Καθώς έχουν συμπληρωθεί πάνω από 2 μήνες από την έναρξη της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, κάποια πράγματα έχουν γίνει σαφή, αλλά πλέον δίνουν τη θέση τους σε νέα ερωτήματα.
Είναι πασιφανές ότι η αρχική ρωσική εκστρατεία έχει αποτύχει. Αλλά το τέλος μιας εκστρατείας (με την στενή έννοια του όρου, της επιχείρησης με συγκεκριμένους πολιτικούς/γεωγραφικούς και χρονικούς στόχους) δεν σημαίνει και το τέλος ενός πολέμου.
Η πρώτη φάση του πολέμου
Η έναρξη του πολέμου συνοδεύτηκε από τη ρητορική της «αποναζιστικοποίησης», η οποία -με βάση το ρωσικό αφήγημα για την Ουκρανία- μεταφράζεται σε συνολικό ξήλωμα του ουκρανικού κράτους, στα χνάρια της αμερικανικής «απομπααθοποίησης» στο Ιράκ και της στρατηγικής «αλλαγής καθεστώτος». Συνοδεύτηκε επίσης από τη ρητορική της «πραγματικής αποκομμουνιστοποίησης, μέχρι τέλους», η οποία -σε συνάρτηση με τη θεωρία ότι το ουκρανικό έθνος είναι «κομμουνιστική κατασκευή»- μεταφράζεται σε πλήρη κατάργηση της ουκρανικής αυτοδιάθεσης.
Το κρατικό πρακτορείο «Ρία Νοβόστι», από υπερβάλλοντα ζήλο, είχε αναρτήσει ένα επινίκιο άρθρο στις 26 Φλεβάρη (υποχρεώθηκε να το κατεβάσει στη συνέχεια) που αποτυπώνει γλαφυρά τις αρχικές προσδοκίες. Διακήρυσσε ότι «η Ουκρανία επέστρεψε στη Ρωσία. Αυτό δεν σημαίνει ότι το κράτος της θα διαλυθεί, αλλά ότι θα αναδιοργανωθεί, θα επανιδρυθεί και θα επανέλθει στη φυσική του κατάσταση ως μέρος του ρωσικού κόσμου… Η Δύση βλέπει την επιστροφή της Ρωσίας στα ιστορικά της σύνορα στην Ευρώπη. Και φωνάζει με αγανάκτηση, αν και στα βάθη της ψυχής της πρέπει να παραδέχεται ότι δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Πίστευε κανείς στα σοβαρά στις παλιές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στο Παρίσι και στο Βερολίνο, ότι η Μόσχα θα εγκατέλειπε το Κίεβο;».
Τα μεγάλα προβλήματα στον εφοδιασμό και τη διοίκηση, οι αναφορές για χαμηλό ηθικό μεταξύ φαντάρων ή και αξιωματικών καθώς δεν είχαν ενημερωθεί ότι πάνε σε πόλεμο, το «άπλωμα» των διαθέσιμων ρωσικών δυνάμεων σε πολλά διαφορετικά μέτωπα (που επιδείνωνε αυτά τα προβλήματα) -όλα αυτά που από κοινού έπαιξαν ρόλο στην αποτυχία της αρχικής φάσης της εισβολής- μπορούν επίσης να ερμηνευτούν από μια προσδοκία «αστραπιαίου πολέμου» που θα προκαλούσε μια κατάρρευση του ουκρανικού κράτους. Η εκτίμηση για «αστραπιαίο πόλεμο» μπορεί να εξηγήσει και γιατί ο -κατά τα άλλα ιστοριοδίφης- Ρώσος πρόεδρος αγνόησε την επικείμενη έλευση της διαβόητης «ρασπούτιτσα» («εποχή χωρίς δρόμους»), την ανοιξιάτικη λάσπη που ιστορικά έχει κάνει τη ζωή πολλών στρατών εισβολής δύσκολη.
Άλλωστε ο ρωσικός στρατός είχε καταγάγει εύκολες νίκες επί του (τότε) ουκρανικού στο Ντονμπάς το 2014, είχε αποσπάσει αναίμακτα -απλά με την εμφάνισή του- την Κριμαία, ενώ το 2008 είχε χρειαστεί 5 μέρες για να προελάσει πανηγυρικά στην Τιφλίδα και να υποχρεώσει τον Σαακασβίλι σε ταπεινωτική συνθηκολόγηση. Αντίστοιχα, η «συναίνεση» του Πενταγώνου και των αμερικανικών υπηρεσιών στις 24 Φλεβάρη ήταν ότι το Κίεβο θα πέσει «σε 96 ώρες»και ο στρατός ή η κυβέρνηση ίσως άντεχαν να παρατάξουν αντίσταση «μερικές μέρες παραπάνω», ενώ Αμερικάνοι αξιωματούχοι φέρονταν να προσφέρουν στον Ζελένσκι ασφαλή διαφυγή.
Αυτές οι εκτιμήσεις ανατράπηκαν από την ουκρανική αντίσταση. Δεν είναι η πρώτη φορά που οι εκτιμήσεις των στρατών και των υπηρεσιών ξεχνούν να συνυπολογίσουν τον πολιτικό παράγοντα της διάθεσης του πληθυσμού ή δεν είναι σπάνιο μια ηγεσία να πιστέψει τον μύθο που καλλιεργεί. Χρόνια μετά το διαψευσμένο από τα γεγονότα -σε βαθμό γελοιοποίησης- «αποστολή εξετελέσθη» (Μπους, άνοιξη 2003), κορυφαίοι Αμερικάνοι αξιωματούχοι επιμένουν ότι -τότε- πίστευαν όντως ότι οι Ιρακινοί θα τους δεχτούν ως απελευθερωτές. Εξίσου έκπληκτοι μπορεί να έμειναν σήμερα στο Κρεμλίνο από την απροθυμία του πληθυσμού της Ουκρανίας να στηρίξει τους «απελευθερωτές του από τη χούντα του Κιέβου».
Ο λειψός σχεδιασμός της εισβολής, η διάφορα που έκανε στο στρατιωτικό πεδίο το «πολιτικό στοιχείο» (της λαϊκής διάθεσης που υποστήριξε την άμυνα στις πόλεις), το «αντάρτικο» που αξιοποιούσε κυρίως ενέδρες για να χτυπά τις πομπές των ρωσικών τεθωρακισμένων που έμεναν στους μεγάλους δρόμους (λόγω και της «ρασπούτιτσα») έκριναν τη μάχη του Κιέβου, μαζί με έναν παραγνωρισμένο παράγοντα, που αξίζει αναφοράς. Η συνεργασία του Λουκασένκο διασφάλισε στο ρωσικό στρατό την άμεση παρουσία σε «απόσταση βολής» από το Κίεβο. Αλλά τα συστηματικά σαμποτάζ που προέκυψαν από τη συνεργασία Λευκορώσων σιδηροδρομικών και χάκερ οδήγησαν κάποιες στιγμές σε πλήρη παράλυση της σιδηροδρομικής σύνδεσης Ρωσίας-Λευκορωσίας-Ουκρανίας, παροξύνοντας τα υπαρκτά προβλήματα εφοδιασμού. Στρατιωτικές περιοπολίες άρχισαν να κινούνται κατά μήκος των γραμμών και δεκάδες Λευκορώσοι σιδηροδρομικοί και όχι μόνο φυλακίστηκαν ως «τρομοκράτες» στη διάρκεια του Μάρτη…
Αλλαγή κατάστασης
Η ματαίωση του αρχικού σχεδίου της εισβολής προκάλεσε νέα πολιτικοστρατιωτικά γεγονότα.
Στη Μόσχα, εξελίχθηκε μια σταδιακή μετατόπιση όσον αφορά την «αναγνώριση» του Ζελένσκι, η οποία άνοιξε το δρόμο και για να υπάρξει δίαυλος διαπραγματεύσεων. Σύμφωνα με αρκετούς, αναγνωρίστηκε απλά ως «αυτός που θα υπογράψει τη συνθηκολόγηση», αν και πλέον ο Λαβρόφ δηλώνει ως τεκμήριο της καλής θέλησης της Ρωσίας ότι «τη στιγμή που ο πρόεδρος Ζελένσκι πρότεινε διαπραγματεύσεις, ανταποκριθήκαμε αμέσως».
Στην Ουάσινγκτον, το αρχικό τετελεσμένο της επιτυχούς ουκρανικής αντίστασης ενίσχυσε τη διάθεση να υποστηριχτεί στρατιωτικά, διαβλέποντας τη δυνατότητα να επιφέρει αυτή μια ρωσική ήττα, η οποία μπορεί να «κοντύνει» τις ευρύτερες ρωσικές φιλοδοξίες και να μετριάσει τον αμερικανικό πονοκέφαλο της ξαφνικής ανακίνησης ζητήματος «ανατολικής Ευρώπης», που αποσπά από το κρίσιμο μέτωπο του Ειρηνικού. Οι αμερικανικοί αντιαρματικοί και αντιαεροπορικοί πύραυλοι μετρίασαν το πλεονέκτημα της Ρωσίας στον αέρα και σε τεθωρακισμένα, ενισχύοντας περισσότερο την κατάσταση «stalemate» (αδιέξοδης ισορροπίας).
Μια τέτοια κατάσταση, θα μπορούσε θεωρητικά να ενισχύει τη δυναμική των διαπραγματεύσεων, όπως αποτυπώθηκε και στο ευρύτερο κλίμα που επικρατούσε στη διάρκεια του Μάρτη και κορυφώθηκε με το ουκρανικό σχέδιο «10 σημείων». Όμως έκτοτε υπάρχει βήμα σημειωτόν. Η ομίχλη γύρω από την απουσία σημαντικών νέων από το διπλωματικό πεδίο (αν και οι επαφές συνεχίζονται εξ’ αποστάσεως) προσφέρεται για blame game ως προς το ποιος γίνεται πιο «αδιάλλακτος» ή ποιος διαπραγματεύεται «με κακή πίστη».
Ο Ζελένσκι εξακολουθεί να υποστηρίζει τη σημασία της διπλωματικής διεξόδου ως μέθοδο λήξης του πολέμου, αλλά επιμένει ότι δεν μπορεί να εμπιστευτεί τον εισβολέα («αν πάρουν το Ντονμπάς, γιατί να μην ξαναεπιτεθούν στο Κίεβο;») και υπενθυμίζει ότι δεν είναι ο αμυνόμενος αυτός που έχει την πολυτέλεια να σταματήσει να πολεμά ως ένδειξη καλής θέλησης.
Ο Λαβρόφ, σε πρόσφατη αναλυτική συνέντευξή του στο El-Arabiya, για πρώτη φορά έκανε συγκεκριμένη την γενικόλογη μέχρι πρότινος κατηγορία για «ουκρανικές παλινωδίες». Ο Ρώσος υπ. Εξ. ισχυρίζεται ότι η ουκρανική πλευρά έχει υπαναχωρήσει από την αρχική πρότασή της ότι οι διεθνείς «εγγυήσεις ασφαλείας» (ως συνοδευτικές στην ουδετερότητα της Ουκρανίας) δεν θα αφορούν την Κριμαία και το Ντονμπάς (που στο δημοσιευμένο ουκρανικό κείμενο παραπέμπονται σε ξεχωριστές διαδικασίες διαλόγου). Ασφαλώς, την ίδια ώρα, Ρώσοι αναλυτές δεν κρύβουν ότι η στρατιωτική εισβολή, που συνεχίζεται, είναι «σαν το σκάκι», όπου «αν πάρεις ένα κομμάτι, προχωράς στο επόμενο».
Το βασικό γεγονός παραμένει ότι αυτός που αποφασίζει την έναρξη ενός πολέμου, δημιουργεί τετελεσμένα (αίματος) που κάνουν πολύ πιο δύσκολη υπόθεση την λήξη του.
Η δεύτερη φάση
Σε κάθε περίπτωση, έχουμε περάσει σε αυτό που οι Ρώσοι αποκαλούν «δεύτερη φάση της επιχείρησης» και που περισσότερο θυμίζει «Πλαν Β» μετά την αποτυχία του «Α».
Για να αντιμετωπιστούν οι απώλειες, τα προβλήματα εφοδιασμού, η υπερέκταση των δυνάμεων, ο κακός συντονισμός κ.ο.κ., οι ρωσικές δυνάμεις συγκεντρώνονται σε ένα μέτωπο, για να ανασυγκροτηθούν/συγχωνευτούν μονάδες, να ενισχυθούν πιθανά με νέες δυνάμεις, να εφοδιαστούν από τη Ρωσία, να κινηθούν σε εδάφη που γνωρίζουν πολύ καλύτερα (από την εμπειρία του πολέμου του 2014) και στην ανοιχτή κοιλάδα που μπορεί να τους ευνοήσει. Η απουσία «μεγάλων ειδήσεων» από το μέτωπο ίσως αποτυπώνει το χρόνο που χρειάστηκε/χρειάζεται η ρωσική ανασυγκρότηση στο Ντονμπάς μετά τις δυσκολίες της πρώτης φάσης του πολέμου.
Η ουκρανική πλευρά επίσης προσαρμόζεται στη μάχη του Ντονμπάς. Η στρατιωτική βοήθεια που ζητά και παίρνει αφορά πλέον και πιο «βαριά όπλα», συγκεκριμένα τα Χόβιτζερ, πυροβολικό που είναι χρήσιμο στην επιβράδυνση εχθρικής προέλασης σε ανοιχτά εδάφη και «κουμπώνει» στις ανάγκες της μάχης του Ντονμπάς, κάνοντας πιθανά τη σύγκρουση λίγο πιο «στατική» για όποιον θέλει να αποφύγει μεγάλες απώλειες.
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα νέο σημείο καμπής, καθώς από την έκβαση αυτής της μάχης μπορεί να κριθούν πολλά. Αν έχουν δίκιο όσοι επικαλούνται την αρέσκεια του Πούτιν στους συμβολισμούς, αξίζει να προσεχθεί η φετινή ομιλία του στις 9 Μάη. Όπου είναι προφανές ότι θα ήθελε να ανακοινώσει κάποιου είδους «νίκη».
Η μετατόπιση από τον έλεγχο όλης της Ουκρανίας προς το διαμελισμό της έχει διαφανεί ήδη στην καθεστωτική προπαγάνδα στο «Ρία Νοβόστι». Όπου μέσα στον Απρίλη ανέβηκε ένα άρθρο που έπαιρνε υπόψη τα τετελεσμένα της ύπαρξης μαζικής ουκρανικής αντίστασης. Πρώτα εξηγεί ότι η «ναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας ξεκίνησε «τουλάχιστον (!) από το 1989», ενημερώνοντας το ρωσικό κοινό ότι «η Ουκρανία… δεν μπορεί να υπάρξει με την μορφή μιας εθνικής κυβέρνησης, και οι προσπάθειες να “οικοδομηθεί” ως τέτοια, φυσιολογικά οδηγούν στο ναζισμό».
Έχοντας ξεκαθαρίσει αυτά, παρουσιάζει τις προκλήσεις της «αποναζιστικοποίησης» όταν «ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού -κατά πάσα πιθανότητα η πλειοψηφία του- έχει εκπαιδευτεί και τραβηχτεί στο ναζιστικό καθεστώς και τις πολιτικές του. Δηλαδή, όταν η θεωρία “καλός λαός, αλλά κακή κυβέρνηση” δεν ισχύει πια».
Σε τέτοιες συνθήκες, «την αποναζιστικοποίηση την αναλαμβάνει ο νικητής», με αυτή την έννοια «μια χώρα που υπόκειται σε αποναζιστικοποίηση δεν μπορεί να είναι κυρίαρχη». Η Ρωσία θα αναλάβει την «αναμόρφωση» του πληθυσμού, που θα κρατήσει τουλάχιστον για «μια ολόκληρη γενιά». «Τα στελέχη και οι οργανώσεις που θα λειτουργήσουν ως εργαλεία αποναζιστικοποίησης στις νέες αποναζιστοποιημένες δημοκρατίες μπορούν να στηριχτούν μόνο στην άμεση εξουσία και οργανωτική υποστήριξη της Ρωσίας». Η «αποναζιστικοποίηση» ασφαλώς θα είναι «αναπόφευκτα» και «από-ουκρανοποίηση» και «από-ευρωπαιοποίηση».
Αλλά αυτό το σχέδιο κατοχής/προσάρτησης/ρωσοποίησης, δεν περιλαμβάνει όλη τη σημερινή Ουκρανία: «Είναι αδύνατο να προβλέψουμε πού ακριβώς, σε ποιες περιοχές θα βρεθεί αυτή η κρίσιμη μάζα του πληθυσμού για να σχηματιστεί μια αναγκαία πλειοψηφία. Οι “καθολικές επαρχίες” είναι απίθανο να ενταχτούν στις φιλορωσικές περιοχές… Θα παραμείνουν εχθρικές προς τη Ρωσία, αλλά θα παραμείνουν ως μια υποχρεωτικά ουδέτερη και αποστρατιωτικοποιημένη Ουκρανία… Εκεί θα καταφύγουν όλοι όσοι μισούν τη Ρωσία…».
Άλλωστε και ο Βλάντισλαβ Σούρκοφ, ο «γκρίζος καρδινάλιος» του Κρεμλίνου, όταν προφήτευε ότι «η Ουκρανία θα διαλυθεί από τη βαρυτική έλξη της Δύσης και της Ρωσίας», έδειχνε μια κάποια «γενναιοδωρία» προς το ουκρανικό έθνος, δηλώνοντας ότι «ασφαλώς ένας εθνικός πυρήνας υπάρχει», για να συμπληρώσει ότι «το ζήτημα είναι να ορίσουμε τα σύνορα».
Ήδη στην Χερσώνα, ο ρωσικός στρατός διέλυσε το δημοτικό συμβούλιο και διόρισε μια κατοχική διοίκηση που σπεύδει να οργανώσει τη μετάβαση στο ρούβλι και δηλώνει ότι οι άοπλοι διαδηλωτές κατά της κατοχής θα αντιμετωπιστούν ως «εχθρικές δυνάμεις σε πόλεμο».
Από μια στρατιωτική επιτυχία στο Ντονμπάς, ο Πούτιν θα έχει να παρουσιάσει ίσως μια τέτοια «αντιφασιστική» νίκη στην ανατολική Ουκρανία.
Καθώς ο Λαβρόφ διευκρινίζει ότι «δεν είμαστε σε πόλεμο με το ΝΑΤΟ» και εξηγεί ότι το στρατιωτικό υλικό που στέλνουν κράτη-μέλη του «είναι νόμιμος στόχος από τη στιγμή που θα περάσει μέσα στην Ουκρανία», αρκετοί πιάστηκαν από τη δήλωση του Μπάιντεν ότι «ο Πούτιν δεν πρόκειται ποτέ να ελέγξει ολόκληρη την Ουκρανία», για να αναρωτηθούν αν ενεργοποιείται το ψυχροπολεμικό δόγμα του «συμφωνημένου πολέμου» (εν προκειμένω, μια παραδοχή εκατέρωθεν ότι θα δοθεί μάχη για την ανατολική Ουκρανία και δεν θα ξεφύγει πέρα από αυτό). Η αύξηση της αστικής αρθρογραφίας που εκφράζει ανησυχία για τις συνέπειες της παράτασης ή επέκτασης του πολέμου θα μπορούσε να συνηγορεί σε τέτοιες σκέψεις.
Εύκολο τέλος;
Αλλά κανείς δεν μπορεί να εφησυχάζει σε ένα τέτοιο σενάριο, όπου «θα λύσουν τους λογαριασμούς τους στο Ντονμπάς».
Καταρχήν, η ρωσική προπαγάνδα παραμένει σκόπιμα ασαφής ως προς τα «σύνορα» που είναι πρόθυμη να αποδεχτεί για μια κουτσουρεμένη Ουκρανία, τα οποία μάλλον τα εξαρτά από την πρόοδο των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Τελευταία, σε πράξεις και σε λόγια, έχει διαφανεί ένα σχέδιο ελέγχου της νοτιοανατολικής Ουκρανίας, από το Ντονμπάς στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας και μέσω Οδησσού στην Υπερδνειστερία. Σύμφωνα με εκτίμηση μερίδας του Τύπου, ο Πούτιν δεν θα έχει να ανακοινώσει κάποια «νίκη» στις 9 Μάη, οπότε θα ανακοινώσει κλιμάκωση: Ενδεχομένως την κήρυξη πολέμου, τόσο συμβολικά-ιδεολογικά (η κρατική προπαγάνδα επιμένει να αποφεύγει τη λέξη, κάνοντας λόγο για «ειδική στρατιωτική επιχείρηση»), όσο και έμπρακτα (με πλήρη κινητοποίηση).
Σε αυτά πρέπει να συνυπολογιστεί η αποφασιστική κλιμάκωση της στρατιωτικής στήριξης στην Ουκρανία από τις ΗΠΑ: τα ποσά που έχουν δεσμεύσει από την αρχή του έτους, μαζί με το νέο μεγάλο «πακέτο» που προορίζεται να καλύψει τους επόμενους 5-6 μήνες, κάνουν την πολεμική δαπάνη για την Ουκρανία μέσα στη διάρκεια του 2022 να αγγίζει το ετήσιο κόστος ενός χρόνου πολέμου στο Αφγανιστάν. Αλλά και η αναβάθμιση ιδεολογικά-πολιτικά της τοποθέτησης των ΗΠΑ: Επίσκεψη Πελόζι στην Ουκρανία με υπόσχεση στήριξης «μέχρι το τέλος των μαχών», δηλώσεις Αμερικανών υπουργών για την «αποδυνάμωση του ρωσικού στρατού» ως αυτοτελή σκοπό, πέρα από την «στήριξη στην Ουκρανία».
Αυτά μπορεί να εξωθήσουν ακόμα περισσότερο τον Πούτιν να ερμηνεύσει/παρουσιάσει τη σύγκρουση ως έναν «πόλεμο με τη Δύση» στο ουκρανικό έδαφος και άρα να δώσει την εντολή της γενικευμένης κινητοποίησης που θα αντιστοιχούσε σε μια τέτοια περίπτωση.
Δυστυχώς, δεν υπάρχουν ορατοί λόγοι αισιοδοξίας. Καταρχήν, μια ειρήνευση δείχνει εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Η ρωσική ηγεσία επένδυσε πολλά σε αυτόν τον πόλεμο, όσον αφορά την θέση της στο εσωτερικό και στο εξωτερικό και δεν «αντέχει» μια ήττα. Η εισβολή ήταν μια ζωογόνος δύναμη για τον ουκρανικό εθνικισμό (κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο Πούτιν κατάφερε να κάνει περισσότερα για την ταλαιπωρημένη ουκρανική «εθνογένεση» από όσα όλη η ουκρανική εθνική παράδοση), που είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα αποδεχτεί ειρηνικά μια (ακόμα) ματαίωση. Εξίσου αμφίβολο είναι αν η Ουάσινγκτον από τη μεριά της «αντέχει» (για την «αξιοπιστία» της απέναντι στους συμμάχους της στην ανατολική Ευρώπη και όχι μόνο) να απεμπλακεί ή αν τα «γεράκια» της μπορούν να αφήσουν την «ευκαιρία να πάει χαμένη», έχοντας πλέον «μυριστεί» ρωσική αδυναμία.
Πιο μεσοπρόθεσμα, ακόμα και μια εκεχειρία ή ειρήνη που θα περιλαμβάνει εκατέρωθεν συμβιβασμούς, δεν θα απενεργοποιεί τη «βόμβα». Η παλιά εύστοχη παρατήρηση του Λένιν ότι «η Ουκρανία είναι για τη Ρωσία ό,τι είναι η Ιρλανδία για την Αγγλία», φέρνει στο μυαλό την επιτυχημένη πρόβλεψη του Ιρλανδού μαρξιστή Τζέιμς Κόνολι ότι ένας πιθανός διαμελισμός της Ιρλανδίας ως λύση θα φέρει «το πανηγύρι της αντίδρασης και στις δυο πλευρές του συνόρου».
Ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός
Αλλά οι λόγοι που δεν επιτρέπουν εφησυχασμό ξεπερνούν την Ουκρανία.
Έχει γίνει ήδη σαφές ότι ο πόλεμος εκεί έχει γίνει αντικείμενο ευρύτερης εκμετάλλευσης από τις ΗΠΑ. Αυτή είναι εμφανής ιδεολογικά-πολιτικά: Η εμφάνιση του «ρωσικού μπαμπούλα» αξιοποιείται για την πίεση στα ευρωπαϊκά κράτη να «αναλάβουν τις ευθύνες τους» στο ευρωπαϊκό μέτωπο του παγκόσμιου ανταγωνισμού (επιταχύνοντας την εξοπλιστική κούρσα), για τη προσέλκυση των «ουδέτερων» στην «προστασία» του ΝΑΤΟ (Φινλανδία, Σουηδία), για να στηριχτεί το αστείο αφήγημα «δημοκρατίας εναντίον αυταρχισμού», με στόχο τη συσπείρωση των πληθυσμών πίσω από τις σημαίες των κρατών τους σε μια εποχή που η κοινωνική ειρήνη δεν θα είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Αξιοποιείται επίσης για να κηρυχθεί ο «οικονομικός πόλεμος»: πρόκειται για μέτρα τέτοιας εμβέλειας και μακροπρόθεσμης διάρκειας που ξεπερνούν κατά πολύ την παραδοσιακή έννοια του όρου «κυρώσεις» και αφορούν περισσότερο το «τέλος της παγκοσμιοποίησης».
Αλλά η αξιοποίηση της ουκρανικής κρίσης για την προώθηση ευρύτερων σχεδιασμών προκύπτει και πολύ πιο «χειροπιαστά»-υλικά. Μια προσεκτική ματιά στα διαδοχικά «πακέτα βοήθειας» στην Ουκρανία είναι αποκαλυπτική: Πέρα από ένα τμήμα τους που αφορά οικονομική-ανθρωπιστική βοήθεια (την ώρα που το δυσβάστακτο ουκρανικό χρέος συνεχίζει να αποπληρώνεται και οι όροι του ΔΝΤ μένουν απαραβίαστοι) κι ένα πιο σοβαρό τμήμα που αφορά στρατιωτική βοήθεια (που η ανάγκη να εγγραφεί στον κρατικό προϋπολογισμό ως επιπλέον δαπάνη αποδεικνύει ότι στην ουσία αφορά την αναπλήρωση των όπλων που «δωρίζουν» οι ΗΠΑ, μην τυχόν κι αποδυναμωθεί στο ελάχιστο το οπλοστάσιό τους) στην Ουκρανία, ένα πολύ σεβαστό κομμάτι κατευθύνεται στην ενίσχυση των αμερικανικών-νατοϊκών δυνάμεων συνολικότερα στα άλλα κράτη που είναι μέλη της Συμμαχίας στην ανατολική Ευρώπη. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αξιοποιείται ως «ευκαιρία» ενίσχυσης του ΝΑΤΟ και ιδιαίτερα του ευρωπαϊκού μιλιταρισμού, για να μπορέσουν οι ΗΠΑ να «ηγηθούν» απερίσπαστες στη σύγκρουση στον Ειρηνικό…
Αλλά και εκ μέρους της Ρωσίας, παρά την «υπαρξιακή» πτυχή που έχει για τον ρωσικό εθνικισμό ειδικά η Ουκρανία, εκκρεμεί η τύχη της ευρύτερης ιμπεριαλιστικής απαίτησης που παρουσίασε πριν λίγους μήνες για να αναγνωριστεί η «θέση της στον κόσμο». Οι «αδέσποτες» ρουκέτες στην Υπερδνειστερία λίγο μετά από κάποιες ρωσικές δηλώσεις με υπονοούμενα για τη σειρά της Μολδαβίας, οι απειλές στη Φινλανδία για τις «τεχνικοστρατιωτικές» συνέπειες αν ζητήσει να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, τα οικονομικά αντίμετρα ειδικά σε Πολωνία-Βουλγαρία αναδεικνύουν τη «βεντάλια» που έχει ανοίξει.
Πριν την εισβολή στην Ουκρανία, υπήρχε ήδη μια μεγάλη διεθνής συζήτηση για μια κυοφορούμενη «νέα Γιάλτα». Αλλά η προηγούμενη ήταν προϊόν πολέμου. Και σήμερα, οι μεν χορτάτοι «δυτικοί» δείχνουν απρόθυμοι να την παραχωρήσουν ειρηνικά, οι δε πεινασμένοι Ρώσοι απέδειξαν ότι είναι πρόθυμοι να πολεμήσουν για να την επιβάλουν, ενώ οι τοπικοί εθνικισμοί εξακολουθούν να θεωρούν την προοπτική της έναν εφιάλτη που δεν θα επιτρέψουν…