Για όλα χρειάζεται πάντα μια καλή αφορμή. Στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει εδώ, τον πυροδότη αποτέλεσαν οι προσφυγές δύο γυναικών από τη Γαλλία και το Βέλγιο, οι οποίες απολύθηκαν, διότι αρνήθηκαν να βγάλουν τις μαντίλες στον χώρο εργασίας τους. Ο εσωτερικός δικαστής (σε Γαλλία και Βέλγιο αντίστοιχα) απευθύνθηκε με προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία.
“Ένας εσωτερικός κανόνας μιας επιχείρησης που απαγορεύει στους εργαζόμενους να φορούν εμφανή πολιτικά, φιλοσοφικά και θρησκευτικά σύμβολα δεν συνιστά ευθεία διακριτική μεταχείριση” απεφάνθη το Δικαστήριο. Ο εργοδότης, λοιπόν, πέρα από το απόλυτο διευθυντικό δικαίωμα με το οποίο είναι εξοπλισμένος, αποκτά πλέον και ένα επιπρόσθετο: το δικαίωμα πάνω στα σώματα των εργαζομένων. Θα είναι αυτός που θα κρίνει και θα αποφασίζει τι από όσα φέρουν στο σώμα τους οι εργαζόμενοι/ες είναι επιτρεπτό και τι όχι. Θρησκευτικά και πολιτικά σύμβολα απορρίπτονται. Τίποτα δεν πρέπει να παραβιάσει την “ιερότητα” και την “καθαρότητα” του χώρου εργασίας.
Είναι όμως μόνο αυτό;
Η βραδυφλεγής βόμβα πίσω από τη δικαστική αυτή απόφαση είναι άλλη: η εξαφάνιση από τον δημόσιο χώρο (της εργασίας εν προκειμένω) των ισλαμικών συμβόλων. Και οι κατεξοχήν φορείς αυτών των συμβόλων δεν είναι άλλες από τις μουσουλμάνες γυναίκες. Αυτές, λοιπόν, είναι και οι πραγματικοί αποδέκτες αυτής της δικαστικής απόφασης. Και αυτός που θα αποφασίζει και θα απαγορεύει θα είναι ένας δυτικός, λευκός, πιθανότατα άντρας, χριστιανός. Πόσο βολικό, πράγματι.
Πρόκειται για μια πολύ κακή απόφαση –και όχι με βάση το νομικό κριτήριο- σε βάρος ανθρώπων που δέχονται ήδη καταπίεση και διακρίσεις. Τόσο εξόφθαλμα κακή, που οδήγησε την εκπρόσωπο του Ευρωπαϊκού Δικτύου Ενάντια στον Ρατσισμό να δηλώσει: “Μας ανησυχεί πολύ αυτή η απόφαση γιατί φοβόμαστε ότι θα αποκλείσει τις μουσουλμάνες από την αγορά εργασίας και θα τις αναγκάσει να επιλέξουν ανάμεσα στο δικαίωμά τους να εκφράζουν τα θρησκευτικά τους πιστεύω και το δικαίωμά τους στην πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Είναι λοιπόν μια απογοητευτική απόφαση, η οποία θα δώσει το δικαίωμα στους εργοδότες να κάνουν διακρίσεις εναντίον μουσουλμάνων”.
Η ελευθερία, όταν δεν μπορείς να την εκφράσεις δημόσια, στερείται οποιουδήποτε νοήματος. Δεν αρκεί να σου αναγνωρίζουν ότι μπορείς να έχεις θρησκευτικές, πολιτικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις. Θα πρέπει να σου αναγνωρίζουν και την ελευθερία να τις εκδηλώνεις. Σε κάθε άλλη περίπτωση η ελευθερία καταντά αδειανό πουκάμισο.
Ας δούμε λιγάκι πίσω από τις νομικές γραμμές: Το Δικαστήριο σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσει τις διατάξεις της ευρωπαϊκής οδηγίας για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία, προέβη σε μια πολύ στενή ερμηνεία της αρχής αυτής. Και στις δύο περιπτώσεις έκρινε ότι δεν υπήρξε διακριτική μεταχείριση σε βάρος των δύο απολυμένων γυναικών που προσέφυγαν στη δικαιοσύνη. Η δικαιολόγηση; Ο εσωτερικός αυτός κανόνας αντιμετωπίζει κατά τον ίδιο τρόπο όλους τους εργαζομένους της επιχείρησης, επιβάλλοντάς τους, γενικώς και αδιακρίτως, μεταξύ άλλων μια ουδέτερη αμφίεση.
Και κάπου εδώ ήρθε η ώρα να εγκαταλείψουμε το παραπλανητικό έδαφος της νομικής ουδετερότητας των κανόνων και των διατάξεων και να σκεφτούμε πολιτικά: Είμαστε όλες κι όλοι το ίδιο ενώπιον του “ουδέτερου” νόμου; Ο νόμος αυτός εφαρμόζεται πράγματι “αδιακρίτως”; Το ίδιο καταπιέζεται αυτή τη στιγμή στην Ευρώπη ένας χριστιανός που επιλέγει να φορά τον σταυρό και το ίδιο μια μουσουλμάνα που σκεπάζει το κεφάλι της με την ισλαμική μαντίλα; Ποιος από τους δύο θα συγκεντρώσει τα πυρά της αντίδρασης; Ποιος από τους δύο θα δεχτεί επίθεση;
Σε ένα ζοφερό τοπίο ισλαμοφοβικού παραληρήματος και αντιπροσφυγικής υστερίας μια τέτοια δικαστική απόφαση έρχεται να δυναμώσει ανησυχητικά τη φωτιά που σιγοκαίει, κλιμακώνοντας επικίνδυνα την κατάσταση.
Αν μας φαίνεται πράγμα αναχρονιστικό, σκοταδιστικό και απαράδεκτο η αμφίεση των γυναικών με μαντίλα ή μπούρκα, πόσο νομιμοποιούμαστε –στ’ αλήθεια- να κάνουμε υποδείξεις, να κουνάμε το δάχτυλο και να μιλάμε εξ ονόματος των μουσουλμάνων γυναικών; Πρόκειται για μια στάση που δεν μπορεί να κρύψει ότι “εμείς ξέρουμε καλύτερα”. Οι δικές μας αξίες και αρχές είναι ανώτερες. Και υποκρύπτει κατ’ επέκταση και κάτι χειρότερο: οι μουσουλμάνες γυναίκες δεν μπορούν να αποφασίσουν μόνες τους τι είναι καλό για αυτές τις ίδιες. Χρειάζεται να επέμβουμε “εμείς”, για να υποδείξουμε σε πόσο άσχημη θέση βρίσκονται “αυτές”.
Αν πιστεύουμε πράγματι στην απελευθέρωση και μας ενδιαφέρει η γυναικεία χειραφέτηση, τότε μια καλή αρχή θα ήταν να ακούσουμε προσεκτικά τι έχουν να μας πούνε οι ίδιες και όχι να προσπαθούμε να χωρέσουμε μέσα στα δικά μας “καλούπια της πολιτισμένης Δύσης” τις συνήθειες των “πρωτόγονων και απολίτιστων της Ανατολής”. Και μάλιστα όλο αυτό να σκεπάζεται κάτω από την υποκρισία του δυτικού κόσμου που μπορεί να κουνάει το δάχτυλο στις μουσουλμάνες μετανάστριες στην Ευρώπη και την ίδια στιγμή να κλείνει οικονομικές συμφωνίες με κράτη, όπως η Σαουδική Αραβία, που εφαρμόζουν τη σαρία. Άλλα μέτρα και άλλα σταθμά.
(ολόκληρο στο Rproject.gr)