Ο αγωνιστής της ιταλικής Αριστεράς, Αντονέλο Ζέκα, απαντάει σε ερωτήματα για τον χαρακτήρα της ιταλικής κυβέρνησης, το πολιτικό της πρόγραμμα, τις σχέσεις της με τις κοινωνικές τάξεις και τις προοπτικές της αντίστασης. Τη συνέντευξη πήρε ο Σωτήρης Μάρταλης, στα περιθώρια του συνεδρίου της Sinistra Anticapitalista στις 8-10 Φλεβάρη. Ο Αντονέλο Ζέκα είναι μέλος της Εθνικής Ηγεσίας της Sinistra
Anticapitalista
τεύχος
Πώς θα περιέγραφες την κυβερνητική συµµαχία; Δεν είναι σαν τις προηγούµενες δεξιές συγκυβερνήσεις, όπου η Λέγκα ήταν ο µικρός εταίρος του Μπερλουσκόνι. Η Λέγκα είναι πιο ισχυρή τώρα. Αλλά η ερώτηση αφορά επίσης το Κίνηµα Πέντε Αστέρων, που ισχυριζόταν ότι είναι πέρα από τη δεξιά και την αριστερά, ενώ πολλοί αναλυτές έτειναν να το βλέπουν σαν «προοδευτικό». Τι ισχύει; Συνεργάζονται οµαλά; Οι υποστηρικτικές των Πέντε Αστέρων το βρίσκουν εντάξει που το κόµµα τους συµµαχεί µε την ακροδεξιά;
Ο σηµερινός κυβερνητικός συνασπισµός στην Ιταλία δεν έχει καµιά σχέση µε τους προηγούµενους δεξιούς συνασπισµούς που διακυβέρνησαν πολλές φορές στο παρελθόν τη χώρα. Η Λέγκα ενισχύθηκε σε µια σχετικά σύντοµη χρονική περίοδο, επειδή κατάφερε να εκµεταλλευτεί αφενός την κρίση πολιτικής εκπροσώπησης της αστικής τάξης και αφετέρου την «αυτοκτονική» ήττα της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Βέβαια, η Λέγκα διατηρεί από καιρό στενούς δεσµούς µε συγκεκριµένες ισχυρές µερίδες της άρχουσας τάξης, ιδιαίτερα µε τον χρηµατοπιστωτικό και βιοµηχανικό κόσµο στη βόρεια Ιταλία. Επιπλέον έχει αξιοποιήσει την κυβερνητική ικανότητα που επέδειξε το πολιτικό της προσωπικό σε σηµαντικές πόλεις και περιφέρειες του βόρειου τµήµατος της χώρας. Μπορεί να χαρακτηριστεί ως νεοφιλελεύθερο λαϊκιστικό κόµµα, που προσοµοιάζει περισσότερο στον Μπολσονάρο και άλλους τέτοιους σχηµατισµούς από ό,τι στα «κλασσικά» λαϊκιστικά κόµµατα.
Το Κίνηµα Πέντε Αστέρων γεννήθηκε µέσα από το ίδιο πολιτικό κενό, το οποίο κατόρθωσε να εκµεταλλευτεί και η Λέγκα για να πετύχει την εντυπωσιακή της ενίσχυση. Οι πολιτικές του ρίζες βρίσκονται στα όλο και πιο περιθωριοποιούµενα και φτωχοποιούµενα στρώµατα της µικροαστικής τάξης και ιδιαίτερα στη νεολαία της, της οποίας οι προοπτικές κοινωνικής προόδου εµφανίζονται όλο και πιο ζοφερές σε σχέση µε των γονιών της. Υιοθέτησε κάποια από τα πιο σηµαντικά θέµατα της ατζέντας της Αριστεράς (όπως η οικολογία, η αντίσταση στις ιδιωτικοποιήσεις κλπ) και τα προσάρµοσε σε ένα γενικό πολιτικό πλαίσιο, του οποίου τα κεντρικά συνθήµατα ήταν «άµεση (ψηφιακή) δηµοκρατία» και «πάλη ενάντια στη διαφθορά», µε την έµφαση να δίνεται κυρίως στο δεύτερο. Ισχυρίζεται ότι αυτό που χρειάζεται για να ξαναβρεί το κράτος το δρόµο του είναι η εντιµότητα και ότι το µόνο που χρειάζεται για να ξανασταθεί στα πόδια της η Ιταλία είναι να τοποθετηθούν οι σωστοί άνθρωποι στις σωστές θέσεις.
Ταυτόχρονα, επιχειρούσαν να εντάξουν στο σχεδιασµό τους και την προσέλκυση ψηφοφόρων της Δεξιάς και της ακροδεξιάς, οι οποίοι έλκονταν από ένα πολιτικό αφήγηµα στο οποίο κυριαρχούσε το αίσθηµα εκδίκησης ενάντια στη λεγόµενη «κάστα των πολιτικών» και η τοποθέτηση «Ούτε Αριστερά, ούτε Δεξιά».
Για να µη µακρηγορώ, είναι ένα κόµµα του «λαϊκιστικού κέντρου», το οποίο γέρνει προς τα δεξιά και είναι διαταξικό.
Η συνεργασία µε τη Λέγκα είναι πάντως προβληµατική, µε δεδοµένες τις θεµελιώδεις διαφορές που υπάρχουν στις κοινωνικές τους αναφορές, οι οποίες δεν συµπίπτουν παρά µόνο εν µέρει, και στις πολιτικές τους ιδεολογίες. Έχουν διαφορετικά πολιτικά σχέδια –και οι εντάσεις εµφανίζονται στους τοµείς των µεγάλων έργων υποδοµών, στην κοινωνική πολιτική και αλλού– αν και στην πράξη αυτά δεν είναι «ασύµβατα». Οι υποστηρικτές των Πέντε Αστέρων δεν ενοχλήθηκαν από τη συµµαχία µε τη Λέγκα, στο βαθµό που µοιράζονται µε αυτήν κάποια βασικά στοιχεία, στα οποία στηρίζεται η αντιδραστική ηγεµονία που είναι σήµερα σε άνοδο στην Ιταλία. Με βασικότερο το αντιµεταναστευτικό αίσθηµα.
Η ακροδεξιά στην εξουσία είναι µια σχετικά νέα κατάσταση. Πώς λειτουργούν; «Θεσµοποιούνται»; Υπάρχει αντίκτυπος σε επίπεδο δράσης στο δρόµο; Είτε από την ίδια τη Λέγκα, είτε από άλλες πιο σκληροπυρηνικές νεοφασιστικές οµάδες; Και τι κάνουν άλλες ακροδεξιές δυνάµεις που έχουν εκλογική δύναµη, αλλά είναι εκτός κυβέρνησης, όπως οι Frateli d’ Italia;
Η Λέγκα, η οποία αυτή τη στιγµή είναι µε διαφορά η µεγαλύτερη ακροδεξιά δύναµη, δεν υπήρξε ποτέ δύναµη «µάχης στους δρόµους». Χτίστηκε µε τα χρόνια, συνδυάζοντας «τελετουργικές» διαδηλώσεις που στόχευαν να διαµορφώσουν την ταυτότητά της, µε µια πιο «ρουτινιάρικη» και «πεζή» διαχείριση των δηµοτικών συµβουλίων, την ίδια ώρα που ενίσχυε τους δεσµούς της µε τις καθεστωτικές δυνάµεις. Για να µην αναφερθούµε στην παλιότερη εµπειρία των κυβερνήσεων Μπερλουσκόνι ή τη συνεχιζόµενη ως σήµερα συµµαχία µε την παραδοσιακή κεντροδεξιά σε µια σειρά από σηµαντικά περιφερειακά συµβούλια.
Με µια έννοια, η Λέγκα είχε ήδη «θεσµοποιηθεί» πλήρως.
Ο αντίκτυπος στη δραστηριότητα σε επίπεδο δρόµου δεν ήταν εκτεταµένος. Ωστόσο, οι οργανωµένες ακροδεξιές οµάδες του περιθωρίου, αλλά πάνω απ’ όλα µεµονωµένα άτοµα ή οµάδες, έχουν αναθαρρήσει από την παρουσία στην κυβέρνηση του «επικεφαλής προστάτη τους». Ένιωσαν ότι έχουν επιτέλους την άδεια να παρενοχλούν και µερικές φορές να ξυλοκοπούν µετανάστες στους δρόµους. Σε τουλάχιστον ένα διαβόητο περιστατικό, που συνέβη πέρσι, ο νεοφασίστας και µέλος της Λέγκας, Τζιανλούκα Τραΐνι, βγήκε για δολοφονικό κυνήγι εναντίον µαύρων ανθρώπων στη Ματσεράτα, µια πόλη στην περιφέρεια Μάρτσε.
Πρόσφατα, στις εκλογές για την τοπική κυβέρνηση της περιφέρειας Αµπρούτσο, οι Fratelli d’ Italia σηµείωσαν εντυπωσιακή άνοδο από το 2,95% στις προηγούµενες τοπικές εκλογές στο 7% σήµερα. Είναι νωρίς για να εκτιµήσουµε αν αυτή η δυναµική θα επιβεβαιωθεί στις ερχόµενες ευρωεκλογές, αλλά, µε δεδοµένες τις επικρατούσες τάσεις, δεν αποκλείεται να συµβεί.
Υπήρξε πολύς θόρυβος γύρω από τη σύγκρουση µε τις Βρυξέλλες. Τι αφορά και πόσο σοβαρή είναι; Κάποιοι –ακόµα και στην Αριστερά– τείνουν να πιστεύουν ότι, αφού ο Σαλβίνι αµφισβητεί τους κανόνες της ΕΕ, κάτι καλό θα έχει ο προϋπολογισµός του ή θα αξίζει υποστήριξη. Ποια είναι η πραγµατικότητα της οικονοµικής πολιτικής και των σχέσεών του µε τους εργάτες, τα µεσοστρώµατα, τους µεγάλους καπιταλιστές;
Η σύγκρουση µε τις Βρυξέλλες ήταν περισσότερο µια καλά σχεδιασµένη θεατρική παράσταση, παρά µια πραγµατική αµφισβήτηση της δηµοσιονοµικής πειθαρχίας στην ΕΕ. Και η Λέγκα και το Κ5Α έκαναν µια προεκλογική εκστρατεία ενάντια στους «γραφειοκράτες» των Βρυξελλών και τους περιοριστικούς κανόνες της ΕΕ, φτάνοντας ακόµα και στο σηµείο να ανακοινώσουν ότι σύντοµα θα έµπαινε τέλος στην εποχή της λιτότητας. Έπρεπε µε κάποιον τρόπο να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των ψηφοφόρων τους, που αντανακλούσαν τις ανάγκες µικροαστικών στρωµάτων τα οποία αποτελούσαν την αυθεντική τους κοινωνική βάση, και ευρύτερων λαϊκών στρωµάτων που είχαν σιχαθεί τα πεπραγµένα αυτών που αντιλαµβάνονταν ως «Αριστερά», δηλαδή το Δηµοκρατικό Κόµµα. Από την άλλη, η κυβέρνηση δεν µπορούσε να πάει σε σύγκρουση µε τα συµφέροντα της µεγαλοαστικής τάξης και ήταν δεδοµένο ότι θα αναζητούσε µια συµφωνία που θα της επέτρεπε να διασώσει την εικόνα στους ψηφοφόρους της.
Παρότι η κυβέρνηση έκανε µεγάλο θόρυβο για µια υποτιθέµενη «νίκη ενάντια στην Κοµισιόν», όσον αφορά την αύξηση του ελλείµµατος ως ποσοστό του ΑΕΠ στο 2% περίπου, η πραγµατικότητα πίσω από αυτήν τη φάρσα είναι ότι συνεχίζονται τα πρωτογενή πλεονάσµατα. Επιπλέον, ο τελευταίος νόµος που αφορά τον προϋπολογισµό και πέρασε το Γενάρη, προβλέπει µια θηριώδη αύξηση του ΦΠΑ (στο 26,5%!) την επόµενη χρονιά, εφόσον η κυβέρνηση δεν πιάσει τους δηµοσιονοµικούς στόχους της. Εποµένως, είτε η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να περάσει νέο προϋπολογισµό, είτε να διεκπεραιώσει θηριώδεις περικοπές κοινωνικών δαπανών και ιδιωτικοποιήσεις. Η κυβέρνηση είχε «χώρο» για να περάσει µόνο δύο από τα εµβληµατικά µέτρα τα οποία είχε υποσχεθεί προεκλογικά: το «quota 100» και το «reddito di cittadinanza». Το πρώτο αφορά µια ψευδή µείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης, η οποία υποτίθεται ότι καταργεί την αντιµεταρρύθµιση που είχε περάσει η προηγούµενη κυβέρνηση του Δηµοκρατικού Κόµµατος (του νόµου Φορνέρο, όπως ονοµάστηκε από τον σχεδιαστή του). Αυτό το µέτρο όµως επιβάλει τεράστιες µειώσεις στο ποσό της σύνταξης, εάν ο/η συνταξιούχος αποφασίσει να συνταξιοδοτηθεί πρόωρα. Το δεύτερο δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα επίδοµα ανεργίας, σε αντάλλαγµα του οποίου ο άνεργος είναι υποχρεωµένος να αποδεχτεί οποιαδήποτε θέση εργασίας του προσφέρει αµοιβή ίση µε το επίδοµα. Δικαιούται να αρνηθεί ως τρεις προσφορές (η πρώτη είναι για εργασία σε απόσταση ως 100 χλµ. από τον τόπο διαµονής του, η δεύτερη πηγαίνει στα 250 χλµ. και η τρίτη τον στέλνει σε οποιοδήποτε σηµείο της χώρας). Το µέγιστο ποσό του επιδόµατος θα κινείται µεταξύ 500 και 780 ευρώ (το οποίο ούτως ή άλλως είναι κάτω από το όριο της σχετικής φτώχειας στην Ιταλία και κάτω από το όριο της απόλυτης φτώχειας σε κάποιες περιοχές της χώρας), ενώ ο άνεργος θα ελέγχεται αυστηρά ως προς το τι αγοράζει µε τα χρήµατα που παίρνει και θα εργάζεται υποχρεωτικά τουλάχιστον 8 ώρες τη βδοµάδα στις υπηρεσίες του Δήµου όπου είναι καταγεγραµµένος. Για να µην αναφέρουµε τη σκληρή ποινή (ως 6 χρόνια φυλάκιση), αν δώσει λάθος/ψευδείς πληροφορίες.
Τα κριτήρια πρόσβασης σε αυτό το επίδοµα είναι πάρα πολύ αυστηρά και δεν αποτελούν καν πρώτο βήµα αντιµετώπισης των συνθηκών σχετικής φτώχειας. Αυτό ίσως ωθήσει κάποιους να επιχειρήσουν να «ξεγελάσουν» τις Αρχές, προκειµένου να αποκτήσουν το επίδοµα, και εκεί έρχεται ο σκληρός (για τους φτωχούς) πέλεκυς του νόµου… Από την άλλη, το Υπουργείο Εργασίας και Οικονοµικής Ανάπτυξης (του Λουίτζι Ντι Μάιο των Πέντε Αστέρων) είχε ήδη περάσει έναν νόµο που ονοµάστηκε «Νοµοσχέδιο Αξιοπρέπειας». Με αυτήν τη νοµοθεσία τέθηκαν κάποιοι λίγοι περιορισµοί στους συνεχόµενους µήνες για τους οποίους µπορεί µια εταιρεία να απασχολεί έναν εργαζόµενο µε βραχυπρόθεσµες συµβάσεις (από 36 µήνες στους 24). Επίσης αύξησε τις αποζηµιώσεις στις εταιρίες που, µέσα σε 5 χρόνια από την καταγραφή τους σε εθνικό έδαφος, µεταράπηκαν σε offshore. Ωστόσο, δεν κατάργησε το λεγόµενο «Jobs Act» της προηγούµενης κυβέρνησης του Δηµοκρατικού Κόµµατος, το οποίο ακύρωσε το δικαίωµα επαναπρόσληψης του εργαζόµενου σε περίπτωση που είχε απολυθεί παράνοµα.
Αν θα έπρεπε να δώσουµε έναν σύντοµο ορισµό της φύσης αυτής της κυβέρνησης, θα µπορούσαµε να πούµε ότι στηρίζεται στις διάφορες φτωχοποιηµένες µερίδες της µικροαστικής τάξης, υποχρεούται να λογοδοτεί στη µεγάλη αστική τάξη και προς το παρόν ενσωµατώνει ένα µη-αµελητέτο τµήµα της εργατικής τάξης (χοντρικά, η Λέγκα το κάνει αυτό στο Βορρά και το Κ5Α στο Νότο).
Υπάρχει κάποια στροφή από τον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισµό; Όχι σε φιλεργατική κατεύθυνση φυσικά, αλλά κάτι που να θυµίζει τον οικονοµικό εθνικισµό και τον προστατευτισµό του Ντόναλντ Τραµπ;
Με µια έννοια ναι, υπάρχει µια αποµάκρυνση από τον κυρίαρχο νεοφιλελευθερισµό. Αυτή η κυβέρνηση δεν είναι ακριβώς ίδια µε εκείνη του Δηµοκρατικού Κόµµατος, για να µην επεκταθούµε στις διαφορές ανάµεσα στις δύο δυνάµεις του κυβερνητικού συνασπισµού. Σε τελική ανάλυση, ο πυρήνας της οικονοµικής και κοινωνικής πολιτικής της κυβέρνησης δεν διαφοροποιείται θεµελιωδώς από της προηγούµενης κυβέρνησης. Ωστόσο είναι διαφορετικός σε ταξικούς όρους και πολιτικά αυτό µεταφράζεται σε µια πιο έντονη προώθηση πολιτικών απασχόλησης, µε µια ταυτόχρονη προσπάθεια να µειωθούν ακόµα πιο επιθετικά οι φόροι των πλουσίων και των εταιριών (ξεκινώντας από το ανώτερο στρώµα των αυτοαπασχολούµενων). Ταυτόχρονα, έχουν ενισχύσει όλες τις ιδεολογικές πτυχές του δεξιού λαϊκισµού, δηλαδή τον εθνικισµό, το κατασταλτικό κράτος, ένα είδος κοινωνικής ρητορικής και σε ένα βαθµό τον προστατευτισµό (αν και αυτό το στοιχείο δεν είναι εξίσου σηµαντικό όσο στην περίπτωση του Τραµπ). Φυσικά δεν υιοθετούν ούτε ρητορική υπέρ της ελεύθερης αγοράς και επικρατεί µια θολή γραµµή ανάµεσα στα δύο. Μερικές φορές αυτό γίνεται σκόπιµα. Το βασικό ιδεολογικό σηµείο σύγκλισης ανάµεσα στη Λέγκα και το Κ5Α είναι ο ρατσισµός και αυτός στην ουσία αποτελεί το «σύνδεσµο» της εκλογικής βάσης του ενός µε µεγάλο τµήµα της εκλογικής βάσης του άλλου.
Ποια είναι η κατάσταση για τους µετανάστες; Υπάρχει πλέον το Διάταγµα Σαλβίνι. Πώς µπορείς να περιγράψεις το περιεχόµενό του και τις συνέπειές του, αν αρχίσει να εφαρµόζεται;
Οι µετανάστες έχουν βρεθεί στο στόχαστρο αδιάκοπων επιθέσεων από τη στιγµή που ορκίστηκε η κυβέρνηση. Όχι ότι έλειπαν αυτές οι επιθέσεις κατά τις θητείες των προηγούµενων κυβερνήσεων, αλλά µε τη νέα κυβέρνηση κλιµακώθηκαν σχεδόν µέσα σε µια νύχτα. Οι ρατσιστές, η ακροδεξιά και πάνω απ’ όλα, δυστυχώς, απλοί πολίτες που δηλητηριάστηκαν από τη ρατσιστική προπαγάνδα, αισθάνθηκαν ότι µπορούν να κάνουν «στόχο» τους µετανάστες, καθώς ένιωθαν ότι η κυβέρνηση τους παρείχε την ασυδοσία να το κάνουν.
Ο Νόµος Σαλβίνι αποτελεί την πιο σκληρή επίθεση που έχει γίνει ως τώρα, όχι µόνο κατά των µεταναστών, αλλά και σε άλλους ανθρώπους που αγωνίζονται για τα δικαιώµατά τους, και είναι ένα µεγάλο εµπόδιο για τους κοινωνικούς αγώνες. Ανάµεσα στα χειρότερα µέτρα του, προβλέπει: την κατάργηση του καθεστώτος ανθρωπιστικής προστασίας, την αυστηροποίηση των κριτηρίων για τους αιτούντες άσυλο και τους πρόσφυγες να καταθέσουν αίτηµα αναγνώρισης της κατάστασής τους, την επιµήκυνση του χρόνου κράτησης στα CPR (κέντρα όπου οι µετανάστες στοιβάζονται, πριν τους αναγνωριστεί οποιοδήποτε νοµικό καθεστώς). Όσον αφορά την επίθεση στους κοινωνικούς αγώνες, προβλέπει τη σκλήρυνση της γραµµής στην κατεύθυνση βίαιων εκκενώσεων κατειληµµένων κτιρίων, την άδεια στην αστυνοµία να χρησιµοποιεί όπλα τέιζερ και την µετατροπή του αποκλεισµού δρόµων σε ποινικό αδίκηµα. Από τη µία επιχειρούν να αποτρέψουν το ξέσπασµα κοινωνικών συγκρούσεων, αλλά ταυτόχρονα προετοιµάζονται για την περίπτωση που ξεσπάσουν τελικά αγώνες µεγάλων διαστάσεων. Σε κάθε περίπτωση, αυτό το νοµοσχέδιο είναι ήδη αποτελεσµατικό στο να κάνει πιο δύσκολους τους κοινωνικούς αγώνες και την οργάνωσή τους. Αλλά δεν µπορεί να υπάρξει µια µόνιµη αποτροπή των κοινωνικών αγώνων.
Όταν είναι στην αντιπολίτευση και χτίζει τις δυνάµεις της, η ευρωπαϊκή αρκοδεξιά συνήθως επιτίθεται κυρίως ενάντια στον σοσιαλφιλελευθερισµό και την παγκοσµιοποίηση και κρύβει το πραγµατικό της πρόγραµµα πίσω από τέτοιους λαϊκιστικούς θορύβους. Ο Μπολσονάρο στη Βραζιλία ήταν ίσως ο πρώτος που έδειξε το πραγµατικό πρόσωπο αυτών των αντιδραστικών: Επιτέθηκε ως κύριο εχθρό του στα κοινωνικά κινήµατα και την Αριστερά. Με τον Σαλβίνι και τη Λέγκα τι ισχύει;
Η Λέγκα επιχειρεί να συγκροτηθεί ακολουθώντας τα χνάρια άλλων µεγάλων ακροδεξιών και αντιδραστικών δυνάµεων στην Ευρώπη και αλλού. Σωστά ανέφερες τον Μπολσονάρο και η Λέγκα συµµερίζεται αρκετά από τα πολιτικά του χαρακτηριστικά. Μετά τους µετανάστες, που είναι η κυρίαρχη ιδεολογική συγκολλητική της ουσία, αντιµετωπίζει την Αριστερά και τα κοινωνικά κινήµατα ως τους χειρότερους εχθρούς της. Ο Σαλβίνι, ως υπουργός Εσωτερικών, άρχισε τώρα να επιτίθεται στα Κοινωνικά Κέντρα και στα κατειληµµένα κτίρια, µε στόχο να εξαφανίσει κάθε εµπόδιο στην πλήρη άνθιση του «εξευγενισµού» στα κέντρα πολλών ιταλικών πόλεων. Από την άλλη, η Λέγκα ακολουθεί το µοτίβο της νέας ακροδεξιάς, που δεν καταφεύγει (ακόµα) σε θηριώδη κρατική βία µε την υποστήριξη οργανωµένων παραστρατιωτικών οµάδων για να καταργήσει τα δηµοκρατικά δικαιώµατα. Χρησιµοποιεί τους φιλελεύθερους θεσµούς για να διαβρώσει τη δηµοκρατία από τα µέσα. Παράλληλα, έχει εστιάσει προσεκτικά στην οικοδόµηση της ιδεολογίας που την στηρίζει πάνω στην ισλαµοφοβία, την «παράδοση», τον εθνικισµό, το µίσος για τον φτωχό και τον περιθωριακό, προκειµένου να συγκροτήσει µια µαζική ηγεµονία που θα µπορεί να συνενώσει διαφορετικά στρώµατα της κοινωνίας, ακόµα κι αυτά που έχουν διαφορετικά, ή και ευθέως ανταγωνιστικά συµφέροντα.
Υπάρχουν σηµάδια αντίστασης; Σε κάθε επίπεδο. Στο αντιρατσιστικό/αντιφασιστικό µέτωπο, στους συνδικαλιστικούς αγώνες, ή ακόµα και όσον αφορά το λαϊκό αίσθηµα απέναντι στην κυβέρνηση.
Αν και η γενική εικόνα είναι µάλλον σκληρή, δεν πρέπει να υποτιµηθεί η αρχή της ανάδυσης κάποιας αντίστασης σε διάφορα επίπεδα: Στις 10 Νοέµβρη του περασµένου χρόνου, µια µαζική αντιρατσιστική διαδήλωση συγκέντρωσε τουλάχιστον 20 χιλιάδες ανθρώπους στη Ρώµη. Αν οι 20.000 ακούγονται λίγοι, θα πρέπει να συνυπολογίσουµε ότι δεν γίνονταν τέτοιες διαδηλώσεις εδώ και πολλά χρόνια στη χώρα. Για να µην αναφερθούµε στο γυναικείο κίνηµα («Ούτε Μία Λιγότερη»), το οποίο δεν έχει σταµατήσει καθόλου όλα αυτά τα χρόνια και τώρα ετοιµάζεται για τη φεµινιστική απεργία στις 8 Μάρτη. Γενικότερα στην ιταλική κοινωνία υπάρχουν σηµάδια αντίστασης εδώ και εκεί, αλλά κανείς δεν πρέπει να ξεγελαστεί και να πιστέψει ότι ένα µεγάλο τµήµα του πληθυσµού είναι έτοιµο να ξεσηκωθεί ενάντια στην κυβέρνηση. Έχουµε πολύ δρόµο µπροστά µας για κάτι τέτοιο, µε δεδοµένο ότι η κυβέρνηση εξακολουθεί να έχει µεγάλο πολιτικό κεφάλαιο και δεν αντιµετωπίζει καµιά αξιόπιστη και ελκυστική εναλλακτική.
Φαντάζοµαι δεν µπορούµε να εµπιστευτούµε τον «αντιφασισµό» του Δηµοκρατικού Κόµµατος ως σοβαρή εναλλακτική. Ποια είναι η κατάσταση στη ριζοσπαστική Αριστερά; Το Ποτέρε Αλ Πόπολο έδειχνε να παίρνει έναν άλλο δρόµο σε σχέση µε παλιές ατυχείς επιλογές που έµοιαζαν περισσότερο µε εκλογικές «παρακάµψεις» (όπως η Λίστα Τσίπρα στις ευρωεκλογές ή η Επανάσταση Πολιτών σε συµµαχία µε τον Ντι Πιέτρο και τον Ινγκρόια σε προηγούµενες εθνικές εκλογές). Τουλάχιστον έτσι έδειχνε κατά την ίδρυσή της…
Το Δηµοκρατικό Κόµµα, όπως και τα περισσότερα πρώην σοσιαλδηµοκρατικά κόµµατα σε όλη την Ευρώπη, έστρωσε το δρόµο για την άνοδο της Δεξιάς και της ακροδεξιάς στο ιταλικό πολιτικό τοπίο. Αξίζει να θυµηθούµε ότι ο υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Ρέντσι, ο Μάρκο Μινίτι, ήταν αυτός που έβαλε τις βάσεις για να περάσει σήµερα ο Νόµος Σαλβίνι.
Η ριζοσπαστική Αριστερά είναι σε αποδιοργάνωση αυτή τη στιγµή, γιατί ακόµα δεν έχει ανακάµψει από την ιστορική ήττα της εποχής της Κοµουνιστικής Επανίδρυσης, η οποία εξακολουθεί να βαραίνει στους ώµους των παλιότερων αγωνιστών, αλλά και στη νεότερη γενιά.
Ωστόσο, το Potere Al Popolo έµοιαζε ότι θα µπορούσε να γίνει ένας βιώσιµος τρόπος να χτιστεί ένα νέο ενιαίο µέτωπο των κατακερµατισµένων δυνάµεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Με αυτήν την αντίληψη η Sinistra Anticapitalista συµµετείχε από τη στιγµή που εµφανίστηκε το PaP. Έφερε κοντά πολλές πολιτικές οργανώσεις της Αριστεράς, ενώ ταυτόχρονα ξύπνησε το ενδιαφέρον και τον ενθουσιασµό πολλών παλιότερων αγωνιστών, αλλά και νεότερων. Δυστυχώς, εξαιτίας των λαθών που έκανε κυρίως η Κοµουνιστική Επανίδρυση, η οποία αποδέχτηκε τις αντιδηµοκρατικές απαιτήσεις της βασικής ιδρυτικής δύναµης του PaP (συγκεκριµένα, της πρώην OPG, ενός Κοινωνικού Κέντρου στη Νάπολη µε µαοϊκές καταβολές), το PaP µετατράπηκε σε ένα ακόµα «κόµµα» µέσα στην Αριστερά. Διαλύθηκε η δυνατότητα που υπήρχε να σχηµατιστεί ένας πλουραλιστικός συνασπισµός της ριζοσπαστικής Αριστεράς, ικανός να προωθεί τους κοινούς αγώνες, ενώ θα κρατά ανοιχτό τον πολιτικό και στρατηγικό διάλογο.
Εµείς, ως Sinistra Anticapitalista, πιστεύουµε ότι αυτός παραµένει ο δρόµος που πρέπει να ακολουθηθεί και θα επιµείνουµε πεισµατικά σε αυτή την κατεύθυνση. Ενώ κάνουµε έκκληση για τη µεγαλύτερη δυνατή ενότητα, προκειµένου να χτίσουµε αποτελεσµατικούς κοινωνικούς αγώνες, θέλουµε επίσης να συνεχίσουµε να χτίζουµε ανεξάρτητα την οργάνωσή µας ως ένα χρήσιµο αντικαπιταλιστικό και επαναστατικό σοσιαλιστικό ρεύµα για τις εποχές που έρχονται.
Ξέρουµε ότι δεν υπάρχουν παρακάµψεις, ούτε εκλογικές, ούτε «κοινωνικές». Θα χρησιµοποιούµε την εκλογική αρένα όποτε είναι εφικτό, γνωρίζοντας ταυτόχρονα ότι στο εξωκοινοβουλευτικό πεδίο µπορεί να επιλυθεί τελικά η κρίση υπέρ της εργατικής τάξης.