Επιστροφή στο έτος 2018. Η εμφάνιση των Κίτρινων Γιλέκων ήταν πάνω από όλα μια έκφραση απόρριψης της φορολογικής αδικίας, αποκρυσταλλωμένη στην απόρριψη του νέου φόρου στα καύσιμα, για τον οποίο, όλοι έχουν καταλάβει έκτοτε, ότι είχε ως μοναδικό στόχο να αντισταθμίσει τις απώλειες που προκαλούσε στον προϋπολογισμό του 2019 η απαλλαγή των εργοδοτών από τις ασφαλιστικές εισφορές.
Η κινητοποίηση των Κίτρινων Γιλέκων δεν είναι μια έκφραση περιθωρίου ή κοινωνικά αποκλεισμένων. Αντίθετα, η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου στα μπλόκα είναι μισθωτοί, καθώς πίσω από τη θολή κατηγοριοποίηση της «μεσαίας τάξης», το 60% των δημοσίων και ιδιωτικών υπαλλήλων βγάζουν λιγότερο από 2000 ευρώ το μήνα καθαρά. Οι μονογονεϊκές οικογένειες θίγονται ιδιαίτερα και αυτός είναι ένας από τους λόγους του πολύ σημαντικού ποσοστού συμμετοχής γυναικών στα Κίτρινα Γιλέκα.
Εξωγενώς του εργατικού
κινήματος
Δεν είναι ένα κίνημα γύρω από ένα συγκεκριμένο αίτημα, ούτε ένα κίνημα μιας συγκεκριμένης ομάδας εργαζομένων, ενός κλάδου ή μιας περιοχής. Η αύξηση των φόρων ήταν ο πυροκροτητής, σε όλη τη χώρα, για εκείνους κι εκείνες που μοιράζονται τους ίδιους τόπους κατοικίας και συχνά, κοινωνικούς δεσμούς. Τα ιντερνετικά κοινωνικά δίκτυα και η κάλυψη των μεγάλων ΜΜΕ έκαναν τα υπόλοιπα.
Αν και είναι μια κινητοποίηση εργατών κι εργατριών, συνταξιούχων και εκμεταλλευμένων που στοχοποιεί το κράτος και εγείρει το ζήτημα της διανομής του πλούτου, η αμφισβήτηση χτίστηκε απολύτως έξω από το εργατικό κίνημα, τα συνδικάτα και τα κόμματα. Είναι σημάδι της απώλειας της αξιοπιστίας του εργατικού κινήματος, των συνεπειών της διαχείρισης της λιτότητας από τη σοσιαλδημοκρατία, που την κάνει μέρος του προβλήματος και όχι των λύσεων. Είναι επίσης σημάδι της απώλειας της αποτελεσματικότητας του συνδικαλιστικού κινήματος στην υπεράσπιση των συνθηκών ζωής των εργατών κι εργατριών. Χωρίς να γενικεύουμε, ελάχιστα Κίτρινα Γιλέκα είναι συνδικαλισμένα και πολλά από αυτά (όπως και η μισή εργατική δύναμη) απασχολείται σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπου το βάρος των συνδικάτων και η δύναμη της συλλογικής δράσης είναι πολύ αδύναμα.
Το κίνημα κουβαλά στις αποσκευές του ένα πολιτικό γεγονός: το υπαρκτό βάρος της ακροδεξιάς ψήφου ανάμεσα στους μισθωτούς. Αλλά πέρα από τα διάφορα πραγματικά ρατσιστικά και ομοφοβικά περιστατικά, τα Κίτρινα Γιλέκα δεν στοχοποιούν ως υπεύθυνους για την κατάστασή, ούτε τους μετανάστες, ούτε τους δημόσιους υπαλλήλους, όπως στη δημαγωγία που καλλιεργεί η άκρα Δεξιά.
Το κίνημα έχει εστιάσει σε αυτό που το ενοποιεί, την άρνηση της φορολογικής αδικίας και απομακρύνει αυτά που το διχάζουν, κυρίως το ρατσισμό. Ακόμα και η καμπάνια των περασμένων εβδομάδων, ενάντια στο Σύμφωνο του Μαρακές, γλίστρησε μέσα στο κίνημα, χωρίς να καταφέρει να αγκιστρωθεί.
Αλλά για να καταγράψουμε τα κοινωνικά του αιτήματα, το κίνημα απευθύνεται στο κράτος, ενώ αποφεύγει την αντιπαράθεση με τους εργοδότες γενικά, θέτοντας ακόμα και τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες στο επίπεδο των πολύ μικρών επιχειρηματιών και στην πλευρά των θυμάτων των μεγάλων εταιριών.
Αναθέρμανση του κοινωνικού κινήματος
Πέρα από την πολύ πλατιά συμπάθεια που έχει κατακτήσει, το κίνημα σίγουρα δεν έχει καταφέρει να ενώσει τις λαϊκές τάξεις των προαστίων και των αστικών κέντρων σε κοινή δράση. Ωστόσο, έχει αναμοχλεύσει το συσχετισμό δύναμης.
Ο Μακρόν πίστευε ότι με τη νίκη του ενάντια στο κίνημα των σιδηροδρομικών δεν θα υπήρχαν άλλα εμπόδια στην εφαρμογή της ακραίας νεοφιλελεύθερης ατζέντας του. Αυτό δεν ισχύει πια. Οι εργοδότες απέσυραν σιωπηλά την επίθεσή τους ενάντια στις πληρωμές υπερωριών των οδηγών φορτηγών. Αντίστοιχα, η αναθέρμανση του κοινωνικού κλίματος επέτρεψε στους εργαζόμενους του πολυτελούς ξενοδοχείου Hayatt να κατακτήσουν κάποια από τα αιτήματά τους.
Αλλά, παράλληλα, η συντριπτική πλειοψηφία του συνδικαλιστικού κινήματος δεν ήθελε να βγει στο πλευρό των Κίτρινων Γιλέκων και να αξιοποιήσει την ευνοϊκή συγκυρία, όχι μόνο για να προωθήσει κλαδικές διεκδικήσεις, αλλά κυρίως, για να δημιουργήσει το συσχετισμό δύναμης που θα επέτρεπε να κερδηθούν τα γενικότερα αιτήματα για τους μισθούς (ΑΤΑ, γενικευμένες αυξήσεις) ή για την ανάκληση της κατάργησης του φόρου στον πλούτο. Ωστόσο, είναι αυτή ακριβώς η συνδυασμένη δράση για τους μισθούς που παραμένει στην ημερήσια διάταξη, από την αρχή του Γενάρη, για να λυγίσει το Μακρόν από τη φιλοκαπιταλιστική πολιτική του.
Εφόσον οι συνθήκες παραμένουν παρούσες με την συνέχεια των δράσεων των Κίτρινων Γιλέκων, η σύγκλιση μπορεί να προκύψει μόνο από τα κάτω, όπως έχει αρχίσει να συμβαίνει σε πολλές διαδηλώσεις στις πόλεις, με την εμπλοκή των αγωνιστών των κοινωνικών κινημάτων μέσα στα Κίτρινα Γιλέκα.
Το διακύβευμα των πολιτικών ερωτημάτων
Μέσα από την «απολίτικη» στάση που απαιτήθηκε από τα Κίτρινα Γιλέκα, εκφράστηκε η απόρριψη των πολιτικών μηχανισμών της «αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας». Τα Κίτρινα Γιλέκα είναι το αποτέλεσμα αυτών των δεκαετιών κατά τις οποίες οι κυβερνήσεις έσπασαν όλους τους συνδέσμους με τους οποίους το κράτος διατηρούσε ένα βαθμό κοινωνικής συμφωνίας και, με αυτόν τον τρόπο, τον σεβασμό για τους θεσμούς και το πολιτικό προσωπικό. Η ανοιχτή κρίση της σοσιαλδημοκρατίας και των Ρεπουμπλικάνων (ΣτΜ: της παραδοσιακής Δεξιάς), όπως και η ίδια η εκλογή του Μακρόν, είναι αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας.
Η αρχική έκφραση αυτής της απόρριψης είναι η άρνηση της εκπροσώπησης, της αντιπροσώπευσης ακόμα και στο εσωτερικό των Κίτρινων Γιλέκων. Αυτό δεν εμπόδισε, τις τελευταίες εβδομάδες, να αρχίσουν κάποιες προσπάθειες να συγκροτηθούν δομές για να οργανώνουν τις δράσεις και τα αιτήματα. Προφανώς τα λόγια και τα έργα των Κίτρινων Γιλέκων είναι ευθέως πολιτικά, αλλά ακόμα δεν μπορούν να ενσωματωθούν σε θεσμικά πλαίσια.
Παρόλα αυτά, η έμφαση που δίνεται στο Δημοψήφισμα με Πρωτοβουλία Πολιτών (RIC) αποδεικνύει τις αυταπάτες για τη δυνατότητα να πιεστούν οι θεσμικοί μηχανισμοί με μερικά χτυπήματα. Η εμπειρία του Ευρωσυντάγματος και του νοθευμένου δημοψηφίσματος για τη μεταφορά ενός αεροδρομίου στη Notre-Dame-des-Landes είναι εδώ για να αποδείξουν το ανάποδο. Αντίθετα, η υπαρκτή δημοκρατική διάθεση μπορεί να είναι πλούσια σε άλλες κατευθύνσεις, αν το κίνημα διατηρηθεί με τη μορφή τοπικών λαϊκών συνελεύσεων που θα ενεργοποιούν μαχητικές δράσεις για να επιβάλλουν τις επιλογές που αντιστοιχούν στις κοινωνικές ανάγκες.
Αυτή η δημοκρατική προσδοκία, ακόμα κι αν δεν βρει διέξοδο, δεν θα καλυφθεί «αφομοιώνοντας» τα Κίτρινα Γιλέκα, ανεξάρτητα από τις επιθυμίες προσωπικής καριέρας ορισμένων ηγετικών στελεχών.
Αλλά, όπως και στα κοινωνικά ζητήματα, τα πολιτικά ζητήματα παραμένουν μια ανοιχτή πρόκληση σε αυτή τη φάση του κινήματος. Αν αυτό έληγε στην αρχή της χρονιάς, όχι μόνο θα ήταν πιο δύσκολο να περάσει η σκυτάλη των κινητοποιήσεων σε εργασιακούς κλάδους των μισθωτών, αλλά επίσης η μόνη πολιτική διέξοδος θα ήταν και πάλι το εκλογικό σύστημα, είτε με τον αρνητικό τρόπο της αποχής, είτε μέσω μιας ισοπαλίας μεταξύ Ανυπότακτης Γαλλίας και Εθνικού Μετώπου, με το δεύτερο να είναι ο βασικός ωφελημένος.