Η κατάθεση του «αντιρατσιστικού νομοσχεδίου» στη βουλή έχει καταντήσει γεφύρι της Άρτας.
Από τη μια ο υπουργός Δικαιοσύνης Α. Ρουπακιώτης το έχει ανάγει σε μητέρα όλων των μαχών, που τα κόμματα του «συνταγματικού τόξου» οφείλουν να δώσουν με το ρατσισμό και τη Χρυσή Αυγή.
Από την άλλη η ΝΔ έχει μπλοκάρει δύο φορές την κατάθεση του νομοσχεδίου, επικαλούμενη τεχνικά προβλήματα (π.χ. ότι δεν έχει περάσει από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους και τη Γενική Γραμματεία της κυβέρνησης) ή διαρρέοντας πως αντιδρούν κύκλοι της εκκλησίας και του στρατού.
Κι ενώ η ομόθυμη πρόθεση της τρικομματικής κυβέρνησης υποτίθεται πως είναι να απομονωθούν οι ρατσιστές θεσμικά μέσω του νόμου, στην πραγματικότητα, με τις παλινωδίες της κυβέρνησης, οι φασίστες εμφανίζονται στο ρόλο του ρυθμιστή, καθώς πιέζουν την κυβέρνηση, αντιδρώντας στην «άδικη δίωξη» που τους στοχεύει.
Με δυο λόγια, οι μέχρι σήμερα χειρισμοί στο όνομα του αντιρατσιστικού νόμου προσφέρουν εξαιρετικές υπηρεσίες στους ρατσιστές και τους φασίστες. Ας δούμε όμως την ουσία του προβλήματος.
Οι νόμοι και η εφαρμογή τους
Μια γενική αρχή για τη νομοθεσία του αστικού κράτους λέει πως υπάρχουν κάθε είδους διατάξεις. Όμως εφαρμόζονται κατά περίπτωση, με τρόπο που κάθε φορά βολεύει την οικονομική εξουσία και τους μηχανισμούς που την υπηρετούν. Η μόνη περίπτωση αυτή η γενική αρχή να ανατραπεί είναι το κίνημα να αναγκάσει τους «από πάνω» για το αντίθετο.
Τυπικά παραδείγματα προσαρμογής των νόμων στις ανάγκες των «από πάνω» είναι η εφαρμογή τεσσάρων επιστρατεύσεων σε απεργούς το τελευταίο διάστημα, με βάση νομοθεσία που επικαλείται έκτακτες συνθήκες (πόλεμο, φυσικές καταστροφές ή κίνδυνο για τη δημόσια υγεία).
Στην πρόσφατη περίπτωση των καθηγητών έφτασαν στο γελοίο σημείο να επικαλούνται ως πρόβλημα δημόσιας υγείας την πιθανότητα «κλονισμού της ψυχικής υγείας των μαθητών». Παρ’ όλα αυτά για το Συμβούλιο της Επικρατείας η προφανής αβασιμότητα αυτού του επιχειρήματος δεν ήταν αρκετή για να αναστείλει την επιστράτευση, αποδεχόμενο τα ασφαλιστικά μέτρα της ΟΛΜΕ.
Από την άλλη μεριά, την ώρα που η μνημονιακή ανεργία και η φτώχεια οδηγεί κόσμο να ψάχνει στα σκουπίδια για να φάει ή να αυτοκτονεί, αυτά δεν αποτελούν πρόβλημα δημόσιας υγείας, ώστε να χαριστούν δάνεια στους φτωχούς ή να επιταχθούν αποθήκες εταιριών τροφίμων και να μοιραστούν δωρεάν τρόφιμα στους άπορους.
Αντιρατσιστική νομοθεσία
Οι αντιρατσιστικοί νόμοι δεν ξεφεύγουν από αυτόν το γενικό κανόνα. Μέχρι σήμερα το ελληνικό κράτος δεν στερούνταν αντιρατσιστικής νομοθεσίας. Ο νόμος 927/1979 και το άρθρο 39 παρ. 4 του νόμου 2910/2001 δεν περιείχαν τόσο βαριές ποινές, ούτε συμπεριλάμβαναν όλες τις εκδοχές του σχεδίου νόμου Ρουπακιώτη. Μπορούσαν όμως κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν σε χιλιάδες καταγεγραμμένες ρατσιστικές επιθέσεις και ιδιαίτερα σε μερικές δεκάδες γνωστούς δράστες (οι περισσότεροι χρυσαυγίτες) που παραπέμπονται στα δικαστήρια.
Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτών όμως, οι ρατσιστές δράστες δεν κατηγορήθηκαν με βάση το ρατσιστικό τους κίνητρο. Έτσι αφήνεται ορθάνοιχτο το παράθυρο να τη σκαπουλάρουν, επικαλούμενοι μονίμως παραμύθια πως δέχτηκαν πρώτοι επίθεση από τα θύματά τους, πως σκότωσαν άνθρωπο γιατί τους έκλεισαν το δρόμο μετανάστες και αυτοί εκνευρίστηκαν, συνεπλάκησαν κλπ. Ακόμα και οι εγκληματίες μπράβοι της Μανωλάδας επικαλέστηκαν την αυτοάμυνα.
Κατά διαβολική «σύμπτωση», τις μόνες περιπτώσεις εφαρμογής των υπαρχόντων αντιρατσιστικών διατάξεων, που ισχύουν για δεκαετίες, τις είχαμε μεσούσης της συζήτησης για το νέο αντιρατσιστικό νόμο μόλις πριν λίγες εβδομάδες σε δύο περιπτώσεις φασιστών. Πρόκειται για τραγικές εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα της συγκάλυψης του χαρακτήρα των φασιστικών εγκλημάτων από αστυνομία και δικαστικές αρχές.
Ούτε καν στην οφθαλμοφανή περίπτωση των ρατσιστών φονιάδων του Σαχζάντ Λουκμάν στα Πετράλωνα, που ομολόγησαν τη δολοφονία και είχαν στο σπίτι τους πάκα με φυλλάδια της Χρυσής Αυγής, η δίωξη δεν συμπεριέλαβε ρατσιστικό κίνητρο.
Στην πραγματικότητα, η ανοχή και κάλυψη των επιθέσεων των Χρυσαυγιτών από «Προστάτες του Πολίτη», σε αντίθεση π.χ. με το ανελέητο κυνηγητό των μεταναστών στα πλαίσια του «Ξένιου Δία», αποτελεί συστατικό στοιχείο της δράσης των υπαλλήλων του κ. Δένδια, που σε μεγάλα ποσοστά ψήφισαν τη Χρυσή Αυγή. Αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει με την ψήφιση κάποιου αυστηρότερου αντιρατσιστικού νόμου.
Το ίδιο ισχύει και για τα δικαστήρια που ως τώρα έχουν εκδώσει χιλιάδες αποφάσεις απέλασης μεταναστών. Στους μετανάστες κατηγορούμενους για ποινικές υποθέσεις εξαντλούν την αυστηρότητά τους, γεμίζοντας τις φυλακές από ανθρώπους με πολυετείς καθείρξεις. Όμως στην περίπτωση π.χ. του μαχαιρώματος πρόσφυγα, στην οποία εμπλέκεται η Χρυσαυγίτισσα Σκορδέλη, της έχουν ήδη δοθεί εφτά αναβολές και κυκλοφορεί ελεύθερη.
Ο Κασιδιάρης αθωώθηκε για το μαχαίρωμα μεταπτυχιακού φοιτητή, καθώς αμφισβητήθηκε η αξιοπιστία αυτοπτών μαρτύρων, ενώ Χρυσαυγίτης στη Βέροια, που έκανε γυαλιά καρφιά καφενείο, καταδικάστηκε σε ελαφρύτερη ποινή από τον αμυνόμενο καφετζή. Ο κατάλογος δυστυχώς είναι μακρύς...
Υποκρισία
Το έδαφος στο οποίο κινούνται η εκτελεστική και δικαστική εξουσία το καθορίζουν οι ρατσιστικές πολιτικές κυβέρνησης και Ευρωπαϊκής Ένωσης, που γεμίζουν στρατόπεδα συγκέντρωσης με χιλιάδες αθώους μετανάστες και ο απροκάλυπτος ρατσισμός των ΜΜΕ, που βρίζουν νυχθημερόν τους εγκληματίες «λαθρο»-μετανάστες.
Αν εφαρμοζόταν η διάταξη του νόμου Ρουπακιώτη περί ποινικής ευθύνης για «πρόκληση μίσους με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία» κλπ, πολλά στελέχη της ΝΔ θα έπρεπε να βρίσκονται στο εδώλιο του κατηγορουμένου, με προεξάρχοντες τους Κρανιδιώτη, Ψωμιάδη και σία.
Το ίδιο θα ίσχυε για πολλούς ταγούς της ορθοδοξίας, που εξαπολύουν κηρύγματα μίσους κατά των μουσουλμάνων και άλλων «αιρετικών», όπως π.χ. οι μάρτυρες του Ιεχωβά.
Αξιωματικοί του στρατού θα έπρεπε να λογοδοτήσουν στη δικαιοσύνη για ρατσιστικά τραγούδια του τύπου «το αίμα σου θα χύσω γουρούνι αλβανέ», που χρησιμοποιούν στην εκπαίδευση των φαντάρων ή όπως εκείνα που τραγουδούσαν οι ΟΥΚάδες σε παρέλαση στην Αθήνα πριν λίγα χρόνια.
Στην πραγματικότητα το ρατσιστικό μίσος αποτελεί τμήμα του αναγκαίου πολυεπίπεδου εθνικιστικού ντοπαρίσματος του νεοελληνικού έθνους-κράτους και αυτή είναι η πραγματική αιτία που οι αντιδράσεις της Χρυσής Αυγής και των ακροδεξιών της ΝΔ πιάνουν τόπο στο επιτελείο Σαμαρά. Γι’ αυτό άλλωστε 84 βουλευτές της ΝΔ κατέθεσαν πρόσφατα ρατσιστικό σχέδιο ρύθμισης περί αποκλεισμού των «αλλογενών Ελλήνων» από τις ένοπλες δυνάμεις και τα σώματα ασφαλείας, ακολουθώντας κατά πόδας τη Χρυσή Αυγή.
Επιπρόσθετα, οι σχέσεις αγάπης της ΝΔ με το εκλογικό ακροατήριο των ψηφοφόρων της Χρυσής Αυγής δεν πρέπει να διαταραχθούν. Γι’ αυτό οι τρεις βουλευτές της ΝΔ που ψήφισαν –τάχα εκτός γραμμής– ενάντια στην άρση ασυλίας του Κασιδιάρη, αυξήθηκαν πρόσφατα σε καμιά 50ριά που ψήφισαν υπέρ της άρσης ασυλίας του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Τατσόπουλου, μετά από μήνυση και αγωγή εναντίον του από Χρυσαυγίτες.
Η θεωρία των δύο άκρων επιχειρεί να καλύψει πολιτικά την καραμπινάτη ακροδεξιά στροφή της ΝΔ. Γι’ αυτό ο Κεδίκογλου έφτασε να κατηγορεί τις προηγούμενες μέρες τον ΣΥΡΙΖΑ για «πρακτικές Χρυσής Αυγής», με αφορμή την αποβολή του νεοναζί βουλευτή Ηλιόπουλου από τον αντιπρόεδρο της βουλής Δραγασάκη.
Γι’ αυτό ο γραμματέας της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ Τραγάκης, σε πρόσφατες δηλώσεις του, «υπερασπίστηκε» τον αντιρατσιστικό νόμο, λέγοντας ψέματα πως «με βάση το νόμο αυτό θα μπορούσαν να διωχθούν οι αναρχικοί που κατέλαβαν το πανεπιστήμιο και κατέβασαν την ελληνική σημαία, ανεβάζοντας την αναρχική».
Βλέποντας όλα αυτά, κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ως αβάσιμους τους φόβους του ΚΚΕ πως ο νόμος Ρουπακιώτη μπορεί να ανοίξει την πόρτα για ποινικοποίηση των ιδεών και της Αριστεράς στο άμεσο μέλλον.
Κίνημα
Το μαζικό κίνημα είναι η μόνη πραγματική δύναμη που μπορεί να σταματήσει τις ρατσιστικές επιθέσεις, να απομονώσει όσους «διεγείρουν σε βιαιοπραγίες ή μίσος» και να αναγκάσει τους φασίστες της Χρυσής Αυγής να κρυφτούν προς το παρόν στα γραφεία τους και στο μέλλον στα σπίτια τους. Αυτό ήδη έχει γίνει σε εκατοντάδες περιπτώσεις ανά τη χώρα, όπου οι Χρυσαυγίτες εμποδίστηκαν να χρησιμοποιήσουν τα νοσοκομεία, τους δρόμους και τις πλατείες μας, για να σπείρουν το ρατσιστικό τους δηλητήριο από μαζικές κινητοποιήσεις κατοίκων, εργαζομένων και νέων.
Παρά το γεγονός, βέβαια, πως η αστυνομία όχι μόνο δεν χρησιμοποίησε τις υπάρχουσες αντιρατσιστικές διατάξεις για να σταματήσει τους Χρυσαυγίτες, αλλά αντιθέτως πολλές φορές συντάχθηκε μαζί τους ενάντια στους αντιφασίστες, όπως στην περίπτωση των βασανισμών των 15 στη ΓΑΔΑ.
Το κίνημα χρειάζεται να ενισχυθεί και να διευρυνθεί και αποτελεί τη μόνη εγγύηση πως και η αστυνομία και οι δικαστές θα αναγκάζονται να μην καλύπτουν ρατσιστικά εγκλήματα. Η Αριστερά οφείλει να δώσει πολύ μεγαλύτερη σημασία σε αυτόν τον παράγοντα, παρά στη θεσμική κατοχύρωση του «αντιρατσισμού».
Απέναντι στους Κασιδιάρηδες, αλλά και σε κάθε είδους Κρανιδιώτες, Σταμάτηδες και Μπαλτάκους μέσα στη βουλή, η Αριστερά θα μπορούσε ακόμα και να ψηφίσει επί της αρχής έναν αντιρατσιστικό νόμο (αν πρόκειται πραγματικά για τέτοιον) για να δώσει το πολιτικό στίγμα της αντιπαράθεσης με την ακροδεξιά πολυκατοικία.
Όμως την ίδια ώρα θα χρειαστεί να καταγγέλλει την τρικομματική κυβέρνηση για κάλυψη-απόκρυψη των φασιστών, για ρατσισμό και γενοκτονία κατά των φτωχών και των εργαζομένων.
Απαιτείται από την Αριστερά άμεσα να καταπολεμήσει τις εγγενείς αυταπάτες τμημάτων της σε σχέση με τη δυνατότητα απάντησης στο φασισμό από ένα υποτιθέμενο δημοκρατικό τόξο που θα αναπτυχθεί τάχα μαζί με μνημονιακούς σοσιαλφιλελεύθερους (ΠΑΣΟΚ–ΔΗΜΑΡ) και ανύπαρκτους «φιλελεύθερους» της ακροδεξιάς ΝΔ. Το θρίλερ του αντιρατσιστικού νόμου αποδεικνύει χωρίς καμία αμφισβήτηση πόσο μακριά νυχτωμένες είναι αυτές οι θεωρίες.