Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο redflag.org.au, τον Αύγουστο του 2020, σε δύο συνέχειες, με τίτλους «Ο Γκράμσι, ο Μπορντίγκα και η εργατική τάξη» και «Η άνοδος και η πτώση των καταλήψεων εργοστασίων». Τη μετάφραση έκανε ο Πάνος Πέτρου. Ο Λούκα Ταβάν είναι μέλος της Socialist Alternative στην Αυστραλία.
Ο Γκράμσι, ο Μπορντίγκα και η εργατική τάξη
Ένα βράδυ του Σεπτέμβρη του 1920, κατά τις 9, τρεις άντρες εντοπίστηκαν να παραφυλάνε γύρω από μια από τις μεγαλύτερες αυτοκινητοβιομηχανίες του Τορίνο, στον ιταλικό βορρά. Το εργοστάσιο είχε καταληφθεί από τους εργάτες και τρεις ένοπλοι εργάτες-φρουροί προσέγγισαν τους άντρες που παραφυλούσαν. Ο Τζιοβάνι Παρόντι, ηγετικό μέλος του ιταλικού εργατικού κινήματος, ανακαλεί το διάλογο που ακολούθησε:
«-Τι κάνετε εδώ;
-Ε, θέλαμε απλά να δούμε τι δουλειά κάνετε.
-Α, θέλετε να δείτε τη δουλειά μας; Ε, ελάτε μαζί μας!»
Οι τρεις εισβολείς διαμαρτυρήθηκαν, αλλά οδηγήθηκαν μέσα στο εργοστάσιο όπου τους έγινε έλεγχος. Οι εργάτες ανακάλυψαν ότι οι 3 άντρες ήταν φορτωμένοι με πιστόλια και σφαίρες, σαν μάχιμη μονάδα. Ήταν κατάσκοποι της εταιρείας, σταλμένοι από τους εργοδότες που ήθελαν απελπισμένα να ανακτήσουν τον έλεγχο των εργοστασίων τους.
«Ε, λοιπόν», είπε ένας από τους φρουρούς, «αφού θέλετε να δείτε τι δουλειά κάνουμε, ελάτε να δουλέψετε μαζί με τους εργάτες». Οι τρεις κατάσκοποι οδηγήθηκαν στους φούρνους. Φώναζαν ότι το μέταλλο είναι καυτό. Οι εργάτες απάντησαν: «Εμάς μας καίει όλη μας τη ζωή. Εσάς σας καίει μόνο απόψε, οπότε αντέξτε το». Μπροστά στον φούρνο κάποιος είχε χαράξει τα λόγια «Η Εργασία είναι Ευγενής».
Η Biennio Rosso, η «Κόκκινη Διετία», στην Ιταλία το 1919-20, ήταν ένας κρίσιμος κρίκος της αλυσίδας της διεθνούς επανάστασης μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένα μαζικό εργατικό κίνημα στα βιομηχανικά κέντρα του βορρά επιχειρούσε να εξαπολύσει έναν αποφασιστικό αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική τάξη. Στον αγροτικό νότο, καταλήψεις γης από τους αγρότες ανέτρεπαν κοινωνικές σχέσεις αιώνων.
Η ριζοσπαστική συγκυρία, που δημιούργησε ο πόλεμος και η κοινωνική αναστάτωση, έδωσε στους μαρξιστές μια ευκαιρία άνευ προηγουμένου για να συνδέσουν τη θεωρία τους με την πρακτική της εργατικής τάξης. Επαναστάτες εργάτες επιχείρησαν να ακολουθήσουν την εμπειρία της Ρώσικης Επανάστασης καταλαμβάνοντας τον έλεγχο των εργοστασίων και οικοδομώντας δικούς τους θεσμούς αυτοκυβέρνησης. Ο Ιταλός μαρξιστής Αντόνιο Γκράμσι έπαιξε μοναδικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία, αναπτύσσοντας μια επαναστατική θεωρία στο πλευρό των εργατών, που πάλευαν για την απελευθέρωσή τους.
Το επαναστατικό πείραμα στην Ιταλία υπήρξε φάρος για το σοσιαλιστικό κίνημα διεθνώς, αλλά απέτυχε δυστυχώς να καταφέρει στον καπιταλισμό το νικηφόρο χτύπημα. Η αποτυχία αυτού του κινήματος είχε δραματικές συνέπειες. Μόλις τρία χρόνια μετά την κορύφωση της επαναστατικής ελπίδας, στην Ιταλία θα ερχόταν στην εξουσία το πρώτο φασιστικό καθεστώς στην ιστορία, ως εκδίκηση ενάντια σε μια επανάσταση που έμεινε στη μέση. Για τον Γκράμσι και άλλους σοσιαλιστές σε όλο τον πλανήτη, που μελέτησαν αυτά τα γεγονότα, προέκυψαν από αυτή την εμπειρία κρίσιμα μαθήματα για την επαναστατική στρατηγική.
Αντόνιο Γκράμσι
Ο Γκράμσι γεννήθηκε στο νησί της Σαρδηνίας, μια από τις πιο υπανάπτυκτες οικονομικά περιοχές της χώρας. Η πρώιμη πολιτικοποίησή του ήταν ένας συνδυασμός ταξικού μίσους και νότιου εθνικισμού. Θυμόταν αργότερα:
«Τι με γλίτωσε από το να γίνω ένα κουρέλι χωρίς ζωή; Η ενστικτώδης εξέγερση που ένιωθα ενάντια στους πλούσιους ως νεαρό αγόρι… Αυτό το ένστικτο στρεφόταν ενάντια σε όλους τους πλούσιους που καταπίεζαν τους Σαρδηνούς αγρότες, οπότε σκεφτόμουν ότι ήταν ανάγκη να αγωνιστούμε για την εθνική ανεξαρτησία της περιοχής. “Πετάξτε τους ηπειρωτικούς στη θάλασσα!” Πόσο συχνά επανέλαβα αυτά τα λόγια…».
Η πρώτη σοβαρή επαφή του Γκράμσι με τη σοσιαλιστική πολιτική ήρθε όταν πήρε μια υποτροφία στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο το 1911, όπου σπούδασε μαζί με άλλους μελλοντικούς ηγέτες του Ιταλικού Κομουνιστικού Κόμματος. Ωστόσο, δεν ήταν το διανοητικό περιβάλλον του πανεπιστημίου αυτό που μετασχημάτισε τις ιδέες του Γκράμσι, αλλά το πολιτικό κλίμα του Τορίνο. Τοποθετημένο στο βιομηχανικό βορρά, το Τορίνο ήταν η ιταλική Πετρούπολη, η επιτομή μιας προλεταριακής πόλης. Η ανάπτυξη της αυτοκινητοβιομηχανίας στο Τορίνο μετέτρεψε την πόλη σε κέντρο της εργατικής μαχητικότητας. Είχε ήδη ζήσει γενικές απεργίες το 1902, το 1904, το 1907 και το 1909.
Ο Γκράμσι μπήκε στο Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSI) το 1914. Το PSI, ενταγμένο στις παραδόσεις των κομμάτων της Δεύτερης Διεθνούς, ήταν μια πλατιά σοσιαλιστική οργάνωση. Περιλάμβανε στις τάξεις του ρεφορμιστές, που επεδίωκαν μια νόμιμη μετάβαση στο σοσιαλισμό μέσα από τον έλεγχο του κράτους, και μαρξιστές επαναστάτες που ήθελαν να το ανατρέψουν.
Η ανοιχτά ρεφορμιστική πτέρυγα καθοδηγούνταν από τον Φίλιπο Τουράτι. Αριθμητικά αποτελούσε μειοψηφία στο κόμμα, αλλά είχε ισχυρή επιρροή σε μια σειρά κρίσιμων γραφειοκρατικών θεσμών: στην κοινοβουλευτική ομάδα του PSI, η οποία το 1913 είχε 52 εκλεγμένους αντιπροσώπους, στα δημοτικά συμβούλια και στα συνδικάτα. Αυτά έδιναν στους ρεφορμιστές μια πολιτική επιρροή δυσανάλογη με την αριθμητική τους δύναμη μέσα στο κόμμα.
Οι «Μαξιμαλιστές», υπό την ηγεσία του Τζιακίντο Μενότι Σεράτι, κυριαρχούσαν στην κομματική ηγεσία. Η ομάδα του Σεράτι επέκρινε τους ρεφορμιστές από φαινομενικά ριζοσπαστικές μαρξιστικές θέσεις. Στην πράξη, ωστόσο, δεν κατάφερνε να διαχωριστεί από αυτούς, εστιάζοντας στη διεκδίκηση των δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και δίνοντας απεριόριστη ενέργεια στις εκλογικές εκστρατείες.
Τέλος, η επαναστατική πτέρυγα συσπειρωνόταν γύρω από τον Αμαντέο Μπορντίγκα, έναν νεαρό ριζοσπάστη από τη Νάπολι. Η εχθρότητα του Μπορντίγκα απέναντι στους ρεφορμιστές στο κόμμα και η εναντίωσή του στον ιταλικό ιμπεριαλισμό, του είχαν χαρίσει αυξημένο κύρος στους ριζοσπαστικούς κύκλους και στη νεολαία. Θα γινόταν διάσημος για το επιχείρημα ότι οι επαναστάτες οφείλουν να απέχουν από τις εκλογές από θέση αρχής -κάτι που χάρισε στην πτέρυγά του το παρατσούκλι «Οπαδοί της Αποχής». Αλλά ο Μπορντίγκα ήταν πολύ ικανότερος στο να καταγγέλει τη δεξιά του PSI από ό,τι στο να οικοδομεί επαναστατική ηγεσία μέσα από τους υπαρκτούς αγώνες.
Το PSI στάθηκε σχεδόν μόνο, ανάμεσα στα μεγάλα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς, όταν αρνήθηκε να στηρίξει τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το κόμμα έπαιξε έναν κρίσιμο ρόλο στη συγκρότηση της διάσκεψης του Τσίμερβαλντ μεταξύ των αντιπολεμικών σοσιαλιστών. Ο Σεράτι προσωπικά διακινδύνεψε τη σύλληψή του, όταν αγνόησε τους λογοκριτές και δημοσίευσε το μανιφέστο του Τσίμερβαλντ στην «Avanti!», την καθημερινή εφημερίδα του κόμματος.
Αλλά η τίμια ρητορική του κόμματος επί των αρχών λειτουργούσε συσκοτίζοντας την ουσιαστικά παθητική στάση του απέναντι στον πόλεμο στην πράξη, που συνοψιζόταν στο σύνθημα «ούτε υποστήριξη, ούτε σαμποτάρισμα». Το PSI δεν θα κινητοποιούσε ενεργά την εργατική τάξη υπέρ της πολεμικής προσπάθειας, αλλά ούτε θα δεσμευόταν στην παρενόχλησή της μέσα από απεργίες, διαδηλώσεις ή και επανάσταση.
Όπως το έθετε ένα άρθρο στην «Avanti!»:
«Να μελετήσουμε, ναι. Γιατί σήμερα μπορούμε να συλλέξουμε τα υλικά που θα μας είναι αναγκαία για δράση αύριο. Αλλά να δράσουμε σήμερα, πάνω σε συγκεκριμένα και άμεσα ζητήματα; Όχι, όχι, όχι!».
Η Ιταλία δεν μπήκε στον πόλεμο μέχρι το 1915, οπότε αναβλήθηκε μια μεγάλη σύγκρουση μεταξύ ρεφορμιστικών και επαναστατικών δυνάμεων μέσα στο κόμμα. Μπορούσε να επικρατήσει μια στάση καλά υπολογισμένης αμφισημίας, που κρατούσε ενωμένες αυτές τις δυνάμεις. Αλλά δεν πέρασε πολύς καιρός μέχρις ότου ήρθε ο πόλεμος και άλλαξε τα πάντα.
Πόλεμος και επανάσταση
Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν βαθιά αντιδημοφιλής στην Ιταλία. Στο μέτωπο σκοτώθηκαν 615.000 Ιταλοί, τραυματίστηκαν ένα εκατομμύριο κι έμειναν ανάπηροι 500.000. Υποχρεωμένοι να ρισκάρουν τις ζωές τους για προσαρτήσεις εδαφών για τα οποία δεν είχαν ξανακούσει στη ζωή τους, οι αγρότες κληρωτοί φαντάροι επέστρεφαν στην Ιταλία ριζοσπαστικοποιημένοι. Η αστυνομία δολοφόνησε τρεις αντιμιλιταριστές διαδηλωτές τον Ιούνη του 1914, προκαλώντας μια εξέγερση στην Ανκόνα. Οι εργοστασιακοί εργάτες στάθηκαν ενάντια στην επιβολή στρατιωτικού νόμου στα εργοστάσια. Η εργατική τάξη μεγεθύνθηκε ραγδαία, καθώς προχωρούσε η προσπάθεια να αυξηθεί η πολεμική παραγωγή. Όταν η καυτή ατμόσφαιρα, που δημιουργούσε ο πόλεμος, συνδυάστηκε με τα νέα του ξεσπάσματος της επανάστασης στη Ρωσία, οι εντάσεις μέσα στο σοσιαλιστικό κίνημα έφτασαν σε νέα επίπεδα.
Η ρεφορμιστική πτέρυγα του PSI χαιρέτιζε τις διπλωματικές προσπάθειες του Αμερικανού προέδρου Γούντροου Γουίλσον για επίλυση της στρατιωτικής σύγκρουσης, αντί να στραφεί προς τη μαζική εργατική δράση. Καθώς σήκωνε κεφάλι ο εθνικιστικός πυρετός, ο ρεφορμιστής Τουράτι κατέληξε να στηρίζει την πολεμική προσπάθεια.
Στο μεταξύ, η πραγματικότητα της επανάστασης ενθάρρυνε τους ριζοσπάστες. Η Ρώσικη Επανάσταση χαιρετίστηκε στην Ιταλία με περισσότερο ενθουσιασμό από οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Τον Αύγουστο του 1917, μια επίσημη αντιπροσωπεία των Ρώσων σοσιαλιστών [ΣτΜ: Μενσεβίκων] στάλθηκε στην Ιταλία με σκοπό να διασφαλίσει διεθνή υποστήριξη στην Προσωρινή Κυβέρνηση. Προς δυσάρεστη έκπληξή τους, όπου και να πήγαιναν γίνονταν δεκτοί από ενθουσιώδη μαζικά ακροατήρια που φώναζαν «Ζήτω ο Λένιν!». Ο Σεράτι έσπευσε να συνδέσει το PSI με την Κομουνιστική Διεθνή, το νέο κέντρο της διεθνούς επανάστασης που δημιούργησαν οι Ρώσοι Μπολσεβίκοι. Το PSI ήταν το πρώτο μαζικό κόμμα που προσχώρησε στην Κομιντέρν.
Η πόλωση παρέλυε το PSI. Αυτό έγινε πεντακάθαρο στις μνημειώδεις ταραχές του Αυγούστου του 1917. Οι εργάτες κατέβηκαν σε απεργία, όταν τα αρτοποιεία δεν άνοιξαν λόγω ελλείψεων. Μια μαρτυρία περιγράφει τους εργάτες να βγαίνουν σε απεργία φωνάζοντας: «Δεν μπορούμε να δουλέψουμε, θέλουμε ψωμί». Ο διευθυντής της εταιρίας απάντησε: «Φυσικά, πώς μπορεί να δουλέψει κανείς χωρίς να φάει;» και ανακοίνωσε ότι παίρνει τηλέφωνο στις προμήθειες του στρατού για να φέρουν ένα φορτηγό γεμάτο τρόφιμα. Οι εργάτες σταμάτησαν όλοι μαζί για μια στιγμή, κοιτάχθηκαν μεταξύ τους στα μάτια -λες και ζύγιζε ο ένας τη γνώμη του άλλου- και άρχισαν να φωνάζουν όλοι ενωμένοι: «Δεν μας καίγεται καρφί για το ψωμί! Θέλουμε ειρήνη! Κάτω οι κερδοσκόποι! Κάτω ο πόλεμος!».
Τα γεγονότα του Αυγούστου ήταν ένα συνειδητά αντιπολεμικό εξεγερσιακό κίνημα. Κάποιοι από τους πρωταγωνιστές το παρομοίασαν με την επανάσταση του Φλεβάρη στη Ρωσία. Οι γυναίκες και η νεολαία έπαιξαν κεντρικό ρόλο στην καθοδήγηση διαδηλώσεων και στην έκκληση προς τους στρατιώτες να μην πυροβολήσουν τους αδελφούς και τις αδελφές τους. Το PSI δίστασε και απέφυγε να αναλάβει την ηγεσία του κινήματος. Χωρίς καμιά καθοδήγηση και κατεύθυνση, το κίνημα περιορίστηκε τραγικά στο Τορίνο και κατεστάλη με ωμή βία. Πάνω από 50 δολοφονήθηκαν, 1.500 συνελήφθησαν και 1.000 από τους πιο μαχητικούς εργάτες στάλθηκαν υποχρεωτικά να πολεμήσουν στο μέτωπο.
Παρ’ όλες τις διαφορές τους, όλες οι πτέρυγες του PSI έμειναν παθητικές. Ο ρεφορμιστής Τουράτι δικαιολογούσε την ενσωμάτωση στο κράτος και τη συνεργασία με τους εργοδότες. Κάθε νέο εκλογικό κέρδος, κάθε νέα σύμβαση που υπογραφόταν με τους εργοδότες, κατά τη γνώμη του σηματοδοτούσε άλλο ένα βήμα προς το σοσιαλισμό. Ο πιο ριζοσπάστης Σεράτι διαβεβαίωνε: «Οι μαρξιστές δεν κάνουμε την ιστορία, την ερμηνεύουμε». Η επαναστατική ρητορική μπορούσε να συνδυαστεί με την παθητικότητα στην πράξη.
Ο Μπορντίγκα έτεινε να αναπαράγει την ίδια λογική. Ισχυριζόταν ότι το πιο σημαντικό καθήκον των επαναστατών ήταν να διατηρούν μια «καθαρή» πολιτική γραμμή, να αποφεύγουν την εμπλοκή στους καθημερινούς αγώνες και να διατηρούν την πίστη τους ότι η μελλοντική επανάσταση θα σπρώξει τους επαναστάτες (όπως τον ίδιο) στην ηγεσία του εργατικού κινήματος. Δεν τον ενδιέφερε καθόλου να κερδίσει τους εργάτες, που δεν είχαν έρθει σε πλήρη ρήξη με τη ρεφορμιστική στρατηγική.
Ως το 1919, η Ιταλία είχε βρεθεί σε ένα «απεργιακό παραλήρημα». Οι διαδηλώσεις ενάντια στις αυξήσεις τιμών στη Σπέτσια κλιμακώθηκαν σε εξέγερση τον Ιούνη. Η τοπική κυβέρνηση κατέρρευσε και η εξουσία πέρασε προσωρινά στα χέρια των εργατικών επιτροπών. Σε μια χώρα καθορισμένη από περιόδους έντονης μαχητικότητας, δεν υπήρχε μια οργανωμένη επαναστατική τάση που θα μπορούσε να αντιληφθεί το δεσμό ανάμεσα στους υπαρκτούς αγώνες και τον στόχο της εργατικής επανάστασης.
Εργατική Δημοκρατία
Ο Αντόνιο Γκράμσι αναδείχθηκε στο εργατικό κίνημα του Τορίνο μέσα από τραυματικές περιστάσεις. Η καταστολή των ταραχών για το ψωμί τον Αύγουστο κατέληξε στη φυλάκιση σχεδόν όλης της τοπικής ηγεσίας του PSI και ο Γκράμσι έγινε αρχισυντάκτης και μοναδικός δημοσιογράφος της τοπικής κομματικής εφημερίδας. Το πρώτο του άρθρο, γραμμένο τον Αύγουστο του 1917, χαιρέτιζε την εξελισσόμενη ρωσική επανάσταση ως μια δράση του προλεταριάτου που άνοιγε την ιστορική δυνατότητα για το σοσιαλισμό.
Η πολιτική του Γκράμσι εκείνη την περίοδο είχε μια δόση βολονταρισμού, την πεποίθηση ότι η επανάσταση μπορεί να γίνει με τη δύναμη της θέλησης. Το 1917 έγραφε:
«Η Μπολσεβίκικη Επανάσταση στηρίζεται περισσότερο στην ιδεολογία από ό,τι στα πραγματικά γεγονότα… Οι Μπολσεβίκοι αποκηρύσσουν τον Καρλ Μαρξ και διαβεβαιώνουν, μέσα από την καθαρή δήλωση της δράσης τους, μέσα από αυτά που κατάφεραν, ότι οι νόμοι του ιστορικού υλισμού δεν είναι γραμμένοι σε πέτρα, όπως μπορεί να πιστεύει κανείς ή όπως μπορεί να πίστευε μέχρι σήμερα».
Αν και κάπως ωμή και ακατέργαστη, η διατύπωση του Γκράμσι προέκυπτε ως αντίδραση στον πνιγηρό ντετερμινισμό που είχε μολύνει τόσο έντονα το PSI. Η φλογερή επιθυμία του Γκράμσι ήταν να βρει τους τρόπους να μετατραπεί η επαναστατική ενέργεια της Ρωσίας σε οδικό χάρτη για τη διεθνή επανάσταση μέσω της αυτενέργειας του προλεταριάτου.
Μέσα από τις σελίδες της «L’ Ordine Nuovo», ο Γκράμσι άρχισε να διαμορφώνει το περίγραμμα μιας στρατηγικής για την εργατική εξουσία. Στο άρθρο «Εργατική Δημοκρατία», που δημοσιεύτηκε στη διάρκεια του απεργιακού κύματος του Ιούνη του 1919, ο Γκράμσι αναρωτήθηκε:
«Πώς να αξιοποιήσουμε τις τεράστιες κοινωνικές δυνάμεις που απελευθέρωσε ο πόλεμος; Πώς να τις τιθασεύσουμε, να τους δώσουμε μια πολιτική μορφή ικανή να αναπτύσσεται και να εξελίσσεται διαρκώς σε σκελετό ενός σοσιαλιστικού κράτους που να ενσαρκώσει τη δικτατορία του προλεταριάτου;».
Αυτή ήταν η αφετηρία της υποστήριξης του Γκράμσι στη δημιουργία των σοβιέτ, τη νέα μορφή δημοκρατίας που είχε ανακαλύψει η ρώσικη εργατική τάξη. Η δημιουργία σοβιέτ ήταν ένα δημοφιλές σύνθημα στις γραμμές των επαναστατών του Τορίνο. Η καινοτομία του Γκράμσι βρίσκεται στη στρατηγική που πρότεινε για την οικοδόμηση τέτοιων θεσμών μέσα από τους υπαρκτούς αγώνες.
Ο Γκράμσι δεν ήταν ένας αφηρημένος ακαδημαϊκός φιλόσοφος. Η θεωρία του για την κοινωνική αλλαγή δεν ήταν «στον αέρα». Ήταν μια προσπάθεια να συνθέσει την εμπειρία των ρώσικων σοβιέτ, αλλά και του κινήματος των εργοστασιακών αντιπροσώπων στη Βρετανία, της Ουγγρικής και της Γερμανικής Επανάστασης.
Ο Γκράμσι ισχυριζόταν ότι το σοσιαλιστικό κράτος «υπάρχει ήδη δυνητικά μέσα στους θεσμούς της κοινωνικής ζωής που χαρακτηρίζουν την εκμεταλλευόμενη εργατική τάξη… Οι εσωτερικές επιτροπές είναι όργανα εργατικής δημοκρατίας που πρέπει να απελευθερωθούν από τους περιορισμούς που τους θέτει η διεύθυνση και να ενισχυθούν από νέα πνοή κι ενέργεια». Οι εσωτερικές επιτροπές στα εργοστάσια ήταν το ανάλογο των επιτροπών εργατικών αντιπροσώπων, όπου οι εργάτες της βάσης εκπροσωπούνταν ενάντια στα αφεντικά. Ο Γκράμσι πλέον υποστήριζε ότι αυτές έπρεπε να επεκταθούν πέρα από τον παραδοσιακό τους ρόλο της διαμεσολάβησης σε εργασιακές διαμάχες και να αναλάβουν τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή. Αντανακλώντας τα επιχειρήματα του Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση», ο Γκράμσι οραματιζόταν αυτό το δίκτυο εργατικών συμβουλίων ως «ένα σπουδαίο σχολείο σε πολιτική και διοικητική εμπειρία», ένα μέσο προετοιμασίας των εργατών για την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας.
Οι προτάσεις του Γκράμσι είχαν συγκλονιστικό αντίκτυπο. Τον Αύγουστο, οι εργάτες αντιπρόσωποι στη FIAT-Centro, το μεγαλύτερο εργοστάσιο της χώρας, αυτοδιέλυσαν την εσωτερική επιτροπή και κάλεσαν στην εκλογή συμβουλίου. Οι εργάτες στην FIAT-Brevetti προώθησαν το μοντέλο: μόνο τα μέλη του συνδικάτου μπορούσαν να εκλεγούν, αλλά όλοι οι εργάτες είχαν δικαίωμα ψήφου. Τα συμβούλια γίνονταν έτσι ανεξάρτητα από τις επίσημες συνδικαλιστικές δομές και φιλοδοξούσαν να αγκαλιάσουν το σύνολο της εργατικής τάξης. Ως τις 26 Οκτώβρη, πάνω από 50.000 είχαν οργανωθεί σε συμβούλια σε όλο το Τορίνο και ως το τέλος του χρόνου ήταν πάνω από 150.000. Σε μια ομιλία του στα στελέχη των συμβουλίων το Σεπτέμβρη, ο Γκράμσι εξήγησε γιατί οι προτάσεις της «L’ Ordine Nuovo» είχαν τέτοια απήχηση:
«Ξέρουμε ότι το έντυπό μας δεν έχει συμβάλει λίγο σε αυτό το κίνημα… Αλλά ξέρουμε, επίσης, ότι η δουλειά μας είχε μια αξία μόνο στο βαθμό που κάλυπτε μια ανάγκη, βοηθούσε να συγκεκριμενοποιηθεί μια προσδοκία που υπήρχε υπόγεια στη συνείδηση των εργαζόμενων μαζών».
Οι εσωτερικές επιτροπές, που αποτέλεσαν τη βάση για τα εργοστασιακά συμβούλια, ήταν ένα έδαφος που από καιρό αποτελούσε πεδίο μάχης μεταξύ των αγωνιστών της βάσης και των συντηρητικών συνδικαλιστών αξιωματούχων. Η πλειοψηφία των αξιωματούχων είχε πάρει τη μεριά του κράτους και επιχειρούσε να συμβάλει στην επιβολή πειθαρχίας στα εργοστάσια. Η παρέμβαση του Γκράμσι έδωσε ένα πρόγραμμα και μια στρατηγική σε μια εργατική βάση που αγωνιζόταν για μεγαλύτερο έλεγχο μέσα στο πλαίσιο του πολέμου και της οικονομικής κρίσης.
Οι αντιπρόσωποι των συμβουλίων διαμόρφωσαν ένα πρόγραμμα που έφερε τη σφραγίδα του Γκράμσι και της επιρροής της «L’ Ordine Nuovo». Το πρόγραμμα αυτοχαρακτηριζόταν ως «έκθεση των αντιλήψεων που υποστηρίζουν την ανάδυση μιας νέας μορφής προλεταριακής εξουσίας… Στόχος του… είναι να βάλει σε κίνηση στην Ιταλία έναν έμπρακτο πειραματισμό προς την επίτευξη της κομουνιστικής κοινωνίας».
Ένα προλεταριακό κράτος;
Αν και το πρόγραμμα των συμβουλίων εξέφραζε τις μεγαλύτερες δυνατές προσδοκίες, αυτά δεν έφτασαν ποτέ στο σημείο να διεκδικήσουν το κύρος μιας εναλλακτικής πολιτικής δύναμης απέναντι στο αστικό κράτος. Παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό περιορισμένα στο καθήκον του ελέγχου της παραγωγής μέσα στο εργοστάσιο.
Σε κάποιες στιγμές, οι παρεμβάσεις της ομάδας της «L’ Ordine Nuovo» μπορεί να ενίσχυαν την ψευδαίσθηση -που ήταν διάχυτη ανάμεσα στα μέλη των συμβουλίων- ότι ο έλεγχος της παραγωγής ήταν αρκετός για να αμφισβητηθεί η εξουσία της αστικής τάξης. Έγραφαν:
«Το συμβούλιο είναι ένα ιστορικό προϊόν της ιταλικής κοινωνίας, καθορισμένο από την αναγκαιότητα να κυριαρχηθεί ο παραγωγικός μηχανισμός, που γεννιέται μέσα από την κατάκτηση της αυτο-συνείδησης των παραγωγών».
Η ιταλική εργατική τάξη είχε κάνει ιστορικά άλματα προς το να πάρει τον έλεγχο της μοίρας της. Αλλά όσο επικρατούσε η ατομική ιδιοκτησία και η πολιτική εξουσία παρέμενε στα χέρια του καπιταλιστικού κράτους, οι εργάτες δεν μπορούσαν να απελευθερωθούν πλήρως. Το συμβούλιο έπρεπε να διευρυνθεί, όπως τα σοβιέτ τη Ρωσία, για να αγκαλιάσει την πολιτική μαζί με τη βιομηχανική οργάνωση.
Η απόπειρα να ασκηθεί έλεγχος πάνω στην παραγωγή μπορούσε να αναπτύξει αντιφατικές πιέσεις στην εργατική τάξη. Αφενός, μπορούσε να προωθήσει τον αγώνα, κάνοντας σαφή την ανάγκη να πάρουν τον έλεγχο της ευρύτερης διαχείρισης της κοινωνίας και να παλέψουν για την πολιτική εξουσία. Αφετέρου, μπορούσε να οδηγήσει τους εργάτες στο αδιέξοδο του συμβουλευτικού ρόλου στη διεύθυνση για το πώς θα βελτιωθεί η παραγωγή.
Αυτός ο κίνδυνος έγινε εμφανής, όταν τα αφεντικά της FIAT απαίτησαν να αυξηθεί η παραγωγικότητα για να ανταγωνιστούν με τα αμερικανικά επίπεδα παραγωγής. Η βάση απέρριψε αντανακλαστικά αυτή την πρόταση και μια σειρά από μαζικές συνελεύσεις την απέρριψαν οργισμένα. Αλλά τους ηρέμησαν ο Μποέρο κι ο Γκαρίνο, δύο ηγέτες του κινήματος των συμβουλίων. Οι Μποέρο και Γκαρίνο ισχυρίστηκαν ότι η δύναμη της εργατικής τάξης προέκυπτε από την παραγωγική της ικανότητα, οπότε δεν μπορούσαν να αρνηθούν την προσπάθεια να αυξηθεί η παραγωγή. Αλλά ακόμα κι όταν τα συμβούλια κάνουν κουμάντο μέσα στο εργοστάσιο, αυτές οι αυξήσεις παραγωγικότητας εξακολουθούν να καταλήγουν στα αφεντικά με τη μορφή κερδών. Οι Μποέρο και Γκαρίνο δεν μπόρεσαν να αντιληφθούν αυτές τις προεκτάσεις. Η αντίδρασή τους στηριζόταν σε μια ρομαντική αντίληψη της μελλοντικής σοσιαλιστικής κοινωνίας, όπου οι εργάτες θα έλεγχαν τα αποτελέσματα της εργασίας τους. Όπως ήταν τα πράγματα όμως τη δεδομένη στιγμή, οι ηγέτες των συμβουλίων άθελά τους περιόριζαν ένα υφέρπον απεργιακό κίνημα ενάντια στην καπιταλιστική κερδοφορία.
Ως το Μάρτη του 1920, ο Γκράμσι είχε αναπτύξει ένα πρόγραμμα για να ξεπεραστούν τα όρια της οργάνωσης μέσα στο εργοστάσιο. Στην «Avanti!» σκιαγράφησε τα άμεσα καθήκοντα των συμβουλίων ως εξής:
«1) Επίλυση του ζητήματος του εξοπλισμού του προλεταριάτου. 2) Ξεσηκωμός σε όλη την επαρχία ενός πανίσχυρου ταξικού κινήματος των φτωχών αγροτών και των μικροϊδιοκτητών σε αλληλεγγύη με το βιομηχανικό κίνημα».
Γινόταν όλο και πιο εμφανές στον Γκράμσι ότι ένα τέτοιο καθήκον δεν μπορούσε να υλοποιηθεί από ένα έντυπο όπως η «L’ Ordine Nuovo». Για να γίνουν τα συμβούλια θεσμοί ικανοί να διεκδικήσουν την εξουσία, χρειαζόταν μια συγκροτημένη πανεθνική οργάνωση αγωνιστών, ένα επαναστατικό κόμμα αφοσιωμένο να οδηγήσει τον αγώνα ως την κατάληξή του.
Η άνοδος και η πτώση των καταλήψεων εργοστασίων
Ως τα τέλη του 1919, το κίνημα των εργοστασιακών συμβουλίων στο Τορίνο είχε προσελκύσει 150.000 εργάτες σε μια μαχητική οργάνωση μέσα στο χώρο δουλειάς, υπό τη ριζοσπαστική επιρροή του μαρξιστικού ρεύματος γύρω από τον Αντόνιο Γκράμσι. Οι ηγέτες του κινήματος ήταν ενθουσιασμένοι από την εκρηκτική ανάπτυξη αυτού του αποκαλούσαν «έμπρακτο πείραμα για την επίτευξη της κομουνιστικής κοινωνίας». Ωστόσο, όπως σε κάθε ταξικό αγώνα, κάθε νίκη έφερνε μαζί της νέες προκλήσεις.
Τα αφεντικά στη βιομηχανία μετάλλου ίδρυσαν την Confidustria, μια εργοδοτική οργάνωση αφοσιωμένη στη μετωπική σύγκρουση με το εργατικό κίνημα. Η Confidustria [ΣτΜ: υπάρχει ακόμα και σήμερα, λειτουργώντας ως ένας ιταλικός ΣΕΒ] κήρυξε πόλεμο ενάντια στο κίνημα των συμβουλίων και άρχισε να πιέζει για μια επιθετική επέμβαση της κυβέρνησης. Οι πρώτες φασιστικές οργανώσεις, χρηματοδοτούμενες από τα αφεντικά, άρχισαν επιθέσεις στα τοπικά γραφεία του PSI.
Υπήρχε πόλωση και στα αριστερά. Στο νότο, οι καταλήψεις γης από τους αγρότες κάλπαζαν και αυτό το παραδοσιακά συντηρητικό τμήμα του πληθυσμού έγινε δεκτικό σε επαναστατικές ιδέες.
Η ταξική σύγκρουση κλιμακωνόταν. Πολλοί περίμεναν έναν εμφύλιο πόλεμο. Αυτό έθετε το ζήτημα της πολιτικής οργάνωσης στο επίκεντρο της σκέψης του Γκράμσι. Χρειαζόταν εμφανώς ένα επαναστατικό κόμμα για να ενοποιήσει τους κατακερματισμένους και τοπικοποιημένους αγώνες των εργατών και των αγροτών, στη σύγκρουση με το αστικό κράτος.
Ο Γκράμσι είχε περάσει όλη του την πολιτική ζωή χτίζοντας το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Ιταλίας, το PSI. Δεν ήταν μόνο κομματικός διανοούμενος, αλλά και ενεργό οργανωτικό στέλεχος. Ήλπιζε ότι το κόμμα θα στεκόταν στο ύψος των περιστάσεων. Στα πρώιμα γραπτά του, προέβλεπε ότι τα ίδια τα συμβούλια θα δημιουργούσαν τη βάση για να βγει το κόμμα από την αδράνεια, διευκολύνοντάς το να έρθει σε ρήξη με το βάρος της παράδοσης και να παρέχει ηγεσία στο κίνημα. Υπήρχαν λόγοι αισιοδοξίας. Στο κομματικό συνέδριο της Μπολόνια τον Οκτώβρη του 1919, το PSI δεσμεύτηκε επίσημα για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού.
Αλλά επρόκειτο για την τραγική περίπτωση όπου μια κομματική ηγεσία χρησιμοποιεί ριζοσπαστική ρητορική για να αποκρύψει την πρακτική προσαρμογή της στον καπιταλισμό. Η πραγματική τους στάση αποκαλύφθηκε, όταν αντιμετώπισαν την πρόκληση να κάνουν κάτι παραπάνω από την εκφώνηση επαναστατικών συνθημάτων. Η κομματική οργάνωση του Τορίνο έκανε έκκληση στην ηγεσία του PSI να βοηθήσει στη γενίκευση και την εξάπλωση του κινήματος των συμβουλίων. Αντ’ αυτού, η κομματική ηγεσία επιτέθηκε στο κίνημα. Οι ρεφορμιστές του Τουράτι έβλεπαν, και φοβούνταν, τη δυνατότητα των συμβουλίων να αμφισβητήσουν άμεσα τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τους βουλευτές. Οι αριστεροί Μαξιμαλιστές του Σεράτι ήταν τρομοκρατημένοι μπροστά στην ιδέα ότι θα μπορούσαν να ψηφίζουν για αντιπροσώπους και οι ασυνδικάλιστοι εργάτες: ο ίδιος το χλεύαζε αυτό ως «αναρχισμό».
Είναι αξιοσημείωτο ότι και ο εξτρεμιστής Μπορντίγκα αποκήρυξε τα συμβούλια. Η εχθρότητά του απέναντι στο κίνημα εδραζόταν στην ιδέα ότι ο εργατικός έλεγχος στην παραγωγή ήταν μια ρεφορμιστική αυταπάτη, όσο υπήρχε το καπιταλιστικό κράτος. Ο Μπορντίγκα εντόπιζε σωστά τα όρια του υπαρκτού κινήματος: αν τα συμβούλια δεν αγωνίζονταν και δεν κατακτούσαν την πολιτική εξουσία, θα ήταν επίσης ανίκανα να ασκήσουν πραγματική οικονομική εξουσία μέσα στο χώρο δουλειάς.
Αλλά ο Μπορντίγκα δεν συμμεριζόταν την παρεμβατική προσέγγιση του Γκράμσι απέναντι στους εργατικούς αγώνες. Ο Μπορντίγκα δεν υποστήριζε την παροχή επαναστατικής ηγεσίας στα ισχυρά κινήματα που είχαν ήδη χτίσει οι μαχητικοί εργάτες, προκειμένου να αναπτυχθούν αυτά σε μια επαναστατική αμφισβήτηση του κράτους. Αντί για την οργανική ανάδυση της εργατικής εξουσίας μέσα από την ταξική πάλη, ο Μπορντίγκα πίστευε ότι οι θεσμοί της εργατικής κυβέρνησης θα προέκυπταν κυρίως από τα πάνω, μετά τη νίκη του Κομουνιστικού Κόμματος. «Τα αυριανά σοβιέτ θα γεννηθούν μέσα από τις τοπικές οργανώσεις του Κομουνιστικού Κόμματος», έγραφε ο Μπορντίγκα. «Αυτές οι οργανώσεις οφείλουν να προετοιμάσουν τα στοιχεία που, αμέσως μετά την επαναστατική νίκη, θα παρουσιαστούν προς ψήφιση στην προλεταριακή εκλογική μάζα, προκειμένου να δημιουργήσουν τα τοπικά συμβούλια αντιπροσώπων».
Συνεπώς ο Μπορντίγκα συμμεριζόταν με τον Σεράτι και τον Τουράτι μια θεμελιώδη αντίληψη του μαρξισμού της Δεύτερης Διεθνούς: ότι η εξουσία της εργατικής τάξης θα προέκυπτε μέσα από την εξουσία του κόμματος.
Ο Γκράμσι ανέπτυξε μια αμυντική κριτική προς το PSΙ, απαντώντας στις επιθέσεις των αντιπάλων του. Η κριτική του αντανακλά μια μονόπλευρη αφομοίωση της ρωσικής εμπειρίας. Ο Γκράμσι αντιλαμβανόταν ως βασική συμβολή των Μπολσεβίκων την ανάπτυξη μιας «συμβουλιακής» θεωρίας της εργατικής επανάστασης, όπως διατυπώθηκε στο «Κράτος και Επανάσταση» του Λένιν. Κατανοούσε ότι οι εργατικοί αγώνες στους χώρους δουλειάς θα μπορούσαν να αναπτύξουν τα εργατικά συμβούλια, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για ένα επαναστατικό δημοκρατικό κράτος. Σε αντίθεση με τον Μπορντίγκα και τους ρεφορμιστές, ο Γκράμσι αναγνώριζε τον αναντικατάστατο ρόλο των οργανικών εργατικών αγώνων που χτίζουν βήμα-το-βήμα την πορεία προς την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού. Αλλά σε αντίθεση με τους Μπολσεβίκους, δεν κατανοούσε επαρκώς την ανάγκη ενός κόμματος που συμμετέχει και συμβάλλει στην καθοδήγηση αυτών των αγώνων: για να προωθήσει τις τάσεις προς την εργατική αυτο-οργάνωση και να αντιπαρατεθεί με τις ρεφορμιστικές δυνάμεις που επιχειρούσαν να τις περιορίσουν. Ο Γκράμσι έφτασε σε αυτή τη συνειδητοποίηση καθυστερημένα, καθώς ο αγώνας πλησίαζε στην κορύφωσή του.
Η ηγεσία του PSI αρνήθηκε να υποστηρίξει τους εργάτες του Τορίνο, όταν αυτοί αντιμετώπισαν το λοκάουτ των εργοδοτών τον Απρίλη του 1920. Αυτή η πρόκληση πυροδότησε μια γενική απεργία που κατέβασε 500.000 εργάτες και προσέλκυσε εκατομμύρια στο πλευρό τους. Ο Μάριο Μοντάνια έγραψε: «Για 11 μέρες, η ζωή στην πόλη και στην περιφέρεια είχε παραλύσει τελείως. Τραμ, σιδηρόδρομοι, δημόσιες υπηρεσίες και πολλές ιδιωτικές επιχειρήσεις σταμάτησαν να λειτουργούν, μαζί με όλη τη βιομηχανία». Ο αντίκτυπος του κινήματος έγινε αισθητός κι έξω από το Τορίνο. Αγρότες απεργοί δημιούργησαν δικά τους όργανα και ανέπτυξαν δεσμούς με τους βιομηχανικούς εργάτες.
Καθώς οι απεργοί αγωνίζονταν σκληρά για να υπερασπιστούν τα συμβούλια, η εφημερίδα του PSI «Avanti!» αρνήθηκε να δημοσιεύσει τις εκκλήσεις τους για βοήθεια. Το Τορίνο περικυκλώθηκε από πυροβολικό και 50.000 στρατιώτες -αλλά τελικά η άρχουσα τάξη δε χρειάστηκε να καταφύγει σε ανοιχτό πόλεμο. Απομονωμένοι και αποθαρρυμένοι, οι απεργοί επέστρεψαν στη δουλειά μετά από ένα μήνα. Στο συνέδριο του κόμματος στο Μιλάνο, ο Γκράμσι κατήγγειλε την ηγεσία για το γραφειοκρατισμό και την παθητικότητά της: «Το Σοσιαλιστικό Κόμμα παρακολουθεί την πορεία των εξελίξεων ως θεατής», δήλωσε.
Η απεργία του Απρίλη αποκάλυψε επίσης με καθαρότητα τα όρια των αντιπολιτευτικών ρευμάτων μέσα στο κόμμα. Ως ο πιο αναγνωρίσιμος εκπρόσωπος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ο Μπορντίγκα είχε τεράστια ευθύνη για να προσφέρει μια εναλλακτική πολιτική στο κίνημα. Αντί γι’ αυτό, το μόνο που προσέφερε ήταν μια δογματική κριτική, δηλώνοντας ότι αυτή η ήττα επιβεβαίωνε τις καχυποψίες του απέναντι στο κίνημα.
Η ομάδα της «Ordine Nuovo» γύρω από τον Γκράμσι, αν και ρίχτηκε μέσα στον αγώνα, δεν παρουσίασε μια στρατηγική για την εξέλιξή του. Στη διάρκεια της απεργίας, ανέστειλαν την έκδοσή της, αφήνοντας το ρεύμα τους χωρίς πολιτική πλατφόρμα.
Έξω από το PSI, η πιο σημαντική ριζοσπαστική κίνηση ήταν οι αναρχοσυνδικαλιστές. Είχαν μεγάλη εμπλοκή στο κίνημα των συμβουλίων του Τορίνο και έπαιξαν κομβικό ρόλο στην οργάνωση του αγώνα του Απρίλη. Καθοδήγησαν πετυχημένες απεργίες που έκλεισαν τους σιδηροδρόμους και τα λιμάνια, προκειμένου να εμποδίσουν τη μεταφορά στρατευμάτων για τη συντριβή του κινήματος. Εξέδωσαν καθαρές πανεθνικές εκκλήσεις για αλληλεγγύη, καλώντας: «Μην αφήσετε το στρατό να συγκεντρωθεί στο Τορίνο. Μη γίνετε συνένοχοι σε μια σφαγή». Οι αναρχοσυνδικαλιστές ρίχτηκαν με σθένος στον αγώνα, αλλά η μαχητική δράση μιας μειοψηφίας δεν επαρκούσε για να εκτοπίσει τη ρεφορμιστική ηγεσία του PSI και των συνδικάτων. Ο δισταγμός του Γκράμσι να διαφοροποιηθεί από το PSI τον εμπόδισε να συνεργαστεί οργανωτικά με τους αναρχοσυνδικαλιστές.
Η κατάληψη των εργοστασίων
Η ήττα των απεργιών του Απρίλη ήταν μια υποχώρηση για το κίνημα των συμβουλίων, αλλά δεν σήμανε την ανακοπή του αυξανόμενου κύματος μαχητικότητας σε όλη τη χώρα. Η μισθολογική διαμάχη το Σεπτέμβρη του 1920, μεταξύ των εργοδοτών του βορρά και των συνδικάτων των μεταλλεργατών, εξερράγη σε μια ατμόσφαιρα ακραίας κοινωνικής έντασης.
Το επίπεδο διαβίωσης της εργατικής τάξης είχε ρημαχτεί από τον πληθωρισμό του πολέμου. Οι μεταλλεργάτες είχαν εκνευριστεί με τους συμβιβαστικούς συνδικαλιστές ηγέτες. Τα αφεντικά ήθελαν αποφασιστική δράση ενάντια στους εργάτες. Ο καπιταλιστής Ροτιλιάνο, μετέπειτα διακεκριμένος υποστηρικτής του Μουσολίνι, διακήρυξε κατά την κατάρρευση των διαπραγματεύσεων: «Δεν θα υπάρξουν παραχωρήσεις. Από το τέλος του πολέμου και μετά, δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να κατεβάζουμε τα παντελόνια μας. Τώρα ήρθε η σειρά μας να αρχίσουμε μαζί σας».
Στα τέλη του Αυγούστου, τα αφεντικά της μονάδας Romeo στο Μιλάνο έκλεισαν έξω από τις πύλες τους 2.000 εργαζόμενους. Ως απάντηση, οι εργάτες κατέλαβαν 300 εργοστάσια σε όλο το Μιλάνο. Τα αφεντικά της βιομηχανίας μετάλλου διέταξαν λοκάουτ σε όλη τη χώρα και ακολούθησε ένα θηριώδες κύμα καταλήψεων των εργοστασίων. Μισό εκατομμύριο εργάτες ύψωσαν κόκκινες και μαύρες σημαίες στα εργοστάσιά τους, εξοπλίστηκαν και περίμεναν για μια αποφασιστική μάχη πάνω στον έλεγχο της παραγωγής.
Το νόημα του εργατικού ελέγχου διέφερε μεταξύ μεγάλων βιομηχανικών κέντρων. Στο Τορίνο, όπου υπήρχε πάνω από ένας χρόνος εμπειρίας αυτοοργάνωσης, τα εργοστασιακά συμβούλια σταδιακά ανέλαβαν περισσότερες πτυχές ελέγχου. Στη FIAT-Centro, το συμβούλιο βρισκόταν σε διαρκή συνεδρίαση και ίδρυσε επιτροπές που θα αναλάμβαναν τα εφόδια και τις πρώτες ύλες, που θα οργάνωναν τις μετακινήσεις και θα δημιουργούσαν μια ένοπλη κόκκινη φρουρά. Κυριολεκτικά όλοι οι μεταλλεργάτες και όλες οι σχετικές υποδομές αξιοποιήθηκαν στην παραγωγή όπλων για την αυτοάμυνα του κινήματος.
Η έκρηξη της αυτοοργάνωσης των εργατών τρόμαξε την αστική τάξη. Κάποια εργατικά συμβούλια ανακάλυψαν ότι μπορούσαν να εξασφαλίσουν δάνεια από εμπορικές τράπεζες για να αγοράσουν πρώτες ύλες και καύσιμα. Οι τραπεζίτες ήλπιζαν να αποκτήσουν την εύνοια των εργατών για την περίπτωση που θα κατάφερναν αυτοί να καταλάβουν την εξουσία!
Πολλά συμβούλια επέδειξαν εργατική αυτοπειθαρχία κι επαγρύπνηση. Το αλκοόλ απαγορευόταν αυστηρά και η ληστεία εξοπλισμού τιμωρούνταν αυστηρά από τα εργοστασιακά συμβούλια. Αυτό είχε ως κίνητρο τη θέληση να κερδηθεί η λαϊκή υποστήριξη στις καταλήψεις, αλλά και μια βαθιά αίσθηση ότι επιχειρούσαν να οικοδομήσουν μια νέα ηθική κοινωνία μέσα στους τοίχους του εργοστασίου.
Ταυτόχρονα, υπήρχε ενθουσιασμός και εορταστική διάθεση, μια αυθεντική ατμόσφαιρα ευφορίας. Ο Γκράμσι μίλησε στο πρώτο κυριακάτικο μάζεμα των καταληψιών στις 5 Σεπτέμβρη στη FIAT-Garrone, υπογραμμίζοντας τον ιστορικό χαρακτήρα του γεγονότος: «Οι κοινωνικές ιεραρχίες συνετρίβησαν και οι ιστορικές αξίες έχουν γυρίσει ανάποδα».
Ωστόσο, προειδοποιούσε, η κατάληψη των εργοστασίων δεν ήταν το ίδιο με την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας. «Δείχνει την έκταση της δύναμης του προλεταριάτου», είπε, αλλά «δεν παράγει από μόνη της μια νέα, οριστική κατάσταση. Η εξουσία παραμένει στα χέρια του κεφαλαίου. Η ένοπλη δύναμη παραμένει ιδιοκτησία του αστικού κράτους».
Ωστόσο το πώς θα υλοποιούταν αυτή η κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας δεν διευκρινίστηκε ποτέ από τους επαναστάτες του Τορίνο. Ο Γκράμσι δεν είχε ακόμα μια καθαρή αντίληψη του πώς να προχωρήσουν από την οργάνωση των συμβουλίων στην ανατροπή της υπάρχουσας κοινωνίας. Στη θεωρία του για την επανάσταση απουσίαζε μια κατανόηση της ανάγκης για εξέγερση -την οργανωμένη διάλυση των θεσμών της καπιταλιστικής καταπίεσης και διοίκησης.
«Όσοι κάνουν μισή επανάσταση, σκάβουν τον τάφο τους»
Όταν ο βιομήχανος Ανιέλι απαίτησε από το κράτος να παρέμβει για να ανακτήσει τα εργοστάσια, ο πρωθυπουργός Τζολίτι τον ρώτησε αν θα ήταν πρόθυμος να βομβαρδιστεί πρώτο το δικό του εργοστάσιο. Κανένας καπιταλιστής δεν ήταν έτοιμος να δει τα μηχανήματα και τα κτίριά του να καταστρέφονται, ενώ άλλων θα παρέμεναν λειτουργικά. Η εναλλακτική στρατηγική του Τζολίτι επέτρεψε στην άρχουσα τάξη να ανακτήσει το πάνω χέρι. Αντί να πάει σε μετωπική σύγκρουση με τις καταλήψεις, ο Τζολίτι αποφάσισε να περιμένει να εξαντληθούν και να εναποθέσει τις ελπίδες του στην προθυμία των σοσιαλιστών ηγετών για συμβιβασμό.
Από τις 9 Σεπτέμβρη, οι εκπρόσωποι της συνδικαλιστικής ομοσπονδίας CGIL και του PSI βρίσκονταν σε επαφές στο Μιλάνο για να επιχειρήσουν να βρουν μια διέξοδο από τη σύγκρουση. Οι ρεφορμιστές συνδικαλιστές ηγέτες απάντησαν στην μπλόφα της ηγεσίας του PSI, προσφέροντας τις παραιτήσεις τους και δηλώνοντας αφοσίωση στην πορεία της επανάστασης, αν το PSI αποφάσιζε να την καθοδηγήσει. Αντιμέτωποι με μια κατάσταση που σηματοδοτούσε μια αποφασιστική ρήξη με τη κανονικότητα, μπροστά σε μια ένοπλη εργατική τάξη και μισό εκατομμύριο εργάτες να ελέγχουν τα εργοστάσιά τους, οι ηγέτες του PSI αναδιπλώθηκαν. Αποφάσισαν να θέσουν το ζήτημα της επανάστασης σε ψηφοφορία.
Δύο κείμενα απόφασης παρουσιάστηκαν στα μέλη της CGIL. Το ένα, κατατέθηκε από τους γραφειοκράτες συνδικαλιστές και καλούσε σε θεσμοθέτηση της συνδικαλιστικής συμμετοχής στη διοίκηση -την πιο δεξιά εκδοχή «εργατικού ελέγχου», στην οποία οι συνδικαλιστές ηγέτες αποκτούν κάποια από τα προνόμια αφεντικών. Το άλλο, κατατέθηκε από τους εκπροσώπους του Σοσιαλιστικού Κόμματος και καλούσε σε άμεση κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής. Η πρόταση περί κοινωνικοποίησης ηττήθηκε με μικρή διαφορά, με 591.245 ψήφους έναντι 409.569.
Η διαδικασία ήταν φάρσα. Οι ηγέτες του PSI δεν είχαν καμία πρόθεση να καθοδηγήσουν μια εξέγερση και ανάσαναν με ανακούφιση, όταν ηττήθηκε η πρότασή τους. Δεν είχαν κάνει τίποτα για να κερδίσουν υποστήριξη για τις καταλήψεις έξω από τα βιομηχανικά κέντρα του βορρά και δεν είχαν προχωρήσει σε καμιά προεργασία για τη διεξαγωγή του αγώνα.
Αν και κάποιες πτέρυγες της άρχουσας τάξης δυσαρεστήθηκαν από το συνδικαλιστικό αίτημα για συμμετοχή στη διοίκηση, ο Τζολίτι τους διαβεβαίωσε ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος να ανακτήσουν τον έλεγχο και να ξαναρχίσει η παραγωγή. Οι εκπρόσωποι της CGIL και οι εργοστασιάρχες επιβιβάστηκαν στο ίδιο τρένο για τη συνάντηση όπου θα διαπραγματεύονταν τους όρους. Πάνω στο τρένο, ο έπαρχος του Μιλάνου, ένας βιομήχανος, που δυο βράδια πριν είχε δολοφονήσει δύο εργάτες, έδειξε τον συνδικαλιστή ηγέτη Ντ’ Αραγκόνα και αναφώνησε: «Τον βλέπετε αυτόν; Είναι ο σωτήρας της Ιταλίας».
Η επιστροφή στη δουλειά ήταν ανισομερής. Κάποιοι εργάτες άντεξαν για ένα μήνα ακόμα, ενάντια σε όλα τα προγνωστικά, απομονωμένοι και εγκαταλελειμένοι από την ηγεσία τους. Ως το Νοέμβρη, ένα κύμα φασιστικής τρομοκρατίας είχε αρχίσει να σαρώνει τη χώρα και έγινε σαφές ότι η επαναστατική περίοδος είχε φτάσει στο τέλος της. Η καπιταλιστική τάξη άντεξε στην «Κόκκινη Διετία».
Τα μαθήματα της ήττας
Η εμπειρία των εργοστασιακών συμβουλίων ήταν ένα γεγονός με αποφασιστική σημασία στην εξέλιξη της επαναστατικής πολιτικής του Γκράμσι. Χρόνια μετά, γράφοντας φυλακισμένος από το νικηφόρο φασιστικό καθεστώς, αναφερόταν συχνά σε αυτή την περίοδο. Ο Γκράμσι κατέληξε σε δύο αποφασιστικά συμπεράσματα.
Το πρώτο ήταν η αναγκαιότητα ενός επαναστατικού κόμματος που θα μπορούσε να έχει καθοδηγήσει το εργατικό κίνημα στη νίκη. Ο Γκράμσι είχε τεράστια εμπιστοσύνη στις αυθόρμητες δημιουργικές δυνατότητες της ταξικής πάλης. Το κίνημα απέδειξε ότι αυτή η δύναμη μπορούσε να κάνει θαύματα. Στις πιο δύσκολες συνθήκες, οι εργάτες απέδειξαν την ιστορική ασημαντότητα των καπιταλιστών, θέτοντας υπό τον έλεγχό τους τους χώρους δουλειάς.
Ωστόσο, η οριστική νίκη απέναντι σε μια οργανωμένη κι ενοποιημένη αστική τάξη και το κράτος της είναι ένα πολύ διαφορετικό ζήτημα. Χωρίς ένα επαναστατικό κόμμα ικανό να ξεπερνά στις στιγμές δισταγμού, να γενικεύει τον αγώνα μέσα σε όλη την εργατική τάξη και να αμφισβητεί τις δυνάμεις που σε τελική ανάλυση ήθελαν να τα περιορίσουν, τα συμβούλια δεν μπορούσαν να πετύχουν όλα όσα ήταν εφικτά. Τελικά, καμία οργανωμένη δύναμη δεν επιχειρηματολόγησε συστηματικά και στρατηγικά για το πώς μπορεί να γίνει το πέρασμα από τις καταλήψεις στην ήττα του κράτους και τη σοσιαλιστική αναδιοργάνωση της κοινωνίας.
Δυστυχώς, όταν η ανάγκη για επαναστατική ηγεσία τέθηκε με τους πιο οξυμένους όρους τον Αύγουστο και το Σεπτέμβρη, ο Γκράμσι παρέκαμψε το ζήτημα. Παρέμεινε «όμηρος» της ρεφορμιστικής πλειοψηφίας του PSI. Δεν είχε συγκροτήσει μια επαναστατική πτέρυγα, η οποία θα μπορούσε να καθοδηγήσει μια διάσπαση προτού να είναι πολύ αργά. Αυτό το οργανωτικό λάθος ήταν συνδεδεμένο με κάποια κενά στη στρατηγική αντίληψη του Γκράμσι. Είχε μεγάλη εμπιστοσύνη στη δυνατότητα του κινήματος των συμβουλίων να μπορέσει από μόνο του να ξεπεράσει το ρεφορμιστικό πλαίσιο και να καταλάβει την εξουσία. Με ένα τέτοιο υπόβαθρο σκέψης, το ζήτημα της οικοδόμησης ενός νέου κόμματος δεν φαινόταν επιτακτικό.
Αν ο Γκράμσι είχε επιχειρήσει πιο συστηματικά να συγκεντρώσει δυνάμεις γύρω από τις επαναστατικές απόψεις, θα ήταν πιο πιθανό να κερδίσει την υποστήριξη των ριζοσπαστών μέσα κι έξω από το PSI. Ήταν πολύ σεβαστός στους κύκλους των αναρχοσυνδικαλιστών, που συνεργάζονταν μαζί του στο κίνημα των συμβουλίων. Οι αναρχοσυνδικαλιστές, ενώ πίστευαν λανθασμένα ότι αρκούσε η οργάνωση στο εργοστάσιο για να ανατραπεί η εξουσία των καπιταλιστών, ήταν ταυτόχρονα κάποιοι από τους πιο έντιμους εργάτες αγωνιστές στη χώρα. Αντί να επιχειρήσει να τους κερδίσει στον επαναστατικό μαρξισμό, ο Γκράμσι επεδείκνυε μια αφοριστική στάση, χλευάζοντας την «ψευδο-επαναστατική ρητορική» τους.
Ο Μπορντίγκα είχε μια πιο καθαρή κατανόηση της ανάγκης διάσπασης με τους ρεφορμιστές, αλλά το κόμμα που ήθελε να δημιουργήσει δεν ήταν ένα κόμμα που θα συνδεόταν με τους καθημερινούς αγώνες των εργατών και των καταπιεσμένων, παλεύοντας να κερδίσει την πλειοψηφία τους. Ο Μπορντίγκα ήθελε να οικοδομήσει ένα στενό, άκαμπτο Κομουνιστικό Κόμμα, το οποίο θα διατηρούσε την ιδεολογική του καθαρότητα απέχοντας από τη μαζική δράση και περιμένοντας υπομονετικά τη μεγάλη μέρα που θα το έφερνε στην εξουσία.
Όταν έφτασε η ώρα του συνεδρίου του PSI στο Λιβόρνο το Γενάρη του 1921, η διάσπαση του κόμματος είχε γίνει αναπόφευκτη. Η αντιπαράθεση μέσα στο συνέδριο σχετικά με την αποτυχία των συμβουλίων και τον ρόλο του κόμματος ήταν τόσο «καυτή», που κάποια στιγμή ο ριζοσπάστης Μπομπάτσι τράβηξε περίστροφο. Γίνονταν αναγκαία συχνά διαλείμματα για να τραγουδηθεί η Διεθνής, ως μοναδικός τρόπος να ηρεμήσουν οι σύνεδροι. Τελικά, οι επαναστάτες αποχώρησαν από το συνέδριο για να ιδρύσουν ένα Κομουνιστικό Κόμμα, αλλά πλήρωσαν βαρύ τίμημα για την ανοργάνωτη παρέμβασή τους. Το έλλειμμα της συστηματικής προεργασίας, της οργανωμένης αντιπολίτευσης στη ρεφορμιστική ηγεσία του κόμματος, οδήγησε στο ότι αποχώρησαν μαζί με μόνο μια μειοψηφία των μελών του PSI.
Πολιτικά, το νέο κόμμα κυριαρχούνταν από τον Μπορντίγκα και διαμορφωνόταν από τη σεχταριστική αντίληψή του και την «άποψη της αποχής». Μέχρι να βρει το νεαρό Κομουνιστικό Κόμμα το βηματισμό του, είχε ήδη βρεθεί να αγωνίζεται για την επιβίωσή του ενάντια στη φασιστική απειλή -και η σεχταριστική ηγεσία του αποδείχθηκε ακόμα λιγότερο κατάλληλη για να αντιμετωπίσει αυτή την πρόκληση.
Το δεύτερο συμπέρασμα του Γκράμσι αφορούσε μια βαθύτερη κατανόηση της έννοιας της εργατικής ηγεσίας. Η πρώιμη θεωρητικοποίηση των συμβουλίων από τον Γκράμσι εστίαζε στενά στο εργοστάσιο ως «εθνικό έδαφος» της εργατικής τάξης. Αυτή η αντίληψη περιόριζε τους επαναστατικούς αγώνες στον έλεγχο της παραγωγής.
Για να αμφισβητήσουν τον καπιταλισμό, οι εργάτες πρέπει να επιβάλουν την παρουσία τους κι έξω από τους τοίχους του εργοστασίου. Για να συνενώσουν τις κοινωνικές δυνάμεις που είναι αναγκαίες για να αμφισβητηθεί η παλιά τάξη πραγμάτων, οι εργάτες στην Ιταλία χρειαζόταν να οικοδομήσουν θεσμούς ικανούς να υπερασπιστούν τα αιτήματα των άλλων καταπιεζόμενων τάξεων και κοινωνικών ομάδων.
Αυτό ήταν ένα κρίσιμο μάθημα της Ρώσικης Επανάστασης που είχε, ως τότε, υποτιμηθεί: η ικανότητα των σοβιέτ να δρουν ως πολιτικό βήμα όλων των καταπιεσμένων, όχι απλά ως οικονομικά όργανα ελέγχου των εργοστασίων. Αυτή η πολιτική προσέγγιση επέτρεψε στα εργατικά συμβούλια στη Ρωσία να κερδίσουν την αφοσίωση των στασιαστών στρατιωτών, των εξεγερμένων αγροτών, των θρησκευτικών και εθνικών μειονοτήτων -οικοδομώντας έναν συνασπισμό υπό την ηγεσία των επαναστατημένων εργατών, που ανέτρεψε το καπιταλιστικό κράτος.
Η ριζοσπαστικοποίηση στην Ιταλία είχε αγγίξει και στρώματα πέρα από τις γραμμές της βιομηχανικής εργατικής τάξης. Οι αγρότες στη νότια και κεντρική Ιταλία εξεγείρονταν και καταλάμβαναν τη γη, υποχρεώνοντας για πρώτη φορά τους γαιοκτήμονες σε διαπραγματεύσεις. Οι στρατιώτες, που επέστρεφαν από το μέτωπο, είχαν πολωθεί, με άλλους να περνάνε στις γραμμές της επαναστατικής Αριστεράς και άλλους να συγκροτούν τη βάση των πρώτων φασιστικών πολιτοφυλακών. Τα εργοστασιακά συμβούλια, μένοντας περιορισμένα στα ζητήματα της παραγωγής, δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν έναν εναλλακτικό πόλο έλξης απέναντι στο καπιταλιστικό κράτος, να εκπροσωπήσουν τα αιτήματα αυτών των κοινωνικών ομάδων και να τα προσελκύσουν στο σχέδιο της ανοικοδόμησης της κοινωνίας μέσω της εργατικής εξουσίας.
Αυτό το ζήτημα βασάνιζε τη σκέψη του Γκράμσι όλο και περισσότερο. Το κείμενό του για το «Ζήτημα του Νότου», όπου καλεί την εργατική τάξη να συγκροτήσει μια συμμαχία με τους φτωχοποιημένους αγρότες, ήταν το τελευταίο μεγάλο έργο που δημοσιεύτηκε πριν τη φυλάκισή του, το 1926. Τα «Τετράδια της Φυλακής» του Γκράμσι –μια δεκαετία πολύτιμης γραπτής εργασίας πάνω στην πολιτική, τη φιλοσοφία και την ιστορία– είναι το τελικό προϊόν αυτού του αναστοχασμού πάνω στην επαναστατική δράση. Το θέμα που διατρέχει τα Τετράδια ως ενοποιητικός παράγοντας είναι η θεωρία της Ηγεμονίας. Σε αυτή την έννοια διατηρεί την ουσιώδη αντίληψή του ότι η εργατική δύναμη οργανώνεται στο σημείο της παραγωγής, αλλά τη συνδυάζει, πλέον, με το πολιτικό επιχείρημα της αναγκαιότητας να ασκηθεί η επαναστατική-εργατική ηγεσία σε ένα ενωμένο κίνημα όλων των καταπιεσμένων.
Αν και για τον Γκράμσι έχουν γραφτεί μάλλον τα περισσότερα από κάθε άλλο μαρξιστή διανοούμενο της γενιάς του, τα περισσότερα κείμενα διαρρηγνύουν το δεσμό ανάμεσα στις πρώιμες επαναστατικές του εμπειρίες και τις ύστερες θεωρητικές επεξεργασίες του. Ο Λένιν έγραφε στο «Κράτος και Επανάσταση»:
«Στη διάρκεια της ζωής τους, οι μεγάλοι επαναστάτες πάντοτε κυνηγιούνται από τις καταπιέστριες τάξεις, οι θεωρίες τους δέχονται τις πιο άγριες επιθέσεις, το πιο έξαλλο μίσος και τις πιο ξεδιάντροπες εκστρατείες ψεμάτων και δυσφήμισης. Μετά το θάνατό τους, γίνονται προσπάθειες να μετατραπούν σε ακίνδυνα εικονίσματα, να κανονικοποιηθούν».
Αυτή η ρήση περιγράφει ακριβώς τη μοίρα του Αντόνιο Γκράμσι.
Ο Γκράμσι τσακίστηκε βιολογικά από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Ο φασίστας εισαγγελέας που τον καταδίκασε σε φυλάκιση δήλωσε: «Για τα επόμενα 20 χρόνια πρέπει να εμποδίσουμε αυτόν τον εγκέφαλο από το να συνεχίσει να λειτουργεί». Πέθανε στα 46 του χρόνια, λίγες μέρες μετά την αποφυλάκισή του. Μετά θάνατον, υπέστη μια διαφορετική κακοποίηση: ρεφορμιστές σοσιαλιστές τον διεκδίκησαν ως προστάτη άγιο της στρατηγικής των σταδιακών κοινοβουλευτικών αλλαγών.
Αλλά κάθε προσπάθεια να εκτιμήσουμε την κορυφαία συμβολή του Γκράμσι στη μαρξιστική θεωρία πρέπει να έχει ως αφετηρία τα χρόνια του στο Τορίνο. Στην ηλικία των 26, ο Γκράμσι βρέθηκε από την πίεση της ιστορίας στην ηγεσία του εργατικού κινήματος. Στα 28 του, επιχειρούσε να διαμορφώσει μια πρακτική στρατηγική για τον τερματισμό της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Η αφοσίωση που ανέπτυξε σε αυτά τα χρόνια θα διαμόρφωνε όλη την υπόλοιπη διανοητική ζωή του. Έζησε και πέθανε ως επαναστάτης. Δεν επρόκειτο για μια αφοσίωση σε αφηρημένες ιδέες, αλλά στους πραγματικούς εργάτες «με σάρκα και οστά», όπως τους αποκάλεσε σε έναν φόρο τιμής που έγραψε για τους απεργούς της FIAT μετά την προδοσία του 1920. Ο φόρος τιμής θυμίζει τις θυσίες που έκαναν αυτοί οι εργάτες και αποτυπώνει το βαθύ δέσιμο του Γκράμσι με την υπόθεσή τους:
«Η ιταλική εργατική τάξη ισοπεδώνεται κάτω από τις ρόδες της καπιταλιστικής αντίδρασης. Για πόσο καιρό; Τίποτα δεν έχει χαθεί, αν παραμείνουν άθικτες η συνείδηση και η πίστη, αν παραδοθούν τα σώματα, αλλά όχι οι ψυχές. Οι εργάτες της FIAT πάλεψαν σκληρά για χρόνια. Πλημμύρισαν τους δρόμους με το αίμα τους. Υπέφεραν την πείνα και το κρύο. Παραμένουν, με το ένδοξο παρελθόν τους, η πρωτοπορία του ιταλικού προλεταριάτου. Παραμένουν πιστοί κι αφοσιωμένοι μαχητές της επανάστασης».
Ο Γκράμσι είχε αντιληφθεί αυτό το σημαντικό μάθημα της επαναστατικής οργανωμένης πάλης: ο ρόλος των μαρξιστών δεν είναι απλά να ερμηνεύουν την ιστορία, αλλά να διασώζουν τη συλλογική μνήμη της εργατικής τάξης στις πιο μαχητικές στιγμές της. Η επαναστατική συνείδηση δεν είναι κάτι που περιμένουμε παθητικά να έρθει. Πρέπει να χτίζεται και να ανανεώνεται από ένα κόμμα που παρεμβαίνει ενεργά, με μια σαφή πολιτική γραμμή και με βάση μέσα στα οργανικά κινήματα της εργατικής τάξης.