Συνέντευξη του Ζιλμπέρ Ασκάρ: Η επιστροφή των αραβικών εξεγέρσεων

Ζιλμπέρ Ασκάρ
Ημερ.Δημοσίευσης

Ο Ζιλμπέρ Ασκάρ συζητά για το νέο κύμα εξεγέρσεων σε Σουδάν, Αλγερία, Ιράκ, Λίβανο, εξηγώντας ότι εντάσσεται σε μια μακροχρόνια διαδικασία στον αραβικό κόσμο, που είναι «κάτι παραπάνω από μια άνοιξη». Τη συνέντευξη πήρε ο Ντάρεν Ρόσο και δημοσιεύτηκε το περασμένο φθινόπωρο στο τεύχος 19 του περιοδικού Marxist Left Review. Τη μετάφραση έκανε η Στέλλα Μούσμουλα. Ο Ζιλμπέρ Ασκάρ είναι μαρξιστής διανοούμενος από τον Λίβανο. Έχει γράψει πολλά βιβλία για τον αραβικό κόσμο, μεταξύ των οποίων και δύο για τις σύγχρονες αραβικές εξεγέρσεις (The People Want, 2013 και Morbid Symptoms, 2016).

Διαδήλωση στο Λίβανο

Ας ξεκινήσουμε επιστρέφοντας σε κάτι που σήμερα φαντάζει σαν μια ανάμνηση: Το επαναστατικό κύμα που σάρωσε τον αραβικό κόσμο το 2011. Υποστήριξες στο βιβλίο «The People Want: A Radical Exploration of the Arab Uprising» («Ο Λαός Απαιτεί: Μια Ριζοσπαστική Μελέτη της Αραβικής Εξέγερσης») ότι αυτά τα γεγονότα ήταν μόνο η αρχή μιας παρατεταμένης επαναστατικής διαδικασίας, που έχει τις αιτίες της στην ιδιαίτερη φύση του καπιταλισμού στη Μέση Ανατολή. Θα μπορούσες να εξηγήσεις τις δυναμικές της πολιτικής οικονομίας στον αραβικό κόσμο και τη σχέση τους με μορφές αυταρχικής διακυβέρνησης;

Για να αρχίσουμε με μια γενικότερη θεώρηση, είναι πλέον προφανές ότι είμαστε μάρτυρες μιας δριμείας παγκόσμιας κρίσης του νεοφιλελεύθερου σταδίου του καπιταλισμού. Στα χρόνια μετά την επιβολή του νεοφιλελεύθερου οικονομικού «παραδείγματος» στη δεκαετία του ’80, ο νεοφιλελευθερισμός εξελίχθηκε ως ένα πλήρως ανεπτυγμένο στάδιο του καπιταλισμού. Αυτό το στάδιο μπήκε σε κρίση μετά τη Μεγάλη Ύφεση πριν από μια δεκαετία. Αυτή η κρίση εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας, προκαλώντας ολοένα και αυξανόμενη κοινωνική αναταραχή. Αν δείτε σήμερα τι συμβαίνει στη Χιλή, το Εκουαδόρ, το Λίβανο, το Ιράκ, το Ιράν, το Χονγκ Κονγκ και αρκετές άλλες περιοχές, φαίνεται ότι ολοένα και περισσότερες χώρες φτάνουν στο σημείο βρασμού.

Ασφαλώς τα γεγονότα στην αραβική περιοχή εντάσσονται σε αυτή τη γενικευμένη παγκόσμια κρίση. Υπάρχει όμως μια ιδιαιτερότητα στη συγκεκριμένη περιφερειακή αναταραχή. Εκεί, οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις πραγματοποιήθηκαν μέσα σε ένα πλαίσιο που κυριαρχούνταν από ένα συγκεκριμένο είδος καπιταλισμού –ένα είδος που καθορίζεται από την ιδιαίτερη φύση των κρατικών συστημάτων της περιοχής, τα οποία χαρακτηρίζονται από έναν συνδυασμό «μεταπρατισμού» (rentierism) «πατρογονισμού» (patrimonialism) ή «νεοπατρογονισμού» (neo-patrimonialism) σε ποικίλες αναλογίες [σσ: ο όρος «rentierism» περιγράφει τα έσοδα από μη-παραγωγική δραστηριότητα, ο Ασκάρ εννοεί συγκεκριμένα τις στρεβλώσεις που προκαλεί η επικυριαρχία των πετρελαϊκών εσόδων στην οργάνωση της οικονομίας, οι όροι «patrimonial» και «neo-patrimonial» περιγράφουν συγκεκριμένους τύπους καθεστώτων, που περιγράφει ο Ασκάρ συνοπτικά αμέσως παρακάτω]. Αυτό που ξεχωρίζει ιδιαίτερα την περιοχή είναι η υψηλή συγκέντρωση πλήρως «πατρογονικών» κρατών, μια συγκέντρωση ασύγκριτη με οποιοδήποτε άλλο μέρος του κόσμου.

Πατρογονισμός σημαίνει ότι το κράτος ανήκει σε άρχουσες οικογένειες, είτε αυτό συμβαίνει «θεσμικά» κάτω από συνθήκες απόλυτης μοναρχίας είτε ισχύει ντε φάκτο. Οι οικογένειες αυτές αντιμετωπίζουν το κράτος ως ατομική τους ιδιοκτησία και τις ένοπλες δυνάμεις –ειδικά την ελίτ των οπλισμένων σωμάτων– ως ιδιωτική τους φρουρά.

Αυτά τα χαρακτηριστικά εξηγούν γιατί –από όλα τα μέρη του κόσμου– οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις παρήγαγαν τα χειρότερα οικονομικά αποτελέσματα στην αραβική περιοχή. Οι νεοφιλελεύθερης έμπνευσης μεταρρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν στην περιοχή είχαν ως αποτέλεσμα τα χαμηλότερα ποσοστά οικονομικής ανάπτυξης από οποιοδήποτε άλλο μέρος του αναπτυσσόμενου κόσμου και, συνεπώς, τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στον κόσμο –ειδικά στα ποσοστά ανεργίας των νέων. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε την αιτία γι’ αυτό: Το νεοφιλελεύθερο δόγμα βασίζεται στην πρωτοκαθεδρία του ιδιωτικού τομέα, στην ιδέα ότι ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να αποτελεί την κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης, ενώ οι κοινωνικές και οικονομικές λειτουργίες του κράτους πρέπει να περικοπούν. Το δόγμα λέει με λίγα λόγια: Εισάγετε μέτρα λιτότητας, περιορίστε το κράτος, περικόψτε τις κοινωνικές δαπάνες, ιδιωτικοποιήστε τις κρατικές επιχειρήσεις, ανοίξτε την πόρτα διάπλατα στις ιδιωτικές επιχειρήσεις και το ελεύθερο εμπόριο, και τότε θα συμβούν θαύματα.

Τώρα, σε ένα πλαίσιο από το οποίο απουσιάζουν τα προαπαιτούμενα ενός ιδεατού «κλασικού» καπιταλισμού, ξεκινώντας από το κράτος δικαίου και τη δυνατότητα πρόβλεψης των προοπτικών (χωρίς την οποία δεν μπορούν να προκύψουν ιδιωτικές επενδύσεις με στόχο τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη), αυτό που συμβαίνει τελικά είναι ότι οι περισσότερες ιδιωτικές επενδύσεις κατευθύνονται σε άμεσα κέρδη και στην κερδοσκοπία, ιδιαίτερα στον τομέα των ακινήτων και στον κατασκευαστικό κλάδο, αλλά όχι στη βιομηχανία ή στην αγροτική παραγωγή, όχι στους κρίσιμους παραγωγικούς κλάδους.

Αυτό δημιούργησε ένα δομικό μπλοκάρισμα της ανάπτυξης [σσ: «development» και όχι «growth», όρος που αναφέρεται σε μια πιο δομική, ποιοτική «αναβάθμιση» της οικονομίας και της παραγωγής και όχι αποκλειστικά στην ποσοτική «αύξηση» του ΑΕΠ]. Έτσι, η γενικότερη κρίση της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων παγκοσμίως, στην αραβική περιοχή εξελίσσεται πέρα από μια κρίση του νεοφιλελευθερισμού, σε μια διαρθρωτική κρίση του είδους του καπιταλισμού που επικρατεί εκεί.

Συνεπώς, δεν υπάρχει διέξοδος από την κρίση στην περιοχή μέσω μιας απλής αλλαγής των οικονομικών πολιτικών μέσα στα πλαίσια «συνέχειας» των υπαρκτών κρατικών συστημάτων. Μια ριζική μετάλλαξη ολόκληρου του κοινωνικού και πολιτικού εποικοδομήματος είναι απαραίτητη. Χωρίς αυτή δεν θα υπάρξει ποτέ ορατή προοπτική τερματισμού της οξείας κοινωνικοοικονομικής κρίσης και της αποσταθεροποίησης που πλήττει ολόκληρη την περιοχή.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ολόκληρη η περιοχή το 2011 συνταράχτηκε από ένα τόσο εντυπωσιακό εξεγερτικό κύμα και όχι απλά από μαζικές διαμαρτυρίες. Η προοπτική ήταν αληθινά εξεγερσιακή, με τους ανθρώπους να φωνάζουν «Ο λαός απαιτεί την ανατροπή του καθεστώτος!» –το σύνθημα που έχει γίνει πανταχού παρόν στην περιοχή μετά το 2011.

Το πρώτο εξεγερτικό κύμα εκείνης της χρονιάς έπληξε με δύναμη το περιφερειακό σύστημα κρατών, αποκαλύπτοντας ότι αυτό έχει μπει σε μια επιθανάτια κρίση. Το παλιό σύστημα πεθαίνει ανεπιστρεπτί, αλλά το καινούργιο δεν έχει καταφέρει ακόμα να γεννηθεί –αναφέρομαι, φυσικά, στη διάσημη φράση του Γκράμσι– και τότε είναι που αρχίζουν να εμφανίζονται «νοσηρά συμπτώματα». Αυτή τη φράση χρησιμοποίησα ως τίτλο του βιβλίου που έγραψα το 2016, ως συνέχεια του «Ο Λαός Απαιτεί» του 2013.

Είναι αληθής ο ισχυρισμός ότι τα νεοφιλελεύθερα μέτρα στον αραβικό κόσμο επιταχύνθηκαν παρά την επαναστατική άνοδο; Στην Αίγυπτο οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται μαζί με τις τιμές του ρεύματος και των καυσίμων και οι συντηρητικές εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας αναφέρουν ότι περίπου το 60% των Αιγυπτίων είναι «είτε φτωχοί είτε ευάλωτοι». Όλα αυτά, ενώ το καθεστώς έχει αναζωογονήσει τη σκληρή κατασταλτική επίθεση κατά των διαδηλωτών. Μπορείς να αναφερθείς στη σχέση μεταξύ αντεπανάστασης και επιτάχυνσης του νεοφιλελευθερισμού;

Πράγματι η Αίγυπτος αποτελεί ένα πολύ καλό παράδειγμα αυτής της σχέσης. Όταν χτύπησε η Μεγάλη Ύφεση το 2008, πολλοί πίστεψαν ότι προανήγγειλε το τέλος του νεοφιλελευθερισμού και ότι το εκκρεμές θα κινούνταν ξανά προς το κεϊνσιανό μοντέλο. Αυτό ήταν όμως μια τεράστια αυταπάτη, για τον απλό λόγο ότι οι οικονομικές πολιτικές δεν καθορίζονται από διανοητικές και εμπειρικές εκτιμήσεις. Αντ’ αυτού και πάνω απ’ όλα καθορίζονται από τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των τάξεων.

Από τη δεκαετία του ’80 η νεοφιλελεύθερη στροφή καθοδηγήθηκε από μερίδες της αστικής τάξης, που έχουν ισχυρό ίδιον όφελος από τη χρηματιστικοποίηση. Προκειμένου να υπάρξει μια νέα μετατόπιση από αυτό το μοντέλο, πρέπει να υπάρξει μια αλλαγή στον κοινωνικό συσχετισμό δύναμης, που θα επηρεάζει τις ισορροπίες ακόμα και ανάμεσα σε μερίδες της ίδιας της αστικής τάξης. Δηλαδή μια αλλαγή τουλάχιστον ισοδύναμη με εκείνη που έλαβε χώρα στις δεκαετίες του ’70 και του ’80.

Κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί ακόμα και οι προοδευτικές δυνάμεις που αντιτίθενται στον νεοφιλελευθερισμό, δεν έχουν αποδειχθεί ακόμα αρκετά ισχυρές για να επιβάλουν μια αλλαγή. Οι νεοφιλελεύθεροι εξακολουθούν να ελέγχουν την κατάσταση: ισχυρίζονται ότι η αιτία της παγκόσμιας κρίσης δεν είναι ο νεοφιλελευθερισμός, αλλά το ότι δεν εφαρμόστηκαν ολοκληρωτικά οι συνταγές του. Αν και το 2008-2009 κατέφυγαν σε μεγάλης κλίμακας μέτρα, που έρχονταν σε αντίθεση με το δόγμα τους, όπως η τεράστια διάσωση του χρηματοπιστωτικού τομέα μέσω κρατικών πόρων, ξαναστράφηκαν γρήγορα σε ακόμα περισσότερο νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που προωθήθηκαν με ακόμα μεγαλύτερη ένταση.

Αυτό ακριβώς συνέβη και στην αραβική περιοχή, παρά το γιγαντιαίο επαναστατικό κύμα που συγκλόνισε ολόκληρη την περιοχή το 2011. Σχεδόν κάθε αραβόφωνη χώρα έζησε μια κατακόρυφη αύξηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας το 2011. Έξι από τις χώρες της περιοχής –δηλαδή πάνω από το ένα τέταρτο του συνόλου των χωρών αυτών– έζησαν μαζικές εξεγέρσεις.

Κι όμως, το «μάθημα» σύμφωνα με το ΔΝΤ, την Παγκόσμια Τράπεζα, τους φρουρούς της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, ήταν ότι όλα αυτά συνέβησαν επειδή οι νεοφιλελεύθερες συνταγές δεν είχαν εφαρμοστεί αρκετά εκτεταμένα! Ισχυρίστηκαν ότι η κρίση οφειλόταν στην ανεπαρκή διάλυση των καταλοίπων των κρατικών καπιταλιστικών οικονομιών του χθες. Υποστήριξαν ότι η λύση είναι να μπει τέλος στη χορήγηση κάθε είδους κοινωνικών επιδομάτων, ακόμα πιο ριζικά από ό,τι είχε γίνει ήδη.

Ωστόσο, ο λόγος για τον οποίο οι κυβερνήσεις της περιοχής όντως δεν προχώρησαν περισσότερο με τέτοιου είδους πολιτικές, ήταν επειδή φοβούνταν να το κάνουν. Δεν πρόκειται για την Ανατολική Ευρώπη μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, όταν οι άνθρωποι κατάπιαν το πολύ πικρό χάπι των θηριωδών νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων με την ελπίδα ότι θα τους οδηγούσε στην καπιταλιστική ευημερία. Στον αραβικό κόσμο, οι λαοί δεν είναι πρόθυμοι να πληρώσουν αυτό το τίμημα, καθώς δεν έχουν αυταπάτες ότι οι χώρες τους θα γίνουν σαν τη Δυτική Ευρώπη, όπως είχαν οδηγηθεί να πιστεύουν οι Ανατολικοευρωπαίοι.

Επομένως, προκειμένου να επιβληθούν επιπλέον νεοφιλελεύθερα μέτρα στους λαούς, απαιτείται ωμή βία. Ως εκ τούτου, η Αίγυπτος είναι μια ξεκάθαρη απεικόνιση του γεγονότος ότι η εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού δεν πάει χέρι-χέρι με τη δημοκρατία, όπως ισχυρίστηκε πριν από τριάντα χρόνια ο Φουκουγιάμα στη φαντασίωση περί «τέλους της ιστορίας». Η Αίγυπτος δείχνει καθαρά ότι, προκειμένου να εφαρμοστεί πλήρως το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα στον Παγκόσμιο Νότο, απαιτούνται δικτατορίες.

Η πρώτη εφαρμογή αυτής της λογικής έλαβε χώρα στη Χιλή, του Πινοσέτ φυσικά. Στην Αίγυπτο, την υλοποιεί τώρα η –μετά το 2013– δικτατορία υπό την ηγεσία του στρατηγού Σίσι –το πιο κτηνώδες κατασταλτικό καθεστώς που έχουν υποστεί οι Αιγύπτιοι εδώ και πολλές δεκαετίες. Έχει προχωρήσει μακρύτερα από κάθε προηγούμενο καθεστώς στην εφαρμογή του πλήρους νεοφιλελεύθερου προγράμματος που υποστηρίζει το ΔΝΤ, με τεράστιο κόστος για τον πληθυσμό, με απότομη αύξηση του κόστους ζωής, των τιμών των τροφίμων, των τιμών στις μεταφορές, των πάντων.

Ο λαός έχει ρημαχτεί απόλυτα. Ο λόγος για τον οποίο η οργή του δεν έχει εκραγεί στους δρόμους σε μαζική κλίμακα είναι ότι λειτουργεί αποτρεπτικά η κρατική τρομοκρατία. Αλλά η πλήρης εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων συνταγών του ΔΝΤ δεν έχει δημιουργήσει ούτε πρόκειται να δημιουργήσει κανένα οικονομικό θαύμα. Συνεπώς συσσωρεύονται εντάσεις και αργά ή γρήγορα η χώρα θα εκραγεί και πάλι.

Υπήρξε ήδη μια περιορισμένη έκρηξη της λαϊκής οργής τον περασμένο Σεπτέμβριο. Αργά ή γρήγορα, θα υπάρξει μια πολύ μεγαλύτερη.

Παρόλο που τα πλαίσια διαφέρουν και η συγκεκριμενοποίηση είναι πάντα σημαντική, γιατί διατήρησε η βαρβαρότητα το προβάδισμά της απέναντι στα εργατικά και δημοκρατικά κινήματα σε ολόκληρο τον αραβικό κόσμο; Ποια ήταν τα σημεία καμπής της ήττας στην περιοχή μετά το 2011 και γιατί υπήρξαν; Σε τι κατάσταση βρίσκεται η Αριστερά και το εργατικό κίνημα στην Αίγυπτο, αντιμέτωπα με τον ούλτρα-νεοφιλελευθερισμό του Σίσι και την αυταρχική του βιαιότητα;

Δυστυχώς, τόσο η Αριστερά όσο και το εργατικό κίνημα στην Αίγυπτο βρίσκονται σε άσχημη κατάσταση. Έχουν υποστεί μια οδυνηρή ήττα –όχι μόνο λόγω της βίαιης αντεπίθεσης του κατασταλτικού κράτους, αλλά επίσης και λόγω των δικών τους αντιφάσεων και αυταπατών.

Το μεγάλο μέρος της αιγυπτιακής Αριστεράς ακολούθησε μια πολιτικά αλλοπρόσαλλη διαδρομή, εναλλάσσοντας τη μια λανθασμένη συμμαχία με την άλλη: από τη Μουσουλμανική Αδελφότητα στο στρατό. Το 2013, το μεγαλύτερο μέρος της Αριστεράς και του ανεξάρτητου εργατικού κινήματος υποστήριξε το πραξικόπημα του Σίσι με πολύ κοντόφθαλμο τρόπο, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι ο στρατός θα ξαναέβαζε σε τροχιά τη δημοκρατική διαδικασία. Πίστευαν ότι το να απαλλαγούν από τον Μόρσι και τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, μετά από έναν χρόνο διακυβέρνησής τους, θα άνοιγε εκ νέου το δρόμο για την προώθηση της επαναστατικής διαδικασίας, ακόμα κι αν αυτό το προχώρημα το επέφερε ο στρατός.

Ακούγεται μάλλον ανόητο, αλλά είχαν ειλικρινά αυτή την ψευδαίσθηση, την οποία καλλιέργησαν οι στρατιωτικοί κατά την αρχική περίοδο μετά το πραξικόπημα. Ο στρατός αφομοίωσε ακόμη και τον επικεφαλής του ανεξάρτητου εργατικού κινήματος στην πρώτη κυβέρνηση που σχημάτισε μετά το πραξικόπημα. Αυτή η τρομερή γκάφα δυσφήμισε και την Αριστερά και το ανεξάρτητο εργατικό κίνημα. Είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική αποδυνάμωση και περιθωριοποίηση της αριστερής αντιπολίτευσης στη σημερινή Αίγυπτο.

Δεν αναφέρομαι εδώ στη μαρξιστική ριζοσπαστική Αριστερά, η οποία υπήρξε πάντοτε μειοψηφική, αν και έπαιξε δυσανάλογα μεγάλο ρόλο σε κάποιες στιγμές του επαναστατικού ξεσηκωμού του 2011-2013. Αναφέρομαι στην πιο ευρεία Αριστερά, εκείνη που μπορούσε να απευθύνεται σε μεγάλες μάζες [σσ: αναφέρεται σε πολιτικούς του ρεύματος του «αριστερού νασερισμού» όπως ο Σαμπάχι που είχε κερδίσει 20% στις εκλογές του 2012, στα στελέχη των ανεξάρτητων συνδικάτων, στους αγωνιστές των νεολαιίστικων κοινωνικών οργανώσεων που έπαιξαν ηγετικό ρόλο το 2011 κ.ο.κ.].

Αυτή η ευρύτερη Αριστερά έχει χάσει μεγάλο μέρος της αξιοπιστίας της μετά το 2013. Αυτός είναι πράγματι ένας κρίσιμος λόγος για τον οποίο ο κόσμος δεν κινητοποιήθηκε μαζικά ενάντια στη νέα νεοφιλελεύθερη επέλαση. Όταν δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική λύση, οι άνθρωποι τείνουν να αφομοιώνουν την αφήγηση του καθεστώτος, η οποία λέει: «Ή εμείς ή το χάος, ή εμείς ή μια τραγωδία σαν αυτή της Συρίας. Πρέπει να αποδεχτείτε τη σιδερένια μπότα μας. Θα είναι δύσκολο, αλλά στο τέλος θα έρθει η ευημερία».

Οι Αιγύπτιοι δεν πιστεύουν στ’ αλήθεια την τελευταία υπόσχεση –περί ευημερίας– αλλά εξακολουθούν να παραλύουν απ’ το φόβο μήπως καταλήξουν σε μια κατάσταση ακόμα χειρότερη απ’ αυτή που υπομένουν τώρα.

Συνδεδεμένη με όλα αυτά είναι μια άλλη ιδιαιτερότητα της επαναστατικής διαδικασίας στην περιοχή, της οποίας η Συρία αποτελεί την πιο τραγική έκφραση. Συζητήσαμε ήδη για την πρώτη ιδιαιτερότητα –τη δομική κρίση που είναι ιδιόμορφη στον αραβικό κόσμο μέσα στο πλαίσιο της γενικότερης κρίσης του νεοφιλελευθερισμού. Η άλλη ιδιαιτερότητα είναι ότι αυτή η περιοχή είχε την εμπειρία δεκαετιών δράσης ενός αντιδραστικού αντιπολιτευτικού ρεύματος, το οποίο προωθήθηκε για πολλά χρόνια από τις Ηνωμένες Πολιτείες μαζί με τον παλαιότερο σύμμαχό τους στην περιοχή, το βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας.

Εννοώ φυσικά τον ισλαμικό φονταμενταλισμό –ολόκληρο το φάσμα αυτού του ρεύματος, που έχει ως πιο διακεκριμένη συνιστώσα τη Μουσουλμανική Αδελφότητα και στα πιο ριζοσπαστικά άκρα του βρίσκονται η Αλ Κάιντα και το επονομαζόμενο Ισλαμικό Κράτος (γνωστό και ως ISIS).

Ο ισλαμικός φονταμενταλισμός προωθήθηκε από την Ουάσινγκτον ως το κύριο αντίδοτο απέναντι στον κομουνισμό και τον αριστερό εθνικισμό στον μουσουλμανικό κόσμο κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Στη δεκαετία του ’70, σχεδόν όλες οι αραβικές κυβερνήσεις διευκόλυναν τη δράση των ισλαμιστών φονταμενταλιστών ως αντίβαρο στην αριστερή ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας. Με την επακόλουθη υποχώρηση του αριστερού κύματος, οι ισλαμιστές φονταμενταλιστές έγιναν οι σημαντικότερες αντιπολιτευτικές δυνάμεις. Σε άλλες χώρες η αντιπολίτευσή τους γινόταν ανεκτή, όπως στην Αίγυπτο ή την Ιορδανία, σε άλλες συντριβόταν βίαια, όπως στη Συρία ή την Τυνησία. Ήταν όμως πανταχού παρόντες.

Όταν ξέσπασαν οι εξεγέρσεις του 2011, τα παρακλάδια της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, σε κάθε χώρα, πήδηξαν πάνω στο επαναστατικό άρμα και προσπάθησαν να αρπάξουν το τιμόνι του για να εξυπηρετήσουν τους δικούς τους πολιτικούς σκοπούς. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι ήταν πολύ ισχυρότεροι από όποιες αριστερές δυνάμεις είχαν απομείνει στην περιοχή, οι οποίες ήταν σημαντικά αποδυναμωμένες από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, ενώ την ίδια στιγμή οι φονταμενταλιστές είχαν την οικονομική και μιντιακή υποστήριξη από τις πετρελαϊκές μοναρχίες του Κόλπου.

Ως αποτέλεσμα, αυτό που αναπτύχθηκε στην περιοχή δεν ήταν η κλασική δυαδική αντίθεση ανάμεσα στην επανάσταση και την αντεπανάσταση. Ήταν μια τριγωνική κατάσταση στην οποία υπήρχε, αφενός, ένας προοδευτικός πόλος – εκείνες οι ομάδες, τα κόμματα και τα δίκτυα που ξεκίνησαν τις εξεγέρσεις και εκπροσωπούσαν τις βασικές προσδοκίες τους. Αυτός ο πόλος ήταν οργανωτικά αδύναμος, με την εξαίρεση της Τυνησίας, όπου ένα ισχυρό εργατικό κίνημα αντιστάθμιζε την αδυναμία της πολιτικής Αριστεράς και επέτρεψε στην εξέγερση σε αυτή τη χώρα να πετύχει την πρώτη νίκη, ανατρέποντας έναν πρόεδρο, πυροδοτώντας έτσι το κύμα αναταράξεων στην περιοχή.

Αφετέρου, υπήρχαν δύο αντεπαναστατικοί, βαθιά αντιδραστικοί πόλοι: τα παλαιά καθεστώτα, που κλασικά αντιπροσώπευαν την κύρια αντεπαναστατική δύναμη, αλλά επίσης και οι ισλαμικές φονταμενταλιστικές δυνάμεις που ανταγωνίζονται τα παλαιά καθεστώτα και πασχίζουν να καταλάβουν την εξουσία.

Σε αυτόν τον τριγωνικό αγώνα, ο προοδευτικός πόλος, το επαναστατικό ρεύμα, σύντομα περιθωριοποιήθηκε –όχι ή όχι μόνο λόγω οργανωτικής και υλικής αδυναμίας, αλλά επίσης και κυρίως λόγω πολιτικής αδυναμίας, λόγω έλλειψης στρατηγικού οράματος. Συνεπώς η κατάσταση κυριαρχήθηκε από τη σύγκρουση μεταξύ των δύο αντεπαναστατικών πόλων, η οποία κλιμακώθηκε σε μια «σύγκρουση βαρβαροτήτων», όπως την αποκαλώ, της οποίας η Συρία είναι η πιο τραγική έκφραση, με ένα εξόχως βάρβαρο συριακό καθεστώς αντιμέτωπο με βάρβαρες ισλαμικές φονταμενταλιστικές δυνάμεις.

Η τεράστια προοδευτική δυνατότητα, την οποία αντιπροσώπευαν οι νέοι που ξεκίνησαν την εξέγερση στη Συρία το Μάρτιο του 2011, συντρίφθηκε πλήρως. Πολλοί από αυτούς τους νέους ανθρώπους εγκατέλειψαν τη χώρα, επειδή δεν μπορούσαν να επιβιώσουν ούτε σε περιοχές που έλεγχε το καθεστώς, ούτε σε μέρη που έλεγχαν οι ισλαμικές φονταμενταλιστικές δυνάμεις. Έτσι μεγάλο τμήμα του προοδευτικού δυναμικού της Συρίας διασκορπίστηκε στην Ευρώπη, την Τουρκία, το Λίβανο και την Ιορδανία. Ένα τμήμα του επιβιώνει στο εσωτερικό της χώρας, αλλά, όσο ο πόλεμος συνεχίζεται, θα του είναι δύσκολο να αναδυθεί εκ νέου.

Η κατάσταση των Κούρδων στη Συρία είναι μια διαφορετική ιστορία. Το Κουρδικό PYD/YPG [σσ: PYD ονομάζεται το κόμμα και YPG οι πολιτοφυλακές του] στη βορειοανατολική Συρία είναι αναμφισβήτητα η πιο προοδευτική από όλες τις ένοπλες δυνάμεις που δραστηριοποιούνται στο Συριακό έδαφος, αν όχι η μόνη προοδευτική δύναμη.

Κατάφεραν να αναπτύξουν και να επεκτείνουν την περιοχή υπό τον έλεγχό τους με την υποστήριξη των ΗΠΑ, επειδή η Ουάσινγκτον επί Ομπάμα θεώρησε ότι αποτελούν αποτελεσματικό πεζικό στον πόλεμο κατά του ISIS. Είχαν φυσικά και οι ίδιοι τους δικούς τους λόγους να επιδιώκουν την καταπολέμηση του ISIS, καθώς γι’ αυτούς αποτελούσε έναν θανατηφόρο εχθρό. Η πρώτη άμεση συνεργασία τους με τις ΗΠΑ ήταν στη μάχη του Κομπάνι το 2014, όταν η αμερικανική αεροπορική υποστήριξη, συμπεριλαμβανομένων των ρίψεων όπλων, ήταν καθοριστικής σημασίας στο να επιτρέψει στους Κούρδους μαχητές να απωθήσουν την επίθεση του ISIS. Υπήρξε επομένως μια σύγκλιση συμφερόντων μεταξύ των ΗΠΑ, που παρείχαν στήριξη από αέρος, καθώς και άλλα μέσα και πόρους, και των YPG, που διέθεταν στρατεύματα στο έδαφος.

Αυτή τη συνεργασία εγκατέλειψε ο Ντόναλντ Τραμπ, μαχαιρώνοντας πισώπλατα τους Κούρδους και ανοίγοντας το δρόμο στην αποικιοκρατική εθνικιστική και ρατσιστική επίθεση της Τουρκίας εναντίον τους. Η θέση τους έχει γίνει εξαιρετικά επισφαλής, καθώς έχουν πια παγιδευτεί ανάμεσα στο Τουρκικό σφυρί και το αμόνι του Συριακού καθεστώτος, ανάμεσα στον Τουρκικό σοβινισμό και τον Αραβικό σοβινισμό –δύο σχέδια εθνοκάθαρσης, που συγκλίνουν στο στόχο της αντικατάστασης των Κούρδων με Άραβες στις παραμεθόριες περιοχές της Συρίας με την Τουρκία. Η Μόσχα βοηθάει και τους δύο σε αυτή τους την προσπάθεια.

Αλλά το PYD/YPG είχε αποτύχει νωρίτερα να ενωθεί με συνέπεια με τον ευρύτερο αγώνα ενάντια στο δολοφονικό καθεστώς του Άσαντ...  Δεν θα έριχνα το μεγαλύτερο φταίξιμο πάνω τους: Καμία από τις ένοπλες δυνάμεις της συριακής αντιπολίτευσης δεν ήταν καθαρή σε μια πραγματική αναγνώριση των δημοκρατικών και εθνικών δικαιωμάτων των Κούρδων.

Ασφαλώς η δράση του PYD/YPG δεν είναι κάποια αναβίωση της Κομούνας του Παρισιού, όπως κάποιοι τείνουν να την παρουσιάζουν αρκετά αφελώς. Κι όμως, παρ’ όλα τα όριά τους και χωρίς να τρέφουμε ή να καλλιεργούμε αυταπάτες σχετικά με αυτούς, εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν την πιο προοδευτική σημαντική οργανωμένη δύναμη στο Συριακό έδαφος. Εάν πάρουμε ως κύριο κριτήριό μας τη θέση των γυναικών –και αυτή πρέπει πάντα να αποτελεί ένα αποφασιστικό κριτήριο για τους προοδευτικούς– το PYD/YPG είναι μη συγκρίσιμο με κάθε άλλη δύναμη στην περιοχή. Σε αυτό προσθέστε το ότι οι ομοϊδεάτες τους στην Τουρκία ηγούνται του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος (HPD), τη μόνη μεγάλη προοδευτική και φεμινιστική πολιτική δύναμη στη χώρα αυτή.

Ποια ήταν τα πιο σημαντικά θεωρητικά και πολιτικά διδάγματα που μπορούν οι μαρξιστές να αντλήσουν από τον προηγούμενο κύκλο επαναστατικού αγώνα; Συχνά ακούμε το επιχείρημα ότι ο μαρξισμός είναι οριενταλιστικός και είναι επομένως ακατάλληλος για τις μη-δυτικές κοινωνίες. Η στάση του Μισέλ Φουκώ απέναντι στην ιρανική επανάσταση (1979) ήταν ένα παράδειγμα της προσπάθειας να αναζητηθεί η λύτρωση σε μια μη-δυτική θρησκευτική Ετερότητα, αναγγέλλοντας το τέλος των παγκόσμιων-καθολικών οραμάτων για τη χειραφέτηση του ανθρώπου, της ταξικής πολιτικής και των μαρξιστικών θεωρητικών εργαλείων κατανόησης του κόσμου.

Λοιπόν, γιατί πιστεύεις ότι η μαρξιστική θεωρία είναι πιο κατάλληλη για την κατανόηση των επαναστάσεων και των αντεπαναστάσεων σε όλη τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική; Ποιες είναι οι προοπτικές ανάπτυξης μιας νέας γενιάς αραβόφωνων μαρξιστών αγωνιστών από το 2011 και μετά και σε ποια έκταση έχει αρχίσει αυτό να συμβαίνει;

Η οριενταλιστική οπτική για την περιοχή είναι ότι αυτή είναι καταδικασμένη να είναι αιώνια προσκολλημένη στη θρησκεία ως μέρος της πολιτιστικής της πεμπτουσίας, ότι όλα εξηγούνται με τη θρησκεία και ότι αυτή ήταν πάντα το βασικό κίνητρο της δράσης των πληθυσμών της περιοχής. Αυτή είναι μια εντελώς λανθασμένη οπτική φυσικά. Είναι παράλληλα επίσης πολύ ιμπρεσιονιστική, με την έννοια ότι αγνοεί το παρελθόν και πιστεύει ότι το παρόν πρόκειται να διαρκέσει για πάντα.

Εξετάζοντας τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική τα τελευταία χρόνια, μπορεί κανείς πράγματι να σχηματίσει την εντύπωση ότι οι ισλαμικές φονταμενταλιστικές δυνάμεις πρωταγωνιστούν παντού. Ωστόσο, αυτό δεν ίσχυε μερικές δεκαετίες πριν, ειδικά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όταν οι δυνάμεις αυτές ήταν περιθωριοποιημένες από πολύ ισχυρότερες αριστερές δυνάμεις.

Πριν από μερικά χρόνια μου ζητήθηκε να γράψω έναν πρόλογο για την επανέκδοση του «Μαρξισμός και Μουσουλμανικός Κόσμος» του Μαξίμ Ροντινσόν. Αυτή η συλλογή άρθρων, τα περισσότερα από τα οποία γράφτηκαν στη δεκαετία του ’60, περιγράφει ένα μέρος του κόσμου, όπου τα αριστερά ρεύματα ήταν κυρίαρχα. Για το λόγο αυτό έπρεπε να ενημερώσω ή να υπενθυμίσω στους αναγνώστες αυτό το ιστορικό γεγονός, για να μην μπερδευτούν, καθώς διαβάζουν το βιβλίο. Ελάχιστοι συνειδητοποιούν σήμερα ότι στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 ήταν ευρέως διαδεδομένη η πεποίθηση ότι η αραβική περιοχή βρισκόταν υπό κομουνιστική ιδεολογική ηγεμονία.

Ένας μαροκινός συγγραφέας δημοσίευσε το 1967, στα γαλλικά, ένα βιβλίο με τίτλο «Σύγχρονη Αραβική Ιδεολογία», στο οποίο πραγματευόταν αυτό που αποκαλούσε «αντικειμενικό μαρξισμό», ως μια ιδεολογία η οποία ήταν διάχυτη στην περιοχή. Με αυτή τη φράση εννοούσε ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν μαρξιστικές κατηγοριοποιήσεις και ιδέες, χωρίς καν οι περισσότεροι να γνωρίζουν την προέλευσή τους.

Ας εξετάσουμε μια χώρα όπως το Ιράκ –ένα καλό παράδειγμα. Σήμερα, οι κληρικοί και οι μουλάδες κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή, ιδιαίτερα μεταξύ των Σιιτών. Αλλά αν γυρίσουμε πίσω στα τέλη της δεκαετίας του ’50, θα διαπιστώσουμε ότι η βασική πάλη στη χώρα είχε ως αντιπάλους τους Κομουνιστές ενάντια στους Μπααθιστές, με τους δεύτερους να υιοθετούν μια εθνικιστική ιδεολογία, η οποία περιέγραφε τον εαυτό της ως σοσιαλιστική. Οι Κομουνιστές ασκούσαν ιδιαίτερη επιρροή στους σιίτες και ήταν σε θέση να κινητοποιούν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους σε διαδηλώσεις. Επομένως, σκεφτείτε εκείνο το Ιράκ και το σημερινό Ιράκ: τα χωρίζει ένα πλατύ σχίσμα.

Ωστόσο αυτό αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει τίποτα στα γονίδια των πληθυσμών της περιοχής, που να τους καταδικάζει στο να συμμορφώνονται με την πολιτική καθοδήγηση θρησκευτικών δυνάμεων. Ο πιο δημοφιλής πολιτικός ηγέτης στη σύγχρονη αραβική ιστορία ήταν αναμφισβήτητα ο Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ –ο πρόεδρος της Αιγύπτου από το 1956 μέχρι τον πρόωρο θάνατό του το 1970. Έφτασε όσο πιο «αριστερά» ήταν εφικτό μέσα στα όρια του αστικού εθνικισμού, εφαρμόζοντας μια σαρωτική εθνικοποίηση της οικονομίας μαζί με διαδοχικές αγροτικές μεταρρυθμίσεις, προωθώντας μια κρατικά καθοδηγούμενη βιομηχανική ανάπτυξη και βελτιώνοντας ουσιαστικά τις συνθήκες εργασίας, όλα αυτά σε ένα αντιιμπεριαλιστικό και αντι-σιωνιστικό υπόβαθρο. Αν και συνέβη κάτω από σκληρές δικτατορικές συνθήκες, αυτή ήταν μια πολύ προοδευτική φάση στην ιστορία της Αιγύπτου και βρήκε μιμητές σε αρκετές αραβικές χώρες.

Όταν σκέφτεσαι πάνω σε αυτή την ιστορία, συνειδητοποιείς ότι ο ρόλος του ισλαμικού φονταμενταλισμού τις τελευταίες δεκαετίες δεν έχει τις ρίζες του σε κάποια πολιτιστική πεμπτουσία, όπως θα υποστήριζε η άποψη του Οριενταλισμού. Είναι περισσότερο προϊόν συγκεκριμένης ιστορικής εξέλιξης. Όπως ήδη σχολιάσαμε, είναι εν μέρει το προϊόν της παρατεταμένης και εντατικής υποστήριξης του ισλαμικού φονταμενταλισμού από την Ουάσινγκτον σε συμπαιγνία με το πιο αντιδραστικό κράτος στη γη, το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας, για την καταπολέμηση της επιρροής του Νάσερ και της ΕΣΣΔ στην αραβική περιοχή και τον μουσουλμανικό κόσμο.

Όταν άνθισε η Αραβική Άνοιξη (όπως αποκαλούνταν οι εξεγέρσεις το 2011), μια νέα γενιά μπήκε στον αγώνα σε μαζική κλίμακα. Ο κύριος όγκος αυτής της νέας γενιάς ελπίζει σε έναν ριζοσπαστικό προοδευτικό μετασχηματισμό. Επιδιώκουν καλύτερες κοινωνικές συνθήκες, ελευθερία, δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη, ισότητα, συμπεριλαμβανομένης της χειραφέτησης των φύλων. Απορρίπτουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και ονειρεύονται μια κοινωνία σε ακραία αντίθεση με τις προγραμματικές αντιλήψεις των ισλαμικών φονταμενταλιστικών δυνάμεων, που υφάρπαξαν ή προσπάθησαν να υφαρπάξουν τις εξεγέρσεις και να ηγηθούν σε αυτές προκειμένου να πετύχουν τους δικούς τους στόχους.

Υπάρχει ένα τεράστιο προοδευτικό δυναμικό στην περιοχή και το είδαμε να επιστρέφει στο προσκήνιο κατά το δεύτερο επαναστατικό κύμα που ξεδιπλώνεται αυτή τη στιγμή. Ξεκίνησε τον Δεκέμβρη του 2018 με τη Σουδανική εξέγερση, η οποία ακολουθήθηκε από τον περασμένο Φλεβάρη [σσ: 2019] από την Αλγερινή εξέγερση και από τον Οκτώβρη από ογκώδεις κοινωνικές και πολιτικές διαδηλώσεις στο Ιράκ και στο Λίβανο. Το Σουδάν, η Αλγερία, το Ιράκ και ο Λίβανος βράζουν και όλες οι άλλες χώρες της περιοχής βρίσκονται στο χείλος της έκρηξης.

Κάτι για το ρόλο του σταλινισμού στον αραβικό κόσμο;

Η Σοβιετική Ένωση, όπως και τα κομουνιστικά κόμματα υπό την ηγεσία της, αντιπροσώπευαν την κυρίαρχη μορφή του «Μαρξισμού» στην περιοχή εδώ και δεκαετίες. Υπήρξαν αρκετά σημαντικά κομουνιστικά κόμματα στην περιοχή, όλα στενά συνδεδεμένα με τη Μόσχα. Αυτό σήμαινε ότι οι αυτοαποκαλούμενες μαρξιστικές ιδέες κυριαρχούνταν σε μεγάλο βαθμό από τον σταλινισμό στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 στην περιοχή.

Με την παγκόσμια ανάδυση της Νέας Αριστεράς στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και τη δεκαετία του ’70, νέες μεταφράσεις επέτρεψαν την πρόσβαση σε κριτικούς Μαρξιστές και αντι-σταλινικούς Μαρξιστές συγγραφείς στα αραβικά. Η άνοδος μιας Νέας Αριστεράς στην αραβική περιοχή ενισχύθηκε από την ήττα των Αραβικών στρατευμάτων τον Ιούνιο του 1967 στον επονομαζόμενο Πόλεμο των Έξι Ημερών, η οποία αποτέλεσε ένα μεγάλο πλήγμα στον Νάσερ και το καθεστώς του. Ένα μεγάλο τμήμα της νεολαίας ριζοσπαστικοποιήθηκε πέρα και από τον Νασερισμό και από τον σταλινισμό, σε αυτό που συχνά ήταν ριζοσπαστικός εθνικισμός με «Μαρξιστικό» μανδύα, αντί για καθαρός μαρξισμός.

Η Αραβική Νέα Αριστερά γνώρισε σημαντική ανάπτυξη στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70, αλλά απέτυχε να οικοδομήσει μια εναλλακτική απέναντι στην παλιά Αριστερά, πόσο μάλλον μια εναλλακτική στις κυρίαρχες δυνάμεις. Αυτή είναι η περίοδος κατά την οποία τα καθεστώτα χρησιμοποίησαν τον ισλαμικό φονταμενταλισμό για να εξοντώσουν τον σπόρο της Νέας Αριστεράς πριν αυτός ανθίσει. Οι περισσότερες, αν όχι όλες, οι αραβικές κυβερνήσεις εξαπέλυσαν και υποστήριξαν τις ισλαμικές φονταμενταλιστικές ομάδες στη δεκαετία του ’70, ειδικά στα πανεπιστήμια, ως αντίδοτο στη νέα αριστερή ριζοσπαστικοποίηση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο συνέβαλαν σημαντικά στην αποτυχία της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Φυσικά, η τελευταία φέρει την κύρια ευθύνη για την ήττα της. Της έλειπε η πολιτική ωριμότητα και η στρατηγική οξύνοια. Η νέα ριζοσπαστικοποίηση δεν προχώρησε πολύ πιο μακριά από τον προηγουμένως κυρίαρχο επιφανειακό και δογματικό «Μαρξισμό», που ήταν έντονα επηρεασμένος από τον σταλινισμό. Ο μαρξισμός γενικά περιορίστηκε στην αναπαραγωγή μερικών κλισέ. Υπήρχαν εξαιρέσεις, φυσικά, αλλά συνολικά η πρωτότυπη μαρξιστική διανοητική παραγωγή στα αραβικά παρέμεινε πολύ περιορισμένη –εξαιρώντας τις συμβολές Μαρξιστών στοχαστών από την περιοχή, που ζούσαν στο εξωτερικό και έγραφαν σε ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως ο αείμνηστος Σαμίρ Αμίν.

Η πιο σημαντική εξαίρεση ήταν ο Χασάν Χαμντάν, γνωστός με το συγγραφικό ψευδώνυμο Μαχντί Αμέλ. Ήταν ο πιο προωθημένος διανοούμενος του Κομουνιστικού Κόμματος Λιβάνου και δολοφονήθηκε από τη Χεζμπολάχ το 1987. Μια ανθολογία των γραπτών του θα κυκλοφορήσει σύντομα σε αγγλική μετάφραση.

Ας επιστρέψουμε στο παρόν. Η αλγερινή εξέγερση και η εξέγερση στο Σουδάν αναζωπύρωσαν την ελπίδα, όπως και οι θαρραλέες διαδηλώσεις στους δρόμους της Αιγύπτου και οι συνελεύσεις στην πλατεία Riad al-Solh στον Λίβανο, που καλούν σε ανατροπή του σημερινού καθεστώτος. Παρόλο που είναι δύσκολο να απαντηθεί, σε ποιο βαθμό οι απλοί άνθρωποι στην περιοχή άντλησαν πολιτικά διδάγματα από το προηγούμενο κύμα αγώνων; Τι είδους μαζικές δυναμικές είναι τώρα σε εξέλιξη; Πώς έμαθαν οι καταπιεσμένοι και οι εκμεταλλευόμενοι από τις εμπειρίες του μαζικού αγώνα; Έμαθαν κάτι;

Ασφαλώς και έμαθαν. Οι παρατεταμένες επαναστατικές διαδικασίες λειτουργούν σωρευτικά σε ό,τι αφορά την εμπειρία και την τεχνογνωσία. Είναι καμπύλες μάθησης. Οι λαοί μαθαίνουν, τα μαζικά κινήματα μαθαίνουν, οι επαναστάτες μαθαίνουν και φυσικά μαθαίνουν επίσης και οι αντιδραστικοί, όλοι μαθαίνουν.

Μια μακροχρόνια επαναστατική διαδικασία είναι μια διαδοχή κυμάτων αγωνιστικής ανόδου και αντεπαναστατικών αντιδράσεων –αλλά δεν είναι απλές επαναλήψεις παρόμοιων μοτίβων. Η διαδικασία δεν είναι κυκλική, πρέπει να προχωράει προς τα μπρος, αλλιώς εκφυλίζεται. Οι άνθρωποι κατανοούν τα μαθήματα των προηγούμενων εμπειριών και κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν, προκειμένου να μην επαναλάβουν τα ίδια λάθη ή να μην πέσουν στις ίδιες παγίδες.

Αυτό είναι πολύ σαφές στην περίπτωση του Σουδάν, αλλά επίσης στην Αλγερία και πλέον στο Ιράκ και το Λίβανο.

Το Σουδάν και η Αλγερία, μαζί με την Αίγυπτο, είναι οι τρεις χώρες της περιοχής όπου οι ένοπλες δυνάμεις αποτελούν τον κεντρικό θεσμό της πολιτικής εξουσίας. Φυσικά, τα ένοπλα σώματα ασφαλείας είναι η ραχοκοκαλιά των κρατών γενικότερα, αλλά είναι η άμεση εξουσία του στρατού που ξεχωρίζει σε αυτές τις τρεις χώρες στην αραβική περιοχή. Τα καθεστώτα τους δεν είναι «πατρογονικά». Δεν υπάρχει καμία οικογένεια που να της ανήκει το κράτος σε τέτοιο βαθμό, ώστε αυτή να το κάνει ό,τι θέλει. Το κράτος είναι μάλλον κυριαρχούμενο συλλογικά από τη διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων. Αυτά είναι «νεο-πατρογονικά» καθεστώτα: Αυτό σημαίνει ότι χαρακτηρίζονται από νεποτισμό, ευνοιοκρατία και διαφθορά, αλλά καμία μεμονωμένη οικογένεια δεν έχει τον πλήρη έλεγχο του κράτους, το οποίο παραμένει θεσμικά διαχωρισμένο από τους κυβερνώντες ως άτομα.

Αυτό εξηγεί γιατί στις τρεις αυτές χώρες ο στρατός κατέληξε να ξεφορτωθεί τον πρόεδρο και το στενό του περιβάλλον, προκειμένου να διαφυλάξει το στρατιωτικό καθεστώς. Αυτό συνέβη στην Αίγυπτο το 2011 με την αποπομπή του Μουμπάρακ και φέτος στην Αλγερία με τον τερματισμό της προεδρίας του Μπουτεφλίκα, ακολουθούμενο από την ανατροπή του Μπασίρ στο Σουδάν. Και οι τρεις ανατροπές διεξήχθησαν από το στρατό.

Ωστόσο, όταν συνέβη αυτό στην Αίγυπτο, υπήρχαν τεράστιες λαϊκές αυταπάτες για το στρατό, οι οποίες ανανεώθηκαν το 2013, όταν ο στρατός ανέτρεψε τον πρόεδρο Μόρσι της Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Αυτές οι αυταπάτες δεν επαναλήφθηκαν στο Σουδάν ή την Αλγερία το 2019. Αντίθετα, το λαϊκό κίνημα στις δύο χώρες γνώριζε καλά ότι ο στρατός αποτελεί τον κεντρικό πυλώνα του καθεστώτος από το οποίο επιθυμούν να απαλλαγούν. Το κίνημα και στις δύο χώρες κατανοεί πολύ καλά ότι, όταν φωνάζουν το σύνθημα «Ο λαός απαιτεί την ανατροπή του καθεστώτος», εννοούν τη στρατιωτική κυριαρχία συνολικά –όχι μόνο την προεδρική κορυφή του παγόβουνου. Το αντιλαμβάνονται αυτό σαφέστατα και στην Αλγερία και στο Σουδάν, σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί στην Αίγυπτο στο παρελθόν.

Αλλά στο Σουδάν υπάρχει κάτι παραπάνω απ’ αυτή τη διαφορά. Υπάρχει μια ηγεσία που ενσωματώνει την επίγνωση των διδαγμάτων που αντλούνται από όλες τις προηγούμενες εμπειρίες στην περιοχή. Αυτό οφείλεται κυρίως στην ίδρυση της Ένωσης Σουδανών Επαγγελματιών (SPA), η οποία ξεκίνησε το 2016 με εκπαιδευτικούς, δημοσιογράφους, γιατρούς και άλλους επαγγελματίες που οργάνωσαν ένα παράνομο δίκτυο. Καθώς ξεδιπλώνονταν η εξέγερση που ξεκίνησε τον Δεκέμβριο του 2018, η Ένωση αναπτύχθηκε σε ένα πολύ ευρύτερο δίκτυο που συμπεριλάμβανε εργατικά σωματεία όλων των σημαντικών τμημάτων της εργατικής τάξης. Έχει παίξει τον κεντρικό ρόλο στα γεγονότα από την πλευρά του λαϊκού κινήματος.

Η SPA συντέλεσε επίσης καταλυτικά στη συγκρότηση ενός ευρύτερου πολιτικού συνασπισμού με τη συμμετοχή πολλών κομμάτων και οργανώσεων. Επί του παρόντος έχουν εμπλακεί σε ένα πολιτικό παιχνίδι διελκυστίνδας με το στρατό. Συμφώνησαν προσωρινά σε έναν συμβιβασμό με τον οποίο θεσμοποιήθηκε αυτό που μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάσταση δυαδικής εξουσίας. Η χώρα διοικείται από ένα συμβούλιο στο οποίο η ηγεσία του λαϊκού κινήματος εκπροσωπείται μαζί με τη στρατιωτική διοίκηση. Πρόκειται για μια άβολη μεταβατική περίοδο που δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ. Αργά ή γρήγορα, μία από τις δύο δυνάμεις θα πρέπει να υπερισχύσει σε βάρος της άλλης.

Αλλά το σημείο κλειδί εδώ είναι ότι η εμπειρία του Σουδάν αντιπροσωπεύει ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός σε σύγκριση με όλα όσα είχαμε δει από το 2011 και μετά και αυτό οφείλεται στην ύπαρξη μιας πολιτικά ευφυούς ηγεσίας. Η SPA δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις για το στρατό. Είναι ριζικά αντίθετη τόσο με τη στρατιωτική εξουσία όσο και με τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, ειδικά από τη στιγμή που και οι δύο δυνάμεις εκπροσωπούνταν στο καθεστώς του Ομάρ Αλ Μπασίρ. Υποστηρίζουν ένα πολύ προοδευτικό πρόγραμμα, στο οποίο περιλαμβάνεται μια αξιοσημείωτη φεμινιστική διάσταση. Πρόκειται για μια πολύ σημαντική εμπειρία, η οποία παρακολουθείται πολύ στενά από κάθε γωνιά στην περιοχή.

Το λαϊκό κίνημα στην Αλγερία συγκλονίζει με την ικανότητα να πραγματοποιεί τεράστιες μαζικές διαδηλώσεις κάθε εβδομάδα εδώ και αρκετούς μήνες. Αλλά δεν έχει αναγνωρισμένη και «νομιμοποιημένη» ηγεσία. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι μιλάει στο όνομά του. Αυτό αποτελεί προφανή αδυναμία, σε εμφανή αντίθεση με το Σουδάν.

Οι μορφές ηγεσίας μεταβάλλονται φυσιολογικά με την πάροδο του χρόνου, αλλά δεν έχουμε εισέλθει σε κάποια μεταμοντέρνα εποχή «ακέφαλων επαναστάσεων», όπως θέλουν μερικοί να πιστέψουμε. Η έλλειψη ηγεσίας αποτελεί κρίσιμο εμπόδιο: μια αναγνωρισμένη ηγεσία είναι ζωτικής σημασίας, προκειμένου να κατευθύνει τη δύναμη του μαζικού κινήματος προς έναν πολιτικό στόχο. Αυτό το έχουν στο Σουδάν, αλλά όχι στην Αλγερία, και όχι ακόμη στο Ιράκ ή στο Λίβανο.

Ωστόσο, τόσο στο Ιράκ όσο και στον Λίβανο, άνθρωποι που εμπνέονται από το παράδειγμα του Σουδάν, προσπαθούν να στήσουν κάτι σαν το SPA. Υπάρχουν κάποια πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, στα οποία εμπλέκονται καθηγητές πανεπιστημίων μαζί με διάφορους επαγγελματίες. Στο Λίβανο, δημιούργησαν έναν Σύνδεσμο Γυναικών και Ανδρών Επαγγελματιών, εμπνευσμένο σαφώς από το μοντέλο του Σουδάν. Αυτό δείχνει καθαρά πώς λειτουργεί σε περιφερειακό επίπεδο η εκμάθηση από την εμπειρία.

Μπορείς να εμβαθύνεις περισσότερο στις πιο σημαντικές πτυχές των μαζικών κινημάτων στο Ιράκ και στο Λίβανο;

Και τα δύο κινήματα μοιράζονται μια αξιοσημείωτη ιδιαιτερότητα, η οποία συνίσταται στο ότι και οι δύο χώρες, το Ιράκ και ο Λίβανος, χαρακτηρίζονται από ένα θρησκευτικό σεχταριστικό πολιτικό σύστημα.

Στο Λίβανο, είχε θεσμοθετηθεί από τη γαλλική αποικιοκρατία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μια μορφή παρόμοια με το σημερινό πολιτικό σύστημα της χώρας. Στο Ιράκ, εγκαθιδρύθηκε από την Αμερικάνικη κατοχή, πολύ πιο πρόσφατα. Τέτοια σεχταριστικά πολιτικά καθεστώτα φυσικά τρέφονται από τους θρησκευτικούς διχασμούς. Στο γενικό τους πλαίσιο, οι σεχταριστικές θρησκευτικές διαιρέσεις γίνονται το καθοριστικό χαρακτηριστικό της πολιτικής ζωής και της κυβέρνησης. Ο σεχταρισμός είναι ένα ολέθριο και αποτελεσματικό εργαλείο για την εκτροπή της ταξικής πάλης σε θρησκευτική διαμάχη. Πρόκειται για μια παλιά συνταγή, μια εκδοχή του «διαίρει και βασίλευε»: εμποδίζει οποιαδήποτε οριζόντια αλληλεγγύη στο εσωτερικό μιας τάξης κατά τον αγώνα εναντίον της άλλης, μετατρέποντάς την σε κάθετη σύγκρουση μεταξύ των θρησκευτικών δογμάτων. Οι αστικές σεχταριστικές νεποτιστικές ηγεσίες εξασφαλίζουν την αφοσίωση μελών των λαϊκών τάξεων που ανήκουν στη δική τους σεχταριστική κοινότητα, τροφοδοτώντας σεχταριστικές διαιρέσεις και αντιπαλότητες.

Τόσο στο Ιράκ όσο και στον Λίβανο, η συσσώρευση κοινωνικών δυσφοριών ως επακόλουθο μιας πολύ άγριας μορφής καπιταλισμού, που συντρίβει τους απλούς ανθρώπους και επιδεινώνει το βιοτικό τους επίπεδο, έχει δημιουργήσει μια τεράστια δυσαρέσκεια. Η κοινωνική έκρηξη πυροδοτήθηκε από ένα πολιτικό μέτρο στο Ιράκ –την παύση μιας δημοφιλούς στρατιωτικής προσωπικότητας. Και από ένα οικονομικό στο Λίβανο –έναν φόρο που επιβλήθηκε στις επικοινωνίες VoIP (what’s up). Αυτά τα μέτρα προκάλεσαν μια τρομερή έκρηξη λαϊκής οργής.

Στον Λίβανο, προς έκπληξη όλων, η έκρηξη απλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα και συμπεριέλαβε ανθρώπους που ανήκαν σε όλα τα δόγματα. Στο Ιράκ περιορίστηκε κυρίως στην αραβική σιιτική πλειοψηφία, αλλά αυτό είναι εξίσου σημαντικό, καθώς η ίδια η κυρίαρχη κλίκα είναι σιιτική. Έτσι, το κίνημα και στις δύο χώρες έχει απορρίψει με σθένος το σεχταρισμό υπέρ μιας ανανεωμένης αίσθησης ενός λαϊκού-εθνικού ανήκειν.

Στο Λίβανο, ο σεχταρισμός ήταν τόσο παγιωμένος ιστορικά, ώστε φαινόταν ως ένα αξεπέραστο εμπόδιο. Επομένως ήταν καταπληκτικό το να βλέπει κανείς ανθρώπους που ανήκουν σε όλες τις θρησκευτικές κοινότητες, να συμμετέχουν σε μια εξέγερση, της οποίας το βασικό σύνθημα έχει γίνει το αραβικό ισοδύναμο του ισπανόφωνου «Que se vayan todos!» (Να φύγουν όλοι!), το οποίο ήταν το κεντρικό σύνθημα της λαϊκής εξέγερσης του Δεκεμβρίου του 2001 στην Αργεντινή. Η λιβανέζικη εκδοχή λέει [Όταν λέμε να φύγουν] «όλοι, σημαίνει όλοι!» –είναι ένας τρόπος να επιμείνει στην απόρριψη όλων των μελών της άρχουσας τάξης, χωρίς εξαιρέσεις.

Το «εμείς εναντίον αυτών» μετατοπίστηκε από το «σέχτα εναντίον σέχτας» προς μια λαϊκή εξέγερση των από κάτω εναντίον όλων των μελών της άρχουσας τάξης από πάνω, σε όποια θρησκευτική-πολιτική σέχτα κι αν ανήκουν, είτε είναι Σιίτες, είτε Σουνίτες, είτε Χριστιανοί, είτε Δρούζοι. Η Χεζμπολάχ δεν εξαιρέθηκε –και αυτό είναι ακόμη πιο εντυπωσιακό, καθώς μέχρι πρότινος επικρατούσε ένα είδος ταμπού όσον αφορά αυτό το κόμμα και ειδικά τον ηγέτη του. Ήταν καταπληκτικό το γεγονός ότι ο κόσμος βγήκε στους δρόμους στις περιοχές που είναι υπό τον έλεγχο της Χεζμπολάχ, παρά την ξεκάθαρη στάση του κόμματος ενάντια στο λαϊκό κίνημα. Έκτοτε, υπήρξαν διαδοχικές προσπάθειες εκφοβισμού του λαϊκού κινήματος από μπράβους που ανήκουν στη Χεζμπολάχ και στο στενό σύμμαχό της, την Αμάλ, δηλαδή τα δύο σιιτικά σεχταριστικά κόμματα.

Στο Ιράκ, τα κόμματα και οι πολιτοφυλακές που συνδέονται με το ιρανικό καθεστώς, ενεπλάκησαν σε πολύ μεγαλύτερο επίπεδο στην καταστολή της λαϊκής εξέγερσης, με πολλές δολοφονίες. Αυτό συνέβη επειδή η κηδεμονία της Ιρακινής κυβέρνησης από την Τεχεράνη αποτελεί βασικό στόχο της λαϊκής εξέγερσης. Η πρόσφατη έκρηξη θυμού μέσα στο ίδιο το Ιράν απαντήθηκε αντίστοιχα με βίαιη καταστολή.

Το Ιρανικό θεοκρατικό καθεστώς επιβεβαιώνει έτσι ότι είναι μία από τις κύριες αντιδραστικές δυνάμεις στην περιοχή, αντίστοιχα με τον περιφερειακό της αντίπαλο, το Βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας. Αυτό ήταν ήδη σαφές από τη βίαιη καταστολή του δημοκρατικού λαϊκού κινήματος μέσα στο Ιράν το 2009, από την τεράστια συμβολή του Ιράν στην αντεπαναστατική επίθεση του συριακού καθεστώτος μετά το 2013 και από τη σκληρή καταστολή των κοινωνικών διαμαρτυριών, που ξέσπασαν ξανά στο Ιράν στα τέλη του 2017 και στις αρχές του 2018.

Ο ρόλος των γυναικών στο δεύτερο κύμα της επαναστατικής διαδικασίας στην αραβική περιοχή είναι ένα άλλο πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό και μια περαιτέρω ένδειξη του υψηλότερου βαθμού ωριμότητας που επιτεύχθηκε από τα λαϊκά κινήματα. Στο Σουδάν, την Αλγερία και το Λίβανο, οι γυναίκες έχουν συμμετάσχει μαζικά και πολύ ορατά στις διαδηλώσεις και τις μαζικές συγκεντρώσεις, καθώς και ως επικεφαλής τους. Στις τρεις αυτές χώρες οι φεμινίστριες υπήρξαν μια κρίσιμη συνιστώσα μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, που συμμετείχαν στις εξεγέρσεις. Ακόμα και στο Ιράκ, όπου οι γυναίκες ήταν μετά βίας ορατές στο αρχικό στάδιο των διαδηλώσεων, πλέον εμπλέκονται όλο και περισσότερο, ειδικά αφότου προσχώρησε στις κινητοποιήσεις ο φοιτητικός πληθυσμός.

Το μεγάλο ερώτημα τώρα είναι: Θα καταφέρουν τα λαϊκά κινήματα στην Αλγερία, το Ιράκ και το Λίβανο να βρουν τρόπους οργάνωσης, όπως έκαναν οι Σουδανοί-ές αδελφοί και αδελφές τους, προκειμένου να μεγιστοποιήσουν τον αντίκτυπο των αγώνων τους και να πετύχουν σημαντικά βήματα προς την εκπλήρωση των στόχων τους; Ή θα κατορθώσουν οι άρχουσες τάξεις να καταπνίξουν κάθε μία από αυτές τις τρεις εξεγέρσεις και να τις εξουδετερώσουν; Χωρίς να είμαι αισιόδοξος, λόγω της εξαιρετικά μοχθηρής φύσης των καθεστώτων που κυβερνούν σε αυτό το μέρος του κόσμου, τρέφω πολλές ελπίδες. Η ελπίδα μου, ωστόσο, βασίζεται στην επίγνωση ότι υπάρχει μια τεράστια προοδευτική δυνατότητα, ενώ ταυτόχρονα αντιλαμβάνομαι πλήρως ότι προκειμένου να υλοποιηθεί αυτή, χρειάζεται μεγάλος αγώνας, οργάνωση και πολιτική οξύνοια.

Συντάκτης
Ζιλμπέρ Ασκάρ