Απέναντι στην κλιματική κρίση, δεν «είμαστε όλοι μαζί». Οι καπιταλιστές ετοιμάζουν τις δικές τους απαντήσεις στις συνέπειές της, που περιλαμβάνουν περισσότερο πόλεμο, ρατσισμό και αυταρχισμό. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο σάιτ Red Flag και τη μετάφραση έκανε ο Πάνος Πέτρου. Ο Τζέιμς Πλέστεντ είναι μέλος της Socialist Alternative στην Αυστραλία. Αρθρογραφεί συστηματικά για ζητήματα οικολογίας και περιβάλλοντος.
Η κλιματική κρίση δεν είναι μια μακρινή προοπτική την οποία πρέπει να αγωνιστούμε για να αποτρέψουμε. Είναι μια πραγματικότητα που ξεδιπλώνεται ήδη. Είναι η ένταση των «ακραίων» καιρικών φαινομένων –οι κυκλώνες, καταιγίδες και πλημμύρες, οι ξηρασίες και τα θανατηφόρα κύματα καύσωνα. Είναι τα φλεγόμενα δάση στην Αυστραλία, τον Αμαζόνιο, την Ινδονησία, τη Σιβηρία, τον Καναδά και την Καλιφόρνια. Είναι οι πάγοι που λιώνουν, οι παγωμένοι όγκοι στα βουνά που υποχωρούν, οι θάλασσες όπου αυξάνεται η στάθμη. Είναι η καταστροφή του οικοσυστήματος και οι κατεστραμμένες καλλιέργειες. Είναι η έλλειψη πόρων που διευρύνει την πείνα και τη δίψα. Είναι ζωές και κοινότητες που καταστρέφονται και εκατομμύρια άνθρωποι που υποχρεώνονται να μεταναστεύσουν.
Αυτή η κρίση κλιμακώνεται με τρομακτικούς ρυθμούς. Κάθε χρόνο καταγράφονται νέα ρεκόρ στη θερμοκρασία. Κάθε μέρα καταγράφονται νέες καταστροφές. Στην Αυστραλία ζούμε ένα καλοκαίρι φωτιάς και σκόνης. Θερμοί άνεμοι από την έρημο σηκώνουν σκόνη από το ξηρό τοπίο και σκεπάζουν με αυτή πόλεις και χωριά, εκατοντάδες και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά. Κολπίσκοι και ποτάμια «ψήνονται» μέχρι που στεγνώνουν. Οι πόλεις μας έχουν τυλιχτεί από τους καπνούς των μεγα-πυρκαγιών που καίνε επί βδομάδες και στις πιο ζεστές μέρες, με τους δυνατότερους ανέμους, οι φλόγες τους θεριεύουν, καταπίνοντας τα πάντα στο πέρασμά τους.
Καταλαβαίνουν οι άρχοντες –οι πολιτικές ηγεσίες και οι επιχειρηματικές ελίτ που, πίσω από το προσωπείο της δημοκρατίας, παίρνουν τις σημαντικές αποφάσεις για την κοινωνία μας– τον κίνδυνο τον οποίο αντιμετωπίζουμε;
Επιφανειακά δείχνουν να μην ανησυχούν. Το Σεπτέμβρη, αμέσως μετά τη συμμετοχή εκατομμυρίων μαθητών στην παγκόσμια απεργία για το κλίμα και την ομιλία της Γκρέτα Τούνμπεργκ στον ΟΗΕ, που έγινε γνωστή από την ατάκα της «Πώς τολμάτε!», ο πρωθυπουργός Σκοτ Μόρισον αντέδρασε προειδοποιώντας «ενάντια στο να ενισχύουμε τα άγχη των παιδιών». Και το Νοέμβρη, όταν καταστράφηκαν εκατοντάδες σπίτια και πέθαναν 4 άνθρωποι από πυρκαγιές στο New South Wales και το Queensland, είπε στο ABC ότι «δεν υπάρχουν στοιχεία» για την ευθύνη σε αυτό των εκπομπών αερίων της Αυστραλίας και ότι «κάνουμε αυτό που μας αναλογεί» στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής.
Είναι ο Μόρισον ηλίθιος; Ώρες-ώρες μοιάζει λες και τα λόγια του έχουν αποκοπεί από την πραγματικότητα και εκτοξεύονται ανεξέλεγκτα σε μια δίνη παραλογισμού. Καθώς αυξάνονται διαρκώς οι εμπειρίες και τα στοιχεία για την καταστροφή που προκαλεί η κλιματική αλλαγή στην Αυστραλία και τον πλανήτη, αυξάνεται και η απόσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη ρητορική συντηρητικών υποστηρικτών του γαιάνθρακα όπως ο Μόρισον, απόσταση που εξελίσσεται σε αγεφύρωτο χάσμα.
Αλλά κάτι δεν πάει καλά με αυτή την περιγραφή. Θα ήταν διαζύγιο με τη λογική αν πιστέψουμε ότι κάποιος που κατέχει τη θέση του Μόρισον θα μπορούσε να έχει πραγματικά άγνοια για τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής. Ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας είναι ένας από τους πιο καλά ενημερωμένους ανθρώπους στον πλανήτη, με χιλιάδες υπαλλήλους στη διάθεσή του για να τον ενημερώνουν ανά πάσα στιγμή για τις τελευταίες εξελίξεις στην κλιματική επιστήμη ή και για οποιονδήποτε άλλο τομέα θα ήθελε να γνωρίζει.
Η μόνη λογική εξήγηση είναι ότι ο Μόρισον και οι όμοιοί του γνωρίζουν τους κινδύνους που δημιουργεί η κλιματική αλλαγή, αλλά επιλέγουν να δρουν λες και δεν γνωρίζουν. Φαινομενικά μοιάζει με παράλογη στάση. Αλλά θα ήταν πιο ακριβές να την περιγράψουμε ως μοχθηρή. Ο Μόρισον είναι αρκετά έξυπνος για να καταλάβει ότι κάθε ειλικρινής προσπάθεια για να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση θα περιλαμβάνει μια αμφισβήτηση του συστήματος του καπιταλισμού και της ελεύθερης αγοράς, το οποίο έχει σκοπό της ζωής του να υπερασπίζεται. Και έκανε την επιλογή να υπερασπιστεί το σύστημα.
Ο Μόρισον και άλλα μέλη της παγκόσμιας πολιτικής και επιχειρηματικής ελίτ έχουν κάνει την επιλογή να χτίσουν ένα μέλλον στο οποίο ο καπιταλισμός θα επιβιώσει, ακόμα κι αν φέρει καταστροφές σε κλίμακα που δεν μπορούμε ούτε να φανταστούμε. Είναι σαν άγγελοι του θανάτου, πρόθυμοι να παρακολουθούν τον πλανήτη να φλέγεται και εκατομμύρια ανθρώπους να καίγονται μαζί του, αν μπορούν να διασφαλίσουν για τους εαυτούς τους το ουράνιο βασίλειο ενός συστήματος που τους έχει προσφέρει ανείπωτα πλούτη. Αυτή είναι μια φόρμουλα που ο Μόρισον, ένας Ευαγγελικός Χριστιανός, θα μπορούσε να καταλάβει. Αυτό που ίσως θα του ήταν πιο δύσκολο να αντιληφθεί είναι ότι στέκεται στη λάθος πλευρά της ιστορίας.
Αν σκεφτούμε έτσι, όλα γίνονται πιο καθαρά. Απέναντι στην κλιματική κρίση, η βασική προτεραιότητα της παγκόσμιας άρχουσας τάξης και του πολιτικού της προσωπικού είναι να οχυρώσουν τους εαυτούς τους. Δημοσίως, λένε στους μαθητές να μην ανησυχούν για το μέλλον. Αλλά παρασκηνιακά –στα κυβερνητικά γραφεία, στις αίθουσες διοικητικών συμβουλίων, στις βίλες και στα στρατιωτικά επιτελεία– εργάζονται πολύ σκληρά, σχεδιάζοντας ένα μέλλον στο οποίο θα μπορέσουν να διατηρήσουν την εξουσία και τα προνόμιά τους, μέσα στο χάος και την καταστροφή του φλεγόμενου πλανήτη γύρω τους.
Δεν είμαστε «όλοι μαζί σε αυτό», όπως ισχυρίζονται κάποιοι στο οικολογικό κίνημα. Υπάρχουν πολλοί τρόποι με τους οποίους η πλούσια μειοψηφία στην κορυφή της κοινωνίας είναι ήδη προστατευμένη από τις χειρότερες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Οι μεγάλες εταιρείες αντέχουν να δαπανήσουν εκατομμύρια για να περιορίσουν τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής –διασφαλίζοντας ότι τα περιουσιακά τους στοιχεία θα προστατευτούν, ώστε να συνεχίσουν να λειτουργούν οι επιχειρήσεις τους ακόμα και στη διάρκεια μιας μεγάλης καταστροφής. Οι επιχειρήσεις, όπως και οι πλούσιοι ως άτομα, μπορούν επίσης να προστατευτούν, αντέχοντας το κόστος πολιτικών ασφάλισης που θα τους αποζημιώνουν πλήρως, αν καταστραφεί η περιουσία τους από πλημμύρες, φωτιές ή άλλες καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα.
Οι πλούσιοι είναι προστατευμένοι από την κλιματική αλλαγή ακόμα και σε ένα πιο καθημερινό επίπεδο. Τείνουν να ζουν στα πιο «πράσινα» προάστια, μέσα σε μεγάλα σπίτια με απολύτως ελεγχόμενο κλίμα. Δεν υποβάλλονται σε μεγάλες μετακινήσεις για τη δουλειά τους, η οποία επίσης συνήθως είναι στα πιο άνετα, κλιματιζόμενα κτίρια. Δεν είναι αυτοί που δουλεύουν σε χωράφια και οικοδομές, σε εργοστάσια και αποθήκες –αντιμετωπίζοντας την αυξανόμενη συχνότητα του θερινού καύσωνα. Δεν είναι αυτοί που ζουν σε σπίτια χωρίς κλιματισμό, ιδρώνοντας στις αποπνικτικές θερινές νύχτες. Έχουν πισίνες και προσεγμένα γρασίδια και έχουν τα χρήματα να αγοράσουν και να συντηρήσουν δικές τους μεγάλες δεξαμενές νερού για να κρατάνε τους κήπους πράσινους στη διάρκεια των θερμών, ξηρών μηνών του καλοκαιριού.
Τι ισχύει όμως στα πιο ακραία σενάρια, όπου ακόμα και οι λεγόμενες «φυσικές άμυνες» που απολαμβάνουν οι πλούσιοι, θα είναι έτοιμες να καταρρεύσουν; Τι συμβαίνει, όταν οι πυρκαγιές καταφτάνουν στα εξοχικά τους ή όταν οι θάλασσες απειλούν τα σπίτια τους στις παραλίες; Όπως αποδεικνύεται, το χρήμα μπορεί να πετύχει πολλά. Για παράδειγμα, το Νοέμβρη του 2018, όταν τεράστιες περιοχές της Καλιφόρνιας είχαν τυλιχτεί στις φλόγες και πάνω από 100 άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί, ο Κάνιε Γουέστ και η Κιμ Καρντάσιαν προσέλαβαν ένα δικό τους, προσωπικό πυροσβεστικό πλήρωμα για να διασώσει τη βίλα τους στο Calabasas, αξίας 50 εκατομμυρίων δολαρίων. Όταν ο Τυφώνας Κατρίνα χτύπησε τη Νέα Ορλεάνη το 2005, οι πλουσιότεροι κάτοικοι της πόλης μπόρεσαν να την εγκαταλείψουν πολύ έγκαιρα και στη συνέχεια προσέλαβαν έναν ιδιωτικό στρατό φρουρών από εταιρίες όπως η Blackwater για να προστατεύσουν τα σπίτια και τις περιουσίες τους από τις μάζες των φτωχών, κυρίως μαύρων, κατοίκων που είχαν μείνει πίσω. Ο ερευνητικός δημοσιογράφος Τζέρεμι Σκάχιλ πήγε στην πόλη αμέσως μετά τον τυφώνα και είδε από κοντά το στρατιωτικοποιημένο και φυλετικό χαρακτήρα της απάντησής τους.
Ένας εργολάβος στον τομέα της ασφάλειας, που είχε προσληφθεί από τοπικό επιχειρηματία, είπε στον Σκάχιλ ότι η ομάδα του είχε δεχτεί σφαίρες από «μαύρους συμμορίτες» και ως αντίδραση «εξαπολύσαμε ένα μπαράζ πυρών προς τη γενική κατεύθυνση αυτών, που μάλλον είχαν πυροβολήσει… Μετά από αυτό, το μόνο που άκουσα ήταν θρήνοι και κραυγές, οπότε σταματήσαμε τους πυροβολισμούς. Και αυτό ήταν. Αρκετά είπα».
Στην καταστροφή, η αντίδραση των πλουσίων δεν ήταν να συνεργαστούν με άλλους για να διασφαλίσουν τη συλλογική ασφάλεια όλων των θυμάτων. Ήταν να χρησιμοποιήσουν όλους τους πόρους που είχαν στη διάθεσή τους, για να προστατεύσουν τους εαυτούς τους και τις ιδιοκτησίες τους. Στη Νέα Ορλεάνη, αυτή η προστασία πήρε όλο και περισσότερο τη μορφή της ένοπλης βίας ενάντια στους λιγότερο προνομιούχους –τους ανθρώπους των οποίων η απελπισία εκτιμούσαν ότι θα μπορούσε να τους μετατρέψει σε απειλή.
Οι υπερ-πλούσιοι που σκέφτονται πριν τα γεγονότα, γνωρίζουν ότι οδεύουμε προς ένα μέλλον οικολογικής και κοινωνικής κατάρρευσης. Και είναι πρόθυμοι να παραμείνουν ένα βήμα μπροστά από όλους, επενδύοντας από σήμερα σε μεθόδους που θα χρειαστούν για να επιβιώσουν.
Ο θεωρητικός των μίντια και φουτουριστής Ντάγκλας Ράσκοφ, γράφοντας στον Guardian το 2018, ανέφερε την εμπειρία που είχε, όταν πληρώθηκε ένα ποσό ίσο με όσα βγάζει σε 6 μήνες για μια ομιλία σε «ένα υπερ-πολυτελές ιδιωτικό θέρετρο… για το ζήτημα του “μέλλοντος της τεχνολογίας”». Περίμενε να δει ένα δωμάτιο γεμάτο τραπεζίτες και επενδυτές. Αλλά όταν έφτασε, τον σύστησαν σε «5 υπερ-πλούσιους τύπους… από την ανώτερη κλίκα του κόσμου των hedge funds».
Γράφει ο Ράσκοφ:
«Μετά από λίγη χαλαρή κουβέντα, συνειδητοποίησα ότι δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για τις πληροφορίες που είχα ετοιμάσει να παρουσιάσω για το μέλλον της τεχνολογίας. Είχαν έρθει με δικές τους έτοιμες ερωτήσεις… Ποια περιοχή θα επηρεαστεί λιγότερο από την επερχόμενη κλιματική κρίση; Η Νέα Ζηλανδία ή η Αλάσκα;… Τελικά, ο CEO ενός μεσιτικού γραφείου μου εξήγησε ότι είχε σχεδόν ολοκληρώσει την κατασκευή ενός προσωπικού του υπόγειου συστήματος καταφυγίων και ρώτησε: “Πώς θα διατηρώ την εξουσία πάνω στις δυνάμεις ασφαλείας μου μετά το Γεγονός;”.
Το Γεγονός. Αυτός ήταν ο ευφημισμός που χρησιμοποιούσαν για την περιβαλλοντική κατάρρευση, την κοινωνική αναταραχή, την πυρηνική έκρηξη, τον ανεξέλεγκτο ιό, ή ένα ρομποτικό χακάρισμα που καταστρέφει τα πάντα… Γνώριζαν ότι θα χρειαστούν ένοπλοι φρουροί για να προστατέψουν τα οχυρά τους από τον εξαγριωμένο όχλο. Αλλά πώς θα πληρώνουν τους φρουρούς, από τη στιγμή που το χρήμα θα έχανε την αξία του; Τι θα εμπόδιζε τους φρουρούς να επιλέξουν έναν δικό τους ηγέτη; Οι δισεκατομμυριούχοι σκέφτονταν να χρησιμοποιήσουν ειδικές κλειδαριές για τα αποθέματα τροφίμων, με κωδικούς που θα γνωρίζουν μόνο αυτοί. Ή να υποχρεώσουν τους φρουρούς να φορέσουν κάποιου τύπου πειθαρχικά κολάρα, με αντάλλαγμα την επιβίωσή τους».
Υπάρχει λόγος που τέτοιες συζητήσεις γίνονται μόνο πίσω από κλειστές πόρτες. Αν το σχέδιό σου είναι να αφήσεις τον πλανήτη να κατρακυλήσει προς το μαζικό θάνατο και τις καταστροφές ενώ εσύ θα αναδιπλώνεσαι σε ένα καταφύγιο στα νησιά νότια της Νέας Ζηλανδίας ή κάποια άλλη απομονωμένη περιοχή για να ζήσεις το υπόλοιπο της ζωής σου με άνεση, προστατευμένος από ένοπλους φρουρούς των οποίων την αφοσίωση εξασφαλίζεις με απειλή θανάτου, δεν είναι πολύ πιθανό να κερδίσεις κοινωνική υποστήριξη.
Είναι προτιμότερο να κρατάς χαμηλά τις ιστορίες για στρατιωτικοποιημένα καταφύγια και να κάνεις τους ανθρώπους να πιστεύουν ότι «είμαστε όλοι μαζί σε αυτό» και ότι, αν εγκαταστήσουμε ηλιακούς θερμοσίφωνες, ανακυκλώνουμε περισσότερο και πάμε με τα ποδήλατα στη δουλειά, θα αντιστρέψουμε την πορεία και θα βαδίσουμε αγκαλιασμένοι σε ένα χαρούμενο και βιώσιμο μέλλον.
Οι πλούσιοι δεν στηρίζονται μόνο στους εαυτούς τους. Ο πιο ισχυρός και καλά εξοπλισμένος προστάτης τους είναι το καπιταλιστικό κράτος, στο οποίο στηρίζονται για να προωθεί τα συμφέροντά τους, ακόμα κι όταν αυτά έρχονται σε σύγκρουση με την ανάγκη να διατηρηθεί ένα είδος πολιτισμού. Τότε είναι που εμφανίζονται στη σκηνή άνθρωποι όπως ο Μόρισον. Είναι αυτοί που έχουν εξουσιοδοτηθεί με το καθήκον, όπως το έθετε ο Μαρξ στο Κομουνιστικό Μανιφέστο, «να διαχειρίζονται τις κοινές υποθέσεις του συνόλου της αστικής τάξης».
Στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής, αυτό σημαίνει να πάρουν τα αναγκαία μέτρα, ώστε να διασφαλιστεί η συνέχεια της δυνατότητας της καπιταλιστικής τάξης να κερδοφορεί, ακόμα κι αν ο πλανήτης καταρρέει σε οικολογική διάλυση και κοινωνικό χάος. Υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους η Αυστραλία και άλλες παγκόσμιες δυνάμεις εργάζονται προς αυτό το σκοπό.
Πρώτον, χτίζουν τη στρατιωτική τους ισχύ –ξοδεύουν δισεκατομμύρια δολάρια για να διασφαλίσουν ότι έχουν τα καλύτερα μέσα καταστροφής στη διάθεσή τους, ώστε να μπορούν να προβάλουν τη δύναμή τους σε έναν όλο και πιο ασταθή κόσμο.
Δεύτερον, χτίζουν τείχη και βάρβαρα καθεστώτα κράτησης για να διασφαλίσουν ότι τα σύνορα θα μπορούν να τα περάσουν μόνο αυτοί που κρίνονται αναγκαίοι για τις απαιτήσεις της κερδοφορίας.
Τρίτον, ενισχύουν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, περνώντας νόμους κατά των διαδηλωτών, διευρύνοντας τις εξουσίες της αστυνομίας και παραχωρώντας της καινούργιες, για να συμβάλει στο τσάκισμα κάθε αμφισβήτησης στο εσωτερικό.
Τα στρατιωτικά επιτελεία έχουν επίγνωση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής εδώ και πολύ καιρό. Από το 2003 ακόμα, σε μια αναφορά για χρήση του Πενταγώνου, οι Αμερικανοί ερευνητές Πίτερ Σβαρτς και Νταγκ Ράνταλ ισχυρίστηκαν ότι:
«η βία και η αναταραχή που προκύπτουν από τις εντάσεις που δημιουργούν απότομες αλλαγές στο κλίμα, αποτελούν ένα διαφορετικό είδος απειλής για την εθνική ασφάλεια σε σχέση με αυτά που έχουμε συνηθίσει μέχρι σήμερα. Η στρατιωτική αντιπαράθεση μπορεί να πυροδοτηθεί από την απεγνωσμένη ανάγκη για φυσικούς πόρους όπως η ενέργεια, η τροφή και το νερό, και όχι από συγκρούσεις για ιδεολογίες, θρησκείες ή την τιμή του έθνους. Η αλλαγή στα κίνητρα των συγκρούσεων θα μπορούσε να επιφέρει αλλαγές στο ποιες χώρες θεωρούνται πιο ευάλωτες, αλλά και στο ποια θεωρούμε προειδοποιητικά σημάδια για απειλές στην ασφάλεια».
Πιο πρόσφατα, το 2015, ένα μνημόνιο του αμερικανικού υπουργείου Άμυνας προς το Κογκρέσο έγραφε:
«Η κλιματική αλλαγή είναι μια επείγουσα κι αυξανόμενη απειλή για την εθνική ασφάλεια, καθώς συμβάλλει σε εντεινόμενες φυσικές καταστροφές, προσφυγικές ροές και συγκρούσεις για βασικούς πόρους όπως η τροφή και το νερό. Αυτές οι συνέπειες εξελίσσονται ήδη και προβλέπεται ότι η έκταση, η κλίμακα και η έντασή τους θα αυξάνονται με τον καιρό».
Ο Αυστραλιανός στρατός επίσης προετοιμάζεται από καιρό για ένα όλο και πιο ασταθές γεωπολιτικό περιβάλλον εξαιτίας, εν μέρει, των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Ένα κείμενο παρουσίασης της μακροπρόθεσμης στρατηγικής του υπουργείου Άμυνας το 2009 περιλάμβανε το κεφάλαιο «Νέα Προβλήματα Ασφαλείας: Κλιματική Αλλαγή και Έλλειψη Πόρων», το οποίο υπογράμμιζε την ευάλωτη κατάσταση πολλών χωρών στην περιοχή μας. Το κείμενο συνέδεε ρητά αυτές τις χώρες με μια πιθανή αύξηση «απειλών επικίνδυνων προς τα συμφέροντά μας» και εισηγούνταν την ανάγκη μιας ανάλογης ενίσχυσης των στρατιωτικών δυνατοτήτων της χώρας. Μια έρευνα της Γερουσίας για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην «εθνική ασφάλεια» το 2018 κατάληξε σε ανάλογα συμπεράσματα.
Συχνά οι συζητήσεις για τη στρατιωτική ετοιμότητα παρουσιάζονται με τους όρους της αυξημένης συμβολής της σε αναγκαία έργα, σε αντιμετώπιση καταστροφών κ.ο.κ. Αλλά η πρακτική του στρατού των ΗΠΑ, της Αυστραλίας και άλλων δυνάμεων, κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, δεν αφήνει πολλά περιθώρια αμφιβολιών για τον ρόλο που θα παίξουν. Όταν δεν εισβάλουν σε χώρες στην άλλη άκρη του κόσμου –σκοτώνοντας εκατοντάδες χιλιάδες, ισοπεδώνοντας πόλεις, φυλακίζοντας και βασανίζοντας όποιον τους αντιστέκεται– για να διασφαλίσουν πρόσβαση σε ορυκτά καύσιμα, δρουν ως δύναμη επιβολής των καπιταλιστικών συμφερόντων πιο κοντά στο εσωτερικό της χώρας.
Η αντίδραση στον Τυφώνα Κατρίνα, το 2005, είναι ένα καλό παράδειγμα. Όταν οι στρατιώτες της Αμερικανικής Εθνοφρουράς κινητοποιήθηκαν στο πλευρό των ιδιωτικών εταιριών ασφαλείας για την αποκατάσταση της «ασφάλειας», μέσα στο θάνατο και την καταστροφή μετά τον τυφώνα, το στρατιωτικό περιοδικό Army Times περιέγραψε την αποστολή τους ως καταστολή «μιας εξέγερσης στην πόλη». Το άρθρο παρέθετε τα λόγια του ταξίαρχου Γκάρι Τζόουνς:
«Εκεί κάτω θα μοιάζει με Μικρή Σομαλία. Θα βγούμε εκεί έξω και θα ανακαταλάβουμε την πόλη. Πρόκειται για μια επιχείρηση μάχης προκειμένου να τεθεί η πόλη υπό έλεγχο».
Μια παρόμοια δυναμική ξετυλίχθηκε στην Αυστραλία το 2007, όταν η κυβέρνηση Χάουαρντ έστειλε το στρατό για να αποκαταστήσει την «τάξη» στις απομακρυσμένες ιθαγενικές κοινότητες, στα πλαίσια της ρατσιστικής καμπάνιας «Παρέμβαση στις Βόρειες Περιοχές».
Η ιδέα ότι ο στρατός θα μπορούσε να αποτελέσει μια δύναμη του καλού σε ένα πλαίσιο περιβαλλοντικής καταστροφής και κοινωνικής κατάρρευσης είναι για γέλια. Όποια ρητορική κι αν χρησιμοποιεί το κράτος, ο ρόλος του στρατού είναι να προστατεύει τα συμφέροντα της καπιταλιστικής τάξης ενός έθνους μέσα στον παγκόσμιο ανταγωνισμό για πόρους και αγορές.
Ο αρθρογράφος των New York Times, Τόμας Φρίντμαν, είχε δίκιο, όταν ισχυριζόταν το 1999:
«Το αόρατο χέρι της αγοράς δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς μια αόρατη γροθιά: η McDonalds δεν μπορεί να ανθίσει χωρίς τη McDonell Douglas, που σχεδιάζει τα F15 της αμερικανικής αεροπορίας. Και η αόρατη γροθιά που διατηρεί τον πλανήτη ασφαλή για την άνθιση των τεχνολογιών της Σίλικον Βάλεϊ λέγεται Αμερικανικός Στρατός, Αεροπορία, Ναυτικό και Σώμα Πεζοναυτών».
Ο στρατός είναι σαν μια συμμορία γκάγκστερ που υπερασπίζει τα συμφέροντα του καπιταλισμού. Και στο μέλλον το πιθανότερο είναι να διπλασιάσει την αγριότητά του.
Ένας άλλος τρόπος με τον οποίο τα πιο ισχυρά καπιταλιστικά κράτη του κόσμου προετοιμάζονται για την κλιματική καταστροφή είναι ενισχύοντας θηριωδώς αυτό που κατ’ ευφημισμό αποκαλείται «ασφάλεια των συνόρων».
Το 2019, η Γερμανία γιόρτασε τα 30 χρόνια από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, ένα γεγονός το οποίο υποτίθεται ότι οδήγησε σε μια νέα εποχή ελευθερίας και δημοκρατίας. Στα χρόνια μετά το 1989, τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν χτίσει περίπου 1.000 χιλιόμετρα νέων συνοριακών τειχών και φραχτών –έξι φορές το μήκος του μισητού συμβόλου του ολοκληρωτισμού στο Βερολίνο. Τα περισσότερα από αυτά χτίστηκαν μετά το 2015, όταν εκατομμύρια Σύριοι υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να αναζητήσουν καταφύγιο στην Ευρώπη εν μέσω ενός άγριου εμφυλίου πολέμου.
Μια αναφορά του 2018 από την Παγκόσμια Τράπεζα, με τίτλο «Προετοιμασία για Κλιματική Μετανάστευση», εντόπισε ότι τρεις περιοχές (Λατινική Αμερική, υποσαχάρια Αφρική και νοτιοανατολική Ασία) είναι πιθανό να παράξουν 143 εκατομμύρια κλιματικούς μετανάστες ως το 2050. Η κοντινή γειτονιά της Αυστραλίας θα θιγεί με δριμύτητα, καθώς αρκετά νησιωτικά κράτη του Ειρηνικού προβλέπεται ότι θα βυθιστούν τελείως στις θάλασσες.
Απέναντι στον σχετικά μικρό αριθμό προσφύγων που κατάφεραν να φτάσουν με βάρκες ως την Αυστραλία μέσα στις τελευταίες δεκαετίες, η αυστραλιανή κυβέρνηση έχει ήδη εγκαθιδρύσει ένα από τα πιο βάρβαρα καθεστώτα κράτησης παγκοσμίως. Άλλες κυβερνήσεις ακολουθούν τώρα τα χνάρια της.
Τα μέτρα που παρουσιάσαμε ως τώρα ήταν αυτά που στρέφονται κυρίως προς το εξωτερικό, από τα κράτη που επιδιώκουν να υπερασπιστούν τα συμφέροντα της αστικής τους τάξης στη διεθνή σφαίρα. Αυτά εν μέρει βοηθάνε στη δημιουργία μιας ψυχολογίας «εμείς ενάντια σε αυτούς» στον εγχώριο πληθυσμό. Στην Αυστραλία αυτό υπήρξε βασικός ισχυρισμός τόσο των Εργατικών όσο και των Φιλελεύθερων κυβερνήσεων εδώ και δεκαετίες: η ιδέα ότι ο έξω κόσμος είναι επικίνδυνος, γεμάτος τρομοκράτες και άλλους μοχθηρούς ανθρώπους από τους οποίους θα μας προστατεύσει η κυβέρνηση, την οποία πρέπει να εμπιστευόμαστε.
Στο περιβάλλον της αυξανόμενης παγκόσμιας αστάθειας, που σχετίζεται με την κλιματική αλλαγή, μπορούμε να περιμένουμε ότι οι κυβερνήσεις παντού θα υπερθεματίσουν σε αυτές τις ξενοφοβικές εκστρατείες τρομοκράτησης. Θα πρέπει να αντισταθούμε σε κάθε βήμα αυτής της προσπάθειας. Όχι μόνο για χάρη εκείνων των «άλλων» –των αμάχων στο Αφγανιστάν, των φυλακισμένων προσφύγων στο νησί Μανούς κ.ο.κ.– των οποίων τις ζωές καταστρέφει η κυβέρνηση στο όνομα της ασφάλειάς μας. Αλλά και γιατί ο ρατσιστικός φόβος για τον ξένο, που προωθείται από τις κυβερνήσεις, έχει σχεδιαστεί σε μεγάλο βαθμό για να αποσπάσει την προσοχή μας από τον όλο και πιο άμεσο και ανοιχτό πόλεμο που διεξάγουν ενάντια στον «άλλο» και εντός των συνόρων.
Στα χρόνια μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη του 2001, οι δυτικές κυβερνήσεις επέκτειναν κι ενίσχυσαν τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους. Σήμερα βλέπουμε –όπως προέβλεπαν πολλοί– το πώς η επίθεση ενάντια σε βασικές ελευθερίες που ξετυλίχτηκε στο όνομα του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας», δημιούργησε μια νέα κανονικότητα, όπου όποιος εναντιώνεται στους στόχους της κυβέρνησης γίνεται στόχος. Οικολόγοι διαδηλωτές και όποιος άλλος υψώνει ανάστημα ενάντια στην καταστροφική νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων, βρίσκεται πλέον στο στόχαστρό τους.
Στις ΗΠΑ, η μάχη για να σταματήσει η κατασκευή του πετρελαιαγωγού Dakota Access, προσφέρει το πιο ακραίο παράδειγμα μέχρι σήμερα. Το Νοέμβρη του 2016, ο ιθαγενικός αποκλεισμός του Standing Rock έσπασε από μια αστυνομική επιχείρηση που ήταν τόσο βαριά στρατιωτικοποιημένη, ώστε να μοιάζει βγαλμένη από την εισβολή στο Ιράκ. Σε θερμοκρασίες υπό του μηδενός, οι ιθαγενείς που κρατούσαν τα μπλόκα, δέχτηκαν επίθεση από κανόνια νερού, δακρυγόνα, πλαστικές σφαίρες και χειροβομβίδες κρότου-λάμψης. Εκατοντάδες τραυματίστηκαν και πολλοί κατέληξαν σε νοσοκομεία. Δύο γυναίκες, που συμμετείχαν στον αποκλεισμό και που αργότερα προκάλεσαν μικροκαταστροφές στον αγωγό, αντιμετωπίζουν σήμερα κατηγορίες που μπορούν να οδηγήσουν σε ποινές 110 χρόνων φυλάκισης.
Στην Αυστραλία, έχουμε δει ειρηνικούς διαδηλωτές, έξω από το Διεθνές Συνέδριο Πόρων και Εξορύξεων στη Μελβούρνη, να αντιμετωπίζουν ένα ασυνήθιστο επίπεδο αστυνομικής βίας και μαζικών συλλήψεων. Στο Κουίνσλαντ, η τοπική κυβέρνηση των Εργατικών έχει περάσει νέους νόμους που στοχοποιούν τους οικολόγους αγωνιστές. Στις αρχές Δεκέμβρη, 3 μέλη της συλλογικότητας Extinction Rebellion φυλακίστηκαν, όταν ένας δικαστής αρνήθηκε για αυτούς τη δυνατότητα εγγύησης –μια απόφαση χωρίς προηγούμενο, όσον αφορά υποθέσεις μη-βίαιης πολιτικής ανυπακοής.
Ίσως δεν υπάρχει καλύτερος συμβολισμός για το μέλλον στο οποίο μας οδηγούν οι άρχοντές μας, από μια φωτογραφία που τραβήχτηκε στη διάρκεια του Τυφώνα Σάντι το 2012: Ο ορίζοντας της Νέας Υόρκης είναι βυθισμένος στο σκοτάδι ενός γενικευμένου μπλακάουτ –όλος ο ορίζοντας εκτός από ένα κτίριο, το οποίο παραμένει πλήρως φωτισμένο σαν χριστουγεννιάτικο δέντρο. Αυτό το κτίριο ήταν τα κεντρικά γραφεία του τραπεζικού γίγαντα Goldman Sachs. Οχυρωμένη από βουνά σάκων άμμου και χρησιμοποιώντας εφεδρικές γεννήτριες, η εταιρία μπόρεσε να κρατήσει τα φώτα αναμμένα, και τα κέρδη της σε κίνηση, ακόμα κι όταν όλη η πόλη είχε κατακλυστεί από κύματα ύψους τριών μέτρων και νοσοκομεία, σχολεία, μετρό και υπηρεσίες είχαν υποχρεωθεί να κλείσουν.
Αν φανταστούμε αυτή τη φωτογραφία ως τον πλανήτη και το κτίριο της Goldman Sachs ως το επίχρυσο βασίλειο όπου ζουν οι υπερ-πλούσιοι του πλανήτη και η πολιτική τάξη που τους υπηρετεί, το μόνο που λείπει, είναι μερικοί βαριά οπλισμένοι φρουροί γύρω από το κτίριο, για να έχουμε μια πολύ καλή αίσθηση του τι μέλλον μας επιφυλάσσουν.
Η φαινομενική αδιαφορία των αρχόντων για την κλιματική αλλαγή είναι μια απάτη. Ελπίζουν ότι, αν μπορέσουν να αποφύγουν την αμφισβήτηση για αρκετό καιρό, θα καταφέρουν να χτίσουν αυτό το μέλλον –με ένα βάρβαρο βήμα κάθε φορά– ενώ δεν θα υπάρχει τίποτα που να μπορούμε να κάνουμε οι υπόλοιποι.
Πρέπει να παλέψουμε για κάτι διαφορετικό: ένα σύστημα, όπου η οικονομία δεν θα είναι μια καταστροφική μηχανή που αλέθει τους ανθρώπινους και φυσικούς πόρους για να παράξει υπερ-κέρδη για τους πλούσιους. Ένα σύστημα, όπου την παραγωγική ζωή της κοινωνίας διαχειρίζονται συλλογικά αυτοί που κάνουν όλη τη δουλειά, και όπου οι αποφάσεις δεν παίρνονται με βάση το συμφέρον του ιδιωτικού κέρδους, αλλά με βάση τα συμφέροντα των ανθρώπινων αναγκών.
Χρειαζόμαστε τον σοσιαλισμό –και η πάλη γι’ αυτόν είναι η μεγάλη πρόκληση της γενιάς μας. Το επίδικο δεν είναι τίποτα λιγότερο από την επιβίωση του ίδιου του πλανήτη.