Η «βία των ανηλίκων» είναι ο καθρέφτης της βίας της κοινωνίας

Η βία των ανηλίκων και η παραβατικότητα των νέων είναι θέματα που μονοπωλούν τα ΜΜΕ το τελευταίο διάστημα.

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Νικόλας Κολυτάς

Οι αυξητικές τάσεις τους λαμβάνουν δημοσιότητα με πομπώδεις τίτλους εντός ενός πλαισίου ηθικού πανικού, που περισσότερο αναπαράγει ένστικτα φόβου και συντήρησης στην κοινωνία, παρά επιδιώκει μια ειλικρινή προσπάθεια κατανόησης ενός υπαρκτού φαινομένου. Κάπως έτσι, για ακόμη μια φορά το πρόβλημα εντοπίζεται στους νέους και όχι στην κοινωνία στην οποία μεγαλώνουν. Όλοι μένουν στο δέντρο και χάνουν το δάσος.
Αύξηση φαινομένου
Η βία των ανηλίκων δεν γεννήθηκε σήμερα. Πάντα υπήρχαν βίαιες συμπεριφορές, οι οποίες ενδεχομένως δεν λάμβαναν την ορατότητα που τους άρμοζε στο δημόσιο διάλογο. Σήμερα όμως δίχως αμφιβολία υπάρχει μια ένταση του φαινομένου η οποία επιβεβαιώνεται από επίσημα στοιχεία. Τα νεότερα ερευνητικά δεδομένα του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ) είναι άκρως αποκαλυπτικά της κατάστασης. Σχεδόν ένας στους τέσσερις (22,1%) εφήβους στην Ελλάδα υπήρξε θύμα εκφοβισμού στο σχολείο και ένας στους δέκα (9,5%) ηλεκτρονικά. Επίσης, ένας στους τρεις (30,7%) έχει πρόσφατα εμπλακεί σε βίαιο καβγά, ενώ ένας στους οκτώ (12,1%) έχει πολύ πρόσφατα συμμετάσχει σε εκφοβισμό άλλου μαθητή, και σε ποσοστό 7,1% σε ηλεκτρονικό εκφοβισμό.
Τα είδη εκφοβισμού που αναφέρονται συχνότερα από τα θύματα σχολικού εκφοβισμού είναι η διάδοση ψεμάτων και φημών, ο αποκλεισμός από παρέες και δραστηριότητες και τα προσβλητικά ή υποτιμητικά αστεία, σχόλια ή χειρονομίες σεξουαλικού περιεχομένου. Σε χαμηλότερα ποσοστά αναφέρεται θυματοποίηση μέσω σωματικής βίας ή με τη μορφή άσχημων χαρακτηρισμών για την εθνικότητα ή τη θρησκεία. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι η συγκεκριμένη έρευνα αναλύει τα χαρακτηριστικά των θυτών υπό το πρίσμα του φύλου, της ηλικίας και της οικονομικής κατάστασης. Τα ευρήματα δυστυχώς επιβεβαιώνουν τις χειρότερες υποψίες μας. 
Τα αγόρια αναφέρουν σε υψηλότερο ποσοστό εμπλοκή σε βίαιους καβγάδες και συμμετοχή ως θύτες σε σχολικό και ηλεκτρονικό εκφοβισμό σε σχέση με τα κορίτσια. Τα φύλα δεν διαφέρουν, ωστόσο, ως προς το ποσοστό εκείνων που υπέστησαν εκφοβισμό. Οι μεγαλύτεροι ηλικιακά έφηβοι (15-16 ετών) καταγράφονται περισσότερες φορές ως θύτες απέναντι σε μικρότερους εφήβους (11-13 ετών). Ένα από τα πιο εμφατικά στοιχεία όμως στην ανάλυση του φαινομένου είναι ο ταξικός παράγοντας. Οι έφηβοι από οικογένειες υψηλότερου οικονομικού επιπέδου αναφέρουν σε υψηλότερο ποσοστό ότι ενεπλάκησαν πρόσφατα σε βίαιους καβγάδες, ενώ οι έφηβοι από οικογένειες χαμηλότερου οικονομικού επιπέδου αναφέρουν σε υψηλότερο ποσοστό ότι υπέστησαν εκφοβισμό με χρήση άσχημων χαρακτηρισμών για την εθνικότητα, το χρώμα του δέρματος και τη θρησκεία τους. Κάπως έτσι, καταρρέει ακόμη ένα αφήγημα περί έμφυτης ροπής ειδικά της φτωχής νεολαίας στην βία.
Ηθικός πανικός
Δυστυχώς η αυξημένη ένταση στο φαινόμενο της βίας των ανηλίκων, στην πλειονότητα των περιπτώσεων αντιμετωπίζεται υπό το πρίσμα του ηθικού πανικού. Στα περισσότερα ρεπορτάζ οι δημοσιογράφοι απευθύνονται στην αστυνομία για παροχή στοιχείων και στα τηλεοπτικά πάνελς έχει πλέον καθιερωθεί η ύπαρξη ενός «τηλεαστυνομικού», ο οποίος μιλά επί παντός επιστητού ανεξαρτήτως της γνώσης του επί ενός θέματος. Η αστυνομική οπτική του φαινομένου τείνει να γίνει κυρίαρχη στο δημόσιο λόγο και αυτό είναι κάτι που πρέπει να απολογίσουμε απόλυτα αρνητικά. Γιατί η αστυνομική οπτική εστιάζει στον «εγκληματία» και όχι στις συνθήκες εκδήλωσης μιας «εγκληματικής» συμπεριφοράς. Κάπως έτσι στήνονται τρομολαγνικά αφιερώματα για την «παραβατική νεολαία» που «έχει ξεφύγει» και «απειλεί την ομαλότητα και την κοινωνική συνοχή». Οι νέοι παρουσιάζονται ως απειλή για τις κοινωνικές αξίες, τη στιγμή που οι αξίες αυτές ενδεχομένως να τους σπρώχνουν στη βία.
Είναι πραγματικά εκπληκτικό το πόσο αντικρουόμενα είναι τα συμπεράσματα της αστυνομίας, σε σχέση με τα αντίστοιχα των ερευνητών της ψυχικής υγείας. Η αστυνομία θέτει ως κέντρο την οικογένεια, ενώ το ΕΠΙΨΥ την κοινωνία. Για την αστυνομία τη βία των ανηλίκων δεν την τροφοδοτεί η ταξική ανισότητα, η έμφυλη καταπίεση και οι φυλετικές διακρίσεις, αλλά η διάδοση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, τα βιντεοπαιχνίδια, το γκράφιτι, τα κόμικ, αλλά και διάφορα είδη μουσικής. Δεν είναι αστείο, αυτή την ερμηνεία έδωσε αξιωματούχος της ΕΛ.ΑΣ. όχι σε κάποιο μικρό Μέσο, αλλά στην «Καθημερινή», σε πρόσφατο ρεπορτάζ. Πρόκειται για την πιο συντηρητική ανάγνωση ενός υπαρκτού κοινωνικού φαινομένου που δαιμονοποιεί την τεχνολογία, την τέχνη και την έκφραση, προκειμένου να κρύψει κάτω από το χαλί τις ρίζες των προβλημάτων της κοινωνίας του σύγχρονου καπιταλισμού.
Απάντηση στην κυβέρνηση
Στο ίδιο μοτίβο προφανώς κινείται και η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανακοινώνοντας μέτρα κατασταλτικά απέναντι στους «κακούς νέους» και όχι μέτρα κοινωνικής πρόληψης απέναντι στο φαινόμενο της βίας των ανηλίκων. Ανάμεσα σε αυτά που ανακοίνωσε στις αρχές Απριλίου ο υπουργός Παιδείας, Κυριάκος Πιερρακάκης, ενδεικτικά αναφέρουμε την επαναφορά της πενθήμερης αποβολής, την ψηφιοποίηση των απουσιολογίων, την υπερβολική μείωση των δικαιολογημένων απουσιών, την απαγόρευση χρήσης κινητών τηλεφώνων στο σχολικό χώρο και την οικονομική επιβάρυνση των γονέων για τις υλικές ζημιές των παιδιών τους. Πρόκειται για τιμωρητικά μέτρα απέναντι στους νέους και στους γονείς τους και όχι μέτρα συγκρότησης ενός σχολείου ανοικτού και συμπεριληπτικού στο οποίο δε θα έχουν θέση η βία και οι διακρίσεις.
Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις της προέδρου της Ομοσπονδίας Γονέων και κηδεμόνων Αττικής, Στέλλας Βαλαβάνη σε συνέντευξή της, όπου τόνισε ότι «Για άλλη μια φορά δεν μας άκουσε η κυβέρνηση. Όταν θέλουμε να λύσουμε ένα πρόβλημα, πρέπει να κάτσουμε να συζητήσουμε όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς. Δεν μας έχει δεχθεί το υπουργείο. "Μέτρα καταστολής" είχαμε, υπήρχε η αποβολή. Δεν θα κάνει την διαφορά η 1 ή οι 2 μέρες. Δεν ξέρω αν θα το νοιάζει καν το παιδί αν θα "μείνει" ή όχι στην ίδια τάξη όταν έχει φτάσει σε σημείο να ασκεί βία». Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση της ΝΔ για ακόμη μια φορά παρέκαμψε την κοινωνία και τους συλλογικούς φορείς προκειμένου να επιβάλλει το δόγμα «νόμος και τάξη». Με αυτό τον τρόπο όμως, δεν λύνει τη ρίζα του προβλήματος, αλλά απλώς αντιμετωπίζει σε δεύτερο χρόνο τις συνέπειές του.
Η ριζοσπαστική Αριστερά, τα κινήματα και οι συλλογικοί φορείς οφείλουν να αντιδράσουν απέναντι στις αδιέξοδες και επιζήμιες πολιτικές της ΝΔ. Είναι χρέος μας να διεκδικήσουμε την ύπαρξη ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών στα σχολεία, την τακτική ενημέρωση των γονέων και των καθηγητών γύρω από τα ζητήματα του σχολικού εκφοβισμού, την αναβάθμιση της ενισχυτικής διδασκαλίας και των προγραμμάτων στήριξης των θυμάτων. Πολύ περισσότερο, όμως οφείλουμε να αγωνιστούμε από κοινού για τη συγκρότηση ενός μαζικού και ριζοσπαστικού κινήματος που θα χτυπάει το πρόβλημα στην καρδιά του, που θα απαντάει στη βία που γεννά η καπιταλιστική καταπίεση, ο πόλεμος, ο ρατσισμός και ο σεξισμός. Η συσπείρωση των επιμέρους κινηματικών μετώπων γύρω από ένα μίνιμουμ συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα που θα αντιπαρατίθεται με τον αυταρχισμό, την καταστολή και τη συνολικότερη πολιτική του Μητσοτάκη, είναι ένα πρώτο βήμα συλλογικής απάντησης απέναντι στη μεμονωμένη βία. Δυστυχώς ακόμη δεν το έχουμε πετύχει.

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία