Σε κάθε επέτειο της πτώσης της δικτατορίας του 1967-74 επαναλαμβάνονται συστηματικά μια σειρά από μισές αλήθειες και ψέματα, που στηρίζουν την κυρίαρχη καθεστωτική πολιτική αφήγηση για εκείνα τα σημαντικά γεγονότα.
Οι εξελίξεις στην Κύπρο έχουν κομβική θέση σε αυτή την αφήγηση. Τα πρώτα χρόνια μετά το 1974, αυτή η «ιδεολογική χρήση» της ιστορίας είχε στόχο, αφενός, να μειώσει κατά το δυνατόν τις επιπτώσεις στο κύρος και στη συνοχή του στρατού (αλλά και γενικότερα των κρατικών μηχανισμών) που επέφερε η αποσύνθεση και η αναπόφευκτη κατάρρευση της δικτατορίας μετά την εξέγερση του Νοέμβρη του ’73. Αφετέρου να ενισχύσει, κατά το δυνατόν, την πολιτική πειστικότητα των αστικών δημοκρατικών δυνάμεων, που ανέλαβαν το δύσκολο έργο της «μετάβασης» από τη δικτατορία στον κοινοβουλευτισμό.
Αυτή η αφήγηση έχει ελάχιστη σχέση με την πραγματικότητα. Η ιστορία στην Κύπρο είναι ιστορία της λυσσαλέας σύγκρουσης μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής κυρίαρχης τάξης, που ήταν αμφότερες πιστά μέλη της νατοϊκής συμμαχίας, αλλά διεκδικούσαν πρωτοκαθεδρία στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Είναι επίσης ιστορία της ανάπτυξης της ελληνοκυπριακής κυρίαρχης τάξης, που σταδιακά εμπεδώνει τη στρατηγική της Ανεξαρτησίας και της «κυπριακότητας» αποκλίνοντας από την πολιτική του ελληνικού κράτους, αλλά που επίσης -κατανοώντας την «κυπριακότητα» ως απολύτως δική της κυριαρχία- επιδιώκει συστηματικά μια μείωση του ρόλου και των δυνατοτήτων της τουρκοκυπριακής μειονότητας. Σε αυτές τις συγκρούσεις οι δυτικές Μεγάλες Δυνάμεις, που ούτως ή άλλως «έλεγχαν» και την Ελλάδα και την Τουρκία και την Κύπρο, παρεμβαίνουν ενεργά, αλλά με κριτήριο τη διατήρηση της σταθερότητας της Νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και το να μη δημιουργηθούν «ρωγμές» που θα επέτρεπαν βελτίωση των θέσεων του αντίπαλου Μπλοκ μέσα στην οξύτερη φάση της εποχής του Ψυχρού Πολέμου.
Ανεξαρτησία;
Στην Οθωμανική περίοδο, η Ελληνορθόδοξη Εκκλησία αναδείχθηκε σε κυρίαρχη δύναμη στο εσωτερικό της Κύπρου. Αυτό ίσχυε τόσο οικονομικά –με την κατοχή μεγάλου τμήματος της καλλιεργήσιμης γης μέσα σε μια κυρίως αγροτική οικονομία– όσο και πολιτικά, με τον Αρχιεπίσκοπο να είναι ο «άρχοντας» που είχε την εξουσία να ομιλεί με τον Σουλτάνο.
Μετά το 1878, όταν η Κύπρος πέρασε στα χέρια των Βρετανών (αρχικά ως προτεκτοράτο και μετά το 1914 ως αποικία του Στέμματος) διατηρήθηκε τόσο ο αγροτικός χαρακτήρας της οικονομίας του νησιού, όσο και η μεγάλη δύναμη της Εκκλησίας. Ο Αρχιεπίσκοπος παρέμεινε ο βασικός «διαμεσολαβητής» μεταξύ της βρετανικής διοίκησης και του υπανάπτυκτου πολιτικού συστήματος εκπροσώπησης των προνομιούχων στρωμάτων στο νησί. Όχι όμως χωρίς τριγμούς και αντιθέσεις. Ο πολύπειρος βρετανικός ιμπεριαλισμός προωθούσε μια ελεγχόμενη «ανάπτυξη» που διάβρωνε τις παλιότερες σχέσεις κυριαρχίας στην αγροτική παραγωγή και ένα πιο σύνθετο σύστημα πολιτικής εκπροσώπησης, που θα επέτρεπε καλύτερα την πάγια τακτική του «διαίρει και βασίλευε». Μέσα σε αυτήν την περίοδο η Εκκλησία στράφηκε σταδιακά προς το αίτημα της Ένωσης.
Το ελληνικό κράτος υπήρξε, αρχικά, πολύ προσεκτικό. Όπως έλεγε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ο Γ. Παπανδρέου, «στην Αθήνα αναπνέομεν με δύο πνεύμονας, τον Αμερικανικόν και τον Βρετανικόν. Δεν θα διακινδυνεύσομεν ασφυξίαν, λόγω της Κύπρου». Το σημείο καμπής ήταν το τέλος του Εμφυλίου. Από την κυβέρνηση Παπάγου και μετά, το ελληνικό κράτος αρχίζει να «τζογάρει» με την Ένωση, βλέποντας την Κύπρο ως ένα πολύτιμο έπαθλο που θα συμβόλιζε την ουσιαστική αναβάθμιση στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτήν την πολιτική ακολούθησαν έκτοτε όλες οι αστικές κυβερνήσεις, της ΕΡΕ, της Ένωσης Κέντρου, του Παπαδόπουλου και του Ιωαννίδη επί Χούντας, με διάφορες τακτικές παραλλαγές.
Αυτή η «στροφή» συμπίπτει με μια πολύ γενικότερη καμπή. Το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου επιφέρει μια αναγκαστική υποχώρηση του βρετανικού ιμπεριαλισμού. Οι έμπειροι Εγγλέζοι κατανοούν ότι μακροπρόθεσμα είναι αδύνατη η διατήρηση της αποικιοκρατίας τους και οργανώνουν (ή ανέχονται) σταδιακά μια ελεγχόμενη «από-αποικιοποίηση» που θα τους έδινε τα μέγιστα δυνατά οφέλη. Κομβικό γνώρισμα σε αυτήν την πολιτική ήταν η προσπάθεια πολυδιάσπασης των πληθυσμών στις αποικίες (διαίρει και βασίλευε) και το χτύπημα πολιτικών δυνάμεων που θεωρούσαν επικίνδυνες, όπως το ΑΚΕΛ στην Κύπρο, το ισχυρότερο πολιτικό κόμμα στο νησί που, μέσα στην ιστορία του, υποστήριζε τις κοινές οργανώσεις των ελληνοκυπριακών και των τουρκοκυπριακών λαϊκών μαζών.
Σε αυτή την περίοδο συντελείται μια κρίσιμη αλλαγή. Η ανάπτυξη της αστικής τάξης στην Κύπρο –μέσα από τους πλούσιους «τοκιστές» της υπαίθρου, τους εμπόρους και την αναπτυσσόμενη βιοτεχνία και βιομηχανία– θέτει σε ερωτηματικό τη στρατηγική της Ένωσης. Οι ελληνοκύπριοι καπιταλιστές διαβλέπουν ότι η ένταξή τους στο ελληνικό κράτος θα σημάνει υποβάθμιση, ενώ η συγκρότηση ενός μικρού «ανεξάρτητου» κράτους, σε μια περιοχή όπου διασταυρώνονται οι αντιθέσεις Δύσης-Ανατολής και επωάζεται η κατάρρευση άλλων γειτονικών οικονομικών «κέντρων» (Βηρυτός κ.ά.) θα σημαίνει ευκαιρίες αυτόνομης σημαντικής ανάπτυξης. Η κυρίαρχη τάξη στην Κύπρο παρέμεινε έκτοτε πιστή σε αυτήν τη στρατηγική επιλογή και αυτό επέφερε τη στροφή της Εκκλησίας που εντέχνως σταδιακά εγκατέλειψε την «ενωτική» συνθηματολογία. Οι διαπραγματεύσεις του Μακάριου με τη βρετανική διοίκηση του Χάρντινγκ, που προηγήθηκαν των Συμφωνιών Ζυρίχης και Λονδίνου, έγιναν στη βάση μιας προοπτικής ανεξαρτησίας.
Η αντίδραση της Αθήνας ήταν έντονη. Είναι κοινό μυστικό ότι οι προδικτατορικές κυβερνήσεις αναζήτησαν μια προληπτική «διέξοδο», που προέβλεπε συμφωνία με την Τουρκία, ανατροπή του Μακαρίου και «λύση» είτε μέσω μιας «διπλής» Ένωσης, είτε Ένωσης Ελλάδας-Κύπρου με ανταλλάγματα προς την Τουρκία στη Δυτική Θράκη.
Την 1η Απρίλη του 1955, ο Γεώργιος Γρίβας («Διγενής») που στάλθηκε μυστικά από την Αθήνα το 1954, με τη συμφωνία του Μακαρίου (που δεν είχε ακόμα δει το «φως» της ανεξαρτησίας, μέσω Ζυρίχης…) κήρυξε στην Κύπρο την αρχή του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών). Η «εξόρμηση» του Γρίβα στην Κύπρο είχε την έγκριση του, τότε, αρχηγού ΓΕΣ στρατηγού Γ. Κοσμά, και θεωρείται δεδομένο ότι «ήταν ενήμερος» ο στρατάρχης Παπάγος. Είναι κυριολεκτικά προκλητικό το γεγονός ότι ακόμα και σήμερα (που τα πάντα είναι γνωστά…), τμήματα μιας κάποιας αντι-ιμπεριαλιστικής Αριστεράς, θεωρούν την ΕΟΚΑ ένα εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, ενταγμένο μέσα στις παραδόσεις των μεγάλων αντιαποικιακών αγώνων της εποχής. Ο Γρίβας δεν ήταν μόνο ένας έξαλλος ακροδεξιός εθνικιστής, ήταν ο επικεφαλής της «Χ», και βασικός πράκτορας των Εγγλέζων στην αδίστακτη δράση τους ενάντια στο ΕΑΜικό κίνημα στην Ελλάδα. Ανάλογη ιδεολογικοπολιτική κατεύθυνση (αλλά και σχέσεις με την Ιντέλιτζενς Σέρβις) χαρακτηρίζουν και τα άλλα «πρωτοκλασάτα» στελέχη της ΕΟΚΑ (Π. Γιωργκάτζης κ.ά.). Η ΕΟΚΑ ποτέ δεν πήρε διαστάσεις μαζικού κινήματος. Η δράση της ήταν, κυρίως, τα φονικά «αποσπάσματα» και τα βομβιστικά σαμποτάζ. Η πλειοψηφία των θυμάτων της ήταν ελληνοκύπριοι αριστεροί αγωνιστές και τουρκοκύπριοι, στελέχη της μειονότητας, ακόμα και γυναικόπαιδα. Όταν οι Εγγλέζοι χρειάστηκαν «ηρεμία» στην Κύπρο, προκειμένου να μεταφέρουν μαζικά στρατό προς τη Μέση Ανατολή και το Σουέζ, η ΕΟΚΑ έσπευσε να κηρύξει «ανακωχή». Δεν υπάρχει κανένα περιθώριο να συγχέεται αυτή η εθνικιστική οργάνωση με τα ριζοσπαστικά αντιιμπεριαλιστικά κινήματα στην Ασία και στην Αφρική.
Ο πραγματικός στόχος του Γρίβα ήταν να επιτευχθεί το ρήγμα μεταξύ ελληνοκυπρίων/τουρκοκυπρίων, να πιεστεί το ΑΚΕΛ ως «προδοτικό» και να ενισχυθούν οι διπλωματικές μανούβρες της Αθήνας.
Ο Μακάριος αργότερα διαχωρίστηκε, δηλώνοντας ότι «η Ένωση είναι ευκταία», αλλά οι Κύπριοι πρέπει να συγκεντρωθούν «στο στόχο της Ανεξαρτησίας, που είναι εφικτός». Ξεπέρασε εύκολα τις καταγγελίες του Γρίβα για «προδοσία» και έδειξε τη δύναμη του μπλοκ που είχε πλέον συγκροτηθεί μέσα στην ελληνοκυπριακή κυρίαρχη τάξη, επιτυγχάνοντας θηριώδη ποσοστά επανεκλογής.
Στις 5/2/1955 στη Ζυρίχη, μετά από τις συνομιλίες Καραμανλή-Μεντερές υπό την εποπτεία της Βρετανίας και των ΗΠΑ, συμφωνήθηκε η κυπριακή «Ανεξαρτησία». Η Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία ορίστηκαν εγγυήτριες δυνάμεις και συμφωνήθηκαν ειδικές «προστασίες» που αντιστοιχούσαν στο μέγεθος της τουρκοκυπριακής μειονότητας (18%). Οι Εγγλέζοι διατήρησαν τις «στρατηγικές» βάσεις τους στην Κύπρο, και ήταν κοινό μυστικό ότι το νησί έγινε ένας παράδεισος για τη δράση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών με το μάτι στη Μέση Ανατολή.
Οι συγκρούσεις άρχισαν από νωρίς. Το 1963 ο Μακάριος επιχείρησε να τροποποιήσει μονομερώς το Σύνταγμα που είχε συμφωνηθεί στη Ζυρίχη, στοχεύοντας κυρίως στην κατάργηση των προστατευτικών ρυθμίσεων για την τουρκοκυπριακή μειονότητα. Αυτή η «από τα πάνω» πολιτική απόπειρα, συνδυάστηκε με μια «από τα κάτω» τρομοκρατική δράση όπου πρωτοστάτησαν οι ελλαδικές ένοπλες δυνάμεις που στάθμευαν στο νησί και τα παραστρατιωτικά «αποσπάσματα» της ΕΟΚΑ που είχαν μείνει άθικτα. Μια γενικευμένη ελληνοτουρκική σύγκρουση αποφεύχθηκε λόγω της παρέμβασης των Βρετανών και των Αμερικανών που απαίτησαν σεβασμό στη συνοχή της Νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Όμως σε αυτές τις συγκρούσεις τέθηκαν τα πραγματικά θεμέλια της μελλοντικής διχοτόμησης: οι τουρκοκύπριοι περιορίστηκαν στους «θύλακες», τα μικτά χωριά μειώθηκαν δραστικά, στο εσωτερικό των τουρκοκυπριών αναπτύχθηκαν ένοπλες εθνικιστικές οργανώσεις…
Η Χούντα
Στο εσωτερικό των εθνικιστικών στρατοκρατικών δικτύων που στήριξαν το καθεστώς της δικτατορίας, η διεκδίκηση της Ένωσης πήρε τη μορφή ενός Αγίου Δισκοπότηρου, που θα αρκούσε για να «νομιμοποιήσει» ιστορικά την 21η Απρίλη του 1967.
Αυτό οδήγησε σε μια ταχύτατη επιδείνωση των σχέσεων της Χούντας με την κυπριακή κυβέρνηση και ειδικά με τον Μακάριο, που κινούταν πλέον με τη στρατηγική της Ανεξαρτησίας.
Από τον Ιούνη του 1967, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ «ενημέρωνε» τις πρεσβείες των ΗΠΑ στην Αθήνα, την Άγκυρα και τη Λευκωσία για την «εκτίμηση» ότι ο στόχος της πολιτικής της Χούντας θα είναι η ανατροπή του Μακαρίου, ακόμα και με πραξικόπημα για την επιβολή της Ένωσης.
Τον Σεπτέμβρη του 1967 η Χούντα συγκαλεί την «Ελληνο-Τουρκική Διάσκεψη», όπου επαναφέρει την παλιότερη πρόταση για συμφωνημένη Ένωση, δίνοντας ανταλλάγματα στην Τουρκία δυτικά του Έβρου, στη «ζώνη του Καρά-αγάτς», δηλαδή της Αλεξανδρούπολης. Η Διάσκεψη απέτυχε γιατί η Τουρκία αρνήθηκε τον εκμηδενισμό της «παρουσίας» στην Κύπρο, με όποια ανταλλάγματα.
Στο μεταξύ στην Κύπρο μετατίθενται συστηματικά τα σκληρότερα στοιχεία των Απριλιανών αξιωματικών, όπου ξεχωρίζουν τα πρωτοπαλίκαρα των Ασλανίδη και Λαδά. Κατάληξη αυτής της διαδικασίας ήταν, αργότερα, η ανασυγκρότηση της ΕΟΚΑ Β΄.
Στο διάστημα αυτό επιχειρούνται δύο απόπειρες δολοφονίας του Μακαρίου (που αποτυγχάνουν λόγω της προειδοποιητικής παρέμβασης δυτικών, αλλά και ανατολικών, «υπηρεσιών»…) και η δολοφονία του Π. Γιωρκάτζη, παλιού συναρχηγού της ΕΟΚΑ που είχε «μετακινηθεί» σε υπουργός Εσωτερικών του Μακαρίου.
Πρόκειται για μια πρωτοφανή ένταση στις σχέσεις μεταξύ «εθνικού κέντρου» και κυπριακής κυβέρνησης. Ο Μακάριος δεν διστάζει σε πολλές δημόσιες-διεθνείς παρεμβάσεις του να δείξει τον ένοχο: «τα πάντα κινούνται εξ Αθηνών…».
Σε αυτές τις διεργασίες αρχίζει να γίνεται ορατή η διάκριση στο εσωτερικό της Χούντας μεταξύ «υπεύθυνων» (Γ. Παπαδόπουλος, Μακαρέζος, Παττακός) και «σκληρών» (Ιωαννίδης, Λαδάς, Ασλανίδης). Παρόλα αυτά σε κάθε στιγμή, το καθεστώς συνολικά, παίρνοντας υπόψη τη σαφή άρνηση όλων των Μεγάλων Δυνάμεων και τον κίνδυνο γενικευμένου ελληνοτουρκικού πολέμου, υπαναχωρεί, αποφεύγει την αποφασιστική κλιμάκωση και συνεχίζει να διεκδικεί το σκοπό του με ελιγμούς.
Το κρίσιμο πολιτικό ερώτημα είναι γιατί αυτή η «φρόνηση» εγκαταλείπεται το 1974. Γιατί, τότε, η Χούντα προχωρά στην «τρέλα» του πραξικοπήματος που άνοιξε το δρόμο στην τουρκική εισβολή;
Η απάντηση είναι απλή. Γιατί τότε το καθεστώς βρίσκεται πλέον σε κρίση-αποσύνθεση και επιχειρεί με τον «τυχοδιωκτισμό» στην Κύπρο να σώσει την Χούντα στην Αθήνα. Η εξέγερση του Νοέμβρη του 1973 είχε ήδη «αποφανθεί» για την προοπτική της ανατροπής της δικτατορίας και το μόνο ερώτημα που είχε μείνει ανοιχτό αφορούσε το πότε αυτό θα συμβεί και όχι το εάν θα συμβεί. Η αντικατάσταση του Γ. Παπαδόπουλου, η επικράτηση των «σκληρών» του Ιωαννίδη, η σύγχυση στις κορυφές του στρατού (που εκδηλώθηκε ανάγλυφα με τον πανικό του Επιτελείου τον Ιούλη του ’74) κλπ είναι οι αποδείξεις της αποσύνθεσης του δικτατορικού καθεστώτος στην περίοδο που ακολούθησε το Πολυτεχνείο.
Μια παραλλαγή της κυρίαρχης ιστορικής αφήγησης είναι ότι οι νατοϊκοί ώθησαν εμμέσως τον Ιωαννίδη στον τυχοδιωκτισμό, παραπλανώντας τον με την ψευδή υπόσχεση ότι αυτοί θα εμποδίσουν μια πιθανή τουρκική εισβολή. Αυτό το παραμύθι που λειτουργεί ξεπλένοντας τις ευθύνες ενός σημαντικού τμήματος των αξιωματικών και ήταν ο βασικός υπερασπιστικός ισχυρισμός τους στις δίκες της Μεταπολίτευσης, δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Οι νατοϊκοί δεν είχαν κανένα πραγματικό λόγο να παίξουν κορώνα-γράμματα τη συνοχή του ΝΑΤΟ στην περιοχή.
Το ΚΚΕ με το Δοκίμιο Ιστορίας σχετικά με την περίοδο 1968-74, δίνει όλα τα συγκεκριμένα στοιχεία της διάψευσης αυτού του ισχυρισμού: Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ είχε ενημερώσει τους πάντες στην περιοχή ότι η απόφαση για πραξικόπημα στην Κύπρο πάρθηκε στην Αθήνα από τον Απρίλη του 1974. Οι Βρετανοί, ο Κίσιγκερ, η ΕΣΣΔ, οι Γιουγκοσλάβοι (που διατηρούσαν ειδικές σχέσεις με τον Μακάριο) κ.ά. είχαν ενημερώσει επίσης τους πάντες για τη σφοδρή διαφωνία τους, αλλά και για τη «χλιαρή» στάση που θα κρατούσαν απέναντι στην αναπόφευκτη τουρκική εισβολή, με τους δυτικούς να υπογραμμίζουν ότι το αποκλειστικό κριτήριο στην πολιτικής τους θα ήταν ο στόχος να επιβιώσει η Νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Έχει σημασία το ότι οι Αμερικανοί ενημέρωσαν, μήνες πριν το πραξικόπημα, τον Ευάγγελο Αβέρωφ για τις προοπτικές, αλλά και για την αντίθεσή τους στις επιλογές του Ιωαννίδη (ΚΚΕ, Δοκίμιο Γ2, σ. 788). Γιατί ο αστικός «πολιτικός κόσμος» γνώριζε καλά τι ερχόταν και δεν κούνησε ούτε δαχτυλάκι για να το εμποδίσει. Οι ευθύνες των «δημοκρατικών» αστικών δυνάμεων στην επερχόμενη καταστροφή, είναι ένας βασικός λόγος που ο «φάκελος της Κύπρου» παραμένει επτασφράγιστο μυστικό 50 χρόνια μετά.
Η χούντα του Ιωαννίδη δεν σκόπευε να παραδοθεί αμαχητί. Μετά την εισβολή προετοιμάστηκε για πόλεμο και κήρυξε γενική επιστράτευση. Σε κανένα σημείο της χώρας δεν εμφανίστηκαν εκδηλώσεις σοβινιστικού-φιλοπόλεμου παροξυσμού. Η προσέλευση της νεολαίας στα στρατόπεδα της επιστράτευσης οδήγησε στην κατάρρευση της πειθαρχίας. Οι αξιωματικοί δεν τόλμησαν να μοιράσουν όπλα, ούτε να ντύσουν με στολές και συχνά ούτε να κουρέψουν τους επιστρατευμένους. Το Επιτελείο έντρομο διαπίστωσε ότι το καθεστώς είναι ανίκανο να κάνει πόλεμο. Ήταν το σημείο κατάρρευσης της Χούντας.
Αυτή η «στιγμή» υποτιμάται, με στόχο να απωθηθεί στη λήθη. Ακόμα και το Δοκίμιο του ΚΚΕ έχει αναφορά στην αποτυχία της επιστράτευσης σε δύο μόλις αράδες, χωρίς ίχνος πολιτικής εκτίμησης. Αντίθετα βρίθει από υπαινιγμούς κατά των ΗΠΑ και των Βρετανών, αποδίδοντας σε αυτούς την απόφαση αποφυγής ενός ελληνοτουρκικού πολέμου. Αλήθεια, ήταν σωστή η αυθόρμητη τάση της νεολαίας και του κόσμου μπροστά στην επιστράτευση του ’74 ή μήπως θα ήταν σωστή η πειθαρχία και η αποδοχή μιας γενικευμένης ελληνοτουρκικής σφαγής;
Στην Κύπρο το ’74 δεν έγινε «προδοσία». Έγινε μια καταστροφή που άνοιξε δεκαετίες επικίνδυνης όξυνσης των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Καταστροφή στην οποία οδήγησε η εθνικιστική-ακροδεξιά μούρλα, και την οποία δεν προσπάθησαν να αποτρέψουν οι «υπεύθυνες» πολιτικές ηγεσίες του τόπου, ούτε οι διεθνείς Μεγάλες Δυνάμεις, στο βαθμό που τους αναλογούσε.
Και αυτό το συμπέρασμα, διατηρεί την πολιτική αξία του ακόμα και σήμερα, 50 χρόνια μετά.