100 χρόνια από την έκδοση του «Αριστερισμού»

Ημερ.Δημοσίευσης

Εισαγωγικό σημείωμα της σύνταξης

Λένιν Κομιντέρν

Πριν από 100 χρόνια, το 1920, εκδόθηκε το βιβλίο του Λένιν με τον τίτλο «Ο Αριστερισμός» και τον δηλωτικό για τις δηκτικές διαθέσεις του συγγραφέα υπότιτλο «Παιδική αρρώστια του κομουνισμού». Είναι ένα από τα πιο σημαντικά και πολυδιαβασμένα βιβλία του Λένιν, γραμμένο σε μια στιγμή ιστορικής καμπής. 


Το 1920 η ηγεσία της Κομιντέρν συνειδητοποιούσε ότι η ένταση του επαναστατικού κύματος που εξαπέλυσαν οι συνθήκες του τέλους του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η ένταση του κύματος που είχε ενισχύσει αποφασιστικά η νικηφόρα εργατική επανάσταση στη Ρωσία το 1917, είχε πλέον μπει σε καθοδική φάση. Ο καπιταλισμός ανακτούσε σταδιακά μια σταθεροποίηση και οι καπιταλιστές άρχιζαν να εξαπολύουν συστηματικές επιθέσεις ενάντια στις κοινωνικές και πολιτικές εργατικές κατακτήσεις της προηγούμενης περιόδου. Οι εμφάσεις στην πολιτική των Κομουνιστικών Κομμάτων -μελών της Τρίτης Διεθνούς- όπως είχαν καθοριστεί στα πρώτα δύο συνέδρια της Κομιντέρν, αλλά και η οργανωτική πολιτική με στόχο την ανάπτυξή τους, όφειλαν να αναπροσαρμοστούν. 


Αυτή τη συζήτηση άνοιξε ο Λένιν με την έκδοση του «Αριστερισμού». Είναι το νήμα της σκέψης που τελικά οδήγησε στις αποφάσεις του 3ου Συνεδρίου της Κομιντέρν («Προς τις μάζες!») και των επεξεργασιών που ολοκληρώθηκαν στο 4ο Συνέδριο της Διεθνούς, με τις αναλυτικές αποφάσεις για το Ενιαίο Μέτωπο, το Μεταβατικό Πρόγραμμα και τη μεταβατική λογική, αλλά και την απάντηση της Κομιντέρν στο ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας μέσα σε συνθήκες που δεν ήταν πλέον άμεσα επαναστατικές, δηλαδή με τις αποφάσεις για τις εργατικές κυβερνήσεις (ή κυβερνήσεις της Αριστεράς). 


Η κατεύθυνση αυτή δεν πέρασε χωρίς αντίσταση στο εσωτερικό του κομουνιστικού κινήματος. Υπήρχε μια μάζα μελών και στελεχών που καθοριζόταν από τις δυνάμεις της αδράνειας: ήλπιζαν ότι θα συνεχιστεί η προηγούμενη «επιθετική» πορεία, ότι η αλλαγή των συνθηκών θα αποδειχθεί ένα συγκυριακό διάλειμμα. Υπήρχε μια πτέρυγα υπερ-αριστερών στελεχών και διανοούμενων που είχαν προσδεθεί στην Κομιντέρν λόγω της αίγλης της νίκης του Οκτώβρη, χωρίς να έχουν αφομοιώσει τα διδάγματα της πείρας των Μπολσεβίκων. Υπήρχε ένα τμήμα που θεωρούσε ότι η αλλαγή των συνθηκών έπρεπε να απαντηθεί με έναν «πραξικοπηματικό» βολονταρισμό (οι οπαδοί της «Θεωρίας της Επίθεσης»). Υπήρχαν, τέλος, οι διαφορές που προέκυπταν στο εσωτερικό της ρωσικής αντιπροσωπείας στην Κομιντέρν (Λένιν, Τρότσκι, Ζινόβιεφ, Μπουχάριν, Ράντεκ), οι διαφωνίες μεταξύ των ίδιων των Μπολσεβίκων, που αφορούσαν τις εξελίξεις στην ΕΣΣΔ κατά την πολύ ευαίσθητη μετάβαση από το καθεστώς του Πολεμικού Κομουνισμού προς τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ). 


Όλα αυτά μετέτρεπαν αυτή τη συζήτηση σε διαδικασία με αβέβαιη έκβαση. Ο αναγνώστης, που θα εμβαθύνει στην ιστορία της εποχής, θα εκπλαγεί με τον απόλυτα δημοκρατικό και ανοιχτό χαρακτήρα της συζήτησης σε όλη τη διάρκειά της: Ο Λένιν, συνηθέστερα μαζί με τον Τρότσκι, αντιπαρατίθονται συστηματικά με τους Ζινόβιεφ-Μπουχάριν, άλλοτε έχοντας την υποστήριξη του Ράντεκ και άλλοτε όχι. Ο Λένιν και ο Τρότσκι συμφωνούν με την Κλάρα Τσέτκιν και τον Πάουλ Λέβι, απέναντι στην πλειοψηφία της ηγεσίας του Κομουνιστικού Κόμματος Γερμανίας της περιόδου της «Δράσης του Μάρτη» και των θεωριών της «Επίθεσης». Η Κομιντέρν επανέρχεται στα ζητήματα της διάσπασης του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ιταλίας στο συνέδριο του Λιβόρνο, επανεξετάζοντας τη καθοδήγηση της διάσπασης από τον Μπορντίγκα κ.ο.κ.

Επίσης ο αναγνώστης θα εκπλαγεί από το βάθος της σύνδεσης αυτής της συζήτησης με τα συγκεκριμένα ζητήματα της ταξικής πάλης στις πιο σημαντικές χώρες της Ευρώπης. Δεν είναι αυθαίρετος ο ισχυρισμός ότι οι αποφάσεις της Κομιντέρν για το Ενιαίο Μέτωπο, ουσιαστικά υπαγορεύτηκαν από την πείρα της Γερμανικής Επανάστασης: από τη σημασία που απέκτησε η ενοποίηση του ΚΚ Γερμανίας με την αριστερή πτέρυγα των Ανεξάρτητων Σοσιαλδημοκρατών, από τις κατακτήσεις του Κόμματος με το «Ανοιχτό Γράμμα» προς τα άλλα εργατικά κόμματα και τα συνδικάτα, από τις πρώτες αυθόρμητες εφαρμογές της ενιαιομετωπικής στρατηγικής που ακύρωσαν την απόπειρα πραξικοπήματος του στρατηγού Καπ. 


Η εικόνα της «μονολιθικής» 3ης Διεθνούς, που τάχα αποφάσιζε ακούγοντας κατά γράμμα τις οδηγίες της μπολσεβίκικης αντιπροσωπείας, δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα της Κομιντέρν στην εποχή του Λένιν. 


Ο Λένιν ανοίγει με τον «Αριστερισμό» αυτή τη διεθνή συζήτηση μεταξύ των στελεχών του κομουνιστικού κινήματος, μεταξύ συντρόφων αποφασιστικά ενταγμένων στον αγώνα, με την προσφιλή του μέθοδο: τη συγκεκριμένη ανάλυση των συγκεκριμένων συνθηκών. Καταλήγει σε συγκεκριμένα συμπεράσματα, απολύτως ελέγξιμα με βάση την πολιτική πείρα των αγωνιστών-στριών της εποχής, και παίρνει την ευθύνη να προτείνει μια τακτική στροφή ως υποχρεωτική για τα ΚΚ διεθνώς. 


Προειδοποιεί ότι οι αποφάσεις των πρώτων δύο συνεδριών της Κομιντέρν, που αφορούσαν τον ιδεολογικό προσανατολισμό των ΚΚ, την πολιτική τακτική τους, αλλά και τις οργανωτικές επιλογές (21 όροι για την ένταξη ενός κόμματος στην 3η Διεθνή), που λογοδοτούσαν στο επείγον καθήκον του διαχωρισμού με τους ρεφορμιστές, ήταν υπερβολικά «ρώσικες». Αυτό δεν αναιρούσε, σε τελευταία ανάλυση, την ορθότητά τους, αλλά έστρεφε την προσοχή στην ανάγκη ορθότερης «μετάφρασής τους» στις πιο προηγμένες συνθήκες που επικρατούσαν στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Άνοιγε έτσι ο ίδιος ο Λένιν το έδαφος για τις μετέπειτα λαμπρές επεξεργασίες του Τρότσκι σχετικά με την αναβάθμιση του Ενιαίου Μετώπου σε αναντικατάστατο πυλώνα της σύγχρονης επαναστατικής σοσιαλιστικής στρατηγικής, αλλά και τις εργασίες του Γκράμσι που έθεσαν τη διάκριση «Ανατολής-Δύσης», διερευνώντας τις διαφορές των καθηκόντων μεταξύ του «Πολέμου Κινήσεων» και του «Πολέμου Θέσεων». 


Ο Λένιν υπογραμμίζει ότι η αποτελεσματική εφαρμογή αυτής της κατεύθυνσης, προϋποθέτει την αδιάκοπη προσοχή των κομμουνιστών στο να συνδέονται στενά με το υπαρκτό κίνημα των μαζών, με τις πραγματικές δυναμικές του και τις πραγματικές αδυναμίες του. Μόνο σε αυτό το έδαφος, δηλώνει, αποκτούν δημιουργικό περιεχόμενο οι οργανωτικές συνήθειες ενός πειθαρχημένου επαναστατικού κόμματος, αλλιώς οι νόρμες του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού γίνονται ένας απωθητικός «πιθηκισμός». Για να σιγουρευτεί ότι αυτή η κατεύθυνση θα γίνει κατανοητή και πολιτικά ελέγξιμη, προτείνει ως υποχρεωτική για τα κόμματα-μέλη της Διεθνούς τη δράση μέσα στα συνδικάτα, ακόμα και τα πιο αντιδραστικά. Απαιτεί τη ρήξη με κάθε συνήθεια υποτίμησης των εκλογικών αντιπαραθέσεων, ζητώντας να παρουσιάζονται κομουνιστικές υποψηφιότητες όπου αυτό είναι εφικτό. Ο ηγέτης του μόνου επαναστατικού κόμματος που κατόρθωσε τη νίκη των εργατικών συμβουλίων επί του αστικού κοινοβουλίου, δηλώνει απερίφραστα ότι για να νικήσει το Σοβιέτ στην αντιπαράθεση με τη Βουλή (ή την Εθνοσυνέλευση), είναι απαραίτητη προϋπόθεση η δράση των κομουνιστών και μέσα στη Βουλή, με στόχο «την αποσύνθεση του κοινοβουλίου από τα μέσα, για να ενισχυθεί το Σοβιέτ…». Εδώ είναι φανερή η άμεση αναφορά στο μεγάλο λάθος της πλειοψηφίας του ιδρυτικού συνεδρίου του KPD που, παρά τις εισηγήσεις της Λούξεμπουργκ και του Λέβι, αποφάσισε την απομονωτική αποχή από τις εκλογές για την Εθνοσυνέλευση στη Γερμανία, όπως και η καταδίκη των απόψεων του Μπορντίγκα που είχαν αναγάγει την αποχή από τις εκλογές σε γενική «θέση αρχής» για τους κομουνιστές. 


Σε όλο το έργο του Λένιν είναι σταθερή η πεποίθηση ότι η ταξική πάλη είναι ευρύτερη από τον οικονομικό/συνδικαλιστικό αγώνα των εργατών-τριών, ότι πρέπει να διεξάγεται στο ευρύτερο πεδίο του πολιτικού αγώνα. Στον «Αριστερισμό» καλεί τα στελέχη των νέων και άπειρων ΚΚ να πάρουν στα σοβαρά αυτή τη θέση, θυμίζοντας ότι προκύπτει αβίαστα από το σύνολο της επαναστατικής εμπειρίας στη Ρωσία. Καλεί τους κομουνιστές να εγκαταλείψουν ως «παιδιάστικη» τη νοοτροπία που αποφεύγει ή καταγγέλει τους «συμβιβασμούς» γενικώς: στην πολιτική πάλη (όπως και σε όλες τις πτυχές της συλλογικής ζωής) δεν έχει λογική η απόρριψη γενικώς των «συμβιβασμών», αλλά αντίθετα επείγει η κατάκτηση της δυνατότητας να διακρίνει κανείς τους επωφελείς ή αναγκαίους συμβιβασμούς από τις άχρηστες ή επιζήμιες υποχωρήσεις. Σε αυτό το θέμα επανήλθε ο Τρότσκι (σε αντιπαράθεση με τον Τουχατσέφσκι κ.ά.), συμπληρώνοντας ότι ακόμα και στο στρατιωτικό πεδίο, η επαναστατική στρατηγική και τακτική του Κόκκινου Στρατού κάθε άλλο παρά απέκλειε εκ προοιμίου κάθε συμβιβασμό, κάθε υποχώρηση, κάθε αναδίπλωση στα καθήκοντα της άμυνας. 


Η αντίληψη του Λένιν για τον πολιτικό αγώνα εστιάζει στο ζήτημα της συγκέντρωσης δυνάμεων γύρω από το εργατικό κίνημα, ώστε να καταστούν εφικτά τα αποφασιστικά χτυπήματα κατά του ταξικού αντιπάλου. Στο 3ο και στο 4ο Συνέδριο της Κομιντέρν υποστήριξε μια αποφασιστική διεύρυνση της θεματολογίας της δράσης, αλλά και της προπαγάνδας και της αγκιτάτσιας των ΚΚ: απαίτησε την οργάνωση της παρέμβασης των κομουνιστών στο γυναικείο ζήτημα, στις εθνικά καταπιεσμένες μειοψηφίες, στην υποστήριξη καταπιεσμένων θρησκευτικών ομάδων και κυρίως στην υποστήριξη των «λαών της Ανατολής», δηλαδή των καταπιεσμένων από τον ιμπεριαλισμό λαϊκών μαζών στις αποικίες. 


Αυτή η πλατιά και μάχιμη αντίληψη για τον πολιτικό αγώνα καθορίζει τη στάση του Λένιν στο κομβικό ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών. Στον «Αριστερισμό», κυριολεκτικά χλευάζει την τάση των «καθαρών» κομουνιστών, που συγχέουν την προσήλωση στην επαναστατική στρατηγική με την οικειοθελή πολιτική απομόνωση, και προτείνει ένα ευρύ και ευέλικτο πλέγμα πολιτικών και εκλογικών συμμαχιών ή συμπράξεων, με κριτήριο το τι εξυπηρετεί κάθε φορά τις ανάγκες κλιμάκωσης του εργατικού αγώνα και τη συγκέντρωση πολιτικής δύναμης στα ΚΚΕ ή ακόμα (όπως στη Βρετανία) στους μικρότερους πυρήνες αγωνιστών, που ο Λένιν ήλπιζε ότι θα χτίσουν ένα υπολογίσιμο ΚΚ. Ένας σημερινός (όχι ιδιαίτερα έμπειρος) αναγνώστης θα εκπλαγεί διαβάζοντας την παρουσίαση, από τον ίδιο τον Λένιν, των πολιτικών ή εκλογικών συμμαχιών των Μπολσεβίκων με τους ρεφορμιστές Μενσεβίκους, με τους Εσέρους και συγκυριακά ακόμα και με τους φιλελεύθερους δημοκράτες μιας πτέρυγας των Καντέτων, αλλά θα εκπλαγεί περισσότερο διαβάζοντας τις προτάσεις του Λένιν σχετικά με την ανάγκη εκλογικής υποστήριξης των Εργατικών στη Βρετανία, απέναντι στο ενοποιημένο εκλογικά και πολιτικά «στρατόπεδο» των αυθεντικών αστικών κομμάτων. 


Ο συνδυασμός όλων αυτών των στοιχείων αναδεικνύει με καθαρότητα την «ψυχή» της πολιτικής στρατηγικής του Λένιν: το συνδυασμό, τη συγχώνευση σε ένα ενιαίο σύνολο, της μέγιστης ακαμψίας στο στρατηγικό σκοπό με την αναγκαία τακτική ευελιξία που χρειάζεται, ώστε ο «σκοπός» να υπηρετηθεί στην πράξη και όχι στα λόγια. 


Ο «Αριστερισμός» προειδοποιεί ότι χρειάζεται προεργασία και μακρά σκληρή προσπάθεια για να μπορέσει μια συλλογικότητα κομουνιστών να δράσει αποτελεσματικά σε αυτό το επίπεδο, να δράσει σαν μια οργάνωση πράξης και όχι σαν σέχτα ιδεολογικής κριτικής. Σε αυτή την αναγκαία προεργασία, ο Λένιν αναφέρει την προσπάθεια για την ανάπτυξη των συγκεκριμένων δεσμών του κόμματος με την τάξη, την εκπαίδευση των οργανώσεων των μελών του στον πολιτικό αγώνα, τη διαμόρφωση σχετικά σταθερών ηγετικών ομάδων, αποτελούμενων από στελέχη με πείρα και κύρος μέσα στα μέλη και στο κίνημα. Συμπυκνώνοντας την αντιπαράθεση σε αυτό το σημείο, μέσα στους κόλπους της Διεθνούς, γράφει: 


«Συνεπώς, δύο κομουνιστικά κόμματα στέκουν, τώρα, το ένα απέναντι στο άλλο.Το ένα είναι το κόμμα των ηγετών, που επιδιώκει να οργανώσει τον επαναστατικό αγώνα από τα πάνω, δεχόμενο τους συμβιβασμούς και τον κοινοβουλευτισμό…
Το άλλο είναι το κόμμα των μαζών, που περιμένει την άνοδο του επαναστατικού αγώνα από τα κάτω, που ξέρει να εφαρμόζει σε αυτόν τον αγώνα μόνο μια μέθοδο που οδηγεί ξεκάθαρα στον σκοπό, απορρίπτοντας κάθε κοινοβουλευτική και οπορτουνιστική μέθοδο… η μοναδική μέθοδος είναι η μέθοδος της χωρίς όρους ανατροπής της αστικής τάξης…Εκεί η δικτατορία των ηγετών – εδώ η δικτατορία των μαζών! Αυτό είναι το σύνθημα…Κάθε Μπολσεβίκος… διαβάζοντας αυτούς τους συλλογισμούς θα πει αμέσως: Τι παλιά και από καιρό γνωστή σαβούρα! Τι “αριστερή” παιδαρωδία!». 


Στα χρόνια που ακολούθησαν, υπήρξαν μέσα στο κομουνιστικό κίνημα όχι λίγες συγκρούσεις, ρήξεις, διασπάσεις. Ο Λένιν προτρέπει να τοποθετείται κανείς σε αυτά τα ενδεχόμενα, εξετάζοντας το πολιτικό περιεχόμενο των διαφορών και τις συνέπειές τους στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Είναι όμως ιδιαίτερα καυστικός απέναντι στις παιδιάστικες δημαγωγίες, που συγκαλύπτουν την ουσία σε αυτά τα ζητήματα, δίνοντας έμφαση στην «αντι-ηγετική» ρητορική, όπως γινόταν τότε σε ακραίο βαθμό στο εσωτερικό του ΚΚ Γερμανίας. Γράφει: «Είναι εξαιρετικά διασκεδαστικό το ότι στη θέση των παλιών ηγετών, που μπορούν να βλέπουν τα πράγματα όπως όλοι οι άνθρωποι, προωθούν στην πράξη, με προκάλυμμα το σύνθημα “Κάτω οι ηγέτες!”, νέους ηγέτες, που μπορούν να λένε τερατώδεις ανοησίες και παρλαπίπες». 


Το δικαίωμα στις «τερατώδεις ανοησίες και παρλαπίπες» υπήρξε το πραγματικό υπόβαθρο για πάρα πολλές διασπάσεις και διαλυτικές κρίσεις στη σύγχρονη ριζοσπαστική Αριστερά. 


Ο Τόνι Κλιφ (ηγετικό στέλεχος του SWP στη Βρετανία) επαναλάμβανε συχνά ότι ο «Αριστερισμός» υπήρξε το πιο επιδραστικό από τα βιβλία του Λένιν. Η δημιουργική συνέχεια της θεματολογίας που άνοιξε αυτή η παρέμβαση του Λένιν, δόθηκε από τον Τρότσκι με τα λαμπρά κείμενα της δεκαετίας του ’30, σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι το Ενιαίο Μέτωπο, αλλά και από τον Γκράμσι με τα «Τετράδια της Φυλακής», μετά τη σύντομη σύμπλευση του μεγάλου Σαρδηνού με τον Αμαντέο Μπορντίγκα. 


Όμως, όπως συμβαίνει συχνά σε εμβληματικά έργα, ο «Αριστερισμός» επιχειρήθηκε να αξιοποιηθεί από διαφορετικές, αντικρουόμενες σκοπιές. Η ελληνική έκδοση από το Θεμέλιο (που ήταν η βασική για τη μεταπολιτευτική Αριστερά) αρχίζει με έναν πρόλογο του Παλμίρο Τολιάτι, γραμμένο το 1959. Ο ηγέτης του PCI, που ως Έρκολι είχε προϋπηρετήσει ως το δεξί χέρι του Στάλιν στις πιο δύσκολες «επιχειρήσεις» μέσα στην Κομιντέρν, παρουσιάζει τον Αριστερισμό για να προαναγγείλει τη στροφή προς τον «εθνικό δρόμο για το σοσιαλισμό», επιχειρώντας να παρουσιάσει μια κάποια συνέχεια μεταξύ της λενινιστικής παράδοσης και του εκκολαπτόμενου τότε ευρωκομουνισμού. 


Απέναντι στη μετά το 1968 ορμητική εμφάνιση της διεθνούς άκρας Αριστεράς, οι ηγεσίες των ΚΚ κράδαιναν τον Αριστερισμό σαν ένα ιδεολογικό ρόπαλο, στην προσπάθειά τους να συντρίψουν την ανερχόμενη επιρροή των «γκρουπούσκουλων» μέσα στο κίνημα της νεολαίας και μέσα σε υπολογίσιμες μειοψηφίες των εργατικών πρωτοποριών. Ασφαλώς ο Λένιν δεν φταίει σε τίποτα γι’ αυτό, όπως δεν έφταιγε και για την πολιτική του Μαρσέ, του Καρίγιο, του Κορβαλάν ή του Φλωράκη. Η απάντηση του Κον Μπεντίτ, με τον τίτλο «Αριστερισμός: Αντίδοτο στη γεροντική ασθένεια του Κομουνισμού» εξέφραζε μεν μια αυθάδεια της εποχής απέναντι στα ΚΚ, αλλά δεν είχε τίποτα ουσιαστικό να πει απέναντι στο αυθεντικό κείμενο του Λένιν (γι’ αυτό, άλλωστε, δεν άντεξε στο χρόνο). Σε λίγα χρόνια, οι πιο σοβαρές δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς κατανόησαν ότι ο (κατά τον Μπενσαΐντ) «βιαστικός λενινισμός» της περιόδου αμέσως μετά το 1968 ήταν γεμάτος κενά, και στράφηκαν προς τις στρατηγικές του πιο «μακρού χρόνου», ανακαλύπτοντας ξανά τη σημασία του Ενιαίου Μετώπου και της μεταβατικής πολιτικής. Ο Αριστερισμός του Λένιν εντάχθηκε ομαλά στο οπλοστάσιο της διεθνούς επαναστατικής Αριστεράς. Τα εκατοντάδες άρθρα, σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, με τις υπογραφές των πιο έγκυρων στελεχών, που «συζητούν» ξανά και ξανά αυτό το πολύτιμο βιβλίο του Λένιν, είναι η καλύτερη απόδειξη. 


Η θεματολογία του «Αριστερισμού» ταιριάζει γάντι στον χαρακτήρα της περιόδου που ζούμε σήμερα διεθνώς: η σχέση μεταξύ της ιστορικής στρατηγικής και της καθημερινής τακτικής, η σχέση μεταξύ των ριζοσπαστικών μειοψηφιών και των ευρύτερων πλειοψηφικών τμημάτων της τάξης μας, η σχέση μεταξύ των οργανωμένων κομουνιστικών δυνάμεων και των κοινωνικών κινημάτων, είναι κομβικά ζητήματα που θα κρίνουν την τύχη της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. 


Είναι γνωστό ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται κατά γράμμα. Μεταξύ της εποχής όπου έγραφαν ο Λένιν, ο Τρότσκι, ο Γκράμσι και της σημερινής εποχής της κρίσης του παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, υπάρχουν μεγάλες και σοβαρές διαφορές. Ο δρόμος δεν είναι στρωμένος, οφείλουμε να τον στρώσουμε εμείς. Όμως μπροστά σε αυτό το καθήκον παραμένουν πολύτιμα τα γενικά κριτήρια που αναδείχθηκαν κατά την περίοδο που γράφτηκε ο «Αριστερισμός». 


Το άρθρο του Τζον Ρόουζ, στις επόμενες σελίδες, παρουσιάζει τις κεντρικές ιδέες που εισηγείται ο Λένιν στον «Αριστερισμό», δοκιμασμένες μέσα στις πολιτικές μάχες της εποχής. Ξεχωρίζει δύο κομβικά γεγονότα: Τη Γερμανική Επανάσταση και το συνέδριο διάσπασης του PSI στο Λιβόρνο στην Ιταλία. Στέκεται ιδιαίτερα στην ανάγκη να διαβαστεί ο «Αριστερισμός του Λένιν σε συνάρτηση με τις επεξεργασίες του Αντόνιο Γκράμσι στο «Σύγχρονο Ηγεμόνα». 


Ακολουθεί ένα άρθρο του Λούκα Ταβάν, που αφορά μια άλλη επέτειο: Τα 80 χρόνια από την «Κόκκινη Διετία» στην Ιταλία (1919-20). Πέρα από την αυτοτελή αξία παρουσίασης αυτού του κορυφαίου γεγονότος, ο αναγνώστης θα βοηθηθεί να κατανοήσει καλύτερα τις σύντομες σχετικές αναφορές στο άρθρο του Ρόουζ, να εξοικειωθεί με το επαναστατικό υπόβαθρο των μετέπειτα επεξεργασιών του Γκράμσι (απέναντι στη ρεφορμιστική «κακοποίησή» τους από τον Τολιάτι), αλλά και να εξετάσει πώς στάθηκε σε αυτά τα γεγονότα ένας από τους πιο διάσημους «υπερ-αριστερούς», που δέχθηκε τις πολεμικές του Λένιν, ο Αμαντέο Μπορντίγκα. Με αυτή την έννοια, το κείμενο για την Κόκκινη Διετία προτείνεται να διαβαστεί ως συμπλήρωμα στο αφιέρωμα στον Αριστερισμό.  


Στο ίδιο πνεύμα προτείνουμε να διαβαστεί και η βιβλιοπαρουσίαση που αφορά την έκδοση του βιβλίου του Πιερ Μπρουέ για τη Γερμανική Επανάσταση. Πρόκειται για ένα κορυφαίο έργο αναφοράς που το «Κ» προτείνει ανεπιφύλακτα και δεν θα μπορούσε να μην το παρουσιάσει. Αλλά επίσης η παρουσίαση των γεγονότων που πραγματεύεται το βιβλίο θα βοηθήσει τον αναγνώστη να παρακολουθήσει καλύτερα και τη συζήτηση γύρω από τις παρεμβάσεις του Λένιν στον «Αριστερισμό».