Η ΚΕ του ΚΚΕ έδωσε στη δημοσιότητα τις εισηγητικές «Θέσεις» προς το 20ό Συνέδριό του, που θα γίνει στις 30 Μάρτη-2 Απρίλη 2017. Δεδομένου ότι το ΚΚΕ συσπειρώνει ένα σημαντικό τμήμα των αγωνιστικών δυνάμεων της εργατικής τάξης, οι «Θέσεις» είναι ένα ενδιαφέρον ντοκουμέντο, που αξίζει να διαβαστεί και να συζητηθεί.
Ακόμα και σε πρώτη ανάγνωση, εντύπωση θα προκαλέσει ο «εσωστρεφής» χαρακτήρας του κειμένου, η έκταση και η έμφαση στα ζητήματα «κομματικής οικοδόμησης», παρόλο που ζούμε σε μια «καυτή» συγκυρία. Μέσα σε μια περίοδο βαθιάς οικονομικής και πολιτικής κρίσης, μετά από μια περίοδο μεγάλων εργατικών-κοινωνικών αγώνων, την ώρα που ξεδιπλώνεται η σήψη του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ έχει να προτείνει, κυρίως, τη διεύρυνση και βελτίωση των κομματικών οργανώσεών του.
Η διεθνής κρίση και
η παγκόσμια κατάσταση
Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για το ισχυρότερο τμήμα των Θέσεων. Το ΚΚΕ αντιμετωπίζει τη διεθνή κρίση του καπιταλισμού με, γενικώς, μαρξιστικά κριτήρια και βγάζει αρκετά σωστά συμπεράσματα. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι το ΚΚΕ διατηρεί σταθερές τις εκτιμήσεις του για τις καπιταλιστικές «παλινορθώσεις» στην Κίνα και τη Ρωσία κι έτσι αποφεύγει το λάθος να «προτιμά» ή και να υποστηρίζει αυτά τα στρατόπεδα μέσα στην όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, λάθος που συχνά κάνουν άλλες δυνάμεις ακόμα και της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Επίσης σημαντικό είναι ότι το ΚΚΕ επιμένει στη διάκριση ανάμεσα στην «αντι-ΕΕ» πολιτική των δυνάμεων της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος και στο αστικό ρεύμα του «ευρωσκεπτικισμού» ή και γενικότερα της λεγόμενης «αντιπαγκοσμιοποίησης» (Τραμπ): «…Το εθνικό αστικό κράτος παραμένει, λοιπόν, το βασικό όργανο διασφάλισης της οικονομικής κυριαρχίας του κεφαλαίου… ισχυροποιείται προσωρινά το αστικό ρεύμα του εθνικισμού και του προστατευτισμού στην οικονομία, τόσο στις ΗΠΑ και στη Μ. Βρετανία, όσο και σε ισχυρά κράτη της ευρωζώνης όπως η Γαλλία και η Ιταλία…». Αποφεύγει έτσι το λάθος όσων αντιμετώπισαν το Brexit ή τη νίκη του Τραμπ ως «γενικά, θετικές εξελίξεις» και πολύ περισσότερο την ανερμάτιστη θριαμβολογία που έβλεπε τον Τραμπ, τον Φάρατζ, τον Γκρίλο, ακόμα και τη Λεπέν ως πιθανούς… συμμάχους του κινήματος στην πάλη κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και κατά της «γερμανικής» ΕΕ…
Σε αυτήν τη βάση το ΚΚΕ σωστά εντοπίζει την «ένταση των τοπικών-περιφερειακών πολεμικών συγκρούσεων και την αύξηση του κινδύνου γενίκευσής τους», όπως και τη γενικευμένη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στην οποία προχωρούν μεγάλα και μικρότερα καπιταλιστικά κράτη, παρά την κρίση. Στο ζήτημα της αντιμετώπισης των γενικευμένων πολέμων ή και των τοπικών πολεμικών συρράξεων, μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ (συζητώντας και την ιστορία του κόμματος) έχει γίνει αξιοσημείωτη πρόοδος: για πρώτη φορά, μετά από δεκαετίες, συζητείται ξανά το ενδεχόμενο «στροφής των όπλων προς τα μέσα», σύνδεσης της αντιμετώπισης του πολέμου με την ανατροπή της δικής μας κυρίαρχης τάξης. Παρ’ όλα αυτά, στο κρίσιμο τεστ αντοχής και ειλικρίνειας αυτών των σκέψεων, που αποτελούν τα ελληνοτουρκικά, το ΚΚΕ διατηρεί τα κριτήρια των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» με ρητές αναφορές στο Αιγαίο και στη Θράκη,(;) ενώ για το κυπριακό, η αιφνίδια και βίαιη απόρριψη για κάθε λύση Δικοινοτικής Διζωνικής Ομοσπονδίας αιφνιδίασε ακόμα και το ΑΚΕΛ.
Επίσης, πολύ «χλωμή» είναι η καταδίκη μιας βασικής διπλωματικής και στρατιωτικής επιλογής του ελληνικού αστισμού, υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ: «ο άξονας συνεργασίας της Ελλάδας με το Ισραήλ δεν αποτελεί παράγοντα ειρήνης στην περιοχή…». Λες και θα μπορούσε ο «άξονας» με το σιωνιστικό κράτος-χωροφύλακα, αλλά και τη δικτατορία του Σίσι, να χαρακτηριστεί «παράγοντας ειρήνης»…
Ενιαίο Μέτωπο –
Μεταβατική πολιτική
Το ΚΚΕ, βγαίνοντας από την περίοδο της κρίσης-διάσπασής του, πραγματοποίησε μια ενδιαφέρουσα ιδεολογική «στροφή», απορρίπτοντας ως ρεφορμιστική τη «στρατηγική των σταδίων»: «Το ΚΚΕ ανέπτυξε εκτεταμένη εσωτερική και δημόσια ιδεολογική-πολιτική δουλειά ενάντια στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες, στη μεταρρυθμιστική πολιτική (όπως συμπυκνώνεται στην αναγνώριση και διεκδίκηση «μεταβατικών σταδίων» ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό-κομουνισμό), που εδώ και δεκαετίες κυριάρχησε και εξακολουθεί να κυριαρχεί στο κομουνιστικό κίνημα διεθνώς…». Δεν μας λέει, βέβαια, με ακρίβεια σε ποιες «δεκαετίες» αναφέρεται. Και αυτό είναι σημαντικό: Γιατί του επιτρέπει να εξακολουθεί να αναφέρεται σε ηγεσίες (π.χ. Στάλιν, Ζαχαριάδης) που είναι ακριβώς αυτές που επέβαλαν τη «στρατηγική των σταδίων». Γιατί, ακόμα, του επιτρέπει να πετά μαζί με τα βρώμικα νερά (των σταδίων) και το μωρό, δηλαδή ένα τμήμα της αυθεντικά μαρξιστικής και λενινιστικής παράδοσης: το Ενιαίο Μέτωπο και τη μεταβατική πολιτική, όπως τα επεξεργάστηκαν το 3ο και το 4ο Συνέδριο της 3ης Διεθνούς.
Το ΚΚΕ επιχειρηματολογεί ενάντια στην «απόσπαση» τακτικών και μεταβατικών στόχων από την επαναστατική στρατηγική: «δεν πρέπει να αποσπάται ο καθημερινός, τρέχων πολιτικός αγώνας από το κύριο επαναστατικό πολιτικό καθήκον. Να μην παραμερίζεται ο στόχος της εργατικής εξουσίας από άλλους μεταβατικούς κυβερνητικούς στόχους, μέσα στο έδαφος του καπιταλισμού…». Σωστά. Μόνο που αυτή η «απόσπαση» δεν είναι υποχρεωτική μέσα από τη μεταβατική πολιτική, τουλάχιστον σύμφωνα με τον Λένιν και την Κομιντέρν στην επαναστατική της περίοδο. Που όριζε ως πρωταρχικό καθήκον για κάθε ΚΚ τη συγκρότηση ενός «μεταβατικού προγράμματος» που θα γεφυρώνει τη σημερινή κατάσταση με την επαναστατική προοπτική, που θα αποτελεί έναν «οδικό χάρτη» ανάμεσα στην υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων και τις επαναστατικές συνθήκες.
Το ΚΚΕ γνωρίζει καλά τις σημερινές δυσκολίες («η εικόνα της συνολικής υποχώρησης, της αναδίπλωσης, της γενικευμένης ανασφάλειας, της μοιρολατρίας, του φόβου, είναι γνωστή, τη συναντάμε σε κάθε βήμα μας…»). Όμως βαδίζει προς το συνέδριό του, χωρίς να έχει να προτείνει ένα πολιτικό πρόγραμμα «ενδιάμεσων-μεταβατικών στόχων», μέσα από το οποίο οι εργατικές μάζες, στηριγμένες στην ίδια τους την πείρα, θα μπορούσαν να σπάσουν τον τοίχο της παθητικότητας, της επιρροής των ρεφορμιστικών ιδεών-οργανώσεων-συνδικάτων και να γίνουν πιο πρόθυμες και ικανές να παλέψουν για την επαναστατική ανατροπή.
Η πολιτική αναμονή των «επαναστατικών συνθηκών» δεν τις φέρνει γρηγορότερα. Ένα καλό παράδειγμα είναι το δημοψήφισμα του Ιούλη του 2015, που οι Θέσεις χαρακτηρίζουν «δημοψήφισμα εξαπάτησης και αποπροσανατολισμού του λαού». Η αποχή ή το άκυρο, που τότε πρότεινε το ΚΚΕ, ήταν ένα μεγάλο δώρο στον… Τσίπρα. Γιατί άφηνε τη διαχείριση του Όχι, που κατά συντριπτική πλειοψηφία ψήφισαν οι εργατικές και λαϊκές μάζες, κυρίως στα χέρια της αριστερής εσωκομματικής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, χωρίς ενεργητική εμπλοκή του ΚΚΕ στη σχετική διαπάλη, την οποία είχε χαρακτηρίσει –εκ προοιμίου– ως σκηνοθετημένη.
Χέρι χέρι με το εντυπωσιακό κενό μεταβατικού προγράμματος και μεταβατικής πολιτικής πάει το κενό στην πολιτική συμμαχιών. Στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής πάλης, οι Θέσεις δεν έχουν την παραμικρή αναφορά στο ζήτημα των πιθανών σύμμαχων δυνάμεων. Η ΛΑΕ, η Πλεύση Ελευθερίας, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συκοφαντούνται, ακόμα και ως τμήμα του «ευρωσκεπτικιστικού» χώρου, στο ίδιο τσουβάλι με τους ακροδεξιούς και τους νεοναζί. Στο επίπεδο του εργατικού κινήματος, οι Θέσεις προτείνουν: «Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι δεν θα βρούμε έτοιμες δυνάμεις για να ενταχθούν στο ΠΑΜΕ, ότι είναι δικό μας καθήκον να τις διαμορφώσουμε…» Δηλαδή θα συμμαχήσουμε (στα συνδικάτα!) με τις δυνάμεις που εμείς θα διαμορφώσουμε! Στο επίπεδο του αναγκαίου ευρύτερου κοινωνικού μετώπου, οι «Θέσεις» προτείνουν το «πλαίσιο» ΠΑΜΕ-ΠΑΣΕΒΕ-ΠΑΣΥ-ΟΓΕΜΑΣ, δηλαδή τη συμμαχία μεταξύ των μετωπικών δυνάμεων… του ΚΚΕ.
Η έλλειψη εκτιμήσεων για τους αδύναμους «κρίκους» μέσα στη σημερινή κρίση, η έλλειψη προτάσεων μεταβατικής πολιτικής, το κενό πολιτικών συμμαχιών, προδίδουν μια βαθιά παθητική αντιμετώπιση της συγκυρίας. Όπου οι Θέσεις προτείνουν μια έμφαση στο χτίσιμο του κόμματος («ο κίνδυνος υποτίμησης της ανάπτυξης του υποκειμενικού παράγοντα»), περιμένοντας προσεχτικά να διαμορφωθούν καλύτερες συνθήκες («ο κίνδυνος υπερτίμησης του αντικειμενικού παράγοντα»).
Χτίζοντας το κόμμα
Μεγάλο τμήμα των Θέσεων αφορά λεπτομερειακά τους δείκτες κομματικής οικοδόμησης (κυκλοφορία «Ριζοσπάστη, εργατικές οργανώσεις, ανάπτυξη στελεχών, μαρξιστικά «σχολεία» κ.ο.κ.). Και καλά κάνει. Χωρίς αυτά, χωρίς πολιτική κομματικής οικοδόμησης δεν είναι εφικτή η αριστερή δράση.
Όμως όλα αυτά δεν είναι εφικτό να «αποσπαστούν» από το ζήτημα της πολιτικής γραμμής και της πολιτικής παρέμβασης. Γι’ αυτό οι Θέσεις αποφεύγουν να εξηγήσουν το γιατί π.χ. η κυκλοφορία του «Ριζοσπάστη» παραμένει τόσο χαμηλά, μετά μάλιστα από μια συγκλονιστική περίοδο μεγάλων γεγονότων.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, χωρίς ενεργητική πολιτική παρέμβαση, χωρίς τη φιλοδοξία να αλλάξουμε καθοριστικά τις εξελίξεις, χωρίς την πολιτική του Ενιαίου Μετώπου και του Μεταβατικού Προγράμματος, η κομματική οικοδόμηση περιορίζεται σε ρυθμούς που είναι κατ’ αναλογία κατώτεροι των περιστάσεων.