολύ σύντομα όμως, στις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες έφτασε η ώρα για δημοσιονομικό ισοσκελισμό: στην Ευρωζώνη μέσα στα πλαίσια που ορίζουν οι Συνθήκες, οι οποίες ενισχύθηκαν επιπλέον το 2012, ενώ στις ΗΠΑ οι Ρεπουμπλικάνοι μπλόκαραν όλα τα δημοσιονομικά «ανοίγματα» της διακυβέρνησης Ομπάμα.

-Οι κεντρικές τράπεζες χαμήλωσαν τα επιτόκιά τους και επιδίωξαν τις πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης (QE), αγοράζοντας κρατικά ομόλογα και χρεόγραφα από τράπεζες. Το QE είχε ως στόχο να ενθαρρύνει τις τράπεζες να χορηγήσουν δάνεια πιο εύκολα, ώστε να δώσουν ώθηση στην παραγωγή και την απασχόληση. Το QE αυξάνει έτσι το σύνολο των χρημάτων που βρίσκονται σε κυκλοφορία, οπότε –σύμφωνα με τη θεωρία– θα έχει ως αποτέλεσμα την αναζωογόνηση της οικονομίας και την αποφυγή του κινδύνου του αποπληθωρισμού (μη ελεγχόμενης πτώσης των τιμών).

Αυτές οι πολιτικές απέτρεψαν την κατάρρευση, η οποία θα σήμαινε την «κάθαρση» του συστήματος μέσω μιας σειράς χρεοκοπιών σε τράπεζες και επιχειρήσεις. Αλλά οι καπιταλιστικές οικονομίες δεν βγήκαν από το τέλμα και η «θεραπεία» είχε ως κόστος τη διαμόρφωση των όρων για τη δημιουργία μιας σειράς από χρηματοοικονομικές φούσκες: τα χρήματα που διοχετεύθηκαν τροφοδότησαν τη χρηματιστηριακή κερδοσκοπία.

Τελικά, άλλος ένας παράγοντας έπαιξε ρόλο στην υποστήριξη των οικονομιών στις χώρες του ΟΟΣΑ: η Κίνα, της οποίας οι εισαγωγές αυξάνονταν δυναμικά και όπου το Outsourcing (η εξωτερική ανάθεση) και οι επενδυτικές δραστηριότητες έδωσαν τη δυνατότητα για διατήρηση των κερδών στις εταιρίες χωρών του ΟΟΣΑ. Μεταξύ του 2007 και του 2018, οι κινεζικές εισαγωγές διπλασιάστηκαν. Ήταν μια πολύ ταχύτερη αύξηση από το συνολικό παγκόσμιο εμπόριο. Οι αμερικάνικες εξαγωγές προς την Κίνα αυξήθηκαν κατά 86% μέσα σε δέκα χρόνια, ενώ κατά την ίδια περίοδο, οι εξαγωγές προς τον υπόλοιπο κόσμο αυξήθηκαν κατά μόλις 21%.

Την ίδια στιγμή, ο κόσμος άλλαζε: Η Κίνα αύξησε τις εξαγωγές της και μείωσε (με ανόμοιο τρόπο μεταξύ των διάφορων κλάδων) τη σχετική τεχνολογική καθυστέρησή της. Σήμερα, η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας επηρεάζει την παγκόσμια κατάσταση και ειδικά ορισμένες χώρες: τη Γερμανία μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, όπως και τις χώρες-εξαγωγείς προϊόντων του πρωτογενούς τομέα.

Ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα στο έλεος της οικονομικής συγκυρίας

Από το 2015 και μετά, οι κεντρικές τράπεζες προσπάθησαν με δειλά βήματα να περιορίσουν τις πολιτικές που εφαρμόστηκαν μετά την κρίση (χαμηλά επιτόκια και ποσοτική χαλάρωση), αλλά αυτή η προσπάθεια δεν διήρκησε, καθώς η καπιταλιστική οικονομία είναι με μια έννοια «εθισμένη» στα χαμηλά επιτόκια και τη ρευστότητα που εκκρίνεται από τις κεντρικές τράπεζες.

Το 2019, ερχόμενες αντιμέτωπες με την οικονομική επιβράδυνση, πολλές κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο μείωσαν τα επιτόκιά τους. Η αμερικανική Fed το έπραξε στις 31 Ιουλίου και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις 12 Σεπτέμβρη. Ανακοινώθηκε επίσης η συνέχιση της ποσοτικής χαλάρωσης. Το χρηματοοικονομικό σύστημα είναι εύθραυστο. Τα κράτη και κυρίως οι μη-χρηματοπιστωτικές εταιρείες [ΣτΜ: επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται κυρίως στην παραγωγή και στην παροχή μη-χρηματοοικονομικών υπηρεσιών] έχουν όλο και μεγαλύτερα χρέη.

Τα συνολικά ανεξόφλητα εταιρικά ομόλογα που εκδόθηκαν από μη-χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, έφθασαν σε επίπεδα ρεκόρ, κοντά στα 13.000 δισ. δολάρια στο τέλος του 2018. Πρόκειται για το διπλάσιο του ύψους στο οποίο βρίσκονταν πριν την κρίση του 2008. Τα ομόλογα που εκδίδονται από τις επιχειρήσεις είναι διαβαθμισμένης ποιότητας, κάτι το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση αδυναμιών αποπληρωμής και χρεοκοπίες στην περίπτωση μιας οικονομικής ύφεσης.

Από το 2008 έχει υπάρξει ένας πολλαπλασιασμός των εταιρειών που οι διεθνείς οργανισμοί χαρακτηρίζουν ως «εταιρείες-ζόμπι». Πρόκειται για εταιρείες οι οποίες επιβιώνουν αποκλειστικά και μόνο δανειζόμενες, αποκτώντας όλο και μεγαλύτερα χρέη και επωφελούμενες των χαμηλών επιτοκίων: έχουν φτάσει στο 6% των επιχειρήσεων κατά μέσο όρο στις 14 κύριες αναπτυγμένες χώρες. Συνεπώς, το βασικό στοιχείο της ευθραυστότητας του συστήματος είναι πλέον χωρίς αμφιβολία το χρέος των επιχειρήσεων, που θα μπορούσε να προκαλέσει μια τραπεζική κρίση σε περίπτωση παρατεταμένης οικονομικής επιβράδυνσης. Τέλος, αυξάνεται ιδιαίτερα ο λεγόμενος «σκιώδης τραπεζικός τομέας», δηλαδή οι πιστωτικοί οργανισμοί οι οποίοι δεν υπόκεινται στο ρυθμιστικό πλαίσιο των κεντρικών τραπεζών (το οποίο δεν συνεπάγεται απαραιτήτως ότι διεξάγουν παράνομες δραστηριότητες), ειδικά στην Κίνα. Στο τέλος του 2017, αυτός ο τομέας περιλάμβανε το 14% των χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων παγκοσμίως.

Μια ακόμα αποτύπωση της ευθραυστότητας του χρηματοοικονομικού συστήματος έκανε την εμφάνισή της στα μέσα Σεπτέμβρη: την Τρίτη 17 Σεπτέμβρη του 2019, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ διοχέτευσε αιφνιδίως 53 δισ. δολάρια στις τράπεζες, καθώς τα επιτόκια στη διατραπεζική αγορά (την αγορά στην οποία οι τράπεζες δανείζουν και δανείζονται χρήματα σε ημερήσια βάση) είχαν ανέβει απότομα κοντά στο 10%. Αυτές οι ενέσεις ρευστότητας συνεχίστηκαν και στις επόμενες μέρες και με αυτό τον τρόπο «εξαερώθηκαν» 300 δισ. δολάρια. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι τα στελέχη της Fed ακόμα προσπαθούν να εντοπίσουν τα αίτια του ξεσπάσματος αυτού του «πυρετού». Αυτού του τύπου η παρέμβαση θυμίζει τον Σεπτέμβρη του 2008, όταν οι μεγάλες τράπεζες βρίσκονταν σε σύγχυση και σταμάτησαν τον αμοιβαίο δανεισμό (κάτι που οδήγησε στην κατάρρευση της Lehman Brothers) και χρειάστηκε να καταφύγουν για βοήθεια στις κεντρικές τράπεζες.

Ο Καπιταλισμός αφοπλισμένος ενώπιον μιας νέας κρίσης;

Συνεπώς, δεν υπάρχει μόνο μια σημαντική επιβράδυνση στις οικονομίες, αλλά στη συγκυρία υπάρχουν επίσης και τα στοιχεία μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Πολλοί οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι, εφόσον εμφανιστεί μια νέα χρηματοοικονομική κατάρρευση, τα κράτη θα έχουν πολύ λιγότερους πόρους από το 2008 για να τη διαχειριστούν: τα δημόσια χρέη είναι ήδη υψηλά (κάτι που απαγορεύει την καταφυγή σε δημοσιονομικά ελλείμματα) και τα τραπεζικά επιτόκια μπορούν να χαμηλώσουν μόνο οριακά περισσότερο από το χαμηλό σημείο όπου ήδη βρίσκονται. Αυτή η εκτίμηση περί «αδυναμίας» των κρατών είναι αμφισβητήσιμη: εάν μια κρίση απειλήσει σοβαρά την οικονομική σταθερότητα, υποθέτουμε ότι τα κράτη και οι κεντρικές τράπεζες δεν θα δίσταζαν να υπερπηδήσουν αυτούς τους περιορισμούς, υιοθετώντας «ετερόδοξες» λύσεις, όσο κι αν δυσαρεστήσει αυτό τους νεοφιλελεύθερους.

Εξάλλου, ο άνεμος σήμερα σπρώχνει την αμφισβήτηση και τις αναρωτήσεις, ακόμα και μεταξύ των ορθόδοξων οικονομολόγων, ακαδημαϊκών και συμβούλων των διεθνών οικονομικών οργανισμών. Οι «νέες ιδέες» ανθούν. Η Black Rock, ένας αμερικάνικος κολοσσός στη διαχείριση Αμοιβαίων Κεφαλαίων, με 68 τρισ. δολάρια επενδυμένα σε επιχειρήσεις, πρότεινε να δημιουργήσουν οι κεντρικές τράπεζες υποστηρικτικά ταμεία, τα οποία θα διανέμουν ρευστά σε επιχειρήσεις και ιδιώτες (με μηδενικά σταθερά επιτόκια).

Παρατηρούμε επίσης την επιστροφή στο προσκήνιο ιδεών που ήταν μέχρι σήμερα περιθωριακές, όπως η «σύγχρονη νομισματική θεωρία» η οποία εξετάζει την πιθανότητα αποδέσμευσης των δημόσιων δημοσιονομικών από τους περιορισμούς του χρέους, με στόχο τη χρηματοδότηση των δαπανών για το περιβάλλον και τη δημιουργία θέσεων εργασίας (γι’ αυτό και η απήχηση αυτής της θεωρίας στην αμερικάνικη Αριστερά εντός των Δημοκρατικών). Αυτές οι ιδέες αποτελούν συμπτώματα της γενικότερης αναζήτησης χώρου για ελιγμούς. Για το άμεσο μέλλον, όπως παρατηρούμε, οι κεντρικές τράπεζες βρίσκονται σε επιφυλακή και έχουν επιστρέψει σε μειώσεις επιτοκίων και εξαγορές τιτλοποιημένων δανείων. Όσον αφορά την Κίνα, ανακοίνωσε από την αρχή του 2019 μια σειρά μέτρων για να στηρίξει την οικονομία. Με όρους προϋπολογισμού, η κατάσταση άλλαξε στις ΗΠΑ με τον Τραμπ, ο οποίος περιέκοψε δραστικά τη φορολογία των πλουσίων και των επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα την αύξηση του ελλείμματος, η οποία έχει γίνει πλέον αποδεκτή από τους Ρεπουμπλικάνους. Τον περασμένο Ιούλιο, με τις ευλογίες του Προέδρου, υπήρξε συναίνεση μεταξύ των Ρεπουμπλικάνων και των Δημοκρατικών, όσον αφορά την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, η οποία διεύρυνε περισσότερο το αμερικάνικο έλλειμμα όπως και το αβυσσαλέο αμερικανικό χρέος. O Τραμπ συνεχίζει μια απόλυτα νεοφιλελεύθερη πορεία ως προς την κοινωνική και οικονομική πολιτική, αλλά σε άλλα θέματα δεν διστάζει να αψηφήσει όσα αποτέλεσαν την οικονομική ορθοδοξία για περίπου τέσσερις δεκαετίες:

Σχετικοποιεί την έγνοια για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Όχι μόνο κινήθηκε προς έναν προϋπολογισμό που αυξάνει το έλλειμμα, αλλά στα μέσα Αυγούστου η κυβέρνησή του δήλωσε ότι εξετάζει πλέον νέες περικοπές στους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές σε περίπτωση οικονομικής επιβράδυνσης. Απεχθάνεται την ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας και δεν διστάζει να την επιπλήττει δημοσίως, προτρέποντάς την να μειώσει κι άλλο τα επιτόκια. Αμφισβητεί τη ρητορική σχετικά με τα οφέλη του ελεύθερου εμπορίου και της εμπορικής πολυπολικότητας. Ο κύριος στόχος του είναι να περιορίσει το αμερικάνικο εμπορικό έλλειμμα, να ανακόψει τη μεταφορά αμερικάνικης τεχνολογίας προς την Κίνα και να συνεχίσει να επιδεικνύει την αμερικάνικη στρατιωτική ισχύ στην περιοχή του Ειρηνικού Ωκεανού. Τέλος, ο Τραμπ έχει μια αντίληψη που υπάγει τις νομισματικές πολιτικές στη λογική του ανταγωνισμού. Συνεχίζει να αυξάνει τις κατηγορίες απέναντι στην Κίνα, ακόμα και απέναντι στην Ευρωζώνη, ενώ απαιτεί η Fed να αρχίσει να ανταποδίδει τα χτυπήματα.

Υπάρχει ακόμα πιλότος στο παγκόσμιο αεροπλάνο;

Οι τρέχουσες εξελίξεις στις ΗΠΑ δεν ερμηνεύονται απλά από τις «τρέλες» του Τραμπ και την επιθυμία του να επανεκλεγεί: εκφράζουν μια γενικότερη αντίδραση στη σχετική υποχώρηση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού σε σχέση με την Κίνα. Αναδύεται όμως ένα άλλο ερώτημα. Υπάρχει ακόμα πιλότος στο παγκόσμιο αεροπλάνο για να καθοδηγήσει συντονισμένες ενέργειες; Πριν από μερικές δεκαετίες, ο αμερικανός οικονομολόγος Charles Kindleberger παρείχε μια ενδιαφέρουσα ανάλυση ως προς το γιατί η κρίση του 1929 ήταν τόσο βαθιά και διήρκεσε τόσο πολύ: Σύμφωνα με τον ίδιο, ο λόγος βρισκόταν στη διστακτικότητα των ΗΠΑ να αναλάβουν την ηγεσία της παγκόσμιας οικονομίας, όταν, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Βρετανία δεν μπορούσε πια να διατηρήσει αυτόν το ρόλο. Σύμφωνα με τον Kindleberger, η καπιταλιστική παγκόσμια οικονομία χρειάζεται έναν «σταθεροποιητή», ένα βασικό κράτος που θα αποτελεί σημείο αναφοράς και θα καθορίζει τις κατευθύνσεις.

Μετά τον Kindleberger και στον απόηχο του ισχυρισμού του, άλλοι οικονομολόγοι ανέλυσαν τα χαρακτηριστικά που οφείλει να έχει ένα τέτοιο κράτος: την ικανότητα να διαμορφώνει διεθνή πρότυπα και να τα επιβάλει, τη βούληση να λειτουργήσει έτσι, όπως και την οικονομική, τεχνολογική και στρατιωτική υπεροχή. Αξίζει να σημειωθεί ότι και ο Τρότσκι έδινε έμφαση στη σημασία που έχουν οι διεθνείς σχέσεις για τις οικονομικές εξελίξεις, γράφοντας το 1921 στην «Αναφορά για την Παγκόσμια Οικονομική Κατάσταση»:

«Οι διεθνείς σχέσεις προφανώς παίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή του καπιταλιστικού κόσμου... Η θανάσιμη κρίση, η οποία αναδύεται από τη συμπίεση των παγκόσμιων αγορών, παροξύνει την αντιπαράθεση μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών, αφαιρώντας κάθε είδους σταθερότητα από τις διεθνείς σχέσεις. Όχι μόνο η Ευρώπη, αλλά όλος ο πλανήτης μετατρέπεται σε τρελοκομείο! Υπό αυτές τις συνθήκες είναι περιττό να συζητάμε για αποκατάσταση της καπιταλιστικής ισορροπίας».

Οι ΗΠΑ έχουν παίξει έναν σταθεροποιητικό ρόλο στον καπιταλισμό από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά (και επωφελήθηκαν από αυτόν το ρόλο). Σήμερα, ο Τραμπ συγκεντρώνει όλες τις δυνάμεις στην προσπάθεια για να υπερασπιστεί τη θέση και τα συμφέροντα του αμερικάνικου καπιταλισμού. Παρά τους ελιγμούς και τους συμβιβασμούς, το κλίμα αβεβαιότητας γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές.

Συνεπώς, στην περίπτωση μιας νέας οικονομικής αναταραχής, είναι αμφίβολο αν οι ΗΠΑ θα έχουν τη δυνατότητα και τη βούληση να συγκεντρώσουν τα υπόλοιπα καπιταλιστικά κράτη υπό την ηγεσία τους, ενώ είναι πιθανό ακόμα και να σταθούν εμπόδιο σε προσπάθειες συνεργασίας. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει (όπως ίσχυσε το 1929, χωρίς να υπάρχει διάθεση ταύτισης των δύο περιπτώσεων) έναν σημαντικό παράγοντα στην εμβάθυνση της κρίσης. «Η παγκόσμια συνεργασία επιδεινώνεται διαρκώς», ανέφερε στις αρχές Ιούλη ο Μπενουά Κερέ, ένα από τα πλέον επιφανή στελέχη του Διοικητικού Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Και πρόσθεσε:

«Σήμερα θα είναι πολύ πιο δύσκολο να υλοποιηθεί μια συντονισμένη δράση, όπως αυτή που είχαμε το 2008. Δεν ισχυρίζομαι ότι θα ήταν αδύνατο, αλλά θα ήταν πολύ δυσκολότερο».

«Το μέλλον ανήκει στους πατριώτες»

Η επερχόμενη κρίση θα μπορούσε να αποτελέσει το τέλος των πολυμερών διεθνών σχέσεων, όπως και της λεγόμενης «αρμονίας» που προέκυπτε από την παγκοσμιοποίηση. Μετά την κρίση του 2007-2008, οι αστικές τάξεις και οι κυβερνήσεις επέμειναν στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση στο οικονομικό πεδίο (ενώ ενίσχυαν τις πτυχές της «ασφάλειας» και της αντιμεταναστευτικής πολιτικής στη διαχείριση της κοινωνικής τάξης). Σήμερα μετατοπίζονται με ανισομερή και διαφορετικό τρόπο από κράτος σε κράτος. Σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε το 2017, ο Ζαν-Φρανσουά Μπαγιάρ πρότεινε τον όρο «εθνικο-φιλελευθερισμός» για να χαρακτηρίσει το πλαίσιο εντός του οποίου κινείται μια μεγάλη μερίδα των σημερινών ηγεσιών, παρά τις διαφορές και τις αντιφάσεις μεταξύ τους: Υιοθετούν τόσο την αναφορά στην παγκόσμια οικονομία, όσο και την υποστήριξη στην εθνική κυριαρχία, ενώ προσπαθούν να κρύψουν την αντίφαση που προκύπτει μεταξύ των δύο, υιοθετώντας μια ρητορική «πυγμής». «Το μέλλον ανήκει στους πατριώτες», δήλωσε ο Τραμπ στον ΟΗΕ στις 24 Σεπτέμβρη. Δεν είναι μόνος σε αυτή του τη θέση. Μια «απο-παγκοσμιοποίηση» δεν βρίσκεται μάλλον στον ορίζοντα, αλλά τα κράτη θα αποτελέσουν ξανά κρίσιμο παράγοντα και οι γεωπολιτικές παράμετροι θα αυξήσουν σημαντικά την επίδρασή τους στο διεθνές εμπόριο και στις επενδύσεις.

Όμως, οι τρόποι οργάνωσης της παραγωγής και της ανταλλαγής, όπως και τα επίπεδα της οικονομικής αλληλεξάρτησης, δεν θα επιστρέψουν στο σημείο που βρίσκονταν πριν τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Οι επιχειρήσεις ψάχνουν πάντα τρόπους να περιορίσουν τα κόστη τους, μεταφέροντας τις παραγωγικές δραστηριότητες εκεί όπου είναι φθηνότερες, με λιγότερους περιορισμούς, με χαμηλότερη προστασία του περιβάλλοντος. Οι αλυσίδες αξίας (ο τρόπος, δηλαδή, με τον οποίο οι επιχειρήσεις οργανώνουν τα επιμέρους στάδια της δραστηριότητάς τους για να είναι ανταγωνιστικές και να μεγιστοποιούν τα κέρδη τους) παρουσιάζουν μέχρι στιγμής οριακές μόνο μεταβολές (όπως, για παράδειγμα, κάποιες μεταφορές από την Κίνα στο Βιετνάμ). Τέλος, όπως έχει εμφατικά τονιστεί σε άλλα κείμενα, αναδύονται γεωπολιτικοί κίνδυνοι κάθε είδους: εθνικισμοί, απόρριψη των μεταναστών, επανεκκίνηση της κούρσας των εξοπλισμών, ενίσχυση του αυταρχισμού, προσκόλληση των αστικών τάξεων στην υπεράσπιση της «κοινωνικής τάξης», η προοπτική παράλυσης και μια πιθανή επιστροφή της ευρωπαϊκής κρίσης, πέρα από το Brexit κ.ο.κ.

Συμπερασματικά:

-Μια σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης βρίσκεται σε εξέλιξη και θα έχει επιπτώσεις όσον αφορά την αύξηση της ανεργίας και νέες επιθέσεις στα εργασιακά δικαιώματα και τις κοινωνικές κατακτήσεις εν γένει.

-Η χρηματοοικονομική κρίση είναι πιθανό ότι θα εμφανιστεί σε σχετικά σύντομο χρονικό ορίζοντα.

-Είναι σε εξέλιξη μεγάλοι μετασχηματισμοί στους διεθνείς «κανόνες του παιχνιδιού», στις σχέσεις μεταξύ κρατών.

-Είναι προφανές ότι, όπως πάντα, η πορεία των εξελίξεων θα εξαρτηθεί από τις κοινωνικές και πολιτικές αντιστάσεις.

Συντάκτης
Ανρί Βιλνό