Παρά τις αρχικές εξαγγελίες για την κατάθεση του νομοσχεδίου για την παιδεία μέχρι το τέλος Μαρτίου, φαίνεται ότι το νομοσχέδιο θα κατατεθεί προς ψήφιση πιθανότατα προς τις αρχές του καλοκαιριού, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα του υπουργείου Παιδείας. Ο καθόλα προσχηματικός «διάλογος» συνεχίζεται στις διάφορες επιτροπές και υποεπιτροπές και το στίγμα των περιεχομένων των συζητήσεων, καθώς και των συμμετεχόντων, προοικονομούν άλλη μία νεοφιλελεύθερη αντιμεταρρύθμιση.
Ούτε «εθνικός» ούτε «διάλογος»
Η μετονομασία της προπαρασκευαστικής διαδικασίας ενός νομοσχεδίου σε «εθνικό διάλογο» δεν σημαίνει κάτι από μόνη της. Για να μπορέσει να είναι ένας τέτοιος διάλογος εθνικός χρειάζεται να αφορά το σύνολο των βαθμίδων της εκπαίδευσης, αλλά και να εμπλέκει, με δημοκρατικό τρόπο, το σύνολο των εμπλεκόμενων στην εκπαιδευτική διαδικασία, των διδασκόντων και των διδασκόμενων, καθώς και όλων αυτών που εργάζονται σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, καλύπτοντας ζωτικές ανάγκες για τη λειτουργία του εκπαιδευτικού συστήματος, όπως μπορεί να είναι το τεχνικό προσωπικό των πανεπιστημιακών εργαστηρίων.
Στην περίπτωση του εθνικού διαλόγου της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ το πρώτο κριτήριο φαίνεται να καλύπτεται, αφού το νέο νομοσχέδιο δεν θα αφήσει «παραπονεμένη» καμία βαθμίδα της εκπαίδευσης, ειδικά όσον αφορά τα ζητήματα της χρηματοδότησης, καθώς η νέα λογική που προωθεί η μνημονιακή συγκυβέρνηση είναι αυτή της «οικονομικής αυτονομίας» και της «προσέλκυσης πόρων», ακόμα και για την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση! Η απάντηση στην υποχρηματοδότηση δεν είναι η αύξηση των δημόσιων δαπανών, αλλά η εμπορευματοποίηση λειτουργιών του εκπαιδευτικού συστήματος.
Ως προς το δεύτερο κριτήριο, κυβέρνηση και υπουργείο μένουν «μετεξεταστέοι», αφού ήδη εκπαιδευτικοί και φορείς έχουν καταγγείλει ως προσχηματικό τον διάλογο και δεν συμμετέχουν. Και δεν είναι ευθύνη αυτών που δεν συμμετέχουν, αλλά της ηγεσίας του υπουργείου που καλεί σε διάλογο για την παιδεία σε προδιαγεγραμμένο πολιτικό πλαίσιο, όπως έχει ήδη φανεί από τις συζητήσεις στα πλαίσια του «εθνικού διαλόγου», αλλά και από τις δημόσιες τοποθετήσεις του Νίκου Φίλη και του Αντώνη Λιάκου, προέδρου της επιτροπής. Ένας διάλογος που έχει ως βάση τη νεοφιλελεύθερη εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, την ανάγκη «εκσυγχρονισμού» και προσαρμογής στα δεδομένα που δημιουργούν η ακραία λιτότητα και τα μνημόνια, είναι προσχηματικός, αφού στην ουσία καλεί εκπαιδευτικούς, μαθητές/τριες και φοιτητές/τριες να λάβουν μέρος σε μία συζήτηση που στην ουσία αφορά την περαιτέρω απαξίωση του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος.
Δυστυχώς, η κυβέρνηση ακολουθεί την πεπατημένη των προηγούμενων κυβερνήσεων σε σχέση με την οργάνωση των «εθνικών διαλόγων» για την παιδεία, κάνοντας μάλιστα και σοβαρά ατοπήματα, όπως η διοργάνωση μιας συζήτησης για την τριτοβάθμια εκπαίδευση με τη συμμετοχή κάποιων μεμονωμένων φοιτητών που παρουσίασαν κάποιες προτάσεις (μέσα από ποιες διαδικασίες άραγε προέκυψαν αυτές;), τη στιγμή που οι φοιτητικοί σύλλογοι έχουν Διοικητικά Συμβούλια που προκύπτουν από τις φοιτητικές εκλογές και Γενικές Συνελεύσεις, όπου εκφράζονται δημοκρατικά και συλλογικά οι φοιτητές και οι φοιτήτριες. Αυτό δηλώνει και την αντίληψη του υπουργείου για τη δημοκρατική λειτουργία των πανεπιστημίων, αλλά και τη δημοκρατία γενικά;
Αυτό δεν εμποδίζει την κυβέρνηση να συνομιλεί στα πλαίσια της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής με πρώην υπουργούς, όπως ο Αρσένης, η Γιαννάκου και η Διαμαντοπούλου, που υπήρξαν ενορχηστρωτές των πιο σκληρών νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων στο χώρο της παιδείας. Άλλωστε ο υπουργός έχει δηλώσει ότι για τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις στην παιδεία χρειάζεται διάλογος με την κοινωνία (ή ορθότερα με το τμήμα της που θα συμφωνεί στις εκάστοτε πολιτικές κατευθύνσεις) και πολιτική συναίνεση των κομμάτων, δηλαδή συναίνεση με τα κόμματα των «Μένουμε Ευρώπη» και των μνημονίων.
Με αυτούς τους συνομιλητές, οι δημόσιες τοποθετήσεις του Ν. Φίλη για μεσοπρόθεσμη αύξηση των δημόσιων δαπανών για την παιδεία ή για την πρόθεση άσκησης πίεσης στους δανειστές για προσλήψεις διδακτικού προσωπικού στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δεν είναι παρά ένα φύλλο συκής για τον νεομνημονιακό υπουργό και την κυβέρνησή του.
Η αντιμεταρρύθμιση και ο φόβος της αντίστασης
Όσο καλοπροαίρετα και να θέλαμε να αντιμετωπίσουμε τις πολιτικές επιλογές του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων, η εμπειρία από τους εφτά μήνες της «δεύτερης φοράς Αριστερά» δεν μας αφήνει και πολλά περιθώρια. Η συζήτηση για το ασφαλιστικό και πολύ περισσότερο η ανάλγητη και δολοφονική πολιτική της κυβέρνησης σε σχέση με τους πρόσφυγες έχει αποδείξει ότι η υποταγή στη μνημονιακή λιτότητα συνεπάγεται και υποταγή στο σύνολο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών σε όλα τα πεδία, από το πιο μικρό μέχρι το πιο μεγάλο. Εκτιμούμε, συνεπώς, ότι το επερχόμενο νομοσχέδιο θα υπακούει σε αυτόν το γενικό κανόνα, κάτι που αποδεικνύεται και από τη μέχρι τώρα πορεία του «εθνικού διαλόγου».
Η εμπειρία όμως των εφτά μηνών από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου αποδεικνύει και κάτι ακόμα: ότι το κοινωνικό ρήγμα, που έχουν δημιουργήσει τα μνημόνια, είναι ενεργό. Και η κυβέρνηση το γνωρίζει αυτό καλά και –ενδεχομένως– είναι ένας λόγος που η ψήφιση του νομοσχεδίου μετατίθεται για τις αρχές Ιουνίου, μια περίοδο που τα σχολεία σχεδόν έχουν κλείσει για τις καλοκαιρινές διακοπές, ενώ στα περισσότερα πανεπιστήμια θα είναι περίοδος εξετάσεων, που πάντα αποτελούσε ανασταλτικό παράγοντα για το φοιτητικό κίνημα.
Για τη ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά είναι ανάγκη να αναδείξει την υποκρισία της κυβέρνησης, να οργανώσει συγκεκριμένη πολιτική και κινηματική αντιπαράθεση με γνώμονα τα βασικά προβλήματα του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος ενάντια σε κάθε προσπάθεια περαιτέρω απαξίωσης της δημόσιας και δωρεάν παιδείας.