Ο Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη στα χέρια του τις προτάσεις που ζήτησε από το Πεντάγωνο για τον τερματισμό του πολέμου σε Ιράκ-Συρία «μέσα σε ένα χρόνο».
Η συνολική στρατηγική, που θα ακολουθήσει ο αμερικανός πρόεδρος, δεν είναι δημοσιευμένη (διαιωνίζοντας το ερώτημα που υπήρχε στα αμερικανικά ΜΜΕ και επί Ομπάμα: «υπάρχει συνεκτική στρατηγική;»), αλλά το πρώτο βήμα έγινε γνωστό και είναι η κλιμάκωση της αμερικανικής στρατιωτικής επιθετικότητας. Μεταφέρονται άμεσα στη Συρία 400 πεζοναύτες και κομάντο, με τη συνοδεία πυροβολικού. Το Κογκρέσο καλείται να άρει το «πλαφόν» των μάξιμουμ 500 Αμερικανών στρατιωτών στη Συρία, που είχε οριστεί επί Ομπάμα. Άλλοι 2.500 άντρες των Ειδικών Δυνάμεων μεταφέρονται στο Κουβέιτ, όπου θα σταθμεύσουν ως εφεδρείες έτοιμες να μετακινηθούν ανά πάσα στιγμή στο Ιράκ ή τη Συρία.
Πολεμική κυβέρνηση
Προεκλογικά, η «φιλικότητα» του Τραμπ προς τον Πούτιν (και τα «έργα και ημέρες» της γερακίνας Χίλαρι) είχε δημιουργήσει μια αυταπάτη πως ο Τραμπ μπορεί να λειτουργήσει ακόμα και ως «παράγοντας ειρήνης» στη Μέση Ανατολή. Προεκλογικά βέβαια ο ίδιος ο Τραμπ εκτόξευε διαρκείς απειλές ενάντια στον «τζιχαντισμό» και υποσχόταν «να συντρίψει το Ισλαμικό Κράτος». Μετεκλογικά σχημάτισε την «κυβέρνηση στρατηγών». Ακολούθησε η πρόσφατη διακήρυξή του πως «πρέπει να αρχίσουμε να κερδίζουμε ξανά πολέμους!». Και τώρα έχουμε ένα άμεσο δείγμα γραφής, που είναι η κλιμάκωση της αμερικανικής στρατιωτικής παρουσίας (και με «μπότες στο έδαφος» πλέον), που –ως γνωστό– σπάνια μένει περιορισμένη στον αρχικό σχεδιασμό, αλλά συνήθως οδηγεί σε όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή, είτε εξαρχής συνειδητή, είτε «δια της ολισθήσεως».
Είχε προηγηθεί η πρώτη –δημόσια, με αμερικανικές σημαίες– ανάπτυξη δυνάμεων στην πόλη Μανμπίτζ. Αυτή η ενέργεια είναι ενδεικτική του «κουβαριού» στην εμπόλεμη Συρία: Οι αμερικανικές δυνάμεις αναπτύχθηκαν και ύψωσαν τις σημαίες τους, ανάμεσα στις υποστηριζόμενες από τον τουρκικό στρατό αντάρτικες δυνάμεις και τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (Κουρδικές πολιτοφυλακές και αντάρτες σύμμαχοί τους), για να μπει ένα τέλος στις συγκρούσεις μεταξύ τους. Όπως εκπρόσωπος του αμερικανικού στρατού, ήταν «μια προσεκτική δράση με στόχο να καθησυχάσει όλους τους συμμάχους μας… και να διασφαλίσει ότι όλες οι πλευρές θα παραμείνουν αφοσιωμένες στο να ηττηθεί ο κοινός μας εχθρός, το ISIS».
Κουβάρι ανταγωνισμών
Η προσπάθεια «ισορροπίας» μεταξύ Τουρκίας και Κούρδων δεν είναι καθόλου εύκολη. Οι Ειδικές Δυνάμεις, που στέλνονται στη Συρία, θα αναπτυχθούν εκεί με στόχο να υποστηρίξουν την προέλαση των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων προς τη Ράκα, με στόχο την απόσπασή της από το Ισλαμικό Κράτος. Είναι μια έμπρακτη «ψήφος» της Ουάσινγκτον υπέρ των Κούρδων και των συμμάχων τους στο διαγκωνισμό για το «ποιος θα πρωταγωνιστήσει στην ανακατάληψη της Ράκα» που μπορεί να δημιουργήσει επιπλοκές. Ο γερουσιαστής Τζον Μακέιν προειδοποίησε πως οι αμερικάνοι αξιωματούχοι δεν έχουν κατανοήσει πλήρως το βάθος των τουρκικών αντιρρήσεων και δήλωσε πως «υπάρχει πιθανότητα μιας προσεχούς σύγκρουσης μεταξύ Τουρκίας και Κούρδων». Στην ίδια την Τουρκία, ο πρωθυπουργός Γιλντιρίμ δήλωσε πως, αν συνεχιστεί αυτή η ενεργή στήριξη στις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις, οι σχέσεις της Άγκυρας με τις ΗΠΑ θα «υποστούν σοβαρή ζημιά».
Μια επιπλέον επιπλοκή αφορά το πώς θα αντιδράσει η Δαμασκός και οι σύμμαχοί της. Ο Μπασάρ Αλ Άσαντ χαρακτήρισε εισβολείς «όποιους ξένους στρατιώτες έρχονται στη Συρία χωρίς την πρόσκλησή μας». Αλλά κράτησε χαμηλούς τόνους: «Δεν νομίζουμε ότι θα βοηθήσουν σε κάτι… Έχουμε ελπίδες ότι αυτή η κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει σκοπό να εφαρμόσει αυτά που έχουμε ακούσει». Δεν ήταν λόγια κήρυξης πολέμου στον «εισβολέα», μάλλον γιατί παίρνουν υπόψη ότι αυτός εισβάλει για να πολεμήσει έναν εχθρό του καθεστώτος, το Ισλαμικό Κράτος. Ωστόσο αυτό μπορεί να αλλάξει στην πορεία του πολέμου: Πρώτα με τη μορφή «κούρσας» προς τη ντε φάκτο πρωτεύουσα του Ισλαμικού Κράτους. Στην ίδια συνέντευξη ο Άσαντ ανακοίνωσε ότι οι δυνάμεις του με ρωσική στήριξη προωθήθηκαν και αυτές αρκετά κοντά στη Ράκα.
Η Ράκα είναι πλέον ένα «έπαθλο» γύρω από το οποίο εξελίσσεται ένας πολύπλευρος ανταγωνισμός. Και το πρόβλημα δεν περιορίζεται στο ποιος θα προελάσει πιο γρήγορα.
Μια άλλη διάσταση αφορά το ίδιο το Ισλαμικό Κράτος. Στρατιωτικά δεν θα μπορέσει ενδεχομένως να αντέξει «εναντίον όλων» (αν και στη Μοσούλη έχει αποδείξει επί πολλούς μήνες ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση το «ξερίζωμά» του), αλλά πολιτικά-ιδεολογικά έχει «χτιστεί» πάνω σε αυτή την αντίθεση. Η προπαγάνδα του πλέον έχει «αραβικό» μανδύα ενάντια στους «Κούρδους εισβολείς», διατηρώντας τον σεχταριστικό μανδύα «ενάντια στο αλεβίτικο καθεστώς», αλλά και τον αντι-αμερικανικό «ενάντια στους ξένους σταυροφόρους». Αυτά δεν θα το σώσουν στρατιωτικά στη Ράκα (μακροπρόθεσμα), αλλά μπορούν να διασφαλίσουν ότι θα υπάρξουν πρόθυμοι μαχητές να συνεχίσουν την «τζιχάντ» και μετά την πτώση της Ράκα. Μια παρόμοια αν και διαφορετική διαδικασία εξελίσσεται στην Ιντλίμπ και τη βόρεια ύπαιθρο, όπου η Αλ Νούσρα και οι σύμμαχοί της ενισχύονται διαρκώς, σε βάρος των άλλων αντικαθεστωτικών, στο κλίμα «προδοσίας» που έχει διαμορφωθεί στις τάξεις τους μετά την εγκατάλειψη του Χαλεπιού από την Τουρκία και τη συμφωνία Ρωσίας-Ιράν-Τουρκίας που αντανακλάται στο έδαφος με τη στροφή των φιλοτουρκικών ανταρτών στον πόλεμο αποκλειστικά ενάντια στο ΙΚ και όχι ενάντια στο καθεστώς.
Επόμενη μέρα
Τελευταία, αλλά διόλου ασήμαντη επιπλοκή είναι το γεγονός ότι οι Αμερικανοί δεν επεμβαίνουν απλώς, αλλά στοχεύουν και να μείνουν στην περιοχή, καθώς η ανακατάληψη της Ράκα θα έχει και «επόμενη μέρα». Ο Αμερικανός στρατηγός Τζόσεφ Βότελ δήλωσε πως ίσως χρειαστούν επιπλέον δυνάμεις για να στηρίξουν «τη σταθερότητα και άλλες πτυχές των επιχειρήσεων». Καταθέτοντας σε Επιτροπή του Κογκρέσου, έγινε πιο συγκεκριμένος και δεν απέκλεισε οι επιπλέον δυνάμεις να αναπτυχθούν «για να διατηρήσουν τον έλεγχο» των εδαφών που θα χάσει το ΙΚ.
Όπως γράφτηκε στο παρελθόν και σε αμερικανικό θινκ-τανκ, υπάρχουν τουλάχιστον 5 διαφορετικοί πόλεμοι που μπορεί να ξεσπάσουν μετά τον πόλεμο ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος…