Πολιτική κρίση στο Ισραήλ (ολόκληρο στο Rproject.gr)
Ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ανακοινώνοντας το «πάγωμα» της δικαστικής μεταρρύθμισης και την παραπομπή της σχετικής συζήτησης στην Κνεσέτ στα τέλη Απρίλη, δήλωσε ότι θέλει να δώσει μια ευκαιρία στο διάλογο, γιατί «απαγορεύεται να οδηγηθούμε σε εμφύλιο πόλεμο» και «δεν θα επιτρέψω να διαλυθεί το Ισραήλ επί διακυβέρνησής μου». Οι δραματικοί τόνοι αντανακλούν το μέγεθος της πολιτικής κρίσης που συνταράσσει το σιωνιστικό κράτος.
Η μεταρρύθμιση αφορά την προσπάθεια της κυβέρνησης να περιορίσει δραματικά τις εξουσίες και την ανεξαρτησία του Ανώτατου Δικαστηρίου –και ιδιαίτερα όσον αφορά τη δυνατότητά του να «ελέγχει» την εκτελεστική εξουσία. Τα διάφορα μέλη του κυβερνητικού συνασπισμού συμφωνούν σε αυτή την πολιτειακή αλλαγή με διαφορετικά κίνητρα. Για τον Νετανιάχου και τον στενό του κύκλο, είναι εμφανής η ιδιοτέλεια –της πολιτικής επιβίωσης του δεξιού ηγέτη που αντιμετωπίζει πολλαπλές διώξεις και κατηγορίες για σκάνδαλα μεγα-διαφθοράς. Για τους ακροδεξιούς εθνικιστές, στόχος είναι η άρση κάθε δυνητικού νομικού φραγμού στα σχέδια ολοκλήρωσης του σιωνιστικού σχεδίου (επίσημη και με το νόμο προσάρτηση της Δυτικής Όχθης, κατακόρυφη κλιμάκωση των εποικισμών και του ξεριζωμού Παλαιστινίων, απαγόρευση αραβικών-παλαιστινιακών κομμάτων κ.ο.κ.). Για τους φονταμενταλιστές, στόχος είναι να αρθούν τα πιθανά νομικά εμπόδια στην εμπέδωση της δικής τους, σκληρά συντηρητικής εκδοχής «εβραϊκότητας του κράτους».
Το πάθος της πόλωσης αντανακλά τη βαθύτερη διαφορά πίσω από την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας και αφορά την αντίφαση του τρόπου παρουσιάζει/βλέπει το Ισραήλ τον εαυτό του –ως ένα κράτος που μπορεί να δηλώνει «εβραϊκό και δημοκρατικό» ενώ ασκεί κυριαρχία σε εδάφη όπου ζουν εκατομμύρια Παλαιστίνιοι, καταπιέζοντάς τους.
Οι μαθητές του Καχάν (πνευματικού πατέρα της πιο άγριας σιωνιστικής ακροδεξιάς) δεν κλείνουν τα μάτια σε αυτή την αντίφαση και δηλώνουν πρόθυμοι να αγκαλιάσουν την «εβραϊκότητα» παρατώντας κάθε προσποίηση «δημοκρατίας». Όπως σημειώνουν τα τελευταία χρόνια οι πιο διαυγείς Ισραηλινοί αντισιωνιστές, αυτό το ρεύμα μαζικοποιείται διαρκώς γιατί είναι η έκφραση μιας φυσιολογικής, «ειλικρινούς» απόληξης του σιωνιστικού σχεδίου. Είναι αυτή η αλήθεια που έκανε τον δημοσιογράφο Γκιντεόν Λεβί να γράψει ένα άρθρο-οργισμένη απάντηση στο «σοκ» της σιωνιστικής Αριστεράς μετά τις τελευταίες εκλογές με τίτλο «Τι περιμένατε ότι θα συμβεί;».
Απέναντί σε αυτό το ρεύμα, στέκεται ένα μπλοκ που επιμένει να αρνείται την πραγματικότητα, είτε από σκόπιμο-κυνικό υπολογισμό είτε γιατί πραγματικά πιστεύει το μύθο του. Που υπερασπίζεται με θέρμη την «Ανεξάρτητη Δικαιοσύνη» ως θεσμό που προστατεύει τα δικαιώματα του πολίτη απέναντι στην αυθαιρεσία, κλείνοντας τα μάτια στις αποφάσεις αυτής της Δικαιοσύνης όσον αφορά τα δικαιώματα των Παλαιστινίων –οι οποίες σε αντίθεση με τον ακροδεξιό μύθο, αποτελούν μια ασταμάτητη μηχανή διαρκούς εμπέδωσης και νομιμοποίησης του Απαρτχάιντ. Που φρίττει με τους ακροδεξιούς Μπεν-Γκβιρ και Σμότριτς που καλούν σε «εξαφάνιση» παλαιστινιακών χωριών, αλλά συσπειρώνεται γύρω από τον «κεντρώο» Μπένι Γκαντζ που καμαρώνει ότι ο ίδιος «γύρισε τη Γάζα στη Λίθινη Εποχή». Είναι όσοι και όσες κρατιούνται ακόμα γύρω από την αυταπάτη ενός κράτους που είναι «και εβραϊκό και δημοκρατικό», μιας κατοχής που είναι (εδώ και πάνω από 50 χρόνια…) «προσωρινή» και που πιστεύουν/καμώνονται ότι τα όσα συμβαίνουν «πέρα από τα σύνορα του 1967» δεν έχουν σχέση με τον χαρακτήρα του κράτους που οικοδομείται στα κατακτημένα εδάφη του 1948.
Το μπλοκ αυτό έχει αποδειχθεί αδύναμο να σταματήσει τη διαρκή ενίσχυση της ακροδεξιάς ακριβώς γιατί ενώ διστάζει να αγκαλιάσει την φυσική απόληξη του σιωνιστικού σχεδίου, δεν μπορεί να διανοηθεί καν την αμφισβήτηση αυτού του σχεδίου. Αλλά η σημερινή αντιπολίτευση έχει μαζική δυναμική γιατί υπερασπίζεται ένα λειτουργικό –για τον κόσμο της– «στάτους κβο» δεκαετιών, το οποίο διαισθάνεται ότι απειλείται από τους «τυχοδιωκτισμούς» των «φανατικών».
Πράγματι, τις μέρες της κορύφωσης της κρίσης, εκδηλώθηκαν αυτοί οι μεγάλοι φόβοι. Η επέλαση των καχανιστών στο κράτος απειλούσε την «εθνική ενότητα» (βαθαίνοντας ανεπανόρθωτα το ρήγμα φονταμενταλιστών-κοσμικών) και τις «διεθνείς συμμαχίες» (που έχουν ως ιδεολογική νομιμοποίηση την «δημοκρατικότητα» του Ισραήλ). Αυτό ερμηνεύει την έκταση που πήρε η ανταρσία μέσα στο στρατό και ιδιαίτερα στα πιο ελίτ σώματα και στις κορυφές της στρατιωτικής ιεραρχίας, που εκπαιδεύει στρατιώτες περήφανους να υπηρετούν στον… «πιο ηθικό στρατό στον κόσμο». Όχι τυχαία, το μόνο κυβερνητικό στέλεχος που διαφοροποιήθηκε φωναχτά ήταν ο υπουργός Άμυνας, Γιόαβ Γκαλάντ, ζητώντας δημόσια το «πάγωμα» της μεταρρύθμισης.
Όλα αυτά έφτασαν σε σημείο βρασμού στις 27 Μάρτη. Ο Νετανιάχου, αποφασισμένος να περιφρουρήσει τη συμμαχία του με τους ακροδεξιούς (που δήλωναν «ανένδοτοι» κι ετοίμαζαν αντισυγκεντρώσεις), απέλυσε τον υπουργό Άμυνας. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι -στο στράτευμα, στην επιχειρηματική ελίτ, στην κοινωνική βάση της αντιπολίτευσης. H Χισταντρούτ (συνδικαλιστική συνομοσπονδία και ταυτόχρονα βραχίονας του κράτους) ένωσε τις δυνάμεις της με τις εργοδοτικές ενώσεις σε μια από κοινού παράλυση της οικονομίας, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες κατέβηκαν στους δρόμους. Το «σήμα» που εξέπεμπε ο στρατός έβαλε τον «εμφύλιο πόλεμο» (που ανέφερε όπως είδαμε ο Νετανιάχου) ως προοπτική στο δημόσιο διάλογο. Ακολούθησε η υποχώρηση-ελιγμός, με την αναστολή του διαλόγου στην Κνεσέτ. Η συμφωνία των ακροδεξιών κυβερνητικών εταίρων στην υποχώρηση περιλάμβανε κάποια ανταλλάγματα: Αναγγέλθηκαν σχέδια συγκρότησης ενός νέου σώματος «εθνοφρουράς», υπό τον απόλυτο έλεγχο του ακροδεξιού Μπεν Γκβιρ (οι κακιές γλώσσες το αποκαλούν «ιδιωτική πολιτοφυλακή»).
Η κρίση αποκλιμακώθηκε, αλλά δεν έχει λήξει. Αυτό ισχύει και βραχυπρόθεσμα (το δικαστικό θέμα θα ξανατεθεί τον Απρίλη) και μεσοπρόθεσμα (η παρούσα κυβέρνηση προτίθεται να παραβιάσει κι άλλες «κόκκινες γραμμές» του φιλελεύθερου σιωνισμού).
Σε κάθε περίπτωση, μακροπρόθεσμα, το «ρήγμα» που εκδηλώθηκε μέσα στο κράτος και στην κοινωνία θα παραμείνει ενεργό. Ο Ματζίντ Καγιάλ, Παλαιστίνιος ακτιβιστής από την Χάιφα, έγραψε εύστοχα ότι «Οι δύο πλευρές συγκρούονται για τον έλεγχο του κράτους, που σημαίνει για τον έλεγχο των μέσων της καταπίεσής μας». Το βάθος και η ένταση αυτής της σύγκρουσης μπορεί να ερμηνευτεί μόνο από τα αδιέξοδα που συναντά αυτή η καταπίεση στην προσπάθειά της να επιβληθεί οριστικά.
Ο φιλελεύθερος σιωνισμός, ανίκανος να δει «τον παλαιστινιακό Ελέφαντα στο δωμάτιο» (μια τύφλωση που επιβεβαιώθηκε συντριπτικά και στα σύμβολα, τις ηγεσίες, το λεξιλόγιο, τη σύνθεση αυτού του «δημοκρατικού» κινήματος που απέπνεε εθνικισμό και μιλιταρισμό) θα συνεχίσει να αντιστέκεται λυσσαλέα για την υπεράσπιση ενός «στάτους κβο» το οποίο όμως θα παραμένει υπονομευμένο όσο οι Παλαιστίνιοι δεν του κάνουν τη χάρη να εξαφανιστούν σιωπηλά από τον χάρτη και την ιστορία… Και αυτή η πραγματικότητα με τη σειρά της θα συνεχίσει να ενισχύει τις προοπτικές της σιωνιστικής ακροδεξιάς, που θα πιέζει για μια «τελική λύση», σε αυτό που ο Εβραίος μαρξιστής Μοσέ Μασόβερ έχει περιγράψει ως «διαλεκτική κλιμάκωσης της καταπίεσης και της αντίστασης».