20 χρόνια μετά το Σιάτλ: Η ιστορία δεν τελείωσε

Πάνος Πέτρου
Ημερ.Δημοσίευσης

Είκοσι χρόνια μετά το Σιάτλ και τη γέννηση του διεθνούς κινήματος ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, ένας γενικός απολογισμός των διαδοχικών «κύκλων» μέσα από τους οποίους πέρασαν τα κινήματα και η Αριστερά αυτά τα χρόνια και κάποιες σκέψεις για τον νέο «κύκλο» που ξεδιπλώνεται μπροστά μας.

Διαδήλωση Σιάτλ 1999

Στις 2 Νοέμβρη του 1999, οι Rage Against the Machine, ένα συγκρότημα με σκληρό ήχο κι αντικαπιταλιστικό στίχο, κυκλοφόρησαν το «The Battle of Los Angeles» («Η Μάχη του Λος Άντζελες»). Το CD σκαρφάλωσε στην κορυφή από την αρχή της κυκλοφορίας του, πουλώντας 450.000 αντίτυπα την πρώτη βδομάδα κι εκτοπίζοντας μεγάλα ονόματα της αμερικάνικης μουσικής σκηνής. Ήταν «σημάδι των καιρών». Μερικές βδομάδες μετά, στις 31 Νοέμβρη, κατά τη διάσκεψη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) θα γινόταν η μεγαλύτερη διαδήλωση που είχαν ζήσει οι ΗΠΑ μετά το 1969. Τα γεγονότα εκείνης της ημέρας θα αντλούσαν εύκολα τον τίτλο με τον οποίο έγιναν γνωστά: «The Battle of Seattle» («Η Μάχη του Σιάτλ»).

Η μάχη του Σιάτλ

Κατά τα χρόνια της ανόδου της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είχε ήδη εμφανιστεί η τάση ακτιβιστών να κινητοποιούνται κατά τις διεθνείς συνόδους υπερεθνικών οργανισμών. Σε Αυστραλία, Καναδά, Γερμανία κ.ά. είχαν υπάρξει τέτοιες «στιγμές». Αλλά το Σιάτλ του 1999 ήταν από εκείνες τις κινητοποιήσεις για τις οποίες οι Αμερικάνοι λένε «this is more than a moment, it’s a movement» (είναι κάτι παραπάνω από μια «στιγμή», είναι ένα κίνημα).

Η κινητοποίηση προετοιμαζόταν για μήνες, από ένα πλατύτατο φάσμα οργανώσεων που περιλάμβανε ΜΚΟ που ασχολούνταν με το περιβάλλον, θρησκευτικής αναφοράς ενώσεις, την αμερικανική εργατική συνομοσπονδία AFL-CIO, φοιτητικές ενώσεις, το χώρο της ριζοσπαστικής Αριστεράς, τους αναρχικούς κ.ά.

Το πρωί της 31ης Νοέμβρη, εκατοντάδες ακτιβιστές του Δικτύου Άμεσης Δράσης εμφανίστηκαν στους έρημους δρόμους γύρω από το χώρο του συνεδρίου κι άρχισαν να καταλαμβάνουν-αποκλείουν διασταυρώσεις. Μια φοιτητική διαδήλωση από τα βόρεια της πόλης, μια διαδήλωση των «λαών του Νότου» από τα νότια της πόλης και άλλες προσυγκεντρώσεις άρχισαν να κινούνται προς το χώρο. Εν τω μεταξύ εξελισσόταν και η «εγκεκριμένη» μεγάλη διαδήλωση της AFL-CIO στους δρόμους του Σιάτλ. Παρά την αστυνομική βία (πλαστικές σφαίρες, δακρυγόνα, σπρέι πιπεριού) ενάντια στους ακτιβιστές της «άμεσης δράσης», τελικά δεν έγινε εφικτό να διασφαλιστεί η πρόσβαση στο συνεδριακό κέντρο. Μεγάλο τμήμα της εργατικής διαδήλωσης δεν επέστρεψε στο προβλεπόμενο σημείο της επίσημης διαδρομής, αλλά επέλεξε να παραμείνει στο χώρο όπου εξελίσσονταν οι συγκρούσεις. Το σύνθημα «Teamsters and Turtles Unite!» περιέγραφε την συμπόρευση του οργανωμένου εργατικού κινήματος με τους ακτιβιστές των κοινωνικών κινημάτων: οι Teamsters, οι συνδικαλισμένοι εργάτες στις μεταφορές, ενώνονταν με τα Turtles, τα «χελωνόπαιδα» του οικολογικού κινήματος. Με την ύστερη γνώση της κλιματικής κρίσης που ζούμε σήμερα, η σημασία του συνθήματος ως «προδρομική» απάντηση στο ζήτημα, αποκτά πολύ μεγαλύτερη σημασία.

Πίσω στο Σιάτλ του 1999, ο όγκος των διαδηλωτών και ο αιφνιδιασμός της αστυνομίας χάρισε στους διαδηλωτές μια πρωτοφανή νίκη: αργά το απόγευμα ανακοινώθηκε ότι ματαιώθηκε η τελετή έναρξης της συνόδου. Ο ΠΟΕ δεν συνεδρίασε όπως προγραμμάτιζε εκείνη τη μέρα! Τις επόμενες μέρες το κράτος αντεπιτέθηκε, με τη συνδρομή της Εθνοφρουράς της Ουάσινγκτον και άλλων κατασταλτικών δυνάμεων, με εκατοντάδες προληπτικές συλλήψεις «υπόπτων» που διασφάλισαν την ηρεμία στη «ζώνη απαγόρευσης διαδηλώσεων». Οι κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν, π.χ. έξω από το αστυνομικό τμήμα του Σιάτλ, ενάντια στις συλλήψεις και την καταστολή.

Δεν ήταν απλά η ματαίωση της εναρκτήριας μέρας. Τα ΜΜΕ, αφού έδωσαν εκτεταμένα την έμφαση στις επιθέσεις του «μαύρου μπλοκ» σε μια σειρά επιλεγμένους στόχους (Starbucks κ.ά. που κρίθηκαν «ένοχοι για επιχειρηματικά εγκλήματα»), υποχρεώθηκαν να μιλήσουν τελικά και για το «αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα», για τους λόγους που είχαν οι πάνω από 40.000 άνθρωποι να διαδηλώσουν ενάντια στον ΠΟΕ κ.ο.κ. Εν τω μεταξύ, στο εσωτερικό της Συνόδου, εμφανιζόταν το ρήγμα «Βορρά-Νότου» που οδήγησε τις συνομιλίες σε ναυάγιο.

Στην «καρδιά» της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, στις ΗΠΑ, αποτυπωνόταν η αρχή της αμφισβήτησής της. Δεν ήταν μια στιγμή, ήταν η γέννηση ενός κινήματος. Ενός διεθνούς κινήματος ενάντια στην καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Με μια «διασταλτική» ματιά, θα λέγαμε ότι άνοιξε έναν ολόκληρο «κύκλο» που ξεπερνά τα όρια της εποχής του αμιγώς «αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος» κι αφορά όλη την 20ετία που ακολούθησε μέχρι σήμερα.

Μετά το 1989

Το Σιάτλ του 1999 ήρθε 10 χρόνια μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Τα γεγονότα στις ίδιες τις χώρες του «ανατολικού μπλοκ» και η φύση αυτών των καθεστώτων είναι μια ξεχωριστή συζήτηση. Αλλά ο διεθνής αντίκτυπος του «1989» για όλες τις εκδοχές και τα ρεύματα της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος υπήρξε κάτι πολύ βαθύτερο. Ο Έντσο Τραβέρσο στην «Αριστερή Μελαγχολία» του, περιγράφει κάποια στιγμή τις παραλυτικές συνέπειες αυτής της «ήττας», εξηγώντας ότι διέφερε από όλες τις προηγούμενες. Κάθε ήττα στον 20ό αιώνα είχε μαζί της τον ηρωισμό της και τους μάρτυρές της, και έδινε ώθηση για τη «συνέχεια του αγώνα». Η κατάρρευση του 1989 δεν είχε τίποτα τέτοιο –ούτε ήρωες, ούτε αγώνες, ούτε μάρτυρες.

Με την εξαίρεση των μικρών δυνάμεων της επαναστατικής Αριστεράς που είχαν εξοπλιστεί με μια συνεκτική θεωρία για τη φύση αυτών των καθεστώτων, το 1989 έγινε πλατιά αντιληπτό ως «θρίαμβος του καπιταλισμού». Η ορθότητα της θεωρίας κάποιων οργανώσεων ή και αγωνιστών δεν επαρκούσε για να αντιστρέψει τον αντίκτυπο πάνω σε χιλιάδες και χιλιάδες αγωνιστές-στριες, που ακόμα κι αν στέκονταν κριτικά απέναντι σε όψεις του σταλινισμού, είχαν διαμορφωθεί σε έναν κόσμο όπου η ΕΣΣΔ ήταν κάτι. Ίσως όχι απαραίτητα «σοσιαλιστικό», αλλά σε κάθε περίπτωση «υπαρκτό». Η «σοσιαλιστική πατρίδα» για κάποιους, ένα «εκφυλισμένο εργατικό κράτος» για άλλους, ένα «αντίπαλο δέος στον δυτικό καπιταλισμό» για κάποιους άλλους, κάτι που «γεννήθηκε» τον Οκτώβρη του 1917 για κάποιους άλλους.

Ακόμα, το 1989 συνέπεσε με την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού στη Δύση, που με την ιδεολογική του επίθεση αλλά και με τις πολύ υλικές επιθέσεις/μετασχηματισμούς που κατάφερε στο εργατικό κίνημα, δημιούργησε ένα ακόμα πιο σκληρό περιβάλλον ήττας. Στις αναμνήσεις του, ένας ακραιφνής αντισταλινικός και δηλωμένα «αισιόδοξος βολονταριστής» εκείνη την εποχή, σημειώνει ότι τελικά: «ο υπαρκτός και η παραδοσιακή Αριστερά ηττήθηκαν, αλλά τα τούβλα του Τείχους έπεσαν στα κεφάλια όλων μας».

Η αντιστροφή αυτής της καταθλιπτικής συνθήκης είχε ξεκινήσει μερικά χρόνια πριν από το Σιάτλ. Την Πρωτοχρονιά του 1994, ενώ οι «από πάνω» γιόρταζαν την έναρξη της NAFTA, της Συμφωνίας Ελευθέρου Εμπορίου Βόρειας Αμερικής (μεταξύ ΗΠΑ-Καναδά-Μεξικού), ένας αντάρτικος στρατός που κανείς δεν γνώριζε ότι υπήρχε και προετοιμαζόταν στη ζούγκλα της Λακαντόνα έκανε τη θεαματική κάθοδό του στις πόλεις της επαρχίας Τσιάπας του Μεξικού.

Οι Ζαπατίστας φώναζαν «Ya Basta!» («Φτάνει πια!»), κήρυσσαν την έναρξη ενός διεθνούς αγώνα «Για την Ανθρωπότητα, Ενάντια στο Νεοφιλελευθερισμό» και γίνονταν σύμβολο για μια γενιά που πίστευε ότι οι εξεγέρσεις ανήκουν σε ένα ηρωικό παρελθόν. Η αίγλη που θα αποκτούσε στα χρόνια της ανόδου του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση ο υποδιοικητής Μάρκος, «ο Τσε της γενιάς μας» για όσους είχαμε μεγαλώσει πιστεύοντας ότι τέτοια σύμβολα ανήκουν σε ένα ηρωικό μακρινό παρελθόν, δεν είναι τυχαία. Οι Ζαπατίστας ανήγγειλαν πρώτοι «το τέλος του Τέλους της Ιστορίας».

Οι Ζαπατίστας υπήρξαν έμπνευση αντίστασης και πηγή ριζοσπαστικοποίησης για πολλούς, αλλά θα παρέμεναν ένα «ιθαγενικό, μεξικάνικο» φαινόμενο να μας εμπνέει «από μακριά» αν δεν υπήρχαν άλλες διεργασίες. Το σύνθημα «Δρόμοι της Ευρώπης, Βουνά του Μεξικού…» δεν θα μπορούσε να υπάρξει, αν δεν έμπαιναν σε κίνηση οι «δρόμοι της Ευρώπης».

Και το Δεκέμβρη του 1995, στη Γαλλία, το «Τέλος της Ιστορίας» δέχτηκε ακόμα ένα ισχυρό πλήγμα. Μια συγκεκριμένη όψη του, που λειτούργησε πολύ διαβρωτικά για χρόνια, η εκτίμηση ότι το παραδοσιακό εργατικό κίνημα έχει ξοφλήσει, συντρίφτηκε από τη συγκλονιστική απεργία διαρκείας στους σιδηροδρόμους της Γαλλίας. Ο θερμός απεργιακός Δεκέμβρης υπήρξε ο πρώτος μεγάλος εργατικός αγώνας που έλεγε το δικό του «Φτάνει Πια!» και κατάφερε να οδηγήσει σε ήττα την τότε συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση της κεντροδεξιάς κυβέρνησης Ζιπέ και τελικά τον ίδιο τον πρωθυπουργό σε πρόωρη απόσυρση κατά τις πρόωρες εκλογές του 1997, που κατέληξαν σε νίκη της «πληθυντικής Αριστεράς».

Μια νικηφόρα απεργία στην κορύφωση της επέλασης του νεοφιλελευθερισμού εξηγεί τη «γαλλική εξαίρεση» μέχρι σήμερα (όσον αφορά την επιβίωση κατακτήσεων αλλά και την αυτοπεποίθηση του εργατικού κινήματος –σε σύγκριση τουλάχιστον με τις υπόλοιπες χώρες στη Δύση).

Μια νικηφόρα μεγάλη απεργία το έτος 1995 λειτουργούσε προωθητικά διεθνώς. Αν οι Ζαπατίστας έλεγαν ότι «πρέπει και μπορούμε ακόμα να εξεγειρόμαστε ενάντια στην αδικία», ο γαλλικός απεργιακός Δεκέμβρης έλεγε ότι -και στη Δύση- η εργατική τάξη «πρέπει και μπορεί ακόμα να αγωνίζεται και να νικά». Ήταν με μια έννοια η απάντηση στην ήττα των ανθρακωρύχων στη Βρετανία της Θάτσερ το 1984-85.

Ένα νέο κίνημα

Το 1999 στο Σιάτλ αυτή η «διεργασία» που ξεκίνησε στη Τσιάπας το 1994 και στο Παρίσι το 1995, εκδηλώθηκε πλήρως ως «άφιξη στη σκηνή ενός νέου κινήματος». Γρήγορα αποκρυσταλλώθηκε και οργανωτικά, με τα Κοινωνικά Φόρουμ (Παγκόσμιο, Ευρωπαϊκό, «εγχώρια») στα οποία ενεπλάκησαν «βετεράνοι» των κοινωνικών αντιστάσεων και νέοι ακτιβιστές, πολιτικές οργανώσεις και «κινηματίες». Το κεντρικό σύνθημα του Φόρουμ αποτύπωνε απόλυτα το γεγονός ότι εξελισσόταν μια διεργασία «αντιστροφής του 1989». Έμοιαζε σαν να απαντά στοχευμένα στο νεοφιλελεύθερο ΤΙΝΑ («Δεν Υπάρχει Εναλλακτική»), όταν διακήρυττε: Ένας Άλλος Κόσμος Είναι Εφικτός!

Το σύνθημα αποτύπωνε την «κατάσταση πνευμάτων» στη νέα ριζοσπαστικοποίηση της εποχής και με έναν άλλο τρόπο ωστόσο. Έδειχνε τη «στρατηγική αμηχανία» στην οποία είχαν βρεθεί τα κινήματα σε σύγκριση με προηγούμενες κινηματικές ανόδους, όπως το 1968: όταν ο αγώνας ήταν «per il comunismo» («για τον κομμουνισμό») και η μέθοδος «One Solution–Revolution» («Μια Μόνο Λύση – Επανάσταση»).

Στα χρόνια της άνθησης του διεθνούς κινήματος, αυτή η «στρατηγική αμηχανία» αποτυπωνόταν απόλυτα στους τρόπους με τους οποίους επιχειρούνταν να αντιμετωπιστεί. Στη σημασία που απέκτησαν στο εσωτερικό του κινήματος ζητήματα όπως η «πληθώρα τακτικών», ή η «συναίνεση» στη λήψη αποφάσεων, που αφενός φρόντιζαν να περιφρουρήσουν μια νεο-κατακτημένη κι εύθραυστη ενότητα αλλά αφετέρου ταίριαζαν απόλυτα και σε ένα κλίμα «αγνωστικισμού». Ταυτόχρονα, η (απολύτως φυσιολογική) αδυναμία του νέου κινήματος να προχωρήσει από το «Ένας Άλλος Κόσμος Είναι Εφικτός» στα ερωτήματα του «ποιος είναι αυτός ο άλλος κόσμος και πώς θα φτάσουμε εκεί» είχε βρει ως αντίδοτο τις μεγάλες κινητοποιήσεις ενάντια στους «ισχυρούς».

Θα έλεγε κανείς ότι η «στρατηγική πρόταση» της εποχής ήταν το «Να επαναλάβουμε τη νίκη στο Σιάτλ!». Αυτό στις ΗΠΑ έγινε για ένα διάστημα σχεδόν «εμμονή» όσων έζησαν τα γεγονότα του 1999. Πολλοί ακτιβιστές ρίχτηκαν με πάθος στην διοργάνωση αντίστοιχων γεγονότων σε μια σειρά συνόδους υπερεθνικών οργανισμών (ή συνεδρίων των δύο μεγάλων κομμάτων). Το κράτος αποδείχθηκε πιο έτοιμο και σταδιακά έφθινε και η δυνατότητα μαζικής κινητοποίησης. Το «Σιάτλ» δεν μπόρεσε να επαναληφθεί. Η 11η Σεπτέμβρη του 2001 έδωσε σε αυτή τη φάση του κινήματος τη χαριστική βολή –αλλά οι άνθρωποί του δεν χάθηκαν. Τουλάχιστον πολλοί από αυτούς, που στράφηκαν σε άλλου τύπου «δουλειά» στα κοινωνικά κινήματα στις ΗΠΑ. Θα ξαναεμφανίζονταν στο αντιπολεμικό κίνημα μετά το 2003, και μερικά χρόνια αργότερα στο ριζοσπαστισμό του Occupy, του Black Lives Matter κ.λπ.

Την εποχή του «αντιπαγκοσμιοποιητικού», η επανάληψη της «νίκης του Σιάτλ» επιχειρήθηκε πιο σοβαρά και συστηματικά και διεθνώς –με πλέον εμβληματική τη θρυλική κινητοποίηση στη Γένοβα το 2001, ενάντια στους G8. Ήταν ενδεχομένως η κορυφαία στιγμή εκείνου του διεθνούς κινήματος: Η πανευρωπαϊκή κινητοποίηση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με τις μαζικές «διεθνείς αντιπροσωπείες» που είχαν ως «οικοδεσπότη» μια ακμαία τότε ιταλική ριζοσπαστική Αριστερά, ένα ισχυρό εργατικό κίνημα, μια πολύμορφη και καλά ριζωμένη «Αυτονομία». Αυτή η διεθνής κοινωνικοπολιτική συμμαχία έκανε επίδειξη δύναμης στους δρόμους της Γένοβας και βρήκε πλατιά και συγκινητική στήριξη από τον ντόπιο πληθυσμό: «Είναι 8 – Είμαστε εκατομμύρια!».

Αλλά η Γένοβα υπήρξε και κορυφαία στιγμή της απάντησης του κράτους, που έκανε τη δική του επίδειξη δύναμης. Ο άγρια δολοφονημένος Κάρλο Τζουλιάνι υπήρξε το «πρόσωπο» μιας καταστολής που εκείνες τις μέρες «έπαιξε» με το ενδεχόμενο πολύ περισσότερων νεκρών. Μετά τη Γένοβα, οι Ιταλοί σύντροφοι θα είχαν να αναμετρηθούν σοβαρά με την κυβέρνηση Μπερλουσκόνι και το ιταλικό κράτος, αλλά το ίδιο ίσχυε για όλους, καθώς έπαιρναν τα αεροπλάνα και τα πλοία της επιστροφής πίσω στις «δικές τους» χώρες, όπου τους περίμενε ο συγκεκριμένος, σκληρός, παρατεταμένος αγώνας απέναντι στις «δικές τους» κυβερνήσεις και τα «δικά τους» κράτη.

Η κινηματική ανάταση, ο διεθνισμός και η «τεχνογνωσία» αυτού του κινήματος έπαιξαν κομβικό ρόλο στο ξέσπασμα του διεθνούς αντιπολεμικού κινήματος το 2003. Μετά το παραλυτικό σοκ της 11ης Σεπτέμβρη και τις «αντι-τρομοκρατικές» αμφιθυμίες τμήματος του κινήματος και της Αριστεράς γύρω από τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, η μαζική εναντίωση στην εισβολή στο Ιράκ μεταφράστηκε στις μαζικότερες παγκόσμιες κινητοποιήσεις εδώ και πάρα πολλά χρόνια.

Τα Κοινωνικά Φόρουμ οργάνωσαν κι έδωσαν έκφραση σε αυτή τη μαζική διάθεση. Το αντιπολεμικό κίνημα της εποχής εντυπωσίαζε ταυτόχρονα για τον παγκόσμιο χαρακτήρα του αλλά και για τον τοπικό –όχι μόνο σε κάθε χώρα, αλλά σε κάθε μικρή πόλη (της Ελλάδας π.χ.) έγιναν μαζικές διαδηλώσεις.

Στην Ελλάδα, το 2003 υπήρξε μια ολόκληρη περίοδος πυκνής και ζωηρής δράσης του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ ενάντια στην ελληνική προεδρία (Ναύπλιο, Σούδα…) που ολοκληρώθηκε στη Θεσσαλονίκη και τη διαδήλωση ενάντια στη Σύνοδο της ΕΕ.

Το διεθνές αντιπολεμικό κίνημα συγκλόνισε τον πλανήτη. Αλλά δεν σταμάτησε την αμερικανική εισβολή. Στη διαδρομή και μετά την πτώση του Σαντάμ εμφανίστηκαν στο εσωτερικό του διαιρέσεις (για τη στάση απέναντι στην ιρακινή αντίσταση στις γραμμές της οποίας δρούσαν και ισλαμιστικές οργανώσεις) που είχαν λειτουργήσει παραλυτικά και το 2001 κατά την εισβολή στο Αφγανιστάν. Πατώντας σε δεκαετίες στιγματισμού των «Αράβων» (ως τρομοκρατών), ερχόταν τώρα η ισλαμοφοβία που στιγμάτιζε τους «ισλαμιστές» (ως τρομοκράτες) για να σπείρει τη σύγχυση όχι μόνο σε πλατιές μάζες αλλά και μέσα στις γραμμές της Αριστεράς.

Αυτό δεν ήταν το μοναδικό ζήτημα που εμφανίστηκε στις γραμμές του διεθνούς κινήματος. Αργά ή γρήγορα, εμφανίστηκαν όλα τα ζητήματα που αφορούσαν τη «στρατηγική αμηχανία». Μετά τη διεθνή αδυναμία να «επαναλάβουμε το Σιάτλ» και ειδικά μετά τη Γένοβα, όλοι και όλες βρέθηκαν αντιμέτωποι με το ερώτημα «πώς προχωράμε;». Τα Φόρουμ χάρισαν μερικές ακόμα μεγάλες στιγμές –στην Ελλάδα είχαμε την τύχη να ζήσουμε την εντυπωσιακή ευρωπαϊκή διαδήλωση του 2006, ενώ η σύνοδος του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ στο Πόρτο Αλέγκρε του 2005 θεωρείται η κορυφαία του στιγμή όσον αφορά το πλήθος αγωνιστών και συλλογικοτήτων που έφερε σε επαφή.

Επιστροφή στην πολιτική

Αλλά είχαμε ήδη περάσει όλοι κι όλες μας, ο καθένας στη χώρα του, σε «άλλη πίστα» -αρκετές μαρτυρίες από το ίδιο το Πόρτο Αλέγκρε και τις συζητήσεις/ διαφωνίες που καταγράφηκαν εκεί συγκλίνουν σε αυτή τη διαπίστωση πολλών «αντιπροσωπειών». Απέναντι στα καθήκοντα του παρατεταμένου και πολύ πιο συγκεκριμένου αγώνα σε κάθε χώρα, η «πληθώρα τακτικών» (που γινόταν ανεκτή ως κι επιθυμητή σε επίπεδο μιας μεγάλης διαδήλωσης) έδωσε τη θέση της στην ανάδειξη μιας «πληθώρας στρατηγικών». Ήταν ένα θεμιτό στάδιο «ωρίμανσης» όλων.

Ένα τμήμα του διεθνούς κινήματος (ΜΚΟ, κοινωνικές οργανώσεις) που εξαρχής είχε ένα πόδι μέσα στους διεθνείς οργανισμούς ως «συνομιλητής» κι ένα στις διαδηλώσεις ως «ομάδα πίεσης» αυτοπεριορίστηκε γρήγορα στην πιο άτολμη εκδοχή «μεταρρυθμισμού». Η προσπάθεια της Attac να επικεντρώσει γύρω από την υιοθέτηση του «φόρου Τόμπιν» από τα κράτη ως «πανάκεια» σε όλα τα προβλήματα του συστήματος υπήρξε εμβληματική έκφραση αυτού του ρεύματος.

Στον πολιτικό αγώνα, μια αντίστοιχη λογική «ποσιμπιλισμού» (διεκδίκησης του «εφικτού») βρήκε έκφραση από τμήματα της Αριστεράς όπως το ΚΚ Γαλλίας, που παρέμεινε προσκολλημένο σε έναν «κυβερνητισμό» που το καθιστούσε δορυφόρο των Σοσιαλιστών στην εποχή της σοσιαλφιλελεύθερης μετάλλαξής τους. Αυτός ο πειρασμός της «ρεάλ πολιτίκ», που οδηγούσε φυσιολογικά στη μορφή της κεντροαριστεράς υπήρξε ισχυρός. Ακολούθησαν αυτό το δρόμο όσοι κι όσες μετά το 1989 έβγαλαν το συμπέρασμα ότι πρέπει να αφεθούν να «πάνε με το κύμα» και αποδέχτηκαν τον «θαυμαστό καινούργιο κόσμο», αυτοπεριοριζόμενοι στο στόχο να του προσθέσουν πινελιές κοινωνικής ευαισθησίας.

Ένα άλλο τμήμα εμπνεύστηκε από την ιδέα του «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία». Αποδείχθηκε πολύ δημοφιλές στα πιο ριζοσπαστικά στοιχεία των νεότερων αγωνιστών. Δεν αφορούσε μόνο «τη γοητεία της αντι-εξουσίας». Έδειχνε να είναι μια θεμιτή απάντηση στο 1989 –για όσους έβλεπαν στα καθεστώτα της ανατολικής Ευρώπης (και στην αποτυχία τους) μια «συνέχεια» του Οκτώβρη και εντόπιζαν τη ρίζα της κακοδαιμονίας στην ίδια την ιδέα της κατάληψης της εξουσίας. Έδειχνε ακόμα πιο ριζοσπαστική ως απάντηση στα πιο σύγχρονα προβλήματα και τις υπαρκτές εκδοχής διεκδίκησης της εξουσίας, που αφορούσαν μια-δυο υπουργικές θέσεις σε κεντροαριστερές κυβερνήσεις συνασπισμού.

Αυτό το ρεύμα αντλούσε σε κύρος εξαιτίας των εμπειριών της Λατινικής Αμερικής: Εκεί η Αυτονομία υπήρξε όντως ισχυρή κινηματική-κοινωνική εμπειρία που έδωσε μεγάλους αγώνες (πικετέρος ή/και καταλήψεις εργοστασίων στην Αργεντινή, MST και καταλήψεις γης στη Βραζιλία, ιθαγενικά κινήματα με μια δική τους κουλτούρα «αυτονομίας») και είχε και την αίγλη του ζαπατιστικού μοντέλου ως «πρόταση» σε μια εποχή που οι Ζαπατίστας εμφανίζονταν (και στο δημόσιο λόγο τους) ως «εναλλακτικός δρόμος» στις «αποτυχίες του 20ού αιώνα». Η πολυβασανισμένη αλλά και εξεγερμένη υπο-ήπειρος δεν είχε να αναμετρηθεί μόνο με τις αποτυχίες των παλιών «ορθόδοξων» ΚΚ ή διάφορων «προοδευτικών εθνικιστών» στην κυβέρνηση, αλλά και με την ήττα των ριζοσπαστικών ενόπλων κινημάτων που «διεκδίκησαν την εξουσία» στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, τον εκφυλισμό στην Κούβα, την ήττα στη Νικαράγουα των Σαντινίστας μετά το 1990, που υπήρξε η τελευταία «μεγάλη ελπίδα» όχι μόνο στη Λατινική Αμερική αλλά και σε μεγάλη μερίδα της Αριστεράς διεθνώς.

Η προσπάθεια να «εξαχθεί» ο πλούτος εμπειριών από τη Λατινική Αμερική στην Ευρώπη αποδείχθηκε πιο σύνθετη: Πώς ακριβώς θα «το κάναμε όπως οι Ζαπατίστας» στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες; Οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες αυτής της «νέας» Αυτονομίας (διακριτής από το ιστορικό ιταλικό ρεύμα) επέλεξαν την αφοσίωση στο «δρόμο» και στα «κοινωνικά κινήματα» και σε αυτά τα πεδία πρόσφεραν πολλά. Αλλά η προσπάθεια «αλλαγής του κόσμου χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία», η τακτική μετάφραση αυτής της στρατηγικής σε «άρνηση» του πολιτικού αγώνα, η αναζήτηση «νέων υποκειμένων» δεν μπορούσε (και δεν μπόρεσε) να βρει «εύφορο έδαφος» για να μεταφραστεί σε κάτι παραπάνω από έναν στρατηγικό αγνωστικισμό. Κάποιοι διανοούμενοι (Νέγκρι, Χάλογουεϊ), επιχειρώντας να συγκροτήσουν «νέα θεωρία και στρατηγική» πάνω σε αυτές τις εμπειρίες οδηγήθηκαν σε κάποιες ιδέες (το «πλήθος» ως υποκείμενο, οι «στιγμιαίες ρωγμές στο χώρο και στο χρόνο» ως τακτική) που δεν έδιναν επαρκείς απαντήσεις και περισσότερο συνέβαλαν στη σύγχυση.

Δεν είναι τυχαίο ότι όσοι δρούσαν στην ίδια τη Λατινική Αμερική (όπως ο Ραούλ Ζιμπέκι που εξελίχθηκε σε εμβληματικό διανοητή της λατινοαμερικάνικης Αυτονομίας) αποδείχθηκε ότι είχαν να προσφέρουν πολύ πιο γόνιμο προβληματισμό και έργο –ακόμα και σε σημεία που διαφωνεί κανείς μαζί τους.

Οι οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς που συμμετείχαν στο νέο κίνημα αντιλαμβάνονταν την ανάγκη του πολιτικού αγώνα, του ζητήματος της εξουσίας κ.ο.κ., παίρνοντας αποστάσεις και από τον κεντροαριστερό μεταρρυθμιστικό κυβερνητισμό και από την «αυτονομίστικη» άρνηση του πολιτικού αγώνα.

Κάποιες έμειναν στο αμιγώς ιδεολογικό πεδίο αυτής της αντιπαράθεσης: Επιμένοντας στη στρατηγική της κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη ως προοπτική και στην ιστορική ανάγκη ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος για να παίξει κομβικό ρόλο σε αυτό το καθήκον. Αλλά δυσκολεύονταν να απαντήσουν στο τι ακριβώς κάνουμε εν τω μεταξύ (ελλείψει επανάστασης και κόμματος να την οδηγήσει στη νίκη), που να αποτελεί μάλιστα συγκεκριμένη «αντι-πρόταση» στα πολύ πιο «χειροπιαστά» αποτελέσματα που είτε πετύχαινε η Αυτονομία (που με την άμεση δράση ή το αντιπαράδειγμα «παρήγαγε» κάτι στη μικροκλίμακα) είτε υποσχόταν η κεντροαριστερή στρατηγική (με την κατάληψη «θέσεων ευθύνης»).

Πρόκειται σε ένα βαθμό για συντρόφους και συντρόφισσες που δεν αντιλήφθηκαν τι σήμαινε το 1989 και πίστεψαν ότι ο δρόμος είναι ορθάνοιχτος για την μεγέθυνση της «επαναστατικής οργάνωσης» στο «επαναστατικό κόμμα».

Κάποιοι άλλοι, πιο νηφάλιοι στην εκτίμηση της κατάστασης και σοβαροί στο «μέτρημα του εαυτού τους», αλλά υπερβολικά «συγκρατημένοι» ως προς τις προοπτικές, έκριναν ότι απάντηση στο δυσμενή συσχετισμό ήταν η «οχύρωση» της επαναστατικής οργάνωσης, που όφειλε να αντέξει την «μη-επαναστατική» εποχή έως ότου, μέσα από τις διεργασίες του κινήματος, προκύψουν εκείνες οι πλατιές «πρωτοπορίες» που θα θέσουν και πάλι στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της συγκρότησης του επαναστατικού κόμματος.

Ένα άλλο τμήμα της επαναστατικής Αριστεράς επέλεξε να αναζητήσει τακτικές και μεθόδους να κάνει πολιτικό αγώνα στο τώρα και σε αυτές τις δύσκολες, μη-επαναστατικές εποχές. Εντοπίζοντας το δυσμενή αντίκτυπο του 1989, έβαζε παράλληλα στον εαυτό της το καθήκον να συμβάλει όσο μπορεί στην αναγκαία διαδικασία «επανεμφάνισης κι ανασυγκρότησης» των αναγκαίων πλατιών «πρωτοποριών», δίχως να περιμένει αποκλειστικά τον από μηχανής θεό μια μεγάλης επαναστατικής κρίσης. Θα πάσχιζε να αποδειχθεί «χρήσιμη» σε αυτό το καθήκον και ταυτόχρονα να αποδείξει την «χρησιμότητά» της στους αγωνιστές που θα εμπλέκονταν σε αυτή τη διαδικασία, για να συμβάλει έτσι στην αλλαγή των συσχετισμών –και υπέρ της Αριστεράς και μέσα στην Αριστερά. Τα κείμενα και οι παρεμβάσεις του Ντανιέλ Μπενσαΐντ σκιαγράφησαν μια ολόκληρη μέθοδο να υπηρετηθεί αυτή η διαδικασία, που κωδικοποιήθηκε ως «μεταβατική πολιτική».

Τα πλατιά κόμματα

Σε αυτήν την προσπάθεια λογοδοτούσαν τα πειράματα που καταγράφηκαν στο δημόσιο διάλογο -κάπως αυθαίρετα κι όχι χωρίς προβλήματα και παρεξηγήσεις- ως «πλατιά κόμματα». Για τη συγκρότησή τους (ώστε να είναι όντως «πλατιά» και ώστε να συμβάλουν στους στόχους ευρύτερης «ανασύνταξης») χρειάστηκε η σύμπραξη δυνάμεων της επαναστατικής Αριστεράς που αναζητούσαν τέτοια «μονοπάτια» με ρεύματα ενός «αριστερού ρεφορμισμού» ή/και «κεντρισμού» που εξακολουθούσαν να επιδιώκουν να δώσουν μια «πολιτική έκφραση» στο νέο ριζοσπαστισμό αλλά διαφοροποιούνταν από την κεντροαριστερή στρατηγική.

Ήταν απόπειρες που απαντούσαν σε μια συνθήκη που προϋπήρχε μετά το 1989: Το κενό εργατικής εκπροσώπησης που άφηνε η μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας, η κρίση-συρρίκνωση-μετάλλαξη των κομμάτων της παραδοσιακής «κομμουνιστογενούς» μεταρρυθμιστικής Αριστεράς, που άφηνε «ακάλυπτο» ένα δυναμικό τους που -με τον τρόπο του- «επέμενε αριστερά», από τη μια, και η αδυναμία της επαναστατικής Αριστεράς να ενισχυθεί στο βαθμό που θα της επέτρεπε να «πάρει τη σκυτάλη» και να παίξει μόνη της καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις (όταν δεν είχε μπει σε κρίση αντίστοιχη ή και χειρότερη από εκείνη του μεταρρυθμιστικού χώρου), από την άλλη.

Αλλά «ωρίμασε» ως επιλογή στο φόντο του διεθνούς κινήματος ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και την εμφάνιση ενός «στρώματος» αγωνιστών στο οποίο είχε να στηριχτεί (και να λογοδοτήσει) μια τέτοια προσπάθεια. Αυτός ο προβληματισμός και η σχετική κινητικότητα, σηματοδότησε το  πέρασμα «από τα Κοινωνικά Φόρουμ στα πλατιά κόμματα». Είναι κάπως αυθαίρετο σχήμα, καθορισμένο από την ελληνική εμπειρία που αυτή η διαδρομή (από το ΕΚΦ στον ΣΥΡΙΖΑ) υπήρξε εμφατικά «γραμμική» χρονολογικά. Αλλά σε γενικές γραμμές, ο ισχυρισμός αποτυπώνει μια διαδικασία:

Το Μπλόκο στην Πορτογαλία ιδρύθηκε το 1999, λίγο πριν από το Σιάτλ, αλλά «περπάτησε» ως νέα ορατή δύναμη, ευρύτερη των τριών ιδρυτικών συνιστωσών του, στα επόμενα χρόνια. Το Die Linke ιδρύθηκε το 2007, ως συνέχεια μιας πρώτης εκλογικής σύμπραξης του 2005. H Κομμουνιστική Επανίδρυση είχε τη δική της ιστορική διαδρομή στη δεκαετία του ’90, αλλά έζησε «τις δόξες της» στα χρόνια της Γένοβας. Σε μια διαφορετική διαδρομή, το NPA ιδρύθηκε το 2007, αλλά η συζήτηση για ένα σχετικό «άλμα» είχε ανοίξει από τα υψηλά σκορ της επαναστατικής Αριστεράς στις προεδρικές εκλογές του 2002 και είχε ενταθεί μετά τη νίκη του 2005 στο ευρω-δημοψήφισμα. Το παλαιότερο «πλατύ κόμμα» όλων διεθνώς, το βραζιλιάνικο PT, υπήρχε από τη δεκαετία του ’80 αλλά έκανε διεθνή πρωτοσέλιδα το 2002-03, όταν κατέλαβε τελικά την κυβερνητική εξουσία. Το Σκοτσέζικο Σοσιαλιστικό Κόμμα ή το Respect στη Βρετανία ήταν απόπειρες κατά τη διάρκεια ή μετά το διεθνές κίνημα. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα στην Ολλανδία που υπήρχε ως μαοϊκή οργάνωση από το 1977, «πλάτυνε» (πολιτικά και οργανωτικά) στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και εκτινάχθηκε μετά το 1998 και το 2002. Μόνο στις σκανδιναβικές χώρες είχε εμφανιστεί προδρομικά (στα χρόνια αμέσως μετά το 1989) η τάση σύμπραξης δυνάμεων της άκρας Αριστεράς με κατάλοιπα των ΚΚ και των Οικολόγων, που δημιούργησαν διάφορες εκδοχές «πράσινης Αριστεράς» (με πιο γνωστή την Κοκκινοπράσινη Συμμαχία στη Δανία).

Η δημιουργία/σταθεροποίηση/διεύρυνση/ενίσχυση αυτών των κομμάτων-μετώπων υπήρξε μια γενικευμένη τάση μετά την εποχή των Κοινωνικών Φόρουμ. Με αρκετές δόσεις υπερβολής θα μπορούσε να συγκριθεί με το πέρασμα από την Πρώτη Διεθνή στη Δεύτερη, όταν μια πλατιά ένωση εργατικών οργανώσεων και ρευμάτων για το συντονισμό της δράσης έδωσε τη θέση της στη πιο συγκροτημένη οργανωτική ενοποίηση όσων μαρξιστικών ρευμάτων αναφέρονταν στην ανάγκη ενός «ανεξάρτητου κόμματος της εργατικής τάξης» που θα διεξήγαγε πολιτικό αγώνα.

Αυτή η προσπάθεια έμοιαζε με ιστορικό πισωγύρισμα, δεκαετίες μετά την ρήξη του 1914, την οργανωτική διάσπαση με το ρεφορμισμό, την ίδρυση της Τρίτης Διεθνούς και των μαζικών Κομμουνιστικών Κομμάτων. Αλλά το πισωγύρισμα είχε ήδη συμβεί, πάνω στις πλάτες μας. Είχαμε ήδη επιστρέψει στον «πρωτογονισμό» της εποχής της Πρώτης Διεθνούς (με όρους οργάνωσης της εργατικής τάξης) και καλούμασταν να περάσουμε ξανά από το «στάδιο» της Δεύτερης –της συστηματικής κοινής δράσης των πολιτικοποιημένων αγωνιστών μαρξιστικής αναφοράς στην προσπάθεια να αποκτήσει η εργατική τάξη το δικό της, ανεξάρτητο, πολιτικό εργαλείο. Και μέσα σε αυτή τη διαδικασία καλούμασταν να διεξάγουμε τις πολεμικές και τις αντιπαραθέσεις μας για την επαναστατική και τη μεταρρυθμιστική στρατηγική (αλλά και τακτική).

Αξίζει να θυμόμαστε ότι τα περισσότερα νεαρά ΚΚ συγκροτήθηκαν με μαζικότητα επειδή είχαν προϋπάρξει τα μαζικά Σοσιαλδημοκρατικά Κόμματα και μέσα σε αυτά οι αριστερές πτέρυγες είχαν τη δυνατότητα να τραβήξουν μαζί τους μια ικανή μάζα εργατών-αγωνιστών όταν οι σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες αποδείχθηκαν ανεπαρκείς πάνω σε κρίσιμες καμπές. Ακόμα και τότε, την επομένη της αναγκαίας οργανωτικής ρήξης, τέθηκε το ζήτημα του Ενιαίου Μετώπου ως αναγκαίο επόμενο βήμα για να συνεχιστεί ο πολιτικός αγώνας αποτελεσματικά και να διεκδικηθεί η ηγεμονία των κομμουνιστών στο εργατικό κίνημα. Επρόκειτο για μια συμμαχία πολύ διαφορετικού τύπου από την τακτική του «πλατιού κόμματος», καθώς αφορούσε τις σχέσεις μεταξύ μαζικών κομμάτων. Αλλά ούτε τότε ήταν εύκολο: οι «αριστεριστές» της εποχής (ένα μαζικό και αυθεντικό ρεύμα νέων, ανυπόμονων, ριζοσπαστών εργατών) αντιστέκονταν «εύλογα» στην προοπτική συστηματικών συνομιλιών με «τους δολοφόνους της Ρόζας», με τους οποίους είχαν έρθει σε σύγκρουση και οργανωτική ρήξη πρόσφατα. Καλώς ή κακώς, αυτή η εμπειρία παραμένει η μόνη πετυχημένη ιστορικά «μέθοδος» δημιουργίας μαζικού επαναστατικού κόμματος. Η αποτυχία των οργανώσεων της νέας επαναστατικής Αριστεράς μετά το 1968 να παρουσιάσουν μια πετυχημένη εκδοχή «αυτοδύναμης ανάπτυξης» μετά από δεκαετίες προσπαθειών συμπληρώνει αυτήν την εικόνα.

Ωστόσο η ιστορική εμπειρία υπήρξε χρήσιμο εργαλείο που δεν έπρεπε να εγκαταλειφθεί σε αυτή την «επανάληψη». Ένα τμήμα της επαναστατικής Αριστεράς που μπήκε στην περιπέτεια των «πλατιών κομμάτων», το έκανε υψώνοντας τη σημαία μιας αφηρημένης «ανασύνθεσης», θέτοντάς την με μια επιτακτικότητα που έκανε σαφές ότι δεν αφορούσε την ιστορική διαδικασία ανασυγκρότησης πρωτοποριών που μέσα από κρίσιμες μάχες και δοκιμασίες θα ενοποιηθούν στο αναγκαίο επαναστατικό κόμμα, αλλά αφορούσε τον «παρόντα πολιτικό χρόνο», μια βεβιασμένη προσπάθεια να φτιαχτεί εν κενώ κάτι «νέο», που τάχα θα μπορούσε να ξεπεράσει τις παλιές στρατηγικές διαφορές.

Ήταν μια άλλη εκδοχή αποδοχής της ήττας του 1989: Ξεκινώντας από την παραδοχή ότι μπήκαμε σε κρίση όλοι –μεταρρυθμιστές κι επαναστάτες– κατέληγε σε έναν «αγνωστικισμό» που ισχυριζόταν ότι η παλιά στρατηγική διαφορά είχε πλέον ξεπεραστεί. Πάνω σε αυτήν την αντίληψη έγιναν πολλά λάθη –στην Ιταλία, τη Βραζιλία και αλλού. Τα «πλατιά κόμματα» έπαψαν να αντιμετωπίζονται ως «αναγκαίο στάδιο» και «υποχρεωτική επιλογή» κι άρχισαν να εμφανίζονται ως «στρατηγική (οριστική) απάντηση», με πολλούς συντρόφους να πιστεύουν ότι οικοδομούν ένα «κόμμα νέου τύπου», αναλαμβάνοντας με θέρμη θέσεις υψηλής ευθύνης, πλαισιώνοντας (ρεφορμιστικές) ηγεσίες, υποτιμώντας την ανάγκη συγκρότησης και υπεράσπισης της διακριτής «ταυτότητας» των επαναστατικών οργανώσεων.

Κάποιοι από εμάς εμπλακήκαμε σε αυτήν την περιπέτεια με επίγνωση των ορίων και των κινδύνων, επιμένοντας στη σημασία της πολιτικής-οργανωτικής ανεξαρτησίας των επαναστατικών οργανώσεων, την αναγκαιότητα συγκρότησης «αριστερής πτέρυγας» μέσα σε τέτοια κόμματα-μέτωπα, που θα οριοθετείται απέναντι σε ηγεσίες και που δεν θα διστάζει να συγκρούεται αποφασιστικά μαζί τους όταν χρειαστεί.

Η μεγάλη δοκιμασία της κρίσης

Ο κόσμος των κινημάτων και των κομμάτων που «γέννησε» το 1999 βρέθηκε τελικά αντιμέτωπος με τις προκλήσεις της κρίσης μετά το 2007-08. Ήταν η στιγμή της μεγάλης δοκιμασίας. Μια «στιγμή» που κράτησε αρκετά χρόνια.

Τα «εφόδια» του προηγούμενου κύκλου αγώνων αποδείχθηκαν πολύτιμα. Το «Ανώμαλο Κύμα» των Ιταλών φοιτητών που λάνσαρε πρώτο το σύνθημα «Δεν θα Πληρώσουμε Εμείς την Κρίση σας» το φθινόπωρο του 2008, ο Δεκέμβρης του 2008 στην Ελλάδα, το καυτό απεργιακό φθινόπωρο στη Γαλλία το 2010, οι αντιμνημονιακοί αγώνες ξανά στην Ελλάδα το 2010-13, οι Indignados ή η απεργία στα ορυχεία στην Ισπανία το 2011, οι μεγαλύτερες διαδηλώσεις μετά την Επανάσταση των Γαρυφάλλων στην Πορτογαλία με το κίνημα «Να Γαμηθεί η Τρόικα», η εξέγερση των Άγγλων φοιτητών που κατέλαβαν τα γραφεία των Συντηρητικών στο Λονδίνο, το Occupy με το «είμαστε το 99%» στις ΗΠΑ, το Blockupy στη Γερμανία, το Πάρκο Γκεζί στην Τουρκία, το Nuit Debout και οι απεργίες ενάντια στον Νόμο Ελ Κομρί ξανά στη Γαλλία, το Black Lives Matter και οι απεργίες των εκπαιδευτικών ή των εργαζομένων στα Fast Food ξανά στις ΗΠΑ κ.ο.κ. έβαζαν σε κίνηση έναν κόσμο που είχε «εκπαιδευτεί» από τον προηγούμενο κύκλο αγώνων να αμφισβητεί τις επιλογές των «από πάνω».

Η Λατινική Αμερική είχε περάσει από έναν δικό της, διαφορετικό χρονικά κύκλο: εκεί περισσότερο από κάθε άλλη γωνιά του πλανήτη η «εξέγερση ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό» στα χρόνια του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος είχε «μεταφραστεί» σε εγχώριους αγώνες. Η μεγάλη εξωκοινοβουλευτική δράση στην Αργεντινή το 2001-03, στη Βολιβία το 2002-05, στο Εκουαδόρ το 2003-05, στη Βενεζουέλα το 2002-03 κ.ο.κ. είχε πετύχει αμυντικές νίκες (αποτρέποντας μέτρα ή πραξικοπήματα) κι επιθετικά βήματα (ανατρέποντας διαδοχικές κυβερνήσεις).

Ο αραβικός κόσμος –μέσα από τις δικές του, πολύ ιδιαίτερες αντιφάσεις που αναλύονται σε συνέντευξη του Ζιλμπέρ Ασκάρ σε άλλες σελίδες– μπήκε σε κίνηση με τις εξεγέρσεις του 2011-13, εμπνέοντας διεθνώς (από την πλατεία Ταχρίρ στις «πλατείες» της Ισπανίας και της Ελλάδας κι από εκεί στο Occupy στις ΗΠΑ).

Αν κάτι επιβεβαιώθηκε όλα αυτά τα χρόνια, ήταν η εκτίμηση (μετά τη Γένοβα) ότι όλη μας η προσοχή πρέπει να στραφεί στην ταξική πάλη στο «εσωτερικό» κάθε χώρας. Αυτή πράγματι πήρε τη σκυτάλη από την εποχή των «διεθνών κινηματικών ραντεβού» και κλιμακώθηκε κατακόρυφα. Ταυτόχρονα ήρθε δυναμικά στο προσκήνιο η σημασία της επιλογής να στραφούμε στον πολιτικό αγώνα.

Στην Ευρώπη, ήταν η οικονομική κρίση και η κατακόρυφη κλιμάκωση της ταξικής πάλης που έφερε «στον αφρό» τον ΣΥΡΙΖΑ, τους Ποδέμος κ.ο.κ. Στη Λατινική Αμερική, και πάλι με «διαφορά φάσης», ο προηγούμενος γύρος εξεγέρσεων και μαχητικών αγώνων είχε φέρει στην κυβερνητική εξουσία τις «ροζ κυβερνήσεις». Ακόμα και πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, το «πολιτικό ζήτημα» είχε εμφανιστεί σκληρά σε μια σειρά χώρες (π.χ. Ιταλία και πάλη ενάντια στον Μπερλουσκόνι).

Τα όρια

Μέσα από αυτήν την εμπειρία, αναδείχθηκαν τα όρια της Αυτονομίας. Στην Ευρώπη, που η στρατηγική της πρόταση υπήρξε εξαρχής «ασθενής», φάνηκε γρήγορα πάνω στην κλιμάκωση της οικονομικής και πολιτικής κρίσης η ανάγκη πολιτικής απάντησης. Ακόμα και στην «πατρίδα» των αυτόνομων κινημάτων στην Ευρώπη, στο Ισπανικό Κράτος, ο συντηρητισμός της τότε ηγεσίας της Ενωμένης Αριστεράς βρήκε «αντίδοτο» στην άνοδο των Ποδέμος. Η αστραπιαία άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, η ενίσχυση του Μπλόκο και του ΚΚ σε μια προηγούμενη φάση στην Πορτογαλία ή οι «διεθλασμένες» διαδικασίες όπως ο Κόρμπιν στην ηγεσία των Εργατικών, ο Σάντερς να διεκδικεί το χρίσμα των Δημοκρατικών, η ξαφνική εκτίναξη του Μελανσόν στη Γαλλία κ.ο.κ. έδειξαν την «ζήτηση» για ριζοσπαστική έκφραση και στο πολιτικό πεδίο.

Αλλά είχε προηγηθεί η λατινοαμερικάνικη εμπειρία. Στη «μήτρα» της κινηματικής δράσης για «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία», εμφανίστηκαν νέοι (ή αναζωογονήθηκαν παλιότεροι) πολιτικοί σχηματισμοί που δήλωσαν πρόθυμοι «να καταλάβουμε την εξουσία για να αλλάξουμε τον κόσμο». Ήταν κυρίως νεο-ρεφορμιστικοί σχηματισμοί που αναφέρονταν στην κυβερνητική «εξουσία» κι είχαν έναν πολύ στενό ορίζοντα «αλλαγής του κόσμου» (κάποιοι πραγματικά ενδιαφέροντες ριζοσπαστικοί πειραματισμοί, όπως στη Βενεζουέλα, δεν ακυρώνουν τη γενική εικόνα, ενώ ακόμα και αυτοί έφτασαν στα όριά τους). Το λεγόμενο «ροζ κύμα» υποσχόταν ότι θα απαντήσει στις αποτυχίες του 20ού αιώνα (την απόπειρα ένοπλης κατάληψης της εξουσίας από τα αντάρτικα κινήματα –«η επανάστασή μας θα είναι δημοκρατική και ειρηνική») αλλά και στα αδιέξοδα όπου είχαν φτάσει τα αυτόνομα κινήματα του 21ου αιώνα που ανέτρεπαν διαδοχικές κυβερνήσεις αλλά δεν «άλλαζαν τον κόσμο».

Απέναντι σε αυτό το ρεύμα, οι αγωνιστές των αυτόνομων κινημάτων στάθηκαν αμήχανα: άλλοι αφομοιώθηκαν, άλλοι τήρησαν «ευμενή ουδετερότητα» διά της στροφής στην ενασχόληση με την «μικρή κλίμακα», άλλοι αποδείχθηκαν πολύτιμοι επιμένοντας στην «αυτονομία των κινημάτων» και σε συνθήκες «αριστερής διακυβέρνησης», αλλά δεν μπόρεσαν να οικοδομήσουν αντίπαλο δέος όταν το «ροζ κύμα» ήρθε να προσφέρει τη δική του πολιτική διέξοδο στους αγώνες των «από κάτω».

Νωρίτερα, στην Ευρώπη, είχε χρεοκοπήσει η «ποσιμπιλιστική» κεντροαριστερά. Οι ελπίδες για «ρύθμιση της παγκοσμιοποίησης» είχαν αποδειχθεί φρούδες, η «μεταρρύθμιση της ΕΕ» είχε αποδειχθεί φενάκη, το ΚΚΓ πήγαινε από ιστορική ήττα σε ιστορική ήττα, ενώ «τα Βαλκάνια έπνιγε στο αίμα», ο «σύντροφος Ντ’ Αλέμα» -όπως έλεγε ένα σύνθημα της τότε Νεολαίας του ΣΥΝ («όλα τα Βαλκάνια τα πνίξατε στο αίµα, άντε και γαµήσου, σύντροφε Ντ’ Αλέµα»).

Ωστόσο, ούτε ο «τρίτος δρόμος» των «πλατιών κομμάτων» αποδείχθηκε επαρκής στην αναμέτρηση. Μαζί με τα κινήματα που κλήθηκαν να εκφράσουν, ηττήθηκαν και αυτά στον προηγούμενο γύρο αντιπαράθεσης –ενάντια στην προσπάθεια να φορτωθεί η κρίση στις πλάτες των «από κάτω» και υπέρ της προσπάθειας να δώσουν «πολιτική λύση» στο κοινωνικό πρόβλημα.

Σε αυτό το περιοδικό έχουμε φιλοξενήσει συγκεκριμένους απολογισμούς και για τις «ροζ κυβερνήσεις» στη Λατινική Αμερική (και συνεχίζουμε και σε αυτό το τεύχος με τη σχετική συνέντευξη του Φρανκ Γκοντισό), και των «πλατιών κομμάτων» σε μια σειρά χώρες, και για την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Σε αυτόν τον -πιο γενικόλογο- απολογισμό ενός ολόκληρου κύκλου, θα πούμε ότι αυτά τα κόμματα ήταν προορισμένα να φτάσουν στα δικά τους «1914». Ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε η πλέον εμβληματική περίπτωση, κι όχι τυχαία ο Πέρι Άντερσον επέλεξε να μιλήσει για ένα «1914» περιγράφοντας το καλοκαίρι του 2015. Ακόμα και η αρθρογραφία του –καθόλου μαρξιστικού– «Guardian», αναφερόμενη στη «δεκαετία που θα έπρεπε να ανήκει στην Αριστερά» και την αποτυχία της πολιτικής Αριστεράς να βγει τελικά νικήτρια από αυτόν τον κύκλο, καταλήγει ότι «αν υπάρχει μια συγκεκριμένη στιγμή που χαρακτηρίζει το τέλος αυτής της συγκυρίας, είναι η τραγική ελληνική προδοσία του Ιούλη του 2015».

Ήττες

Σε αυτές τις κρίσιμες δοκιμασίες, μετράμε έως τώρα αποτυχίες. Τα κοινωνικά κινήματα δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την κλιμάκωση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης μετά την κρίση. Αλλού απουσίαζε η πολιτική πρόταση, και αλλού αυτή αποδείχθηκε ελλιπής και τα κινήματα δεν μπόρεσαν να λειτουργήσουν ως αντίβαρο στις ρεφορμιστικές ηγεσίες. Τα πολιτικά κόμματα της Αριστεράς μπήκαν σε φουρτούνες και περιπέτειες, με τις ηγεσίες τους να ακολουθούν συνήθως δεξιόστροφη πορεία και τις αριστερές αντιπολιτεύσεις να αδυνατούν να παρουσιάσουν επιτυχίες στη «διάδοχη κατάσταση» μετά τις κρίσεις-διασπάσεις τους.

Η συντριβή της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης άφησε πίσω της μια «έρημο» την οποία διασχίζουν αυτήν τη στιγμή υπομονετικά οι Ιταλοί σύντροφοι. Το πολλά υποσχόμενο αρχικά (με όρους εκλογικής επιρροής) PSOL που σήκωνε το γάντι απέναντι στον εκφυλισμό του PT (στη Βραζιλία) το 2004 και συμπύκνωνε συμβολικά την αντιπαράθεση στις γραμμές του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ το 2005 (όταν «οικοδεσπότης» στο Πόρτο Αλέγκρε ήταν μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» που είχε ήδη περάσει από μια αριστερή διάσπαση λόγω των πολιτικών της), συρρικνώθηκε σε επιρροή κι εξακολουθεί χρόνια μετά να κινείται στο περιθώριο του «λουλίσμο». Η αποτυχία της ΛΑΕ στην Ελλάδα, που ξεκινούσε ως συνάντηση μιας μαζικής διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ με υπολογίσιμες δυνάμεις που δρούσαν έξω από αυτόν (τμήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) είναι ένα πολύ πιο πρόσφατο και άμεσα κατανοητό παράδειγμα.

Άλλοι σχηματισμοί της προηγούμενης περιόδου συνεχίζουν να επιχειρούν, διατηρώντας δυνάμεις (Die Linke, Μπλόκο), αλλά δεν γλίτωσαν τις «περιπέτειες» της κρίσης: το Linke αντιμετωπίζει διαρκώς τον δίδυμο πειρασμό της υπεύθυνης κεντροαριστεράς και ενός «λαϊκισμού» που ξεκινώντας από μια σκληρή αντι-ευρωπαϊκή γραμμή υποκλίνεται σε τμήματα της ατζέντας της ακροδεξιάς. Στο Μπλόκο, ο απολογισμός του «πειράματος» της έξωθεν στήριξης στην κυβέρνηση μειοψηφίας των Σοσιαλιστών διχάζει τα στελέχη του.

Νεότερες δυνάμεις (Ποδέμος, Ανυπότακτη Γαλλία) είδαν τον αρχικό σχεδιασμό τους να φτάνει σε όρια. Η λαϊκιστική «εκλογική πολεμική μηχανή» του Ιγκλέσιας δεν κατόρθωσε να εκτοπίσει τα δύο μεγάλα κόμματα και η φθορά του κόμματος αντιμετωπίζεται από την ηγεσία με μια επανανακάλυψη του διπόλου «Αριστερά-Δεξιά», αλλά στο όνομα της μετατροπής των Ποδέμος σε «μικρό εταίρο» των Σοσιαλιστών. Ο Μελανσόν είδε το σχηματισμό του να χάνει την ορμή που είχε καταγράψει στις προεδρικές εκλογές του 2018, και στο εσωτερικό του ανοίγει η συζήτηση για ένα «Big Bang» της ριζοσπαστικής Αριστεράς, όπου θίγονται όλα τα προβλήματα του οργανωτικού μοντέλου της Ανυπότακτης Γαλλίας, αλλά και του «θολού» πολιτικού της στίγματος.

Εν τω μεταξύ, το NPA αδυνατεί να πρωταγωνιστήσει σε νέες πρωτοβουλίες, πληρώνοντας «αριστεροδέξια» λάθη του παρελθόντος (όπου συνυπήρξε ο «διαλυτισμός» όσον αφορά το μέλλον της παλιάς LCR με το «σεχταρισμό» ως προς την κίνηση του NPA) που οδήγησαν σε απώλεια της αρχικής ελπιδοφόρας δυναμικής του.

Μεσολάβησαν και κάποια ανέλπιστα «στοιχήματα» που άσκησαν έλξη σε ανένταχτους αγωνιστές –αλλά και κάποιες οργανωμένες δυνάμεις: Η εμφάνιση ενός αριστερού ριζοσπάστη και βετεράνου των κοινωνικών κινημάτων στην ηγεσία των Εργατικών (!) στη Βρετανία κι ενός αυτοαποκαλούμενου «σοσιαλιστή» να διεκδικεί με αξιώσεις το χρίσμα των Δημοκρατικών (!!) στις ΗΠΑ. Ο «κορμπινισμός» -τουλάχιστον με τη μορφή της προσπάθειας εκλογικής νίκης των Εργατικών με ριζοσπαστική ηγεσία- μάλλον φτάνει στο τέλος του μετά την ήττα στις εκλογές. Ακόμα και ένθερμοι υποστηρικτές της καμπάνιας Σάντερς έχουν τη νηφαλιότητα να εκτιμούν ότι το Δημοκρατικό Κόμμα δεν θα επιτρέψει τελικά στον «Μπέρνι» να πάρει το χρίσμα –και μάλλον έχουν δίκιο. Το πού θα κατευθυνθεί η ενέργεια όσων ενεπλάκησαν σε αυτές τις προσπάθειες, μετά τις αποτυχίες τους, αλλά και αν θα υπάρξει «ενέργεια» μετά τη διάψευση, είναι ζητούμενο. Ειδικά στις ΗΠΑ, θα μπει σε δοκιμασία η τακτική της DSA και η «υπόσχεση» τμήματός της ότι η ριζοσπαστική Αριστερά θα βγει από αυτή την εμπλοκή ανεξάρτητη και πιο ενισχυμένη, μια «υπόσχεση» που (μαζί με αρκετούς άλλους παράγοντες) συνέβαλε στο τέλος της ISO, μιας από τις πλέον υποσχόμενες οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς διεθνώς…

Από τις «περιπέτειες» δεν γλίτωσαν ούτε όσοι-ες επέλεξαν άλλους δρόμους. Στη Λατινική Αμερική, «σκληρές» οργανώσεις που στάθηκαν έξω από την εμπλοκή με τους μαζικούς σχηματισμούς που κυβέρνησαν μια προηγούμενη περίοδο ή διαχωρίστηκαν οργανωτικά γρήγορα από αυτούς, αντιμετωπίζουν κρίσεις και διασπάσεις που αφορούν σε μεγάλο βαθμό την πίεση που τους άσκησε η τακτική απέναντι σε αυτούς τους μαζικούς σχηματισμούς (τον «μπολιβαριανισμό» στη Βενεζουέλα, τον «λουλίσμο» στη Βραζιλία, τον «περονισμό» στην Αργεντινή κ.ο.κ.). Στη Γαλλία, η LO απέχοντας συστηματικά και από τις διεργασίες στην Αριστερά, αλλά και από μια σειρά κοινωνικά κινήματα, δεν απέφυγε τη συρρίκνωση (ενώ ξεκινούσε από καλές θέσεις, ένα «ιστορικό κεφάλαιο» που εκφραζόταν κάποτε στα εκλογικά ποσοστά της συντρόφισσας Αρλέτ Λαγκιγιέ).

Οι αγωνιστές της αυτονομίας στη Λατινική Αμερική έπαιξαν ρόλο στην προσπάθεια αντίστασης στην «κρατικοποίηση» των κινημάτων κατά την περίοδο των «ροζ κυβερνήσεων» -τουλάχιστον το τμήμα τους που παρέμεινε κριτικό απέναντί τους. Αλλά -όταν αυτές οι κυβερνήσεις μπήκαν σε κρίση- φάνηκαν αδύναμοι και αυτοί να διαμορφώσουν τακτική και μαζική εναλλακτική λύση. Στην Ιταλία, τα Κοινωνικά Κέντρα διατήρησαν κάποιες δυνάμεις (όπως φάνηκε από την εμμονική στοχοποίησή τους από τον Σαλβίνι στη διάρκεια της θητείας του), αλλά δεν μπόρεσαν να αντιστρέψουν το δυσμενή συσχετισμό, ενώ είναι ενδεικτικό ότι αρκετά από αυτά εμπλέκονται σε όλες τις πιο πρόσφατες απόπειρες πολιτικής συγκρότησης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Όπως ενδεικτικός είναι και ο προβληματισμός στους κόλπους των Ζαπατίστας (από την Άλλη Καμπάνια το 2006 ως την προσπάθεια να στηριχτεί μια γυναικεία ιθαγενική υποψηφιότητα στις πρόσφατες εκλογές) για την ανάγκη μιας ενωτικής συγκρότησης των αντικαπιταλιστικών πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων.

Το 1914 δεν υπήρξε «λύτρωση» για το εργατικό κίνημα. Ήταν μια καταστροφή όταν συνέβη. Η «σωτηρία» ήρθε το 1917, όταν εμφανίστηκαν κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις με το σθένος και τη μαζικότητα να συνεχίσουν –και κυρίως, ένα νικηφόρο παράδειγμα να εμπνεύσει και να δείξει έναν δρόμο διεθνώς. Κάτι αντίστοιχο δεν έχει βγάλει (ακόμα) ο προηγούμενος κύκλος. Ζούμε τις συνέπειες των δικών μας ηττών, χωρίς να έχει κατορθώσει κανείς μας να προσφέρει ένα νικηφόρο παράδειγμα.

Γράψαμε νωρίτερα ότι τα «εφόδια» του κύκλου που άνοιξε το 1999 αποδείχθηκαν πολύτιμα για να ξεδιπλωθεί η μεγάλη διεθνής αντίσταση μετά το 2007-08. Αλλά από την ήττα αυτού του κύκλου αγώνων (επί κρίσης) αποδεικνύεται επίσης ότι αυτά τα «εφόδια» υπήρξαν ανεπαρκή. Τα «νέα κοινωνικά κινήματα», το υπαρκτό συνδικαλιστικό κίνημα, η υπαρκτή πολιτική Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της, δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν την καπιταλιστική επίθεση.

Ο κίνδυνος που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι η εμπέδωση της ΤΙΝΑ, με πιο σκληρούς όρους, μετά από μια 20ετία παρατεταμένου αγώνα εναντίον της. Να κυριαρχήσει δηλαδή η αίσθηση ότι «δοκιμάσαμε τα πάντα, δεν γίνεται τίποτα».

Ένας νέος κύκλος αγώνων

Ευτυχώς, σε επίπεδο κοινωνικών αντιστάσεων, εμφανίζονται για πρώτη φορά εδώ και λίγα χρόνια ελπιδοφόρα σημάδια. Ένα ρεύμα που λέει «να ξαναπροσπαθήσουμε, διαφορετικά αυτήν τη φορά» εξηγεί το διεθνές κύμα εξεγέρσεων κι αγώνων σε Εκουαδόρ, Βολιβία, Χιλή, Κολομβία, Χονγκ-Κονγκ, Πουέρτο Ρίκο, Αϊτή, Λίβανο, Αλγερία, Σουδάν, Ιράκ, Καταλονία, Γαλλία, που έρχεται στο φόντο των μεγάλων κινητοποιήσεων για το περιβάλλον και του διεθνούς φεμινιστικού κινήματος.

Ασφαλώς θέλει μια προσοχή. Κινούνται συχνά πληθυσμοί που δεν είχαν «καεί» σε προηγούμενες αναμετρήσεις πρόσφατα (π.χ. Χιλή και Κολομβία). Στον αραβικό κόσμο αυτό είναι ακόμα πιο εμφανές: Η λεγόμενη «ζώνη της ήττας» (χώρες που έδωσαν αγώνες το 2011-13 και ηττήθηκαν) δεν έχει καταφέρει ακόμα να αντλήσει δύναμη από τις εξεγέρσεις εκείνων που τώρα «σηκώνουν τη σκυτάλη». Οι απολογισμοί του βάθους της ήττας και άρα η ψηλάφηση των δυνατοτήτων αντιστροφής της οφείλουν να προχωρήσουν σε κάθε χώρα χωριστά.

Ωστόσο όταν τα ΜΜΕ και οι αναλυτές του αντιπάλου κάνουν λόγο για «διεθνές κύμα», που «αφορά το τοπίο που διαμόρφωσε η διαχείριση της κρίσης μετά το 2007-8» και «μπορεί να συμβεί παντού», οφείλουμε να το ακούμε πάρα πολύ σοβαρά.

Όπως φαίνεται, 20 χρόνια μετά, το σύνθημα για αντεπίθεση μπορούν να δώσουν και πάλι τα «κοινωνικά κινήματα». Στον αραβικό κόσμο είναι σαφές το «να προσπαθήσουμε καλύτερα»: στις διπλανές σελίδες ο Ζιλμπέρ Ασκάρ εξηγεί αναλυτικά πώς το Σουδάν και η Αλγερία αξιοποιούν τα «μαθήματα» από την ήττα στην Αίγυπτο, αλλά και πώς ο Λίβανος και το Ιράκ αξιοποιούν τη σουδανική εμπειρία για να οργανώσουν τους αγώνες τους. Στη Χιλή και την Κολομβία, οι «λαϊκές συνελεύσεις» σε τοπικό επίπεδο, όπως και η «Κοινωνική Ενότητα» και η «Εθνική Απεργιακή Επιτροπή» αντίστοιχα σε κεντρικό επίπεδο, δείχνουν ένα κίνημα που ψηλαφίζει νέους τρόπους οργάνωσης της πάλης του. Τα Κίτρινα Γιλέκα στη Γαλλία αποτέλεσαν μια «πρωτότυπη» μορφή παρατεταμένης λαϊκής κινητοποίησης των ανοργάνωτων στρωμάτων του πληθυσμού και κυρίως έδωσαν πνοή στο οργανωμένο εργατικό κίνημα που μπήκε με σθένος στην αντιπαράθεση με τον Μακρόν.

Οι διαδηλώσεις για το κλίμα επαναφέρουν την έννοια της «διεθνούς κινητοποίησης», νέες συλλογικότητες όπως το Extinction Rebellion επαναφέρουν την έννοια της μαζικής, μη-βίαιης, πολιτικής ανυπακοής, το μαθητικό κίνημα ενάντια στην κλιματική καταστροφή, λόγω της ειλικρινούς και πολύ πιο άμεσης αγωνίας για το μέλλον, φέρνει μαζί του έναν πρωτόλειο αλλά βαθιά αυθεντικό ριζοσπαστισμό («Αλλαγή συστήματος, όχι του κλίματος!»). Όλα αυτά τα στοιχεία, επαναφέρουν σε μια σκληρή συγκυρία τη δυνατότητα να φυσήξει ξανά ένας «ζωογόνος αέρας» αντίστοιχος με εκείνον του «αντιπαγκοσμιοποιητικού».

Το νέο διεθνές φεμινιστικό κίνημα είναι επίσης μια σπουδαία εξέλιξη. Σε αναρίθμητες χώρες είναι η γυναικεία-φεμινιστική δράση αυτή που ταράζει τα λιμνάζοντα νερά και προσφέρει ζωντάνια και κινητικότητα σε ένα δυσμενές κατά τα άλλα περιβάλλον (από την καταθλιπτική Πολωνία και την «ήσυχη» Ελβετία, έως το Ισπανικό Κράτος που ζει το τέλος του προηγούμενου κινηματικού κύκλου ενάντια στη λιτότητα). Κυρίως, το νέο φεμινιστικό κίνημα δηλώνει (και είναι) κάτι πολύ ευρύτερο από «μονοθεματική κινητοποίηση».

Αποδεικνύεται σήμερα από τον ρόλο που παίζει σε ευρύτερες εξεγέρσεις: Στο Λίβανο οι προσπάθειες για φεμινιστική απεργία τα τελευταία χρόνια ήταν το μοναδικό διαθέσιμο «σχολείο» στην οικοδόμηση κινηματικών υποδομών, που μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμο σε μερίδα αγωνιστριών και αγωνιστών σήμερα. Στη Χιλή, ο «Συντονισμός 8 Μάρτη» παίζει κεντρικό ρόλο στο κινηματικό συντονισμό «Τραπέζι της Κοινωνικής Ενότητας» και είναι αυτός που έθεσε επιτακτικά το ζήτημα της «μαζικής απεργίας», πιέζοντας και τα διστακτικά συνδικάτα σε αυτήν την κατεύθυνση. Στη Βραζιλία, ήταν οι γυναίκες αυτές που έδωσαν τη μάχη ενάντια στον Μπολσονάρο («Elenao, «όχι αυτός!») όταν η πολιτική και κοινωνική Αριστερά αλλά και το εργατικό κίνημα έδειχναν παραλυμένα.

Αλλά -όπως δείχνει η εμπειρία της ένωσης των Teamsters με τα «χελωνόπαιδα», ή ο γαλλικός Δεκέμβρης του 1995, αλλά πολύ περισσότερο και ο ρόλος που έπαιξαν (ή δεν έπαιξαν) τα συνδικάτα στις μάχες της εποχής της κρίσης- τα κοινωνικά κινήματα δεν είναι αρκετά. Ο προσανατολισμός στην εμπλοκή της εργατικής τάξης στον αγώνα και η αναζήτηση μεθόδων και εργαλείων για αυτόν το στόχο παραμένει κεντρικό καθήκον για τους αγωνιστές των κινημάτων.

Με αφορμή το κύμα εξεγέρσεων στην «περιφέρεια» του καπιταλισμού, η (υπεράνω πάσης υποψίας για «σκληρό εργατισμό») «Washington Post» παρουσίασε μια έρευνα αντικαθεστωτικών δημοκρατικών κινημάτων σε 150 περίπου χώρες από το 1900 μέχρι σήμερα. Το βασικό εύρημα:

«Το αν τα κινήματα θα καταφέρουν να προκαλέσουν εκδημοκρατισμό, εξαρτάται από το ποιος κινητοποιείται. Πιο συγκεκριμένα, εξαρτάται από το κοινωνικό υπόβαθρο των διαδηλωτών… Οι βιομηχανικοί εργάτες αποτελούν διαχρονικά βασικό υποκείμενο εκδημοκρατισμού και είναι σε κάθε περίπτωση πιο σημαντικοί από τα μεσοστρώματα των πόλεων. Όταν οι βιομηχανικοί εργάτες κινητοποιούνται μαζικά ενάντια σε μια δικτατορία, είναι πολύ πιθανό να ακολουθήσει εκδημοκρατισμός».

Το κρίσιμο είναι το πέρασμα από τη θεωρία στην πράξη. Οφείλουμε να επιμείνουμε στη δύναμη της εργατικής τάξης και των μεθόδων πάλης της ως αναντικατάστατα στοιχεία, σε πείσμα του «πειρασμού» να τα ανακηρύξουμε «ξεπερασμένα» κι «αναποτελεσματικά» για να επιχειρήσουμε ένα άλμα στο κενό. Αλλά είναι αλήθεια ότι οι επιθέσεις στα χρόνια της κρίσης, σωρευτικά στις συνέπειες δεκαετιών νεοφιλελεύθερης διάβρωσης έχουν αλλάξει το εργασιακό τοπίο κι έχουν δημιουργήσει νέες προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε μέσα στους χώρους δουλειάς (βλ. το άρθρο του Σωτήρη Μάρταλη σε αυτό το τεύχος του «Κ»). Η προσπάθεια που έγινε στη Γαλλία (με τις καθημερινές συνελεύσεις, με τις προσπάθειες διακλαδικής συνεννόησης «από τα κάτω», τις εναλλακτικές δράσεις ως υποστήριξη κι όχι υποκατάσταση των απεργιών, την πλατιά οργάνωση απεργιακών ταμείων κ.ο.κ.) και που παρουσιάζεται σε διπλανές σελίδες, έρχεται και σήμερα, 25 χρόνια μετά το 1995, να δώσει ιδέες στο εργατικό κίνημα.

Η προσπάθεια ανασυγκρότησης συνεχίζεται

Σε αυτά τα καθήκοντα πρέπει να στραφεί όλη η προσοχή μας και σήμερα. Εκεί θα βρεθεί το «οξυγόνο» και για την ανασυγκρότηση και μια νέα απόπειρα της αντικαπιταλιστικής, ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η εμπλοκή και η επίμονη προσπάθεια για στήριξη των αντιστάσεων είναι το πρώτο βήμα. Όπως στα χρόνια μετά το 1999, έτσι και τώρα, εκεί θα αποκτήσει νόημα η ανασυγκρότηση. Στη Λατινική Αμερική, έμπειροι αγωνιστές ή μελετητές επιμένουν στην ανάγκη «να κάνουμε πολιτική έξω από τους εκλογικούς κύκλους». Όχι ως υποτίμηση των εκλογικών μαχών, αλλά ως αναζήτηση διεξόδου στην εξωκοινοβουλευτική δράση, ως μοναδικό τόπο ανασυγκρότησης ενός «χώρου» που θα μπορέσει να μπει σφήνα στο δίπολο εναλλαγής μεταξύ της Δεξιάς που αντεπιτίθεται και των δυνάμεων των «ροζ κυβερνήσεων» που έδειξαν τα όριά τους.

Για τις ερχόμενες αναμετρήσεις, για τον νέο κύκλο που ανοίγει μπροστά μας, οι εμπειρίες της 20ετίας είναι πολύτιμες. Αλλά, όπως τα κοινωνικά κινήματα, έτσι κι η πολιτική Αριστερά, πρέπει να «ξαναπροσπαθήσουμε αλλιώς, καλύτερα».

Ξεκινάμε υπό το βάρος προηγούμενων αποτυχιών. Βγαίνουμε από σκληρές μάχες με πολύ βαριά τραύματα. Σοβαρά τμήματα του ρεφορμισμού (με την έννοια του ποια κόμματα εκφράζουν έστω τη μίνιμουμ προσδοκία τμημάτων των εργαζομένων να βελτιωθεί η ζωή τους προς το καλύτερο) έχουν μετατοπιστεί ακόμα δεξιότερα ενώ η επαναστατική ή αντικαπιταλιστική Αριστερά όχι απλά δεν επωφελείται, αλλά βγαίνει επίσης αποδυναμωμένη.

Μέρος της ερμηνείας (που αγγίζει και τις αιτίες της ήττας της αριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ) και «κλειδί» της λύσης παραμένει το ζήτημα της ανασύνταξης ή/και εμφάνισης «πρωτοποριών». Ένας δυσφημισμένος ή παρεξηγημένος όρος, που περιγράφει την παρουσία ενός μειοψηφικού αλλά μαζικού-ορατού «στρώματος» αγωνιστών με κοινωνική μαχητικότητα και πολιτική εμπειρία που μπορεί να δώσει «σάρκα και οστά» σε μια πραγματικά αντικαπιταλιστική πολιτική.

Η ανάδυση τέτοιων κοινωνικών δυνάμεων στα χρόνια της Β’ Διεθνούς «επέτρεψε» τη μαζικοποίηση των νεογέννητων ΚΚ μετά τη ρήξη (οι «επαναστάτες συνδικαλιστές» του Βερολίνου ήταν ένα γενικευμένο φαινόμενο σε μια σειρά χώρες). Η εμφάνιση τέτοιων στρωμάτων στήριξε τη γέννηση της νέας επαναστατικής Αριστεράς μετά το 1968 (βλ. τις «πλατιές πρωτοπορίες» για τις οποίες έκανε λόγο η LCR ή το ειδικό βάρος του όρου «πρωτοπορίες» με την ευρεία έννοια στο διάλογο των ιταλικών οργανώσεων της εποχής) και αντίστοιχα το «ταβάνι» τους αριθμητικά (δεν εμφανίστηκε ποτέ μια κρίσιμη μάζα πρόθυμη να «σπάσει» από το θηριώδες ΙΚΚ ή το κυρίαρχο ΚΚΓ) έβαλε τελικά το όριο στην ανάπτυξή αυτών των οργανώσεων.

Ένα τμήμα του απολογισμού των πρόσφατων προσπαθειών ενδεχομένως αφορά και τα όρια που συνάντησαν (πολιτικά/οργανωτικά) όσον αφορά τη συμβολή στην ανάπτυξη ενός τέτοιου πλατιού στρώματος (πρόθυμου και ικανού π.χ. να αντιπαρατεθεί με τον Τσίπρα τη στιγμή της προδοσίας του δημοψηφίσματος με μαζικότητα ευρύτερη της οργανωμένης εσωκομματικής αντιπολίτευσης).

Στις αρχές της Λαϊκής Ενότητας, το φθινόπωρο του 2015, όταν το στοίχημα παρέμενε ορθάνοιχτο, μια τοποθέτηση του Πέτρου Παπακωνσταντίνου, απολογίζοντας τις προηγούμενες ήττες, δεν στάθηκε στα προγραμματικά ζητήματα κι εστίασε στη «φυσιογνωμία» του νέου μετώπου: Εντοπίζοντας «το τέλος του ρεφορμιστικού γραφειοκρατικού διπόλου κόμμα/συνδικάτο» όπου «ένα κόμμα κάνει εκλογικές καμπάνιες κι ένα συνδικάτο κάνει οικονομικές απεργίες», καλούσε τη ΛΑΕ να λειτουργήσει διαφορετικά. Κατά τη γνώμη μου, αυτή η έκκληση στο τι να αποφύγουμε, εμπεριέχει την αρχή της απάντησης του τι να κάνουμε για να συμβάλουμε στην ανάδειξη και τη συγκρότηση των αναγκαίων «πλατιών πρωτοποριών».

Η ΛΑΕ κινήθηκε τελικά στον αντίποδα αυτής της κατεύθυνσης, αδυνατώντας να ξεφύγει από τη λογική των «εκλογικών κύκλων» και διολισθαίνοντας σε πολιτικά λάθη που έχουμε καταγράψει εκτεταμένα αλλού. Όπως γράφει ο Φρανκ Γκοντισό σε διπλανές σελίδες, περιγράφοντας το νέο ξεσηκωμό στη Λατινική Αμερική, το στοίχημα είναι να ξαναπιάσουμε το νήμα του πνεύματος των Ζαπατίστας, για πολιτική από τα κάτω και από τα αριστερά, αποφεύγοντας όμως τη χίμαιρα της υπόσχεσης «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία». Αυτό το νήμα πρέπει να ξαναπιάσουν οι όποιες νέες ενωτικές προσπάθειες στην Αριστερά, που παραμένουν αναντικατάστατες, ακριβώς γιατί έχουν να αναμετρηθούν με ένα τέτοιο καθήκον, που καμιά οργάνωση δεν μπορεί να διεκπεραιώσει μόνη της. Φυσικά, όπως αποδείχθηκε σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν, εύκολα το λες, δύσκολα το κάνεις.

Ο πλούτος εμπειριών, θετικών κι αρνητικών, προσφέρει μια βάση για το τι πρέπει να κρατήσουμε και τι δεν πρέπει να επαναλάβουμε. Είκοσι χρόνια μετά το Σιάτλ και τις μεγάλες αλλαγές που προκάλεσε στον διεθνή χάρτη της Αριστεράς, για άλλη μια φορά πρέπει να αλλάξουμε. «Γνωρίζοντας ότι σε λάθος δοσολογία, το φάρμακο μπορεί να αποδειχθεί πιο επικίνδυνο από την ασθένεια» όπως έγραψε πρόσφατα ένας πολύπειρος Βραζιλιάνος μαρξιστής. Αλλά πρέπει να αλλάξουμε.

Ένας ολόκληρος ιστορικός κύκλος εμπειριών, από το Σιάτλ μέχρι σήμερα, μπορεί να βοηθήσει να βρούμε την άκρη αυτής της δύσκολης διαδικασίας. Κι ένα νέος κύκλος αντίστασης, που ξεδιπλώνεται διεθνώς μπροστά μας (ή μένει να ξεδιπλωθεί κι εδώ) είναι το καλύτερο πεδίο για να δοκιμάσουμε ξανά, και εκεί μέσα να «εκπαιδεύσουμε» και να «εκπαιδευτούμε»

Συντάκτης
Πάνος Πέτρου