Το άρθρο που ακολουθεί περιγράφει τις σαρωτικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, ως γενική κατεύθυνση της άρχουσας τάξης από το 1990 που κλιμακώθηκε στα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων. Παρουσιάζει τα θλιβερά πεπραγμένα της τετραετίας ΣΥΡΙΖΑ, την αχαλίνωτη επίθεση του Μητσοτάκη σήμερα, τη στάση των συνδικάτων και την αναγκαία τοποθέτηση της Αριστεράς απέναντι στις προκλήσεις.
Τα τελευταία χρόνια έχουν επιβληθεί σαρωτικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις: Τρομακτικές μειώσεις μισθών, διαρκής υποβάθμιση της σταθερής και μόνιμης εργασίας, «νέες» μορφές απασχόλησης (μερική, εκ περιτροπής, ωφελούμενοι, ενοικιαζόμενοι κ.ά.), υποβάθμιση των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, διάβρωση στο δικαίωμα απεργίας, απελευθέρωση απολύσεων, έχουν μπει στην καθημερινότητα των εργαζομένων.
Χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι ότι το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από ΣΣΕ στην Ελλάδα είναι το χαμηλότερο στην Ευρώπη (10%, δηλαδή οι 9 στους 10 εργαζόμενους δεν καλύπτονται από καμία ΣΣΕ). Το αμέσως επόμενο ποσοστό αφορά τη Ρουμανία με 30%, ενώ ο Μέσος Όρος κάλυψης στην ΕΕ είναι 65% και στις Σκανδιναβικές χώρες 90-92%. Στα τελευταία 12 χρόνια οι εργαζόμενοι ηλικίας 35-40 χρονών έχουν γνωρίσει ένα εργασιακό τοπίο στο οποίο εργάζονται χωρίς ΣΣΕ, χωρίς συνδικαλιστική ένταξη και ουσιαστικά χωρίς εργασιακά δικαιώματα. Δηλαδή διαμορφώνεται μια νέα γενιά εργατικής τάξης, που δεν έχει βιώσει τα δεδομένα που ήταν κανόνας μέχρι το 2000.(1)
Είναι σημαντικό να έχουμε καθαρή άποψη για το ποια είναι τα σχέδια της κυρίαρχης τάξης. Πώς τα έβαλαν σε εφαρμογή οι διάφορες κυβερνήσεις και τι στάση κράτησαν τα συνδικάτα.
Οι εργασιακές σχέσεις
Οι εργασιακές σχέσεις αφορούν τους εργαζόμενους και τους εργοδότες όχι μόνο σε προσωπικό επίπεδο, αλλά και συλλογικά, μέσω των οργανώσεών τους. Κεντρικά ζητήματα των εργασιακών σχέσεων είναι οι όροι και οι συνθήκες εργασίας (αμοιβές, ωράρια, άδειες, επιδόματα, μέθοδοι και τρόποι παραγωγής, απολύσεις, περίθαλψη, συνταξιοδότηση). Οι ρυθμίσεις για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις (δικαιώματα, ελευθερίες, σχετική νομοθεσία) και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό, γιατί οποιαδήποτε αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις έχει τεράστια σημασία για τη δουλειά και τη ζωή του κόσμου της τάξης μας.
Το συνδικαλιστικό δικαίωμα στην Ελλάδα αναγνωρίστηκε το 1914, αλλά και μετά την αναγνώριση της νόμιμης λειτουργίας των συνδικάτων δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις άγριας καταστολής (Μεταλλεργάτες στη Σέριφο 1916, Ναυτεργάτες στον Πειραιά 1923, Σταφιδεργάτες στο Ηράκλειο 1936 κ.ά.). Οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας αρχικά ήταν συμφωνίες μεταξύ εργοδοτών και συλλογικοτήτων των εργατών και συνήθως ήταν αποτέλεσμα υποχωρήσεων της εργοδοσίας κάτω από απεργιακές πιέσεις. Οι εργοδότες συνήθως υπαναχωρούσαν από αυτές τις άτυπες συμφωνίες, όταν είχαν τη δυνατότητα. Στην Ελλάδα το 1914, εκτός από την αναγνώριση των σωματείων, αναγνωρίστηκε επίσης η δυνατότητα υπογραφής «ομαδικών» συμβάσεων εργασίας. Το 1935 η κυβέρνηση Κονδύλη, κάτω από την πίεση των απεργιακών κινητοποιήσεων, που οι κατασταλτικοί μηχανισμοί αδυνατούσαν να ελέγξουν, νομοθετεί για τη διαδικασία επίλυσης συλλογικών διαφορών.
Η επτάχρονη δικτατορία 1967-1974 κατάργησε όχι μόνο όλα τα εργατικά δικαιώματα, αλλά και τις συλλογικές συμβάσεις. Στη μεταπολίτευση με τις θυελλώδεις απεργιακές κινητοποιήσεις, ψηφίζεται το 1982 ο Ν. 1264/82 για τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και φθάνουμε μέχρι και το 1990 για να νομοθετηθούν: Η πλήρης αναγνώριση του δικαιώματος στις συλλογικές διαπραγματεύσεις παράλληλα με την υποχρέωση του εργοδότη να προσέλθει στη διαπραγμάτευση, η επέκταση της εφαρμογής των συλλογικών διαπραγματεύσεων, η διεύρυνση του περιεχομένου των συλλογικών διαπραγματεύσεων εκτός από τα μισθολογικά σε όλο το φάσμα των εργασιακών σχέσεων, η ανάθεση του δικαιώματος σύναψης συλλογικής σύμβασης στην πιο αντιπροσωπευτική οργάνωση, η καθολική ισχύς του περιεχομένου της εθνικής γενικής και της επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης, η καθιέρωση της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης μεταξύ κλαδικής και επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης κ.ά. Δημιουργήθηκε ο οργανισμός επίλυσης των συλλογικών διαφορών (ΟΜΕΔ) και αναγνωρίστηκε η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία.(2)
Η κατεύθυνση της κυρίαρχης τάξης
Οι αλλαγές στις Εργασιακές Σχέσεις στην Ελλάδα συντελούνται με κατεύθυνση και σχέδιο, σε μια σταδιακή πορεία από το 1990, με κλιμάκωση και επιτάχυνση κατά την περίοδο της κρίσης και των μνημονίων. Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων έχει άξονα και στόχο τη μείωση του κόστους και την ευελιξία της εργασίας και κινείται πάνω στις νεοφιλελεύθερες καπιταλιστικές πολιτικές, που εφαρμόζονται στην ΕΕ.
Το 1992 η Συνθήκη του Μάαστριχτ αποτέλεσε αποφασιστικό βήμα για τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις με βασικό στόχο την «ευελιξία». Έβαζε ως κατεύθυνση την υποβάθμιση της μόνιμης και σταθερής δουλειάς, του κοινωνικού χαρακτήρα της ασφάλισης, της δημόσιας υγείας και παιδείας, και τελικά την προσαρμογή των εργασιακών σχέσεων στη «νέα οικονομία».
Το Σύμφωνο Σταθερότητας του Άμστερνταμ (1997) ήρθε να συμπληρώσει τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και να επιβάλει τα μέτρα για τη «διατηρησιμότητα» της «σύγκλισης». Στο στόχαστρο ήταν η κοινωνική πολιτική που έπρεπε να υποταχτεί στην «προσαρμοστικότητα» της αγοράς εργασίας και στον έλεγχο των δημοσιονομικών ελλειμμάτων.
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κολωνίας (1999) αποφασίζει ομόφωνα τη «στενότερη συνεργασία για την προώθηση της απασχόλησης και των οικονομικών μεταρρυθμίσεων στην Ευρώπη». Ιδιαίτερο βάρος δίνει στην «αναθεώρηση των φορολογικών συστημάτων και των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης». Έτσι τα κράτη-μέλη καλούνται να προσαρμόσουν τα συνταξιοδοτικά συστήματα και τα συστήματα υγείας, ώστε να «ανταποκριθούν στη χρηματοοικονομική επιβάρυνση που συνιστά για τις δαπάνες κοινωνικής πρόνοιας η γήρανση του πληθυσμού». Και να προσαρμόσουν τα φορολογικά συστήματα και τα συστήματα παροχών. Αντίστοιχες κατευθύνσεις αποφασίστηκαν στο έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισαβόνας για ένα «νέο κοινωνικό μοντέλο». (3)
Η ντόπια κυρίαρχη τάξη ακολούθησε με ενθουσιασμό αυτή την κατεύθυνση. Το 1990 η κυβέρνηση της ΝΔ φέρνει στη Βουλή και ψηφίζεται ο νόμος 1892/90 «για τον εκσυγχρονισμό και την ανάπτυξη». Με αυτόν το νόμο ενισχύεται η μερική απασχόληση και η «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας, ενώ το μεγάλο κεφάλαιο ωφελείται από μια σειρά προνόμια, με το πρόσχημα της συμβολής του στην «αντιμετώπιση της ανεργίας».
Με τους νόμους 2639/98 και 2874/00 που προώθησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, έχουμε την αντιδραστική αναδιάρθρωση του ημερήσιου εργάσιμου χρόνου, δηλαδή τη «συνολική διευθέτηση», που στοχεύει στην αύξηση της απλήρωτης εργασίας, στην εντατικοποίηση της δουλειάς, στην απαλλαγή των εργοδοτών από το κόστος των υπερωριών. Το 8ωρο ουσιαστικά καταστρατηγείται. Μετατρέπεται σε 9ωρο, 10ωρο ή και παραπάνω, χωρίς πληρωμή υπερωριών. Ο εργαζόμενος μετατρέπεται σε «απασχολήσιμο». Θα δουλεύει όποτε και όσο θέλει ο εργοδότης, σύμφωνα με το συμφέρον της επιχείρησής, που η κυβέρνηση Σημίτη θεσμοθέτησε ως κυρίαρχο κριτήριο.
Το 2001 επιχειρούν την επίθεση στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, με στόχο τη σταδιακή απεμπλοκή του κράτους από την υποχρεωτική χρηματοδότηση, τη μείωση των συντάξεων κατά περίπου 50%, την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης στα 65 (από 62), την ενσωμάτωση των επικουρικών στα κύρια ταμεία, την κατάργηση των θετικών διακρίσεων υπέρ των γυναικών. Το νομοσχέδιο Γιαννίτση αποσύρθηκε κάτω από τη θύελλα των μαζικών κινητοποιήσεων και μιας γιγάντιας πανεργατικής απεργίας.(4)
Ο νόμος Ρέππα 3029/02 αύξησε το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης από την 35ετία (χωρίς όριο ηλικίας) σε 37ετία, μείωσε το ύψος της κατώτερης σύνταξης, επανακαθόρισε τα βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, καθιέρωσε τα επαγγελματικά ταμεία. Νομοθέτησε τη δυνατότητα τα αποθεματικά των ταμείων μέχρι ποσοστό 70% να επενδύονται σε μετοχές.
Με το νόμο 3429/05 δίνεται για πρώτη φορά η δυνατότητα κατάργησης των Γενικών Κανονισμών Προσωπικού στις δημόσιες επιχειρήσεις των Κανονισμών που απορρέουν από ΣΣΕ. Η παρέμβαση αυτή αποτελεί τον προπομπό για τις γενικότερες παρεμβάσεις στο σύστημα των συλλογικών εργασιακών σχέσεων στον δημόσιο τομέα.
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι τις προσπάθειες της κυρίαρχης τάξης να απορρυθμίσει τις εργασιακές σχέσεις αυτή την περίοδο καθυστερούν ή και αναστέλλουν οι εργατικοί αγώνες και η μαζική αντίσταση που αντιπαραθέτει η εργατική τάξη.
Η μνημονιακή περίοδος
Στα χρόνια που πέρασαν είχαν αναδειχθεί καθαρά η κατεύθυνση, οι επιλογές και ο σχεδιασμός της ελληνικής κυρίαρχης τάξης για τις εργασιακές σχέσεις. Αν αυτή την εικοσαετία οι παρεμβάσεις ήταν αργές και προσεκτικές, λόγω των αντιστάσεων και του πολιτικού κόστους, κατά την περίοδο των μνημονίων τα εργοδοτικά σχέδια προχωράνε με καταιγιστικούς ρυθμούς.
Συμπιέζουν τον κατώτερο μισθό με νομοθετική παρέμβαση, επιβάλλουν τη μείωση από τα 751 στα 586 ευρώ, στους κάτω των 25 ετών στα 510 ευρώ. Με το δεύτερο μνημόνιο αναστέλλεται η επέκταση των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών ΣΣΕ, με αποτέλεσμα να ενισχύονται οι διαφορετικές ταχύτητες στις αμοιβές στον ίδιο κλάδο και να ωθούνται οι αμοιβές στα κατώτατα μισθολογικά επίπεδα. Αναστέλλεται η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης για τον εργαζόμενο, δηλαδή επιτρέπεται να υπερισχύουν οι ειδικές «επιχειρησιακές» ΣΣΕ έναντι των κλαδικών. Επιβάλλουν την αναστολή των επιδομάτων πολυετίας και των ωριμάνσεων. Μειώνουν το χρόνο μετενέργειας (δηλαδή το χρόνο που διατηρείται σε ισχύ μια ΣΣΕ μετά τη λήξη ή την καταγγελία της). Περιορίζουν το ρόλο της διαιτησίας και αλλάζουν δυσμενέστερα για τους εργαζόμενους τους όρους λειτουργίας της.
Η υπερίσχυση των επιχειρησιακών ΣΣΕ έναντι των κλαδικών και η μείωση των αποδοχών όσων δεν καλύπτονται από κάποια ΣΣΕ (κατώτατες αποδοχές), αποδυναμώνει τη διαπραγματευτική ισχύ των συνδικάτων και μεταφέρει την άμυνα των εργαζομένων σε επίπεδο επιχείρησης, όπου η εργοδοσία μπορεί να βάλει καθοριστικές πιέσεις και διαθέτει σε μεγάλο βαθμό εργοδοτικά «σωματεία».
Το 3ο Μνημόνιο και ο ΣΥΡΙΖΑ
Το 3ο Μνημόνιο επικυρώνει τα προηγούμενα, αλλά ταυτόχρονα δεσμεύει ασφυκτικά το πεδίο των εργασιακών σχέσεων, όπου κάθε αλλαγή γίνεται αδύνατη χωρίς την έγκριση των δανειστών. Αν περίμεναν κάποιοι ότι μετά την «έξοδο από τα μνημόνια, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα ξεκινούσε μια έστω συγκρατημένη και προσεκτική επάνοδο στην εργασιακή κανονικότητα», διαψεύστηκαν οικτρά. Η κυβέρνηση Τσίπρα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι, σε γενικές γραμμές, συνέχισε να τηρεί τις κατευθύνσεις και τις επιλογές των προηγούμενων κυβερνήσεων και των μνημονίων. Οι παρεμβάσεις της ήταν κατώτερες και από τις μετριοπαθέστερες προσδοκίες και κινούνταν μεταξύ της απραξίας και μιας «ήπιας» απορρύθμισης.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ νομοθέτησε την εκκρεμότητα από το 2ο Μνημόνιο, που αφορούσε τις ομαδικές απολύσεις. Ουσιαστικά απελευθέρωσε τις ομαδικές απολύσεις, καταργώντας το δικαίωμα παρέμβασης του υπουργείου Εργασίας και του ΑΣΕ (Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας). Κύριοι στόχοι αυτής της διάταξης ήταν οι υπό ιδιωτικοποίηση Δημόσιες Επιχειρήσεις, καθώς και η διευκόλυνση των τραπεζών (με τον τρόπο που βλέπουμε αυτές τις μέρες στην Πειραιώς).
Αξίζει να αναφερθούμε στη ρύθμιση του άρθρου 211 του Ν. 4512/18 με την οποία επιβάλει απαρτία 50% για τη σύγκληση γενικής συνέλευσης και κυρίως για απόφαση για απεργία, από τις πρωτοβάθμιες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Γίνεται εύκολα κατανοητό ότι αυτό δυσκολεύει τη δυνατότητα λειτουργίας των συνδικάτων και τη δυνατότητα απόφασης για απεργία. Αντίθετα, διατηρείται η δυνατότητα της εργοδοσίας να αλλάζει μονομερώς τα ωράρια, έχοντας εξασφαλίσει τη συμφωνία μόλις του 15% των εργαζομένων της επιχείρησης.
Σημαντικό μέτρο ήταν και η επιστροφή του εργοδοτικού «δικαιώματος» της ανταπεργίας (Lockout), με χρήση του 656 άρθρου του Αστικού Κώδικα (1983), που αφορά τη μη καταβολή των αμοιβών των εργαζομένων σε περίπτωση που ο εργοδότης βρίσκεται κάτω από «ανωτέρα βία». Η νομολογία των τελευταίων χρόνων θεωρεί ότι η απεργία δημιουργεί όρους ανωτέρας βίας, άρα η εργοδοσία νομιμοποιείται να μην καταβάλει μισθούς.
Στο 2ο Μνημόνιο προβλεπόταν ότι, όταν η χώρα βγει από τα μνημονιακά προγράμματα, θα αρθούν οι αναστολές που επιβλήθηκαν στις ΣΣΕ, δηλαδή θα επανέλθει η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης και η αρχή της επεκτασιμότητας. Στην πραγματικότητα η υπουργική απόφαση τον Αύγουστο του 2018, που «κατάργησε» τις αναστολές για τις ΣΣΕ, προβλεπόταν στο 2ο Μνημόνιο και δεν αποτελούσε παρέμβαση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Επί 7 χρόνια, από τον Φεβρουάριο του 2012, διατηρήθηκε ο ίδιος κατώτατος μισθός μέχρι το 2019. Ενώ προβλεπόταν από το 2012 ότι τον Απρίλιο του 2017 θα έληγε αυτό το «πάγωμα» του κατώτερου μισθού, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να παρατείνει το πάγωμα για δύο ακόμα χρόνια. Τελικά, μπροστά στις εκλογές αύξησε τον κατώτατο μισθό από 586 € στα 650 € και κατάργησε τον υποκατώτατο για τους κάτω των 25 ετών.
Ακόμα και τα μέτρα για τις εργασιακές σχέσεις που προβλήθηκαν ως θετικά, επί ΣΥΡΙΖΑ, ήταν πολύ αδύναμα. Νομοθέτησαν ένα μήνα πριν τις εκλογές για τις απολύσεις εργαζομένων με συμβάσεις αορίστου χρόνου, επιτρέποντας τις απολύσεις, αν υπάρχει «βάσιμος λόγος» που μπορεί απλούστατα να είναι κάποιες οικονομικές δυσχέρειες του εργοδότη.(5)
Ακόμα χειρότερη ήταν η παρέμβαση στο ασφαλιστικό, με το διαβόητο νόμο Κατρούγκαλου. Που επέβαλε χαμηλότερα ποσοστά αναπλήρωσης απ’ ό,τι προέβλεπαν οι νόμοι της Δεξιάς, κατάργησε το ΕΚΑΣ, τσάκισε τις συντάξεις χηρείας, μείωσε το εφάπαξ και τις επικουρικές και έθεσε τα θεμέλια για την αποφασιστική είσοδο του ιδιωτικού τομέα στο δημόσιο σύστημα ασφάλισης.
Παρά τα μεγάλα λόγια και τις προεκλογικές υποσχέσεις και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κινήθηκε μέσα στις κατευθύνσεις και τις επιλογές της κυρίαρχης τάξης και των δανειστών. Τα περίφημα κοινωνικά ισοδύναμα και τα παράλληλα προγράμματα που υποσχόταν, αποδείχθηκαν φιλοδωρήματα προς το πιο εξαθλιωμένο κομμάτι της κοινωνίας.
Την περίοδο των τριών Μνημονίων, η ελαστική απασχόληση από 5% εκτινάχθηκε στο 28% και επιβλήθηκε μια πρωτοφανής συμπίεση των μισθών. Μέχρι τα τέλη του 2018 περίπου οι μισοί εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα (το 48%) είχαν αμοιβές μέχρι 750 €, όπως ήταν ο κατώτατος μισθός του 2012, που τότε αφορούσε περίπου το 16% των εργαζομένων.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη
Αν η γραμμή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν κάτι μεταξύ απραξίας και «ήπιας» απορρύθμισης μέσα στις γραμμές και τις επιλογές της κυρίαρχης τάξης και των δανειστών, αυτή ωχριά μπροστά στον οίστρο για την επίθεση στις εργασιακές σχέσεις που έδειξε η κυβέρνηση της ΝΔ από την αρχή της θητείας της.
Ξεκίνησε με την κατάργηση (από την πρώτη βδομάδα διακυβέρνησης) του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, με το ΠΔ 84/2019 που υποβαθμίστηκε σε μια γενική διεύθυνση του υπουργείου Εργασίας. Το σήμα που αυτό δίνει στους επιχειρηματίες είναι πεντακάθαρο.
Ακολούθησε η κατάργηση ακόμα και του αδύναμου «βάσιμου λόγου» ως υποχρέωση του εργοδότη για αιτιολόγηση απόλυσης. Ακολούθησε επίσης η κατάργηση της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας των ΣΣΕ, επαναφέροντας το μνημονιακό καθεστώς, αλλά πλέον ως μόνιμη και νομιμοποιημένη κατάσταση.
Η μεγαλύτερη όμως απορρύθμιση ήρθε με τον Αναπτυξιακό νόμο (Ν. 4635/19), ο οποίος έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Επενδύω στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις». Το ότι ενσωματώνει το εργασιακό δίκαιο στον αναπτυξιακό νόμο είναι αποκαλυπτικό και δείχνει πώς αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση τα εργασιακά δικαιώματα.
Με τον Αναπτυξιακό του Μητσοτάκη συντελούνται βασικές ανατροπές: Η Εθνική Γενική ΣΣΕ, παραδοσιακά, αποτελούσε το ελάχιστο επίπεδο κατοχύρωσης, ενώ οι κλαδικές ΣΣΕ έρχονταν να κατοχυρώσουν πιο προωθημένα δικαιώματα και κατακτήσεις. Τώρα η ΕΓΣΣΕ γίνεται «ταβάνι» και απαγορεύεται η διαπραγμάτευση μέσω κλαδικών ΣΣΕ πιο προωθημένων αιτημάτων. Ταυτόχρονα οι Συμβάσεις –τόσο η ΕΓΣΣΕ όσο και οι κλαδικές– γίνονται διάτρητες, αφού κατοχυρώνεται η δυνατότητα (με απόφαση του υπ. Εργασίας) να καταργούνται τμήματά τους με την επίκληση ειδικών «οικονομικών προβλημάτων», εξαιρώντας ολόκληρους κλάδους ή περιοχές της χώρας από την προστασία των ΣΣΕ. Είναι σαφές ότι αυτές οι διατάξεις συνδέονται με την προοπτική των «Ειδικών Οικονομικών Ζωνών» (ΕΟΖ), όπου κυριαρχεί η πλήρης εργοδοτική «απελευθέρωση». Οι ΕΟΖ υπήρξαν βασικός στόχος των μνημονιακών πολιτικών και έρχονται να επιβληθούν σήμερα, όταν η κυβέρνηση και η Τρόικα ισχυρίζονται ότι έχουμε μπει σε μεταμνημονιακή εποχή.(6)
Παρά την κυριαρχία των ελαστικών μορφών απασχόλησης, η κυβέρνηση παίρνει μέτρα τα οποία ενισχύουν μια μεγαλύτερη απορρύθμιση. Στο άρθρο 59 με τον παραπλανητικό τίτλο «Μέτρα για την προστασία εργαζομένων μερικής απασχόλησης», προβλέπει αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των ωρών ή των ημερών εργασίας. Μέχρι τώρα αυτός ο υπολογισμός γινόταν σε μηνιαία βάση, ενώ τώρα δίνεται η δυνατότητα να γίνεται και σε ετήσια βάση.
Η «προσαύξηση» κατά 12% της υπερωριακής απασχόλησης ελαστικοποιημένων εργατών θα λειτουργήσει σαν κίνητρο για αύξηση της μερικής απασχόλησης, γιατί θεσμοθετεί υπερωριακή αμοιβή πολύ φτηνότερη από τα ισχύοντα για την πλήρη απασχόληση.(7) Επίσης τα πρόστιμα που θεσμοθετούνται για την αδήλωτη απασχόληση είναι κυριολεκτικά αστεία (2.000 ευρώ!) και παραμένουν υποπολλαπλάσια από τα ισχύοντα στον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Χαριστική βολή κατά των ΣΣΕ πρέπει να θεωρηθεί η ρύθμιση του άρθρου 57, που αφορά την επίλυση των διαφορών με διαιτησία. Η μονομερής προσφυγή στον ΟΜΕΔ (Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας) αποτελούσε ένα εργαλείο υπέρ της ασθενέστερης πλευράς. Τη μονομερή προσφυγή στον ΟΜΕΔ είχε καταργήσει το 2012 η κυβέρνηση της ΝΔ, η κατάργηση κρίθηκε αντισυνταγματική το 2013 από το Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά την επανάφερε το 2014 η κυβέρνηση της Δεξιάς. Η σημερινή κυβέρνηση περιορίζει ασφυκτικά τη νόμιμη άσκησή της. Προβλέπει τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στον ΟΜΕΔ μόνο σε δύο περιπτώσεις, η πρώτη εάν πρόκειται για επιχείρηση Δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφέλειας, η λειτουργία των οποίων έχει ζωτική σημασία για την εξυπηρέτηση βασικών αναγκών της κοινωνίας, ανοίγοντας το παράθυρο στην εργοδοσία για προσφυγή, εφ’ όσον έχουν να διαχειριστούν υφιστάμενες ΣΣΕ που είναι σε ισχύ. Η δεύτερη περίπτωση αφορά τον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα, εφ’ όσον έχει επέλθει η αποτυχία των διαπραγματεύσεων. Τι σημαίνει όμως αποτυχία των διαπραγματεύσεων; Έχουν χρησιμοποιηθεί όλα τα μέσα: απεργία, προσφυγή σε μεσολαβητή όπου πρέπει να έχει αποδεχθεί αυτός που προσφεύγει την πρόταση του μεσολαβητή (ακόμα και αν είναι προβληματική), για να δοθεί η δυνατότητα τελικά προσφυγής στη διαιτησία. Αλλά ακόμα και τότε θα πρέπει αυτός που προσφεύγει, να αποδείξει ότι η διαιτητική απόφαση που ζητά, επιβάλλεται από υπαρκτό λόγο γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος που συνδέεται με τη λειτουργία της ελληνικής οικονομίας. Άρα κατ’ επίφαση μόνο υπάρχει η προσφυγή στον ΟΜΕΔ.
Ιδιαίτερα προβληματικές όμως είναι και οι παρεμβάσεις στο συνδικαλισμό. Καθιερώνει ένα υποχρεωτικά τηρούμενο ηλεκτρονικό μητρώο εργατικών και εργοδοτικών συνδικάτων, μέσω του οποίου θα αποδεικνύεται η κάλυψη του 51% των εργαζομένων ή των εργοδοτών και έτσι η δυνατότητα υπογραφής από την πλευρά τους ΣΣΕ.
Ένα δεύτερο ζήτημα το οποίο δημιουργεί ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η «προαιρετική» ηλεκτρονική άσκηση του δικαιώματος ψήφου για τη λήψη αποφάσεων, ιδιαίτερα για τη λήψη απόφασης για την κήρυξη απεργίας. Παρουσιάζουν αυτή την απόφαση ως «συμμετοχική» για το δυνάμωμα της δημοκρατίας μέσα στα συνδικάτα. Είναι προφανές ότι μια τέτοια διαδικασία που, αντί τις φυσικής παρουσίας, προβλέπει την ψηφοφορία από απόσταση μέσω του διαδικτύου εκτός από τα θέματα ασφάλειας, μυστικότητας, πιθανού φακελώματος προσώπων από την εργοδοσία, το μεγαλύτερο ζήτημα είναι ότι προωθεί τη χειραγώγηση, «εξατομίκευση» και απομαζικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης. Η μαζική διαδικασία της συνέλευσης, όπου ο κάθε εργαζόμενος ανταλλάσσει απόψεις με τους συναδέλφους του, δυναμώνει, σφυρηλατεί και ενισχύει την αλληλεγγύη και τη συλλογικότητα, διαπιστώνει και αισθάνεται ότι αποτελεί κομμάτι ενός συνόλου, που είναι αποφασισμένο να αγωνιστεί, όλα αυτά απαιτούν τη ζωντανή επαφή και παρουσία. Αντίθετα η από απόσταση ψηφιακή «συμμετοχή» τοποθετεί τον κάθε εργαζόμενο μόνο του μπροστά στον υπολογιστή, κάτω από την πίεση του δανείου και των λογαριασμών, να υποχωρεί εξατομικευμένος στις πιέσεις της εργοδοσίας και των ΜΜΕ.
Οι επιλογές τις κυβέρνησης της ΝΔ σηματοδοτούν μια νέα επέλαση κατά των εργασιακών σχέσεων και των εργασιακών δικαιωμάτων, υπέρ της εργοδοσία και της αύξησης των κερδών. Με κορύφωση τον Αναπτυξιακό Νόμο δηλώνει ότι θα τα δώσει όλα για τις αγορές, όλα για τα κέρδη και τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Τα συνδικάτα
Απέναντι σε αυτή την παρατεταμένη επίθεση, τα συνδικάτα ζυγίστηκαν και αποδείχθηκαν ανίκανα να οργανώσουν αποτελεσματική απάντηση της εργατικής τάξης.
Στην ηγεσία τους βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό δυνάμεις που συμμερίστηκαν τις μνημονιακές πολιτικές και έβαλαν πλάτη για να στηρίξουν τα κυρίως κυβερνητικά μέτρα και όχι την εργατική και λαϊκή αντίσταση. Αυτό ίσχυσε διαχρονικά για την ΠΑΣΚΕ και τη ΔΑΚΕ, ενώ μετά το 2015 η φιλομνημονιακή πολιτική ενισχύθηκε από τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ.
Η γραφειοκρατικοποίηση των συνδικάτων λειτουργεί επίσης ως αυτόνομος παράγοντας εξασθένησής τους. Αυτό έχει γίνει ιδιαίτερα κατανοητό από το κράτος, τις κυβερνήσεις και τα καθεστωτικά κόμματα που φροντίζουν μέσα από τους νόμους να ενισχύουν τη γραφειοκρατικοποίηση των συνδικάτων, με στόχο να μειώνουν τις δυνατότητες εργατικής αντίστασης.
Τέλος, η μακρά περίοδος σκληρής λιτότητας και αντιμεταρρυθμίσεων διαβρώνει επίσης το εργατικό δυναμικό, ενισχύοντας τις τάσεις για ατομική επιβίωση, για ιδιώτευση, τις τάσεις του φόβου μπροστά στους εργοδότες κ.ο.κ.
Για τους αγωνιστές/στριες της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στη βάση των εργατικών οργανώσεων, το καθήκον είναι διπλό: αφενός, να διεκδικήσουν βαθιές αλλαγές στη γραμμή, στη λειτουργία, στη δομή των συνδικάτων, με απόλυτο κριτήριο τις εργατικές ανάγκες. Αφετέρου, όμως, να διεκδικήσουν τα συνδικάτα, να μην παραιτηθούν από αυτά, μπροστά στις αθλιότητες της γραφειοκρατικοποίησης ή της φιλοεργοδοτικής γραμμής των συνδικαλιστικών ηγεσιών. Ο αναχωρητισμός από αυτό το καθήκον είναι πολύ απατηλός σύμβουλος. Στη Γαλλία σήμερα, όπως και πολλές φορές στο παρελθόν και στην ιστορία του εργατικού κινήματος, έχει αποδειχθεί ότι μέσα στις στροφές της ταξικής πάλης το συνδικαλιστικό κίνημα έχει τη δυνατότητα να ανασυνταχθεί. Σε αυτό το καθήκον σήμερα οφείλουμε να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας, δίνοντας προτεραιότητα στην οργάνωση από τα κάτω, που είναι πάντα το βασικό και αφετηριακό σημείο της ανασύνταξης.
Σημειώσεις
1. Ομιλία Απόστολου Καψάλη σε εκδήλωση της κίνησης Εργαζομένων Κατοίκων Ταύρου και Εργατικής Λέσχης Καλλιθέας στις 30/9/2019 https://www.youtube.com/watch?v=yp89DHEzeQg
2. Εκδήλωση ΜΕΤΑ με ομιλητή τον Γ. Κουζή: https://www.youtube.com/watch?v=VxHXPHYzpyg
3. Αγκαβανάκη Αιμιλία, Ευρωενωσιακή επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη. ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2, 2001.
4. Παρά το ότι Περίθαλψη και Συνταξιοδοτικά αποτελούν τμήμα των εργασιακών σχέσεων, σε αυτό το άρθρο δεν υπάρχει η δυνατότητα να καλυφθούν. Οι όποιες αναφορές θα είναι ακροθιγείς.
5. Γιάννης Κουζής, Απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και φτωχοποίηση των εργαζομένων, Αυγή 22/9/2019. http://www.avgi.gr/article/4768083/10223031/apeleutherose-tes-agoras-ergasiaskai-phtochopoiese-ton-ergazomenon
6. Κώστας Νικολάου, Μέχρι και 4 μισθούς χάνουν οι μισθωτοί – Πώς νομιμοποιείται η υποδηλωμένη εργασία. https://www.imerodromos.gr/anaptyxiako-nomoschedio-mechri-kai-4-misthoys-chanoyn-oimisthotoi-pos-nomimopoieitai-i-ypodilomeni-ergasia/
7. Τραυλός-Τζανετάκος, Οι εργασιακές σχέσεις μετά την «έξοδο» από τα μνημόνια. http://ergasianet. gr/2019/11/07/%CF%84%CF%81%CE%B1%CF%85%CE%BB%CF%8C%CF%82-%CF%84%CE% B6%CE%B1%CE%BD%CE%B5%CF%84%CE%AC%CE%BA%CE%BF%CF%82-%CE%BF%CE%B9- %CE%B5%CF%81%CE%B3%CE%B1%CF%83%CE%B9%CE%B1%CE%BA%CE%AD%CF%82- %CF%83%CF%87%CE%AD/