Η παράδοση των Μπολσεβίκων απέναντι στον πόλεμο

Παναγιώτης Λίλλης
Ημερ.Δημοσίευσης

Το άρθρο παρουσιάζει τη διεθνιστική-αντιπολεμική παράδοση που διαμόρφωσαν οι Μπολσεβίκοι για την κομουνιστική Αριστερά. Το σφαγείο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η εμφάνιση του σοσιαλσοβινισμού στη Δεύτερη Διεθνή, η συζήτηση για τον επαναστατικό ντεφετισμό και η νικηφόρα τακτική των Μπολσεβίκων το 1917, βοηθάνε στη διαμόρφωση κριτηρίων μέσα στην Αριστερά σήμερα, που αντιμετωπίζουμε την επικίνδυνη όξυνση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. 

αντιπολεμική διαδήλωση στρατιωτών Ρωσία 1917

Ιμπεριαλισμός


Στη στροφή του προηγούμενου αιώνα, οι αναπτυγμένες κοινωνίες άλλαζαν σε βάθος. Ο παλιός καπιταλισμός του ελεύθερου ανταγωνισμού των ανεξάρτητων επιχειρήσεων παραχωρούσε τη θέση του στα μονοπώλια σε όλους τους βασικούς κλάδους παραγωγής. Τα μονοπώλια, αφού κυριάρχησαν στην εσωτερική αγορά, έσπασαν τα εθνικά φράγματα και επέκτειναν τη δράση τους στην παγκόσμια αγορά. Ταυτόχρονα η συγχώνευση του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο οδηγούσε στη δημιουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου και στα γιγάντια τραστ και καρτέλ. Ο αγώνας μεταξύ των γιγάντιων επιχειρήσεων για την κατάκτηση των ξένων αγορών έφερε στην πρώτη γραμμή και την ενεργητική επέμβαση των κρατών, που λειτουργούσαν σαν ασπίδα προστασίας τους. Έτσι η οικονομική επέκταση έφερε και την πολιτικο-στρατιωτική, τις αποικίες, έφερε τον ιμπεριαλισμό.


Ήταν όμως ο ιμπεριαλισμός ένα νέο φαινόμενο, πρωτοείδωτο στην ιστορία; Η ροπή για επέκταση, κατακτήσεις και αποικίες υπήρχε από την εποχή της δουλοκτητικής κοινωνίας. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ο καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός όμως είχε εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Η βάση του είναι το χρηματιστικό κεφάλαιο και ο στόχος του δεν είναι μόνο το εμπόριο και η εκμετάλλευση των σκλάβων, αλλά η κατάκτηση οικονομικού και πολιτικού χώρου για την εξαγωγή υπερκερδών μέσα από τις επενδύσεις κεφαλαίου και την τοκογλυφία.


Ο ιμπεριαλισμός δεν ήταν ένα ατύχημα της ιστορίας, αλλά το αναγκαίο αποτέλεσμα της ανάπτυξης του ελεύθερου εμπορίου και του ανταγωνισμού, που οδήγησαν στην επικράτηση των ισχυρότερων επιχειρήσεων. Η τάση τους για επέκταση ήταν μια φυσική τάση και όχι μια παρέκκλιση απ’ τους κανόνες και τους νόμους της αγοράς.


Αυτό το τελευταίο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού (παγκόσμια αγορά, μονοπώλια, αποικίες και εξαρτημένες χώρες κλπ) είχε σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις. Μία απ’ αυτές ήταν ότι προκάλεσε τη διάσπαση του διεθνούς σοσιαλισμού σε δύο στρατόπεδα. Αν ο ιμπεριαλισμός, όπως περιγράφηκε πολύ σχηματικά πιο πάνω, ήταν (και είναι) ένα νέο στάδιο του καπιταλισμού, τότε οι πόλεμοι για το μοίρασμα και ξαναμοίρασμα του κόσμου είναι αναπόφευκτοι. Η ληστεία επί των νικημένων ανταγωνιστών, η καταπίεση των αποικιοκρατούμενων λαών και η πολιτική υποταγή του προλεταριάτου ήταν (και είναι) τα πιο ισχυρά και μακροχρόνια κίνητρα για τις πολεμικές αντιπαραθέσεις. Σε αυτό το στρατόπεδο εντάσσονταν οι αναλύσεις του  Μπουχάριν, του  Λένιν, του Τρότσκι και της Ρόζας Λούξεμπουργκ.(1)


Σε άλλο στρατόπεδο βρισκόταν ο Χίλφερντιγκ, ο Χόμπσον και ο Κάουτσκι.(2) Ο Κάουτσκι ιδιαίτερα παραδεχόταν ότι η καπιταλιστική επέκταση ήταν ένα υπαρκτό φαινόμενο αλλά ισχυριζόταν ότι δεν ταυτιζόταν με τον ιμπεριαλισμό. Ο ιμπεριαλισμός ήταν, κατά τη γνώμη του, η ιδιαίτερη και βίαιη μορφή επέκτασης που χρησιμοποιούσαν συγκεκριμένες ομάδες καπιταλιστών, οι μεγάλοι τραπεζίτες και οι μιλιταριστές. Και αυτός ήταν αντίθετος με το συμφέρον του συνόλου της αστικής τάξης και ιδίως στο συμφέρον της βαριάς βιομηχανίας, γιατί τα έξοδα για τους εξοπλισμούς θα περιόριζαν τις επενδύσεις. Γι’ αυτό ένα μεγάλο μέρος της αστικής τάξης θα αντιτασσόταν ολοένα και περισσότερο στη βίαιη ιμπεριαλιστική πολιτική. Μέσα στις θεωρητικές του υποθέσεις, εκτιμούσε ότι οι αστικές δυνάμεις θα έκαναν στροφή από την ιμπεριαλιστική πολιτική στον οικονομικό φιλελευθερισμό και την πολιτική των ανοικτών θυρών.


Βέβαια το ζήτημα δεν είχε ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Το πρόβλημα δεν ήταν τόσο ο ορισμός του ιμπεριαλισμού ή η γραμμή ανάλυσης, αλλά κυρίως σε ποια στρατηγικά συμπεράσματα κατέληγαν. Για το δεύτερο στρατόπεδο, υπήρχαν οι βάσεις για τη μεταρρύθμιση του ιμπεριαλισμού. Για το πρώτο στρατόπεδο, ο μόνος δρόμος ήταν η επανάσταση. 


Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος


Ο πόλεμος που ξέσπασε, υπέβαλε στη δοκιμασία των γεγονότων τις αντίθετες θεωρίες. Είχαν προηγηθεί η διαρκής όξυνση των διεθνών σχέσεων και το αδυσώπητο κυνήγι εξοπλισμών, μεταξύ των δύο αντίπαλων μπλοκ των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Από τη μια ήταν η συμμαχία της Αγγλίας και της Γαλλίας με τη τσαρική Ρωσία (η λεγόμενη Αντάντ) και από την άλλη ο άξονας των κεντρικών δυνάμεων, της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ήδη από την προηγούμενη δεκαετία δύο πόλεμοι, ο Ρωσοϊαπωνικός (1904-05) και οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-13) αποτελούσαν προειδοποίηση για το άμεσο μέλλον. Ήταν πόλεμοι με πολύ μεγάλη κινητοποίηση στρατιωτικών δυνάμεων και ιδιαίτερα φονικοί.


Στις παραμονές του πολέμου, ο κόσμος ήταν ήδη διαμοιρασμένος μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία κλπ). Σε κάθε 4 κατοίκους της Ευρώπης αναλογούσαν 5 κάτοικοι των αποικιών σε κατάσταση εξάρτησης στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική.(3) Το μοίρασμα όμως δεν αντιστοιχούσε πλέον στην πραγματική ιεραρχία των δυνάμεων. Η Γερμανική Αυτοκρατορία είχε φτάσει καθυστερημένα στη ληστεία και στην αρπαγή των αποικιών. Ως βιομηχανική δύναμη, όμως, ήταν η δεύτερη στον κόσμο μετά τις ΗΠΑ, ξεπερνώντας ήδη την Αγγλία και τη Γαλλία. Επίσης η δυναμική ανάπτυξή της ήταν ακόμη ισχυρότερη συγκριτικά με τους ανταγωνιστές της. To 1897, o φον Μπύλοβ (υπουργός Εξωτερικών τότε) διατύπωσε εκ μέρους της Γερμανίας ένα σαφές πρόγραμμα διεκδικήσεων με τίτλο «θέλουμε τη θέση μας στον ήλιο…», βάζοντας χωρίς περιστροφές το ζήτημα του ξαναμοιράσματος της λείας.(4) Από την Αγγλία και τη Γαλλία απαιτούσε σχεδόν όλη την κεντρική Αφρική και από τη Ρωσία απαιτούσε την Πολωνία… Αυτή ήταν η άμεση αιτία για το ξεκίνημα του πολέμου.


Αν και ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτος για τις άρχουσες τάξεις, έγινε κατορθωτός μόνο όταν οι εργαζόμενες και λαϊκές τάξεις -και ιδιαίτερα η νεολαία- μεθυσμένες από το εθνικιστικό δηλητήριο, ρίχτηκαν με ενθουσιασμό στο πολεμικό σφαγείο. Ήταν το περιβόητο «πνεύμα του 1914». Ήταν το κρίσιμο σημείο για τη διεξαγωγή του. Τι είχε προηγηθεί όμως; Δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε κάποια θεωρία συνωμοσίας για να εξηγήσουμε αυτό τον ενθουσιασμό θανάτου… Προς το τέλος του 19ου αιώνα, οι βιομηχανικές κοινωνίες της Δύσης είχαν προχωρήσει πολύ στο επίπεδο της τεχνικής και της βελτίωσης της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Ταυτόχρονα όμως ήταν κοινωνίες αγεφύρωτα ταξικές, με την ελίτ των αριστοκρατών και των βιομηχάνων να περιφρουρούν αδυσώπητα τα προνόμιά τους, αυταρχικές και κλειστές παρά τις φιλελεύθερες αρχές τους και με την αυτοπεποίθηση των κατακτητών απέναντι στους αποικιοκρατούμενους λαούς και το προλεταριάτο.(5) Ποια μπορούσε να είναι η διέξοδος για τη νεολαία των κατώτερων στρωμάτων, που ασφυκτιούσε μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο; Ο δρόμος της μετανάστευσης στην Αμερική είχε ήδη κλείσει. Ο δρόμος της επανάστασης ήταν θολός και χαμένος στα βάθη του χρόνου. Έτσι ο πόλεμος, με τη μορφή μιας ένδοξης περιπέτειας, ένας «πόλεμος ιπποτών» την εποχή του βιομηχανικού πολιτισμού, γοήτευε περισσότερο απ’ ότι φαντάζονταν οι σοσιαλιστές πολιτικοί κάθε τάσης.


Πάνω σ’ αυτό το ψυχολογικό έδαφος ήταν εύκολο να ριζώσουν ο κοινωνικός δαρβινισμός,(6) ο ρατσισμός και το εθνικό μίσος ενάντια στον εχθρό, σε κάθε εχθρό… Οι κυβερνήσεις, ο μαζικός Τύπος και τα γενικά επιτελεία των στρατών έδωσαν τα ρέστα τους για να προετοιμάσουν τις μάζες για τον επερχόμενο πόλεμο. Αν αυτά συνέβαιναν πριν καν ξεκινήσει ο πόλεμος, στην αρχή του πολέμου ο πατριωτικός παροξυσμός ξεπέρασε κάθε όριο, ακόμη και για την πνευματική αριστοκρατία της εποχής. Ο Ρ. Κίπλινγκ σήμαινε συναγερμό γιατί οι Ούννοι (οι Γερμανοί) εμφανίστηκαν προ των πυλών, ο πολύς φιλόσοφος Μπερξόν διακήρυττε ότι ο πόλεμος ήταν μεταξύ πολιτισμού και γερμανικής βαρβαρότητας, η τσαρική διανόηση χαρακτήριζε τον γερμανικό πολιτισμό ως «πολιτισμό της μηχανής» ενώ σε αντίθεση βρισκόταν ο σλαβικός ως «πολιτισμός της ψυχής».(7) Αλλά και Γερμανοί καθηγητές πανεπιστημίων κατηγορούσαν τις δυτικές δυνάμεις ότι χρησιμοποιούσαν ενάντια στη λευκή γερμανική φυλή αποικιακά στρατεύματα από μαύρους, που ήταν κτήνη κλπ.(8)


Παράλληλα είχε καλλιεργηθεί από όλες τις πλευρές η ιδέα ότι ο πόλεμος θα ήταν σύντομος και θα επικρατούσαν οι γενναιότεροι και ικανότεροι. Ο ίδιος ο Κάιζερ δήλωνε στο στρατό του ότι μέχρι να πέσουν τα φύλλα του φθινοπώρου θα είχε γυρίσει πίσω σα νικητής… Ενώ ο Κίτσενερ (Άγγλος αρχιστράτηγος) καλούσε μόνο λίγες κλάσεις εθελοντών γιατί ο πόλεμος θα διαρκούσε το πολύ μέχρι τα Χριστούγεννα… Οι εξελίξεις όμως περιγελούσαν τα σχέδια των στρατηγών και των βασιλιάδων. Ο πόλεμος κράτησε -αντί για 4,5 μήνες- 4,5 χρόνια….


Σ’ αυτό τον πόλεμο συμμετείχαν δεκάδες χώρες με διάφορους τρόπους και κινητοποιήθηκαν 70 εκατομμύρια στρατιώτες! Οι απώλειες ήταν δεκάδες εκατομμύρια νεκροί και τραυματίες (6 εκατομμύρια ήταν οι ακρωτηριασμοί). Μόνο σε μια μάχη στο δυτικό μέτωπο (τη μάχη του Σομ) σκοτώθηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο φαντάροι. Ήταν τα «χαμένα παιδιά του 1916».(9) Αυτός ο πόλεμος δεν είχε τίποτα το ηρωικό. Στα πεδία των μαχών κυριάρχησαν το πυροβολικό και τα πολυβόλα, τα χαρακώματα και οι αρρώστιες. Και αυτό που έκρινε τελικά το αποτέλεσμα ήταν οι αριθμοί και όχι η «γενναιότητα». Το προλεταριάτο ξεμεθούσε από το πατριωτικό μεθύσι, αλλά κολυμπώντας μέσα στο αίμα. Ξημέρωνε όμως το 1917…


Η νίκη των συμμάχων της Αντάντ, το Νοέμβρη του 1918, είχε τρομερές συνέπειες. Τρεις αυτοκρατορίες (Αυστροουγγαρία, Γερμανική και Οθωμανική) με τις κτήσεις τους, διαλύθηκαν. Στη θέση τους ξεπήδησαν πολλά μικρά εθνικά κράτη. Όμως οι νικητές-ληστές δεν είχαν να μοιράσουν μόνο τη λεία των νικημένων, αλλά και να προετοιμάσουν την επέμβαση ενάντια στη νεογέννητη εργατική εξουσία στη Ρωσία. Η συνθήκη των Βερσαλλιών (1919), μεταξύ των νικητριών δυνάμεων, δεν κατόρθωσε να πετύχει κανέναν από τους στόχους της. Παρότι η περικυκλωμένη επανάσταση στη Ρωσία πλήρωσε πολύ ακριβά την αντεπανάσταση και την ιμπεριαλιστική επέμβαση, ο Κόκκινος Στρατός βγήκε νικητής από την αναμέτρηση. Όσο δε για το άλλο σκέλος, η ταπείνωση και το στράγγισμα των πόρων των νικημένων, αντί να οδηγήσει σε μια σταθερή ειρήνη, οδήγησε στις προετοιμασίες για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.


Σοσιαλσοβινισμός

To 1889, 100 χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, συγκεντρώθηκαν στις Βρυξέλλες τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης και συγκρότησαν τη Δεύτερη Διεθνή. Ήταν το αποτέλεσμα μιας αργής και επίπονης προσπάθειας ανάπτυξης του εργατικού κινήματος, που συμβάδιζε με την έκρηξη της βιομηχανίας.
Μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η εργατική τάξη με τις οργανώσεις της, τα σοσιαλιστικά (σοσιαλδημοκρατικά) κόμματα και συνδικάτα, είχαν πετύχει μια σειρά από οικονομικές και πολιτικές κατακτήσεις. Τότε τo πιο μεγάλο και ισχυρό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ήταν το γερμανικό SPD, που αποτελούσε το παράδειγμα για όλους τους σοσιαλιστές στον κόσμο. Ο μαρξισμός είχε γίνει η επίσημη ιδεολογία του και η οργάνωσή του αγκάλιαζε κάθε εκδήλωση της ζωής των εργαζόμενων τάξεων, με μορφωτικές και αθλητικές οργανώσεις για τη νεολαία, σωματεία στους χώρους δουλειάς, συνεταιρισμούς, πολιτιστικούς συλλόγους, ταβέρνες και φυσικά το κόμμα. Το 1890 το SPD ήρθε πρώτο σε ψήφους στο γερμανικό κοινοβούλιο και το 1912, στις τελευταίες εκλογές πριν τον Μεγάλο Πόλεμο, είχε κερδίσει 4.500.000 ψήφους (το 36%) και 115 έδρες. Ήταν πολύ μπροστά από το επόμενο κόμμα που ακολουθούσε.


Η πηγή της δύναμης του SPD ήταν η οργανωμένη και πειθαρχημένη δράση, με μοχλούς τις εκλογές και τα συνδικάτα. Η δράση του όμως ήταν πάντα μέσα στα όρια της νομιμότητας, ενώ έλειπαν από την ιστορική του εμπειρία οι μεγάλες μαζικές μάχες που θα αμφισβητούσαν τη σταθερότητα του πολιτικού και κοινωνικού καθεστώτος. Η κεντρική ιδέα της στρατηγικής του ήταν ότι θα κατακτήσει την εξουσία μέσα από τον κοινοβουλευτικό δρόμο, κερδίζοντας όλο και περισσότερες ψήφους, παράλληλα με την σταδιακή αύξηση της βιομηχανικής εργατικής τάξης στη γερμανική κοινωνία.


Στη βάση αυτού του σχεδίου δεν ήταν ανεκτή καμία πρόταση που θα αμφισβητούσε την πολιτική σταθερότητα. Έτσι όταν, το 1906, κυκλοφόρησε το βιβλίο της Ρόζας Λούξεμπουργκ «Κόμμα, συνδικάτα, μαζική απεργία», που προσπαθούσε να μεταφέρει την εμπειρία της ρωσικής επανάστασης του 1905 στη γερμανική πραγματικότητα, ήταν μια πρόκληση στα θεμέλια του κόμματος και των συνδικάτων. Στη διαμάχη που ξέσπασε, η ηγεσία των συνδικάτων και του κόμματος συνασπίστηκαν και απομόνωσαν τη ριζοσπαστική απειλή της Ρόζας.


Όμως για τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία οι κίνδυνοι για τη σταθερότητα δεν προέρχονταν μόνο από την αριστερή της πτέρυγα, στο εσωτερικό. Ήδη είχαν αρχίσει να οξύνονται όλο και περισσότερο οι διεθνείς ανταγωνισμοί μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για το μοίρασμα και ξαναμοίρασμα των αποικιών. Ο Ρωσοϊαπωνικός πόλεμος του 1904-05, οι δύο κρίσεις του Μαρόκου (1906, 1911) και οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-13) είχαν προκαλέσει αναταραχή σε όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης. Διαφαινόταν από όλες τις μεριές ότι τα σύννεφα του πολέμου θα σκέπαζαν την Ευρώπη.


Για τους σοσιαλιστές και ιδιαίτερα για τους μαρξιστές, ο πόλεμος αντιπροσώπευε πάντα το χειρότερο εφιάλτη των λαϊκών τάξεων και συνέδεαν το οριστικό του τέλος με το τέλος του καπιταλισμού. Αυτή η προσέγγιση ήταν μεν σωστή, αλλά και ταυτόχρονα πολύ αφηρημένη. Οι περιστάσεις απαιτούσαν μια πιο σαφή και συγκεκριμένη τοποθέτηση και κατεύθυνση. Έτσι, στα τελευταία συνέδρια της Β΄ Διεθνούς (το 7ο έγινε το  1907 στη Στουτγκάρδη, το 8ο το 1910 στη Κοπεγχάγη και το 9ο, έκτακτο και έσχατο, έγινε το 1912 στη Βασιλεία) το θέμα του επερχόμενου πολέμου ήταν κυρίαρχο. 


Στο συνέδριο της Στουτγκάρδης, την απόφαση την έγραψε η Ρόζα Λούξεμπουργκ (εκπροσωπούσε τότε τους Ρώσους σοσιαλδημοκράτες, Μπολσεβίκους και Μενσεβίκους!) σε συνεργασία με τον Λένιν και τον Μάρτοφ και ήταν κάτω από το κράτος των εντυπώσεων και των ερωτημάτων που είχαν προκύψει από τον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο. Το τελικό κείμενο, μετά από αλλεπάλληλες παρεμβάσεις του Μπέμπελ, του ιστορικού αρχηγού του SPD, περιλάμβανε το παρακάτω:


 «…Στην περίπτωση της απειλής ενός πολέμου, το καθήκον της εργατικής τάξης όλων των ενδιαφερομένων χωρών, όπως και το καθήκον των αντιπροσώπων της στα κοινοβούλια, είναι να καταβάλλουν όλες τις δυνάμεις τους για να αποτρέψουν τον πόλεμο με όλα τα μέσα που τους φαίνονται κατάλληλα και που ποικίλουν ανάλογα με την οξύτητα της πάλης των τάξεων και με τη γενική πολιτική κατάσταση. Στην περίπτωση που, παρ’ όλα αυτά, εκραγεί ο πόλεμος, έχουν καθήκον να αγωνιστούν για τον γρήγορο τερματισμό του και να χρησιμοποιήσουν με όλες τις δυνάμεις τους την οικονομική και πολιτική κρίση που δημιούργησε ο πόλεμος για να εξεγείρουν τα πιο πλατιά λαϊκά στρώματα και να επισπεύσουν την πτώση της καπιταλιστικής κυριαρχίας».

Πάνω σ’ αυτή τη βάση στηρίχθηκαν και οι αποφάσεις των δύο επόμενων συνεδρίων και αποτέλεσαν τα βασικά ντοκουμέντα της Διεθνούς απέναντι στα ζητήματα του πολέμου. Η Διεθνής όμως δεν είχε τη συγκρότηση και τη δύναμη για να επιβάλλει την υλοποίηση των αποφάσεων των συνεδρίων της πάνω στα σοσιαλιστικά κόμματα των διαφόρων χωρών. Ακόμη χειρότερη όμως, ήταν η παράδοση που είχε διαμορφωθεί μέσα στα σοσιαλιστικά κόμματα, η πράξη τους να ακυρώνει τη ρητορική τους…


Στα τέλη του Ιούλη είχε συγκεντρωθεί η ηγεσία του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού (το Γραφείο της Διεθνούς) για να πάρει θέση σχετικά με τον πόλεμο που κήρυξε η Αυστροουγγαρία στη Σερβία. Μεταξύ άλλων ήταν παρόντες ο Ζωρές, ο Γκεντ, ο Άξελροντ, ο Χάαζε, ο Κάουτσκι, οι Βίκτορ και Φρίντριχ Αντλερ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ… Μόνο η Ρόζα είχε κατανοήσει τι ξετυλιγόταν μπροστά τους. Το πατριωτικό κύμα τα σάρωνε όλα. Είχε μελετήσει την εμπειρία των πρόσφατων πόλεμων και ήξερε πως όταν ξεκινούσε η μηχανή του πολέμου δεν θα μπορούσαν να τη σταματήσουν άμεσα -και το κόστος σε αίμα και πόνο θα ήταν αγιάτρευτο. Όλοι οι άλλοι σοσιαλιστές ηγέτες, ο ένας μετά τον άλλο, είχαν υποκύψει στην εθνικιστική υστερία, είτε από σύγχυση και έλλειψη χαρακτήρα είτε από οπορτουνισμό και προσαρμογή στο γενικό κλίμα. 


Να πώς περιέγραψε ο Πολ Φρέλιχ(10) το κλίμα των ημερών, μεταξύ 29-30 Ιούλη (που συνεδρίασε το Γραφείο της Διεθνούς) και της 4ης Αυγούστου, όταν ξεκίνησε ο πόλεμος: 


«Εκείνο που στην αρχή δεν ήταν για τους ηγέτες της Διεθνούς παρά παθητική εγκατάλειψη στο πεπρωμένο, έγινε γρήγορα ένας παράφορος πατριωτισμός. Όλες οι σοσιαλιστικές αξίες ποδοπατήθηκαν. Σε μια νύχτα οι συντάκτες των εφημερίδων λησμόνησαν εκείνα που ξέραμε μια μέρα πριν. Ότι ο πόλεμος δεν ήταν ούτε λαϊκός, ούτε αμυντικός, ότι όλες οι δυνάμεις είναι υπεύθυνες για την έκρηξή του, ότι αυτός επιδιώκει κατακτητικούς σκοπούς, ότι αυτό είναι το προϊόν βαθιών ενδοϊμπεριαλιστικών διαφορών. Αυτοί οι ίδιοι είχαν εκατό φορές διαβεβαιώσει και με το λόγο και με την πένα ότι θα αγωνιστούν εναντίον αυτού του πολέμου δίχως να υπολογίσουν συνέπειες. Τώρα συσσωρεύανε ψέματα πάνω στα ψέματα. Συναγωνιζόταν με τους εθνικιστές στην ξενόφοβη προπαγάνδα. Εγκωμίαζαν το κράτος που μέχρι χτες τους καταδίωκε, τον αυτοκράτορα που τόσες φορές τους είχε προσβάλλει. Επισφραγίσανε την ιερή ένωση  που παρέδινε χειροπόδαρα δεμένους τους εργάτες στους καπιταλιστές για σκλάβους και στο επιτελείο για τροφή στα κανόνια. Κάθε μέρα έβλεπε νέες λιποταξίες από το στρατόπεδο της Διεθνούς».

 
Στις 4 Αυγούστου, το SPD ψήφισε στη γερμανική βουλή τις πολεμικές πιστώσεις που ζητούσε η κυβέρνηση.

Η ομάδα των βουλευτών που είχε αντίθετη γνώμη προσπάθησε να αντιδράσει, αλλά η απειλή των διαγραφών τους πειθανάγκασε να υπακούσουν. Ποιος θα τολμούσε να μην υποταχθεί στην πειθαρχία του κόμματος του Ένγκελς; Με την σειρά τους και με πρόσχημα τη στάση των Γερμανών σοσιαλιστών, όλα τα εργατικά κόμματα των αντίπαλων και σύμμαχων χωρών, ψήφισαν στις χώρες τους τις ανάλογες πολεμικές πιστώσεις. Ήταν μια στάση που σάρωσε όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα και διέλυσε τη Β΄ Διεθνή. Η εθνική ενότητα, η «ιερή ένωση» των τάξεων, φαινόταν να έχει υπερισχύσει θεαματικά πάνω στην αρχή της ταξικής πάλης και της διεθνούς αλληλεγγύης των εργατών.


Όταν όμως, το Δεκέμβρη του 1914, ξαναήρθε στη γερμανική βουλή το ζήτημα των νέων πολεμικών πιστώσεων και ενώ η αριστερή κοινοβουλευτική πτέρυγα του SPD είχε σιωπήσει, ένας βουλευτής μόνος του, ο Καρλ Λίμπκνεχτ, αντέδρασε. Σηκώθηκε και κατήγγειλε ανοικτά τη μιλιταριστική και ιμπεριαλιστική πολιτική του Κάιζερ και καταψήφισε τις πολεμικές πιστώσεις. Ήταν η πρώτη δημόσια και σε μαζικό ακροατήριο δήλωση της διεθνιστικής Αριστεράς στην Ευρώπη. Ήταν ταυτόχρονα μια φωτεινή στιγμή για όλη την ανθρωπότητα.


Όμως αν ένα γεγονός ήταν η ψήφιση των πολεμικών πιστώσεων, ένα άλλο ήταν η δικαιολόγησή της. Στις 4 Αυγούστου, την ώρα που η κοινοβουλευτική ομάδα του SPD ψήφιζε τις πολεμικές πιστώσεις, έκανε ταυτόχρονα και μια δήλωση όπου υποστήριζε την επιλογή της. Το κεντρικό σημείο της ήταν: Ο κίνδυνος από τον τσαρικό δεσποτισμό απειλεί τη γερμανική γη και τον πολιτισμό και ότι μπροστά σε αυτό τον κίνδυνο έπρεπε να υπερασπιστούν την πατρίδα. Τα «ίδια» επιχειρήματα θα χρησιμοποιούσαν και τα άλλα σοσιαλιστικά κόμματα. Οι Γάλλοι σοσιαλιστές θα πολεμούσαν για την Αλσατία και τη Λωραίνη, οι Ρώσοι για την απελευθέρωση των Σλάβων αδελφών κλπ.(11) Ακριβώς αυτό ήταν και το κεντρικό ζήτημα μέσα στο διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα: Τα σοσιαλιστικά κόμματα θα υπερασπίζονταν την πατρίδα στον συγκεκριμένο πόλεμο, που ήδη είχε ξεκινήσει -έναν πόλεμο ιμπεριαλιστικό, ληστρικό και άδικο απ’ όλες τις πλευρές- ή θα κρατούσαν τη στάση που είχαν διακηρύξει τα τελευταία συνέδρια της Διεθνούς; Αποφάσισαν να υποστηρίξουν την πατρίδα τους σ’ αυτό τον πόλεμο και να συστρατευτούν με τις κυβερνήσεις και τους αυτοκράτορες. Αυτή η πολιτική επιλογή ήταν εξάλλου ο ορισμός του σοσιαλσοβινισμού: η υπεράσπιση της πατρίδας σε έναν άδικο πόλεμο.(12) Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία δεν αναθεώρησε ποτέ αυτή τη δήλωση. Και ποτέ δεν απολογήθηκε για τα εγκλήματα του γερμανικού στρατού (μαζικές δολοφονίες Αφρικανών αιχμαλώτων, οργάνωση μαζικών βιασμών στο κατεχόμενο Βέλγιο κλπ) και προφανώς κανένας άλλος σοσιαλιστής πατριώτης δεν καταδίκασε τα ανάλογα εγκλήματα της χώρας του.


Με πυρήνα όμως τον «κίνδυνο του εχθρού» ξετυλιγόταν μια σειρά επιχειρημάτων που στόχευαν να προκαλέσουν σύγχυση και παράλυση των σοσιαλιστών ακτιβιστών: α) Η Διεθνής, που στηρίζεται στην αλληλεγγύη και την ενότητα σκοπών και δράσεων του διεθνούς προλεταριάτου, δεν είχε ισχύ για την περίοδο του πολέμου αλλά μόνο της ειρήνης. Απόηχος αυτής της θέσης ήταν το χυδαίο επιχείρημα «αφού οι σοσιαλιστές των αντίπαλων χωρών στηρίζουν τις κυβερνήσεις τους… εμείς γιατί να κάνουμε διαφορετικά;». β) «Έπρεπε να γίνει επανάσταση για να σταματήσει ο πόλεμος… αλλά από τη στιγμή που δεν έγινε… τότε τι νόημα έχει ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο;». γ) «Δεν μπορούσαμε να πάμε ενάντια στις μάζες που έτρεχαν με ενθουσιασμό στον πόλεμο». δ) «Αν είχαμε καταδικάσει τον πόλεμο… τότε η καταστολή που θα επακολουθούσε θα διέλυε τις οργανώσεις μας, θα τσάκιζε τα στελέχη μας και θα εξαφάνιζε τα ταμεία αλληλεγγύης που είχαμε. Έτσι μια υπομονετική δουλειά 50 χρόνων θα πετιόταν στα σκουπίδια…». Όλη αυτή η επιχειρηματολογία τέθηκε στο στόχαστρο από τη Ρόζα, τον Τρότσκι και τον Λένιν.(13) Το καθήκον των σοσιαλιστών να λένε την αλήθεια -όσο δυσάρεστη και αν είναι- και όχι να γίνονται δημοφιλείς στη κοινή γνώμη και να υποκύπτουν στις πιέσεις του καθεστώτος, δεν περνούσε καν από το μυαλό των σοβινιστών σοσιαλιστών. 


Αλλά μόνη της η επαναστατική προπαγάνδα δεν μπορούσε να σταματήσει το σφαγείο του πολέμου. Χρειαζόταν η μαζική δράση της εργατικής τάξης που -αποτοξινωμένη από το ναρκωτικό του εθνικισμού- θα έσπαζε την κοινωνική ανακωχή. Αυτό θα γινόταν πραγματικότητα το 1917.


Αυτό όμως που -για τους διεθνιστές επαναστάτες- ήταν το επιτακτικό καθήκον στον πρώτο χρόνο του πολέμου ήταν όχι μόνο να καταγγείλουν την προδοσία των ηγεσιών των σοσιαλιστικών κομμάτων, αλλά και να εξηγήσουν πειστικά τις αιτίες του εκφυλισμού και της χρεοκοπίας τους. Ο Λένιν ήταν αυτός που βάθυνε περισσότερο απ’ όλους την ανάλυση του φαινομένου του σοσιαλσοβινισμού.(14)


Για τον Λένιν ο σοσιαλσοβινισμός αποτελούσε το κύριο εμπόδιο για την ανάπτυξη της διεθνιστικής Αριστεράς. Μπορούσε να μπλοκάρει τις εργατικές διαμαρτυρίες, να απομονώσει την Αριστερά, να δηλητηριάσει πολύ πιο αποτελεσματικά με εθνικό μίσος τα κατώτερα λαϊκά στρώματα απ’ ό,τι οι επίσημοι κρατικοί μηχανισμοί, να πνίξει την πολιτική αμφισβήτηση των καθεστώτων. Και όλα αυτά με όπλο τα σοσιαλιστικά κόμματα και τα συνδικάτα. Πώς όμως απέκτησε τόση δύναμη ο σοσιαλσοβινισμός; Στη σκέψη του Λένιν υπήρχαν τρία κομβικά σημεία. 


Το πρώτο: ο σοσιαλσοβινισμός ήταν η συνέχεια, η μετεξέλιξη των ρεφορμιστικών (οπορτουνιστικών) τάσεων μέσα στο σοσιαλιστικό κίνημα. Αυτό ο Λένιν το αποδείκνυε με τα στοιχεία της εποχής. Τα διάφορα δεξιά ρεύματα της περιόδου 1875-1914 (εκλογοκεντρισμός, συντεχνιακός συνδικαλισμός, λεγκαλισμός, προλεταριακός ιμπεριαλισμός[15] κλπ) είχαν περάσει, το 1914, μαζικά με τους εκπροσώπους τους, στο σοσιαλσοβινισμό. Αλλά και η ουσία του σοσιαλσοβινισμού ήταν η ίδια με αυτή του ρεφορμισμού. Τι ήταν ο ρεφορμισμός; Η ταξική συνεργασία, την περίοδο της ειρήνης και της ανάπτυξης, μεταξύ τμημάτων της εργατικής τάξης με τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και το κράτος. Τώρα ο σοσιαλσοβινισμός ήταν η ταξική συνεργασία (η περιβόητη «ιερή ένωση» των τάξεων, η εθνική ενότητα) την περίοδο του πολέμου. 


Δεύτερο: ο σοσιαλσοβινισμός δεν ήταν μόνο μια πολιτική τάση, αλλά έκφραζε και στενά οικονομικά συμφέροντα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και της «εργατικής αριστοκρατίας», που είχαν αποκτήσει ένα διαφορετικό επίπεδο ζωής από τη μάζα της εργατικής τάξης. Οι πατριώτες σοσιαλιστές ήταν ουσιαστικά εκπρόσωποι αυτού του ανώτερου και προνομιούχου τμήματος της εργατικής τάξης των ιμπεριαλιστικών χωρών. Πώς είχαν αποκτήσει αυτό το διαφορετικό επίπεδο ζωής; Από τα ψίχουλα που έπεφταν απ’ το τραπέζι των ιμπεριαλιστικών κερδών. Ουσιαστικά ο Λένιν κατηγορούσε την «εργατική αριστοκρατία» ότι είχε εξαγοραστεί οικονομικά, ηθικά και πολιτικά από την άρχουσα τάξη.


Τρίτο: ο σοσιαλσοβινισμός ήταν οργανικά συνδεμένος με το αστικό κράτος την περίοδο της κρίσης και του πολέμου. Ουσιαστικά λειτουργούσε σαν πολιτική αστυνομία μέσα στα συνδικάτα και τις μαζικές οργανώσεις της τάξης. Δεν αποτελούσε πια, όπως την προηγούμενη περίοδο, τη δεξιά πτέρυγα του εργατικού κινήματος, αλλά πλέον ήταν οι πράκτορες της αστικής τάξης μέσα στο κίνημα.


Γι’ αυτό η διάσπαση με τους σοβινιστές σοσιαλιστές ήταν ένα σκληρό αλλά αναγκαίο καθήκον. Και ακριβώς αυτό το σημείο ήταν το κλειδί για την κατανόηση του επαναστατικού ντεφετισμού των Μπολσεβίκων και της έκκλησης για την Τρίτη Διεθνή.


Ντεφετισμός

Για την τσαρική αυτοκρατορία ο πόλεμος εξυπηρετούσε πολλούς σκοπούς. Πρώτα ήταν ληστρικός. Η Ρωσία διεκδικούσε να αρπάξει την Κωνσταντινούπολη σαν λάφυρο του νικητή στον πόλεμο που είχε ξεσπάσει. Ύστερα ήταν κατακτητικός-καταπιεστικός. Με τον πόλεμο θα συνέτριβε τα εθνικά κινήματα αντίστασης που δρούσαν ενάντια στον τσαρικό απολυταρχισμό και αντιπροσώπευαν την πολυεθνική πλειοψηφία του πληθυσμού μέσα στην αυτοκρατορία. Επίσης με τον πόλεμο θα διέφθειρε τις ρωσικές λαϊκές τάξεις με τα προνόμια της κυρίαρχης εθνότητας απέναντι στους άλλους λαούς. Τέλος με τον πόλεμο θα φρέναρε την άνοδο του εργατικού κινήματος, που από το 1912 αναπτυσσόταν ξανά με μεγάλη ορμή, αλλάζοντας την πολιτική ατζέντα.


Αλλά το τσαρικό κράτος και η αριστοκρατία της γης δεν ήταν οι μοναδικές κοινωνικές και πολιτικές ομάδες που υποστήριζαν τον πόλεμο. Η φιλελεύθερη αστική τάξη με τα κόμματα της, τους Οκτωβριστές και τους Καντέτους, είχαν γίνει πρόμαχοι του πατριωτικού πολέμου του τσάρου. Προσδοκούσαν από τις κατακτήσεις οικονομικά και πολιτικά οφέλη. Ακολουθούσαν οι μικροαστοί δημοκράτες των πόλεων και της αγροτικής υπαίθρου, που εκπροσωπούσαν οι διάφορες τάσεις των Εσέρων. Στα όνειρά τους έβλεπαν και αυτοί να συμμετέχουν στη λεηλασία των νικημένων λαών. Και τέλος την εθνικιστική συμμαχία συμπλήρωνε ένα κομμάτι παλιών μενσεβίκων σοσιαλιστών με κυριότερο και μαχητικότερο εκπρόσωπο τον Πλεχάνωφ.
Το ρωσικό εργατικό κίνημα αποτέλεσε εξαίρεση στο κλίμα της εμφύλιας ειρήνης. Το πατριωτικό κύμα το κτύπησε άγρια, αλλά άντεξε. Η εμπειρία της επανάστασης του 1905 και της αντεπανάστασης (1907-12) που ακολούθησε, όπως και η νέα άνοδος της ταξικής πάλης, είχαν υποσκάψει βαθιά την ιδέα της πατριωτικής  συνεργασίας με τον τσάρο και τους Ρώσους βιομήχανους.


Καθοριστικό ρόλο όμως έπαιξε ο μπολσεβικισμός, με την αδιάλλακτη διεθνιστική στάση και δράση του. Έτσι η πατριωτική έξαρση των τάξεων της μεγάλης και της μικρής ιδιοκτησίας δεν μετατράπηκε σε εθνική συμμαχία με τον τσάρο, για την πατρίδα και το θεό. 


Ο μπολσεβικισμός ως διακριτό ρεύμα υπήρχε μέσα στο εργατικό και δημοκρατικό κίνημα απ’ το 1903. Είχε περάσει δια πυρός και σιδήρου από την επανάσταση του 1905, είχε μεγαλώσει μέσα στην διαρκή αντιπαράθεση με τις άλλες τάσεις (οικονομισμός, μενσεβικισμός, λικβινταρισμός) και είχε κατακτήσει σημαντικές βάσεις μέσα στο κίνημα. Το 1912, χώρισε οριστικά από τη δεξιά πτέρυγα του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Την περίοδο 1912-14, που το κίνημα ξαναπερνούσε σε αντεπίθεση, μετά τη σφαγή της μαζικής απεργίας του Λένα,(16) οι Μπολσεβίκοι είχαν αδιαμφισβήτητα κατακτήσει μια σημαντική θέση στο εργατικό κίνημα της χώρας τους.


Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος, τον Αύγουστο του 1914, τα αντανακλαστικά των Μπολσεβίκων αποδείχθηκαν εξαιρετικά γρήγορα. Πριν από κάθε άλλη τάση, τα κεντρικά κομματικά όργανα πήραν αποφάσεις για το χαρακτήρα του πολέμου, το στρατηγικό προσανατολισμό και τις άμεσες ενέργειες που έπρεπε να γίνουν.(17)

Να κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα (για το ύφος και το περιεχόμενο) της πολιτικής απόφασης: 

«1) Ο σημερινός πόλεμος έχει χαρακτήρα ιμπεριαλιστικό. Ο πόλεμος αυτός δημιουργήθηκε από τις συνθήκες μιας εποχής όπου ο καπιταλισμός έφτασε στο ανώτατο στάδιο ανάπτυξης του… 2) Η πραγματική ουσία του σημερινού πολέμου βρίσκεται στην πάλη ανάμεσα στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη Γερμανία για το μοίρασμα των αποικιών και την καταλήστευση των ανταγωνιζόμενων χωρών… 3) Όλη η οικονομική και διπλωματική ιστορία των τελευταίων δεκαετιών δείχνει πως και οι δύο ομάδες των εμπόλεμων εθνών προετοίμαζαν συστηματικά ακριβώς ένα τέτοιο πόλεμο…4) Το ζήτημα ποια ομάδα άρχισε πρώτη τον πόλεμο δεν έχει καμιά σημασία για τον καθορισμό της τακτικής των σοσιαλιστών. Οι φράσεις για υπεράσπιση της πατρίδας, για απόκρουση της εχθρικής εισβολής, για αμυντικό πόλεμο  αποτελούν και από τη μία και από την άλλη πλευρά καθαρή εξαπάτηση του λαού… 5) Η μετατροπή του σημερινού ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο είναι το μοναδικό σωστό προλεταριακό σύνθημα. Το δείχνει η πείρα της Κομμούνας, το καθόρισε η απόφαση της Βασιλείας (1912)… 6) Η μεγάλη δυστυχία που φέρνει στις μάζες ο πόλεμος δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει επαναστατικές διαθέσεις και κινήματα, που για τη γενίκευση και τη διεύθυνσή τους πρέπει να χρησιμοποιηθεί το σύνθημα του εμφύλιου πολέμου…7) Σαν πρώτα μέτρα πρέπει να υποδείξουμε τα εξής: Απόλυτη άρνηση της ψήφισης πολεμικών πιστώσεων και αποχώρηση από τις αστικές κυβερνήσεις. Ολοκληρωτική ρήξη με την πολιτική της εθνικής ενότητας. Η δημιουργία παράνομης οργάνωσης παντού όπου οι  κυβερνήσεις και η αστική τάξη επιβάλλουν το στρατιωτικό νόμο και καταργούν τις συνταγματικές ελευθερίες. Υποστήριξη της συναδέλφωσης των φαντάρων των εμπόλεμων εθνών στα χαρακώματα. Υποστήριξη της κάθε επαναστατικής μαζικής δράσης του προλεταριάτου γενικά… 8) Μια από τις μορφές αποβλάκωσης της εργατικής τάξης είναι ο πασιφισμός και το αφηρημένο κήρυγμα της ειρήνης. Η προπαγάνδιση της ειρήνης που δεν συνοδεύεται με έκκληση για επαναστατική δράση των μαζών, στη σημερινή στιγμή μπορεί μόνο να σπείρει αυταπάτες, να διαφθείρει το προλεταριάτο, εμπνέοντας εμπιστοσύνη προς τον ανθρωπισμό της αστικής τάξης και να το κάνει παιχνιδάκι στα χέρια της μυστικής διπλωματίας των εμπόλεμων χωρών. Ιδιαίτερα λαθεμένη είναι η σκέψη για τη δυνατότητα μιας λεγόμενης δημοκρατικής ειρήνης χωρίς μια σειρά επαναστάσεις… 9) Σε κάθε χώρα η πάλη ενάντια στη δική της κυβέρνηση που διεξάγει ιμπεριαλιστικό πόλεμο, δεν πρέπει να σταματά μπροστά στο ενδεχόμενο ήττας αυτής της χώρας, σαν αποτέλεσμα της επαναστατικής ζύμωσης. Η ήττα του κυβερνητικού στρατού αδυνατίζει την κυβέρνηση αυτή, συντελεί στην απελευθέρωση των λαών που είναι υποδουλωμένοι σ’ αυτή και διευκολύνει τον εμφύλιο πόλεμο ενάντια στις άρχουσες τάξεις…10) Η ήττα της Ρωσίας, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, αποτελεί το μικρότερο κακό…» 


(Συνδιάσκεψη των τμημάτων εξωτερικού του ΣΔΕΚΡ- Μάρτης 1915)

Η κατανόηση του χαρακτήρα του πολέμου ήταν το πρώτο βήμα, ήταν το πρώτο καθήκον για τους σοσιαλιστές επαναστάτες. Μετά ακολουθούσε η διαμόρφωση της τακτικής.(18) Όμως σε ποιες βάσεις στήριξαν οι Μπολσεβίκοι την πολιτική τους ενάντια στον πόλεμο; 


Πρώτα απ’ όλα ήταν η ιστορική εμπειρία της Κομμούνας, το 1871. Τότε, στον γαλλοπρωσικό πόλεμο, οι Πρώσοι νίκησαν τους Γάλλους και ύστερα και οι δύο μαζί συνέτριψαν την Κομμούνα. Αλλά και ο Ρωσοϊαπωνικός πόλεμος του 1904-05 ακόνισε τα κριτήριά τους. Σ’ αυτό τον πόλεμο όλη η δημοκρατία, αστική και εργατική, υποστήριξε την πλευρά της Ιαπωνίας ενάντια στον τσαρικό απολυταρχισμό, έστω και με διαφορετικά επιχειρήματα. Για το κόμμα των Καντέτων ήταν μια λάθος εκστρατεία, που έπρεπε να λήξει γρήγορα, γιατί στρεφόταν σε λάθος στόχο (στην Απω Ανατολή, αντί για την Οθωμανική Αυτοκρατορία).


Υπήρχε όμως ακόμη ένα θεμέλιο της μπολσεβίκικης πολιτικής: ήταν οι αποφάσεις των τριών τελευταίων συνεδρίων της Β΄ Διεθνούς. Το συνέδριο της Στουτγκάρδης (1907) πραγματοποιήθηκε μετά τον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο και την κρίση στο Μαρόκο και κατέληξε σε μια απόφαση-σημείο αναφοράς για την παράδοση του επαναστατικού μαρξισμού. 


Όταν κυκλοφόρησαν οι θέσεις των Μπολσεβίκων ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, προκλήθηκε ένα σοκ ακόμη και στους στενούς κύκλους της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Ήταν ένα σοκ λόγω της ειλικρίνειας και της σαφήνειάς τους. Δεν άφηναν κανένα περιθώριο παρεξήγησης και παρανόησης. Το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο είχαν και τα συνθήματα του Κ. Λίμπκνεχτ «στην ίδια μας τη χώρα είναι ο εχθρός» και «τα όπλα αντίστροφα». Ο Λίμπκνεχτ αντιμετωπιζόταν ήδη από τους πρώην συντρόφους του στο SPD σαν τρελός χωρίς συναίσθηση της πραγματικότητας.(19)


Όπως ήταν φυσικό, οι θέσεις των Μπολσεβίκων προκάλεσαν αντιδράσεις. Ο Τρότσκι ήταν ένας απ’ αυτούς που αντέδρασαν στο σχήμα «ήττα-επανάσταση». Ο Τόνι Κλιφ κάνει μια αναφορά στη δήλωση του Τρότσκι προς τον Λένιν: 


«Σε καμιά περίπτωση δεν μπορώ να συμφωνήσω με την άποψή σου. Κεντρικό σημείο στην ανάλυσή σου είναι ότι η ήττα της Ρωσίας θα ήταν το μικρότερο κακό. Αυτή η ανάλυση παρουσιάζεται το ίδιο συνένοχη με την πολιτική μεθοδολογία των σοσιαλπατριωτών, που ούτε λογική έχει, ούτε δικαιώθηκε. Υποκαθιστά τον επαναστατικό αγώνα ενάντια στον πόλεμο και τις αιτίες που γέννησαν αυτόν τον πόλεμο, μ’ έναν εξαιρετικά αυθαίρετο στις σημερινές συνθήκες προσανατολισμό προς τη λογική του μικρότερου κακού…».


Ο Λένιν απάντησε στον Τρότσκι με μια ολόκληρη μπροσούρα,(20) με τον εξής τρόπο: 

«Σ’ έναν αντιδραστικό πόλεμο, μια επαναστατική τάξη δεν μπορεί παρά να εύχεται την ήττα της κυβέρνησής της. Αυτό είναι αξίωμα… Ο “επαναστατικός αγώνας ενάντια στον πόλεμο” είναι κούφια φράση και χωρίς περιεχόμενο… όταν με τον αγώνα αυτό δεν εξυπακούεται μια επαναστατική δράση κατά της κυβέρνησής σου και στη διάρκεια του πολέμου». 


Η απάντηση ήταν ανάλογη της κριτικής, αλλά ποιος ήταν ο πραγματικός στόχος; H απάντηση θα δινόταν πολύ γρήγορα στη συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ.

Το Σεπτέμβρη του 1915, συγκεντρώθηκαν στο Τσίμερβαλντ σοσιαλιστές από διάφορες χώρες της Ευρώπης, που ήταν ενάντια στον πόλεμο. Από την αρχή κιόλας, εμφανίστηκαν μέσα στους αντιπροσώπους τρεις διαφορετικές τάσεις. Η δεξιά υποστήριζε γενικά το αίτημα της ειρήνης, δεν πρότεινε δράσεις ενάντια στον πόλεμο και δεν συζητούσε καν την περίπτωση διάσπασης της Διεθνούς. Η αριστερή τάση, που βασικά ήταν οι Μπολσεβίκοι, απέρριπταν την πολιτική ειρήνης με πρωτοβουλία των κυβερνήσεων, ζητούσαν καταψήφιση των πολεμικών πιστώσεων και απαιτούσαν διάσπαση από τους σοσιαλπατριώτες. Υπήρχε και μια μικρή ομάδα του κέντρου, μεταξύ των δύο τάσεων και με κύριο εκπρόσωπο τον Τρότσκι.


Στις διαμάχες που προέκυψαν, οι Μπολσεβίκοι δεν έθεσαν το θέμα του ντεφετισμού, αλλά επικεντρώθηκαν με ιδιαίτερη επιμονή στην ανάγκη διάσπασης από τους σοβινιστές σοσιαλιστές. Συνάντησαν την οργισμένη αντίθεση της δεξιάς τάσης. Ο Τρότσκι ανέλαβε το ρόλο του μεσολαβητή για να μην τιναχθεί η συνδιάσκεψη στον αέρα και έγραψε το τελικό κείμενο. Όμως την πολιτική ουσία την είχαν κερδίσει οι Μπολσεβίκοι. Για πρώτη φορά καταγραφόταν με τόσο έντονο τρόπο η πολιτική τους άποψη μέσα στο διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα. Στο τέλος ψήφισαν το κείμενο του Τρότσκι, γιατί αποτελούσε ένα «πρώτο κάλεσμα σε δράση», αλλά ταυτόχρονα υπογράμμιζαν με μια ανακοίνωσή τους ότι το μανιφέστο του Τσίμερβαλντ ήταν ένα πασιφιστικό κείμενο κενό περιεχομένου. 


Επτά μήνες αργότερα, τον Απρίλη του 1916, οι σοσιαλιστές που ήταν ενάντια στον πόλεμο ξανασυναντήθηκαν στο Κίενταλ. Η πολιτική γεωγραφία της συνδιάσκεψης ήταν η ίδια με του Τσίμερβαλντ. Είχαν ενισχυθεί όμως οι συσχετισμοί υπέρ των Μπολσεβίκων. Και πάλι η ομάδα των Μπολσεβίκων ήρθε με ένα αιχμηρό πρόγραμμα προκαλώντας αντιπαραθέσεις. Το αποτέλεσμα αυτή τη φορά ήταν πιο κοντά στις δικές τους θέσεις, αλλά ξανά στο ζήτημα της διάσπασης της Β΄ Διεθνούς δεν υπήρξε συμφωνία. Ήταν ξεκάθαρο ότι η διάσπαση ή η ενότητα με τους σοβινιστές σοσιαλιστές ήταν το επίκεντρο των παρεμβάσεων των Μπολσεβίκων.


Τι είχε απογίνει όμως η φόρμουλα του ντεφετισμού; Υπάρχουν τρεις όροι για να εξετάσουμε αυτό το θέμα. Ο πρώτος: ο ντεφετισμός δεν ήταν ποτέ αποσπασμένος από τη στρατηγική της μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο (επανάσταση). Ο ντεφετισμός αποτελούσε ένα εργαλείο τακτικής υποταγμένο στην επαναστατική στρατηγική. Ο δεύτερος όρος: την περίοδο 1914-16, παρά τη διογκούμενη δυσαρέσκεια, δεν είχαν υπάρξει ακόμη μαζικές αντιπολεμικές δράσεις από την πλευρά των εργαζόμενων τάξεων. Η συζήτηση και η αντιπαράθεση γινόταν στο περιβάλλον των μικρών κύκλων των σοσιαλιστών που ήταν ενάντια στον πόλεμο, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Ήταν με άλλα λόγια περισσότερο συζήτηση στελεχών. Τρίτος όρος: στα κόμματα της Β΄ Διεθνούς και γενικότερα στο εργατικό κίνημα, ο επαναστατικός ντεφετισμός γινόταν κατανοητός μόνο σε αντιπαλότητα με τα άλλα δύο κυρίαρχα ρεύματα. Οι σοβινιστές σοσιαλιστές είχαν σύνθημα «πρώτα νίκη και μετά ειρήνη» και, μέχρι τότε, πόλεμος μέχρις εσχάτων. Οι πασιφιστές σοσιαλιστές είχαν σύνθημα «ούτε νίκη, ούτε ήττα», δηλαδή επιστροφή στο status quo που υπήρχε πριν τον πόλεμο και που είχε οδηγήσει στην έκρηξη του πολέμου. Έτσι «η ήττα της κυβέρνησης της χώρας μου στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο» γινόταν το σύνθημα διαχωρισμού μεταξύ των επαναστατών και της προδοτικής ηγεσίας της Β΄ Διεθνούς. Γιατί συνέδεε την ειρήνη με την ταξική πάλη και όχι με την εθνική ενότητα κάτω από την ηγεσία των κυβερνήσεων και γιατί συνέδεε την ήττα με την επανάσταση.


Ο απολογισμός της αντιπαράθεσης του Λένιν με τον Τρότσκι για το ζήτημα του ντεφετισμού πρέπει να λάβει υπόψη και έναν ακόμη καθοριστικό παράγοντα. Ο Τρότσκι ήταν ένας «ελεύθερος διανοούμενος», στρατευμένος στο διεθνισμό, αλλά που συνυπήρχε ακόμη με τον ευρύτερο χώρο του μενσεβικισμού. Αντίθετα ο Λένιν ήταν ο ηγέτης μιας επαναστατικής πτέρυγας, της μοναδικής σε όλη τη Β΄ Διεθνή που είχε από την αρχή του πολέμου διεθνιστική θέση. Είχε να δώσει μια επιπλέον μάχη για να κρατήσει το κόμμα του όρθιο και ανεξάρτητο από την πατριωτική πλημμυρίδα που έφερε ο παγκόσμιος πόλεμος. Σ’ αυτή τη μάχη ήταν υποχρεωμένος να χαράξει όχι μόνο βαθιές διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των Μπολσεβίκων και των σοβινιστών σοσιαλιστών, αλλά να καταπολεμήσει και τη σύγχυση που επικρατούσε πολλές φορές στο αντιπολεμικό στρατόπεδο. Με αυτή την έννοια το δίκαιο ήταν με το μέρος του. Η σκληρή πολιτική του ντεφετισμού, με τις άκαμπτες φράσεις που χρησιμοποίησε ο Λένιν, ήταν η αναγκαία επιλογή για να συγκροτηθεί και να κρατηθεί σταθερό ένα επαναστατικό/μαρξιστικό στελεχικό δυναμικό, στα δύσκολα χρόνια 1914-16. Όταν ο άνεμος του πατριωτισμού ήταν ακόμα ισχυρός μέσα στην εργατική τάξη και όταν ο σοσιαλσωβινισμός κέρδιζε μέρα με τη μέρα τις γραμμές της Β΄ Διεθνούς. Η ουσία του ήταν η στρατηγική ακαμψία πάνω στο στόχο της απάντησης στην τρομερή κρίση που δημιουργούσε ο πόλεμος με την κοινωνική επανάσταση. Όταν αυτό άρχισε να διαφαίνεται ως εφικτό, ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι παρουσίασαν και τις δυνατότητές τους σε τακτική ευελιξία: ο νικηφόρος δρόμος προς την εξέγερση του Οκτώβρη έγινε εφικτός με το μεταβατικό πρόγραμμά τους (Ψωμί-Γη-Ειρήνη) και τη «στρατηγική» απάντηση στα διλλήματα τη δυαδικής εξουσίας με το «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!». Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο ότι αυτοί που αποδείχθηκαν αποτελεσματικότεροι σε αυτή τη δεύτερη φάση, ήταν ακριβώς αυτοί –οι Μπολσεβίκοι– που είχαν αναδειχθεί ως ανθεκτικότεροι στην πρώτη φάση, αντιτάσσοντας τον επαναστατικό ντεφετισμό στη σοσιαλσοβινιστική κατρακύλα.


Σήμερα πολλοί μαρξιστές ιστορικοί στρέφουν ξανά την προσοχή τους στη βαθύτερη συζήτηση επί των διαφορών σε αυτές τις δύο φάσεις, θέλοντας να υπογραμμίσουν τους κινδύνους της υποκατάστασης της συγκεκριμένης πολιτικής από την ιδεολογική στρατηγική, αλλά και θυμίζοντας ότι «ψυχή» της λενινιστικής πολιτικής υπήρξε ο συνδυασμός της στρατηγικής ακαμψίας με την τακτική ευελιξία.(21)


Ο Λένιν, μετά το 1916, δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το σύνθημα του ντεφετισμού. Ο δε Τρότσκι, αρκετά χρόνια μετά, το 1934, αποτίμησε θετικά την αξία της φόρμουλας «η ήττα είναι το μικρότερο κακό» γράφοντας ένα από τα πιο ουσιαστικά διεθνιστικά ντοκουμέντα, το «Ο πόλεμος και η Τετάρτη Διεθνής».


Το 1917


Το 1917 ήταν μια εντελώς διαφορετική χρονιά για την πορεία του πολέμου. Ξέσπασαν ανταρσίες, απεργίες, διαδηλώσεις. Ανταρσίες στο γαλλικό στρατό. Απεργίες στη Γερμανία. Επανάσταση στη Ρωσία.
H τσαρική Ρωσία ήταν ο αδύναμος κρίκος του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού. Στο μεγάλο πόλεμο αποκαλύφθηκαν όλες οι αγεφύρωτες αντιφάσεις που την διαπερνούσαν. Ενώ η άρχουσα τάξη αποδείκνυε την πλήρη ανικανότητά της, ο πόλεμος γινόταν το κλειδί για τη λύση κάθε προβλήματος: το μοίρασμα της γης, το εργατικό ζήτημα, το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των καταπιεσμένων εθνοτήτων, το σύνταγμα και οι δημοκρατικές ελευθερίες κλπ.


Την περίοδο της επανάστασης του Φλεβάρη του 1917, που γκρέμισε τον τσαρισμό, λίγο πριν και λίγο μετά, τέσσερις ήταν οι κυρίαρχες γνώμες για τον πόλεμο. Η πρώτη ήταν η «χωριστή ειρήνη». Προερχόταν από τη γερμανόφιλη πτέρυγα στην αυλή του τσάρου, που εκτιμούσε ότι το καθεστώς δεν άντεχε άλλο τη συνέχιση του πολέμου. Φοβόταν περισσότερο την επανάσταση από την ήττα. Αυτή η πτέρυγα εκμηδενίστηκε μέσα από αυλικές συνωμοσίες και δολοφονίες. Η δεύτερη γνώμη, η φιλο-αγγλογαλλική, ήταν η πατριωτική. Ήταν η επίσημη κρατική πολιτική και είχε πλατιά απήχηση στις μάζες. Σύνθημα της ήταν «μέχρι τη νίκη, για νέες κατακτήσεις και ενίσχυση του καθεστώτος». Όμως το ατέλειωτο σφαγείο του πολέμου, οι συνεχείς στρατιωτικές αποτυχίες και η εμφάνιση του μαζικού φαινομένου της πείνας είχαν κλονίσει τους θεσμούς και είχαν ξαναφέρει τις λαϊκές τάξεις στους δρόμους. Με την επανάσταση του Φλεβάρη και την πτώση του καθεστώτος, ο τσαρικός πατριωτισμός μεταλλάχθηκε σε «επαναστατικό» αμυνιτισμό. Αυτή ήταν η τρίτη γνώμη. Το σύνθημα της ήταν «Κάτω ο τσάρος. Ζήτω η επανάσταση. Εμπρός για τη νίκη». Οι ηγέτες των Εσέρων και των Μενσεβίκων, όπως όλων των κομμάτων της μικροαστικής δημοκρατίας, προπαγάνδιζαν ανοικτά τη συνέχιση του πολέμου με το επιχείρημα ότι η δημοκρατία, που μόλις είχε γεννηθεί από την επανάσταση, κινδύνευε από τις κεντρικές αυτοκρατορίες. Η τέταρτη θέση ήταν η διεθνιστική επαναστατική. Την εκπροσωπούσαν κυρίως οι Μπολσεβίκοι και ένα τμήμα των Μενσεβίκων, οι Μενσεβίκοι-Διεθνιστές, με ηγέτες τον Μάρτοφ και τον Τρότσκι. Κεντρικό της σύνθημα ήταν «Κάτω ο πόλεμος» και η σύνδεση του αιτήματος της ειρήνης με τα άλλα λαϊκά προβλήματα (τη διανομή της γης, τα δημοκρατικά δικαιώματα κλπ) και με την επανάσταση. Μπροστά της ορθωνόταν ένα πολύ ισχυρό και μαζικό εμπόδιο, ο «επαναστατικος» αμυνιτισμός.


Για τους Μπολσεβίκους ήταν μια ξεκάθαρη στροφή. Από τον επαναστατικό ντεφετισμό περνούσαν στην τακτική «ειρήνη-επανάσταση». Ήταν μια υποχρεωτική προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα. Το καθεστώς του τσάρου είχε γκρεμιστεί από μια λαϊκή επανάσταση και οι μάζες ξανά είχαν εισβάλλει στο προσκήνιο της ιστορίας. Ο επαναστατικός ντεφετισμός είχε περάσει με επιτυχία τη δοκιμασία της πατριωτικής πλημμυρίδας, αλλά τώρα είχε παλιώσει σαν τακτική.(22) «Οι θέσεις του Απρίλη» του Λένιν, που έγιναν γραμμή του μπολσεβικισμού μετά από σκληρές διαμάχες μέσα στο κόμμα, είχαν σαν επίκεντρο το ζήτημα της δυαδικής εξουσίας και την αντιμετώπιση του «επαναστατικού» αμυνιτισμού.


Να πώς εξηγούσε ο Λένιν την κατάσταση και χάρασσε τη  διεθνιστική πολιτική γραμμή: 

«…Tο σύνθημα “κάτω ο πόλεμος” είναι φυσικά σωστό, δεν παίρνεται όμως υπόψη η ιδιομορφία των καθηκόντων της στιγμής, η ανάγκη να πλησιάσουμε διαφορετικά τις μάζες. Κατά τη γνώμη μου, μοιάζει με το σύνθημα “Κάτω ο τσάρος”, που με αυτό ο αδέξιος προπαγανδιστής του παλιού καλού καιρού τραβούσε κατευθείαν στο χωριό και έτρωγε ξύλο… Οι μαζικοί εκπρόσωποι του επαναστατικού αμυνιτισμού είναι ενσυνείδητοι όχι με την προσωπική μα με την ταξική έννοια, δηλαδή ανήκουν σε τέτοιες τάξεις (εργάτες και φτωχοί αγρότες) που πραγματικά δεν κερδίζουν από τις προσαρτήσεις και από το στραγγαλισμό ξένων λαών. Διαφορετικά είναι τα πράγματα με τους αστούς και τους διανοούμενους που ξέρουν θαυμάσια ότι δεν μπορείς να παραιτηθείς από τις προσαρτήσεις αν δεν παραιτηθείς από την κυριαρχία του κεφαλαίου και που εξαπατούν ξεδιάντροπα τις μάζες με ωραίες φράσεις, με ατέλειωτες υποσχέσεις και αμέτρητα ταξίματα… Ο μαζικός εκπρόσωπος του αμυνιτισμού βλέπει τα πράγματα απλά: εγώ δεν θέλω προσαρτήσεις, ο Γερμανός ρίχνεται πάνω μου, επομένως υπερασπίζω μια δίκαιη υπόθεση και δεν υπερασπίζω καθόλου οποιαδήποτε ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Σε αυτόν τον άνθρωπο πρέπει να εξηγούμε και να ξαναεξηγούμε ότι δεν πρόκειται εδώ για τις προσωπικές του επιθυμίες, μα για τις μαζικές ταξικές πολιτικές σχέσεις και συνθήκες, για τη σύνδεση του πολέμου με τα συμφέροντα του κεφαλαίου και το διεθνές δίκτυο των τραπεζών κλπ… Μονάχα ένας τέτοιος αγώνας ενάντια στον αμυνιτισμό είναι αγώνας σοβαρός και υπόσχεται επιτυχία –ίσως όχι πολύ γρήγορη, μα σίγουρη και σταθερή… Δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, δεν μπορούμε να πετύχουμε μια δημοκρατική ειρήνη -και όχι ειρήνη με τη βία- χωρίς την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, χωρίς πέρασμα της κρατικής εξουσίας σε μια άλλη τάξη, στο προλεταριάτο…».


Η περίοδος μεταξύ της πρώτης επανάστασης του Φλεβάρη του 1917 και της δεύτερης επανάστασης του Οκτώβρη, που έδωσε την εξουσία στο προλεταριάτο και τους φτωχούς αγρότες, ήταν μια μεταβατική περίοδος, ήταν η περίοδος της δυαδικής εξουσίας.(23) Σ’ αυτούς τους 8 μήνες, η επανάσταση προχωρούσε μπροστά μέσα από αλλεπάλληλες πολιτικές κρίσεις (πτώση του Μιλιουκώφ, οι διαδηλώσεις του Ιούνη, η θερινή επίθεση στο μέτωπο, τα Ιουλιανά και η καταστολή της Αριστεράς, το πραξικόπημα του Κορνίλοφ). Προχωρούσε, όμως,  με αλματώδη τρόπο και μαζί της αναπτυσσόταν και η δύναμη του μπολσεβικισμού.


Το Σεπτέμβρη του 1917, μετά την αποτυχία της επιβολής στρατιωτικής δικτατορίας, η άρχουσα τάξη χρησιμοποίησε δύο διαφορετικές μέθοδες για την υπονόμευση της επανάστασης. Η πρώτη ήταν η διάλυση της οικονομίας και η πείνα και η δεύτερη ήταν η ανοικτή προδοσία του μετώπου με την εγκατάλειψη ολόκληρων περιοχών στο γερμανικό στρατό (ο λεγόμενος αντιδραστικός ντεφετισμός).[24] Και οι δύο μέθοδες στόχευαν στην κατάρρευση της κοινωνίας και την απόγνωση των μαζών, ώστε να γίνει εφικτή η αντεπανάσταση. Όμως το κύμα του μπολσεβικισμού ήταν ασταμάτητο. Παντού σάρωνε στις εκλογές των σοβιέτ που γίνονταν και  ταυτόχρονα συγκέντρωνε όλο και περισσότερες στρατιωτικές δυνάμεις. Έτσι τον Οκτώβρη έγινε εφικτό το δεύτερο ραντεβού του προλεταριάτου με την επανάσταση, αλλά αυτή τη φορά τα σοβιέτ είχαν καταλάβει την εξουσία και οι αποφάσεις τους ήταν ταυτόχρονα κυβερνητικά διατάγματα και πράξεις.


Ένα από τα πρώτα διατάγματα, ήταν αυτό για την ειρήνη.(25) Ήταν μια πρόταση για την ειρήνη που απευθυνόταν προς όλους τους λαούς και τις κυβερνήσεις των χωρών που είχαν εμπλακεί στο πόλεμο. Έβαζε σαν όρους: την ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις εδαφών και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης όλων των εθνοτήτων χωρίς αποκλεισμούς. Ταυτόχρονα καταργούσε τη μυστική διπλωματία και δημοσίευε τα μυστικά σύμφωνα μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κυβερνήσεων για τους στόχους του πολέμου και το μοίρασμα των αποικιών.


Η πρόταση δεν έγινε ποτέ δεκτή από τις αντίπαλες ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις. Αντί για την άμεση ανακωχή που πρότειναν τα σοβιέτ, ο πόλεμος συνεχίσθηκε για ένα χρόνο ακόμη, πιο άγριος από ποτέ, και κατέληξε στην ήττα των κεντρικών δυνάμεων. Όμως η αντιπολεμική διεθνιστική πολιτική των Μπολσεβίκων είχε ολοκληρώσει τη διαδρομή της από τον Αύγουστο του 1914 μέχρι τον Οκτώβρη του 1917. Βεβαίως η ιστορία δεν σταμάτησε σ’ αυτό το σημείο…


Επίλογος


Τι έχουμε να μάθουμε εμείς σήμερα (ενώ βρισκόμαστε στο επίκεντρο μιας ελληνοτουρκικής κρίσης για τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο) από την επαναστατική παράδοση του μπολσεβικισμού; Υπάρχει κάτι χρήσιμο για να αξιοποιήσουμε από μια εμπειρία που εκτείνεται στο παρελθόν και σε βάθος 100 χρόνων; Κατά τη γνώμη μας, οι δυνατές ιδέες έχουν πάντα βαθιές ρίζες. Μόνο τα κινήματα που έχουν ιστορικό βάθος έχουν και ιστορική προοπτική.


Ξεκινώντας από αυτή την αφετηρία, νομίζουμε ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε  τα εξής ερωτήματα: Πρώτο: Ποια είναι τα κριτήρια για τον καθορισμό του χαρακτήρα ενός συγκεκριμένου πολέμου; Διεισδύοντας πέρα από την επιφάνεια των γεγονότων, «ποια τάξη κάνει τον πόλεμο και γιατί» είναι το μοναδικό αντικειμενικό και επιστημονικό κριτήριο. Όλα τα άλλα αποτελούν προσπάθειες δικαιολόγησης του πολέμου από τα αντιμαχόμενα κράτη και όχι εξήγηση. Δεύτερο: Αν ο συγκεκριμένος πόλεμος είναι αντιδραστικός, ληστρικός και ιμπεριαλιστικός στον χαρακτήρα του, τότε ποια πρέπει να είναι η επαναστατική διεθνιστική στρατηγική; Το στρατηγικό ζήτημα δεν μπορεί να έχει άλλη λύση παρά μόνο την πάλη για «τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο», δηλαδή την επανάσταση. Και συνεπώς όλα τα άλλα ζητήματα (ντεφετισμός, ειρήνη, εθνικά δικαιώματα, σοσιαλπατριωτισμός κλπ) υπάγονται και υποτάσσονται στην επαναστατική στρατηγική. Τρίτο και τελευταίο: Μήπως η επαναστατική στρατηγική, παρά την ηθική της αξία και το θεωρητικό δίκαιό της, είναι μια ουτοπική πολιτική; Αυτή η ερώτηση, που στηρίζεται δικαιολογημένα στην αμφιβολία για τις ικανότητες των επαναστατών, δεν μπορεί να απαντηθεί εκ των προτέρων. Μπορούμε να δώσουμε θετική απάντηση μόνο όταν κατορθώσουμε να συνδέσουμε τη συνείδηση, τις εμπειρίες και τις ζωτικές ανάγκες των μαζών με το επαναστατικό σχέδιο και την αντιπολεμική πάλη. Αυτό σημαίνει εξ άλλου να κάνουμε μετωπική πρακτική πολιτική. Μπορούμε;


Σημειώσεις


1. Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Συσσώρευση του κεφαλαίου» (1913), Ν. Μπουχάριν, «Ιμπεριαλισμός και παγκόσμια οικονομία» (1915), Λένιν, «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» (1916).

2. Χίλφερντιγκ, «Το χρηματιστικό κεφάλαιο» (1910), Χόμπσον, «Ιμπεριαλισμός, μια μελέτη» (1902), Κάουτσκι, «Ιμπεριαλισμός και πόλεμος» (1914).

3. Λένιν, «Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού».

4. Ο φον Μπύλοβ, στην αρχή υπουργός Εξωτερικών και στη συνέχεια καγκελάριος, ήταν αντίθετος με την πολιτική του Μπίσμαρκ για τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής. Εκπροσωπούσε τους πιο επιθετικούς κύκλους του γερμανικού κεφαλαίου και ήταν υπέρμαχος μιας στροφής της ιμπεριαλιστικής πολιτικής προς τη δύση.

5. Μαrc Ferro, «Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος 1914-18» (1993).

6. Κοινωνικός δαρβινισμός: η εφαρμογή της θεωρίας του Δαρβίνου για τη φυσική επιλογή στην πολιτική και την κοινωνία. Στη βάση αυτής της θεωρίας, η ταξική και φυλετική ανισότητα εξηγούνται σαν αποτέλεσμα της επιβίωσης του ικανοτέρου, με προφανή σκοπό την υπεράσπιση των προνομίων της άρχουσας τάξης και την αποικιοκρατική πολιτική.

7. α) Ο Ρ. Κίπλινγκ (1865-1936) ήταν ο ποιητής της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και της λευκής φυλής. β) Ο Ανρί Μπερξόν (1859-1941) ήταν Γάλλος αντιδραστικός φιλόσοφος. 

8. Το «Μανιφέστο των 93» ήταν μια διακήρυξη Γερμανών καθηγητών πανεπιστημίων (1914) που κατηγορούσαν την Αντάντ ότι χρησιμοποιούσε στο δυτικό μέτωπο Αφρικανούς και Μογγόλους στρατιώτες κατά της λευκής γερμανικής φυλής.

9. Encyclopediaww1, Holocaustencyclopedia, Brittanica. Επίσης ταινίες και βιβλία για μια ακόμη ματιά στον πόλεμο: α) Ανρί Μπαρμπύς: «Η φωτιά», 1916, β) Έριχ Μ. Ρεμάρκ, «Ουδέν νεώτερο από το δυτικό μέτωπο», 1929, γ) Στρατής Μυριβήλης, «Η ζωή εν τάφω», 1931, δ) «Σταυροί στο μέτωπο», ταινία του 1957, του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, ε) «Ο μεγάλος πόλεμος», ταινία του 1959, του Μάριο Μονιτσέλι.

10. Πάουλ Φρέλιχ, «Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η ζωή και το έργο της» (1939).

11. Το «Μανιφέστο των 16» ήταν το κείμενο της τάσης του αναρχοεθνικισμού στον πόλεμο. Το κείμενο το έγραψε ο Κροπότκιν (μεγάλος Ρώσος αναρχικός και αντιμαρξιστής) και κυκλοφόρησε στις αρχές του 1916. Ξεχωρίζει για τον ακραίο του αντιγερμανικό εθνικισμό.

12. Λένιν, «Σοσιαλισμός και πόλεμος», 1915.

13. α) Ρόζα Λούξεμπουργκ, «Η μπροσούρα του Γιούνιους – Η κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας», 1915, β) Λέων Τρότσκι, «Ο πόλεμος και η Διεθνής», 1914. Και τα δύο έργα είναι υποδειγματικές πολεμικές κατά του σοβινισμού.

14. α) Λένιν, «Η χρεοκοπία της Β’ Διεθνούς», 1915, β) Λένιν, «Ιμπεριαλισμός, ανώτερο στάδιο του καπιταλισμού», 1916.

15. α) Λ. Τρότσκι, «Ο πόλεμος και η Διεθνής», 1914. Στο βιβλίο του ο Τρότσκι έχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο με τον τίτλο «Working class imperialism». Eπίσης στο ίδιο βιβλίο και στις παραπομπές υπάρχει η εξής πληροφορία: Στο συνέδριο της Στουτγκάρδης το 1907 (που κατέληξε σε μια ομόφωνη απόφαση κατά του πολέμου), στο αποικιακό ζήτημα έγινε διάσπαση. Η απόφαση ενάντια στην αποικιακή πολιτική των ιμπεριαλιστικών χωρών υπερψηφίστηκε μόνο από 127 σύνεδρους έναντι 108 που την καταψήφισαν.
β)Απ’ ότι φαίνεται ο όρος χρησιμοποιήθηκε  για πρώτη φορά στην Ιταλία το 1911, από τον Μπισσολάτι, δεξιό σοσιαλιστή που ήταν φανατικός υποστηρικτής της εκστρατείας στη Λιβύη, δήθεν για το όφελος του ιταλικού προλεταριάτου. Λίγο αργότερα ο Μπισσολάτι διέσπασε από τα δεξιά το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα. Ο όρος  μπήκε στο λεξιλόγιο του ιταλικού φασισμού.
γ) Ο Λένιν δίνει και την οπτική της άρχουσας τάξης για τη σχέση ιμπεριαλισμού, προλεταριάτου και κοινωνικής σταθερότητας: «Σέσιλ Ροντς 1895: Χθες ήμουν στο Ηστ Εντ του Λονδίνου (εργατική συνοικία) και παραβρέθηκα σε μια συγκέντρωση ανέργων. Όταν έπειτα από τους άγριους λόγους που άκουσα και που ήταν μια συνεχής κραυγή “ψωμί, ψωμί!”, τράβηξα για σπίτι και σκεφτόμουν στο δρόμο αυτά που είδα, πείστηκα περισσότερο από πριν για τη σπουδαιότητα του ιμπεριαλισμού. Η αγαπημένη μου σκέψη είναι η λύση του κοινωνικού προβλήματος και συγκεκριμένα: για να σωθούν 40 εκατομμύρια κάτοικοι του Ενωμένου Βασίλειου από το φονικό εμφύλιο πόλεμο, πρέπει εμείς, οι πολιτικοί της αποικιοκρατίας, να κατακτήσουμε νέα εδάφη, για να εγκαταστήσουμε τον περίσσιο πληθυσμό, για να αποκτήσουμε καινούργιες περιοχές πώλησης των εμπορευμάτων που παράγουν τα εργοστάσια και τα μεταλλεία. Πάντα το έλεγα ότι η αποικιοκρατία είναι ζήτημα στομαχιού. Αν δεν θέλετε εμφύλιο πόλεμο, πρέπει να γίνετε ιμπεριαλιστές…».

16. Η σφαγή του Λένα: το 1912, στην περιοχή του Λένα ποταμού (ανατολική Σιβηρία), οι εργάτες στο ορυχείο χρυσού έκαναν απεργία για το 8ωρο, αυξήσεις και τρόφιμα. Η εταιρεία αρνήθηκε να διαπραγματευθεί και κατέστειλε την απεργία με τη βοήθεια τσαρικών στρατευμάτων. Το αποτέλεσμα ήταν πάνω από 300 νεκροί εργάτες και εκατοντάδες άλλοι τραυματίες. Το σοκ υπήρξε τεράστιο στην κοινή γνώμη και το γεγονός θεωρείται η αφετηρία της αντεπίθεσης του εργατικού κινήματος.

17. Λένιν, «Τα καθήκοντα του προλεταριάτου στην επανάσταση μας», Απρίλης 1917.

18. Λένιν, «Κάτω από  ξένη σημαία», 1915, «Η χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς», 1915, «Σοσιαλισμός και  πόλεμος», 1915. Είναι τρία βασικά έργα με θέμα την ανάλυση του χαρακτήρα του πολέμου. Σ’ αυτά τα έργα, ο Λένιν θεμελιώνει το κριτήριο «ποια τάξη κάνει τον πόλεμο και γιατί», εξαρθρώνοντας κάθε επιχείρημα των σοβινιστών σοσιαλιστών. Στην πρώτη γραμμή των πυρών του Λένιν βρέθηκαν τρεις διαδεδομένες σοφιστείες. Η πρώτη ήταν η «θεωρία του πρωταίτιου»: Στον συγκεκριμένο πόλεμο, έφταιγε η δολοφονία του διάδοχου του αυστριακού θρόνου που όξυνε ξαφνικά τα πνεύματα, και όχι η μακρά περίοδος ανταγωνισμών και αντιπαράθεσης που οδηγούσε στη πολεμική αναμέτρηση. Η δεύτερη ήταν ότι για τον πόλεμο έφταιγε η μεγαλομανία του Πρώσου αυτοκράτορα (το λεγόμενο καπρίτσιο των βασιλιάδων), αγνοώντας επιδεικτικά το βάρος και τη σημασία των ιστορικών και κοινωνικών δυνάμεων που υποκινούσαν τον πόλεμο και από τις δύο πλευρές των αντιμαχόμενων. Περισσότερη επιρροή στις τάξεις του σοσιαλισμού είχε η σοφιστεία για το «άδικο της επίθεσης»: Το ζήτημα όμως της επίθεσης ή της άμυνας ήταν (και είναι) ζήτημα συσχετισμών και τακτικής και δεν έχει να κάνει με το χαρακτήρα του πολέμου. Έτσι κι αλλιώς, όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που συμμετείχαν στον πόλεμο παρουσίασαν την εμπλοκή τους σαν αμυντική πράξη, που αναγκάστηκαν να κάνουν για να υπερασπίσουν τον πολιτισμό, την πατρίδα και το Θεό.

19. Ο Κάρλ Λίμπκνεχτ (1871-1919) ήταν ο Γερμανός επαναστάτης διεθνιστής που στάθηκε ακλόνητος μπροστά στη σοβινιστική πλημμυρίδα κατά την περίοδο του πολέμου. Η απάντηση που έδωσε στο στρατοδικείο, όταν τον καταδίκαζε σε καταναγκαστικά έργα, έμεινε αξεπέραστη για το θάρρος της: «Κανένας στρατηγός δεν ήταν ποτέ τόσο υπερήφανος για τη στολή του, όσο είμαι εγώ τώρα με την μπλούζα του καταδίκου». Δολοφονήθηκε το Γενάρη του 1919 μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, στην εξέγερση του Σπάρτακου στο Βερολίνο.

20. Λένιν, «Για την ήττα της κυβέρνησης της χώρας σου στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο», 1915. Είναι ένα ιδιαίτερο οξύ κείμενο στη λογική του.

21. Στη διαμάχη αυτή έχουν αναφερθεί αρκετοί συγγραφείς της εποχής μετά τον Β΄ ΠΠ: α) Hal Draper, «Lenin and the myth of revolutionary defeatism» (1953-54), β) Brian Pearce, «Lenin and Trotsky on Pacifism and Defeatism» (1961), γ) J.P. Joubert, «Revolutionary Defeatism» (1985), δ) Τ. Κλιφ, «Λένιν» (1997), ε) J. Riddell, «Two calls to struggle against World War 1» (2014).

22. α) Lenin, «Οn slogans» (1917), β) Derek Ford, «Μοre than words. Formulating slogans for the struggle» (2019).

23. Τα σοβιέτ ήταν εργατικά συμβούλια εκλεγμένα κατά περιοχές και συγκέντρωναν στα χέρια τους την οργάνωση και την περιφρούρηση της ζωής αυτών των περιοχών. Λειτουργούσαν ουσιαστικά σαν αντίβαρα του κράτους. Ήταν πάντα συνδεδεμένα με την άνοδο του επαναστατικού κινήματος. Για πρώτη φορά εμφανίσθηκαν στην επανάσταση του 1905 και αποτελούσαν το ανάλογο της Κομμούνας το 1871 στο Παρίσι. Για το φαινόμενο της δυαδικής εξουσίας, την ανταγωνιστική και ασταθή συνύπαρξη της προσωρινής κυβέρνησης και των σοβιέτ: α) Τρότσκι, «1905», β) Τζ. Ριντ, «Πώς λειτουργούν τα σοβιέτ», 1917, γ) Λένιν, «Για τη δυαδική εξουσία», 1917.

24. Το τσαρικό επιτελείο στρατού, που είχε μείνει άθικτο παρά τη συνωμοσία Κορνίλοφ, επέλεξε για τιμωρία της επανάστασης την στρατιωτική ήττα. Το παράδειγμα της Ρίγα ήταν το πιο χαρακτηριστικό. Η Ρίγα ήταν μια Λετονική πόλη αλλά με πολυεθνικό χαρακτήρα (είχε μεγάλα ποσοστά Εβραίων, Γερμανών και Ρώσων) αλλά επίσης ήταν ένα από τα πιο ισχυρά προπύργια του μπολσεβικισμού. Αφού πρώτα άδειασαν την άμυνα της πόλης από πυροβολικό και εφόδια, στη συνέχεια αποχώρησαν όλοι οι αξιωματικοί. Η επίθεση του γερμανικού στρατού στόχευε στην περικύκλωση μιας ολόκληρης ρωσικής στρατιάς. Την υποχώρησή της ανέλαβαν να καλύψουν Λετονοί πεζικάριοι, στους οποίους είχε μεγάλη επιρροή ο μπολσεβικισμός. Η περικύκλωση δεν πέτυχε αλλά αποδεκατίστηκε το Λετονικό πεζικό. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα, οι ρόλοι μεταξύ «προδότη» και «πατριώτη» αντιστράφηκαν. Οι τσαρικοί αξιωματικοί προτίμησαν την ήττα και μέσω της ήττας να μπορέσουν αργότερα να επικρατήσουν στην πόλη με την συνεργασία του γερμανικού στρατού. Ήταν «επανάληψη» της εμπειρίας της Κομμούνας το 1871. Αυτή η στάση περιγράφεται σαν αντιδραστικός ντεφετισμός.

25. Πρόταση για μια δίκαιη και δημοκρατική ειρήνη. Απόφαση που πήρε το 2ο συνέδριο των σοβιέτ (Οκτώβρης 1917).

Συντάκτης
Παναγιώτης Λίλλης