Η επικίνδυνη άνοδος της ακροδεξιάς: Τα τέρατα επιστρέφουν με γραβάτες

Χρήστος Σταυρακάκης
Ημερ.Δημοσίευσης

Το άρθρο που ακολουθεί, επιχειρεί να αναδείξει τις αιτίες ανόδου της διεθνούς ακροδεξιάς, το «πρόγραμμά» της, αλλά και το κοινό μοτίβο του φαινομένου, πέρα από τις ανά χώρα διαφορές στις εκφράσεις που παίρνει. Με βάση αυτά, προτείνει κάποιους πολιτικούς άξονες αντιμετώπισής της.

Ακροδεξιά

Τραµπ, Μπολσονάρο, Ορµπάν, Σαλβίνι, Λεπέν. Ο κίνδυνος της ανόδου της ακροδεξιάς είναι σοβαρός. H αγνόησή του από την Αριστερά και την εργατική τάξη θα συνιστά ένα εγκληµατικό λάθος. Σε όλο τον κόσµο αναδύονται πολιτικές δυνάµεις της ακροδεξιάς, οι οποίες απέχουν πλέον πολύ από την εικόνα µικρών και σχετικά αποµονωµένων νεοναζιστικών οµάδων. Αντίθετα, η ακροδεξιά εµφανίζεται «γραβατωµένη», διεκδικεί  κυβερνητικές θέσεις και αυξανόµενη πολιτική επιρροή. Ο πολιτικός και κοινωνικός αγώνας ενάντια σε αυτή την ακροδεξιά είναι εξαιρετικής σηµασίας.

Είναι νέα η ακροδεξιά;

Η ακροδεξιά δεν αποτελεί ένα καινούριο φαινόµενο. Ακόµα και µετά το τέλος του Β΄ Παγκοσµίου Πολέµου και την ήττα του ναζισµού-φασισµού, όταν οι δυνάµεις της ήταν σαφώς απονοµιµοποιηµένες σε µαζικό επίπεδο, συνέχισαν να συντηρούνται και να αναπαράγονται κυρίως µε «υπόγειο» τρόπο και σε σύνδεση µε τον σκληρό πυρήνα του αστικού κράτους (στρατός, αστυνοµία κλπ). Εξαίρεση στην Ευρώπη αποτελούσαν οι στρατιωτικές δικτατορίες (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα) που υπήρξαν οι καθεστωτικές «απαντήσεις» σε παλιότερα προβλήµατα της ταξικής πάλης στον 20ό αιώνα.

Με την επέλαση του νεοφιλελευθερισµού από τη δεκαετία του ’70 και έπειτα εµφανίζεται ένα κύµα στρατιωτικών δικτατοριών στη Λατινική Αµερική, οι οποίες σε επίπεδο οικονοµικής και κοινωνικής πολιτικής ήταν εξαιρετικά νεοφιλέλευθερες, σε συνδυασµό µε τον ακραίο αυταρχισµό στα ζητήµατα δηµοκρατικών δικαιωµάτων και µε διαρκή πόλεµο απέναντι στην Αριστερά, το εργατικό κίνηµα και τις οργανώσεις του. Η  ιδεολογία που λίγο πολύ υιοθετούσαν αυτά τα καθεστώτα (ανεξάρτητα από το πόσο «συνεπή» ήταν µε αυτή) µπορεί να συνοψιστεί στον εθνικισµό και την πατριδοκαπηλεία, τον κοινωνικό συντηρητισµό (επιστροφή π.χ. στις αξίες της «παραδοσιακής» πυρηνικής οικογένειας) τη θρησκεία και το µίσος απέναντι στην Αριστερά και το εργατικό κίνηµα.

Η σηµερινή ακροδεξιά απέχει από το να είναι καθαρά φασιστική ή νεοναζιστική ή από το να διεκδικεί την εξουσία µε στρατιωτικά πραξικοπήµατα. Παρά το γεγονός ότι είναι δύσκολη η κατασκευή ενός σχήµατος κατανόησης συνολικά του φαινοµένου, λόγω των διαφορετικών κοινωνικών, οικονοµικών, πολιτικών συνθηκών σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν µας απαλλάσσει από την υποχρέωση να κατανοήσουµε κάποια κοινά βασικά χαρακτηριστικά και να οργανώσουµε την πολιτική και κοινωνική απάντηση.

 Τόσο ο ναζισµός-φασισµός όσο και οι υπερ-νεοφιλελεύθερες στρατιωτικές δικτατορίες είχαν έναν διπλό πολιτικό ρόλο. Από τη µία έπρεπε να «απαντήσουν» πολιτικά στις δυσκολίες του ίδιου του καπιταλισµού και από την άλλη να εµποδίσουν είτε τον κίνδυνο εξάπλωσης της σοσιαλιστικής επανάστασης στις συνθήκες µετά τον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, είτε να τερµατίσουν τη νέα µαζική ριζοσπαστικοποίηση που γέννησε ο παγκόσµιος Μάης του ’68 στη πιο σύγχρονη περίοδο. Ο γρίφος της σηµερινής κρίσης στο στρατόπεδο της νεοφιλελεύθερης παγκοσµιοποίησης δεν µπορεί να λυθεί µετά από µία δεκαετία –και µάλιστα απειλεί µε µία νέα υποτροπή πολύ µεγαλύτερων διαστάσεων– και συνεπώς µπορεί δυνητικά η σηµερινή ακροδεξιά να αποτελεί µία πιθανή εκδοχή πολιτικής διαχείρισης για τους καπιταλιστές. Τι έχει «ανοίξει» το δρόµο για την ακροδεξιά σήµερα και ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της;

Οικονοµικός εθνικισµός, ρατσισµός, λαϊκισµός

Το άνοιγµα του κύκλου της καπιταλιστικής κρίσης το 2008 αποτέλεσε προϊόν της κρίσης του νεοφελεύθερου χρηµατοπιστωτικού µοντέλου και ήταν/είναι µια δοµική κρίση, µια κρίση των σχηµάτων αναπαραγωγής του κεφαλαίου, παρότι η «αιχµή του δόρατος» της κρίσης παραµένει η σφαίρα του παγκόσµιου χρηµατοπιστωτικού συστήµατος. Μέσα σε αυτή τη δεκαετία οι καπιταλιστές διεθνώς προέκριναν τη λύση «περισσότερος νεοφιλελευθερισµός», παρότι γνώριζαν ότι αυτό δεν πρόκειται να οδηγήσει σε κάποιον νέο φωτεινό κύκλο την παγκόσµια οικονοµία. Μετά από µία δεκαετία που εγκυµονεί µία νέα σοβαρή υποτροπή της κρίσης και λύση δεν διαφαίνεται για τους καπιταλιστές, ένα τµήµα τους φαίνεται πως έχει αρχίσει να «φλερτάρει» µε πολιτικές εθνικής αναδίπλωσης και έµφασης στις εθνικές οικονοµίες, ιδιαίτερα στις πιο δυνατές οικονοµίες του πλανήτη, σαν να λένε «εάν δεν µπορούµε να σώσουµε τον παγκόσµιο καπιταλισµό, ας σώσουµε τουλάχιστον τη χώρα µας». Αυτό µπορεί να εξηγήσει εν πολλοίς γιατί ένα τµήµα των καπιταλιστών έχει επιλέξει να πριµοδοτήσει πολιτικά και οικονοµικά δυνάµεις όπως τον Τραµπ και τον Μπολσονάρο, που µέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν τελείως περιθωριακοί και γραφικοί ακόµα και για τις πένες του αστικού Τύπου. Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης ακροδεξιάς είναι ο οικονοµικός εθνικισµός, ο προστατευτισµός, σε συνδυασµό µε πολύ σκληρή πολιτική λιτότητας απέναντι στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώµατα, τους/ις µετανάστες/τριες και τους πρόσφυγες. «Πρώτα η Αµερική», κραυγάζει ο Τραµπ. «Πρώτα η Βραζιλία», ο Μπολσονάρο. «Δουλειά για τους Γάλλους», η Λεπέν.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο υποτιθέµενος «αντιελιτισµός» τους ή ο ευρωσκεπτικισµός της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς και τα πυρά ενάντια στη γραφειοκρατία των Βρυξελλών µόνο αντικαθεστωτικός δεν είναι. Στην πολιτική ορολογία που χρησιµοποιεί η ακροδεξιά, οι ελίτ περιγράφονται περίπου ως σκοτεινές συναντήσεις απάτριδων πολιτικών-οικονοµικών παραγόντων, που καθορίζουν πολιτικά και οικονοµικά την πορεία των χωρών της ΕΕ ενάντια στις αποφάσεις ή τη θέληση των κυρίαρχων εθνών-κρατών, µε αποτέλεσµα πολλές φορές αυτή η συλλογιστική να «συνοµιλεί» ανοιχτά ή καλυµµένα µε τις πιο παράλογες θεωρίες συνοµωσίας. Όσο και αν είναι προφανές πλέον ότι οι ιµπεριαλιστικοί µηχανισµοί της ΕΕ και της Ευρωζώνης δεν έχουν τη διάθεση να δείξουν τον παραµικρό σεβασµό στις δηµοκρατικές αποφάσεις των λαών (δηµοψήφισµα στην Ελλάδα το 2015, δηµοψήφισµα στη Μακεδονία το 2018, Brexit κλπ), άλλο τόσο προφανές θα έπρεπε να είναι ότι οι φορείς αυτών των αντιδηµοκρατικών διαδικασιών/πρακτικών είναι οι ίδιες οι οικονοµικές και πολιτικές ελίτ των χωρών µελών, οι εθνικές αστικές τάξεις και οι τραπεζίτες. Έτσι, ο αντιελιτισµός και ο ευρωσκεπτικισµός της ακροδεξιάς δεν έχει να κάνει ούτε µε τη δηµοκρατία ούτε µε τη λαϊκή κυριαρχία, αλλά µε τον ανταγωνισµό της κυρίαρχης τάξης κάθε χώρας µε τις υπόλοιπες κυρίαρχες τάξεις, έχει να κάνει µε τους ενδοϊµπεριαλιστικούς ανταγωνισµούς. Οι δυνάµεις της ακροδεξιάς εµφανίζονται µε έµφαση ως εχθροί του αστικού κοινοβουλευτισµού και των δηµοκρατικών δικαιωµάτων. Ο λαϊκισµός τους προκρίνει το «αλάθητο» και τις ηγετικές ικανότητες του εκάστοτε αρχηγού που θα ηγηθεί του «λαού» και σε αυτό το σχήµα δεν χωράει δηµοκρατία.

Όση στήριξη και να απολαµβάνουν από µερίδες της αστικής τάξης οι πολιτικές δυνάµεις της ακροδεξιάς, έχουν αποκτήσει τη δύναµή τους και επειδή έχουν οπαδούς και ψηφοφόρους, συνεπώς έχουν καταφέρει να σπάσουν το φράγµα της πολιτικής περιθωριοποίησης. Σίγουρα η ρευστότητα και η αστάθεια του πολιτικού εποικοδοµήµατος κατά την τελευταία δεκαετία έχουν παίξει σηµαντικό ρόλο (στην κατάρρευση και αναξιοπιστία των παραδοσιακών πολιτικών κοµµάτων εξουσίας), αλλά σε καµία περίπτωση δεν µπορούµε να οδηγηθούµε στο µηχανικό συµπέρασµα ότι η «κρίση ευνοεί την ακροδεξιά και τον εθνικισµό». Ο ακραίος νεοφιλελευθερισµός ως οικονοµική και κοινωνική πολιτική την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον, στην ΕΕ και στις ΗΠΑ έχει συνδυαστεί µε µία εξαιρετικά σκληρή ρατσιστική πολιτική. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Οµπάµα, είχαµε τις περισσότερες απελάσεις µεταναστών και τις περισσότερες δολοφονίες µαύρων από την αστυνοµία, σε σχέση µε κάθε προηγούµενο πρόεδρο στις ΗΠΑ και µάλιστα αυτό συνέβη διαψεύδοντας ηχηρά τις προσδοκίες εκατοµµυρίων Αµερικανών από τον «πρώτο µαύρο πρόεδρο». Αντίστοιχα, οι πολιτικές της Ευρώπης-Φρούριο και της Frontex µετατρέπουν την Ευρώπη σταθερά σε ένα αδιάβατο φράχτη για τους µετανάστες και πρόσφυγες, την ίδια στιγµή που είναι µία φυλακή λιτότητας και αυταρχισµού για όσους έχουν την «τύχη» να ζουν σε αυτή. Οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (είτε της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδηµοκρατίας είτε της δεξιάς) έχουν οργανώσει µία ρατσιστική πολιτική ατζέντα, η οποία µετά την προσφυγική κρίση του 2014 έγινε ακόµα πιο σκληρή µε το ουσιαστικό κλείσιµο των συνόρων. Παρότι οι «πρωτοπόρες» σε σχέση µε την αντιπροσφυγική πολιτική κυβερνήσεις ήταν οι λεγόµενες χώρες του Βίζενγκραντ, την υλοποίηση του κλεισίµατος των συνόρων και την εφαρµογή της συµφωνίας ΕΕ-Τουρκίας ανέλαβε η «προοδευτική» κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ οικειοθελώς, στρατιωτικοποιώντας ακόµα περισσότερο τον έλεγχο µε την πρόσκληση του ΝΑΤΟ στο Αιγαίο. Το αποτέλεσµα της στρατιωτικοποίησης του ελέγχου στη θάλασσα, κυρίως από Ελλάδα-Ιταλία-Ισπανία, είναι η κατακόρυφη αύξηση των νεκρών στη Μεσόγειο τα τελευταία χρόνια, η φυσική εξόντωση δηλαδή του απειλητικού «ξένου». Αυτό που προπαγανδίζει η ακροδεξιά το εφαρµόζουν οι επίσηµες ευρωπαϊκές πολιτικές.

Η ιδεολογική βάση αυτής της πολιτικής είναι ο «πόλεµος κατά της τροµοκρατίας», ενάντια στους «βάρβαρους µουσουλµάνους» που υποτίθεται ότι έχουν κρυφό σχέδιο να ισλαµοποιήσουν την Ευρώπη. Η ιδεολογική εκστρατεία της ισλαµοφοβίας από τις κυρίαρχες τάξεις είναι στα όρια του παραλογισµού, αφού προσπαθεί να παρουσιάσει τα θύµατα των πολέµων –που οι ίδιες οι ιµπεριαλιστικές δυνάµεις έχουν εξαπολύσει– ως θύτες, ως τροµοκράτες και ως απειλή για την ασφάλεια. Οπότε, εάν αυτά είναι τα χαρακτηριστικά των προσφύγων (και των µεταναστών/τριών), προκύπτει ως  «φυσιολογική» η πολιτική να κρατηθούν µε κάθε θυσία εκτός συνόρων, ακόµα και αν αυτό σηµαίνει τη µετατροπή της Μεσογείου σε έναν απέραντο υγρό τάφο.

Προφανώς, δεν είναι αντικείµενο αυτού του άρθρου η ανάλυση της ρατσιστικής-αντιπροσφυγικής πολιτικής των κυρίαρχων τάξεων, αλλά η σταχυολόγηση των βασικών πολιτικών-ιδεολογικών αιχµών µιας τέτοιας πολιτικής ατζέντας, η οποία δεν διαφοροποιείται ουσιαστικά από την πολιτική ατζέντα της ακροδεξιάς. Η αντιµεταναστευτική-αντιπροσφυγική υστερία της ακροδεξιάς βρίσκει απήχηση ακριβώς επειδή αυτές οι πολιτικές εδώ και χρόνια υλοποιούνται. Με αυτόν τον τρόπο οι ιδέες της ακροδεξιάς βγαίνουν από το περιθώριο και γίνονται τµήµα της κεντρικής πολιτικής ατζέντας των κυβερνήσεων. Έτσι η ακραία ρατσιστική πολιτική του Τραµπ, µε το τείχος στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού, όσο παράλογη και αν φαίνεται, έχει αποδοχή από ένα  τµήµα του πληθυσµού, που είχε προετοιµαστεί από τη ρατσιστική πολιτική απέναντι στην πολύχρωµη αµερικανική εργατική τάξη κατά τη θητεία του προέδρου Οµπάµα, αλλά και των προηγούµενων προέδρων.

Σε µία περίοδο δοµικής καπιταλιστικής κρίσης, όπου το ταξικό κενό µεταξύ εκµεταλλευτών και εκµεταλλευόµενων βαθαίνει, η ακροδεξιά επιχειρεί να απαντήσει στοχοποιώντας κοινωνικά τους πρόσφυγες, τους/ις µετανάστε/τριες, τις γυναίκες, τους οµοφυλόφιλους, τους τσιγγάνους κ.ο.κ.

Αντεργατικός οδοστρωτήρας και κοινωνικός συντηρητισµός

Η «νέα» ακροδεξιά µε τις γραβάτες ήδη σε αρκετές χώρες ασκεί πολιτική από κυβερνητική θέση, η οποία, πέρα από τη διαφορετική αντιµετώπιση που χρειάζεται (σε σχέση µε δυνάµεις είτε εξωκοινοβουλευτικές, είτε οργανώσεις-οµάδες µε καθαρά φασιστική ή νεοναζιστική δραστηριότητα), έχει δώσει δείγµατα γραφής ως προς το κοινωνικό και οικονοµικό πρόγραµµα αυτών των δυνάµεων. Παρά το «λαϊκισµό» τους και τον υποτιθέµενο αντιελιτισµό, η πολιτική που υιοθετούν αυτές οι κυβερνήσεις είναι απολύτως εχθρικές για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώµατα. Και µόνο το γεγονός ότι καµία από αυτές τις δυνάµεις δεν αµφισβητεί τη νεοφιλελεύθερη λιτότητα –ούτε σε επίπεδο διακηρυκτικό– θα µπορούσε να είναι αρκετό. Υπάρχουν ωστόσο και πιο συγκεκριµένα παραδείγµατα «εφαρµοσµένης πολιτικής», µε χαρακτηριστικότερο ίσως τον λεγόµενο «νόµο της δουλείας» που ψήφισε η κυβέρνηση Ορµπάν στην Ουγγαρία, σύµφωνα µε τον οποίο θεσµοθετούνται οι δώδεκα ώρες εργασίας, αντί του µέχρι τώρα νόµιµου οκτάωρου. Αυτή η επίθεση είναι ενδεικτική των προθέσεων, αλλά και των ταξικών συµφερόντων που εξυπηρετούν αυτές οι κυβερνήσεις: η κατάργηση µε νόµο –και όχι δια της ολισθήσεως (όπως συµβαίνει σε πολλές περιπτώσεις µε τις σχεδόν υποχρεωτικές υπερωρίες ή µε την εκ περιτροπής εργασία)– µιας εκ των θεµελιωδών κατακτήσεων του εργατικού κινήµατος εδώ και πάνω από έναν αιώνα είναι κήρυξη ταξικού πολέµου. Δεν θα µπορούσε να είναι διαφορετικά, από τη στιγµή που µία µερίδα καπιταλιστών σε αρκετές χώρες επιλέγει να «εκπροσωπηθεί» πολιτικά από τέτοιες πολιτικές δυνάµεις, απολαµβάνοντας τα αντίστοιχα οφέλη: µείωση της φορολογίας των κερδών και του συσσωρευµένου πλούτου, µαζικές ιδιωτικοποιήσεις κλπ. Παρ’ όλα αυτά η προεκλογική ρητορική της ακροδεξιάς επιµένει να εµφανίζεται ως «εθνικά φιλεργατική»: «Δουλειά στους Γάλλους εργάτες», κραυγάζει η Λεπέν και το κόµµα της, προσπαθώντας να αποσπάσει την εργατική-λαϊκή υποστήριξη και ψήφο, ενώ ταυτόχρονα διεκδικεί παραδοσιακά ακροατήρια της Αριστεράς. Αφενός αυτό είναι εφικτό λόγω των πολιτικών αδυναµιών της Αριστεράς. Αφετέρου είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγµα πολιτικής εξαπάτησης, αφού οι πολιτικές που πράγµατι υποστηρίζουν, είναι ακραία αντικοινωνικές. Η υιοθέτηση από την ακροδεξιά µεµονοµένων συνθηµάτων, που µπορεί να µοιάζουν αντισυστηµικά ή αντικαπιταλιστικά, είναι συστατικό στοιχείο της προσπάθειας να µετατρέψουν την εργατική-λαϊκή ψήφο σε υποστήριξη αντιδραστικών-νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

Η διεθνής ακροδεξιά, πέρα από την βαθιά απέχθειά της απέναντι στα εργατικά δικαιώµατα, απέναντι στους µετανάστες/τριες και πρόσφυγες, έχει βάλει στο στόχαστρό της τις γυναίκες. Ιδιαίτερα ο Τραµπ στις ΗΠΑ και ο Μπολσονάρο στη Βραζιλία, τόσο στην προεκλογική τους εκστρατεία όσο και έπειτα, χαρακτηρίζονται από έναν ακραίο µισογυνισµό και µια σεξιστική ρητορική, η οποία εκφέρεται δηµόσια χωρίς καµία αναστολή. Αυτό συνοδεύεται συνήθως από λίβελους κατά του «πολιτικά ορθού λόγου» ως ένα χαρακτηριστικό του δηµόσιου πολιτικού διαλόγου ή του πολιτικού συστήµατος, το οποίο θεωρείται «σάπιο» και άρα δεν χρειάζεται κανένα σεβασµό. Ωστόσο, αυτή η δηµόσια εκφρασµένη ρητορική δηµιουργεί ένα πολιτικό πλαίσιο νοµιµοποίησης των πιο κοινωνικά αντιδραστικών στοιχείων. Στις ΗΠΑ, µετά την εκλογή του Τραµπ, εµφανίστηκαν συντονισµένες οι δυνάµεις της σκληρής Δεξιάς (Alt Right) και οι νεοφασίστες, οµάδες που ζητούν την απαγόρευση της άµβλωσης και τη µετατροπή της σε ποινικό αδίκηµα. Ακόµα περισσότερο αυξήθηκαν οι εργοδότες που απολύουν έγκυες γυναίκες ή τις αµείβουν µε σηµαντικά χαµηλότερους µισθούς από τους άντρες συναδέλφους τους. Δεν είναι τυχαίο ότι σχεδόν αµέσως µετά την εκλογή του Τραµπ ξεδιπλώθηκε ένα πρωτοφανές σε µαζικότητα και ριζοσπαστισµό γυναικείο κίνηµα στις ΗΠΑ. Η κυβέρνηση στην Πολωνία, κάτω από την πίεση της ακροδεξιάς, αποφάσισε να προχωρήσει στην απαγόρευση των αµβλώσεων, µε αποτέλεσµα να βρει µπροστά της ένα σηµαντικό γυναικείο κίνηµα, το οποίο τελικά την ανάγκασε σε υποχώρηση. Στη Βραζιλία, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του Μπολσονάρο, το µεγαλύτερο βάρος της κοινωνικής αντιπολίτευσης το «ανέλαβαν» οι γυναίκες, χωρίς να υπάρχει ωστόσο και η αντίστοιχη πολιτική εκπροσώπηση.

Το κοινό µοτίβο µέσα από τις διαφορές

Εάν όλα τα παραπάνω αποτελούν τα κοινά στοιχεία, την πολιτική και ιδεολογική ραχοκοκαλιά ανάπτυξης της σύγχρονης ακροδεξιάς διεθνώς, χρειάζεται να υπογραµµίσουµε ότι υπάρχουν αρκετές διαφοροποιήσεις σε κάθε χώρα ή σε κάθε περίπτωση. Έχουν να κάνουν µε τους συγκεκριµένους τρόπους –αλλά και τις εντάσεις– µε τους οποίους εκφράζεται σε κάθε χώρα η καπιταλιστική κρίση, µε την ιστορία του εργατικού κινήµατος και της Αριστεράς και συνεπώς την ικανότητα ανάπτυξης πολιτικών και κοινωνικών «αντισωµάτων», µε τον χαρακτήρα των κοµµάτων της Δεξιάς και της Σοσιαλδηµοκρατίας, ακόµα και µε την εν εξελίξει στάση των πολιτικών κοµµάτων και τις αλλαγές στις κοινωνικές τους συµµαχίες λόγω της συθέµελης συντάραξης του πολιτικού εποικοδοµήµατος. Για παράδειγµα, στην Πορτογαλία, µια χώρα που υπέστη την κοινωνική επίθεση των µνηµονίων για αρκετά χρόνια, δεν αναπτύχθηκε µια σηµαντική ακροδεξιά δύναµη. Αντίθετα στη Σουηδία, της σκανδιναβικής σοσιαλδηµοκρατικής «ευηµερίας», υπάρχει πλέον µια αρκετά ισχυρή ακροδεξιά. Αυτό, ωστόσο, περισσότερο αναδεικνύει την πολυπλοκότητα της κατάστασης, τους κινδύνους για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώµατα. Δεν πρέπει να αποπροσανατολίζει από την άµεση ανάγκη οικοδόµησης πολιτικής απάντησης από την αντικαπιταλιστική Αριστερά. Από την άλλη, εάν δεν µπορέσουµε να αντιληφθούµε το πολιτικό και ιδεολογικό µοτίβο γύρω από το οποίο αναπτύσσεται η ακροδεξιά σε όλο τον πλανήτη, τότε είναι περίπου προφανές ότι ούτε τον κίνδυνο θα µπορέσουµε να συλλάβουµε, ούτε θα είµαστε σε θέση να οργανώσουµε ιδεολογικά, πολιτικά, πρακτικά τον αγώνα απέναντι στις «ακροδεξιές γραβάτες», που επιχειρούν να επιστρέψουν από τον ιστορικό βούρκο, ενδυόµενοι τη γραβάτα και εµφανιζόµενοι ως κάτι το καινούριο και «άφθαρτο».

Από τα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, προκύπτει και ένα ζήτηµα ορισµού το οποίο προφανώς έχει να κάνει και µε τον τύπο πολιτικής εκπροσώπησης, εννοώντας τις οργανωτικές µορφές συγκρότησης, αλλά και τις κοινωνικές συµµαχίες. Εδώ, το ζήτηµα είναι αρκετά πιο περίπλοκο και ως εκ τούτου δυσκολότερη η ταξινόµηση ή η κατηγοριοποίηση. Για παράδειγµα, ο Τραµπ είναι σίγουρα ακροδεξιός, ρατσιστής, σεξιστής, φιλοπόλεµος, ωστόσο αναδείχθηκε µέσα από τις γραµµές του Ρεπουµπλικανικού Κόµµατος, ενός εκ των δύο βασικών πόλων του αµερικάνικου δικοµµατισµού. Από την άλλη ο Μπολσονάρο, ηγέτης ενός πολύ µικρού κόµµατος, απολαµβάνει τη στήριξη του στρατού και των καπιταλιστών, αλλά και ενός πολύ σηµαντικού τµήµατος της µικροαστικής τάξης, χωρίς όµως αυτό να είναι συγκροτηµένο (τουλάχιστον ακόµα) σε φασιστικού τύπου µαζικό κίνηµα. Το κόµµα της Λεπέν είναι ο ιστορικός χώρος των νεοφασιστών στη Γαλλία, που είχε µέχρι πολύ πρόσφατα στις γραµµές του (έστω και ανεπίσηµα) τα νεοφασιστικά τάγµατα εφόδου, τα οποία προσπαθεί αγωνιωδώς να «ξεφορτωθεί», χωρίς να κόβει οριστικά τις γέφυρες επικοινωνίας, στην προσπάθεια να παρουσιαστεί ως ένα πιο σοβαρό αστικό κόµµα. Υπάρχουν οι δυνάµεις σαν τη Χρυσή Αυγή στην Ελλάδα, µε τα κλασσικά χαρακτηριστικά µιας νεοναζιστικής εγκληµατικής οργάνωσης, που πλέον παίζει σηµαντικό πολιτικό ρόλο. Ακόµα, η περίπτωση του βρετανικού ακροδεξιού UKIP και η στενή σχέση επικοινωνίας του µε το κόµµα των Τόρηδων µε συνεχείς µετακινήσεις στελεχών, αναδεικνύει µία ακόµα πτυχή του ζητήµατος. Άρα η αναδυόµενη ακροδεξιά συγκροτείται πολιτικά µε διαφορετικούς τρόπους, είναι ένας «πολιτικός χαµαιλεοντισµός» που χρειάζεται προσοχή για να αντιµετωπιστεί πολιτικά.

Να τους φράξουµε το δρόµο µε αντικαπιταλισµό, διεθνισµό, αλληλεγγύη

Συνοπτικά, τα κοινά χαρακτηριστικά διεθνώς της ακροδεξιάς είναι η υποτιθέµενη πάλη ενάντια στις διεφθαρµένες ελίτ, ο πραγµατικός αυταρχισµός, µια καταπιεστική και αντιδραστική ιδεολογία σε συνδυασµό µε την εξαπόλυση µιας σκληρής επίθεσης στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώµατα, καθώς και η µη ανοχή σε κάθε «διαφορετικότητα» (φυλετική, θρησκευτική, έµφυλη). Αυτές είναι οι πολιτικές αιχµές που πρέπει να απαντηθούν πολιτικά από το κίνηµα, που σηµαίνει καθήκοντα στο επίπεδο της πολιτικής γραµµής, αλλά και των πολιτικών κοινωνικών συµµαχιών που µπορούν να την υπηρετήσουν.

1. Έχουµε καθήκον να επιµένουµε ότι το κέντρο είναι το κοινωνικό ζήτηµα: ο µισθός, η παιδεία, η υγεία, η κοινωνική ασφάλιση, αποκαλύπτοντας διαρκώς αφενός την ακροδεξιά προπαγάνδα και αφετέρου αναδεικνύοντας τη στρατηγική σύγκλιση της ακροδεξιάς µε τις παραδοσιακές δυνάµεις της Δεξιάς και της Σοσιαλδηµοκρατίας, που είναι το τσάκισµα της κοινωνικής δύναµης της εργατικής τάξης. Η πηγή των δεινών για τα λαϊκά στρώµατα και τη νεολαία είναι η άγρια λιτότητα και η βίαιη µεταφορά πλούτου από τα χαµηλά στρώµατα της κοινωνίας στους καπιταλιστές και τους τραπεζίτες. Συνεπώς, ο εχθρός δεν είναι γενικά οι κάποιες διεφθαρµένες πολιτικές και οικονοµικές ελίτ, που ενδεχοµένως να βρίσκονται και εκτός των εθνικών συνόρων, αλλά σε κάθε χώρα η ίδια η κυρίαρχη τάξη: «ο εχθρός βρίσκεται στην ίδια µας τη χώρα». Πρακτικά, αυτό µεταφράζεται στην επιµονή οργάνωσης της κοινωνικής-εργατικής αντίστασης ενάντια στη νεοφιλελεύθερη επέλαση, µε αντικαπιταλιστικά αιτήµατα. Εδώ το πρόσφατο παράδειγµα των Κίτρινων Γιλέκων µπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιµο και διδακτικό. Ζούµε σε µία περίοδο όπου τα µαζικά κινήµατα αντίστασης στον νεοφιλελευθερισµό δεν προκύπτουν κατ’ εντολή οιουδήποτε κοµµατικού γραφείου και άρα η αντικαπιταλιστική Αριστερά πρέπει να «µπαίνει» και να παλεύει για τον πολιτικό προσανατολισµό τους, τα αιτήµατα, τις µορφές πάλης κλπ. Όµως αυτό δεν χρειάζεται να το κάνει µόνο απέναντι σε ρεφορµιστικές ή νεο-ρεφορµιστικές δυνάµεις, αλλά πλέον  και απέναντι στην ακροδεξιά, που µπορεί να επιχειρήσει να διεισδύσει σε αυτά µε τρόπο δηµαγωγικό. Η «φόρµουλα» της έµφασης στο κοινωνικό ζήτηµα από την Αριστερά και τα συνδικάτα ήταν αυτή που κατάφερε να περιορίσει την ακροδεξιά στο κίνηµα των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία.

2. Έχουµε καθήκον να µην υποχωρήσουµε ούτε κατ’ ελάχιστο από τη διεθνιστική πολιτική. Το πρώτο διεθνιστικό καθήκον της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και του εργατικού κινήµατος σε κάθε χώρα είναι να παλέψει ενάντια στη «δική της» κυβέρνηση, ενάντια στους «δικούς της» καπιταλιστές, στην προσπάθεια διαµόρφωσης παραδείγµατος και έµπνευσης των κινηµάτων αντίστασης σε άλλες χώρες, σπάζοντας τον αδύναµο κρίκο. Προφανώς, αυτό σηµαίνει και ότι έχουµε καθήκον να οργανώνουµε τη διεθνή αλληλεγγύη σε κάθε αγώνα ενάντια στην εκµετάλλευση και την καταπίεση. Επειδή «ο εχθρός είναι στην ίδια µας τη χώρα», για να τον αντιµετωπίσουµε χρειαζόµαστε και τις αντίστοιχες πολιτικές και κοινωνικές συµµαχίες. Κατά τη γνώµη µας, η γραµµή της αντιµετώπισης έχει τις ρίζες της στην παράδοση του Ενιαίου Μετώπου των πολιτικών και κοινωνικών οργανώσεων της εργατικής τάξης, δηλαδή τις οργανώσεις και τα κόµµατα της Αριστεράς, τα συνδικάτα, τις κινηµατικές συλλογικότητες κ.ο.κ. Όποια τµήµατα της Αριστεράς «αλληθωρίζουν» προς αναδυόµενες δυνάµεις της ακροδεξιάς και του εθνικιστικού χώρου, οι οποίες τάχα µου είναι ενάντια στην παγκοσµιοποίηση ή τοποθετούνται φραστικά ενάντια στην ΕΕ και την Ευρωζώνη, κάνουν εγκληµατικό πολιτικό λάθος. Μία πολιτική επιστροφής στην «εθνική οικονοµία», που δεν αµφισβητεί πρωταρχικά και κυρίαρχα τις αντικοινωνικές και αντεργατικές πολιτικές, δεν µπορεί παρά να είναι νερό στο µύλο του εθνικισµού και της ακροδεξιάς. Μια τέτοια πολιτική θα απαιτούσε διαταξικές κοινωνικές συµµαχίες σε ένα πεδίο σκληρής ταξικής πόλωσης, έναν ταξικό συµβιβασµό που θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην υποστολή της σηµαίας του αγώνα υπέρ της εργατικής τάξης και των φτωχών και ενάντια στους καπιταλιστές.

3. Έχουµε καθήκον να οργανώσουµε την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες και µετανάστες/τριες, να παλέψουµε ενάντια στις πολιτικές του θεσµικού ρατσισµού που δολοφονούν. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά οφείλει να είναι στην πρωτοπορία του αγώνα ενάντια σε κάθε µορφή καταπίεσης και εκµετάλλευσης, το οποίο έχει συνέπειες ως προς τα αιτήµατα και την πρακτική µας δράση: να οργανώσουµε ντόπιοι και ξένοι κοινούς αγώνες απέναντι στις ευρωπαϊκές και κυβερνητικές πολιτικές που στοιβάζουν τους πρόσφυγες σε hot-spot φυλακές. Να διεκδικήσουµε ίσα δικαιώµατα για όλους/ες, να διεκδικήσουµε από κοινού την παρουσία µας στον δηµόσιο χώρο και στις γειτονιές µας. Οι κυριολεκτικά δολοφονικές πολιτικές ενάντια στους κολασµένους αυτού του κόσµου είναι επίθεση σε όλους τους/ις καταπιεσµένους/ες. Ο ρατσισµός και η ισλαµοφοβία, όπως και ο σεξισµός, είναι όπλα στη φαρέτρα των κυρίαρχων τάξεων για να διαιρούν την τάξη των εκµεταλλευόµενων και η ακροδεξιά το εκφράζει µε τον πιο σκληρό και αυταρχικό τρόπο. Ο κοινός αγώνας µας ενάντια σε αυτές τις διαιρετικές γραµµές και στις πολιτικές που τις υπηρετούν είναι σηµείο κλειδί για την πάλη απέναντι στην ακροδεξιά. Αυτό έχει και άλλες πρακτικές συνέπειες: η αντικαπιταλιστική Αριστερά οφείλει να είναι απόλυτα εχθρική σε κάθε πολιτική εκδοχή των κλειστών συνόρων και στην τάχα ενδιάµεση στάση που λέει «δεν µας φταίνε µεν οι µετανάστες/πρόσφυγες, αλλά η χώρα δεν χωράει άλλους», που καταλήγει να νοµιµοποιεί τη βαρβαρότητα των δρακόντειων συνοριακών ελέγχων και τη διαιώνιση του καθεστώτος «χωρίς χαρτιά» για τους πρόσφυγες και µετανάστες. Αυτά τα επιχειρήµατα, όταν µένουν χωρίς συστηµατικό αντίλογο και χωρίς συστηµατικές δράσεις αντιπαράθεσης, παίρνουν την κτηνώδη δύναµη του αυτονόητου και ανοίγουν το δρόµο στους κάθε λογής Σαλβίνι.

Οι δυνάµεις της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς οφείλουµε να πάρουµε πολύ σοβαρά υπόψη τον κίνδυνο της ακροδεξιάς και να πάρουµε µαζικές, ενωτικές πολιτικές και κινηµατικές πρωτοβουλίες για να τους φράξουµε το δρόµο. Έχουµε χρέος να µην αφήσουµε τα τέρατα να επιστρέψουν, είτε φοράνε αρβύλες και µαχαιρώνουν αριστερούς και µετανάστες, είτε «σοβαρεύουν» φορώντας γραβάτες.

Συντάκτης
Χρήστος Σταυρακάκης