Ο σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός συναντά την παλιά προσπάθεια του Ναπολέοντα του Τρίτου να εκδιώξει την επικίνδυνη «πλέμπα» από το Παρίσι και το gentrification συναντά πρακτικές που θυμίζουν Κράτος του Ισραήλ.
Στα τέλη Μάρτη, η συνοικία Καμπούν στη Δαμασκό κατεδαφίστηκε σχεδόν στο σύνολό της. Αυτό που θα την «αντικαταστήσει» δεν θα θυμίζει σε τίποτα την παλιά εργατογειτονιά που ανακατέλαβε ο κυβερνητικός στρατός το 2017. Τα τελευταία 4 χρόνια οι αντίστοιχες -επίσημα ανακοινωμένες από το συριακό στρατό- κατεδαφίσεις έχουν φτάσει κοντά στις 1.000. Συχνά παρουσιάζονται ως «απομάκρυνση εκρηκτικών που είχαν αφήσει πίσω τους οι τρομοκράτες», αν και άνθρωποι με εμπειρία πεδίου σε τέτοιες επιχειρήσεις (αφαίρεσης ναρκών κλπ), δηλώνουν ότι η πρακτική κατεδάφισης κτιρίων/γειτονιών δεν έχει καμία σχέση με την ανθρωπιστική μέθοδο, που απαιτεί «χειρουργική» αντιμετώπιση (και για λόγους περιορισμού των καταστροφών αλλά και για λόγους αποτελεσματικότητας).
Η καμπάνια κατεδαφίσεων αφορά μια πολύ πιο σκοτεινή υπόθεση, όπου ο σύγχρονος νεοφιλελευθερισμός συναντά την παλιά προσπάθεια του Ναπολέοντα του Τρίτου να εκδιώξει την επικίνδυνη «πλέμπα» από το Παρίσι (ο διαβόητος επανασχεδιασμός του Οσμάν) και όπου το gentrification συναντά πρακτικές που θυμίζουν Κράτος του Ισραήλ. Αν «ο πόλεμος είναι συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα», τα τελευταία χρόνια αποτυπώνεται καθαρά το πολιτικό περιεχόμενο του πολέμου από τη μεριά του νικηφόρου καθεστώτος του Μπασάρ Αλ Άσαντ.
Το 2007, στην πόλη Χομς, ο τοπικός κυβερνήτης είχε ανακοινώσει ένα σχέδιο «ανάπλασης» λαϊκών συνοικιών το οποίο προκάλεσε έντονες διαμαρτυρίες των κατοίκων. Οι γειτονιές τους υποτίθεται θα «αναβαθμίζονταν», αλλά η υπόσχεση για «οικονομική αποζημίωση ή βοήθεια στην εξεύρεση άλλης κατοικίας», έκανε τους ντόπιους εύλογα καχύποπτους για το αν θα άντεχε το πορτοφόλι τους την παραμονή στη «νέα Χομς». Την ίδια περίοδο, αντίστοιχα σχέδια πρωτοεμφανίζονταν για τμήματα της Δαμασκού, καθώς το καθεστώς έβαζε μπρος το νέο οικονομικό δόγμα της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς», δηλαδή την επιτάχυνση των νεοφιλελεύθερων αλλαγών που είχε πρωτοεισάγει ο πατέρας Άσαντ.
Οι φιλελεύθεροι που αντιμετώπισαν τη συριακή εξέγερση ως αμιγώς «δημοκρατική», οι οριενταλιστές που την αντιμετώπισαν ως αμιγώς «ισλαμική» και κάποιοι «αντι-ιμπεριαλιστές» που την αντιμετώπισαν ως «αμερικανική επέμβαση», υποτίμησαν κατάφωρα αυτήν την προϊστορία -και ιδιαίτερα τη συσσώρευση πληβειακών στρωμάτων (και οργής) στους ημι-παράνομους εργατικούς «οικισμούς» που στήνονταν και μαζικοποιούνταν στα προάστια των μεγάλων αστικών κέντρων (ιδιαίτερα μετά από κάποιες καταστροφικές ξηρασίες που παρόξυναν τη μετανάστευση άπορων αγροτών προς τα προάστια των πόλεων).
Πόλεμος και εκτοπισμός
Μετά το 2011, η μετατροπή της εξέγερσης σε εμφύλιο πόλεμο επιτάχυνε τους παλιότερους σχεδιασμούς: Αφενός, επιβεβαίωνε ότι αυτή η συσσωρευμένη μάζα φτωχών αποτελεί «πολιτικό κίνδυνο» και, αφετέρου, έδινε πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες στο καθεστώς να υλοποιήσει τα σχέδια «εξευγενισμού» δια της βίας.
Το 2012 γίνεται νόμος το «Διάταγμα 66», που προέβλεπε την απαλλοτρίωση σπιτιών σε δύο φτωχογειτονιές της Δαμασκού, την κατεδάφισή τους και την ανέγερση της «Marota City», με ακριβά διαμερίσματα, όμορφους κήπους κ.ο.κ.
Ακολούθησε το «Διάταγμα 63», που έδινε στο κράτος τη δυνατότητα να γενικεύσει την τακτική των απαλλοτριώσεων σε όλη τη χώρα, εφόσον οι ιδιοκτήτες κατηγορούνταν με τον «αντιτρομοκρατικό» νόμο 19. Σύμφωνα με το συριακό υπουργείο Οικονομικών, τη διετία 2016-17 έγιναν συνολικά 70.000 απαλλοτριώσεις κατοικιών με χρήση αυτής της «αντιτρομοκρατικής» νομοθεσίας. Ταυτόχρονα, το συριακό κράτος αποκτούσε το δικαίωμα απαλλοτρίωσης των εγκαταλελειμμένων κατοικιών (σε καιρό πολέμου!). Για να σώσουν τα σπίτια τους, οι ξεριζωμένοι έπρεπε «απλά» να επιστρέψουν και να αποδείξουν την κυριότητα.
Σε μια εποχή που η «οικονομία του πολέμου» είχε πλημμυρίσει τη χώρα με «σημεία ελέγχου» (όπου φιλοκαθεστωτικές και αντικαθεστωτικές πολιτοφυλακές επέβαλαν «διόδια») και η εξασφάλιση άδειας εισόδου στην πόλη από το επίσημο καθεστώς δεν ήταν καθόλου απλή υπόθεση ούτε για «ουδέτερους» (οι άνθρωποι με αντιπολιτευτική δράση δεν διανοούνταν καν να επιχειρήσουν να παρουσιαστούν υπό το φόβο σύλληψης και βασανισμού) η επιστροφή δεν ήταν τόσο απλή υπόθεση. Επιπλέον, από πριν τον πόλεμο, περίπου το 50% των κατοικιών δεν είχε καταχωρηθεί επίσημα, καθώς πλήθαιναν οι αυτοσχέδιες εργατικές «παραγκουπόλεις», ενώ πολλά έγγραφα καταστράφηκαν στη διάρκεια του πολέμου. Σε έρευνα της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες το 2017, μόνο το 9% διέθετε έγγραφα πιστοποίησης της κατοικίας τους. Για όποιον κατάφερνε να ξεπεράσει όλα αυτά τα εμπόδια, το συριακό κράτος απαιτούσε να πληρώσει όλους τους λογαριασμούς της διάρκειας της απουσίας του.
Ενώ το καθεστώς με το ένα χέρι άρπαζε τα σπίτια των φτωχών, με το άλλο χέρι μοίραζε «πεδία κερδοφορίας». Τον Ιούλη του 2015, η κυβέρνηση κάλεσε όλες τις τοπικές Αρχές να συγκροτήσουν ιδιωτικές εταιρίες real estate (μια δυνατότητα στους αξιωματούχους που απέδειξαν την αφοσίωσή τους στο καθεστώς να γίνουν επιχειρηματίες). Το 2016 ψηφίστηκε ο Νόμος των ΣΔΙΤ, που έδινε στους ιδιώτες την ευκαιρία/δυνατότητα «να διαχειριστούν δημόσια ιδιοκτησία» σε όλους τους κλάδους της οικονομίας πλην της εξόρυξης πετρελαίου.
Νεοφιλελευθερισμός
Το 2018, με το καθεστώς να έχει ουσιαστικά επικρατήσει στον εμφύλιο, πήρε μπρος η «ανοικοδόμηση». Το παλιό δόγμα της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» αντικαταστάθηκε με το νέο δόγμα της «Εθνικής Συνεργασίας» (κράτους-ιδιωτών), που αναβάθμιζε το νόμο των ΣΔΙΤ σε «στρατηγικό πλάνο». Την ίδια χρονιά, εγκρίθηκε το «Διάταγμα 10», που γενίκευε τις προβλέψεις του «66» και την πρακτική της «Marota City» σε όλη τη χώρα.
Τα «σχήματα» που συγκροτούνται για τη διαχείριση αυτών των έργων περιλαμβάνουν κάποιους από τους πιο μεγάλους επιχειρηματίες της χώρας, που συχνά έχουν ως «μπροστινούς» κάποια από τα πιο μεγαλόσχημα στελέχη του καθεστώτος. Η πελατεία στην οποία θα απευθύνονται οι «αναπλασμένες» γειτονιές δεν είναι μυστικό: Στον νόμιμο, φιλοκυβερνητικό Τύπο κυκλοφορεί η παραδοχή ότι «στοχεύουν στους εύπορους», ενώ συμβαίνει τόσο κραυγαλέα που έχει προκαλέσει και μικροκραδασμούς εντός του καθεστωτικού συνασπισμού.
Μέχρι τώρα, προχωράνε οι κατεδαφίσεις (χαμηλού κόστους), αλλά αποδεικνύονται πιο δύσκολες οι «αναπλάσεις» (που απαιτούν κεφάλαια). Οι συριακές τράπεζες (και η οικονομία γενικότερα) είναι σε άσχημη κατάσταση, το Ιράν είτε δεν ενδιαφέρεται είτε δεν μπορεί να ασχοληθεί «επενδυτικά», ενώ η Ρωσία έχει τα δικά της προβλήματα αλλά και τα δικά της ενδιαφέροντα: Η στρατιωτική της επέμβαση εξασφάλισε σε ρωσικές εταιρείες τον έλεγχο πολύ συγκεκριμένων παραγωγικών κλάδων, αλλά και το λιμάνι της Ταρτούς. Το οποίο δεν παρέμεινε απλά βάση του ρωσικού ναυτικού στη Μεσόγειο, αλλά πέρασε συνολικά στην ιδιοκτησία της Stroytransgaz για τα επόμενα 49 χρόνια. Αυτό το κενό, μεταξύ ενός κράτους που δίνει μεγάλες ευκαιρίες στους «επενδυτές» και την έλλειψη ή αδυναμία «επενδύσεων», φαίνεται ότι εντόπισαν τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Ο πρωτοπόρος ρόλος που έπαιξαν (χρονολογικά και πολιτικά) στην αποκατάσταση σχέσεων με τη Δαμασκό ίσως δεν είναι άσχετος με την πλούσια δράση τους στο real estate και την εξειδικευμένη εμπειρία τους στην ανέγερση διάφορων «Disneyland για τους πλούσιους».
Το συριακό καθεστώς ακολουθεί τις γνώριμες πρακτικές της παράδοσης του δημόσιου στους ιδιώτες ως πεδίο κερδοφορίας γενικά και του gentrification ειδικότερα. Το γεγονός ότι τα θύματα αυτών των σχεδίων είναι οι πρόσφυγες -είτε κατέφυγαν στο εξωτερικό είτε παραμένουν εσωτερικά εκτοπισμένοι- που δεν έχουν πλέον πού να επιστρέψουν προσθέτει σε αυτό το αίσχος την ανατριχιαστική σύγκριση με τις πρακτικές του Ισραήλ το 1948 (και το «Νόμο Απόντων Ιδιοκτητών», με τον οποίο το Κράτος του Ισραήλ απαλλοτρίωσε κάθε έκταση και σπίτι του οποίου οι ιδιοκτήτες έλειπαν την ώρα της άφιξης του ισραηλινού στρατού). Ενώ το γεγονός ότι οι εργατογειτονιές που κατεδαφίζονται είναι κυρίως αυτές που εξεγέρθηκαν το 2011, προσθέτει και μνήμες παλιών αντεπαναστατικών-εκδικητικών «ανασχεδιασμών» του Παρισιού.
Όπως το συνόψισε η Μαζίνα Σααντί, πρώην κάτοικος της κατεδαφισμένης πλέον Καμπούν, που ζει ως πρόσφυγας στη Δανία: «Είναι ένα είδος εκδίκησης. Είναι ένα μήνυμα από το καθεστώς προς το λαό της Καμπούν. Δεν υπάρχει τίποτα πια για εσάς εδώ».
Η Μαζίνα, της οποίας πολλοί συγγενείς έχουν φυλακιστεί ή εκτελεστεί από το καθεστώς, αντιμετωπίζει πλέον το άγχος που της προκαλεί η ανακοίνωση της Δανίας ότι θεωρεί πλέον τη Δαμασκό «ασφαλή». Αντίστοιχο κλίμα καλλιεργείται σε μια σειρά ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, που θέλουν να πάψουν να δέχονται πρόσφυγες ή και να ξεφορτωθούν αυτούς που φιλοξενούσαν ως τώρα. Είναι ένας από τους λόγους που οφείλει να ενδιαφέρει τη διεθνή Αριστερά η σκληρή πραγματικότητα πίσω από την «ειρήνευση» και την «ανοικοδόμηση».
Μαθήματα
Υπάρχει κι ένας δεύτερος λόγος. Να μην επαναληφθούν στην Ουκρανία λάθη που έγιναν στη Συρία. Ένα κείμενο αριστερών Σύριων εξόριστων («Πόλεμος στην Ουκρανία: Δέκα μαθήματα από τη Συρία») προσφέρει πολλές πολύτιμες σκέψεις. Μεταξύ πολλών άλλων, οι σύντροφοι υπενθυμίζουν σήμερα τον κίνδυνο της υπερβολικής μονομερούς έμφασης στη γεωπολιτική: «οι άνθρωποι θα υποφέρουν εξαιτίας των επιλογών των κυβερνώντων που βλέπουν τον κόσμο ως σκακιέρα, ως δεξαμενή πόρων προς λεηλασία. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο οι καταπιεστές βλέπουν τον κόσμο. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να υιοθετείται από λαούς, οι οποίοι θα πρέπει να επικεντρωθούν στο να χτίσουν γέφυρες μεταξύ τους, προς την εξεύρεση κοινών συμφερόντων. Αυτό... σημαίνει να σχεδιάζουμε μία στρατηγική με τους δικούς μας όρους, σε μια κλίμακα στην οποία μπορούμε να αναλάβουμε δράση οι ίδιοι –όχι να συζητάμε για το αν θα μετακινήσουμε μεραρχίες τανκς ή θα περικόψουμε τις εισαγωγές φυσικού αερίου».
Απέναντι «και στο ΝΑΤΟ και στον Πούτιν», αλλά «υποστηρίζοντας την αντίσταση σε Ουκρανία και Ρωσία», επιμένουν στην ανάγκη «να κάνουμε μια θετική και εποικοδομητική πρόταση όπως ο διεθνισμός». Υπενθυμίζουν και οι ίδιοι τις μεγάλες δυσκολίες («ζούμε στη σκιά ενός εργατικού διεθνισμού –υποστηριζόμενου από κράτη, κόμματα, συνδικάτα και μεγάλες οργανώσεις– που μπόρεσαν να παίξουν ρόλο στις διεθνείς συγκρούσεις στην Ισπανία το 1936 και, αργότερα, στο Βιετνάμ και την Παλαιστίνη τη δεκαετία του ’60 και ’70»). Αλλά, όπως σημειώνουν αλλού στο κείμενό τους: «ενώ κατανοούμε ότι είναι πιο άνετο και ελκυστικό να ταυτιζόμαστε με ισχυρούς (και νικητές) παράγοντες, δεν πρέπει να προδώσουμε τις θεμελιώδεις αρχές μας»…