Νέα από τον κόσμο
Χιλή
Στις 17 Δεκέμβρη του 2023, ο λαός της Χιλής κλήθηκε για άλλη μια φορά να ψηφίσει «υπέρ» ή «κατά» ενός νέου Συντάγματος που θα αντικαθιστούσε αυτό που «κληροδότησε» στη χώρα το 1980 ο Πινοσέτ. Το Σεπτέμβρη του 2022, είχε απορριφθεί ένα σχετικά αριστερό, φεμινιστικό, υπέρ των ιθαγενών κείμενο που αμφισβητούσε εν μέρει το νεοφιλελευθερισμό. Μετά από αυτή την ήττα, η αριστερή κυβέρνηση Μπόριτς οργάνωσε μια νέα συντακτική διαδικασία, πιο ελεγχόμενη από το παραδοσιακό κομματικό σύστημα σε σχέση με τη Συντακτική Συνέλευση όπου είχαν ισχυρή εκπροσώπηση τα κοινωνικά κινήματα. Στις εκλογές για την ανάδειξη του σώματος που θα επεξεργαζόταν το νέο σύνταγμα, επικράτησε η ακροδεξιά και η Δεξιά, που παρέδωσαν ένα κείμενο πιο αντιδραστικό κι από το ισχύον: Απαγόρευε κάθε νομοθεσία υπέρ της έκτρωσης, υπεράσπισης το υπάρχον σύστημα ιδιωτικής ασφάλισης, κατοχύρωνε την εμπορευματοποίηση του νερού, της παιδείας και της υγείας και περιλάμβανε μια πολύ αντιδραστική εργατική νομοθεσία. Τα μεγάλα ΜΜΕ που είχαν δώσει τα ρέστα τους για την ήττα της πρότασης της Συντακτικής Συνέλευσης, αυτή τη φορά έκαναν καμπάνια υπέρ του νέου συντάγματος. Αλλά απορρίφθηκε από το 55,8%, με το «Ναι» να επικρατεί μόνο στους πλουσιότερους Δήμους. Ήταν μια ήττα της Δεξιάς που βρίσκεται σε εκλογική και κοινωνική αντεπίθεση μετά την κάμψη του πνεύματος της Εξέγερσης του Οκτώβρη του 2019 και της «συναινετικής» πολιτικής της κυβέρνησης Μπόριτς που εξελέγη το 2021. Το συνταγματικό ζήτημα παραμένει σε ένα απίστευτο αδιέξοδο, καθώς διαδοχικές προτάσεις νέων συνταγμάτων απορρίπτονται στις κάλπες, αλλά παραμένει σε ισχύ ένα «νεκροζώντανο» σύνταγμα το οποίο έχει αποφασίσει σε δημοψήφισμα η συντριπτική πλειοψηφία ότι πρέπει να αλλάξει. Το ζητούμενο είναι -αξιοποιώντας και την «ανάσα» της ήττας της Δεξιάς- να αντεπιτεθεί στο κοινωνικό πεδίο το εργατικό, το ιθαγενικό, το φεμινιστικό κίνημα, για να ανοίξει εκ νέου ένας απελευθερωτικός ορίζοντας όπως εκείνος του Οκτώβρη του 2019…
ΗΠΑ
Λίγο πριν την έναρξη της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου στις ΗΠΑ, με τις προκριματικές των κομμάτων, ο Τραμπ αντιμετωπίζει μια κρίσιμη δικαστική απόφαση. Το Ανώτατο Δικαστήριο του Κολοράντο αποφάσισε ότι ο Τραμπ δεν μπορεί να συμμετέχει στις προκριματικές των Ρεπουμπλικάνων στην Πολιτεία, λόγω του ρόλου του στα γεγονότα της 6ης Γενάρη του 2020. Η υπόθεση θα πάει στο Συνταγματικό Δικαστήριο, η απόφαση του οποίου είτε θα ματαιώσει αντίστοιχες ενστάσεις είτε θα αποτελέσει «πράσινο φως» για να μην κατέβει ο Τραμπ στις εκλογές. Το ζήτημα αφορά την 14η Τροπολογία, που απαγορεύει σε ανθρώπους «που ενεπλάκησαν σε ανταρσία» να κατέχουν δημόσιο αξίωμα. Υιοθετήθηκε μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο για τον αποκλεισμό των ηττημένων οπαδών της δουλοκτησίας και γι’ αυτό παρέμεινε ανενεργή, με αποτέλεσμα να μην έχει υπάρξει άλλο προηγούμενο ώστε να «ερμηνευτεί» η Τροπολογία από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Η υπεράσπιση του Τραμπ δηλώνει καταρχήν ότι δεν υπήρξε «ανταρσία» και δευτερευόντως ότι αν υπήρξε, ο Τραμπ δεν συμμετείχε. Το Συνταγματικό Δικαστήριο έχει συντηρητική πλειοψηφία (και 3 διορισμένους από τον Τραμπ) που συμμερίζεται την «ατζέντα» της ακροδεξιάς, αλλά έχει πάρει διαδοχικές αποφάσεις εναντίον του Τραμπ σε διάφορες υποθέσεις που αφορούν συγκεκριμένα την απόπειρα ανατροπής του εκλογικού αποτελέσματος του 2020. Σύντομα θα ξέρουμε αν θα πάμε σε μια «ρεβάνς» Μπάιντεν εναντίον Τραμπ (με τον Μπάιντεν εμφανώς αποδυναμωμένο από τα πεπραγμένα του) ή αν ο Ντόναλντ θα κοπεί. Στο δεύτερο σενάριο, θα μάθουμε αν έχουν δίκιο όσοι πιστεύουν ότι μια τέτοια απόφαση «θα ανοίξει τις πύλες της κολάσεως» εξωθεσμικά…
Αργεντινή
Ο «ελευθεριακός» ακροδεξιός Χαβιέ Μιλέι δεν δημαγωγούσε προεκλογικά. Πήρε όντως το «αλυσοπρίονο» και εξαπέλυσε πράγματι «θεραπεία-σοκ». Στις 20 Δεκέμβρη, ανακοίνωσε ένα προεδρικό διάταγμα («επείγουσας εθνικής ανάγκης») που αφορά πάνω από 350 παρεμβάσεις στην οικονομία. Μεταξύ άλλων: Καταργεί το «ταβάνι» στα ενοίκια, τους νόμους προστασίας των καταναλωτών από καταχραστικές αυξήσεις τιμών, την αυτόματη ετήσια αύξηση των συντάξεων, τις άδειες μητρότητας, το όριο τιμών στις ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας, τους περιορισμούς στις εξαγωγές. Περικόπτει επιδοτήσεις σε ενέργεια και συγκοινωνίες, απολύει 7.000 δημόσιους υπαλλήλους, περιορίζει το δικαίωμα στην απεργία, διευκολύνει τις απολύσεις, επεκτείνει τη χρονική διάρκεια της (δωρεάν) «μαθητείας» στους χώρους δουλειάς, απελευθερώνει το ωράριο (ως και 12 ώρες), επιτρέπει την ιδιωτικοποίηση δεκάδων δημόσιων οργανισμών. Αναμένοντας τις αντιδράσεις, είχε ήδη προωθήσει νομοσχέδιο που απαγορεύει το κλείσιμο δρόμων (πρακτική των θρυλικών «πικετέρος»), εξουσιοδοτεί την αστυνομία να ελέγχει τους διαδηλωτές στις συγκοινωνίες, απαγορεύει τη συμμετοχή εφήβων στις διαδηλώσεις Την ημέρα του διαγγέλματος, οι οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είχαν καλέσει μια πρώτη απογευματινή διαδήλωση που συγκέντρωσε 30-50 χιλιάδες ανθρώπους σύμφωνα με την Αστυνομία (λογικά ήταν μεγαλύτερη), ως μια πρώτη απάντηση στην εκλογή Μιλέι και ως αμφισβήτηση του κλίματος τρομοκρατίας που ήθελαν να επιβάλουν τα κατασταλτικά μέτρα. Μετά το τέλος αυτής της διαδήλωσης, στις 9 το βράδυ, ο Μιλέι ανακοίνωσε το διάταγμα στις τηλεοράσεις. Με τη λήξη του διαγγέλματος, τα πρώτα κατσαρολικά άρχισαν να χτυπάνε στα μπαλκόνια. Σύντομα οι «κατσαρολάδες» βγήκαν στο δρόμο, απέκλεισαν οδούς και άρχισαν να πορεύονται από κάθε γειτονιά του Μπουένος Άιρες προς το κτίριο του Κογκρέσου, όπου συνενώθηκε αυθόρμητο ένα τεράστιο πλήθος, φωνάζοντας «Paro, paro, paro – paro generale!» («Απεργία, απεργία, απεργία – Γενική Απεργία!»). Την επομένη διαδήλωσε το νοσηλευτικό προσωπικό και οι εργάτες στα ελαστικά, επίσης ζητώντας απεργία, ενώ την επομένη διαδήλωσαν οι άνεργοι και αργότερα οι δημόσιοι υπάλληλοι. Οι «κατσαρολάδες» συνεχίστηκαν αν και σε μικρότερα μεγέθη. Υπό αυτή την πίεση, τα συνδικάτα υποχρεώθηκαν να καλέσουν έστω σε διαδήλωση στις 27 Δεκέμβρη. Το διάταγμα αντιμετωπίζει δικαστικές περιπέτειες (έχουν γίνει δεκάδες προσφυγές) και αναμένει την έγκριση του Κογκρέσου, ενώ ο Μιλέι ανακοίνωσε ένα νέο, αντίστοιχου περιεχομένου, πολυνομοσχέδιο 600 άρθρων που θα συζητηθεί στη Βουλή. Τα συνδικάτα κατάλαβαν ότι ο αντίπαλος «δεν παίζει» και τελικά προκήρυξαν μια πρώτη γενική απεργία για τις 24 Γενάρη. Η κυβέρνηση μπορεί να είδε τα κατασταλτικά μέτρα να καταργούνται στην πράξη, αλλά δεν θα υποχωρήσει. Σε ένα μίγμα άγριου αυταρχισμού και νεοφιλελεύθερου αντικρατισμού, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι δεν θα πληρώνει το κράτος το κόστος της αστυνομικής κινητοποίησης (75 χιλιάδες ευρώ σε «καύσιμα και εργατοώρες»), και «ο λογαριασμός θα σταλεί στα κοινωνικά κινήματα» και συγκεκριμένα σε 12 οργανώσεις που καλούσαν σε κινητοποιήσεις…