Συνέντευξη του Φρανκ Γκοντισό: Η συντηρητική επίθεση και η επιστροφή του ταξικού πολέμου στη Λατινική Αμερική

Φρανκ Γκοντισό
Ημερ.Δημοσίευσης

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό L’ Anticapitaliste το Δεκέμβρη του 2019 και αναδημοσιεύτηκε στα αγγλικά από το internationalviewpoint.org. Τη μετάφραση από τα αγγλικά έκανε ο Μάρκος Γαρμπής. Ο Φρ. Γκοντισό είναι μέλος του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος στη Γαλλία. Διδάσκει Ιστορία και Πολιτισμό της Λατινικής Αμερικής στο πανεπιστήμιο του Τουλούζ και αρθρογραφεί συστηματικά για τη Λατινική Αμερική.

Διαδήλωση στο Εκουαδόρ

Πριν από μερικούς μήνες διακηρυσσόταν το «τέλος» του προοδευτικού κύκλου στη Λατινική Αμερική. Τώρα φαίνεται ότι ξεκινάει μια νέα κατάσταση. Από τη μία πλευρά οι κυρίαρχες τάξεις βρίσκονται στην επίθεση, από την άλλη η αντίσταση στον νεοφιλελευθερισμό εκφράζεται στους δρόμους και τις κάλπες.

Πράγματι, υπήρξε μια συζήτηση σχετικά με το κατά πόσο είμαστε μάρτυρες του τερματισμού του λεγόμενου κύκλου των προοδευτικών, εθνικών λαϊκών ή κεντροαριστερών κυβερνήσεων: Από το ναυάγιο της κυβέρνησης του Κόμματος των Εργατών (PT) στη Βραζιλία και την ατέλειωτη κρίση στη Βενεζουέλα του Μαδούρο, μέχρι τις εξελίξεις στην Αργεντινή, την Ουρουγουάη, τη Βολιβία, το Εκουαδόρ...

Στην πραγματικότητα, δεν βρισκόμαστε ακριβώς μπροστά σε ένα «τέλος», αλλά περισσότερο μπροστά στην επεισοδιακή υποχώρηση αυτών των εμπειριών και αυτό που αναδύεται όλο και πιο ξεκάθαρα είναι τα στρατηγικά όρια και οι αντιφάσεις αυτών των διαφορετικών σχεδίων και των αντίστοιχων πολιτικών καθεστώτων. Έγραψα σχετικά με αυτό σε ένα πρόσφατο δοκίμιο μαζί με τον Τζεφ Γουέμπερ και τον Μάσιμο Μοντονέσι.

Είναι ιδιαίτερα προφανές ότι, με την παγκόσμια οικονομική κρίση και την περισσότερο ή λιγότερο βαθιά εξάντληση της δυναμικής των νεο-αναπτυξιακών και των νεο-εξτρακτιβιστικών (ΣτΜ: νέο-εξορυκτικιστικών) προοδευτικών εγχειρημάτων σε ορισμένες χώρες, έχουμε εισέλθει σε μια χαοτική και δύσκολη συγκυρία, στην οποία οι άρχουσες τάξεις, οι συντηρητικές δυνάμεις, οι μιντιακές ελίτ, η χρηματιστική αστική τάξη, οι Ευαγγελικοί εκκλησιαστικοί κύκλοι και η μιλιταριστική ακροδεξιά, βρίσκονται στην επίθεση.

Αυτό ισχύει ιδιαίτερα μετά τη νίκη του Μπολσονάρο στη Βραζιλία, μια χώρα κρίσιμη στη διαμόρφωση της περιφερειακής γεωστρατηγικής. Αυτή η νίκη ήρθε μετά τη θριαμβευτική επικράτηση του κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος ενάντια στη Ντίλμα Ρούσεφ και αργότερα με την παράνομη και αθέμιτη φυλάκιση του Λούλα.

Την ίδια στιγμή, αυτή η συντηρητική ή και αντιδραστική επίθεση δεν έχει σταθεροποιηθεί. Φαίνεται ότι οι άρχουσες τάξεις δεν έχουν βρει το κλειδί για την αποκατάσταση της εξουσίας τους και τη διαμόρφωση μιας ακατέργαστης κοινωνικής συναίνεσης σε μια καινούργια νεοφιλελεύθερη-αυταρχική ηγεμονία.

Στην Αργεντινή, ο νεοφιλελεύθερος Μαουρίτσιο Μάκρι ανατράπηκε στις εκλογές, ενώ η θητεία του είχε σημαδευτεί από μια δραματική οικονομική κατάρρευση, παρά τη θηριώδη παρέμβαση του ΔΝΤ υπό την καθοδήγηση της Κριστίν Λαγκάρντ ή πιο σωστά εξαιτίας αυτής της παρέμβασης. Στο Μεξικό εμφανίστηκε με καθυστέρηση [σσ: σε σχέση με την υπόλοιπη περιοχή] μια εκδοχή «προοδευτισμού» με την εκλογική νίκη του κεντροαριστερού Λόπεζ Ομπραδόρ, ο οποίος σίγουρα δεν θα μπορέσει να πραγματοποιήσει τον μεγάλο μετασχηματισμό που υποσχέθηκε, αλλά που παρ’ όλα αυτά η εκλογή του αποτελεί μια σχετική τομή σε σχέση με τους προηγούμενους νεοφιλελεύθερους προέδρους. Στη Βενεζουέλα, η επίθεση της αντιπολίτευσης (την οποία υποστήριξε ανοιχτά η Ουάσιγκτον) με την αυτοανακήρυξη του Χουάν Γκουαϊδό ως Προέδρου και τον οικονομικό στραγγαλισμό της χώρας, απέτυχε οικτρά.

Ωστόσο, η κυβέρνηση Μαδούρο παραμένει εξαιρετικά αποδυναμωμένη και εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από αυταρχισμό, κακοδιαχείριση και μεγάλη διαφθορά. Παράλληλα είναι ανίκανη να ξεπεράσει τη δική της οικονομική κρίση, ενώ ταυτόχρονα οι οικονομικές κυρώσεις των ΗΠΑ επιβαρύνουν ακόμα περισσότερο την καθημερινότητα των Βενεζουελάνων. Όμως, ένα βασικό γεγονός για την κυβέρνηση της Βενεζουέλας είναι ότι οι Μπολιβαριανές Ένοπλες Δυνάμεις έχουν παραμείνει πιστές στον πρόεδρο Μαδούρο.

Ένα άλλο παράδειγμα της τρέχουσας αντιφατικής κατάστασης είναι η Ουρουγουάη, όπου οι συντηρητικοί (με την υποστήριξη της μιλιταριστικής ακροδεξιάς) μόλις έβαλαν τέλος στα δεκαπέντε χρόνια σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων υπό την ηγεσία του Frente Amplio, μετά από την οριακή νίκη τους στο δεύτερο γύρο των εκλογών.

Μπροστά σε αυτή τη μη-σταθεροποιημένη συντηρητική επίθεση, οι δυσαρεστημένες λαϊκές δυνάμεις και η συλλογική αντίσταση έχουν ανακάμψει. Εκφράζονται έμμεσα στις κάλπες, όπως για παράδειγμα με τη νίκη των Περονικών στην Αργεντινή. Αλλά, πάνω απ’ όλα, αυτή η αντίσταση εκφράζεται από τα κάτω, μέσα από πολλαπλούς συνεχείς κοινωνικούς αγώνες. Και επίσης, έχουμε τη μεγάλη δημοκρατική νίκη της απελευθέρωσης του Λούλα (αν και οι δικαστικές διαδικασίες συνεχίζονται) στη Βραζιλία.

Με λίγα λόγια, υπάρχει μια πολύ ισχυρή ανασυγκρότηση της ταξικής πάλης, που δημιουργεί το έδαφος για μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα τόσο από την άποψη των ελίτ, όσο και από τη μεριά των λαϊκών τάξεων. Οι τελευταίες προσπαθούν να αναδιοργανωθούν, αλλά μέσα από αποδυναμωμένες θέσεις και χωρίς να κάνουν πάντα την αναγκαία κριτική αποτίμηση της προηγούμενης περιόδου, της χρυσής εποχής του «προοδευτισμού» (2002-2013).

Ένα άλλο σημαντικό γεγονός είναι η έκταση που έχει πάρει η κρατική καταστολή και η ποινικοποίηση των λαϊκών κινημάτων που αποτυπώνεται σε δεκάδες δολοφονίες σε ολόκληρη την περιοχή (από τη Χιλή ως την Ονδούρα και τη Βολιβία), με στρατιωτικοποιημένα αστυνομικά σώματα να προχωρούν σε βασανιστήρια, βιασμούς, γυναικοκτονίες, «εξαφανίσεις» και παράνομες κρατήσεις.

Κατά τη γνώμη μου, είναι πολιτικά επείγον εμείς στην Ευρώπη να σκεφτούμε την πιθανότητα μιας πλατιάς και ενωτικής εκστρατείας διεθνούς αλληλεγγύης για τον άμεσο τερματισμό αυτών των πρακτικών κρατικής τρομοκρατίας. Πρέπει να σκεφτούμε με ποιο τρόπο μπορούμε να αυξήσουμε την πίεση στις δικές μας κυβερνήσεις και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία κάνει ότι δεν βλέπει και υποστηρίζει πλήρως τα κράτη που είναι υπεύθυνα για αυτές τις συστηματικές παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Χιλή, Εκουαδόρ, Αϊτή και τώρα Κολομβία, ο κατάλογος των λαϊκών κινημάτων γίνεται όλο και μακρύτερος. Τι μπορείς να μας πεις γι’ αυτά τα κινήματα, για τις ρίζες και τις προοπτικές τους;

Σύμφωνα με διάφορους παρατηρητές, μετά την Αραβική Άνοιξη και το κίνημα των indignados στο Ισπανικό Κράτος, ζούμε και πάλι σε ένα πλαίσιο παγκόσμιων εξεγέρσεων και οι λατινοαμερικανικές εξεγέρσεις αντηχούν στον Λίβανο, το Ιράκ, την Αλγερία, το Χονγκ Κονγκ, ακόμη και στα κίτρινα γιλέκα της Γαλλίας. Ίσως είναι υπερβολική γενίκευση, αλλά πρόκειται παντού για μια αντίσταση ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό και τον αυταρχισμό, μέσα σε ένα πλαίσιο κρίσης νομιμοποίησης των σημερινών πολιτικών συστημάτων που θεωρούνται ως κυριαρχούμενα από πολιτικές «κάστες», όπου βασιλεύουν οι πελατειακές σχέσεις, η αλαζονεία και η διαφθορά.

Αν μιλάμε για τη Χιλή, την Αϊτή, το Εκουαδόρ και την Κολομβία, αυτό είναι πολύ σαφές. Ωστόσο, δεν είναι «παγκόσμιες», «διεθνοποιημένες» εξεγέρσεις. Εξαρτώνται πρωτίστως από τις τοπικές συνθήκες και τους συσχετισμούς δύναμης σε εθνικό επίπεδο (αν και υπάρχει πραγματική αλληλεπίδραση, κυρίως με τη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης). Αυτή η απόρριψη του «συστήματος» έχει διαφορετικές διαστάσεις, περισσότερο ή λιγότερο δυναμικές, ανάλογα με τη χώρα. Το θέμα της διαφθοράς έχει κεντρική θέση στην Αϊτή, ενώ το ζήτημα του οικονομικού μοντέλου και του αυταρχισμού είναι κεντρικό στη Χιλή, το Εκουαδόρ και την Κολομβία.

Αυτές οι κρίσεις γεννιούνται από τη γενικευμένη «επισφάλεια» της ζωής, της φύσης και της εργασίας στη νεοφιλελεύθερη εποχή στον παγκόσμιο Νότο. Πρέπει να πιάσουμε το σφυγμό της δυσαρέσκειας που έχει συσσωρευτεί εδώ και δεκαετίες, τις καθημερινές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν εκατομμύρια άνθρωποι για να ζήσουν και να αποκτήσουν στέγαση στις μεγάλες πόλεις, να πιάσουμε το σφυγμό των αγροτικών περιοχών που μολύνουν και ελέγχουν οι πολυεθνικές κλπ. Πρέπει επίσης να κατανοήσουμε το εύρος του θυμού των από κάτω, όταν βλέπουν μη-δημοκρατικά πολιτικά καθεστώτα να αδυνατούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες και τις προσδοκίες τους, ενώ ο πλούτος συσσωρεύεται στο πάνω άκρο της κοινωνίας.

Στην περίπτωση της Χιλής, το κίνημα δεν απαιτεί τίποτα λιγότερο από το τέλος του Συντάγματος του Πινοσέτ, το οποίο εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα.

Η μικροαστική τάξη (τα «μεσαία στρώματα») διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις λαϊκές κινητοποιήσεις, αλλά με διαφορετικές τροχιές.

Στη Χιλή, βρισκόμαστε μπροστά σε μια έκρηξη κυρίως των επισφαλών νέων, μαθητών και φοιτητών, συχνά πολύ νεαρής ηλικίας. Πηδούσαν τις μπάρες του μετρό και αρνούνταν να πληρώσουν την αύξηση των τριάντα λεπτών στο πιο ακριβό μετρό στον κόσμο (πάντα σε σχέση με την αγοραστική δύναμη). Πράγματι, αυτοί είναι νέοι από τις λαϊκές τάξεις ή από τις επισφαλείς μεσαίες τάξεις.

Συνολικά, στις χώρες του παγκόσμιου Νότου, μεγάλα τμήματα της «μικροαστικής τάξης» είναι πολύ επισφαλή, χρεωμένα, χωρίς σταθερή απασχόληση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, καταλήγουν να ακολουθούν και να συμπορεύονται με τις λαϊκές κινητοποιήσεις.

Ένα σημαντικό στοιχείο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης. Σήμερα, η λατινοαμερικανική νεολαία (στις πόλεις, αλλά και στην ύπαιθρο) είναι πιο μορφωμένη από τις παλιότερες γενιές, συνδέεται με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι λιγότερο συνδεδεμένη με πολιτικά κόμματα και συνδικάτα απ’ ό,τι συνέβαινε στη δεκαετία του ’70 και μπαίνει στη μάχη με –λίγο έως πολύ– αυθόρμητο και με πολύ εκρηκτικό τρόπο, όταν αντιμετωπίζει άμεσα μέτρα. Φυσικά αυτό συμβαίνει σε διαφορετικές συγκυρίες από χώρα σε χώρα.

Το αντι-νεοφιλελεύθερο, αντι-αυταρχικό και δημοκρατικό περιεχόμενο των σημερινών κοινωνικών κινημάτων είναι πολύ εμφανές στη Χιλή, το Εκουαδόρ, την Αϊτή και τώρα στην Κολομβία, η οποία έζησε μια μεγάλη γενική απεργία που αντίστοιχή της δεν είχε υπάρξει εδώ και δεκαετίες.

Την ίδια ώρα υπάρχουν τα ουσιώδη τοπικά συστατικά σε κάθε χώρα. Για παράδειγμα, στην Κολομβία υπάρχει το ζήτημα της ειρηνευτικής διαδικασίας, την οποία η κυβέρνηση Ντούκε και ο πρώην πρόεδρος Ουρίμπε προσπαθούν να υπονομεύσουν με κάθε τρόπο. Στη Χιλή, η ελιτιστική αλαζονεία του Πινιέρα και η παρουσία του στρατού στους δρόμους επιτάχυναν τις κινητοποιήσεις (επανενεργοποιώντας την τραυματική μνήμη της δικτατορίας του Πινοσέτ). Στο Εκουαδόρ, η κυβέρνηση Μορένο (που προέρχεται από την κεντροαριστερή Alianza País) ευθυγραμμίστηκε με τον νεοφιλελευθερισμό, το ΔΝΤ, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τα αφεντικά της περιοχής του Guayaquil. Στην Αϊτή, ο κινητήριος παράγοντας είναι η απόρριψη της διεφθαρμένης πολιτικής κυρίαρχης κάστας και του προέδρου Τζοβενέλ, αλλά παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο οι συνέπειες δεκαπέντε χρόνων κατοχής από τα στρατεύματα του ΟΗΕ και ειδικότερα από τον Βραζιλιάνικο στρατό.

Η Βολιβία ακολούθησε μια διαφορετική διαδρομή. Υπάρχει και εκεί μια πραγματική συσσωρευμένη κοινωνική δυσαρέσκεια όχι απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό, αλλά απέναντι στον «αρχηγισμό» (caudillismo) του Έβο Μοράλες, ο οποίος διεκδίκησε μια τέταρτη προεδρική θητεία, αξιοποιώντας μια κάπως αμφιλεγόμενη απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου και παρά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του 2016 [στο οποίο η πρότασή του να διεκδικήσει επανεκλογή μειοψήφισε]. Κατά τη διάρκεια των δεκατεσσάρων ετών του «Εβίσμο», η φτώχεια μειώθηκε σημαντικά και οικοδομήθηκε ένα πιο κοινωνικό και πολυεθνικό κράτος. Αλλά υπήρξαν επίσης κριτικές για το εξορυκτικό μοντέλο ανάπτυξης, που ακολούθησε ο Μοράλες, και ένας αυξανόμενος διχασμός ανάμεσα στην κυβερνητική διαχείριση και τμήμα του λαϊκού κινήματος.

Ωστόσο, το θεμελιώδες γεγονός που εξηγεί το πραξικόπημα ενάντια στον Έβο είναι η επιτυχία της ακροδεξιάς –υπό την ηγεσία της Επιτροπής Πολιτών της Σάντα Κρουζ και των αντιδραστικών Ευαγγελικών ρευμάτων– να εκμεταλλευτεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Ο Λουίς Φερνάντο Καμάτσο, ο νεοφασίστας ηγέτης των ανατολικών περιοχών, εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία του MAS (Κίνημα προς τον Σοσιαλισμό), το οποίο έχει χάσει σε ένα βαθμό την ικανότητά του να κινητοποιεί την ιστορική του βάση. Ο Καμάτσο ηγήθηκε ενός ετερογενούς κινήματος, που περιλάμβανε λαϊκά στρώματα, μεγαλογαιοκτήμονες, ιθαγενικές οργανώσεις και εργοδότες.

Εκεί λοιπόν έχουμε ένα διαφορετικό συσχετισμό δυνάμεων. Ένα συσχετισμό που περιλαμβάνει τη στροφή μέρους των νέων μεσαίων τάξεων προς την υποστήριξη του πραξικοπήματος. Αυτά τα στρώματα, αφού επωφελήθηκαν από την αποτελεσματική οικονομική διαχείριση του MAS και τον τριπλασιασμό του ΑΕΠ, απέκτησαν προσδοκίες στις οποίες το MAS δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί. Την ίδια στιγμή, η βαθιά πελατειακή διαχείριση των σχέσεων μεταξύ των λαϊκών οργανώσεων και του MAS (που είναι λιγότερο κόμμα και περισσότερο ένα είδος ομοσπονδίας κοινωνικών οργανώσεων) δεν βοήθησε στην υπεράσπιση της κυβέρνησης από αυτό το είδος αποσταθεροποίησης.

Τέλος, είναι απαραίτητο να αναπτύξουμε και να κατανοήσουμε λεπτομερώς τον ρόλο του ιμπεριαλισμού στο πραξικόπημα, ο οποίος φαίνεται καθημερινά όλο και πιο αποφασιστικός, όχι μόνο μέσω του OAS (Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών) που κατήγγειλε εκλογική νοθεία, αλλά και μέσω της ενεργού υποστήριξης, από το 2005, στις δεξιές και αυτονομιστικές δυνάμεις της ανατολικής Βολιβίας, που επεδίωκαν πάντα να ανατρέψουν τον Μοράλες.

Το φεμινιστικό κίνημα φαίνεται ιδιαίτερα ισχυρό στη Λατινική Αμερική. Μπορούμε να μιλήσουμε για ένα νέο «φεμινιστικό κύμα», που σαρώνει όλη την ήπειρο;

Οι αγώνες των γυναικών και το φεμινιστικό κίνημα είναι βασικοί παράγοντες στην ανασυγκρότηση της ταξικής πάλης και των ανταγωνιστικών λαϊκών κινημάτων στην περιοχή. Έχουν ρίζες ευρύτερα στη νεολαία και όχι αποκλειστικά στο μαθητικό και τον φοιτητικό πληθυσμό. Έχουν κατορθώσει να δημιουργήσουν δεσμούς με ένα μέρος του συνδικαλιστικού κινήματος και του αγροτικού κινήματος. Αυτό μπορεί να διαπιστωθεί, για παράδειγμα, στη σημασία του γυναικείου και φεμινιστικού κινήματος στους λαϊκούς αγώνες στη Βραζιλία και στο κίνημα των ακτημόνων.

Ταυτόχρονα, είναι ένα πλατύ, ηπειρωτικό, διεθνικό κίνημα με τοπικές ιδιαιτερότητες. Η Χιλή επηρεάστηκε από τη δυναμική της Αργεντινής, ειδικά με το ισχυρό κίνημα «Ni una menos» [σσ: «Ούτε Μία Λιγότερη», ενάντια στις γυναικοκτονίες] και τον αγώνα για το δικαίωμα στις αμβλώσεις, με το σύμβολο του πράσινου κασκόλ που έγινε διεθνές έμβλημα. Το κίνημα αυτό ξεχύθηκε πέρα από τα εθνικά σύνορα και ενέπνευσε τους Χιλιάνικους φεμινιστικούς αγώνες στην άλλη πλευρά της οροσειράς των Άνδεων.

Οι γυναίκες στη Χιλή έχουν τα δικά τους αιτήματα και αναπτύσσουν τις δικές τους δυναμικές, ειδικά μετά το κίνημα του 2018 στα πανεπιστήμια, με τις μαζικές καταλήψεις σχολών ενάντια στη σεξουαλική κακοποίηση και το σεξισμό στην εκπαίδευση. Το κίνημα στη Χιλή ενισχύθηκε από τη μεγάλη [σσ: φεμινιστική] απεργία του Μάρτη του 2019 και την πρωτύτερη δημιουργία της Coordinadora del 8 de Marzo (Συντονισμός 8 Μάρτη) που συνενώνει δεκάδες οργανώσεις.

Το Λατινοαμερικάνικο φεμινιστικό κίνημα της πρόσφατης εποχής απέδειξε ότι είναι εφικτό να συνδυαστεί η ενωτική προσέγγιση με το ριζοσπαστισμό, που θα δημιουργεί ένα μαζικό, λαϊκό κίνημα. Κατά τη γνώμη μου, ενσαρκώνει μεγάλες ελπίδες για κάθε προοπτική βαθιών δημοκρατικών μετασχηματισμών, όχι μόνο αντι-πατριαρχικών, αλλά και απο-αποικιοκοποίησης και αντικαπιταλιστικών. Πρόκειται για ένα κίνημα που οριοθετεί τον εαυτό του ενάντια στην επισφάλεια της ζωής και ενσωματώνει εργατικά, μεταναστευτικά, ιθαγενικά αιτήματα, αγώνες των ΛΟΑΤΚΙ+ κλπ.

Στο Μεξικό, ο αγώνας ενάντια στη νεοφιλελεύθερη βία και τον πολύ μεγάλο αριθμό γυναικοκτονιών (και όχι μόνο στο διαβόητο Ciudad Juárez) αποτελεί τον κεντρικό άξονα αυτού του κινήματος, το οποίο, μέχρι τώρα τουλάχιστον, δεν έχει μετεξελιχθεί σε ένα μαζικό πανεθνικό κίνημα. Κατέγραψε επίσης επιτυχίες στην αποποινικοποίηση της άμβλωσης στην πολιτεία της Οαχάκα και στην Πόλη του Μεξικού.

Στη Βραζιλία, οι φεμινιστικοί αγώνες αναδύθηκαν με την εκστρατεία «Ele Νao» (Όχι Αυτόν) ενάντια στην άνοδο του Μπολσονάρο και βρήκαν συνέχεια στη μεγάλη πορεία που οργάνωσαν οι «μαργαρίτες», οι εκατοντάδες χιλιάδες αγρότισσες τον Αύγουστο του 2019. Επρόκειτο για μια τεράστια πορεία που γεννήθηκε μέσα από έναν κοινοτικό-λαϊκό φεμινισμό της υπαίθρου. Αυτός συνδέεται σε γενικές γραμμές με τον ρόλο που διαδραματίζουν οι μαχήτριες της ριζοσπαστικής Αριστεράς «των πόλεων», όπως η Μαριέλ Φράνκο, η οποία δολοφονήθηκε από τους μπράβους του Μπολσονάρο.

Υπάρχει ένα νέο φεμινιστικό «κύμα», αλλά όχι με την ευρωπαϊκή ή την αμερικανική έννοια. Είναι περισσότερο μια πολύ σημαντική ιστορική στιγμή για τους αγώνες των γυναικών και των φεμινισμών (που είναι πλουραλιστικοί), με μερικές επιρροές από το Βορρά, από το ισπανικό κράτος και από τη Φεμινιστική Απεργία που συνδέει θεωρητικούς όπως η Σίλβια Φεντερίτσι, η Σίνθια Αρούτσα και άλλες, αλλά είναι κίνημα που ξεκινά από και είναι «αγκυρωμένο» στις ιδιαιτερότητες της Ινδιανο-Αφρο-Λατινικής Αμερικής.

Άλλα πολύ σημαντικά υποκείμενα στη Λατινική Αμερική είναι τα αγροτικά και ιθαγενικά κινήματα. Πώς εξηγείται ο προοδευτικός ρόλος αυτών των δυνάμεων και ειδικότερα η σχέση τους με το εργατικό κίνημα;

Φέτος γιορτάζουμε την εικοστή πέμπτη επέτειο από την εμφάνιση της ιθαγενικής, αγροτικής, αντι-νεοφιλελεύθερης και αντικαπιταλιστικής νεοζαπατιστικής εξέγερσης στην Τσιάπας. Πιστεύω ότι θα ήταν πολύ χρήσιμο να αντλήσουμε διδάγματα από αυτό το σημαντικό πείραμα και επίσης να επανενεργοποιήσουμε τα δίκτυα αλληλεγγύης με τη ζαπατιστική διαδικασία, η οποία έχει αντέξει επί ένα τέταρτο του αιώνα σε μια περιοχή τόσο μεγάλη σε μέγεθος όσο το Βέλγιο, αναλαμβάνοντας την οικοδόμηση μιας σημαντικής εναλλακτικής εμπειρίας και δημιουργώντας εναλλακτικούς τρόπους διαβίωσης σε έναν κόσμο που βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης.

Το κίνημα των Ζαπατίστας κατόρθωσε να αντισταθεί στις μεξικανικές στρατιωτικές δυνάμεις και να δημιουργήσει, με θετικό τρόπο, έναν νέο απολογισμό για το πώς να προσπαθήσουμε, όχι χωρίς δυσκολίες, να διαμορφώσουμε μια μετα-καπιταλιστική προοπτική: όντας ανοιχτό σε όλους τους διεθνιστικούς αγώνες, συνδεδεμένο με τον κουρδικό λαό και άλλα κινήματα, θέτοντας σε κίνηση το ζήτημα του κοινοτισμού, αλλά μέσα από τις οπτικές των λαών των Μάγιας της Τσιάπας, συνδυάζοντας τα αιτήματα των ιθαγενικών περιοχών με την οικοδόμηση μιας καινοτόμου δημοκρατικής πολιτικής εξουσίας κ.λπ. Αυτή η εμπειρία είναι θεμελιώδης στην συζήτηση για τις εναλλακτικές στον 21ο αιώνα.

Φυσικά, έχει όρια και πολλά ανεπίλυτα προβλήματα (ειδικά στο οικονομικό πεδίο), όπως έχουν αναγνωρίσει οι ίδιοι οι Ζαπατίστας. Η σχέση με άλλους Μεξικανούς αριστερούς είναι επίσης συχνά δύσκολη. Αλλά όταν αποτιμούμε την κατάρρευση του Τσαβισμού στη Βενεζουέλα, την απουσία δομικών μετασχηματισμών στην Αργεντινή, τη διαδρομή του ΡΤ στη Βραζιλία ή του Frente Amplio στην Ουρουγουάη, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο απολογισμός των δεκαπέντε χρόνων «προοδευτισμού» δείχνει πολλά όρια και αντιφάσεις. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να επιστρέψουμε στην εμπειρία των Ζαπατίστας και την αντίληψή τους για την εξουσία από τα κάτω, χωρίς να υποπέσουμε στη στρατηγική παγίδα να παρασυρθούμε από το τραγούδι των Σειρήνων που μας καλεί «να αλλάξουμε τον κόσμο, χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία». Αντίθετα, ας αλλάξουμε τον κόσμο μετασχηματίζοντας την εξουσία, όπως φαίνεται να μας λένε οι Ζαπατίστας.

Σε σχέση με τα υποκείμενα που κινητοποιήθηκαν σε όλη την υπόλοιπη υποήπειρο, θα μπορούσαμε να εκτιμήσουμε ότι παρακολουθούμε την επιστροφή μιας ανάδυσης των πληβείων, παρόμοια με εκείνη στα τέλη της δεκαετίας του 1990 ή στις αρχές της δεκαετίας του 2000, κατά τις μεγάλες συγκρούσεις με τον νεοφιλελευθερισμό, για παράδειγμα με τη δράση της CONAIE (1) στο Εκουαδόρ, τη δυναμική του Κινήματος των Ακτημόνων Εργατών στη Βραζιλία, τον Πόλεμο για το Νερό και τον Πόλεμο για το Φυσικό Αέριο στη Βολιβία, το αίτημα για αποχώρηση των ελίτ (qué se vayan todos – Να Φύγουν Όλοι) το 2001 στην Αργεντινή και παρόμοιες εξεγέρσεις στις πόλεις, όπως το καρακάτσο στη Βενεζουέλα.

Πρόκειται για διαφορετικά υποκείμενα, που προέρχονται από κοινωνικούς σχηματισμούς, στους οποίους ο «λαός» περιλαμβάνει μια μεγάλη πολλαπλότητα ταξικών κομματιών. Τις τελευταίες εβδομάδες είδαμε για μία ακόμη φορά κινητοποιημένα –ανάλογα με τη χώρα– τα κινήματα αυτοχθόνων και εργατών, τους άστεγους, τους άνεργους (πικετέρος), τη νεολαία. Πρόκειται για τα ίδια υποκείμενα που είχαν πυροδοτήσει τον μετα-νεοφιλελεύθερο πολιτικό κύκλο στις αρχές του 21ου αιώνα.

Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια νέα πληβειακή εξέγερση στην οποία οι αυτόχθονες λαοί, όπως είδαμε στο Εκουαδόρ, διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο και έχουν κλονίσει τη νεοσυντηρητική κυβέρνηση του Λένιν Μορένο. Στη Βραζιλία θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε τι στάση θα υιοθετήσει το MST, επειδή οι δεσμοί του με το PT είναι πολύ ισχυροί και πολύχρονοι, αλλά σε γενικές γραμμές αυτοί ακριβώς οι δεσμοί το έχουν παραλύσει. Παρ’ όλα αυτά, με το κίνημα εναντίον των φραγμάτων (MBA), το κίνημα των μαργαριτών, τους οικολογικούς αγώνες για τη γη στον Αμαζόνιο και την επίθεση της άκρας δεξιάς, υπάρχει μια επανενεργοποίηση της αντίστασης.

Τα αγροτικά και ιθαγενικά στρώματα βρίσκονται στο επίκεντρο των νεοφιλελεύθερων επιθέσεων και είναι, επίσης, μεταξύ εκείνων που απογοητεύτηκαν περισσότερο από τις προοδευτικές κυβερνήσεις. Συνεπώς αποτελούν ένα πολύ σημαντικό κοινωνικό υποκείμενο. Ενώ οι Εβο Μοράλες και Γκαρσία Λινέρα βρίσκονται σε εξορία στο Μεξικό, είναι τα Κόκκινα Πόντσο( 2) αυτά που πέρασαν στην επίθεση ως απάντηση στην εξαιρετικά βίαιη διάσταση του βολιβιανού πραξικοπήματος.

Τίποτα από αυτά δεν πρέπει να μειώσει τη σημασία των εργατικών αγώνων στις πόλεις. Είναι κρίσιμοι, γιατί βρίσκονται στην καρδιά της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας. Στο Εκουαδόρ, υπήρξε ενότητα μεταξύ του ιθαγενικού κινήματος και των κινημάτων της πόλης και είναι αυτή η ενότητα που έδωσε πανεθνική διάσταση στη δυναμική της εξέγερσης ενάντια στον Λένιν Μορένο.

Στη Χιλή, το κίνημα προέκυψε κυρίως από τους πληθυσμούς των πόλεων, από τη διαμορφωμένη στις πόλεις και μορφωμένη νεολαία, από ένα τμήμα της μικροαστικής τάξης, αλλά και από τα συνδικάτα: το Unión Portuaria de Chile (Ένωση Λιμενεργατών Χιλής) βρίσκεται στο επίκεντρο της σημερινής εξέγερσης και των γενικών απεργιών και αποτελεί μέρος των συνδικαλιστικών οργανώσεων που συμμετέχουν στο «Στρογγυλό Τραπέζι Κοινωνικής Ενότητας», το οποίο υποστηρίζει αυτή την εξέγερση.

Κατά τη γνώμη μου, σε αυτό το σημείο μπορούμε να θα βρούμε μια διέξοδο από τη χιλιανή κρίση: Η ικανότητα της εργατικής τάξης να κινητοποιείται πανεθνικά και να επιφέρει οικονομική παράλυση θα είναι αποφασιστικής σημασίας στον αγώνα εναντίον του Πινιέρα, αλλά και εναντίον της κρατικής καταστολής, η οποία βρίσκεται σε επίπεδα που δεν έχουμε ξαναδεί στα χρόνια μετά το 1990.

Υπάρχουν όμως και αντιφάσεις. Για παράδειγμα, στη Βολιβία, ένα μέρος της ηγεσίας της εργατικής συνομοσπονδίας Central Obrera (COB) κάλεσε σε παραίτηση τον Μοράλες, για να «ειρηνεύσει η χώρα». Στην πράξη έπαιρνε το μέρος του στρατού και συνεπώς έδινε κάλυψη στο πραξικόπημα! Το εργατικό κίνημα δεν είναι πάντα έτοιμο για αγώνα, σε καμία περίπτωση. Οι μεγάλες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες, η Χιλιάνικη CUT, η Βραζιλιάνικη CUT, αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες, όταν χρειάζεται να διαμορφώσουν σχέδια για ένα κίνημα αντίστασης ενάντια σε ακροδεξιές ή νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, επειδή εδώ και αρκετό καιρό λειτουργούσαν ως «ιμάντες» μεταφοράς της πολιτικής γραμμής διάφορων «προοδευτικών» κομμάτων, που βρίσκονταν στην κυβέρνηση. Και μία από τις προκλήσεις αυτής της περιόδου θα είναι ακριβώς η ανοικοδόμηση ενός μαχητικού συνδικαλισμού ανεξάρτητου από τα θεσμικά όργανα, που θα έχει τις ρίζες του στους χώρους εργασίας, τις γειτονιές, τις ιθαγενικές περιοχές.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. CONAIE: Συνομοσπονδία Αυτόχθονων Εθνικοτήτων του Εκουαδόρ.

2. Τα Κόκκινα Πόντσο είναι «πολιτοφυλακές» της ιθαγενικής εθνότητας Aymara, που προέρχονται από την περιοχή της λίμνης Titicaca, όπου συναντιούνται η Βολιβία, το Περού, η Αργεντινή και η Χιλή.

Συντάκτης
Φρανκ Γκοντισό