Με αφορμή την εκδήλωση της ΕΕΔΑ
Η εκδήλωση της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) με τίτλο «Σεξισμός και παρενόχληση στο χώρο εργασίας: Διαδικασίες καταγγελίας και ελέγχου» που πραγματοποιήθηκε 24/5/23, στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών αν και μίλησαν αποκλειστικά νομικοί με θεσμικό ρόλο είχε ενδιαφέρον και χρησιμότητα κυρίως επειδή επιχειρήθηκε μια αποτίμηση των ρυθμίσεων του νόμου Χατζηδάκη. Ως κύρια βάση για την τεκμηρίωση και την περιγραφή των παραμέτρων του προβλήματος χρησιμοποιήθηκε η πρόσφατη έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη (Έκθεση ΣτΠ).
Αφετηρία του προβληματισμού που αναπτύχθηκε ήταν ότι η έμφυλη βία και η παρενόχληση στην εργασία απειλούν την αξιοπρέπεια των εργαζομένων και οι διατάξεις του νόμου 4808/21 θεσπίζουν πλαίσιο «για την πρόληψη, την αντιμετώπιση και την καταπολέμηση των μορφών συμπεριφοράς βίας και παρενόχλησης».
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον ότι αναγνωρίστηκε η νομική ως μια μόνο από τις πτυχές του θέματος και έγινε αναφορά σε στοιχεία ερευνών για την πραγματική έκταση του φαινομένου συγκριτικά με το μικρό αριθμό καταγγελιών.
Τέθηκε έτσι με έμμεσο τρόπο η ανάγκη χρηματοδότησης διεπιστημονικών κοινωνικών ερευνών σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα με θέμα την έμφυλη βία και τη σεξουαλική παρενόχληση στον κόσμο της δουλειας στη χώρα μας ώστε να αποτυπωθεί η πραγματική κατάσταση.
Ο προβληματισμός επικεντρώθηκε σε ενδονομική προσέγγιση με ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις συσχέτισης του ειδικού νομικού πλαισιου του 4808/21 με το ποινικό και το αστικό δίκαιο.
Επομένως βασικό συμπέρασμα είναι ότι απαιτείται εξειδικευμένη νομική εκπροσώπηση της καταγγέλουσας που σε συνδυασμό με τη δυσκολία απόδειξης των πραγματικών περιστατικών με κλασικά μέσα ( πχ λόγω απουσίας ή απροθυμίας αυτοπτών μαρτύρων) δηλαδή υψηλό κόστος. Επιπρόσθετα είναι πολύ πιθανόν σε περιπτώσεις που το τολμήσουν να δεχθούν ισχυρά νομικά αντίποινα (μηνύσεις για ψευδή καταμήνυση, αξίωση εξοντωτικών αποζημιώσεων).
Αναδεικνύεται επομένως η άμεση ανάγκη ενδυνάμωσης του ρόλου του ΣΕΠΕ ώστε να δρα τόσο προληπτικά όσο και κατασταλτικά με την μορφή επιβολής σημαντικών κυρώσεων και προστίμων προς τους εργοδότες που εκθέτουν οι ίδιοι ή αφήνουν έκθετους τις/τους εργαζόμενες /ους σε παραβιαστικές και τις κακοποιητικές συμπεριφορές στο εργασιακό τους περιβάλλον.
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι όπως αναφέρεται στην Έκθεση ΣτΠ: «Από τις αναφορές που χειρίστηκε ο Συνήγορος και αφορούν επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα προκύπτει επίσης ότι, όταν το πρόσωπο που επιδείκνυε συμπεριφορά παρενόχλησης ήταν εργοδότης, πολύ συχνά, καταγγελλόταν, παράλληλα, και για άλλες παραβιάσεις της εργατικής αλλά και της ασφαλιστικής νομοθεσίας -οφειλή δεδουλευμένων, υπερωρίες που δεν αμείβονταν, ανασφάλιστη εργασία κα. Εκτιμούμε, λοιπόν, ότι η ειδικότερη συζήτηση για την αντιμετώπιση της παρενόχλησης στον χώρο εργασίας, συνδέεται με το ευρύτερο πρόβλημα της παραβίασης των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας, το οποίο επιτείνεται σε περιόδους κρίσης, όπως καταδεικνύει η προηγηθείσα οικονομική κρίση στη χώρα μας, αλλά και προσφάτως οι επιπτώσεις της πανδημίας στην αγορά εργασίας.»
Σε όλες τις εισηγήσεις τονίστηκε το ζήτημα της ενημέρωσης των πολιτών και επιμόρφωσης των εμπλεκομένων φορέων γενικά ενώ το φεμινιστικό και συνδικαλιστικό κίνημα απαιτούν συνεχή και συστηματική διοργάνωση σεμιναρίων ισότητας, σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης, βιωματικών εργαστηρίων σε εργασιακούς χώρους ιδιαίτερα εκεί όπου απασχολούνται ευάλωτες κοινωνικά ομάδες (προσφύγισσες/μετανάστριες) αντί για διαφημιστικού τύπου καμπάνιες ευαισθητοποίησης επετειακού χαρακτήρα.
Σωματεία και
νόμος Χατζηδάκη
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο στην κατεύθυνση αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης του προβλήματος της σεξουαλικής παρενόχλησης τέθηκε από την εισηγήτρια που ανέφερε το μικρό ποσοστό των θυμάτων που απευθύνθηκε σε οργανώσεις και σωματεία εκφράζει ικανοποίηση από την ανταπόκριση τους στις καταγγελίες τους.
Πράγματι μία εργαζόμενη έχει να συνυπολογίσει το κόστος μίας ενδεχόμενης καταγγελίας: το ψυχοφθόρο της διαδικασίας, το ενδεχόμενο «να μπλέξει», το «μάταιο» της δημοσιοποίησης αφού ο κανόνας είναι η ατιμωρησία του δράστη. Ως μία διαδικασία που πρέπει να διανυθεί ατομικά από την καταγγέλλουσα.
Ο ρόλος των σωματείων στην αντιμετώπιση της έμφυλης βίας ως κοινωνικού προβλήματος και η στήριξη των εργαζόμενων ώστε να αντιληφθούν την ίδια την ύπαρξη και ποικιλόμορφη εκδήλωση της σεξουαλικής παρενόχλησης και κακοποίησης είναι ιδιαίτερα σημαντικός, προκειμένου να μπορέσουν σε ένα επόμενο στάδιο οι ίδιες να μιλήσουν, να καταγγείλουν.
Είναι αναγκαίο τα συνδικάτα να αναλάβουν πρωτοβουλίες δημιουργίας εσωτερικών διαδικασιών και σημείων επαφής όπου θα καταφεύγουν οι εργαζόμενες για να καταγγείλουν περιστατικά κακοποίησης, τόσο στο χώρο εργασίας όσο και εκτός αυτού, με βάση το πνεύμα αλληλεγγύης και με επιδίωξη να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των θυμάτων και να ευαισθητοποιηθούν τα μέλη τους σε θέματα ισότητας των φύλων.
Ο νόμος Χατζηδάκη, που χρησιμοποίησε προσχηματικά και βαθιά υποκριτικά την κύρωση της Σύμβασης 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για την εξάλειψη της βίας και παρενόχλησης στον χώρο της εργασίας, ως ένδειξη ευαισθησίας στα έμφυλα προβλήματα, υλοποιείται με την έκδοση υπουργικών αποφάσεων που αναθέτουν τα ζητήματα της παρενόχλησης και της βίας στην εργοδοσία! Γνωρίζουμε ότι αυτό σημαίνει στην καλύτερη περίπτωση για εργοδότες με πάνω από 20 εργαζόμενες/ους διακήρυξη προθέσεων κι ευχών, άμεσα αφομοιώσιμη από τον εργοδοτικό σχεδιασμό και την πολιτική μάρκετινγκ ιδιωτικών εταιρειών που θα αυτοεμφανίζονται ως εργασιακοί «παράδεισοι» για τις γυναίκες.
Από την ίδια τη Βοηθό Συνηγόρου του Πολίτη αναγνωρίστηκε ότι ακόμη και οι θετικές -κατά την κρίση της- διατάξεις για την υποχρέωση του εργοδότη να δημοσιοποιήσει εταιρική πολιτική για την καταπολέμηση της σεξουαλικής παρενόχλησης και την αξιολόγηση επικινδυνότητας θέσεων καταλήγει σε προσχηματική γενική αναφορά ή και άρνηση του προβλήματος.
Επίσης εντελώς εκτός των εργοδοτικών υποχρεώσεων αφήνει το νομικό πλαίσιο τη μεγάλη πλειονότητα των εργαζομένων στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Σύμφωνα με την Έκθεση ΣτΠ προκύπτει ότι «οι εργαζόμενοι στις μικρές επιχειρήσεις είναι περισσότερο ευάλωτοι σε φαινόμενα σεξουαλικής παρενόχλης»
Καταρρίπτοντας το μύθο του προστατευμένου εργασιακού περιβάλλοντος στο δημόσιο τομέα σημειώνεται στην ίδια έκθεση:
«Εξαιρετικά προβληματικό, σε ό,τι αφορά την παρενόχληση στο δημόσιο, παραμένει πάντως: α) ότι οι καταγγέλλοντες δημόσιοι υπάλληλοι δεν νομιμοποιούνται να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία διερεύνησης της υπόθεσής τους … γ) ότι η διαδικασία εξέτασης των σχετικών καταγγελιών είναι εξαιρετικά χρονοβόρα δ) ότι διατηρείται με τον τρόπο αυτό η εντύπωση στους καταγγέλλοντες ότι θα επιχειρηθεί άτυπη επίλυση ή και συγκάλυψη, γεγονός που συνδυαστικά αποθαρρύνει από την υποβολή καταγγελιών»
Εμείς γνωρίζουµε ότι οι όποιες διακηρύξεις της κυβέρνησης και των εργοδοτών περί µηδενικής ανοχής είναι επετειακά επικοινωνιακά πυροτεχνήµατα.
Δεν έχουµε ψευδαισθήσεις για αντι-σεξιστικές πολιτικές που σχεδιάζονται και υλοποιούνται από την εργοδοσία και την κυβέρνηση που νοµοθετεί την ελαστική εργασία, που συµµετέχει επίσηµα σε συνέδρια γονιµότητας και που ταυτίζει τις γυναίκες µε την κοινωνική αναπαραγωγή. Έχοντας επίγνωση ότι η έµφυλη βία στον κόσµο της δουλειάς είναι µόνο ένα τµήµα της εκµετάλλευσης και καταπίεσης που βιώνουµε ως γυναίκες εργαζόµενες, καθώς η ρίζα του προβλήµατος είναι η ανισότητα των γυναικών στον καπιταλισµό, πιστεύουµε ότι το εργατικό και το φεµινιστικό κίνηµα είναι αναγκαίο να συνδυάσουν τη δράση τους ενάντια στην έµφυλη βία και τις σεξιστικές διακρίσεις.