Νέα από τον κόσμο
Βραζιλία
Η αποτυχημένη απόπειρα (πρόκλησης) πραξικοπήματος στη Βραζιλία, έδωσε στον Λούλα πολιτικές δυνατότητες να σταθεροποιήσει την επιστροφή του στην κυβερνητική εξουσία. Απέσπασε (προσωρινά…) ένα τμήμα του συντηρητισμού από τον πυρήνα του μπολσοναρισμού, διευρύνοντας την κοινωνικοπολιτική βάση «ανοχής» (μα όχι στήριξης…) στην κυβέρνησή του, διευκόλυνε την επιβολή αλλαγών στην ηγεσία του στρατού, στρίμωξε τον ίδιο τον Μπολσονάρο. Αυτά, μαζί με την επιτάχυνση κάποιων -ζωτικών αλλά και στοιχειωδών- μέτρων όπως η υπεράσπιση του Αμαζονίου από την αποψίλωση και των ιθαγενών από τη γενοκτονία, αποτελούν όμως το ανώτατο όριο της στρατηγικής της «ταξικής συνεργασίας» από τον Λούλα. Πλέον αυτή αρχίζει να λειτουργεί διαβρωτικά και αυτό εκδηλώθηκε άμεσα, στην απόπειρα της κυβέρνησης να καταργήσει τη συνταγματική τροπολογία του «Ταβανιού Δαπανών», τον δρακόντειο και αμετακίνητο «κόφτη» που είχε περάσει η κυβέρνηση Τεμέρ μετά την ανατροπή της Ντίλμα Ρούσεφ το 2016. Το «παζάρι» με τα αστικά κόμματα (που εξασφαλίζουν την πλειοψηφία του Λούλα στη Βουλή) κατέληξε σε έναν νέο «κόφτη», ο οποίος είναι απλά πιο ευέλικτος και λιγότερο παράλογος ακόμα και με όρους αστικής οικονομικής πολιτικής, συνδέοντας τις δυνατότητες αύξησης των δαπανών με το ρυθμό αύξησης των φορολογικών εσόδων. Μια τέτοια αύξηση μπορεί να προκύψει είτε από την παραβίαση μιας κεντρικής προεκλογικής υπόσχεσης (για γενναία φοροελάφρυνση της εργατικής τάξης και των μισθωτών τμημάτων της «μεσαίας»), είτε από την προώθηση φορολόγησης των επιχειρήσεων -πράγμα που θα φέρει τον Λούλα σε σύγκρουση με ολόκληρους κλάδους της οικονομίας και -κατά συνέπεια- διάφορα αστικά κοινοβουλευτικά του στηρίγματα. Αυτό σπρώχνει προς μια «δημοσιονομικά ενάρετη» εκδοχή φιλολαϊκών μέτρων. Υπολογίζεται ότι αν ίσχυε αυτή η ευέλικτη εκδοχή «ταβανιού» κατά την πρώτη θητεία Λούλα (2002-2010), τα -τότε- κοινωνικά της προγράμματα θα ήταν συρρικνωμένα κατά αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια. Και αυτό σε μια εποχή καλπάζουσας ανάπτυξης και διεύρυνσης της πίτας, που επέτρεπε την αναδιανομή ενός μικρού της τμήματος. Με τη Βραζιλία να αντιμετωπίζει σήμερα μια προοπτική αναιμικής ανάπτυξης (εάν και εφόσον δεν την «αγγίξει» η διαφαινόμενη επιδείνωση στις μεγάλες οικονομίες…), γίνεται σαφές ότι θα μείνουν «ψίχουλα», εν μέσω μιας βαθιάς κρίσης στην καθημερινότητα των «από κάτω»…
Ταϊλάνδη
Οι κάλπες στην Ταϊλάνδη αποτύπωσαν την συντριπτική εκλογική έκφραση των μεγάλων αγώνων (με τελευταία την εξέγερση του 2020) ενάντια στις υπερ-εξουσίες του στρατού και της μοναρχίας. Τα βασικά κόμματα που στις εκλογές «ελεγχόμενης φιλελευθεροποίησης» το 2019 υποστήριξαν τα τετελεσμένα του πραξικοπήματος του 2014 υπέστησαν συντριπτική ήττα. Το κόμμα του απερχόμενου πρωθυπουργού (και στρατηγού που είχε οργανώσει το πραξικόπημα) πήρε 12,55% (από 23,34%), ενώ γενικότερα τα κυριότερα μεγάλα δεξιά-μοναρχικά κόμματα συγκέντρωσαν 19,41% (από 44,59%). Απέναντί τους στέκονταν κυρίως το Πέου Τάι και το «Προχωράμε Μπροστά». Το πρώτο είναι μια από τις πολλές «μετενσαρκώσεις» του «λαϊκιστικού» κόμματος του Τακσίν Σιναβάτρα, το οποίο έχει πλούσια προϊστορία σε εκλογικές νίκες που ακυρώνονται με διάλυση του κόμματός του από το στρατό ή τα δικαστήρια. Το δεύτερο είναι η μετενσάρκωση του κόμματος «Το Μέλλον Μπροστά», που πρωτοεμφανίστηκε το 2019 (και στη συνέχεια διαλύθηκε επίσης από τις Αρχές) για να εκφράσει ένα πιο νεανικό αντιδικτατορικό κοινό που δεν είχε δεσμούς με το Πέου Τάι ή είχε χάσει την εμπιστοσύνη του σε αυτό. Το 2019, το Πέου Τάι είχε πάρει 21,92% και το πρωτοεμφανιζόμενο «Μπροστά» είχε εκπλήξει με το 17,34%. Φέτος, το αντιδικτατορικό στρατόπεδο εκτοξεύθηκε συνολικά ενώ άλλαξε και ο συσχετισμός στο εσωτερικό του. Το Πέου Τάι πήρε 28,86% ενώ το «Μπροστά» πήρε 38,01%! Τα δύο κόμματα συγκεντρώνουν 292 έδρες από τις 500 της Βουλής. Όμως ο εκλογικός δρόμος προς την δημοκρατία παραμένει φραγμένος. «Θεσμικά», η χούντα έχει φροντίσει να συγκροτήσει ένα σώμα 250 -διορισμένων από αυτήν- Γερουσιαστών, που έχουν λόγο στην εκλογή πρωθυπουργού (απαιτείται η πλειοψηφία στις 750 συνολικά έδρες). Εξωθεσμικά, υπενθυμίζουμε ότι η σύγχρονη ιστορία της Ταϊλάνδης μετρά ένα πραξικόπημα κάθε 7 χρόνια, κι έχουν περάσει ήδη 9 από το τελευταίο. Η ελπίδα βρίσκεται στο ότι η ιστορία της Ταϊλάνδης είναι επίσης γεμάτη από εξεγέρσεις ενάντια στα πραξικοπήματα, με μια επίμονη που συγκλονίζει. Σε μερίδα του διεθνούς Τύπου, η συζήτηση ήδη περιστρέφεται γύρω από το αν οι εξελίξεις θα οδηγήσουν τελικά σε «διαδηλώσεις και μετά πραξικόπημα» ή σε «πραξικόπημα και μετά διαδηλώσεις»…
Χιλή
Μετά την ήττα στο δημοψήφισμα για το νέο, αρκετά ριζοσπαστικό, Σύνταγμα που είχε προκύψει από τις εργασίας της Συντακτικής Συνέλευσης, η κυβέρνηση Μπόριτς σάλπισε υποχώρηση και προώθησε την «Συμφωνία για τη Χιλή», μια διακομματική συμφωνία που προέβλεπε μια πολύ πιο συμβατική-συναινετική μέθοδο: Ένα σώμα 24 «ειδικών» που επέλεξε το Κογκρέσο, συνέταξε ένα προσχέδιο πάνω στο οποίο θα εργαστεί ένα 50μελές «Συντακτικό Συμβούλιο» το οποίο θα εκλεγόταν με τα ψηφοδέλτια των κοινοβουλευτικών κομμάτων (αντί για την πιο ανοιχτή στα κοινωνικά κινήματα διαδικασία της εκλογής Συντακτικής). Σε αυτές τις εκλογές, θριάμβευσε το ακροδεξιό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα (34,33% και 23 έδρες). Η συμμαχία της πλατιάς Αριστεράς (ο αριστερός κορμός της κυβέρνησης κατέβηκε μαζί με τους Σοσιαλιστές) κέρδισε 27,73% και 16 έδρες. Σε συνδυασμό με το 20,43% της παραδοσιακής Δεξιάς (11 έδρες), διαμορφώθηκε ένας συσχετισμός απόλυτου ελέγχου του Συμβουλίου από την Δεξιά, με την ακροδεξιά ηγεμονική και την Αριστερά να χάνει ακόμα και τη δυνατότητα μειοψηφικού «βέτο». Δεν εξέλεξαν έδρες ο συνασπισμός των κομμάτων του «κέντρου» που συνήθιζαν να συμμετέχουν στις κεντροαριστερές κυβερνήσεις της παλιάς «Κονσερτασιόν» (8,7%) και ένα νέο δεξιόστροφο «μετα-πολιτικό» μόρφωμα (5,32%). Όπως γράφτηκε, «αποκτά κυρίαρχο ρόλο στη διαμόρφωση του νέου Συντάγματος, το μοναδικό κόμμα που αγωνίστηκε να μην υπάρξει τέτοιο» (η ακροδεξιά στήριξε το «όχι» σε νέο σύνταγμα, μποϊκόταρε τις εκλογές για τη Συντακτική, δεν υπέγραψε ούτε την πρόσφατη «Συμφωνία για τη Χιλή»). Όσον αφορά την κυβέρνηση Μπόριτς, γράφτηκε εξίσου εύστοχα ότι «είναι εγκλωβισμένη ανάμεσα στην έγκριση ενός Συντάγματος που θα διαμορφώσουν οι αντίπαλοί της και την προοπτική επιβίωσης του Συντάγματος που θέλησε να καταργήσει». Αν και δεν αναιρεί μια γενικότερη τάση μετακίνησης του εκλογικού εκκρεμούς προς τα δεξιά, μετά τον προηγούμενο «αριστερόστροφο» εκλογικό κύκλο, αξίζει μια σημείωση: Καθώς η ψήφος ήταν υποχρεωτική, τα άκυρα/λευκά έσπασαν ιστορικό ρεκόρ (21,43%) και είναι μια από τις λίγες περιπτώσεις που δεν είναι παρακινδυνευμένη η ερμηνεία του πολιτικού προσήμου αυτής της αποδοκιμασίας, μιας και η μόνη «ορφανή/απούσα» δύναμη σε αυτές τις εκλογές ήταν αυτή των ριζοσπαστικών κοινωνικών κινημάτων που δεν ταυτίζονται με τα κόμματα της αριστερής κυβέρνησης…