Το άρθρο εξετάζει τις κοινωνικές-πολιτικές δυνάμεις που συγκρούονται στη Βενεζουέλα, για να καταλήξει σε κάποιες πρώτες εκτιμήσεις για τις πιθανές καταλήξεις της τρέχουσας σύγκρουσης. Επίσης δίνει συνέχεια στη συζήτηση απολογισμού της «μπολιβαριανής διαδικασίας».
τεύχος
Στο παρόν άρθρο για τη Βενεζουέλα είχαµε να αντιµετωπίσουµε δύο δυσκολίες. Η πρώτη αφορά το γεγονός ότι η απόπειρα πραξικοπήµατος –που ίσως αποδειχθεί «παρατεταµένη» και µε αρκετά επεισόδια – είναι σε πλήρη εξέλιξη, καθώς γράφονται αυτές οι γραµµές. Η δεύτερη αφορά το γεγονός ότι δεν έχει περάσει πολύς καιρός αφότου δηµοσιεύσαµε έναν απολογισµό της «µπολιβαριανής διαδικασίας» και πιο συγκεκριµένα της διακυβέρνησης Μαδούρο µετά το 2013, που οδήγησε στην αντεπίθεση της Δεξιάς (Ο αναγνώστης που ενδιαφέρεται, µπορεί να ανατρέξει στο άρθρο «Η ναυαρχίδα του ροζ κύµατος στη Λατινική Αµερική σε θανάσιµο κίνδυνο», τεύχος 9 του περιοδικού).
Το παρόν άρθρο θα δώσει µια συνέχεια στη συζήτηση για τις κυβερνήσεις της Αριστεράς στη Λατινική Αµερική, που είναι σε εξέλιξη διεθνώς, θεωρώντας ωστόσο –από τη µεριά µας– ότι αρκετά πράγµατα «έχουν ήδη ειπωθεί». Αλλά κυρίως εδώ θα επιχειρήσουµε να παρουσιάσουµε τα κίνητρα και τις κατευθύνσεις των πολιτικών και κοινωνικών δυνάµεων που δρουν στην τελευταία κρίση, ελπίζοντας να φωτίσουµε, στο µέτρο του δυνατού, το περιεχόµενο των πιθανών µελλοντικών καταλήξεών της.
Ωµή ιµπεριαλιστική επιθετικότητα
Σε σύγκριση µε προηγούµενες απόπειρες της Δεξιάς που απέτυχαν, πρώτη φορά (µετά το αποτυχηµένο πραξικόπηµα του 2002) φέτος υπάρχει τέτοια κλιµάκωση που διαµορφώνει την αίσθηση µιας µετωπικής σύγκρουσης «µέχρι τέλους». Η ποιοτική αυτή διαφορά έχει ως αιτία την πρωταγωνιστική εµπλοκή του αµερικάνικου ιµπεριαλισµού.
Η Βενεζουέλα αντιµετωπίζει µια ανοιχτή ιµπεριαλιστική απειλή. Δεν πρόκειται για τον έµµεσο, υποστηρικτικό ρόλο που συχνά παίζει κάποιο ιµπεριαλιστικό κράτος σε διάφορες «εσωτερικές» πολιτικές συγκρούσεις υπέρ της πιο φιλικής προς αυτό δύναµης, µε στόχο να βελτιώσει τις επιδιώξεις της. Δεν πρόκειται επίσης για µια παρέµβαση «διαχείρισης κρίσης», όπως αυτές που υλοποιήθηκαν στον αραβικό κόσµο µετά τις εξεγέρσεις του 2011. Στην περίπτωση των όσων συµβαίνουν στη Βενεζουέλα από τις 23 Γενάρη 2019 κι έπειτα (όταν ο Γκουαϊδό αυτοανακηρύχθηκε «µεταβατικός πρόεδρος» κι αναγνωρίστηκε από τις ΗΠΑ µέσα σε λίγα δευτερόλεπτα), είναι σαφές ότι οι αποφάσεις παίρνονται στην Ουάσινγκτον, οι ενέργειες συντονίζονται από αυτήν (όπως η διαβόητη απόπειρα να περάσει αµερικανική «ανθρωπιστική βοήθεια» τα σύνορα Κολοµβίας-Βενεζουέλας στις 23 Φλεβάρη, µε πραγµατικό στόχο µια ανταρσία του στρατού και την ανατροπή του Μαδούρο) και η επιτυχία τους εξαρτάται σχεδόν απόλυτα από την κινητοποίηση του αµερικανικού παράγοντα. Επικεφαλής της αµερικανικής αποστολής για τη Βενεζουέλα ορίστηκε ο Έλιοτ Έιµπραµς, ο άνθρωπος πίσω από τους Κόντρας στη Νικαράγουα και τα Τάγµατα Θανάτου στο Ελ Σαλβαδόρ, που ενορχήστρωσε κι έκρυψε αµέτρητα εγκλήµατα κατά τους εµφυλίους ενάντια στα αριστερά κινήµατα στην Κεντρική Αµερική στην άγρια δεκαετία του 1980.
Αυτή η πρώτη παρατήρηση για το ρόλο των ΗΠΑ «φωτίζει» διάφορα συµπεράσµατα.
α) Ο αµερικάνικος ιµπεριαλισµός επαναδιεκδικεί την «αυλή» του. Φυσικά η αµερικάνικηή παρουσία στη Λατινική Αµερική δεν εξαφανίστηκε ούτε στα χρόνια που η υπο-ήπειρος απέκτησε µεγαλύτερο «χώρο κινήσεων» (µε την προώθηση διάφορων ανεξάρτητων από τις ΗΠΑ «περιφερειακών ολοκληρώσεων»), καθώς ο αµερικάνικος ιµπεριαλισµός καθηλωνόταν στη Μέση Ανατολή (αποτυχίες σε Αφγανιστάν και Ιράκ, ξέσπασµα των αραβικών εξεγέρσεων).
Η επανενεργοποίηση του 4ου Στόλου στις θάλασσες της περιοχής το 2008 (για πρώτη φορά µετά το 1945), η ενεργή υποστήριξη στο πραξικόπηµα στην Ονδούρα το 2009, ο «Πόλεµος κατά των ναρκωτικών» ως τρόπος (παρα)στρατιωτικοποίησης ολόκληρων κοινωνιών, η µετατροπή της Κολοµβίας σε «Ισραήλ της Λατινικής Αµερικής», είναι µόνο τα πιο εξόφθαλµα παραδείγµατα, πέρα από την επιβίωση των πολυπλόκαµων µηχανισµών διασύνδεσης µε τα λατινοαµερικανικά κράτη και τις µυστικές υπηρεσίες τους, που οικοδοµήθηκαν στις δεκαετίες του Ψυχρού Πολέµου.
Ωστόσο παραµένει γεγονός ότι τα προηγούµενα χρόνια οι ΗΠΑ έχασαν έδαφος και το ίδιο διάστηµα η Κίνα απέκτησε πολύ ισχυρά ερείσµατα στην περιοχή. Αναδείχθηκε σε σηµαντικό οικονοµικό «παίκτη» όχι µόνο ως αγοραστής πρώτων υλών, αλλά και ως επενδυτής και πιστωτής. Η σηµερινή αµερικανική αντεπίθεση περιγράφει την πραγµατική ατζέντα των οπαδών της «απαγκίστρωσης από τη Μέση Ανατολή» και του «πίβοτ προς την ανατολική Ασία»: Η σύγκρουση µε την Κίνα δεν θα εξελιχθεί µόνο στον Ειρηνικό, αλλά και σε γωνιές του πλανήτη, όπου τα αµερικανικά συµφέροντα υπονοµεύθηκαν από την κινέζικη διείσδυση. Η Λατινική Αµερική έρχεται πρώτη σε αυτή την κατηγορία, λόγω της ιστορικής αντιµετώπισής της ως «αυλή» από τις ΗΠΑ. Ο Τραµπ µπορεί να εµφανίζεται ως «αποµονωτιστής», όταν θεωρεί την εµπλοκή στη Συρία «άχρηστη» για τα αµερικάνικα συµφέροντα (και σε µεγάλο βαθµό έχει δίκιο), αλλά αποδεικνύεται «παγκόσµιο γεράκι» σε όποιο µέρος του πλανήτη κρίνει απαραίτητο να επέµβει για τα αµερικάνικα συµφέροντα.
β) Το σύνθηµα του Τραµπ «Πρώτα η Αµερική» είχε παρουσιαστεί ως σχεδόν φιλειρηνικό από διάφορους δηµαγωγούς της (ακρο)δεξιάς αντιπαγκοσµιοποίησης. Κάτι αντίστοιχο επιχειρείται µε το σύνθηµα «Ευρώπη των Κυρίαρχων Εθνών» –που αποτελεί το οραµατικό «άθροισµα» των «Πρώτα οι Γάλλοι», «Πρώτα οι Ιταλοί», «Πρώτα οι Ισπανοί» κ.ο.κ. Η ωµότητα µε την οποία διαχειρίζεται η Ουάσινγκτον το ιµπεριαλιστικό πραξικόπηµα στη Βενεζουέλα αναδεικνύει το πραγµατικό νόηµα αυτής της αντίληψης.
Μέχρι σήµερα είχαµε δει πώς στέκεται αυτός ο αναδυόµενος αµερικάνικος εθνικισµός απέναντι σε «συµµάχους που είναι και ανταγωνιστές» (πχ οι εντάσεις ΗΠΑ-ΕΕ) ή σε «αντιπάλους µε τους οποίους µπορεί να αναζητηθεί νέος τρόπος συνύπαρξης» (πχ οι διακυµάνσεις στη σχέση µε τη Ρωσία). Για πρώτη φορά βλέπουµε πώς στέκεται απέναντι σε όποιον θεωρεί «επικίνδυνο για τα εθνικά συµφέροντα αντίπαλο».
γ) Η ωµότητα της παρέµβασης στη Βενεζουέλα αναδεικνύει κι άλλη µια πτυχή του «τραµπισµού» –και συνεπώς της «ακροδεξιάς διεθνούς» η οποία εµπνέεται από αυτόν: Το µίσος απέναντι στην Αριστερά. Στις πολεµικές τοποθετήσεις του ενάντια στη Βενεζουέλα, οΤραµπ ανασύρει τον ψυχροπολεµικό λόγο. Η επέµβαση δεν στηρίζεται πλέον τόσο από το λεξιλόγιο της «υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωµάτων» (άλλωστε ενάντια σε αυτό το λεξιλόγιο ξεσαλώνουν και οι οπαδοί του Τραµπ, όταν δηµαγωγούν ενάντια στον Σόρος και την «παγκοσµιοποίηση»). Στηρίζεται περισσότερο σε µια ανοιχτή επίθεση στο σοσιαλισµό και το µαρξισµό ως δεινά που πρέπει να εξαλειφθούν.
Η πρώτη φορά που ακροδεξιός πολιτικός εγκατέλειψε την παραδοσιακή αντι-σοσιαλφιλελεύθερη δηµαγωγία κι έστρεψε τα βέλη του απευθείας στα κινήµατα και την Αριστερά, ήταν στη Βραζιλία. Και είναι κοινό µυστικό ότι κορυφαίος µυστικοσύµβουλος του Μπολσονάρο σε αυτή την προεκλογική αντι-αριστερή «σταυροφορία» ήταν ο Στιβ Μπάνον, ο παλιός µέντορας του Τραµπ που πλέον λειτουργεί ως «συντονιστής» (και χρηµατοδότης…) της ακροδεξιάς ανασυγκρότησης στην Ευρώπη.
Στην αντιαριστερή σταυροφορία συµπίπτουν οι πολιτικοϊδεολογικοί στόχοι του Τραµπ και της λατινοαµερικάνικης Δεξιάς. Οι εκπρόσωποι της δεύτερης, στο φόντο της περιπέτειας (και της κρίσης) του «ροζ κύµατος», θέλουν «να τελειώνουν» µε κάθε απόχρωση Αριστεράς. Ο ίδιος ο Τραµπ διεξάγει αυτόν τον ιδεολογικό αγώνα και µέσα στις ΗΠΑ. Απέναντι στην ανερχόµενη δηµοφιλία του «σοσιαλισµού» στους νέους, στο ρεύµα Σάντερς, στην ανάδειξη στελεχών όπως η Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτέζ κ.ο.κ. σηκώνει το γάντι, διακηρύσσοντας ότι «οι ΗΠΑ δεν θα γίνουν ποτέ σοσιαλιστική χώρα», ενώ και τα δεξιά ΜΜΕ συντονίζονται µε πυκνή αντι-σοσιαλιστική αρθρογραφία.
Ανεξάρτητα από την ενδο-αριστερή συζήτηση και τις αριστερές κριτικές για την «Μπολιβαριανή Διαδικασία», στα µάτια και των λατινοαµερικάνων δεξιών και της αµερικάνικης Δεξιάς η συντριβή αυτού που λειτούργησε ως ναυαρχίδα του «ροζ κύµατος» τα προηγούµενα χρόνια και που λειτουργεί ως το τελευταίο οχυρό του σήµερα, έχει µετατραπεί σε «ιερή σταυροφορία».
Αυτό το ιδεολογικό κίνητρο –να σταλεί µήνυµα διεθνώς για τη µοίρα που επιφυλάσσεται σε όποιον παρεκκλίνει έστω και κατ’ ελάχιστο από το ΤΙΝΑ– µαζί µε το υλικό κίνητρο (της ανάκτησης της πρωτοβουλίας στη διανοµή του πετρελαϊκού πλούτου και της ανάσχεσης της Κίνας) εξηγούν και την πλατιά, υπερκοµµατική συναίνεση που απολαµβάνει ο Τραµπ.
Είναι συνηθισµένο τα αστικά ΜΜΕ, που συνηθίζουν να τον επικρίνουν για τις «χοντράδες» του και την «ακαταλληλότητά» του, να στοιχίζονται αµέσως πίσω του και να του αναγνωρίζουν ότι «τώρα λειτούργησε ως πραγµατικός πρόεδρος», όποτε οι «χοντράδες» του αφορούν την προβολή αµερικάνικης ισχύος στο εξωτερικό. Αλλά σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για κάτι βαθύτερο: Η εκστρατεία τιµωρίας ενάντια στη Βενεζουέλα στηρίζεται από όλες τις πτέρυγες του κεφαλαίου ακριβώς γιατί συµµερίζονται την ανάγκη να σταλεί διεθνές µήνυµα «να µην σας µπαίνουν ιδέες».
Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια η Βενεζουέλα έχει πάψει να εµπνέει στο βαθµό που ενέπνευσε τα προηγούµενα χρόνια ως «πείραµα». Τα λάθη και οι αποτυχίες του µπολιβαριανισµού µάλιστα έχουν συµβάλει στο να λειτουργεί πλέον όχι ως «φάρος» για τις δυνάµεις της λατινοαµερικάνικης Αριστεράς, αλλά ως «σκιάχτρο» στα χέρια της Δεξιάς. Πράγµατι, από την εποχή που κεντροαριστεροί ηγέτες κέρδιζαν εκλογικές µάχες, στηριζόµενοι στο παράδειγµα της Βενεζουέλας κι έχοντας ως «παράσηµο» την καλή σχέση µε τον Τσάβες, περάσαµε στην εποχή που η Δεξιά σε µια σειρά χώρες της Λατινικής Αµερικής στηρίζει τις προοπτικές της στο προεκλογικό ερώτηµα «θέλετε να γίνουµε Βενεζουέλα;», στο φόντο της δραµατικής οικονοµικής κατάστασης στη χώρα του Μπολιβάρ. Σε αυτό –την κρίση του «µπολιβαριανισµού»– θα αναφερθούµε παρακάτω.
Αλλά εδώ χρειάζονται πρώτα δύο επισηµάνσεις:
α) Ούτε µια ασθµαίνουσα, βυθισµένη σε κρίση, Βενεζουέλα είναι αρκετή ως διεθνές «αντιπαράδειγµα» για τη Δεξιά και τον αµερικάνικο ιµπεριαλισµό, όσο συνεχίζει να βρίσκεται στην εξουσία µια κυβέρνηση που αναφέρεται στον «τσαβισµό». Η πρόσφατη νίκη του κεντροαριστερού Αντρέ Λόπεζ Οµπραδόρ στο Μεξικό, σε πείσµα µιας δεξιάς προεκλογικής καµπάνιας επικεντρωµένης στο «µπαµπούλα» της Βενεζουέλας, ή οι δυσκολίες που αντιµετωπίζει η Δεξιά αφότου επέστρεψε στην κυβερνητική εξουσία (πχ Αργεντινή) οδηγεί στην πίεση να συντριβεί βίαια κάθε κατάλοιπο της «µπολιβαριανής διαδικασίας», για να περιφέρεται το κουφάρι της ως ακόµα πιο τροµαχτικό σκιάχτρο.
β) Πέρα από τις δοµικές αδυναµίες της βενεζουελάνικης οικονοµίας και τις ευθύνες του κυβερνητικού PSUV, το «σκιάχτρο» της οικονοµικής κατάρρευσης έχει σοβαρό ιµπεριαλιστικό αποτύπωµα. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταγραφεί ο αντίκτυπος που έχουν οι αµερικάνικες (και διεθνείς) κυρώσεις στην επιδείνωση της οικονοµικής κρίσης τα τελευταία χρόνια. Σωρευτικά, αφότου ο Οµπάµα ανακήρυξε τη Βενεζουέλα «ασυνήθιστη απειλή»(!) για τις ΗΠΑ, αλλά πολύ πιο δραµατικά αφότου ο Τραµπ κλιµάκωσε το εύρος και το µέγεθος του αποκλεισµού. Για να το περιγράψουµε σύντοµα, θα δανειστούµε τον τίτλο του σχετικού ντοκιµαντέρ του infowar που κυκλοφόρησε πρόσφατα για τη Βενεζουέλα, το οποίο ανακαλεί εύστοχα την εντολή του Νίξον για τη Χιλή του Αλιέντε: «Κάντε την οικονοµία να ουρλιάξει»!
Αυτές οι παρατηρήσεις διαµορφώνουν και µια πρώτη πολιτική στάση απέναντι στις εξελίξεις. Για όλους τους λόγους που περιγράφηκαν παραπάνω, αφετηρία οφείλει να είναι η πάλη ενάντια στην ιµπεριαλιστική επέµβαση, η καταγγελία των συνεπειών της και η υπεράσπιση του δικαιώµατος του λαού της Βενεζουέλας να αποφασίζει χωρίς έξωθεν επιβολή.
Ο δεξιός ρεβανσισµός
Συζητώντας τα αµερικάνικα κίνητρα, υποχρεωτικά βάλαµε ήδη στη συζήτηση τα κίνητρα της βενεζουελάνικης Δεξιάς. Ο Γκουαϊδό και οι φίλοι του έχουν «ιερό καθήκον» απέναντι στους οµογάλακτούς τους σε όλη τη λατινοαµερικάνικη ήπειρο να ολοκληρώσουν τη «δεξιά παλινόρθωση», δίνοντας τη χαριστική βολή στο «τελευταίο κάστρο» και βουλιάζοντας τη «ναυαρχίδα». Έχουν το χρέος να «ανακαταλάβουν» για λογαριασµό των παλιών ελίτ τη χώρα στην οποία αυτές υπέστησαν τις µεγαλύτερες ταπεινώσεις τα προηγούµενα χρόνια. Οφείλει κανείς να πάρει υπόψη την προωθητική δύναµη που άσκησε ο «τσαβισµός» στην ανάδειξη ακόµα και των πιο µετριοπαθών εκδοχών του «ροζ κύµατος», για να αντιληφθεί το διεθνές µένος εναντίον του. Οφείλει επίσης να κατανοήσει τη βαθιά «ιδιοκτησιακή» αντίληψη που έχουν οι παλιές πολιτικές ελίτ της Λατινικής Αµερικής για τις χώρες τους και τα σινικά τείχη που τις χωρίζουν από τη φτωχολογιά (συχνά και µε όρους χρώµατος στο δέρµα ή καταγωγής). Μόνον έτσι θα αντιληφθεί το µέγεθος του σοκ που πέρασαν τα προηγούµενα χρόνια, όταν στις χώρες τους αυτή η «πλέµπα» αποκτούσε (στοιχειώδη, «αστικοδηµοκρατικό») δηµόσιο χώρο και ορατότητα. Μπροστά στις βαθιές διαιρετικές τοµές της Λατινικής Αµερικής και τις αντιλήψεις που διαµορφώνουν στις ελίτ της περιοχής, οι εν Ελλάδι φιλελεύθεροι οπαδοί της «αριστείας» ή το «στερητικό σύνδροµο» των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ στα τελευταία 4 χρόνια εκτός κυβέρνησης είναι ανέκδοτα.
Για τη βενεζουελάνικη αντιπολίτευση η ανάκτηση της «κουτάλας» από το PSUV είναι από µόνη της κίνητρο. Αλλά πολύ ισχυρότερο κίνητρο είναι να αποκαταστήσει την εξουσία και το κύρος της πάνω στη φτωχολογιά των «µπάριο», που «έβγαλαν γλώσσα» τα τελευταία 20 χρόνια.
Πρόκειται για µια πολιτική ελίτ που δεν συµφιλιώθηκε ποτέ µε την ήττα της. Σε άλλες χώρες της Λατινικής Αµερικής, η σχετική αδράνεια της Δεξιάς κατά τα «χρυσά χρόνια» του «ροζ κύµατος» προέκυπτε και από ένα έδαφος µίνιµουµ συνεννόησης µε τις «ροζ δυνάµεις» (ακόµα και συγκυβερνώντας ή έστω «συνυπάρχοντας» αρµονικά). Στη Βενεζουέλα, η παράλυση της Δεξιάς ήταν αποτέλεσµα «εξαναγκασµού». Προέκυψε από την πλήρη αποδιοργάνωση στην οποία την είχαν οδηγήσει διαδοχικές εκλογικές και κοινωνικές ήττες (η αποτυχία του πραξικοπήµατος το 2002 και του λοκ άουτ το 2002-2003, οι διαδοχικές εκλογικές συντριβές). Για τους ίδιους λόγους πρόκειται για µια πολιτική ελίτ που αισθάνθηκε περισσότερο από κάθε άλλη ότι απειλείται πραγµατικά η ύπαρξή της και τα προνόµιά της. Αυτό το πρόσφατο παρελθόν την καθιστά άγρια ρεβανσιστική κι αδίστακτη στις διαθέσεις της.
Μερικές φορές ξεχνάµε, όταν γράφουµε για «αντιπολίτευση» στη Βενεζουέλα, ότι πρόκειται για µια πλατιά οµπρέλα: Ξεκινά από µετανοηµένους τσαβίστας που ήθελαν µια πιο παραδοσιακή σοσιαλδηµοκρατική πολιτική κι αποστασιοποιήθηκαν «προς τα δεξιά», περνά από φιλελεύθερους κεντροαριστερούς και φτάνει στη Δεξιά και την ακροδεξιά. Η τελευταία προσπάθεια ενοποίησης υπήρξε το MUD (το λεγόµενο «στρογγυλό τραπέζι») και η υποψηφιότητα Καπρίλες το 2013. Η ένταση µεταξύ µετριοπαθών (που θέλουν κυβερνητική εναλλαγή) και σκληροπυρηνικών (που θέλουν ριζικό ξήλωµα του «µπολιβαριανισµού») δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει. Η µετριοπαθής πτέρυγα εκφράστηκε µε την υποψηφιότητα του Φαλκόν στις προεδρικές εκλογές του 2018, ηττήθηκε εµφατικά (και λόγω του µποϊκοτάζ των σκληρών δεξιών) και αποδέχτηκε την ήττα της. Στις σηµερινές εξελίξεις, την πρωτοβουλία κινήσεων έχουν οι σκληροπυρηνικές δυνάµεις που προτίµησαν να µην κατέβουν στις εκλογές (ακόµα κι αν υπήρχε σοβαρή περίπτωση να νικήσουν!), για να χτίσουν έπειτα µια δράση «ανένδοτου» ενάντια σε µια «κόκκινη δικτατορία».
Αυτή είναι άλλη µια υπενθύµιση για τα σηµερινά επίδικα. Το τµήµα που στηρίζει τον Γκουαϊδό, εντάσσεται σε ένα λατινοαµερικάνικο δεξιό ρεύµα για το οποίο προειδοποιεί ο ειδικός για ζητήµατα Λατινικής Αµερικής Τζέφρεϊ Γουέµπερ (βλ. συνέντευξη στο τεύχος 11 του «Κόκκινου») ότι καταφεύγει στα πλέον «άγρια» µέσα για να επιστρέψει στην εξουσία. Και η ριζοσπαστικότητα της µεθόδου που επιλέγει κανείς για να καταλάβει την εξουσία συνήθως προϊδεάζει για το πόσο ριζοσπαστικά σκοπεύει και να την ασκήσει. Στις δίπλα σελίδες, ο Βραζιλιάνος µαρξιστής Βαλέριο Αρκάρι υπενθυµίζει σοφά ότι οι τελευταίες δεκαετίες «κλασικής αστικοφιλελεύθερης δηµοκρατίας» στη Λατινική Αµερική υπήρξαν εξαίρεση κι όχι κανόνας.
Μετά τη νίκη του Μπολσονάρο, ένας Αργεντίνος µαρξιστής επισήµανε ότι, αν ο Βραζιλιάνος νεοφασίστας πετύχει να υλοποιήσει το πρόγραµµά του, ίσως µπουν ιδέες στα µυαλά των µεσοστρωµάτων και της άρχουσας τάξης στην Αργεντινή να στραφούν σε µια παρόµοια λύση «πυγµής», αν ο νεοφιλελεύθερος Μάκρι αποδειχθεί πολύ «µαλακός» για να κάνει τη δουλειά. Με τον Μάκρι να αντιµετωπίζει όντως διαδηλώσεις κι απεργίες, είναι σαφές ότι στη Βενεζουέλα η άρχουσα τάξη και τα µεσοστρώµατα κλίνουν περισσότερο προς µια λύση τύπου Μπολσονάρο.
Αυτή η πραγµατικότητα, φωτίζει το τι θα σηµαίνει µια νίκη των δυνάµεων που υποστηρίζουν τον επίδοξο «µεταβατικό πρόεδρο» της Βενεζουέλας. Πρόκειται για ένα πολιτικό ρεύµα επικίνδυνο για όλες τις εκδοχές Αριστεράς και για τις κοινωνικές οργανώσεις των «από κάτω».
Ακόµα κι αν (ως δια µαγείας) εξαφανιζόταν ο παράγοντας της ιµπεριαλιστικής επιβολής, που ακυρώνει κάθε δηµοκρατική νοµιµοποίηση του Γκουαϊδό, και πάλι δεν θα υπήρχε κανένας χώρος αυταπατών που να τον αντιµετωπίζουν ως έναν απλό «πολιτικό αντίπαλο». Ακόµα και αναγνωρίζοντας όψεις «ενδοαστικής» σύγκρουσης ανάµεσα στα δύο στρατόπεδα (µε δεδοµένο το ρόλο που παίζει πλέον η λεγόµενη «µπολιµπουρζουαζία», δηλαδή η ανώτερη κρατική-κοµµατική γραφειοκρατία που λειτουργεί ως νέο τµήµα της άρχουσας τάξης), κατανοούµε απόλυτα την ποιοτική διαφορά που θα έχει µια νίκη των επιδιώξεων του Γκουαϊδό: Το σκληρό ερώτηµα που θα µας απασχολήσει µετά από µια πιθανή νίκη του πραξικοπήµατος δεν θα είναι «τι θα απογίνει ο Μαδούρο» ή «αν θα αµνηστευτούν οι στρατηγοί». Αλλά τι θα απογίνουν οι κοινωνικές οργανώσεις της βάσης του «τσαβισµού», που µπορεί σήµερα να στραγγαλίζονται από την κυβέρνηση στην οποία αναφέρονται, αλλά σε ένα τέτοιο σενάριο θα αντιµετωπίσουν τον κίνδυνο της πλήρους συντριβής.
Ο οικονοµικός πόλεµος
Όλοι αυτοί οι σχεδιασµοί δεν συµβαίνουν σε κοινωνικό κενό. Η παλιά πολιτική ελίτ, πέρα από τα ιδιοτελή της κίνητρα, εκφράζει τις προσδοκίες και τους στόχους της βενεζουελάνικης αστικής τάξης. Για τους καπιταλιστές στη Βενεζουέλα ισχύει η ίδια παρατήρηση µε αυτήν που κάναµε για το παραδοσιακό τους πολιτικό προσωπικό: Δεν συµβιβάστηκε ποτέ µε τη «νέα κατάσταση» που δηµιουργήθηκε µετά την πρώτη εκλογική νίκη του Ούγκο Τσάβες το 1999. Ήταν άλλωστε αυτό το τµήµα της κοινωνίας που οργάνωσε τις πρώτες απόπειρες ανατροπής του Τσάβες, και µάλιστα αδιαµεσολάβητα: Ο ίδιος ο πρόεδρος του Συνδέσµου Βιοµηχάνων ανέλαβε «µεταβατικός πρόεδρος» κατά τις λίγες µέρες του πραξικοπήµατος που ηττήθηκε το 2002. Ενώ το 2002-2003 οι εργοδότες προχώρησαν σε οικονοµικό λοκ άουτ µε στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης Τσάβες. Έδειξαν µια σκληρή «δυσανεξία» ακόµα και στις µετριοπαθείς µεταρρυθµίσεις της πρώτης περιόδου του «τσαβισµού» (που ήταν εξαιρετικά ήπιες ακόµα και µε σοσιαλδηµοκρατικούς όρους), φτάνοντας στην προσπάθεια να τον ανατρέψουν βίαια, για να τις ανακόψουν. Σύµφωνα µε τον ίδιο τον Τσάβες, η απόφαση µετατροπής της «Μπολιβαριανής Διαδικασίας» σε «σοσιαλιστική» από «προοδευτική εθνικιστική» (η στροφή που πρωτο-διατυπώθηκε ρητορικά από τον ίδιο το 2005) οφειλόταν ακριβώς στο «τείχος αντίστασης» που συνάντησε από τους καπιταλιστές το αρχικό µπολιβαριανό σχέδιο –το οποίο βασιζόταν στη στήριξη µιας κάποιας «εθνικής» αστικής τάξης, που θα έπαιζε έναν κάποιο «προοδευτικό» ρόλο.
Φυσικά δεν υπήρξε πραγµατική «σοσιαλιστική» στροφή, στο βαθµό που συνεχίζουµε να πιστεύουµε ότι ο σοσιαλισµός προϋποθέτει την κοινωνικοποίηση των µέσων παραγωγής και την απαλλοτρίωση των εκµεταλλευτών. Η αστική τάξη διατήρησε τη θέση της, τον έλεγχό της πάνω στην οικονοµία και συνέχισε να κάνει «δουλειές». Υπήρξαν αρκετές συγκρούσεις µε µεµονωµένους καπιταλιστές και φίρµες (που κατέληξαν και σε αρκετές εθνικοποιήσεις, που όµως συνήθως ήταν εξαγορές), αλλά ο ρόλος του ιδιωτικού τοµέα παρέµεινε κυρίαρχος στην οικονοµία. Τα «γεράκια» του εισαγωγικού τοµέα (από τον οποίο εξαρτάται η Βενεζουέλα για πολλά βασικά είδη) παρέµειναν κυρίαρχα, ενώ ιδιωτικές εταιρίες συνέχισαν να δρουν ως «συνεργάτες» σε κρατικά σχέδια (από το πετρέλαιο µέχρι τις κατασκευές κατοικιών) µε λίγο πιο «κοινωνικά ανταποδοτικούς» όρους, αλλά πάντοτε εξασφαλίζοντας κέρδη.
Αυτό που όµως πράγµατι επιχειρήθηκε από τον «τσαβισµό» ήταν να µπει «χαλινάρι» στον ιδιωτικό τοµέα και να αντιµετωπιστούν οι διαβρωτικές (για τους από κάτω) συνέπειες τη δράσης του. Αυτό που ονοµάζεται «οικονοµικός πόλεµος» συχνά ταυτίζεται µε µια καλά οργανωµένη συνωµοσία µε αµιγώς πολιτικά κίνητρα αποσταθεροποίησης (πχ η «αποθήκευση» αγαθών που σαπίζουν ή πωλούνται στο εξωτερικό και η παύση/επιβράδυνση της παραγωγής σε κάποιους τοµείς). Υπάρχει και αυτή η διάσταση. Αλλά σε µεγάλο βαθµό ο «οικονοµικός πόλεµος» είναι µια πολύ πιο «αυθόρµητη εξέγερση» του κεφαλαίου ενάντια στους κρατικούς περιορισµούς (έλεγχος στις τιµές, στο συνάλλαγµα κ.ο.κ.), ενάντια στο «χαλινάρι» που επιχείρησε να του βάλει ο «τσαβισµός».
Η προτίµηση να πωλούνται αγαθά στο εξωτερικό αντί να διατίθενται στα κρατικά σουπερµάρκετ Μερκάλ σε προσιτές τιµές, η άνθηση της µαύρης αγοράς, τα κερδοσκοπικά παιχνίδια γύρω από την πρόσβαση σε δολάρια και τον καθορισµό των «πραγµατικών» τιµών κλπ είναι η ενστικτώδης κίνηση του κεφαλαίου προς τη µέγιστη κερδοφορία και η δυνατότητά του να «παρακάµπτει» τις κρατικές περιοριστικές πολιτικές, όσο αυτό διατηρεί σε τελική ανάλυση την οικονοµική εξουσία. Τα προβλήµατα στην παραγωγή, τα αδρανή εργοστάσια κλπ είναι η παλιά καλή «απεργία επενδύσεων»: Το βασικό όπλο στη φαρέτρα των καπιταλιστών απέναντι σε κάθε αριστερή-µεταρρυθµιστική κυβέρνηση ιστορικά.
Αυτό που επιχειρεί να τεκµηριώσει αυτή η περιγραφή είναι ότι η συνύπαρξη του «µπολιβαριανισµού» µε την κυρίαρχη τάξη ήταν µια σχέση διαρκούς έντασης. Ακόµα κι ενώ η αστική τάξη άρπαζε ευκαιρίες και (ευνοηµένοι) εκπρόσωποί της συναγελάζονταν µε την «µπολιµπουρζουαζία» και δήλωναν ότι «ο σοσιαλισµός µπορεί να συνυπάρξει µε την επιχειρηµατικότητα», στη Βενεζουέλα ποτέ δεν υπήρξε η αρµονική, οικειοθελής συνεργασία που υπήρξε στις κυβερνήσεις ταξικής συνεργασίας στη Βραζιλία ή η «κριτική ανοχή» που υπήρξε στις προσπάθειες του Κίρχνερ να σταθεροποιήσει τον καπιταλισµό µε «ετερόδοξες» πολιτικές στην Αργεντινή.
Η αστική τάξη λειτούργησε για χρόνια σε ένα καθεστώς ενάντια στο οποίο δυσφορούσε, κυρίως γιατί βρέθηκε σε θέση αδυναµίας, µετά τις ήττες του 2002-2003 και τη ριζοσπαστικοποίηση του εργατικού κινήµατος µετά από τη νίκη του σ’ αυτή την κορυφαία ταξική σύγκρουση. Τα «οµαλά» χρόνια της Βενεζουέλας δεν οφείλονταν ακριβώς σε ένα «κοινωνικό συµβόλαιο» (µε την έννοια της οικειοθελούς συµφωνίας). Είχαν ισχυρές δόσεις «εξαναγκασµού» στην αστική τάξη να αποδεχτεί να συνεχίσει να δρα σε συνθήκες από τις οποίες θα κανονικά θα ήθελε να απαλλαγεί άµεσα.
Με την κρίση να χτυπά τη Λατινική Αµερική, οι αστικές τάξεις κρίνουν ότι «το κοινωνικό συµβόλαιο» της προηγούµενης περιόδου έχει γίνει πλέον «πολύ ακριβό», κι επιχειρείται να ξηλωθεί. Στη Βενεζουέλα, αυτή η αντίδραση είναι πολύ πιο ισχυρή. Η δραµατικότητα των εκκλήσεων «να µπει ένα τέλος στο καθεστώς Μαδούρο» έχει µια ειλικρίνεια από τη µεριά των αστών. Με τον εθνικό πλούτο να µειώνεται, η πίεση να αρπάξουν το µέγιστο δυνατό κοµµάτι της «πίτας» αυξάνεται. Τα ρίσκα που είναι πρόθυµοι να αναλάβουν (αποσταθεροποιώντας δραµατικά τη χώρα και οικονοµικά και πολιτικά), υπογραµµίζουν τη «λύσσα» µε την οποία ρίχνονται στη µάχη. Η σηµερινή κλιµάκωση ωστόσο δεν αφορά µόνο το ότι αισθάνονται «ασφυξία». Αφορά και το ότι βλέπουν ότι υπάρχει «ευκαιρία». Διατηρώντας αυτά τα χρόνια την οικονοµική δύναµη, έχουν τη δυνατότητα να «στραγγαλίζουν» τη χώρα και ταυτόχρονα να επωφελούνται από τη διάβρωση που προκαλεί στην κοινωνική βάση του «τσαβισµού» η αγριότητα της οικονοµικής κρίσης και η ανικανότητα της κυβέρνησης Μαδούρο να την αντιµετωπίσει.
Αυτή η πραγµατικότητα οδηγεί σε µια ακόµα πολιτική θέση. Είναι απολύτως λάθος ο φιλελεύθερος ισχυρισµός ότι στη Βενεζουέλα απέτυχε ο «σοσιαλισµός». Αλλά επίσης δεν επαρκεί ως περιγραφή το ότι «φταίνε οι καπιταλιστές». Στη Βενεζουέλα βλέπουµε τι συµβαίνει, όταν µια κυβέρνηση επιχειρεί να «ρυθµίσει» τη λειτουργία του καπιταλισµού ή και να «περιορίσει» τη δράση των καπιταλιστών, χωρίς όµως να τολµήσει ποτέ να θίξει σε βάθος και ουσιαστικά το ποια τάξη έχει τον έλεγχο της οικονοµίας, του εµπορίου και της παραγωγής.
Στις δίπλα σελίδες επίσης, ο Βαλέριο Αρκάρι καταρρίπτει έναν αφελή µύθο για τη Βραζιλία, που έχει όµως γενικότερη στρατηγική αξία για την Αριστερά: Αν το PT έκανε ριζοσπαστικότερες µεταρρυθµίσεις, θα είχε τη µεγάλη πλειοψηφία στο πλευρό του και άρα ο δρόµος θα ήταν στρωµένος µε ροδοπέταλα. Αυτό που ισχυρίζεται είναι ότι, µε ριζοσπαστικότερες µεταρρυθµίσεις, θα µπορούσε όντως να υπολογίζει στην πολιτική κινητοποίηση της εργατικής τάξης. Και πράγµατι αυτό θα του έδινε την πιθανότητα να πολεµήσει, αντί να καταρρεύσει. Αλλά δεν θα απέφευγε τον πόλεµο, το αντίθετο: Αν οι µεταρρυθµίσεις ήταν ακόµα πιο ριζοσπαστικές, η αντίδραση της αστικής τάξης και των µεσοστρωµάτων, που «λύσσαξαν» ακόµα και ενάντια σε ένα ήπιο αναδιανεµητικό πρόγραµµα, θα ήταν ακόµα πιο άγριες: «Θα οδεύαµε σε εµφύλιο πόλεµο, θα γινόµασταν Βενεζουέλα».
Αυτό είναι µια έµµεση ηχηρή προειδοποίηση για τις διαθέσεις της αστικής τάξης στη Βενεζουέλα: Αν στη Βραζιλία κατέφυγαν σε λύσεις τύπου Μπολσονάρο για να απαλλαγούν από τη «δικτατορία» της διεύρυνσης του συστήµατος υγείας και παιδείας, καταλαβαίνει κανείς τι διαθέσεις θα δείξουν οι αστοί για να απαλλαγούν από ελέγχους στις τιµές, προγράµµατα διανοµής τροφίµων, κοπερατίβες, κοµούνες, «σοσιαλιστικές ζώνες», πολιτοφυλακές, προσπάθειες αυτοδιαχείρισης κ.ο.κ.
Αυτά εξηγούν τις διαθέσεις της πολιτικής και οικονοµικής Δεξιάς, όπου ο όρος «ρεβανσισµός» αποκτά το πραγµατικό του νόηµα, πολύ πιο σκληρό από τις κυβερνητικές εναλλαγές που συµβαίνουν πχ στην Ευρώπη. Αυτά επιπλέον εξηγούν και τη στάση µιας πολύ σηµαντικής µερίδας των «από κάτω» στη Βενεζουέλα που, παρ’ όλες τις δυσκολίες και τις δυσφορίες, κινητοποιούνται υπέρ του Μαδούρο –ή ακριβέστερα κατά των προσπαθειών ανατροπής του. Αντιλαµβάνονται ενστικτωδώς τι θα σηµαίνει για τους ίδιους η παλινόρθωση (όπως συµπυκνώνεται στο δηµοφιλές σύνθηµα «Δεν θα γυρίσουν!»). Ενώ τα όσα θετικά έγιναν τα προηγούµενα 20 χρόνια, έχουν δηµιουργήσει «καύσιµα» κινητοποίησης που δεν υπήρξαν πχ στη Βραζιλία, όταν η Δεξιά ανέτρεψε τη Ντίλµα Ρούσεφ. Πολλοί εργάτες και φτωχοί αισθάνονται ότι έχουν πράγµατα να υπερασπιστούν, τα οποία ταυτίζουν µε τη «µπολιβαριανή διαδικασία».
Φθορά της λαϊκής στήριξης
Όµως η «αντισυσπείρωση». που έχει προκαλέσει σε αυτή τη συγκυρία η εµφανής προκλητικότητα του αµερικάνικου ιµπεριαλισµού και της σκληρής πτέρυγας της Δεξιάς, δεν µπορεί να κρύψει µια µεγάλη εικόνα: Αυτή της «κόπωσης» και του αισθήµατος αδιεξόδου στα οποία έχει οδηγηθεί η «Μπολιβαριανή Διαδικασία» τα τελευταία χρόνια κι αποτελεί µια από τις αιτίες που δίνει δυνατότητες στην αντιπολίτευση να ελπίζει σε νίκη.
Ένα παράδειγµα είναι η µετανάστευση. Αυτή αφορά πλέον ένα 7-10% του πληθυσµού. Το µέγεθος θα αρκούσε να πείσει και τον πλέον δύσπιστο για την κοινωνική σύνθεση των µεταναστών. Αλλά υπάρχουν και ποιοτικά στοιχεία που αναδεικνύουν ότι έχει αλλάξει το κοινωνικό προφίλ των µεταναστών: Δεν είναι πλέον (µόνο) τα µορφωµένα µεσοστρώµατα που επί Τσάβες έφευγαν (κι αυτά περιορισµένα) αναζητώντας αλλού ευκαιρίες κοινωνικής ανέλιξης. Δεν πρόκειται σίγουρα για το αντίστοιχο των «Κουβανών της Φλόριντα». Τα τελευταία 1-2 χρόνια µεταναστεύουν φτωχοί και εργάτες, γιατί δεν µπορούν πλέον να επιβιώσουν (ή να στηρίξουν τις οικογένειές τους) στη Βενεζουέλα.
Ένα δεύτερο ζήτηµα αφορά τα θύµατα της αστυνοµικής καταστολής. Εδώ η δεξιά δηµαγωγία για ένα «ολοκληρωτικό κράτος» που «φυλακίζει και δολοφονεί ειρηνικούς διαδηλωτές» ξεσαλώνει. Δεν συµµεριζόµαστε τον χαρακτηρισµό «πολιτικοί κρατούµενοι» για ακροδεξιούς που φυλακίστηκαν επειδή δολοφόνησαν «τσαβίστας» (ή υπόπτους για «τσαβισµό» λόγω… χρώµατος). Γνωρίζουµε καλά ότι πολλοί διαδηλωτές –ειδικά στα «µπλόκα» που στήνει η Δεξιά– δεν είναι «ειρηνικοί» και ότι η ηγεσία γύρω από τον ακροδεξιό (σε κατ’ οίκον περιορισµό) Λεοπόλδο Λόπεζ δεν είναι αθώα περιστέρια που διώκονται «για τις ιδέες τους».
Αλλά χρειάζεται προσοχή σε µια «αριστερή νοµιµοποίηση» της κρατικής καταστολής. Η κοινωνική οργάνωση Surgentes πρόσκειται φιλικά προς τον «µπολιβαριανισµό» και στις καταγραφές της στηλιτεύει µε συγκεκριµένα στοιχεία τη δράση της Δεξιάς και τις ευθύνες της για τη βία στους δρόµους και αρκετούς από τους θανάτους: 28,5% των διαδηλώσεων επιτέθηκαν στην αστυνοµία µε διάφορα πυροµαχικά, υπήρξαν περιπτώσεις λιντσαρίσµατος από πλευράς διαδηλωτών, επιχειρηµατίες που δολοφόνησαν υπερασπίζοντας τα καταστήµατά τους κ.ο.κ. Ωστόσο η ίδια αυτή οργάνωση αποδίδει ένα 42,8% θανατηφόρων περιστατικών σε αποκλειστική ευθύνη των κατασταλτικών δυνάµεων. Αλλά το πιο ενδιαφέρον είναι ότι επικαλούµενη τα στοιχεία της έρευνάς της, αναφέρει ότι «οι δυνάµεις ασφαλείας του κράτους ακολουθούν ένα µοτίβο ταξικής και ρατσιστικής δράσης, που έχει εδραιωθεί µετά το 2013. Οι φτωχές περιοχές αντιµετωπίζονται ως κατεχόµενες και ως πληθυσµοί που πρέπει να ελεγχθούν». Είναι αυτά τα «αόρατα» θύµατα του αυταρχισµού, για τα οποία δεν κάνει θόρυβο η Δεξιά και τα οποία αποσιωπούνται από την κυβέρνηση, τα οποία µας ενδιαφέρουν, όταν κάνουµε κριτική στις πρακτικές της κυβέρνησης Μαδούρο. Η Surgentes, καλώντας τον Μαδούρο να αλλάξει τακτική, υπενθυµίζει µια οµιλία του Τσάβες για τα χαρακτηριστικά της αστυνοµίας (ταξική, ρατσιστική κ.ο.κ.) «µε τα οποία ακόµα παλεύουµε, µε αυτά τα παλιά δηλητήρια που µολύνουν την αστυνοµία και τις δυνάµεις ασφαλείας» και την προκλητική του δήλωση, µετά από ένα κρούσµα δολοφονικής βίας της αστυνοµίας, ότι «[από το να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση] επαναλαµβάνω ότι προτιµώ να µην έχουµε καθόλου αστυνοµία».
Το τρίτο ζήτηµα είναι το «ποιοι διαδηλώνουν». Προφανώς η παραδοσιακή βάση της Δεξιάς αποτελεί τον πυρήνα που κινητοποιείται όλα αυτά τα χρόνια στα µεσοαστικά προάστια και που σήµερα δηλώνει ότι υποστηρίζει τις κυρώσεις ενάντια στη χώρα ή ακόµα και µια ξένη επέµβαση. Όµως –όπως φαίνεται και από την ταυτότητα των θυµάτων της καταστολής– τα πράγµατα δεν είναι τόσο «τακτοποιηµένα». Οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις στις 23 Γενάρη (κατά τη διάρκεια των οποίων ο Γκουαϊδό άρπαξε την ευκαιρία να αυτοανακηρυχθεί πρόεδρος) αιφνιδίασαν εχθρούς και φίλους της κυβέρνησης Μαδούρο µε το µέγεθός τους. Οι πιο έντιµοι απολογισµοί παραδέχονται ότι πλάι στους «συνήθεις υπόπτους» εκείνη τη µέρα διαδήλωσε σηµαντικό τµήµα φτωχών και εργατών, µεταξύ των οποίων και συνδικάτα που µέχρι πολύ πρόσφατα ταυτίζονταν µε τον «µπολιβαριανισµό». Η δυσφορία στον φτωχό πληθυσµό είναι υπαρκτή. Άλλωστε στη «σκιά» των δεξιών-πολιτικών κινητοποιήσεων εξελίσσονται πολλές άλλες, µικρότερες, µε λαϊκότερη σύνθεση και κοινωνικά αιτήµατα (για την κατάρρευση των δηµόσιων υπηρεσιών πχ).
Όλα αυτά δεν «αθωώνουν» το χαρακτήρα των αντιπολιτευτικών διαδηλώσεων, ούτε αλλάζουν το αντιδραστικό πολιτικό τους πρόσηµο. Άλλωστε η κάµψη της συµµετοχής, µετά το «σεισµό» της 23ης Γενάρη, δείχνει ότι τα λαϊκά στρώµατα, που διαδήλωσαν «γενικώς αντικυβερνητικά» εκείνη τη µέρα, πήραν αποστάσεις, όταν διαπίστωσαν ότι αυτή η διαδήλωση ήταν αφετηρία της προσπάθειας του Γκουαϊδό να υφαρπάξει την εξουσία. Αλλά αξίζει να καταγραφεί ότι υπάρχει πλέον ένα υπολογίσιµο τµήµα των ανθρώπων που µας ενδιαφέρουν, το οποίο έχει σοβαρούς (δικούς του) λόγους να διαδηλώνει ενάντια στην κυβέρνηση και µπορεί να «ρυµουλκηθεί» από την κίνηση των µεσοστρωµάτων –και µε ευθύνη της κυβέρνησης Μαδούρο και µε δεδοµένη την απουσία αριστερής εναλλακτικής στα αδιέξοδα που έχει οδηγήσει αυτή.
Αυτά τα τρία σηµεία υπογραµµίζουν τη µεγάλη εικόνα «φθοράς»: την απόσταση που δηµιουργείται ανάµεσα στην κυβέρνηση Μαδούρο και την κοινωνική βάση του «µπολιβαριανισµού». Αυτή σήµερα καλύπτεται από την τρέχουσα «αντισυσπείρωση» απέναντι στη Δεξιά και τον ιµπεριαλισµό. Η επίθεση διεξάγεται µε τέτοια ωµότητα, που τους γυρίζει µπούµερανγκ στη µάχη της λαϊκής στήριξης. Οι διαδηλώσεις «ενάντια στο πραξικόπηµα» µέσα στο Φλεβάρη έπιασαν µεγέθη που ο «τσαβισµός» είχε να ζήσει από τα πλέον ένδοξα χρόνια του και που δεν µπορούσε να διανοηθεί την περίοδο της κάµψης (2013-2018). Αλλά εξετάζοντας το µέλλον της Βενεζουέλας µε όρους «µακράς διάρκειας», η γενικότερη τάση αποσυσπείρωσης δεν πρέπει να υποτιµηθεί.
Μια «λαϊκή κυβέρνηση»;
Γράφοντας παραπάνω για την «εξέγερση του κεφαλαίου», καταγράψαµε και τη βασική ευθύνη της κυβέρνησης Μαδούρο για τη σηµερινή κρίση: την άρνηση να συγκρουστεί µαζί του. Πρέπει να του πιστωθεί η προσπάθεια «αµυντικών» µέτρων προστασίας των φτωχών. Οι CLAPS (που διανέµουν τρόφιµα σε φτωχογειτονιές), οι διαδοχικές µισθολογικές αυξήσεις σε απάντηση στον εκρηκτικό πληθωρισµό, η προσπάθεια να υπάρχουν είδη πρώτης ανάγκης σε προσιτές τιµές, είναι προοδευτικά µέτρα που όµως έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να αντιµετωπίσουν την καταστροφή που ζουν οι φτωχοί. Η δεξιά προπαγάνδα µπορεί να λέει τερατώδη ψέµατα, ή να επιχειρεί λαθροχειρίες, καθώς κρίνει µια περιφερειακή χώρα µε όρους «δυτικού» επιπέδου διαβίωσης. Αλλά «λαθροχειρία» είναι και η προσπάθεια κάποιων µπολιβαριανών στελεχών ή και αλληλέγγυων του εξωτερικού να αποδείξουν ότι «όλα είναι υπό έλεγχο». Υπάρχουν όντως γεµάτα εστιατόρια, αλλά αυτό δεν εξηγεί ποια κοινωνική τάξη είναι αυτή που έχει τη δυνατότητα να τρώει σε αυτά. Πολλές φορές τα ράφια των σούπερ µάρκετ είναι γεµάτα, αλλά το πρόβληµα είναι ότι τα προϊόντα είναι πανάκριβα. Άλλωστε η ίδια η κυβέρνηση της Βενεζουέλας ζητά βοήθεια (από τον ΟΗΕ ή από συµµαχικές κυβερνήσεις) για είδη πρώτης ανάγκης, ενώ κάθε προγραµµατική απάντηση φιλολαϊκής διεξόδου από την κρίση από διάφορεςριζοσπαστικές συλλογικότητες συνήθως υποχρεούται, µαζί µε τα αντικαπιταλιστικά µέτρα που προτείνει, να περιλαµβάνει και τη «διεθνή έκκληση για υλική βοήθεια/αλληλεγγύη», παίρνοντας υπόψη το µέγεθος των ελλείψεων.
Στη Βενεζουέλα υπάρχει µια πολύ βαθιά οικονοµική κρίση, που θίγει πρώτα τους «από κάτω». Σε πρόσφατη αποστολή του Κ. Χαρίτου στη Βενεζουέλα, στη διάρκεια συνέντευξης, ένας ανοιχτά δηλωµένος ένθερµος «µπολιβαριανός» δήλωσε ότι ανήκει στους «τυχερούς» που έχουν τρεις δουλειές, τις οποίες έχει ανάγκη «για να βγει ο µήνας». Η δραµατική κατάρρευση του ΑΕΠ είναι µια πραγµατικότητα. Το πώς αυτή µεταφράζεται στις παρεχόµενες υπηρεσίες, στη στασιµότητα ή τη συρρίκνωση της παραγωγής, στα είδη πρώτης ανάγκης που εισάγονται κλπ, είναι µια σκληρή πραγµατικότητα που βιώνει πρώτη η κοινωνική βάση του «τσαβισµού». Το µέγιστο ζήτηµα και το πλέον καταστροφικό για τους εργάτες και τους φτωχούς είναι ο ασύλληπτος υπερπληθωρισµός που θυµίζει δραµατικά τη Γερµανία της Βαϊµάρης.
Για ένα πιο έντιµο τµήµα της µπολιβαριανής ηγεσίας, η κριτική αφορά την ανικανότητα/ατολµία να προχωρήσει σε ριζοσπαστικά αντικαπιταλιστικά µέτρα που (να επιχειρούν έστω) να αντιµετωπίσουν τον «οικονοµικό πόλεµο». Αλλά υπάρχει κι ένα τµήµα το οποίο καταγγέλλεται για συνενοχή: Η «µπολιµπουρζουαζία», το τµήµα της ανώτερης κρατικής γραφειοκρατίας που όντως συµµετέχει στη διαφθορά και που είναι συνυπεύθυνο για την κερδοσκοπία του εισαγωγικού τοµέα, τα παιχνίδια µε το συνάλλαγµα κ.ο.κ., βγάζοντας κέρδη από αυτές τις διαδικασίες.
Υπάρχουν κάποιες εµβληµατικές αποφάσεις της κυβέρνησης Μαδούρο που «συµπυκνώνουν» το πρόβληµα. Η πρώτη είναι η αποποµπή του Χόρχε Τζιορντάνι από τον Μαδούρο, λίγο καιρό µετά την πρώτη εκλογική του νίκη το 2013. Ο Τζιορντάνι εφάρµοσε κάποιες ετερόδοξες νοµισµατικές πολιτικές (µε διάφορες ταχύτητες «ισοτιµίας» του εθνικού νοµίσµατος µε το δολάριο και µε υπερσύνθετους µηχανισµούς ελέγχου του συναλλάγµατος) που είχαν αµφιλεγόµενα αποτελέσµατα και η αιτία απόλυσής του θεωρήθηκε αυτή η αποτυχία. Ωστόσο ήταν µια ενέργεια που –τότε– πανηγυρίστηκε από τον διεθνή οικονοµικό Τύπο. Ο Τζιορντάνι υπήρξε ο «Τσάρος» του οικονοµικού σχεδιασµού σε όλη τη διακυβέρνηση Τσάβες, ένας από τους θεωρητικούς της «µετάβασης στο σοσιαλισµό» και είχε τη φήµη του «σκληρού µαρξιστή» στις χρηµαταγορές. Τα όσα (δεν) έκανε από κορυφαία κυβερνητική θέση επί 15 χρόνια και η πικρία της αποκαθήλωσης δηµιουργούν ζήτηµα για την αξιοπιστία του, όταν εξαπολύει σήµερα κριτικές στον Μαδούρο, αλλά τα πανηγύρια στις «αγορές» για την αποποµπή του δείχνουν την κατεύθυνση που σηµατοδοτούσε αυτή.
Το δεύτερο αφορά το Νόµο που διευκολύνει τις εξορύξεις. Δεν καταπατά µόνο περιβαλλοντικές προστασίες και δικαιώµατα των ιθαγενών (στο παρελθόν παρόµοια σχέδια είχαν «παγώσει» γι’ αυτούς τους λόγους), αλλά «παραδίδει» τις περιοχές προς εξόρυξη σε πολυεθνικές, υπό την εποπτεία του στρατού (που στη Ζώνη Ορινόκο ήδη βαρύνεται από εγκλήµατα κατά ιθαγενών που µάχονται ενάντια στις εξορυκτικές εταιρίες). Για κάποιους αριστερούς, αυτό το διάταγµα θεωρήθηκε «η στιγµή της αντεπανάστασης».
Με αφορµή το Ορινόκο, θα υπενθυµίσουµε την ανησυχητική αναβάθµιση του ρόλου του στρατού στην κυβέρνηση. Υπάρχει στη διεθνή βιβλιογραφία η εκτίµηση ότι ο Τσάβες είχε εµπιστοσύνη σε τρεις δυνάµεις: Τον εαυτό του, το στρατό (πιο σωστά σε µερίδα του) και τη λαϊκή πρωτοβουλία. Ο ίδιος πλέον λείπει και η λαϊκή πρωτοβουλία δείχνει σε µεγάλο βαθµό αποδυναµωµένη. Ο Μαδούρο στηρίζεται όλο και περισσότερο στην αφοσίωση των στρατηγών. Αυτή έχει παίξει ρόλο στην επιβίωση της κυβέρνησής του κατά την πρώτη φάση της ιµπεριαλιστικής επιθετικότητας (που πόνταρε σε µια ανταρσία µέσα από το Επιτελείο), αλλά εγείρονται δύο ζητήµατα. Το πρώτο αφορά ακόµα και την ίδια τη βιωσιµότητα ενός τέτοιου σχεδίου: Η ιστορική εµπειρία, ο µαρξισµός, το ταξικό ένστικτο συγκλίνουν στο να µη χωράει η παραµικρή εµπιστοσύνη στην κάστα των στρατιωτικών. Το δεύτερο αφορά την «ποιότητα» του σχεδίου: Ένας «µπολιβαριανισµός» που θα στηρίζεται στο Στρατιωτικό Επιτελείο για την επιβίωσή του, όχι µόνο δεν είναι «σοσιαλιστικός», αλλά αποµακρύνεται ακόµα και από το δρόµο της «συµµετοχικής δηµοκρατίας» που αποτελούσε κεντρική διακήρυξη από το 1999 και µετά.
Για όποιον δεν είναι αρκετά αφελής, ώστε να πιστεύει ότι η στρατιωτική ιεραρχία κινείται µε γνώµονα κάποια «µπολιβαριανή ιδεολογική διαπαιδαγώγηση» (που επιχειρήθηκε όντως) στις ένοπλες δυνάµεις τα τελευταία 20 χρόνια, είναι σαφές ότι τα κίνητρα της νοµιµοφροσύνης της είναι πολύ πιο υλικά κι αφορούν τα προνόµια που έχει αποσπάσει το σώµα των στρατιωτικών, και µάλιστα σε καιρούς που κάθε πόρος θα έπρεπε να είναι διαθέσιµος για την αντιµετώπιση της κρίσης που χτυπά τους φτωχούς. Σε ένα άρθρο στο «τσαβικό» venezuelanalysis περιγράφεται η αλλαγή που έχει συµβεί σε αυτό που ονοµάστηκε «πολιτικοστρατιωτική συµµαχία»: Η παλιά εικόνα του νεαρού, σκουρόχρωµου, ταπεινής καταγωγής υπαξιωµατικού που αντιλαµβάνεται ως καθήκον να αγωνίζεται στο πλευρό των εργατών ενάντια στα πραξικοπήµατα και τα λοκ άουτ, δίνει σταδιακά τη θέση της στην εικόνα του ανώτερου στρατηγού που δηλώνει «µπολιβαριανός», αλλά έχει ως καθήκον να καταστέλλει ιθαγενείς στο Ορινόκο ή να διαχειρίζεται κρίσιµους τοµείς της οικονοµίας.
Αυτές οι αναφορές (στις ευθύνες του Μαδούρο και τις διαχρονικές ανεπάρκειες της Μπολιβαριανής Διαδικασίας) έχουν επίσης πολιτική αξία ως προς τα συµπεράσµατα. Καταρχήν φωτίζουν µιαν άλλη πτυχή των αιτιών που απειλούν τη «Διαδικασία» µε ήττα. Ενώ, ειδικά στην ενδο-αριστερή συζήτηση, αυτές οι επισηµάνσεις έχουν εξαιρετική σηµασία για τη δική µας στρατηγική και δεν βοηθά να «αποσιωπούνται».
Αν µείνει κανείς στην καταγγελία του αµερικάνικου ιµπεριαλισµού ή της βενεζουελάνικης Δεξιάς χωρίς καµιά κριτική, θα καταλήξει να «υιοθετεί» µια στρατηγική η οποία έδειξε τα όριά της. Αν θεωρήσει ότι «όλα είναι καλώς καµωµένα» στη Βενεζουέλα από τη µεριά του «τσαβισµού», κινδυνεύει σε περίπτωση ήττας να καταλήξει σε επικίνδυνα συµπεράσµατα: Είτε ότι ο ιµπεριαλισµός είναι ανίκητος, είτε ότι οι µάζες «γύρισαν την πλάτη» στο σοσιαλισµό.
Σε µια πρόσφατη συνέντευξή του, ο Στάλιν Πέρες Μπόρχες, βετεράνος επαναστάτης σοσιαλιστής και συνδικαλιστικό στέλεχος, παίρνει σαφείς αποστάσεις από πρώην συντρόφους του, που τοποθετούνται πλέον στην «αντιτσαβική» ή έστω «αντιµαδουρική» Αριστερά. Ως τέτοια περιγράφουµε ένα τµήµα της που εκτιµά ότι έχει υπάρξει ένα καταστροφικό «µπολιβαριανό Θερµιδώρ», υιοθετεί µια ανοιχτά αντικυβερνητική στάση και καταλήγει σήµερα να φλερτάρει µε «ίσες αποστάσεις» στην παρούσα κρίση. Πολλές από τις αναλύσεις και τις κριτικές αυτών των αγωνιστών έχουν αξία, ανεξάρτητα από τη στάση που κρατάνε. Ωστόσο επιλέγουµε να παραθέσουµε την άποψη του Στάλιν Πέρες Μπόρχες για το κρίσιµο ζήτηµα της οικονοµικής κατάστασης και της κυβερνητικής πολιτικής, ακριβώς γιατί πρόκειται για έναν αγωνιστή που συγκρούστηκε µε αυτούς τους παλιούς συντρόφους του, διαφωνώντας µε την πλήρη ρήξη µε τον «µπολιβαριανισµό».
Αφού περιγράφει τον κύριο και βασικό ρόλο του εµπορικού αποκλεισµού στη σηµερινή δραµατική κατάσταση, προχωράει σε άλλες διαπιστώσεις:
«Η δεύτερη αιτία είναι η διαφθορά, η ανικανότητα και η ατιµωρησία, που παραφούσκωσε τα τελευταία 5 χρόνια, αν και οι ρίζες της υπήρχαν και νωρίτερα. Το επίπεδο διαφθοράς στην κυβέρνηση είναι µεγάλο και καταστροφικό. Σε πολλές περιπτώσεις, συνεργεί µε το σαµποτάζ των ελίτ και του ιµπεριαλισµού, µε τη συνενοχή στρατιωτικών και πολιτικών, όσον αφορά την κερδοσκοπία πάνω στα αγαθά που έχει ανάγκη ο λαός.
Η δοµική αιτία είναι η πολύ χαµηλή παραγωγική δυνατότητα της χώρας. Αυτό καθορίζεται και από το ιστορικά υψηλό επίπεδο πετρελαϊκού εισοδήµατος, που µετέτρεψε την ντόπια αστική τάξη σε πολύ παρασιτική… Προτιµά να εισάγει παρά να παράγει… Αυτό καθόρισε και την παλιά αστική τάξη και τη διεφθαρµένη κρατική γραφειοκρατία, όπως και την αναδυόµενη «µπολιµπουρζουαζία» τα τελευταία 18 χρόνια.
Επί Τσάβες, παρότι υπήρξαν προγράµµατα και σχέδια για να βελτιωθεί η παραγωγή, αυτά έµειναν στα χαρτιά… Από το 2007 ως το 2012, αυτή η χαµηλή παραγωγική ικανότητα δεν προκάλεσε δυσφορία, καθώς οι υψηλές τιµές του πετρελαίου ήταν αρκετές για τις εισαγωγές. Αλλά από το 2013 µέχρι σήµερα, επί Μαδούρο, πληρώθηκε µεγάλο τίµηµα γι’ αυτό το λάθος…».
Πιο σηµαντική είναι η κατακλείδα του:
«Αυτή είναι η Αχίλλειος Πτέρνα της κυβέρνησης. Αν δεν δράσει σύντοµα, αντιµετωπίζοντας τις συνέπειες της οικονοµικής και κοινωνικής στασιµότητας, αυτές θα προκαλέσουν µεγαλύτερη καταστροφή από κάθε πύραυλο κι από κάθε ιµπεριαλιστική “ανθρωπιστική επέµβαση”. Αν δεν ελέγξει τα προβλήµατα, όπως η κερδοσκοπία στο συνάλλαγµα, οι ελλείψεις, οι τιµές τροφίµων και φαρµάκων, αν δεν ενθαρρύνει την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, µεσοπρόθεσµα θα χάσει την κοινωνική της βάση και θα δυσκολευτεί να επιβιώσει. Μεταξύ άλλων µέτρων πρέπει να αποφασίσει να σταµατήσει να αποπληρώνει το ξένο χρέος, να µπλοκάρει τη φυγή κεφαλαίων, να επιβάλει προοδευτική φορολόγηση στις περιουσίες και να προωθήσει τη διανοµή και τον έλεγχο των αγαθών από ένα κοµουναλικό κράτος των εργατών. Αλλιώς θα αποτύχουµε».
Εξετάζοντας τις προοπτικές
Τα όσα γράφει ο Στάλιν Πέρεζ Μπόρχες σκιαγραφούν ένα «πρόγραµµα» το οποίο έχουν διατυπώσει και πολλοί άλλοι αγωνιστές και συλλογικότητες που συµµερίζονται το στόχο της «επανάστασης µέσα στην επανάσταση» ως µοναδική διέξοδο. Δυστυχώς πρόκειται είτε για µειοψηφίες, είτε για ανοργάνωτες πλειοψηφίες: ένας «γαλαξίας» αγωνιστών ή τοπικών κινηµατικών πρωτοβουλιών που ζητά µια τέτοια κατεύθυνση, όµως είτε δεν θέλει, είτε δεν µπορεί να αµφισβητήσει την πρωτοκαθεδρία της ηγεσίας του PSUV, που έχει αποδειχθεί απρόθυµη να ακολουθήσει έναν τέτοιο προσανατολισµό.
Για να αλλάξει η κατεύθυνση, απαιτείται µια παρέµβαση του «από µηχανής θεού», δηλαδή η «κάθοδος των φτωχών από τους λόφους» µε τον τρόπο που το έκαναν το 2002-2003, παίρνοντας τα πράµατα στα χέρια τους κι ανοίγοντας έτσι το δρόµο όχι µόνο στη διάσωση του Τσάβες, αλλά και στη ριζοσπαστικοποίηση της «Διαδικασίας». Χωρίς αυτή την προοπτική, τα όσα γράψαµε σε αυτό το άρθρο επιτρέπουν κάποιες εκτιµήσεις για τα σενάρια που µπορεί να φέρει το µέλλον.
α) Σε κάθε περίπτωση, το οικονοµικό αδιέξοδο θα συνεχιστεί. Η αδυναµία της εσωτερικής παραγωγής, η θηριώδης εξάρτηση από τις εισαγωγές, η στρέβλωση που έχει προκαλέσει ιστορικά στη βενεζουελάνικη οικονοµία το πετρέλαιο («ευλογία και κατάρα») κάνει και το πιο ριζοσπαστικό σχέδιο να δείχνει ανεπαρκές από µόνο του («σε µία µόνο χώρα»…). Πόσο µάλλον όσο ένα τέτοιο σχέδιο δεν υλοποιείται από τη βενεζουελάνικη κυβέρνηση. Τα όσα (δεν) έγιναν τα τελευταία 20 χρόνια έχουν µεγεθύνει τα σηµερινά προβλήµατα. Ενώ οι νεοφιλελεύθερες απαντήσεις (είτε από µια νίκη της Δεξιάς, είτε από ένα βάθεµα της δεξιάς «προσαρµογής» του Μαδούρο ή τµήµατα του «τσαβισµού») επίσης δεν θα δώσουν διέξοδο στην κρίση, ενώ θα επιδεινώσουν δραµατικά την κατάσταση των «από κάτω».
β) Πολιτικά είναι εµφανές ότι η νίκη του πραξικοπήµατος θα είναι µια τεράστια καταστροφή. Για να επιτευχθεί, θα έχει να επιβληθεί µε τη βία στην κοινωνική βάση του «τσαβισµού», να αφοπλίσει τις πολιτοφυλακές, να εξαλείψει κάθε θεσµό «αυτό-οργάνωσης» που επιβιώνει ακόµα, για να µπορέσει να επιβάλει στη συνέχεια το ξήλωµα των κοινωνικών κατακτήσεων και να επαναφέρει το «πετρελαϊκό πλεόνασµα» στα χέρια των ελίτ και των συµµάχων τους στις ΗΠΑ. Θα είναι ένα ζοφερό σενάριο για τους «από κάτω» στη Βενεζουέλα, αλλά και µια µεγάλη ιδεολογική νίκη για τη Δεξιά στη Λατινική Αµερική.
γ) Ένα τµήµα του λεγόµενου «κριτικού τσαβισµού» προκρίνει µια «δηµοκρατική διέξοδο». Κάτω από αυτή την ταµπέλα συνυπάρχουν πολλές διαφορετικές δυνάµεις: από σοσιαλδηµοκράτες που διαφοροποιήθηκαν εκ δεξιών από τον τσαβισµό και απλά περιφέρουν τον τίτλο του «παλιού τσαβίστα» για να εµφανίζονται ως «αριστερές φωνές», µέχρι στελέχη όπως ο Τζιορντάνι που υπήρξαν όντως «δίπλα στον Τσάβες», ως και δυνάµεις της επαναστατικής Αριστεράς. Μια πρωτοβουλία (που απαρτίζεται κυρίως από τη δεύτερη και την τρίτη κατηγορία «κριτικών τσαβιστών») έχει συσπειρωθεί σήµερα στην Πλατφόρµα «Για την Υπεράσπιση του Συντάγµατος». Υιοθετούν την πολιτική: Με κάθε θυσία αποφυγή του εµφυλίου πολέµου (ή και της ξένης επέµβασης) και άρα έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας µέσω ενός δηµοψηφίσµατος που θα αποφασίσει αν θέλει νέες εκλογές και για την Εθνοσυνέλευση (ελεγχόµενη από τη Δεξιά) και για την Προεδρία (ελεγχόµενη από το PSUV) της χώρας.
Τα στελέχη που απαρτίζουν αυτή την πρωτοβουλία συµµετείχαν στις εκλογές του 2018, που έβγαλαν νικητή τον Μαδούρο και αναγνώρισαν το αποτέλεσµα. Στις διακηρύξεις τους αναγνωρίζουν ότι ο Γκουαϊδό δεν έχει καµιά νοµιµοποίηση. Παρ’ όλα αυτά «νοµιµοποιούν» την απαίτηση για εκλογές, λίγες βδοµάδες µετά την ορκωµοσία του προέδρου Μαδούρο, λόγω µιας κρίσης που προκάλεσε ένα σχέδιο πραξικοπήµατος που παραµένει σε πλήρη εξέλιξη.
Σε αυτή τη συγκυρία, ένα «γενικά σωστό» σύνθηµα αποδεικνύεται αφελές. Από την ειλικρινή αγωνία «να αποφευχθούν τα χειρότερα» ή κι από µια εκτίµηση ότι ο Μαδούρο έχει χάσει τη λαϊκή πλειοψηφική στήριξη, επιδιώκεται να λυθεί «συντεταγµένα» µια σύγκρουση που εξελίσσεται σε απολύτως ανώµαλες συνθήκες. Με τον ιµπεριαλιστικό σχεδιασµό για πολιορκία και πραξικόπηµα σε εξέλιξη και τον Γκουαϊδό να λειτουργεί ως ενεργούµενο αυτών των σχεδιασµών, είναι απίθανο να φαντάζεται κανείς ότι µπορεί να δοθεί σήµερα µια οµαλή εκλογική διέξοδος –υπό τις κάννες των όπλων και µε στραγγαλισµένη την οικονοµία. Είναι επίσης ένας προσανατολισµός που οδηγεί σε πολύ σοβαρά «φάουλ». Αναγνωρίζοντας τον επίδοξο πραξικοπηµατία ως «έναν από τους συνοµιλητές», στα πλαίσια αναζήτησης «οµαλής διεξόδου», η Επιτροπή συναντήθηκε µαζί του, προκαλώντας δίκαιες επικρίσεις από πολλούς αριστερούς τσαβίστας.
Ο Κλαούντιο Κατζ επιµένει ορθά σε άρθρο του ότι ο «διάλογος» και η «δηµοκρατική λύση» µπορεί να έρθει µόνο µετά το τσάκισµα του πραξικοπήµατος. Η άρση της «οικονοµικής πολιορκίας» και η απόκρουση της ιµπεριαλιστικής επιθετικότητας θα ήταν τα πρώτα καθήκοντα σήµερα, πριν ανοίξει η συζήτηση για µια πραγµατική απόφαση του «κυρίαρχου λαού». Αυτά αποκαλύπτουν και την υποκρισία της ΕΕ, όταν πίσω από το τάχα «ουδέτερο» αίτηµα για άµεσες εκλογές, κρύβει έναν αµείλικτο εκβιασµό.
δ) Υπάρχει µια εκδοχή «οµαλής λύσης» στο τραπέζι, που ξεφεύγει από τα χέρια και τις προθέσεις των συντρόφων της Πλατφόρµας. Αφορά τις διαβουλεύσεις που γίνονται µε πρωτοβουλία των κυβερνήσεων του Frente Amplio της Ουρουγουάης και του Λόπεζ Οµπραδόρ του Μεξικού, επικοινωνούν µε πρωτοβουλίες του Πάπα, του ΟΗΕ κ.ά. σε απόσταση από την άγρια επιθετικότητα των ΗΠΑ και της Οµάδας Λίµα (το «ενιαίο µέτωπο» των δεξιών κυβερνήσεων της Λατινικής Αµερικής) κι έχουν την αποδοχή της κυβέρνησης Μαδούρο. Το πώς θα οδηγηθούµε σε µια τέτοια λύση («υπό την κάνη των όπλων» ή µετά από αποτυχία του πραξικοπήµατος) έχει εξαιρετική σηµασία για να απολογίσει κανείς µια τέτοια πιθανή εξέλιξη. Επιπλέον πρέπει κανείς να δει το περιεχόµενό της, αφού δεν αποκλείεται ένας συµβιβασµός, που θα µοιάζει ότι «αποτρέπει τα χειρότερα», να αποτελέσει τελικά πισώπλατη µαχαιριά στη µπολιβαριανή διαδικασία από την ίδια την ηγεσία της (ή τµήµα της).
ε) Αυτές οι δύσκολες επιλογές βάζουν ένα τµήµα αγωνιστών διεθνώς στον πειρασµό να υπερασπιστούν το «να µην παραδώσει την εξουσία ο Μαδούρο», ό,τι κι αν χρειαστεί να κάνει.
Καταρχήν, εξετάζοντας προοπτικές πιο µεσοπρόθεσµα, το ενδεχόµενο να αντέξει ο Μαδούρο, διαιωνίζοντας όµως την υπάρχουσα κατάσταση πραγµάτων, δεν αρκεί για να προκαλέσει πανηγυρισµούς. Προφανώς η απόκρουση του πραξικοπήµατος είναι το άµεσο καθήκον, αλλά µόνο ως προϋπόθεση για να συνεχίσει να υπάρχει ο όποιος «χώρος» για το κίνηµα να ανασυνταχθεί. Διαφορετικά, η σηµερινή στασιµότητα και διάβρωση είτε θα δώσει νέες ευκαιρίες στη Δεξιά και τον ιµπεριαλισµό, είτε θα ολοκληρώσει ένα πραγµατικό «µπολιβαριανό Θερµιδώρ», όπου δεν θα έχουν µείνει και πολλά για να υπερασπιστεί κανείς (ο δρόµος που πήρε το Εκουαδόρ, όπου κυβερνά ο «διάδοχος του Κορέα», αλλά σε τελείως διαφορετική κατεύθυνση, είναι ενδεικτικός).
Επιπλέον, η εναντίωση στην εκβιαστική επιβολή εκλογών σήµερα είναι ένα ζήτηµα. Είναι όµως άλλο να υψωθεί αυτή η στάση σε θέση αρχής, κάνοντας αυτοσκοπό την παραµονή του Μαδούρο στην εξουσία ακόµα κι αν χάσει τη λαϊκή στήριξη. Στις δίπλα σελίδες, ο Ερίκ Τουσέν καταγράφει τη διαδροµή των Σαντινίστας. Εξηγεί τα λάθη που οδήγησαν στην εκλογική ήττα του 1991, την οποία θεωρεί πισωγύρισµα. Αλλά απαντά σε µια δηµοφιλή άποψη, που ισχυρίστηκε κατόπιν εορτής ότι τελικά δεν έπρεπε να πάνε σε εκλογές ή δεν έπρεπε να αποδεχτούν το εκλογικό αποτέλεσµα. Ο Τουσέν, χωρίς να παραγνωρίζει τον εκβιαστικό χαρακτήρα των εκλογών του ’91 («αν νικήσουν οι Σαντινίστας, ο εµφύλιος θα ξαναρχίσει»), ισχυρίζεται ότι το λάθος βρισκόταν σε όσα δεν έγιναν τη µεγάλη δεκαετία του ’80 και οδήγησαν στην απώλεια της λαϊκής στήριξης και όχι στην αποδοχή της ήττας του 1991, η οποία έπρεπε να γίνει δεκτή. Κάτι αντίστοιχο θα µπορούσε κανείς να ισχυριστεί και στη σηµερινή συζήτηση για το µέλλον του Μαδούρο.
ζ) Αν ο «µπολιβαριανισµός» χάσει την κυβερνητική εξουσία, µε σχετικά οµαλό τρόπο, η Νικαράγουα έχει επίσης να διδάξει πολλά και να διαµορφώσει κριτήρια για να εκτιµήσουµε µια τέτοια εξέλιξη. Οι περιγραφές του Τουσέν για το πώς οργανώθηκε η «µετάβαση», που υπήρξε η αρχή της µετάλλαξης των Σαντινίστας σε «εγγυητή της κοινωνικής ειρήνης» επί Δεξιάς διακυβέρνησης κι έστρωσε το δρόµο να επιστρέψουν στην εξουσία ως ένα κόµµα αγνώριστο για όσους αγωνίστηκαν το ’70 και το ’80 στις γραµµές του, δείχνουν όλα όσα ΔΕΝ πρέπει να γίνουν σε µια τέτοια περίπτωση στη Βενεζουέλα.
Επιστρέφοντας σε έναν στρατηγικό απολογισµό
Δυστυχώς τα πιθανά σενάρια που παραθέσαµε, δεν προµηνύουν κάτι καλό. Η πηγή της κακοδαιµονίας βρίσκεται σε όσα δεν έγιναν στα 20 χρόνια µπολιβαριανών κυβερνήσεων. Θα δώσουµε το λόγο στον ίδιο τον Ούγκο Τσάβες, υπεράνω πάσης υποψίας για «εύκολη κριτική από µακριά». Τα αποσπάσµατα είναι από τον λόγο του στο πρώτο υπουργικό συµβούλιο µετά την τελευταία εκλογική του νίκη. Ως τέτοιος, έβαζε κατευθύνσεις για την 5ετία που θα ακολουθούσε. Τον κυκλοφόρησε γραπτά, για να µην µείνει µόνο µέσα στους κόλπους του υπουργικού του συµβουλίου. Λίγο αργότερα θα πέθαινε. Αυτά τον κατέστησαν τµήµα της «πολιτικής διαθήκης» του.
«Η αυτοκριτική. Σε πολλές περιπτώσεις, επιµένω σε αυτό. Πού είναι η Κοµµούνα; Μήπως η Κοµµούνα αφορά µόνο το Υπουργείο Κοµµουνών; Το σκέφτηκα πολλές φορές αυτό και σκέφτοµαι να καταργήσω το σχετικό υπουργείο. Ξέρετε γιατί; Γιατί πολλοί πιστεύουν ότι είναι δουλειά µόνο αυτού του υπουργείου να ασχολείται µε τις Κοµµούνες. Είναι ένα πολύ σοβαρό λάθος που κάνουµε.
Είµαι σίγουρος ότι οι Κοµµούνες δεν υπάρχουν στα περισσότερα κυβερνητικά σχέδια, είτε µικρά, είτε µεσαία, είτε µεγάλα… ακόµα και στις επιχειρήσεις που απαλλοτριώσαµε, οι κοµµούνες δεν υπάρχουν. Πού θα τις ψάξουµε; Στο φεγγάρι; Στο Δία;
Επιτρέψετέ µου φίλοι µου να είµαι όσο σκληρός µπορώ και πρέπει να είµαι, όσον αφορά τη νέα αυτοκριτική µας σε αυτό το θέµα. Για παράδειγµα, ο Ραφαέλ Ραµίρεζ θα έπρεπε ήδη να έχει περίπου 20 Κοµµούνες στην PDVSA, αλλά η PDVSA δεν πιστεύει ότι πρέπει να έχει οποιαδήποτε σχέση µαζί τους…
Αυτοκριτική: Κοµµούνα ή τίποτα!
Η Κοµµούνα, η λαϊκή εξουσία, δεν εκπορεύεται από το Προεδρικό Μέγαρο, ούτε από τα γραφεία του υπουργείου. Δεν θα επιλυθούν εκεί τα προβλήµατα.
Δεν πιστεύουµε ότι τελειώσαµε τη δουλειά, επειδή θα ανοίξουµε το εργοστάσιο Cemento Cerro Azul ή το εργοστάσιο υπολογιστών ή το εργοστάσιο δορυφόρων, ή το ένα ή το άλλο εργοστάσιο που µόλις χτίσαµε. Όχι. Ούτε τελειώσαµε τη δουλειά, επειδή εθνικοποιήσαµε την τσιµεντοβιοµηχανία.
Προσέχετε, αν δεν το καταλάβουµε αυτό, ξοφλήσαµε. Και δεν ξοφλήσαµε µόνο εµείς, αλλά θα είµαστε και οι καταστροφείς του σχεδίου µας...
Κάναµε πράγµατα για το συµφέρον της µετάβασης. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάµε φίλοι µου τον πυρήνα του σχεδίου µας. Δεν πρέπει να συνεχίσουµε να ανοίγουµε εργοστάσια που λειτουργούν σαν νησιά µέσα στη θάλασσα του καπιταλισµού, γιατί η θάλασσα θα τα καταπιεί.
Μια φορά ήµουν µε τον Καριζάλες, τον υπουργό Μεταφορών και Υποδοµών, στο ελικόπτερο και είδα ανθρώπους να δουλεύουν στην εθνική οδό. Είπα ας σταµατήσουµε εδώ. Ρώτησα τους εργάτες: Πού ζείτε; Εδώ, στο Μαντεκάλ, Ελόρζα. Πόσοι έχετε δικό σας σπίτι; Κανένας τους. Σε τι ζείτε; Καλύβια. Είπα στον Καριζάλες: δες την εθνική οδό, ολόκληρα χιλιόµετρα, χιλιάδες και χιλιάδες εκτάρια γης κατά µήκος της και το αποτέλεσµα είναι ότι οι ίδιοι οι εργάτες που τη φτιάχνουν, δεν έχουν σπίτια… µε τα µηχανήµατα που χρησιµοποιήσαµε για την εθνική οδό, µε εκατοµµύρια µπολίβαρ, µε τεχνικούς και µηχανικούς, αυτοί οι εργάτες που δεν έχουν σπίτια, θα µπορούσαν να χτίσουν µια γειτονιά για τους ίδιους...
Είναι θλιβερό ότι µένουµε σιωπηλοί για να µη φανούµε αδύναµοι. Είµαστε η επαναστατική κυβέρνηση της Βενεζουέλας, που εγκρίθηκε από το λαό πριν 2 βδοµάδες. Αλλά που επίσης δέχεται σοβαρές κριτικές από το λαό και τις δέχεται για κάποιο λόγο. Και ο λόγος αφορά την αναποτελεσµατικότητά µας».
Ανεξαρτήτως των όσων (δεν) έγιναν επί Τσάβες ή των προθέσεών του για υλοποίηση της έκκλησης σε «αποφασιστική στροφή αριστερά» λίγο πριν πεθάνει, η «διαθήκη» θίγει ζητήµατα τα οποία θα όφειλε να συζητά ανοιχτά η διεθνής Αριστερά.
Κατά τη γνώµη µου, ο Ούγκο Τσάβες υπήρξε ίσως ο πιο έντιµος «ριζοσπάστης µεταρρυθµιστής» των τελευταίων δεκαετιών, τουλάχιστον από όσους βρέθηκαν να διεκδικούν ή και να ασκήσουν κυβερνητική εξουσία. Η διαρκής «επανεκπαίδευσή» του (από πατριώτης αξιωµατικός σε «µαθητής» του µαρξιστή Μέσαρος), οι αυτοκριτικές του, οι αριστερές «αλλαγές πορείας» σε όλη τη διαδροµή του στην κυβέρνηση, έρχονται σε αντίθεση µε τη διαδροµή άλλων, «κοµουνιστογενών» ηγετών που έκαναν την αντίθετη πορεία από τον αντικαπιταλισµό προς τον «κυβερνητικό ρεαλισµό».
Κοιτάζοντας προς τα πίσω, αυτό κάνει τη «Μπολιβαριανή Διαδικασία» ένα συναρπαστικό πείραµα. Ένας πλήρης απολογισµός (που δεν χωρούσε σε αυτό το άρθρο) για τις πολιτοφυλακές, τις κοµµούνες, τις κοπερατίβες, τις «σοσιαλιστικές βιοµηχανικές ζώνες» που είχαν την ενθάρρυνση του Τσάβες, ως «σταδιακός» τρόπος να επικρατήσουν του αστικού κράτους και της ιδιωτικής οικονοµίας, θα περιέγραφε ίσως µια σοβαρή προσπάθεια να δοκιµαστούν στην πράξη ιδέες που θυµίζουν τις διάφορες θεωρίες «δηµοκρατικού δρόµου προς το σοσιαλισµό». Αυτό είναι το ενδιαφέρον. Συνήθως οι πολιτικοί «µαθητές» των θεωρητικών του ριζοσπαστικού µεταρρυθµισµού δίσταζαν να βάλουν σε δοκιµασία ακόµα κι αυτές τις ιδέες.
Στη Βενεζουέλα αυτό επιχειρήθηκε πιο ειλικρινά από οπουδήποτε αλλού. Κι αυτό την ξεχωρίζει από άλλες εµπειρίες «κυβερνώσας Αριστεράς». Τα όρια που έδειξε τελικά αυτός ο σοβαρός πειραµατισµός αξίζει πολύ περισσότερο να συζητηθούν. Στη διεθνή συζήτηση εµφανίζεται µια τάση επιστροφής στην «καλή πλευρά» του Κάουτσκι, του οποίου η στρατηγική σύλληψη «δεν δοκιµάστηκε ποτέ πραγµατικά» από το SPD.
Οι «νέο-καουτσκιστές» (αντλώντας από τις προπολεµικές ιδέες του παλιού µαρξιστή) παραδέχονται το ενδεχόµενο «αντίδρασης του αστικού κράτους» ή/και της «ανταρσίας των καπιταλιστών» σε µια ριζοσπαστική-αριστερή κυβέρνηση, αλλά επιφυλάσσουν στο εργατικό κίνηµα και τις οργανώσεις του έναν ρόλο «αντίβαρου» σε αυτές τις πιέσεις, αρνούµενοι να καταλήξουν στο συµπέρασµα της ανάγκης να επιλυθεί οριστικά αυτή η επισφαλής συνθήκη (της λεγόµενης «δυαδικής εξουσίας»). Σε ένα άρθρο του, ο Τσάρλι Ποστ απαντά σ’ αυτή τη θεωρία («Η καλύτερη πλευρά του Κάουτσκι εξακολουθεί να µην είναι αρκετή»), υπογραµµίζοντας ότι είναι αδύνατο να αποφεύγεται επ’ αόριστον η στιγµή της επιλογής: ανάµεσα στην εργατική δηµοκρατία και το δρόµο που πήραν οι Μπολσεβίκοι, την υποταγή και το δρόµο που πήραν κατά καιρούς οι σοσιαλδηµοκράτες ή την οδυνηρή ήττα και το δρόµο που διάλεξε ο Αλιέντε.
Η εµπειρία της Βενεζουέλας ήταν ό,τι πλησιέστερο έχουµε ζήσει τα τελευταία χρόνια σε ένα στρατηγικό σχέδιο όπου οι «λαϊκοί θεσµοί» λειτουργούν ως «αντίβαρο» στο αστικό κράτος κι όπου η «κοινωνική οικονοµία» λειτουργεί ως «αντίβαρο» στην καπιταλιστική, σε συνθήκες ανταγωνιστικής συνύπαρξης. Είχε µάλιστα 20 χρόνια (και ευνοϊκές οικονοµικές συνθήκες) να ξεδιπλωθεί, ικανοποιώντας ακόµα και την προϋπόθεση που θέτουν κάποιοι θεωρητικοί του «δηµοκρατικού σοσιαλισµού» για… «διαδοχικές κυβερνητικές θητείες». Ο ίδιος ο Τσάβες, εκτιµώντας αυτή τη διαδροµή, κατέληξε (ρητορικά) στο συµπέρασµα ότι το αστικό κράτος «στραγγάλισε» τους «λαϊκούς θεσµούς» και η καπιταλιστική οικονοµία «κατάπιε» τους σοσιαλιστικούς πειραµατισµούς.
Το «αντίβαρο» υπήρξε όντως ισχυρό κι αυτό έκανε την «Μπολιβαριανή Διαδικασία» συναρπαστική κι ανοιχτό στοίχηµα όλα αυτά τα χρόνια. Αυτό επιτρέπει ακόµα και σήµερα να υπάρχουν κάποιες µικρές ελπίδες να διασωθεί, παρά τα πισωγυρίσµατα. Αλλά η εικόνα κρίσης-στασιµότητας που επικρατεί και οι προοπτικές που ανοίγονται (όλες δύσκολες), υπενθυµίζουν τα όρια αυτής της στρατηγικής. Κάποιοι λένε ότι «δεν πληγώνεις ένα θηρίο, αν δεν σκοπεύεις να το σκοτώσεις». Ο Σεν Ζυστ έλεγε: «Όποιος κάνει µισή επανάσταση, σκάβει το λάκκο του…».