Τα επίδικα και ο χαρακτήρας του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού

Αντώνης Νταβανέλος
Ημερ.Δημοσίευσης

Το άρθρο που ακολουθεί, θέτοντας αρχικά ένα ιδεολογικό υπόβαθρο για ζητήματα πολέμου, ιμπεριαλισμού, εθνικών ανταγωνισμών, ανατρέχει στην ιστορία του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, παρουσιάζει τα επίδικα της σημερινής αντιπαράθεσης και παρεμβαίνει στο σχετικό διάλογο στην Αριστερά. 

πλοία μεσόγειος

Για να αναπτύξει κανείς πολιτική θέση σε ένα κρίσιμο θέμα, οφείλει εξαρχής να παρουσιάσει την ιδεολογική σκοπιά από την οποία το προσεγγίζει. 


Για το σύνολο της Αριστεράς που έχει κομουνιστική αναφορά στην Ελλάδα, το ιδεολογικό υπόβαθρο αυτής της συζήτησης είναι η άποψη για τον ιμπεριαλισμό, όπως τη συνόψισε ο Λένιν στην πολυδιαβασμένη μπροσούρα του «Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», που γράφτηκε το 1916.


Από την ίδια την επιλογή του υπότιτλου, ο Λένιν μας εφιστά την προσοχή στη σύνδεση μεταξύ της ανάλυσης του ιμπεριαλισμού και της ανάλυσης στην εξέλιξη του καπιταλισμού. Ο ιμπεριαλισμός δεν είναι κάποιες παρά φύση λαθεμένες πολιτικές (που μπορούν να οφείλονται πχ στην ανάδειξη στην κυβερνητική εξουσία του α΄ ή του β΄ αντιδραστικού κόμματος ή ηγέτη), δεν είναι ένα απόστημα στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, αλλά «μια σύμφυτη τάση όλων των χωρών που φτάνουν στο ιμπεριαλιστικό, στο ανώτατο ιστορικά στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού» (πρόλογος του Λένιν στη γαλλική και γερμανική έκδοση της μπροσούρας του, στα 1920). Στην κατακλείδα του ίδιου προλόγου, ο Λένιν φροντίζει να σφραγίσει την άποψή του για τη στενή σχέση μεταξύ της αντιιμπεριαλιστικής και της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής: 


«Ο ιμπεριαλισμός είναι η παραμονή της κοινωνικής επανάστασης του προλεταριάτου. Από το 1917 και δώθε αυτό επιβεβαιώθηκε σε παγκόσμια κλίμακα». 


Πάνω σε αυτό το ζήτημα, πάνω στη συγκεκριμενοποίηση της σχέσης μεταξύ της αντιιμπεριαλιστικής και της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής, εδράζεται μια μεγάλη κατηγορία λαθών, που έχουν αποφασιστική σημασία.

Ο ίδιος ο Λένιν προειδοποιεί: 

«O σοσιαλσωβινισμός (σοσιαλισμός στα λόγια, σωβινισμός στην πράξη) είναι πέρα για πέρα προδοσία του σοσιαλισμού, ολοκληρωτική λιποταξία στο στρατόπεδο της αστικής τάξης» (πρόλογος στη ρωσική έκδοση, στα 1917). 

Ο Λένιν ξοδεύει κάμποσες σελίδες στη μπροσούρα του, για να αναλύσει την, τότε, οικονομική βάση του ρεύματος του «σοσιαλσωβινισμού». Είναι εντυπωσιακό το γεγονός της αποτυχίας της σύγχρονης ελληνικής Αριστεράς να διακρίνει ολοφάνερες οικονομικές «ροές» που οργανώνει σήμερα το κράτος (πχ τα διαβόητα μυστικά κονδύλια του υπουργείου Εξωτερικών και του Υπ. Εθνικής Άμυνας) με στόχο μια σοσιαλσωβινιστική αντιμετώπιση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. 

Μια άλλη κατηγορία σημαντικών λαθών αφορά ένα πρόβλημα πιο αντικειμενικό. Μεταξύ της ανάλυσης του Λένιν (στα 1915) και της σημερινής περιόδου έχει μεσολαβήσει ένας συγκλονιστικός αιώνας καπιταλιστικής ανάπτυξης. Όποιος έχει μάτια βλέπει ότι η ανάδυση στο «ιστορικά ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού» δεν αφορά πλέον «μια χούφτα χώρες», όπως ίσχυε στις παραμονές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Το καθήκον της συγκεκριμενοποίησης της ανάλυσης για τον ιμπεριαλισμό παραμένει πιεστικό για το σύνολο της ριζοσπαστικής Αριστεράς διεθνώς. 

Σε ό,τι μας αφορά, είμαστε ενταγμένοι στο ρεύμα που χρησιμοποιεί την έννοια-κλειδί της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας, για να επεξεργαστεί τα σύγχρονα φαινόμενα όπως η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, ή και αντίστροφα οι πιο πρόσφατες τάσεις αμφισβήτησής της με την επανεμφάνιση της έμφασης στις «προστατευτικές» πολιτικές (Τραμπ, Τζόνσον, Μπολσονάρο κ.ά.). 

Η ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν πρέπει να γίνεται κατανοητή σαν μια άναρχη, μη-ιεραρχημένη σχέση. Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων παραμένει καθοριστικός. Είναι αδύνατον να υπάρξει μια σοβαρή ανάλυση των εξελίξεων πχ στην Ανατολική Μεσόγειο, αν δεν ξεκινά από τις προτεραιότητες του ευρωατλαντισμού για τις «πολιτικές ανάσχεσης» της ρωσικής και κινεζικής διείσδυσης, όπως και για την αντιμετώπιση των κρατών ή δυνάμεων που οι ΗΠΑ και η ΕΕ θεωρούν απείθαρχους «ταραξίες» ή «παρίες». 

Η αναγνώριση του γεγονότος ότι η ελληνική κυρίαρχη τάξη είναι πλήρως ενταγμένη (οικονομικά, διπλωματικά, στρατιωτικά) στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο, θέτει ειδικά καθήκοντα: Γι’ αυτό ήταν αδύνατο να αναγνωριστεί πχ το σχέδιο Ανάν ως ειρηνευτική λύση στην Κύπρο, ή, χειρότερα, να χαρακτηριστεί η συμφωνία των Πρεσπών ως «διεθνιστικής κατεύθυνσης» παρέμβαση στα Βαλκάνια. 

Όμως, ταυτόχρονα, η ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν πρέπει να γίνεται κατανοητή ως μια σχέση που στερείται τοπικοποίησης. Η έννοια του υπο-ιμπεριαλισμού γίνεται, πλέον, σημαντική. Είναι αδύνατον να μιλήσει κανείς σοβαρά για τις εξελίξεις πχ στη Λατινική Αμερική, χωρίς να πάρει υπόψη του την τάση της Βραζιλίας (και σε μικρότερο βαθμό της Αργεντινής ή της Χιλής) για ηγεμονία στην υπο-ήπειρο. Το ίδιο ισχύει για τη Νότια Αφρική, για την Ινδία, για τις «τίγρεις του Ειρηνικού» κ.ο.κ. σε άλλες περιοχές του πλανήτη.

Από την εποχή του Λένιν μέχρι σήμερα, ένας μεγάλος αριθμός χωρών έχει φτάσει στο «ιστορικά ανώτατο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού» και μπορεί να διεκδικεί ειδικούς ηγεμονικούς ρόλους σε περιοχές ή περιφέρειες, κάποτε στα όρια ανοχής των Μεγάλων Δυνάμεων, κάποτε μέσα σε εν μέρει «απειθαρχίες», με έμφαση στις δικές τους προτεραιότητες. Αυτός ο παράγοντας -πέρα από τη διεθνή κρίση και πέρα από τον ανταγωνισμό του ευρωατλαντισμού με την Κίνα και τη Ρωσία- είναι που μετατρέπει την παγκόσμια κατάσταση σε ασταθή, μεταβλητή και εύθραστη. 

Ισχυριζόμαστε ότι ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός πρέπει να εξετάζεται από ακριβώς αυτή τη σκοπιά: Αφενός, με την προσοχή στις πολιτικές και στις σκοπιμότητες των Μεγάλων Δυνάμεων (των ΗΠΑ και της ΕΕ που ιστορικά έχουν την πρωτοκαθεδρία στην περιοχή, αλλά και της Ρωσίας και της Κίνας που αυξάνουν ραγδαία την παρουσία και την πίεσή τους…). Αφετέρου, όμως, με την προσοχή στις πολιτικές και στις σκοπιμότητες των δύο υπο-ιμπεριαλισμών στην περιοχή, του ελληνικού και του τουρκικού, που έχουν φτάσει σε παροξυσμό ανταγωνισμού, διεκδικώντας αναβαθμισμένο ρόλο στον οικονομικό/διπλωματικό/στρατιωτικό έλεγχο στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Στην παράδοση του Λένιν δεν υπάρχει κανένα έδαφος για να τοποθετηθεί κανείς απέναντι σε μια σύγκρουση (διεθνή, περιφερειακή, ή τοπική) με βάση το κριτήριο του ποιος είναι, συγκυριακά, ο επιτιθέμενος και ποιος ο αμυνόμενος, δηλαδή με βάση το κριτήριο του «ποιος έριξε την πρώτη τουφεκιά». Οι ρόλοι αυτοί εναλλάσσονται συχνά μέσα στο ξεδίπλωμα μιας κρίσης. Η παράδοση της Τρίτης Διεθνούς έθεσε σταθερά, ως κριτήριο για τη στάση των κομουνιστών, την ανάλυση για ποιες κοινωνικές τάξεις καθοδηγούν τη σύγκρουση και για ποιους σκοπούς.

Η παράδοση αυτή είναι, επίσης, ξένη προς μια τάση να καθοριστεί η γραμμή, μπροστά σε μια σύγκρουση, με βάση εκτιμήσεις για την ισχύ των συγκρουόμενων. Ένα τμήμα της σύγχρονης ριζοσπαστικής Αριστεράς υιοθετεί μια «αμυντική» θέση υπέρ της ελληνικής πλευράς και τεκμηριώνει μια διαπίστωση περί «επιτιθέμενης» τουρκικής πλευράς, εκτιμώντας μια γενική «υπεροπλία» της Τουρκίας (πληθυσμός, μέγεθος οικονομίας, μέγεθος στρατού κ.ο.κ.). Τέτοια κριτήρια συχνά αποδεικνύονται παραπειστικά. Στο όχι μακρινό παρελθόν, στα 1967, στην Εγγύς και Μέση Ανατολή, η ανερχόμενη δύναμη έμοιαζε να είναι η Αίγυπτος. Μια χώρα με μεγάλο πληθυσμό, με ανερχόμενη οικονομία (το Σουέζ και το Ασουάν ήταν τα μεγάλα τεχνικά έργα του 20ού αιώνα), με πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, με μια «ενδοχώρα» συμμαχιών που περιλάμβανε το σύνολο σχεδόν του αραβικού κόσμου, με ένα στρατό που -υπό τον Νάσερ- είχε εκσυγχρονιστεί και έμοιαζε ιδιαίτερα ισχυρός. Η δύναμη αυτή συνετρίβη σε έναν πόλεμο λίγων ημερών από το Κράτος του Ισραήλ. Που διέθετε έναν μικρότερο, αλλά πιο μοντέρνο και πιο εξοπλισμένο στρατό, όπως επίσης την αμέριστη οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη των ΗΠΑ. Ανάλογες ονειρώξεις διεγείρουν σήμερα τους Έλληνες στρατοκράτες και αυτές βρίσκονται πίσω από τις παραγγελίες των F35, των Ραφάλ και των Μπελχάρα, όπως και πίσω από τους «άξονες» με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ και της ΕΕ. 

Τέλος, ένα μεγάλο τμήμα της σύγχρονης Αριστεράς στην Ελλάδα έχει αποδεχθεί την καθεστωτική πίεση και αναλύει τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό υπό το πρίσμα των «εθνικών θεμάτων». Οι όροι πάντα είχαν και έχουν σημασία. Στα «εθνικά θέματα» διεισδύει πιο εύκολα η γραμμή για πολιτική «εθνικής ενότητας». Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι στα μεταπολιτευτικά χρόνια, τόσο το ΚΚΕ όσο και το ΚΚΕ εσ. και στη συνέχεια ο Συνασπισμός, αν και καταψήφιζαν συνήθως τους κυβερνητικούς προϋπολογισμούς στη Βουλή, υπερψήφιζαν πάντα το χειρότερο τμήμα των προϋπολογισμών: τις πολεμικές δαπάνες που, για ευνόητους λόγους, ονομάζονταν… αμυντικές δαπάνες! Η τάση αυτή ήταν ισχυρότερη (και χειρότερη…) στο εξωκοινοβουλευτικό τμήμα μιας «πατριωτικής» Αριστεράς, που συνήθισε να κατηγορεί το ελληνικό κράτος για «ψοφοδεή» αντιμετώπιση των «εθνικών θεμάτων». 

Μιας και απέχουμε πλέον πολλά χρόνια από την εποχή που ήταν της μόδας η φιλολογία για τις «αλύτρωτες πατρίδες», η τεκμηρίωση περί εθνικών θεμάτων εδράζεται όλο και περισσότερο στην αναφορά στα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. 

Πρόκειται για μια σημαντική ρήξη με την παράδοση του ιστορικού κομουνιστικού κινήματος. Στην Τρίτη Διεθνή, στην εποχή του Λένιν, τα εθνικά θέματα που μπήκαν στην ημερήσια διάταξη της Κομιντέρν αφορούσαν την καταπίεση υπαρκτών πληθυσμών. Γράφει ο Λένιν: «Παραβίαση του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης των εθνών είναι η εγκατάσταση συνόρων ενός κράτους, παρά τη θέληση του πληθυσμού» («Το δικαίωμα των εθνών για την αυτοδιάθεσή τους», η έμφαση  δική μου). Αυτή η επιλογή δεν ήταν τυχαία, αλλά μια βαθιά πολιτική στάση. Ο εγκλωβισμός πληθυσμών οδηγούσε σε συστηματική καταπίεση και αυτή δημιουργούσε δυναμική εξεγέρσεων, που έθεταν ζητήματα πολιτικής γραμμής των κομουνιστών: «Χρωστάμε να υποστηρίξουμε κάθε εξέγερση ενάντια στον κυριότερο εχθρό μας, την μπουρζουαζία των μεγάλων δυνάμεων, αν δεν πρόκειται για εξέγερση της αντιδραστικής αστικής τάξης» (Λένιν, «Το δικαίωμα των εθνών»).

Αυτή είναι η διαλεκτική των εθνικών θεμάτων που απασχολούσε την Κομιντέρν: οι αντιιμπεριαλιστικές εξεγέρσεις στις αποικίες και οι εξεγέρσεις ενάντια στην εθνική καταπίεση «εγκλωβισμένων» πληθυσμών (υπό τη σημαντική εξαίρεση που θέτει ο Λένιν: αν δεν είναι εξεγέρσεις της αντιδραστικής αστικής τάξης…). 

Τέτοιου είδους εθνικά θέματα εξακολουθούν να υπάρχουν στις μέρες μας: είναι ο αγώνας των Παλαιστινίων, των Κούρδων κ.ά για αυτοδιάθεση, όπως και ο αγώνας στην Καταλονία, ή στη Χώρα των Βάσκων, ή στην Ιρλανδία κ.ο.κ., μέσα στις πιο ειδικές συνθήκες που έχει δημιουργήσει η ιστορική εξέλιξη. Όμως δεν είναι εθνικά θέματα, από τη σκοπιά του κομουνισμού, το πώς θα μοιραστούν τα διεθνή ύδατα της Μεσογείου μεταξύ δύο αστικών τάξεων, που έχουν από καιρό φτάσει στο «ιστορικά ανώτατο στάδιο ανάπτυξης του καπιταλισμού». 


Έχοντας παρουσιάσει, έτσι, την ιδεολογικοπολιτική αφετηρία μας, θα προχωρήσουμε στη συνέχεια του άρθρου στην ιστορική παρουσίαση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, στην εξέταση των σημερινών επίδικων, για να επανέλθουμε στη σημερινή συζήτηση μέσα στην Αριστερά. 


Η ιστορία μετράει

Πριν από 200 χρόνια, η συμμαχία των εμπόρων-πλοιοκτητών-τραπεζιτών που συγκρότησε την πρώιμη ελληνική αστική τάξη, υπήρξε η χρονικά πρώτη που έφτασε στη νικηφόρα συγκρότηση ανεξάρτητου κράτους στα Βαλκάνια, μέσα στις συνθήκες της διαλυτικής κρίσης της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Ανατολικό Ζήτημα). Η επιτυχία αυτή στηρίχθηκε στη σταθερή πρόσδεση του ελληνικού εθνικισμού στις Μεγάλες Δυνάμεις, μια συμμαχία που καθορίζει χαρακτηριστικά ακόμα και την ίδρυση του ελληνικού κράτους.

 
Αυτά τα δύο στοιχεία (η χρονική πρωτοπορία στην κρατική συγκρότηση και η στενή πρόσδεση στις Μεγάλες Δυνάμεις και ειδικότερα στη «θαλασσοκράτειρα» Βρετανία) υπήρξαν, διαχρονικά, η βάση του δυναμισμού του ελληνικού εθνικισμού και όχι της «καθυστέρησής του», όπως παραπειστικά ισχυρίζονται οι θεωρίες της εξάρτησης. Η Μεγάλη Ιδέα υπήρξε η πολεμική κραυγή αυτού του ρεύματος, που καθοδήγησε διαδοχικές πολεμικές συγκρούσεις με το τουρκικό κράτος, αλλά και τους «ορθόδοξους αδερφούς» στα Βαλκάνια (τους Σέρβους και τους Βούλγαρους), διεκδικώντας εδάφη και πληθυσμούς. 


Στους πέντε μεγάλους πολέμους του 20ού αιώνα (τους δύο Παγκόσμιους, τους δύο Βαλκανικούς και τη Μικρασιατική Εκστρατεία), το ελληνικό κράτος βρέθηκε πάντα στο στρατόπεδο των νικητών, τριπλασιάζοντας την αρχική έκτασή του και διπλασιάζοντας τον πληθυσμό του. Σε όλους αυτούς τους πολέμους, ο ελληνικός στρατός βρέθηκε στο στρατόπεδο των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων, ή είχε την πλήρη υποστήριξή τους (μοναδική εξαίρεση αποτελεί ο τυχοδιωκτισμός του 1897, όπου ο «διεθνής παράγοντας» επενέβη μόλις στο τέλος, για να σταματήσει τη νικηφόρα προέλαση του τουρκικού στρατού, κοντά στο Δομοκό…). 


Αυτές οι «επιτυχίες» πληρώθηκαν ακριβά με αίμα, δάκρυα, ιδρώτα και προσφυγιά, από τους πληθυσμούς σε όλες τις πλευρές των συνόρων. Μόνο η λογοτεχνία της εποχής μπορεί να θυμίσει ζωντανά το μίσος μιας ολόκληρης γενιάς, των αρχών του 20ού αιώνα στα Βαλκάνια, απέναντι στον πόλεμο, αλλά και απέναντι σε όλους τους ηγέτες που καθοδήγησαν τον πόλεμο. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο μετασχηματισμός του ΣΕΚΕ (ενός «χαλαρού» σοσιαλεργατικού κόμματος) σε ΚΚΕ και η ένταξή του στην Τρίτη Διεθνή, έγινε κάτω από την επιρροή και την αποφασιστικότητα των νεαρών στελεχών που είχαν περάσει μέσα από τη φωτιά του πολέμου (Πουλιόπουλος κ.ά.). Επίσης δεν είναι τυχαίο το ότι οι μικρασιάτες πρόσφυγες (για τους οποίους οι εθνικιστές διανοούμενοι του ’20 προέβλεπαν ότι θα αποτελέσουν την κοινωνική βάση ενός νέου εθνικιστικού ρεύματος), έχοντας την εμπειρία της αγριότητας του πολέμου, ριζοσπαστικοποιήθηκαν και αποτέλεσαν τη ραχοκοκκαλιά του εργατικού κινήματος και της κομουνιστικής Αριστεράς, στις δεκαετίες του ’30 και του ’40. 

Τα αποτελέσματα αυτής της πρώιμης περιόδου επέκτασης αποτυπώνονται στη Συμφωνία της Λοζάνης (1925), μεταξύ της σύγχρονης Τουρκίας (μετά το νικηφόρο κίνημα των Νεότουρκων υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ), των κρατών που είχαν συμμετάσχει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική Εκστρατεία, υπό τη διαιτησία/κηδεμονία όλων των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής, αλλά και της ΕΣΣΔ, που παραβρίσκονταν στη Λοζάνη και συνυπέγραψαν τη συμφωνία ως εγγυητές. Πρόκειται για μια δυσμενέστερη τροποποίηση της συμφωνίας των Σεβρών (μετά την ελληνική αποτυχία στη Μικρασιατική Εκστρατεία), στην οποία, όμως, το ελληνικό κράτος εξακολουθεί να είναι τμήμα του στρατοπέδου των νικητών που υπαγορεύει τους όρους. Η συμφωνία της Λοζάνης (στην οποία πολλοί σήμερα αναφέρονται χωρίς να της έχουν ρίξει ούτε μια ματιά…) επισημοποιεί ως οριστικά τα σύνορα στην περιοχή, όπως είχαν προκύψει από τους προηγούμενους πολέμους, καθορίζει ένα καθεστώς «ελεύθερης» διεθνούς ναυσιπλοΐας στα Στενά και στο Αιγαίο και δίνει στην Ελλάδα και την Τουρκία χωρικά ύδατα εύρους 3 ναυτικών μιλίων. Δίνει τη συντριπτική πλειοψηφία των νησιών του Αιγαίου στην ελληνική κυριαρχία (με την εξαίρεση της Ίμβρου και της Τενέδου), υπογραμμίζει ότι το ζήτημα της κυριαρχίας θεωρείται λυμένο για τα νησιά που αναφέρονται ονομαστικά στη συμφωνία, δηλώνει ότι κάθε άλλο ζήτημα κυριαρχίας προϋποθέτει μια νέα διεθνή συνθήκη (με σύνθεση ίδια με τους παρόντες της Λοζάνης) και απαγορεύει τη στρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου (με ονομαστική αναφορά σε Λήμνο, Σάμο, Χίο, Λέσβο, Ικαρία και Σαμοθράκη). Είναι φανερό ότι από τη σκοπιά των Μεγάλων Δυνάμεων το ιδιαίτερο ενδιαφέρον τους στη Λοζάνη ήταν η κατοχύρωση της ανεμπόδιστης διέλευσης των πλοίων τους από τα Στενά και το Αιγαίο. 

Με ιδιαίτερο συμφωνητικό, μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας, συμφωνήθηκαν οι όροι της ανταλλαγής πληθυσμών και ο οριστικός χαρακτήρας τους. Στις οργισμένες διαδηλώσεις των μικρασιατών προσφύγων, που ήλπιζαν να γυρίσουν κάποτε στον τόπο τους, ο Βενιζέλος απαντούσε κυνικά: η μητέρα-πατρίδα χρειάζεται έναν ομογενοποιημένο γλωσσικά και θρησκευτικά πληθυσμό, χρειάζεται περισσότερα εργατικά χέρια, για να στηρίξει την (καπιταλιστική) ανάπτυξή της. 

Στο έδαφος της (σχετικής) σταθερότητας που επέβαλε η Λοζάνη, διαβλέποντας τους κινδύνους της μεγάλης διεθνούς κρίσης του 1929, οι βασικοί ηγέτες του πολέμου, ο Βενιζέλος και ο Ατατούρκ, υπέγραψαν το 1930 το Σύμφωνο Φιλίας-Ουδετερότητας-Διαιτησίας και σχεδόν ταυτόχρονα το «Πρωτόκολο» περιορισμού των πολεμικών δαπανών (κυρίως των ναυτικών εξοπλισμών). Στη βάση αυτής της «συμφιλίωσης», ο Βενιζέλος πρότεινε το 1932 τον Κεμάλ Ατατούρκ για το Νόμπελ Ειρήνης! Δεν είναι αυθαίρετο να πούμε ότι το πρώτο κύμα αστικού εκσυγχρονισμού, στη δεκαετία του ’30, χρηματοδοτήθηκε και στις δύο χώρες από τις δαπάνες που εξοικονομήθηκαν από τους εξοπλισμούς και από την αύξηση των εμπορικών δραστηριοτήτων μεταξύ τους. 

Στο καθεστώς που επέβαλε η Λοζάνη, έγιναν στη συνέχεια μόνο λίγες σοβαρές τροποποιήσεις. Το 1936 η Ελλάδα επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα στα 6 ν. μίλια, επικαλούμενη τις εξελίξεις στην πολεμική τεχνολογία. Αυτό έγινε σιωπηρά αποδεκτό από την Τουρκία, μέσα στο κλίμα που είχε εγκαταστήσει το Σύμφωνο Φιλίας.[1]


Το 1947, με τη συνθήκη του Παρισιού, η (ηττημένη στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο) Ιταλία παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα. Η συνθήκη αναφέρει ονομαστικά τα νησιά: Αστυπάλαια, Ρόδος, Χάλκη, Κάρπαθος, Κάσος, Δήλος, Νίσυρος, Κάλυμνος, Λέρος, Πάτμος, Σύμη, Κως, Λιψώς. Η ελληνική «ανάγνωση» προσέθεσε στην πράξη το Καστελόριζο (που είχε, νωρίτερα, παραχωρηθεί από την Τουρκία στην Ιταλία), γεγονός που δεν προκάλεσε σοβαρές τουρκικές αντιρρήσεις. Προσέθεσε, όμως, δίπλα στην ονομαστική λίστα των κατοικημένων νησιών και τη φράση: «όπως και των εξ αυτών εξαρτημένων νησίδων». Το πόσες και ποιες μπορεί να είναι αυτές οι «εξαρτημένες νησίδες» έμελλε να γίνει ένα σημαντικό ζήτημα στις μέρες μας. 

Η ιστορική ανάλυση όλης αυτής της θυελλώδους περιόδου δεν αποτελεί αντικείμενο αυτού του άρθρου.

Περιοριστήκαμε στα απαραίτητα για να γίνει κατανοητή η πιο σύγχρονη αντιπαράθεση. 

Όξυνση ξανά

Οι ρυθμίσεις της Λοζάνης, η πολιτική «συμφιλίωσης» του ’30 και -κυρίως!- το γεγονός ότι στη μεταπολεμική ψυχροπολεμική περίοδο και οι δύο χώρες υπήρξαν πιστότατα στηρίγματα του ευρωατλαντισμού και χώρες «φιλοξενίας» μεγάλων νατοϊκών βάσεων, ερμηνεύουν μια μακρά περίοδο περιορισμού της έντασης. 

Όλα αυτά άλλαξαν στη δεκαετία του ’70, μετά το ελληνικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. 

Κανείς δεν δικαιούται να ξεχνά ότι ο τουρκικός στρατός, σχεδόν κυριολεκτικά, προσκλήθηκε στην Κύπρο. Το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, που οργανώθηκε από τη χούντα του Ιωαννίδη στην Αθήνα, είχε ως ομολογημένο «πρόγραμμα» την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις του Μακαρίου και της Αριστεράς αντιστάθηκαν ένοπλα σε αυτό και δεν είχαν λίγα θύματα. Το πρωτοπαλήκαρο της ΕΟΚΑ Β, ο Ν. Σαμψών, που ορίστηκε από τους πραξικοπηματίες ως «Πρόεδρος» της Κύπρου, επαναλάμβανε στις δηλώσεις στον Τύπο την πρόθεσή του να πετάξει, μέσα σε λίγους μήνες, τους τουρκοκύπριους στη θάλασσα. Η Τουρκία απέκτησε έτσι όλα τα προσχήματα για να ασκήσει τα δικαιώματα της «εγγυήτριας δύναμης» που της έδιναν οι συμφωνίες της Ζυρίχης (1959) και να εισβάλει στο νησί. 

Είναι σίγουρο ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις, και κυρίως οι ΗΠΑ, είχαν τις δυνατότητες να εμποδίσουν τη δίδυμη καταστροφή, το πραξικόπημα και την εισβολή. Δεν το έπραξαν. Είναι όμως επίσης δεδομένο ότι οι Αμερικανοί (δια του Κίσιγκερ) ενημέρωσαν τους Έλληνες «δημοκράτες» αστούς πολιτικούς (αυτούς που έχτιζαν τις «γέφυρες» με τη χούντα στην Αθήνα, όσο και αυτούς που παρεπιδημούσαν στο εξωτερικό…) για τα σχέδια της ομάδας Ιωαννίδη για πραξικόπημα στην Κύπρο, τους προειδοποίησαν ότι αυτό θα οδηγούσε σε τουρκική εισβολή, τους δήλωσαν ότι σε αυτό το σενάριο οι ΗΠΑ θα κρατήσουν στάση «ουδετερότητας», με στόχο να διασώσουν τη Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ. Οι βαρύτατες ευθύνες του αστικού πολιτικού κόσμου στην ήττα του ’74 είναι ο βασικός λόγος για το ότι ο «φάκελος της Κύπρου» παραμένει ακόμα και σήμερα ουσιαστικά μυστικός. 

Ένας γενικευμένος ελληνοτουρκικός πόλεμος αποφεύχθηκε τότε κυρίως γιατί η στάση της στρατεύσιμης νεολαίας απέναντι στη χουντική επιστράτευση του 1974 έδειξε στα επιτελεία των ενόπλων δυνάμεων ότι η αμφισβήτηση του καθεστώτος ήταν τόσο έντονη, που το έκανε ανίκανο να καθοδηγήσει έναν πόλεμο με στοιχειώδεις πιθανότητες επιτυχίας. Η χούντα κατέρρευσε και άρχισε η μεγάλη περιπέτεια της Μεταπολίτευσης, όπου η κυρίαρχη τάξη ήταν υποχρεωμένη να συγκεντρώσει την προσοχή κυρίως στην αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού». Ήταν μια μεγάλη ήττα για τον ελληνικό εθνικισμό που, ειδικά για την Κύπρο, έχει τεράστιες ευθύνες. 

Οι πρώτες μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις του Κ. Καραμανλή έκαναν «κινήσεις» («αποδέσμευση» από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, στροφή σε πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, εσπευσμένη είσοδος στην ΕΟΚ, στροφή σε πολυδιάστατη προμήθεια εξοπλισμών κ.ο.κ.) προκειμένου να αξιοποιήσουν το διπλωματικό απόθεμα του ελληνικού κράτους, ζητώντας από το «διεθνή παράγοντα» υποστήριξη για μια σταθεροποίηση της κατάστασης. 

Η σταθεροποίηση επιτεύχθηκε συμπεριλαμβάνοντας διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο χωρών, που έχουν πτυχές που δεν είναι ακόμα γνωστές στη δημόσια συζήτηση. Για παράδειγμα, ο Θ. Καρυώτης (οικονομικός σύμβουλος στην πρώτη κυβέρνηση Παπανδρέου, διαπραγματευτής του ελληνικού κράτους στον ΟΗΕ για τα ζητήματα Δικαίου της Θάλασσας) επέλεξε να δημοσιοποιήσει τις μυστικές διαπραγματεύσεις σχετικά με τις θαλάσσιες ζώνες στα τέλη της δεκαετίας του ’70, όπου την Ελλάδα εκπροσώπησε ο Πρέσβης Ιωάννης Τζούνης. Σε αυτές, η Τουρκία παρουσίασε για πρώτη φορά τον χάρτη για τη μοιρασιά της υφαλοκρηπίδας στη «μέση γραμμή αποστάσεως» μεταξύ των ηπειρωτικών ακτών, η Ελλάδα αντέταξε ένα χάρτη που προσέθετε  «δάχτυλα» επικοινωνίας με τα νησιά (μεταξύ Λήμνου και Λέσβου, Λέσβου και Χίου, Χίου και Ικαρίας), το εύρος των οποίων εθεωρείτο διαπραγματεύσιμο. Αυτή η προδρομική συζήτηση, ουσιαστικά για τις μελλοντικές ΑΟΖ, έμεινε μετέωρη, ενώ η διαπραγμάτευση έκλεισε με την εγγύηση της ελεύθερης ναυσιπλοΐας, τη δέσμευση των δύο μερών ότι δεν θα αναπτύξουν επιθετικά όπλα στις περιοχές της αναγνωρισμένης υφαλοκρηπίδας τους και ότι δεν θα προχωρήσουν σε μονομερείς ενέργειες στο ζήτημα των θαλασσίων ζωνών (Θ. Καρυώτης: «Όταν παραδώσαμε τις ΑΟΖ μας στην Τουρκία»). Ανεξάρτητα από την ακρίβεια αντίστοιχων λεγομένων, σύντομα έγινε σαφές ότι ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός μεταφερόταν στο Αιγαίο. 

Σε αυτόν το χώρο αναπτύχθηκε η απάντηση του ελληνικού κράτους, που αποσκοπούσε στην ανατροπή -με διπλωματικά μέσα- των συνθηκών που είχε δημιουργήσει η στρατιωτική ήττα στην Κύπρο, το 1974. 

Η «ντεγκωλικού» χαρακτήρα πολιτική των κυβερνήσεων του Καραμανλή συνδύαζε κάποιες συμβολικές κινήσεις «ανεξαρτητοποίησης» (όπως η, δήθεν, αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ) με την ειλικρινή δέσμευση του «ανήκομεν εις την Δύσιν». Η μετάβαση προς την επόμενη, πιο άμεσα αντιπαραθετική με την Τουρκία πολιτική στο Αιγαίο, καθοδηγήθηκε από το ΠΑΣΟΚ. Το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ, που ήταν ακόμα στη ριζοσπαστική περίοδό του, νομιμοποιούσε αυτή τη στροφή με την επίκληση της… αντιιμπεριαλιστικής πάλης. Ο Α. Παπανδρέου είναι ο πατέρας της «ανάλυσης» που παρουσιάζει τον διεθνή ιμπεριαλισμό ως τη δύναμη που κρύβεται πίσω από την Τουρκία, με στόχο να πιεστεί η πτωχή -πλην τίμια- Ελλάδα. Η «ανάλυση» αυτή ήταν πολύ χρήσιμη στον Α. Παπανδρέου, στην εποχή που, στην πραγματικότητα, προχώρησε στους πιο απαράδεκτους συμβιβασμούς του ΠΑΣΟΚ με τον… ιμπεριαλισμό (αλλαγή της θέσης του για ένταξη στην ΕΟΚ, πλήρης επανένταξη στο στρατιωτικό ΝΑΤΟ, διαιώνιση των αμερικανικών βάσεων στο ελληνικό έδαφος κ.ο.κ.). 

Ο Α. Παπανδρέου είχε φανερώσει την πολιτική του από το 1976, όταν το ΠΑΣΟΚ ήταν ακόμα η ανερχόμενη αντιπολίτευση: Όταν η Τουρκία έβγαλε στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου (στα βορειοανατολικά της Λέσβου) ένα ερευνητικό σκάφος, για σεισμογραφικές έρευνες για την ύπαρξη κοιτασμάτων πετρελαίου, ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ απαίτησε: «Βυθίσατε το Χόρα!».[2] Η κρίση εκτονώθηκε, με παρέμβαση του «διεθνούς παράγοντα», και αποδείχθηκε περιορισμένου χαρακτήρα. Το Χόρα υποχώρησε και οι δύο χώρες έδειξαν να συναινούν στην αποφυγή μονομερών ενεργειών «νομής» των διεθνών υδάτων.  

Σε αυτά τα χρόνια οργανώθηκαν, με καθεστώς πλήρους «εθνικής συναίνεσης», δύο βασικές κινήσεις τροποποίησης του καθεστώτος στο Αιγαίο: η στρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου (κατά ολοφάνερη παραβίαση της συνθήκης της Λοζάνης) και η μονομερής επέκταση του εθνικού εναέριου χώρου στα 10 ν.μ. (πέραν των 6 ν.μ. των χωρικών υδάτων). Άρχιζε έτσι το καθημερινό, κοστοβόρο και ιδιαίτερα επικίνδυνο παιχνίδι των «αναχαιτίσεων» μεταξύ 6 και 10 ν.μ., με στόχο την επιβολή, ως τετελεσμένου γεγονότος, αυτής της παγκόσμιας πρωτοτυπίας, μιας χώρας που διεκδικούσε κυριαρχία σε εναέριο χώρο κατά πολύ ευρύτερο των χωρικών υδάτων της. 

Η κρίση του 1987 ήταν πολύ πιο σημαντική. Ο Α. Παπανδρέου ήταν πλέον πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του είχε ήδη μπει σε κρίση, μετά τη στροφή στο «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» άγριας λιτότητας του 1985. Τον Μάρτη του ’87, ο υπ. Βιομηχανίας Αναστάσης Πεπονής ανακοίνωσε δημόσια την πρόθεση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε έρευνες για πετρέλαιο στη θέση Μπάμπουρας, ανοιχτά της Θάσου, 10 ν.μ. έξω από τα ελληνικά χωρικά ύδατα, ενώ κάλεσε την καναδική εταιρία Denison, που ήταν επικεφαλής της εκμετάλλευσης στον Πρίνο της Θάσου, να προχωρήσει στις αναγκαίες ενέργειες, προβλέποντας τη συμμετοχή της ελληνικής Πολιτείας στις εργασίες. Ήταν μια φανερή παραβίαση του πρωτοκόλου της Βέρνης, της δεσμευτικής συμφωνίας που είχαν υπογράψει Καραμανλής-Ντεμιρέλ το 1976 (μετά την κρίση του Χόρα), που προέβλεπε την αποχή των δύο χωρών από ενέργειες στα αμφισβητούμενης εθνικής κυριαρχίας διεθνή ύδατα. Η Τουρκία αντέδρασε ανακοινώνοντας πρόθεση να βγάλει ξανά το Χόρα -πλέον με το όνομα Πίρι Ρέις- για έρευνες στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου και δηλώνοντας την πρόθεση να προχωρήσει σε έρευνες νότια της Σαμοθράκης, νοτιοανατολικά της Λήμνου, μεταξύ Λέσβου-Χίου κλπ. Ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, Τ. Οζάλ, δήλωσε δημόσια ότι «τυχόν ελληνική επίθεση στο Πίρι Ρέις θα χαρακτηριστεί αιτία πολέμου».

Ο Α. Παπανδρέου κλιμάκωσε την κρίση με πρακτικά μέτρα: έβγαλε το στόλο από τους ναυστάθμους, μετέφερε στρατιωτικές δυνάμεις από τα σύνορα με τη Βουλγαρία στον Έβρο, ενώ προειδοποίησε με κάθε επισημότητα ότι, αν το Πίρι Ρέις βγει στο Αιγαίο, τότε το ελληνικό κράτος «θα χτυπήσει». Ο Τούρκος υπ. Εξ. προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, κατηγορώντας την Ελλάδα για πολιτική πολέμου στο Αιγαίο. Η κρίση εκτονώθηκε αρκετές μέρες μετά, πάλι μέσα από την παρέμβαση του «διεθνούς παράγοντα», που υπολόγιζε ακόμα στα σοβαρά τη συνοχή της ΝΑ πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Από τις μετέπειτα αφηγήσεις των πρωταγωνιστών εκείνων των δραματικών στιγμών φαίνεται ότι τότε για πρώτη φορά διατυπώθηκε αυτό που επαναλήφθηκε στα Ίμια: όποιος ρίξει την πρώτη τουφεκιά, θα έχει να κάνει με τους Αμερικανούς… Παρ’ όλα αυτά, στην κρίση του ’87 παρουσιάστηκε η ρήξη της ελληνικής πολιτικής στο Αιγαίο με τις προηγούμενες δεσμεύσεις που είχε αναλάβει παρουσιάστηκε η στροφή προς την αντίληψη ότι η «δυνητική υφαλοκρηπίδα» -πριν και χωρίς να έχει οριοθετηθεί υφαλοκρηπίδα- θεωρείται χώρος εθνικής κυριαρχίας. Πρακτικά πρόκειται για στροφή προς τη θεώρηση του Αιγαίου ως αποκλειστικά ελληνικής θάλασσας, αντίληψη που μέχρι το 1974 χαρακτήριζε μόνο τον ακροδεξιό χώρο. Η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. άρχισε τότε να προπαγανδίζεται ως «αυτονόητο δικαίωμα» που προκύπτει, τάχα, από το Διεθνές Δίκαιο, ενώ η χώρα επιφυλάσσεται ως προς την ανακήρυξή τους, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή. 

Αυτή η κατεύθυνση της σταδιακής τροποποίησης του καθεστώτος της διεθνούς ισορροπίας στο Αιγαίο, προς την ενίσχυση, δια των τετελεσμένων, της ελληνικής κυριαρχίας, υπήρξε «οδηγός» για όλες τις επόμενες κυβερνήσεις.

Ο Γεράσιμος Αρσένης, στη θητεία του στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, άλλαξε όλες τις παλιότερες στρατιωτικές υποχρεώσεις και ιεραρχήσεις της ψυχροπολεμικής περιόδου, μετέφερε όλες τις μάχιμες δυνάμεις από τα βόρεια σύνορα στα ανατολικά και τελικά διακήρυξε ένα νέο πολεμικό δόγμα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, το «Ενιαίο Αμυντικό Δόγμα» Ελλάδας-Κύπρου. Το 1994, ο υφυπουργός του Αρσένη, Μ. Μπεντενιώτης, εξήγγειλε ένα νέο «έξυπνο» πρόγραμμα: το πολεμικό ναυτικό, με την υποστήριξη του υπ. Εξωτερικών (Κ. Παπούλιας) και την υποστήριξη του υπ. Αιγαίου (Αντ. Κοτσακάς), αναλάμβανε να «εποικίσει» έναν αριθμό από μικρά νησιά, βραχονησίδες και βράχους που, μέχρι τότε, ήταν ακατοίκητα. Στα νησάκια εγκαθίστατο μια στέρνα, ένα εκκλησάκι κι ένας ιστός σημαίας, ενώ προβλεπόταν δημόσια επιχορήγηση για την εύρεση προθύμων να κατοικήσουν, για ένα διάστημα, πάνω σε αυτά. Η ιδέα ήταν απλή: δημιουργούσε «ίχνη» οικονομικής δραστηριότητας (στέρνα), πολιτιστικής παράδοσης (εκκλησάκι, σημαία) και βιωσιμότητας (επιχορηγούμενοι εκδρομείς που παριστάνουν τους κατοίκους), που ήταν οι απαραίτητες προϋποθέσεις για να διεκδικηθεί η «ελληνικότητά» τους, όπως και το δικαίωμά τους σε υφαλοκρηπίδα. Αυτή η κουτοπονηριά δεν θα ήταν δυνατό να μείνει απαρατήρητη και αναπάντητη από την Τουρκία. Εδώ βρίσκονται οι βάσεις για τη μετέπειτα κρίση στα Ίμια. 

Η προσπάθεια ελληνοποίησης ενός αριθμού βραχονησίδων και βράχων στο Αιγαίο, η προσπάθεια αναβάθμισής τους στο διεθνές καθεστώς που καθορίζει τα νησιά, απαντήθηκε από την Άγκυρα με την έγερση της θεματολογίας «γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο», που συμπαρασύρει μαζί με τις αμφισβητούμενης εθνικής κυριαρχίας βραχονησίδες και κάποια μικρά νησιά που είτε έχουν κριθεί ως ελληνικά μέσα από διεθνείς συνθήκες, είτε κατοικήθηκαν από παλιότερα χρόνια, χωρίς να έχει εγερθεί τότε θέμα εθνικής κυριαρχίας…

Μαζί με τη χοντροκομμένη κουτοπονηριά της «ελληνοποίησης» των βραχονησίδων, εξελισσόταν η πιο σοφιστικέ στρατηγική του κοσμοπολιτισμού. Ο Πάγκαλος και ο Κρανιδιώτης -μέλη της ίδιας κυβέρνησης με τους Αρσένη, Μπεντενιώτη- επιδίωξαν συστηματικά την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, ως τμήμα της ανατροπής των δεδομένων της ήττας του 1974. Το ελληνικό καθεστώς αξιοποιούσε την παραδοσιακή διπλωματική υπεροχή του (την από παλιότερα συμμετοχή του στο κλαμπ των χωρών μελών της ΕΟΚ-ΕΕ) για να μετατρέψει ένα τμήμα των ελληνοτουρκικών διαφορών σε ευρω-τουρκικές, συνυπολογίζοντας την πρόβλεψη ότι η επιχείρηση αυτή θα έβρισκε εύφορο έδαφος στην ευρωπαϊκή πολιτική, που παραδοσιακά αντιμετώπιζε τις σχέσεις της Ένωσης με την Τουρκία με καχύποπτο -αν όχι με ανοιχτά ρατσιστικό- τρόπο. Η στρατηγική αυτή υπήρξε επιτυχής. Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ τελικά επιτεύχθηκε. Δεν προώθησε στο παραμικρό την ειρηνική και δημοκρατική λύση στο ζήτημα της εσωτερικής διαίρεσης του νησιού, αντίθετα σήμερα η οριστικοποίηση της διχοτόμησης φαίνεται πιο απειλητική από ποτέ. Όμως έδωσε και δίνει πολλά ατού στην ελληνική διπλωματία, τόσο στα ζητήματα των ΑΟΖ, όσο και στο γενικότερο ζήτημα της αναβάθμισης του ελληνικού ρόλου στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Είναι πραγματικά εντυπωσιακό το πόσο ο χώρος της λεγόμενης «πατριωτικής» Αριστεράς, που γενικά διακρίνεται για την αντι-ΕΕ ρητορική του, κάνει κυριολεκτικά την πάπια, όταν οι ελληνικές και ελληνοκυπριακές ηγεσίες φροντίζουν να αξιοποιούν το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» στον ανταγωνισμό με την Τουρκία. 

Αυτές οι ιστορικές υπενθυμίσεις αποδεικνύουν ότι στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση δεν υπήρξε μια πλευρά, που να είχε συνολικά με το μέρος της το δίκιο, ή έστω το γράμμα του Διεθνούς Δικαίου, δεν υπήρξε μια πλευρά που παγίως αμυνόταν απέναντι στην άλλη που διαρκώς επιτίθονταν. Επρόκειτο πάντα για έναν ανταγωνισμό χωρίς αρχές, αντιδραστικό από όλες τις πλευρές, επικίνδυνο για τις λαϊκές μάζες και στις δυο όχθες του Αιγαίου. 

Τα επίδικα

Ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός έφτασε κατά τη σημερινή περίοδο στα πρόθυρα της πολεμικής αναμέτρησης. Αυτό είναι ένα αποτέλεσμα της «συνέχειας» αυτής της διαχρονικής αντιπαράθεσης, αλλά και της «τομής», της κλιμάκωσης που επέφεραν δύο καινούργιοι και βασικοί παράγοντες. 

Ο πρώτος, είναι το ρήγμα στις σχέσεις της Τουρκίας με το Ισραήλ, τις ΗΠΑ και το δυτικό στρατόπεδο γενικότερα, επί των ημερών του Ερντογάν. Το ρήγμα αυτό, παρότι δεν πρέπει να θεωρείται οριστικό, είναι υπαρκτό, άμεσα ορατό στη διεθνή δημόσια συζήτηση μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος του 2016 (που ο Ερντογάν θεώρησε, όχι αναίτια, ως αμερικανοκίνητο…), ενώ παράγει ήδη διπλωματικά/πολιτικά και στρατιωτικά αποτελέσματα. Όποιος έχει μάτια βλέπει ότι ο ρόλος του Ιντσιρλίκ, της μεγαλύτερης αμερικανονατοϊκής βάσης στην περιοχή, έχει ήδη μεταφερθεί στη Σούδα, ενώ ο Τζέφρι Πάιατ δεν χάνει ευκαιρία για να υπενθυμίσει ότι οι ΗΠΑ θεωρούν πλέον το ελληνικό κράτος ως το στρατηγικό στήριγμα στο «τόξο ανάσχεσης της Ρωσίας, μεταξύ της Πολωνίας και του Ισραήλ». 

Αυτή η εξέλιξη αντιμετωπίστηκε ως σπάνια ευκαιρία από το ελληνικό κράτος, που στράφηκε γρήγορα προς τη στρατηγική των τριαδικών «αξόνων» (Ελλάδα-Κύπρος-Ισραήλ και Ελλάδα-Κύπρος-Αίγυπτος), που συνδυάζουν την επί τόπου προσφορά στρατιωτικοπολιτικής δύναμης στον ευρωατλαντισμό, με την απομονωτική περικύκλωση της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η στρατηγική στροφή έφτασε στην Ελλάδα μέσω των εισηγήσεων των αμερικανοθρεμμένων Alt-Right συμβούλων του Σαμαρά, εγκαινιάστηκε από την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, υπηρετήθηκε συστηματικά κι επιταχύνθηκε από τις κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ (με ενθουσιώδη ρόλο του Κοτζιά και του ίδιου του Αλ. Τσίπρα), ενώ αποτελεί σήμερα τον ακρογωνιαίο λίθο στήριξης της πολιτικής Μητσοτάκη στην Ανατολική Μεσόγειο. 

Εδώ αξίζει να ανοίξουμε μια παρένθεση: Το καθεστώς Ερντογάν είναι αναμφίβολα ένα σκληρά αντιδραστικό καθεστώς, που επιτίθεται καθημερινά στους Κούρδους αγωνιστές, στην Αριστερά, στους κοινωνικούς ακτιβιστές, στα δημοκρατικά δικαιώματα. Όμως η πολιτική του εκφράζει μια στρατηγική στροφή του τουρκικού κράτους προς την Εγγύς και Μέση Ανατολή. Στις 30 Αυγούστου του 2011, το τουρκικό Γενικό Επιτελείο ανακοίνωσε τη διάλυση της Στρατιάς του Αιγαίου, διατύπωσε το νέο πολεμικό δόγμα του τουρκικού στρατού και αποφάσισε τη μεταφορά του μεγαλύτερου τμήματος των μάχιμων δυνάμεών του στα νότια και ανατολικά σύνορα της χώρας. Σε όλη τη διάρκεια της κορύφωσης της ελληνικής κρίσης, η κυβέρνηση Ερντογάν απείχε γενικά από τις «προκλήσεις» προς την Αθήνα. Αντίθετα, οι κεμαλικοί αντίπαλοί του, τόσο το 2016 όσο και στις προηγούμενες απόπειρες (Βαριοπούλα και Εργκένεκον), υποστήριζαν την ιδέα της πρόκλησης θερμού επεισοδίου στο Αιγαίο, με στόχο τη νομιμοποίηση μιας  επιβολής πραξικοπήματος στη γειτονική χώρα. 

Ο δεύτερος παράγοντας που επιτάχυνε την αντιπαράθεση, ήταν η ανακάλυψη των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στο βυθό της Ανατολικής Μεσογείου. Με πρωτοβουλία του Κράτους του Ισραήλ, αλλά και την ενθουσιώδη συμφωνία της Ελλάδας και της Κύπρου, όλα τα δικαιώματα επ’ αυτών των κοιτασμάτων (δικαιώματα έρευνας, εξόρυξης, διακίνησης, εκμετάλλευσης) παραχωρήθηκαν αυθαίρετα σε ένα διεθνές κονσόρτσιουμ πολυεθνικών εξόρυξης, στο οποίο ηγούνται οι Αμερικανοί (Noble Energy-Chevron) και συμμετέχουν με σημαντικά μερίδια οι Ευρωπαίοι (η γαλλική Total, η ιταλική Eni κ.ά.). Με συμφωνία των κρατών-μελών των τριαδικών «αξόνων» (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ, Αίγυπτος) και των πολυεθνικών εξόρυξης, κάθε δραστηριότητα επί των κοιτασμάτων συνδέθηκε με ένα υπερφίαλο (και αμφίβολης τεχνικής και οικονομικής βιωσιμότητας) σχέδιο μεταφοράς του φυσικού αερίου στις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές, μέσω του υποθαλάσσιου αγωγού East Med. Όλοι οι συμμετέχοντες, κράτη και εταιρείες, έκαναν σαφές ότι θεωρούν αναγκαίο τον αποκλεισμό από αυτό το πρότζεκτ κάθε δύναμης που ο ευρωατλαντισμός θεωρεί «ταραξία»: Για να προωθηθεί το σχέδιο East Med, τέθηκε ως απαράβατη προϋπόθεση η διασφάλιση της γεωγραφικής συνέχειας μεταξύ των ΑΟΖ του Ισραήλ, της Κύπρου και της Ελλάδας. Αυτό είναι το «μυστικό» που καθορίζει τους χάρτες μοιρασιάς της Ανατολικής Μεσογείου, που τα τελευταία χρόνια πλημμυρίζουν τον Τύπο, και όχι κάποια εκδοχή Διεθνούς Δικαίου (βλ. Χάρτη 1).

East Med

(Χάρτης 1: Η ελληνική διεκδίκηση για ΑΟΖ-East Med στην Ανατολική Μεσόγειο.)

Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων έφερε με εκρηκτικό τρόπο στην επιφάνεια όλα τα ζητήματα διεκδίκησης εθνικής/κρατικής κυριαρχίας επί των θαλασσίων ζωνών που, μέχρι χθες, θεωρούνταν διεθνή ύδατα. 

Ας δούμε τα βασικά «εργαλεία» προς αυτή την κατεύθυνση, που έχουν γίνει πολύ δημοφιλή στους όψιμους θαυμαστές του Διεθνούς Δικαίου. Ενός «Δικαίου» που παραμένει εξαιρετικά γενικόλογο και αντιφατικό, φέρνοντας στο νου τη ρήση της γηραιάς βρετανικής αλεπούς: το Διεθνές Δίκαιο των θαλασσών καθορίζεται από τη δύναμη των πολεμικών πλοίων που μπορεί, κάθε φορά, να παρουσιάσει κανείς μέσα σε αυτές… 


Αρχίζοντας από τα στενότερα (και σκληρότερα) «εργαλεία» κρατικής κυριαρχίας και βαδίζοντας προς τα πλατύτερα:

1) Τα χωρικά ύδατα. Για την Ελλάδα σήμερα, τα χωρικά ύδατα είναι διεθνώς αναγνωρισμένα στο εύρος των 6 ναυτικών μιλίων. Πρόκειται για τη θαλάσσια ζώνη που περιβάλει το χερσαίο έδαφος (ηπειρωτικό ή νησιωτικό) μιας χώρας, όπου το Διεθνές Δίκαιο, αλλά και το διεθνές εθιμικό, αναγνωρίζουν τα ισχυρότερα και πιο συμπαγή δικαιώματα εθνικής/κρατικής κυριαρχίας. Η διαχωριστική γραμμή των χωρικών υδάτων έχει την ίδια ισχύ με τη συνοριακή γραμμή του κάθε κράτους. Ακριβώς όμως επειδή αυτή η γραμμή αποδίδει ισχυρά δικαιώματα, κάθε αλλαγή της υπόκειται σε μεγάλους και πολύπλοκους περιορισμούς, όπως ακριβώς και η αλλαγή των χερσαίων συνόρων. 

Ένα από τα πιο διαδεδομένα ψέματα προς εσωτερική κατανάλωση είναι ο ισχυρισμός ότι το Διεθνές Δίκαιο δίνει σε κάθε χώρα το δικαίωμα για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. και μάλιστα ότι το δικαίωμα αυτό μπορεί να ασκηθεί μονομερώς. Το Διεθνές Δίκαιο ορίζει τα 12 ν.μ. ως το ανώτατο όριο που μπορούν να φτάσουν τα χωρικά ύδατα μιας χώρας και περιγράφει αναλυτικά την υποχρέωση διεθνούς συμφωνίας για τον καθορισμό του εύρους των χωρικών υδάτων, εντός της ζώνης των 12 ν.μ., στην περίπτωση που υπάρχουν αντιτιθέμενα συμφέροντα. Στη βάση αυτών των αρχών, σε πολλές θαλάσσιες περιοχές, ακόμα και ισχυρότατες ναυτικές δυνάμεις, έχουν συμφωνήσει για χωρικά ύδατα εύρους 3 ή 6 ν.μ. σε μεγάλα τμήματα των ακτών τους (πχ η Ρωσία,η Ιαπωνία, οι χώρες της Βαλτικής κ.ά.).[3]

Η Ελλάδα, πρόσφατα, επέκτεινε τα χωρικά ύδατά της στα 12 ν.μ. στο Ιόνιο (από την Κέρκυρα μέχρι το Ταίναρο, φροντίζοντας  -«φρονίμως»- να μην φτάσει στο ακρωτήριο Μαλλέας…) κατόπιν μακρών διαπραγματεύσεων με την Ιταλία (η οποία, μάλιστα, απαίτησε και πέτυχε να εξαιρεθεί ο ιταλικός αλιευτικός στόλος από τους ελληνικούς ελέγχους εντός της ζώνης των συμφωνηθέντων ελληνικών χωρικών υδάτων…). 

Το εύρος των χωρικών υδάτων, της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας είναι αντικείμενο μακρότατων διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο χωρών, που -όπως όλα δείχνουν- τελικά θα καταλήξουν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η υποχρέωση να περάσει κανείς μέσα από αναλυτικές διεθνείς συμφωνίες στα «εύκολα» νερά του Ιονίου, αποδεικνύει έμπρακτα το πόσο αστήρικτη είναι η άποψη για μονομερή «ανακήρυξη» των 12 ν.μ. στο Αιγαίο, όπου πέρα από το casus belli της Τουρκίας υπάρχουν εξαιρετικά πολύπλοκα προβλήματα που αφορούν το καθεστώς διεθνούς ναυσιπλοΐας. 

Η άποψη αυτή παραμένει μια δημαγωγική φούσκα, είτε εκστομίζεται από τα στελέχη της Δεξιάς, είτε από τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, είτε από τους ποικιλόχρωμους προπαγανδιστές του πατριωτικού χώρου. 

Όλοι οι εμπειρογνώμονες, συμπεριλαμβανομένων και των πιο πολεμοκάπηλων, ομοφωνούν στην εκτίμηση ότι η επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. θα έχει ελάχιστη επήρεια στον καθορισμό των άλλων κρίσιμων θαλάσσιων ζωνών (Θ. Καρυώτης: με 6 ν.μ. μας «αντιστοιχεί» ΑΟΖ στο 94,5% της έκτασης του Αιγαίου, με 12 ν.μ. αυτό φτάνει στο 95%...). 

Ποιο είναι, λοιπόν, το νόημα της αναβάθμισης των 12 ν.μ. στη γλώσσα και στην πρακτική των ελληνικών καθεστωτικών δυνάμεων; Αφενός, η σημαντική αύξηση του ποσοστού των διεθνών υδάτων στο Αιγαίο, που θα ενταχθούν έτσι στην άμεση ελληνική κρατική κυριαρχία (από το 43% σήμερα, στο 71%). Αφετέρου -και κυρίως!- ότι με τα 12 ν.μ. ενοποιείται το σύμπλεγμα των Κυκλάδων και των Δωδεκανήσων, κλείνοντας κάθε «διάδρομο» διέλευσης και μετατρέποντας το Αιγαίο σε κλειστή ελληνική «λίμνη» (βλ. χάρτη 2).

αιγαίο

(Χάρτης 2: Η διαφορά είναι προφανής. Το Αιγαίο μετατρέπεται σε κλειστή ελληνική θάλασσα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, κάποτε, αντέτασσε στο ακροδεξιό σύνθημα «Αιγαίο–ελληνική θάλασσα», τη θέση «Αιγαίο–θάλασσα ειρήνης».)

Πολλοί αντιτάσσουν ότι θα διατηρείται, πάντα, το καθεστώς «αβλαβούς διελεύσεως» πλοίων σε ύδατα όπου θα έχει εγκατασταθεί καθεστώς κρατικής κυριαρχίας. Πρόκειται για υποκρισία: το καθεστώς «αβλαβούς διελεύσεως» θα είναι δυσμενέστερο του καθεστώτος ελεύθερης ναυσιπλοΐας σε διεθνή ύδατα. Το κυρίαρχο κράτος θα έχει τη δυνατότητα ελέγχων και κυρώσεων (επικαλούμενο ζητήματα ασφάλειας, περιβαλλοντικής προστασίας, ναυτικών παραβάσεων κ.ά.) που, όποτε θελήσει, μπορούν να ισοδυναμούν με ναυτικό αποκλεισμό. 

Το casus belli της Τουρκίας στηρίζεται στην επίκληση του γεγονότος ότι τα 12 ν.μ. στο Αιγαίο αποτελούν: α) Επεκτατική αλλαγή συνόρων στην περιοχή. β) Φανερή παραβίαση της συμφωνίας της Λοζάνης. γ) Απόπειρα ναυτικού αποκλεισμού της Τουρκίας, που κάνει δύσκολη ή και ανέφικτη ακόμα και τη ναυτική επικοινωνία μεταξύ των λιμανιών της στις βόρειες και νότιες ακτές της. Όποιος θέλει να παραμένει ειλικρινής, γνωρίζει ότι καμιά χώρα δεν θα δεχόταν ειρηνικά μια τόσο σοβαρή ναυτική υποβάθμισή της. 

2) Υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ. Πέρα από τα χωρικά ύδατα, στον μεταπολεμικό κόσμο δημιουργήθηκε η έννοια μιας ευρύτερης θαλάσσιας ζώνης, πιο έμμεσης ή πιο «χαλαρής» κυριαρχίας, που αφορούσε κυρίως τη δυνατότητα εξόρυξης στο βυθό. Η υφαλοκρηπίδα ορίστηκε αρχικά ως η θαλάσσια ζώνη που περιβάλλει τα χωρικά ύδατα, μέχρι του θαλάσσιου βάθους των 200 μέτρων, όπου το κυρίαρχο κράτος κατοχύρωνε αποκλειστικά δικαιώματα εξόρυξης και οικονομικής εκμετάλλευσης. 

Σταδιακά, η έννοια της υφαλοκρηπίδας διευρύνθηκε. Η τεχνολογική εξέλιξη έκανε εφικτή την εξόρυξη σε βάθη μεγαλύτερα των 200 μέτρων, ενώ αναδείχθηκαν νέες δυνατότητες οικονομικής εκμετάλλευσης -πέρα από την αλιεία- των υδάτων και του αέρα πάνω από το βυθό. Η υφαλοκρηπίδα σταδιακά ταυτίστηκε με την ΑΟΖ, που επεκτάθηκε στα 200(!) ν.μ. πέρα από τις ακτές και αφορά το αποκλειστικό «δικαίωμα» εκμετάλλευσης στο βυθό, στα νερά, στον αέρα. Αυτά, προφανώς, ισχύουν ανεμπόδιστα μόνο όπου η γεωγραφία το επιτρέπει. Στις άλλες περιπτώσεις, όπου μέσα στις «ζώνες» των 200 ν.μ. συγκρούονται οι βλέψεις αντιτιθέμενων χωρών, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις τοπικής σύγκρουσης. 

Σε αυτές τις περιπτώσεις, το λεγόμενο Διεθνές Δίκαιο (με σειρά αποφάσεων των Δικαστηρίων στις πιο διαφορετικές περιοχές του πλανήτη) μέχρι σήμερα αναγνωρίζει ως κριτήρια: α) Τη «μέση γραμμή αποστάσεως», ως καταρχήν και γενική αρχή καθορισμού. β) Την επήρεια των νησιών στον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών. γ) Τη συγκεκριμενοποίηση της επήρειας των νησιών (πλήρης-μερική-μηδενική), ώστε να προκύπτει «δίκαιο αποτέλεσμα», συνυπολογίζοντας όλους τους παράγοντες.[4]

Γίνεται έτσι σαφές ότι ο καθορισμός των θαλάσσιων ζωνών είναι ένα πεδίο όπου οι αποφάσεις κρίνονται όχι από κάποιο αφηρημένο Διεθνές Δίκαιο, αλλά από το συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των αντιτιθέμενων κρατών και των συμμάχων τους. 


Στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, η ελληνική «ανάγνωση» του Διεθνούς Δικαίου είναι ότι η «μέση γραμμή αποστάσεως» πρέπει να υπολογιστεί μεταξύ της ανατολικότερης ακτής των ελληνικών νησιών και της τουρκικής ηπειρωτικής ακτογραμμής. Ότι στα ελληνικά νησιά πρέπει να αναγνωριστεί «πλήρης επήρεια» στον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών. Ότι στα νοτιοανατολικά, το σημείο στήριξης για τον καθορισμό της ελληνικής κυριαρχίας πρέπει να είναι η νησίδα Στρογγύλη (περίπου 5 ν.μ. νοτιοανατολικά του Καστελόριζου και 3,3 ν.μ. δυτικά των τουρκικών ακτών), με στόχο η ελληνική ΑΟΖ να «εφάπτεται» με την ΑΟΖ της Κύπρου. Η τουρκική «ανάγνωση» είναι ότι ο καθορισμός υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ πρέπει να καθοριστεί από τη «μέση γραμμή αποστάσεως» μεταξύ των ηπειρωτικών ακτών των δύο χωρών, ότι στα νησιά πρέπει να αναγνωριστεί «μερική επήρεια», μεταφέροντας τη μέση γραμμή ανατολικότερα και ορίζοντας «διαδρόμους» επικοινωνίας των νησιών με την ελληνική ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα («δάχτυλα»). Τέλος η Τουρκία αρνείται ότι η Στρογγύλη δικαιούται ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα (ως μη κατοικήσιμη και ιδιαίτερα κοντά στην τουρκική ακτή), με στόχο να κατοχυρώσει ένα δικό της «διάδρομο» νότια του Καστελόριζου, που θα διακόπτει την επικοινωνία ελληνικής και κυπριακής ΑΟΖ και θα της δίνει δικαιώματα συμμετοχής στο σχέδιο East Med. 


Γίνεται φανερό ότι η απόσταση συμφερόντων είναι μεγάλη και αυτό λειτουργεί ως λάδι στη φωτιά του προϋπάρχοντος ανταγωνισμού. 


Γίνεται επίσης φανερό ότι η επιβολή των ελληνικών θέσεων σε αυτό το θέμα μπορεί να έχει τύχη μόνο αν στηριχθεί στη συμμαχία με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, αλλά και επιτόπου στη συμμαχία με τους πολέμαρχους του Κράτους του Ισραήλ. Οι θιασώτες της θεωρίας των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» και γενικότερα οι οπαδοί της «πατριωτικής Αριστεράς» οφείλουν να συνειδητοποιήσουν ότι στην εν εξελίξει σύγκρουση υποστηρίζουν τη γραμμή όχι μόνο του ντόπιου «εθνικού κέντρου», αλλά ταυτόχρονα τη γραμμή των ΗΠΑ, της ΕΕ, των χασάπηδων του Ισραήλ και της δικτατορίας του Σίσι στην Αίγυπτο. 


Διάλογος και Χάγη

Στα τελευταία χρόνια οι χώρες των τριαδικών «αξόνων», οι κολοσσιαίες πολυεθνικές εξόρυξης που έχουν εμπλακεί στον East Med, με την πλήρη υποστήριξη των ΗΠΑ και της ΕΕ (με πιο ενεργό το ρόλο της Γαλλίας), επιχείρησαν να επιβάλουν στην πράξη τη μοιρασιά των θαλάσσιων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο, που περιγράφουν οι χάρτες που εκπόνησε το Κράτος του Ισραήλ και επαναλαμβάνονται ως αυτονόητες καταλήξεις του Διεθνούς Δικαίου στον ελληνικό Τύπο.


Η πραγματικότητα αποδείχθηκε πιο σύνθετη. Τα σκληρά γεωγραφικά και πληθυσμιακά δεδομένα δεν είναι εύκολο να παραβιαστούν ασύστολα. Η Τουρκία είναι μια σημαντική χώρα, με κρίσιμη γεωγραφική θέση, και δεν είναι καθόλου απλή η προοπτική μιας οριστικής παραίτησης των νατοϊκών Μεγάλων Δυνάμεων από την επιρροή πάνω σε αυτή. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση Ερντογάν είχε μεγάλα περιθώρια διπλωματικών ελιγμών απέναντι στο υπερφίαλο σχέδιο East Med. 


Το τουρκολιβυκό μνημόνιο ήταν ένα πρώτο παράδειγμα. Οι τουρκικές ηγεσίες δεν είναι ανόητες για να πιστεύουν ότι το σύμφωνο αυτό θα είχε πρακτικά αποτελέσματα στην κατανομή των ΑΟΖ στη Μεσόγειο. Γνώριζαν και γνωρίζουν ότι η λιβυκή υπογραφή στο σύμφωνο αυτό είναι εξαιρετικά αδύναμη για να στηριχθούν πρακτικά αποτελέσματα. Όμως το τουρκολιβυκό σύμφωνο κατατέθηκε στον ΟΗΕ, πρωτοκολήθηκε και λειτουργεί ως επίσημη πρόκληση για όποιον διαφωνεί να… καταφύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Σχεδόν αμέσως μετά, η Παλαιστινιακή Αρχή ανακοίνωσε ότι προτίθεται να προχωρήσει σε καθορισμό ΑΟΖ με την Τουρκία, προσπαθώντας να διασώσει τα ελάχιστα δικαιώματα εκβολής της Παλαιστίνης στη θάλασσα, που καταπατά βάναυσα το Ισραήλ. Ανάλογη πρωτοβουλία, για τους ίδιους λόγους, αναμένεται και από το Λίβανο, εάν και όταν σταθεροποιηθεί στοιχειωδώς η κατάσταση στο εσωτερικό του. 


Η στροφή του Ερντογάν προς τις διαδικασίες του Διεθνούς Δικαίου είναι αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης του δυσμενούς συσχετισμού δυνάμεων για τις τουρκικές ηγεσίες, που δημιουργεί η διεθνής σύμπραξη στο σχέδιο East Med. 


Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό των ελληνικών καθεστωτικών δυνάμεων ενισχύεται η τάση μιας στροφής προς τη Χάγη. Γνωρίζουν ότι θα αντιμετωπίσουν πολιτικό πρόβλημα: στο Διεθνές Δικαστήριο, ο πιθανότατος «συμβιβασμός» θα τους φέρει σε αντιπαράθεση με μαξιμαλιστικές προσδοκίες που οι ίδιοι καλλιέργησαν στην κοινή γνώμη. Όμως ο αντίλογος είναι ισχυρός: μια «λύση» πρέπει να διεκδικηθεί τώρα, πριν υπάρξει κάποια δυσμενής στροφή του «διεθνούς παράγοντα», ή πριν η οικονομία του φυσικού αερίου υποβαθμιστεί, καθιστώντας τον East Med μια μεγαλοπρεπή φούσκα. Ταυτόχρονα, η πρόβλεψή τους είναι ότι ένας «συμβιβασμός» στο Διεθνές Δικαστήριο θα είναι πιο «φιλικός» στα ελληνικά καθεστωτικά/κρατικά συμφέροντα, συνυπολογίζοντας τις μέχρι σήμερα τοποθετήσεις των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων. 

Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για αυταπάτες ότι μια στροφή των κυρίαρχων τάξεων προς την πολιτική των διερευνητικών επαφών, της οργάνωσης ενός «διαλόγου» με ορίζοντα τη Χάγη, θα λειτουργήσει αποκλείοντας τον κίνδυνο του πολέμου. 

Το αποδεικνύει η πολιτική Μητσοτάκη που συνδυάζει την αποδοχή των «διερευνητικών επαφών», με την εξαγγελία ενός μεγάλου εξοπλιστικού προγράμματος και μια σημαντική φιλομιλιταριστική στροφή (στράτευση στα 18, αύξηση της θητείας). Το γεγονός ότι ο όποιος «διάλογος» θα οργανωθεί υπό την ιμπεριαλιστική διαιτησία, δεν βελτιώνει, αλλά επιδεινώνει τις προβλέψεις. 

Το ελληνικό κράτος φρόντισε σε ανύποπτη στιγμή, το Δεκέμβρη του 2014 (ελάχιστες μέρες πριν τις εκλογές του 2015), να οχυρώσει τη θέση του έναντι αυτής της προοπτικής. Με δήλωση προς το Δικαστήριο της Χάγης (που υπέγραψε εκ μέρους της κυβέρνησης Σαμαρά ο Ευαγγ. Βενιζέλος) υπογράμμισε ότι δεν αναγνωρίζει καμιά αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου επί θεμάτων που αφορούν: α) Τη στρατιωτικοποίηση των νησιών. β) Ζητήματα κυριαρχίας επί εδάφους (νησιά, βραχονησίδες). γ) Ζητήματα κυριαρχίας στον εναέριο χώρο. Αυτό είναι το νόημα των σημερινών δηλώσεων, που επαναλαμβάνουν οι Μητσοτάκης-Δένδιας, ότι στο ενδεχόμενο καταφυγής στη Χάγη προτίθενται να συζητήσουν «ένα και μόνο θέμα»: τον καθορισμό του εύρους των θαλασσίων ζωνών. 

Αντίθετα, η Τουρκία προσπαθεί να διευρύνει και να γενικεύσει την ατζέντα, θέτοντας με έμφαση και τα τρία παραπάνω ζητήματα ως προϋποθέσεις για τη συζήτηση «λύσης» επί των θαλασσίων ζωνών. 

Είναι φανερό ότι η απόσταση συμφερόντων είναι μεγάλη και αυτό δημιουργεί την τάση επιστροφής στην πολιτική των τετελεσμένων, στην πολιτική της αναμέτρησης, με εμφανή τον κίνδυνο του πολέμου. 

Παρότι και οι δύο πλευρές γνωρίζουν ότι μια σύγκρουση θα είχε καταστρεπτικές συνέπειες για όλους, αυτή η προοπτική δεν μπορεί να αποκλειστεί από τις εξελίξεις, αν αφεθούμε στις απατηλές υποσχέσεις του κοσμοπολίτικου «διαλόγου». Που η ιστορία δείχνει ότι αποτελεί την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος με τον πολεμοχαρή εθνικισμό. 

Η συζήτηση μέσα στην Αριστερά

Τα κριτήρια με τα οποία η Αριστερά προσεγγίζει τα ζητήματα των ανταγωνισμών μεταξύ αστικών τάξεων και κρατών, τα κριτήρια απέναντι στα ζητήματα των «περιορισμένων» συγκρούσεων ή των σημαντικών πολέμων, έχουν και αυτά την ιστορία τους. 

Στην εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η ανάπτυξη του κομουνιστικού ρεύματος υπήρξε άμεσα συνδεδεμένη με το αντιπολεμικό κίνημα, τις αντιπολεμικές-αντιμιλιταριστικές ιδέες, σε πλήρη ρήξη με τον «σοσιαλ-σωβινισμό» της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτή η σύνδεση υπήρξε ισχυρότατη στην Ευρώπη, στα Βαλκάνια, αλλά και στην Ελλάδα.[5] 

Το κίνημα των Παλαιών Πολεμιστών υπήρξε το πρώτο σημαντικό «θεματικό» κίνημα στην Ελλάδα, καθοδηγήθηκε άμεσα από το ΚΚΕ και έριξε ρίζες στην ύπαιθρο (με το αίτημα για γη στους ρημαγμένους φαντάρους, στους σακατεμένους και στις οικογένειες των νεκρών), ρίζες που φάνηκαν πολύτιμες λίγα χρόνια αργότερα στο ΕΑΜ. Το ΚΚΕ υπήρξε φανατικός αντίπαλος της Μεγάλης Ιδέας, ο κόσμος του μίσησε τον Βενιζέλο και τα στελέχη του πλήρωναν με φυλακή και εξορία τις αντιπολεμικές-διεθνιστικές θέσεις τους. 

Σήμερα, ένας κύκλος διανοούμενων ή προπαγανδιστών, γύρω από την «πατριωτική» Αριστερά, αντιμετωπίζουν με υπεροψία όσους/ες διατηρούμε ως αφετηρία το αντιπολεμικό κριτήριο, κάνοντας λόγο για μια «υποταγή στην ιμπεριαλιστική ειρήνη». Πρόκειται για μια παρανοϊκή αντιστροφή: Πράγματι, στην ιστορία του κομουνιστικού κινήματος εισήχθηκε η έννοια του «δίκαιου πολέμου», όπου οι κομουνιστές θα έπρεπε να πάρουν μέρος. Όμως ήταν καθαρό ότι επρόκειτο για συγκεκριμένες εξαιρέσεις –για τις οποίες τίθονταν αυστηροί και σαφείς όροι και προϋποθέσεις– και όχι για τον κανόνα. Η αντιστροφή αυτού του πλαισίου, η μετατόπιση προς την ετοιμότητα να δικαιολογηθεί ο πόλεμος και να απωθηθεί η αντιπολεμική στάση στο πεδίο των εξαιρέσεων, ήταν το αποτέλεσμα του σταλινικού εκφυλισμού και της σταδιακής σοσιαλδημοκρατικοποίησης των ΚΚ. Για παράδειγμα, η ευνοϊκή στάση του ΚΚ Γαλλίας, υπό την ηγεσία του άκαμπτου σταλινικού Μορίς Τορέζ, απέναντι στους γαλλικούς πολέμους στην Ινδοκίνα και στην Αλγερία είναι απολύτως ανάλογη με τη σοσιαλπροδοτική στάση των ηγετών του SPD στα 1914. Η επανασύνδεση με την πολιτική της Τρίτης Διεθνούς στην εποχή του Λένιν σημαίνει ότι αναγνωρίζουμε το καθήκον της υπεράσπισης της ειρήνης ως μείζονος αγαθού για την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες, ενώ θεωρούμε πιθανή την αποδοχή των καθηκόντων ενός πολέμου μόνο εάν και εφόσον προκύπτει σαφές και σοβαρό ταξικό επίδικο για την εργατική τάξη, ή προκύπτει η ανάγκη υποστήριξης ενός πληθυσμού, που παλεύει για την απελευθέρωσή του από την εθνική ή την ιμπεριαλιστική καταπίεση. 

Ένας πλατύτερος κύκλος αγωνιστών/στριών οδηγείται σε μια ανεκτικότητα απέναντι στην «εθνική γραμμή» στα ελληνοτουρκικά, μέσω μιας γενικόλογης και συγχυσμένης αναφοράς στις παραδόσεις του ΕΑΜ. Αυτό συμβαίνει την ώρα που το ίδιο το ΚΚΕ (με τις επεξεργασίες του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του) ανοίγει επιτέλους το ιστορικό «καπάκι» και υποδεικνύει ως αιτία της ήττας του μεγάλου λαϊκού κινήματος του ’40 την υιοθέτηση της μονόπλευρης «εθνικοαπελευθερωτικής» στρατηγικής, που υποτίμησε το κοινωνικό/ταξικό ζήτημα μέσα στον «παροξυσμό της ταξικής πάλης που κορυφώθηκε κατά την κατοχή». Δείχνει δηλαδή τις ανεπάρκειες και τα κενά της στρατηγικής της επανάστασης των σταδίων, αναφέροντας συγκεκριμένα τις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας του ’34, το γράμμα του Ζαχαριάδη για τον ιταλοελληνικό πόλεμο και τις οδηγίες του «διεθνούς κέντρου» που έσπρωχναν όλα τα ΚΚ στην Ευρώπη προς την πολιτική της εθνικής ενότητας. Έχουμε κατ’ επανάληψη δηλώσει ότι θεωρούμε αυτή τη συζήτηση ιδιαίτερα δημιουργική και τα ιστορικά στοιχεία, που σήμερα υπενθυμίζει το ΚΚΕ, πολύτιμα. 

Όμως εδώ, ο παραλληλισμός αδικεί κατάφωρα τον… Ζαχαριάδη. Ο τότε Γραμματέας του ΚΚΕ είχε να αντιμετωπίσει την εισβολή ενός ισχυρού ιμπεριαλιστικού στρατού και τον κίνδυνο μιας παρατεταμένης «ξενικής κατοχής» (ενός καθεστώτος που ο Τρότσκι το 1939 χαρακτήριζε ως «την πιο βάρβαρη από όλες τις μορφές καταπίεσης και δικτατορίας»). Ο Ζαχαριάδης δεν κάλεσε σε «εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα» ούτε για την επέκταση των χωρικών υδάτων της χώρας, ούτε για να μοιραστούν ευνοϊκότερα για τους Έλληνες καπιταλιστές τα κοιτάσματα των υδρογονανθράκων στα «οικόπεδα» της Ανατολικής Μεσόγειου. Αν η αποκοπή της εθνικοαπελευθερωτικής πολιτικής από την αναγκαία κοινωνική/ταξική στρατηγική των κομουνιστών αποδείχθηκε καταστροφική στη δεκαετία του ’40, η επίκληση σήμερα ενός κάποιου «εθνικοαπελευθερωτικού» στοιχείου ως βασικού κριτηρίου για την τοποθέτηση απέναντι στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό, συνιστά ανοιχτή υπόκλιση στην κυριαρχία της γραμμής των καθεστωτικών δυνάμεων. 

Πολλοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι υποχωρούν πολιτικά σήμερα, αναλογιζόμενοι το ερώτημα «τι θα συμβεί, αν αύριο…» (αν οι Τούρκοι εισβάλουν σε κατοικημένο ελληνικό νησί, αν καταρρίψουν αεροπλάνο κ.ο.κ.). Έχει σημασία να υπογραμμίσουμε ότι το ερώτημα είναι, σε μεγάλο βαθμό, υποβολιμαίο: εκατοντάδες στελέχη καλοπληρώνονται μέσα σε όλους τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, εργαζόμενοι για να το διατηρούν ισχυρό, γνωρίζοντας ότι παραλύει τις αναγκαίες αντιδράσεις στο σήμερα. Ταυτόχρονα έχει σημασία να υπογραμμίσουμε ότι ακριβώς το ίδιο ερώτημα «δουλεύει» και από την άλλη πλευρά: ο τουρκικός Τύπος είναι γεμάτος από παραδείγματα για τις «ελληνικές απειλές», για τον κίνδυνο ναυτικού στραγγαλισμού της Τουρκίας κ.ο.κ. Η επίκληση της πιθανότητας ενός καταστρεπτικού πολέμου δουλεύει, έτσι, για την προπαρασκευή ενός καταστρεπτικού πολέμου, «νομιμοποιώντας» πχ τους εξοπλισμούς σε βάρος των κοινωνικών δαπανών και στις δυο όχθες του Αιγαίου.[6] Ο καλύτερος τρόπος για να μην επιτρέψουμε να συμβεί η ένοπλη σύγκρουση με όποια της μορφή είναι το να παλέψουμε σήμερα ενάντια στον πόλεμο, αναγνωρίζοντας ο καθένας τον «εχθρό μέσα στην ίδια του τη χώρα» και κόβοντας την όρεξη στους καπιταλιστές και στις κρατικές γραφειοκρατίες για κάθε φιλοπόλεμο τυχοδιωκτισμό. 

Είναι γνωστή η φράση του Κλαούζεβιτς ότι «ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα». Η φράση αυτή, που υπήρξε προσφιλής στον Λένιν, μπορεί να διαβαστεί και ανάποδα. Η αντιμετώπιση της απειλής του πολέμου είναι καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων. Η Ελλάδα βυθίζεται σε μια βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση και όμως προχωρά σε ένα τεράστιο πρόγραμμα εξοπλισμών, ύψους πάνω από 10 δισ. ευρώ (ποσό συγκρίσιμο με το κόστος του καθενός από τα 3 μνημόνια που υπογράφηκαν μετά το 2010). Η Ελλάδα βυθίζεται σε μια πρωτοφανή υγειονομική κρίση και η κυβέρνηση Μητσοτάκη αντί για γιατρούς και νοσοκόμες, προσλαμβάνει 15.000 επαγγελματίες οπλίτες. Ο πλανήτης βυθίζεται σε μια πρωτοφανή περιβαλλοντική κρίση και στην Ανατολική Μεσόγειο επιβάλλεται η στρατηγική του εξορυκτισμού και μάλιστα στα βάθη των θαλασσών, με φαραωνικά έργα αβέβαιης οικονομικής και τεχνικής βιωσιμότητας, αλλά σίγουρα περιορισμένης ασφάλειας. Η πολιτική πάλη είναι σε τελική ανάλυση σύγκρουση για τις προτεραιότητες. Αν δεν υπάρξει ριζικά διαφορετική απάντηση εκ μέρους των εργατών και των λαϊκών δυνάμεων απέναντι στους αστικούς ανταγωνισμούς, απέναντι στην καταθλιπτική σύμπλευση με τους ιμπεριαλιστές, απέναντι στον κίνδυνο του πολέμου, τότε οι πολιτικές εξελίξεις και στις δύο χώρες θα παραμείνουν εγκλωβισμένες στα σημερινά καθεστωτικά όρια. 

Απέναντι σε αυτά τα καθήκοντα έχουν «μετρηθεί» τα μαζικά κόμματα της Αριστεράς. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε την ανοδική του πορεία ενσωματώνοντας, σε κάποιο βαθμό, τις παρακαταθήκες του αντιπολεμικού κινήματος και του κινήματος κατά της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Διέθετε μια σημαντική πτέρυγα μελών με αντιπολεμική/διεθνιστική αναφορά (αυτούς που κατηγορήθηκαν αργότερα ως «εθνομηδενιστές»). Κάποιοι μέσα στην Αριστερά θεωρούν ότι η μετατόπιση προς τον φιλελευθερισμό συνδυάζεται πάντα με φιλελεύθερη «χαλαρότητα» στα λεγόμενα εθνικά θέματα. Ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί αντίστροφη απόδειξη: η στροφή στο «πάση θυσία μέσα στο ευρώ», η στροφή στον μνημονιακό κυβερνητικό νεοφιλελευθερισμό, συνδυάστηκε με στροφή προς τις «πατριωτικές» θέσεις, που ενσωμάτωνε τις χειρότερες παραδόσεις του παπανδρεϊσμού, για να συνεχίσει ομαλά την πολιτική του Σαμαρά στα ελληνοτουρκικά. Πλησιάζοντας στο 2015, διπλωματικός σύμβουλος του Τσίπρα αναδείχθηκε ο πρέσβης Γ. Αϋφαντής (ο γνωστός ως «manu militari αντιμετώπιση της Τουρκίας»). Το υπ. Εθνικής Άμυνας δόθηκε στον Καμμένο και το υπ. Εξωτερικών στον Κοτζιά. Για να ενισχύσει τον «άξονα» με το Ισραήλ, ο Τσίπρας υπήρξε ο πρώτος δυτικός ηγέτης που (πριν τον Τραμπ) αναγνώρισε σε δηλώσεις του την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Κράτους του Ισραήλ. Ο Τζέφρι Πάιατ αναδείχθηκε ως ο καλύτερος φίλος του «πρώτη φορά αριστερά». Στις Πρέσπες –πέρα από τις δημαγωγίες περί διεθνισμού– συμφωνήθηκε η επέκταση του ΝΑΤΟ στα δυτικά Βαλκάνια, με πρωταγωνιστικό ρόλο στο ελληνικό κράτος.

Στο Αιγαίο, προσκλήθηκε να αναλάβει ενεργό ρόλο περιπολίας η αρμάδα του ΝΑΤΟ. Στην Ανατολική Μεσόγειο τέθηκαν τα θεμέλια της πολιτικής που ακολουθεί σήμερα ο Μητσοτάκης. Η σημερινή πρόταση του Τσίπρα για μονομερή ανακήρυξη των 12 ν.μ. στο Αιγαίο είναι η επίδειξη μιας αδίστακτης δημαγωγίας, με στόχο να ρεφάρει τις απώλειες που έχει προκαλέσει η σοσιαλφιλελεύθερη μετατόπισή του, μέσω μιας ανεύθυνα «σκληρής» γραμμής στα λεγόμενα εθνικά ζητήματα. Η ηχηρή σιωπή του Τσίπρα απέναντι στο εξοπλιστικό πρόγραμμα Μητσοτάκη είναι μια καλή προειδοποίηση για τις εθνικοενωτικές προοπτικές που οικοδομούνται στο όνομα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού. 

Η στάση του ΚΚΕ είναι πιο σύνθετη. Σε άρθρα και ομιλίες που  περιορίζονται στο γενικό ιδεολογικό πεδίο, θα βρει κανείς πολλές αναφορές για την ανάγκη να συνδεθεί μια βαθιά εθνική κρίση, αναπόφευκτα συνδεδεμένη με τον πόλεμο, με τη διεκδίκηση της εξουσίας από τη μεριά της εργατικής τάξης. Είναι μια «στροφή» από τις παραδόσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου, που είναι θετική και καλοδεχούμενη, έστω και αν συνοδεύεται με υπερβολές και λεονταρισμούς (όπως το ότι το ΚΚΕ δεν βολεύεται με την «ιμπεριαλιστική» ειρήνη). Όμως, όταν τα πράγματα πάνε, υποχρεωτικά, στη συγκεκριμένη πολιτική, εκεί το ΚΚΕ αλλάζει το βιολί. Με όχημα μια κοπτοραπτική επί του Διεθνούς Δικαίου, βρίσκει όλα τα αιτούμενα του ελληνικού κράτους… σωστά και δικαιολογημένα. Τα βαπτίζει μάλιστα «κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας» και δηλώνει ότι η εργατική τάξη οφείλει να αγωνιστεί για να τα υπερασπίσει, γιατί θα τα χρειαστεί αύριο, όταν θα χτίζει… το σοσιαλισμό. Αυτή η «διαλεκτική» είναι απελπιστικά κοντά στη λογική του σοσιαλσωβινισμού, ακόμα και του σοσιαλιμπεριαλισμού. Για παράδειγμα, ο Μακρόν, ένας πάλαι ποτέ σοσιαλδημοκράτης, διατηρεί γαλλικό στρατό σε 5 αφρικανικές χώρες, δηλώνοντας ότι τα «κυριαρχικά δικαιώματα» της Γαλλίας στη Μαύρη Ήπειρο είναι απαράγραπτα, ενώ ταυτόχρονα υπογραμμίζει ότι η γαλλική στρατιωτική παρουσία επιταχύνει την πορεία της Αφρικής προς την πρόοδο, την ευημερία και τη δημοκρατία (ίσως και έναν κάποιο σοσιαλισμό…). 

Θα μπορούσε να απαντήσει κανείς ιδεολογικά. Να θυμίσει ότι η ΕΣΣΔ επί Λένιν παραιτήθηκε από μεγάλο μέρος αυθεντικών «κυριαρχικών δικαιωμάτων» προκειμένου να διασφαλίσει την άμεση ειρήνη στο Μπρεστ Λιτόφσκ. Να αναρωτηθεί τι σόι σοσιαλισμός θα είναι αυτός που θα ρισκάρει πόλεμο για να διατηρήσει το δικαίωμα να κάνει εξορύξεις στο βυθό των θαλασσών και να ονειρεύεται αγωγούς χιλιάδων υποβρυχίων χιλιομέτρων που, αντικειμενικά, προϋποθέτουν σύμπραξη με πολυεθνικούς κολοσσούς του πετρελαίου, αυτούς τους «πιο επιθετικούς κύκλους του διεθνούς ιμπεριαλισμού».[7] Όμως το βασικό πρόβλημα στη γραμμή του ΚΚΕ είναι το άμεσα πολιτικό. Μιλώντας με έμφαση για μια επανάσταση αύριο, αφήνει απολύτως αναπάντητα τα καθήκοντα του σήμερα: την άμεση αντιπαράθεση με τις καθεστωτικές δυνάμεις που οργανώνουν τις διεκδικήσεις του ελληνικού καπιταλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο με άξονα (και νομιμοποιητικό μύθο) τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας. 


Απέναντι στο γαϊτανάκι των επιτιθέμενων/αμυνόμενων υποϊμπεριαλισμών στην Ανατολική Μεσόγειο, υπό το άγρυπνο μάτι και την εποπτεία των ιμπεριαλιστικών Μεγάλων Δυνάμεων, παραδοσιακών και «νεοεισερχόμενων», το κρίσιμο στοιχείο είναι να διατηρηθεί η πολιτική ανεξαρτησία του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς του. 

Η σημαντική μάχη δεν είναι αύριο, είναι τώρα: που πρέπει να συνδεθεί η αντίθεση στον πόλεμο και τον μιλιταρισμό με την αντίθεση στον εξορυκτισμό, με τη διεκδίκηση των οικονομικών αιτημάτων των εργατών και των φτωχών, με τη διεκδίκηση των δημοκρατικών πολιτικών ελευθεριών. Μόνο έτσι μπορούμε πράγματι να φράξουμε το δρόμο στους πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς. 

Το μόνο θετικό σημείο στην εξέλιξη της συζήτησης μέσα στην Αριστερά είναι η καθαρή θέση που πήρε σε αυτά τα ζητήματα το ΝΑΡ, διευρύνοντας έτσι ένα μέτωπο που μέχρι χθες κρατούσαν, κυρίως, οι οργανώσεις της τροτσκιστικής αναφοράς. 

Σημειώσεις


1. Η Τουρκία επέκτεινε τελικά τα χωρικά της ύδατα στο Αιγαίο στα 6 ν.μ. το 1964. Κατόπιν συμφωνιών με την ΕΣΣΔ και τις άλλες παράκτιες χώρες, επέκτεινε τα χωρικά της ύδατα στη Μαύρη Θάλασσα στα 12 ν.μ. Στα νερά της περιοχής των Δωδεκανήσων, το ελληνικό κράτος επιμένει ότι η Τουρκία οφείλει να περιοριστεί στα 3 ν.μ. –όπως προέβλεπαν οι συνθήκες της Λοζάνης και του Παρισιού. Αυτός υπήρξε ένας σημαντικός παράγοντας στην κρίση των Ιμίων, που βρίσκονται σε απόσταση 3,1 ν.μ. από τις τουρκικές ακτές.

2. Ο Α. Παπανδρέου ισχυρίστηκε στη Βουλή ότι έριξε αυτό το πολεμοχαρές σύνθημα κατόπιν μυστικής συμφωνίας με τον Κ. Καραμανλή, με πραγματικό στόχο να διευκολύνει τους χειρισμούς της κυβέρνησης της ΝΔ. Ο ισχυρισμός αυτός επιβεβαιώθηκε δημόσια στη Βουλή από τον Αθ. Κανελλόπουλο, ενώ διαψεύστηκε από τον Π. Μολυβιάτη, τον εξ απορρήτων σύμβουλο του Κ. Καραμανλή και «γκουρού», τότε, της ελληνικής διπλωματίας. 

3. Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών, που υπογράφηκε στο Μοντέγκο Μπέι (1982-83) και είναι εξαιρετικά δημοφιλής στους εγχώριους θαυμαστές του Διεθνούς Δικαίου, αναφέρει: 
Άρθρο 3: Κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίσει το εύρος της χωρικής του θάλασσας. Το εύρος αυτό δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 12 ν.μ., μετρούμενα από γραμμές βάσεως καθοριζόμενες σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση…
Άρθρο 83: Η οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας, μεταξύ χωρών με έναντι ή προσκείμενες ακτές, πραγματοποιείται κατόπιν συμφωνίας τους, με βάση το Διεθνές Δίκαιο… προκειμένου να επιτευχθεί μια δίκαιη λύση. 
Ακριβώς τα ίδια κριτήρια (συμφωνία, Διεθνές Δίκαιο, δίκαιη λύση) τίθενται και για την οριοθέτηση των ΑΟΖ (άρθρο 74).

4. Στο ζήτημα της διευκόλυνσης της ναυσιπλοΐας, η Συνθήκη του Μοντέγκο Μπέι ορίζει ότι κράτη σε περιοχές με κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες οφείλουν «να συνεργάζονται μεταξύ τους στην άσκηση των δικαιωμάτων και στην εκτέλεση των καθηκόντων». Στο κρίσιμο ζήτημα της σχέσης μεταξύ των δικαιωμάτων που κατοχυρώνουν οι ηπειρωτικές ακτές και των ζωνών που κατοχυρώνουν τα νησιά, η Σύμβαση προτρέπει σε «συγκεκριμένο καθορισμό των ζωνών που δικαιούνται τα νησιά, ώστε να τηρείται η αρχή της ευθυδικίας (σσ: δίκαιης κατανομής)». Το κριτήριο αυτό έχει οδηγήσει σε αποφάσεις Διεθνούς Δικαστηρίου που αναγνώρισαν πλήρη επήρεια κάποιων νησιών, μερική επήρεια άλλων, ή και μηδενική επήρεια άλλων, ανάλογα με τη θέση, το μέγεθος και τη σύγκρισή τους με το μέγεθος των ηπειρωτικών ακτών της αντιτιθέμενης χώρας. Σε αυτά τα κριτήρια και αυτά τα δεδικασμένα οφείλεται η «απαισιοδοξία» εμπειρογνωμόνων –όπως ο Ροζάκης κ.ά.– σχετικά με την τύχη του να αναγνωριστεί «πλήρης επήρεια» στον καθορισμό της ελληνικής ΑΟΖ στο Καστελόριζο και στη Στρογγύλη, εάν ή όταν η υπόθεση φτάσει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. 

5. Για μια περιγραφή της ισχύος των αντιπολεμικών-διεθνιστικών ιδεών της γενιάς του 1920-30 στην ελληνική Αριστερά, βλ. Τάσος Κωστόπουλος, «Κάτω οι Πόλεμοι και η Πατρίδα», στο Rproject.gr

6. Η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου αιτιολογήθηκε διαχρονικά ως «αμυντική αναγκαιότητα». Σήμερα, τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα: Η εξέλιξη των μικρών και σχετικά φτηνών πυραύλων και «έξυπνων» βλημάτων –που κατασκευάζει κατά κόρον η Γαλλία και το Κράτος του Ισραήλ– έχει φτάσει σε «προϊόντα» μεγάλης καταστρεπτικής ικανότητας και μεγάλης εμβέλειας (που προσεγγίζει τα 1.000 χλμ). Η εγκατάσταση τέτοιων όπλων στα νησιά δημιουργεί τη δυνατότητα ενός ισχυρότατου δικτύου ικανού να καταστρέψει επιθετικά, όχι μόνο την αεροπορία και το ναυτικό του αντιπάλου, αλλά και την ενδοχώρα του, προκαλώντας τεράστιες απώλειες στην οικονομία και στον πληθυσμό του. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι αρκετοί διανοούμενοι και δημοσιογράφοι του «εθνικού» χώρου δεν διστάζουν να αποκαλύπτουν αυτή τη νέα διάσταση (βλ. Σταύρος Λυγερός: «Τι πραγματικά ισχύει με την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών»» ή Κωνσταντίνος Γρίβας: «Η κίνηση ΜΑΤ στα εξοπλιστικά (τα βλήματα SpikeNCOS)»). Ο δημοφιλής στην πατριωτική Αριστερά Κ. Γρίβας, ξεκινώντας από τον θαυμασμό σε αυτόν το νέο «βληματο-κεντρικό» πόλεμο, έφτασε να διατυπώσει την πρόταση για προετοιμασία ενός ελληνικού «πλήγματος», με στόχο την καταστροφή της μαχητικής ικανότητας της Τουρκίας, αλλά και μεγάλου τμήματος της οικονομίας και των πόλεών της (Κ. Γρίβας: «Γιατί πρέπει να υπάρξει σχέδιο για ελληνικό προληπτικό πλήγμα», SLPRESS). Αυτό που ξεχνούν οι πολεμοχαρείς διανοούμενοι είναι ότι ανάλογες δυνατότητες «βληματοκεντρικού» πολέμου έχουν και οι απέναντι…

7. Η Noble Energy, που ανέλαβε τον ηγετικό ρόλο στο κονσόρτσιουμ των πολυεθνικών του East Med, είχε ως διευθύνοντα σύμβουλο τον πρώην αντιπρόεδρο του Μπους, Ντικ Τσένι. Ο Τσένι, ο πραγματικά ισχυρός άντρας στον κυβερνητικό μηχανισμό του Μπους, υπήρξε ο αρχιτέκτονας της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ και ο δημιουργός του μύθου ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν διέθετε όπλα «μαζικής καταστροφής». Νωρίτερα είχε φροντίσει να μοιράσει τις πετρελαιοπηγές του Ιράκ μεταξύ των πολυεθνικών πετρελαίου, περιμένοντας για την υλοποίηση της μοιρασιάς, όταν, τελικά, οι ΗΠΑ θα εισέβαλλαν και θα καταλάμβαναν τη χώρα. Το καλοκαίρι του 2020, η Noble Energy αγοράστηκε από τον αμερικανικό κολοσσό Chevron. 

Συντάκτης
Αντώνης Νταβανέλος