Η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ επικύρωσε τη σφαγή των μισθών, που επέβαλαν οι απανωτοί αντεργατικοί νόμοι των μνημονιακών κυβερνήσεων, μέσω της νέας «Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας» (ΕΓΣΣΕ) που υπέγραψε με τη ΓΣΕΒΕΕ (βιοτέχνες και ελεύθεροι επαγγελματίες), την ΕΣΕΕ (έμποροι) και τους καινούργιους στην ομάδα των «κοινωνικών εταίρων» ΣΕΤΕ (ξενοδόχοι και ακραιφνείς νεοφιλελεύθεροι).
Οι προκλητικές δηλώσεις του Παναγόπουλου ότι «κράτησε ζωντανό το θεσμό των συλλογικών συμβάσεων» θα προκαλούσαν γέλιο, αν πίσω από αυτές δεν κρυβόταν ακόμα ένα χτύπημα στα δικαιώματα της εργατικής τάξης. Η σύμβαση δεν προβλέπει τίποτα για τον κατώτατο μισθό, που θα παραμείνει καθηλωμένος στα 586 ευρώ μεικτά και 511 για τους νέους κάτω των 25 ετών, με σχεδόν βέβαιη την περαιτέρω μείωσή του με μια μόνο υπουργική απόφαση, όπως προβλέπει ο νέος μηχανισμός ορισμού του.
Άλλωστε η πρόσφατη τροπολογία για τους «ωφελούμενους» στα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας (490 και 427 ευρώ αντίστοιχα) αποτελεί πιλότο για τους μισθούς πείνας, που σχεδιάζουν συγκυβέρνηση και τρόικα.
Ο ρόλος της ΕΓΣΣΕ και το δίκαιο των συλλογικών συμβάσεων ουσιαστικά έχουν καταργηθεί, ενώ η ηγεσία της ΓΣΕΕ, με τη χυδαία στάση της, τάσσεται και φανερά πλέον με το στρατόπεδο των εργοδοτών και του Βρούτση. Τα μόνα που διατηρούνται (και αυτά μέχρι το τέλος του χρόνου) είναι το επίδομα γάμου, το επίδομα λοχείας και διάφορα θεσμικά δικαιώματα που προέβλεπε η προηγούμενη ΕΓΣΣΕ, η μετενέργεια της οποίας, καθώς και 45 ακόμα κλαδικών συμβάσεων, έληξαν στις 14/5.
Διατάξεις
Ακόμα και αυτά όμως που υπογράφηκαν δεν είναι δεσμευτικά για τα αφεντικά. Με μια σειρά μνημονιακές διατάξεις, οι ευνοϊκότερες ρυθμίσεις ισχύουν μόνο για επιχειρήσεις μέλη των συμβαλλόμενων εργοδοτικών οργανώσεων. Σε κάθε άλλη περίπτωση, οι εργοδότες θα σταματήσουν να καταβάλλουν μια σειρά από επιδόματα –μόλις οι ίδιοι πάψουν να είναι μέλη των εργοδοτικών οργανώσεων του κλάδου τους –και θα αρκούνται στο φιλοδώρημα του κατώτατου μισθού. Συγχρόνως, ο πολλαπλασιασμός των πιέσεων για υπογραφή ατομικών και επιχειρησιακών συμβάσεων, με το «τρικ» των ενώσεων προσώπων που υπερισχύουν των κλαδικών συμβάσεων, συμπληρώνει το καθεστώς κατεδάφισης των εργατικών κατακτήσεων και υπεράσπισης της κερδοφορίας των καπιταλιστών, που χτίζεται μεθοδικά από τον Σαμαρά με απανωτά νομοθετικά πραξικοπήματα και την καταστολή των εργατικών αγώνων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μη υπογραφή της σχετικής σύμβασης από τους εκπροσώπους του βιομηχανικού κεφαλαίου (ΣΕΒ). Μάλιστα, οι ντόπιοι βιομήχανοι κατέθεσαν ως αντιπρόταση ένα «Πρωτόκολλο συμφωνίας των κοινωνικών εταίρων», με νέες απαλλαγές ασφαλιστικών εισφορών για τους εργοδότες και την αντικατάσταση του επιδόματος γάμου με προγράμματα στήριξης (ειδικά για όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό) που θα επιδοτεί το κράτος!
Οι προδοσίες της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και η αμηχανία του οργανωμένου εργατικού κινήματος μπροστά στην ολομέτωπη επίθεση της άρχουσας τάξης και της συγκυβέρνησης, που την εκπροσωπεί, σε βάρος των εργαζόμενων και της νεολαίας, είναι επείγουσα ανάγκη να σταματήσουν εδώ.
Αποκατάσταση
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί ότι, μετά την κατάργηση του μνημονίου, ο πρώτος νόμος που θα ψηφίσει, ώστε να δώσει το στίγμα της διακυβέρνησής του, θα είναι η πρόταση νόμου που έχει ήδη καταθέσει στη βουλή για την επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και την αποκατάσταση των συλλογικών συμβάσεων και σωστά.
Ένα τέτοιο μέτρο όμως, που θα στρέφεται ενάντια στο «διευθυντικό δικαίωμα» και θα το αμφισβητεί ευθέως, θα χρειαστεί την αποφασιστική συμμετοχή των εργαζομένων για την υλοποίησή του. Και σε μια τέτοια διαδικασία ο ρόλος του σωματείου ως εργαλείο αγώνα και συλλογικής διεκδίκησης είναι αναντικατάστατος.
Πάνω στα αιτήματα για επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων και εξασφάλιση μισθών και συνθηκών εργασίας που θα αποτρέπουν τις συνθήκες σύγχρονης δουλείας, οι αγωνιστές της βάσης των σωματείων και οι δυνάμεις της Αριστεράς μπορούν και οφείλουν να ανασυντάξουν τα συνδικάτα και να δημιουργήσουν ακόμα και νέα σε χώρους χωρίς ανάλογη παράδοση, με ενωτικό-ταξικό προσανατολισμό, κερδίζοντας πραγματικές συμβάσεις και συμβάλλοντας καθοριστικά με τους αγώνες τους στην ανατροπή των πολιτικών ακραίας λιτότητας και της κυβέρνησης που τις εφαρμόζει.