Οι φετινές εκλογές στις ΗΠΑ καθορίζονται από τη σκιά της απειλής μιας επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ.
Το διαβόητο «Σχέδιο 2025», που δημοσιεύτηκε από παραδοσιακό ισχυρό θινκ τανκ της αμερικανικής Δεξιάς και εισηγείται μια τρομακτική αντιδραστική επίθεση στα δημοκρατική δικαιώματα ως κυβερνητικό πρόγραμμα των Ρεπουμπλικάνων και -κυρίως!- η κινητικότητα της αμερικανικής ακροδεξιάς εν αναμονή μιας εκλογικής ρεβάνς του συμβόλου της προειδοποιούν. Σε αυτό το φόντο, έχει ενισχυθεί η πίεση στον κόσμο των κινημάτων και της Αριστεράς να συνθηκολογήσουν με το Δημοκρατικό Κόμμα. Όπως συμβαίνει συχνά στις ΗΠΑ, η ψήφος στο «μικρότερο κακό» μετατρέπεται σε ωραιοποίησή του και σε αντιμετώπισή του ως «καλό», όπως έχει φανεί και από τους ύμνους του Μπέρνι Σάντερς και άλλων για την -τάχα- φιλεργατική θητεία του Τζο Μπάιντεν και από τον ενθουσιασμό που προκάλεσε σε προοδευτικούς η υποψηφιότητα της Καμάλα Χάρις ως «διαφορετικής» από τον απερχόμενο πρόεδρο. Σε αυτό το μικρό αφιέρωμα στην Ε.Α., φιλοξενούμε αποσπάσματα άρθρων του International Socialism Project που αναδεικνύουν την ανάγκη αντίστασης σε αυτήν την πίεση. Ο Άνταμ Σιλς γράφει για ένα από τα πιο κομβικά ζητήματα των φετινών εκλογών στις ΗΠΑ, το Παλαιστινιακό, απαντώντας στην αναδυόμενη ψευδαίσθηση ότι η Καμάλα Χάρις θα είναι πιο φιλική απέναντι στον Παλαιστινιακό λαό σε σχέση με τον Μπάιντεν. O Πολ Ντ’ Αμάτο παρουσιάζει το αδιέξοδο της στρατηγικής επιλογής του μικρότερου κακού και πρόσδεσης πίσω του ως μέθοδο αντίστασης στη Δεξιά, τόσο ιστορικά-θεωρητικά, όσο και στη συγκεκριμένη συγκυρία, όπου πραγματικά τίθεται το επίδικο της υπεράσπισης θεμελιωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων απέναντι στην λαίλαπα Τραμπ. Ο Λανς Σέλφα γράφει έναν απολογισμό της θητείας Μπάιντεν στην οικονομία, εξηγώντας τους λόγους που οι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών δεν δείχνουν να συμμερίζονται την ανάλυση που παρουσιάζει τον Μπάιντεν ως «φίλο της εργατικής τάξης» και αναρωτιέται γιατί αυτό δεν αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις.
---
«Δολοφόνος Καμάλα, στέλνει βόμβες, σκοτώνει παιδιά και τις μαμάδες τους»*
Του Άνταμ Σιλς, ολόκληρο στο Rproject.gr
Η ανάδειξη της Καμάλα Χάρις ως νέα υποψήφια του Δημοκρατικού Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές έχει επηρεάσει όλες τις πτυχές της πολιτικής κατάστασης στις ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του κινήματος αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη.
Μια πτέρυγα του κινήματος έχει αρχίσει να ισχυρίζεται ότι η Χάρις διαφέρει από τον Μπάιντεν και ότι οφείλουμε μια πιο ανοιχτή στάση απέναντί της.
Στην πραγματικότητα, η Χάρις είναι ισχυρή υποστηρίκτρια του Ισραηλινού κράτους εδώ και πολύ καιρό. Μια ομιλία της στην AIPAC το 2017 μας προσφέρει μια ευκαιρία για να δούμε τις απόψεις της. Αξίζει να παραθέσουμε εκτεταμένα:
«Πρώτον, η άμυνα. Εν μέσω αβεβαιότητας κι αναταραχής, η υποστήριξη της Αμερικής στην ασφάλεια του Ισραήλ πρέπει να είναι ακλόνητη.
Καθώς το Ιράν συνεχίζει να εξαπολύει βαλλιστικούς πυραύλους ενώ εξοπλίζει και χρηματοδοτεί την τρομοκρατική Χεζμπολά ως πληρεξούσιά του, πρέπει να σταθούμε στο πλευρό του Ισραήλ.
Καθώς η Χαμάς διατηρεί τον έλεγχο της Γάζας και εξαπολύει ρουκέτες στα νότια σύνορα του Ισραήλ, πρέπει να σταθούμε στο πλευρό του Ισραήλ.
[...] Η αμυντική μας σχέση είναι κρίσιμη και για τις δύο χώρες, και για αυτό υποστηρίζω τη δέσμευση των ΗΠΑ να παρέχουν στο Ισραήλ στρατιωτική βοήθεια αξίας 38 δισ. δολαρίων την επόμενη δεκαετία.
Γι’ αυτό υποστηρίζω την πλήρη χρηματοδότηση του Ισραήλ, που περιλαμβάνει τα αντιπυραυλικά συστήματα Arrow, David’s Sling και Iron Dome, τα οποία σώζουν ζωές. Και γι’ αυτό δεσμεύομαι πλήρως για τη διατήρηση του ποιοτικού στρατιωτικού πλεονεκτήματος του Ισραήλ».
Ναι αλλά δεν έχει κάνει η Χάρις επικριτικά σχόλια για τον Νετανιάχου; Δεν έχει μιλήσει για τα βάσανα των Παλαιστινίων; Δεν έχει μιλήσει για την ανάγκη κατάπαυσης του πυρός; Ασφαλώς και το έχει κάνει.
[...] Αυτό συμβαίνει γιατί τα συμφέροντα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού δεν ταυτίζονται απόλυτα με αυτά της κυβέρνησης Νετανιάχου.
Αν και είναι θεμελιωδώς προσηλωμένος στη συμμαχία με το Ισραηλινό κράτος, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός έχει και άλλες προτεραιότητες. Επιθυμεί να έχει καλές σχέσεις με τους Σαούντ και τα κράτη του Κόλπου. Θέλει γενικότερη σταθερότητα στην κρίσιμη πετρελαιοπαραγωγό περιοχή. Θέλει να συντηρεί ένα συγκεκριμένο προφίλ στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Το κτηνώδες αμόκ του Νετανιάχου στη Γάζα απειλεί όλες αυτές τις προτεραιότητες. Οπότε, μερικές φορές ο στενός σύμμαχος της Αμερικής χρειάζεται χαλινάρι. Αυτό δεν σημαίνει ότι η υποστήριξη στο Ισραήλ δεν είναι θεμελιώδης πυλώνας της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Σημαίνει ότι, κατά καιρούς, οι πράξεις του Ισραήλ κάνουν πιο δύσκολη την υλοποίηση αυτής της πολιτικής υποστήριξης. Αυτός είναι ο λόγος που μερικές φορές η ηγεσία των ΗΠΑ θα σχολιάσει επικριτικά τις πράξεις του Ισραήλ. Αυτές οι δηλώσεις δεν έχουν καμιά σχέση με βασικές αλλαγές πολιτικής ή με υποστήριξη στους Παλαιστίνιους.
[...] Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη και κανένας σοβαρός λόγος να πιστέψουμε ότι η Καμάλα Χάρις θα έχει καλύτερη ή διαφορετική προσέγγιση από τον Τζο Μπάιντεν απέναντι στην Παλαιστίνη. Ευτυχώς, μεγάλα τμήματα του κινήματος το καταλαβαίνουν αυτό πολύ καθαρά. Ο Συνασπισμός για Δικαιοσύνη στην Παλαιστίνη του Σικάγο (Chicago Coalition for Justice in Palestine -CJP), του οποίου σύνθημα αποτελεί και τον τίτλο αυτού του άρθρου, δείχνει το δρόμο όπως πάντα. Η τελευταία του δήλωση δείχνει πώς μπορεί να προχωρήσει όλο το κίνημα και αποτελεί μια καλή κατακλείδα για αυτό το άρθρο.
«Ο Συνασπισμός για Δικαιοσύνη στην Παλαιστίνη του Σικάγο (CJP) υπενθυμίζει στην κοινότητά μας και στους ανθρώπους που μας υποστηρίζουν ότι θα διαδηλώνουμε στο Εθνικό Συνέδριο των Δημοκρατικών από την Δευτέρα 19 Αυγούστου μέχρι την Πέμπτη 22 Αυγούστου -με το CJP να ηγείται της συγκέντρωσης και της πορείας στο Union Park την Τετάρτη 21 Αυγούστου. Θα το κάνουμε ανεξάρτητα από την υποψηφιότητα που θα ορίσει το Δημοκρατικό Κόμμα και ακόμα και αν επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός στη Γάζα.
Η Καμάλα Χάρις, ως Αντιπρόεδρος, ήταν στο ίδιο μήκος κύματος με τον Γενοκτόνο Τζο Μπάιντεν για όλους τους 10 μήνες της γενοκτονίας ενάντια στους ανθρώπους μας στην Παλαιστίνη. Η κυβέρνηση την οποία υπηρετεί ως Αντιπρόεδρος είναι αυτή που στέλνει άνευ προηγούμενου στρατιωτική βοήθεια και όπλα στο Ισραήλ για να διεξάγει αυτό τις σφαγές Παλαιστινίων στη Γάζα, που έχουν οδηγήσει σε πάνω από 40.000 νεκρούς, πάνω από 100.000 τραυματίες, και 2 εκατομμύρια εκτοπισμένους.
Οι πληροφορίες ότι ίσως γίνονται προεργασίες για μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός δεν αλλάζουν τους 10 μήνες γενοκτονίας που το Δημοκρατικό Κόμμα βοήθησε και συνέδραμε άνευ όρων, αγνοώντας τις λεγόμενες «κόκκινες γραμμές» του κι επιτρέποντας στο Ισραήλ να σκοτώνει κατά βούληση. Δεν αλλάζουν τα βασικά μας αιτήματα ότι οι ΗΠΑ πρέπει να υποχρεώσουν το Ισραήλ να σταματήσει τη γενοκτονία στη Γάζα ΤΩΡΑ, να σταματήσουν να χρηματοδοτούν και να παρέχουν βοήθεια στο γενοκτονικό Ισραηλινό κράτος».
* «Killer Kamala, sending bombs, killing children and their moms»
«Πρόκειται για μάχη μεταξύ δημοκρατίας και φασισμού!»
Η πολιτική χρεοκοπία του μικρότερου κακού ως τακτική εκφοβισμού
Του Πολ Ντ’ Αμάτο, μετάφραση: Στέλλα Μούσμουλα. Ολόκληρο στο Rproject.gr
Η παρουσίαση μιας νίκης των Ρεπουμπλικάνων σε προεδρικές εκλογές ως νίκη του φασισμού έχει χρησιμοποιηθεί ως εκφοβιστική τακτική από τους Δημοκρατικούς σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις.
Τουλάχιστον στο σημερινό πλαίσιο υπάρχουν δόσεις αλήθειας σε αυτόν τον ισχυρισμό. Μπορεί ο Τραμπ να είναι περισσότερο δεξιός οπορτουνιστής από ότι καθαρός φασίστας, όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Ρεπουμπλικανικό κόμμα μετακινείται όλο και πιο δεξιά τις τελευταίες δεκαετίες και ότι στις γραμμές του (και σε ένα τμήμα της ηγεσίας του) σίγουρα περιλαμβάνονται στοιχεία της αμερικανικής άκρας δεξιάς—τα οποία το κόμμα τουλάχιστον ανέχεται, αν δεν τα καλωσορίζει.
Σίγουρα δεν μπορεί να σταθεί ως επιχείρημα το ότι δεν υπάρχει «καμία διαφορά» μεταξύ των υποψηφίων. Ο Τραμπ υπαινίσσεται ότι επιδιώκει μια δικτατορία και θέλει να καταργήσει την εκλογική διαδικασία στις ΗΠΑ. Αυτή η απειλή ίσως είναι κενή, αλλά είναι ενδεικτική του πώς ο Τραμπ και η απόπειρα πραξικοπήματος της 6ης Ιανουαρίου έχουν διαταράξει το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα στις ΗΠΑ. Σε επίπεδο ρητορικής, υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ των δύο κομμάτων, με το Ρεπουμπλικανικό να υποκινεί το μίσος κατά των Μαύρων, των Μεξικανών μεταναστών, των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, των Παλαιστινίων, των Εβραίων και ούτω καθεξής. Ενώ ο Τραμπ ξερνάει διχασμό και μίσος υποσχόμενος μαζικές απελάσεις, η Χάρις επικαλείται την ενότητα, την συμπερίληψη και τη δικαιοσύνη.
Ωστόσο, σε ορισμένα ζητήματα δεν υπάρχει καμία πραγματική διαφορά μεταξύ των κομμάτων, ειδικά σε ό,τι αφορά την υποστήριξη των ΗΠΑ στο Ισραηλινό Απαρτχάιντ. Υπάρχει συνεπής διακομματική στρατιωτική και πολιτική υποστήριξη για όλα όσα έχει κάνει το Ισραήλ εδώ και δεκαετίες, συμπεριλαμβανομένης και της παρούσας γενοκτονικής σφαγής του στη Γάζα.
Επιπλέον, αν και το Δημοκρατικό Κόμμα εξακολουθεί να παραμένει πιο προοδευτικό από το Ρεπουμπλικανικό σε αρκετά κοινωνικά ζητήματα, οι Δημοκρατικοί ακολουθούν τους Ρεπουμπλικάνους στη διαρκή δεξιά τους μετατόπιση από την εποχή του Νίξον και μετά. Κάθε φορά που οι Δημοκρατικοί προσαρμόζονται σε δεξιές πολιτικές, απλώς ανοίγουν περισσότερο χώρο στους Ρεπουμπλικανούς για να προχωρήσουν ακόμη δεξιότερα. Το Δημοκρατικό Κόμμα δεν είναι όχημα αντίστασης στη Δεξιά, αλλά μέσο προσαρμογής σε αυτήν.
Η εμπειρία δείχνει ότι δεν μπορείς να καταπολεμήσεις τη Δεξιά υποστηρίζοντας το κόμμα που βρίσκεται μερικά κλικ αριστερά της, αλλά κινείται επίσης δεξιόστροφα. Θα δώσω μερικά παραδείγματα.
Από την ανατροπή της απόφασης «Roe v. Wade», η οποία πλέον έχει καταστήσει την άμβλωση είτε σχεδόν είτε εντελώς παράνομη σε 24 Πολιτείες, οι Δημοκρατικοί κάνουν τις προεκλογικές τους καμπάνιες ως υπερασπιστές του δικαιώματος στην άμβλωση. Ωστόσο, εδώ και πολλές δεκαετίες υπήρξε μεγάλη διαφορά μεταξύ της ρητορικής και της πρακτικής του Δημοκρατικού Κόμματος. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής τους εκστρατείας, τόσο ο Μπιλ Κλίντον όσο και ο Μπαράκ Ομπάμα είχαν υποσχεθεί ότι θα περάσουν έναν νόμο για την Ελευθερία της Επιλογής, ο οποίος θα καθιστούσε το δικαίωμα στην άμβλωση νόμο όλου του κράτους. Αλλά ο νόμος αυτός δεν ψηφίστηκε ποτέ κατά τη διάρκεια των προεδρικών τους θητειών, παρά το γεγονός ότι και οι δύο πρόεδροι, στα πρώτα δύο χρόνια της θητείας τους, διέθεταν και μια συντριπτική πλειοψηφία Δημοκρατικών και στα δύο νομοθετικά σώματα.
Αντί να υπερασπιστούν το δικαίωμα στην άμβλωση όσο αυτό διαβρωνόταν, οι Δημοκρατικοί διαρκώς υποβάθμιζαν την σημασία της άμβλωσης, παρουσιάζοντάς τη συχνά ως μια δυσάρεστη έσχατη λύση για τις γυναίκες. Όπως σημειώνει η Σάρον Σμιθ: «Για πάρα πολλές δεκαετίες, ο κυρίαρχος κορμός του κινήματος υπέρ της επιλογής βασιζόταν στους Δημοκρατικούς για να προστατεύσουν αυτοί το δικαίωμα στη νόμιμη άμβλωση... Το αποτέλεσμα είναι ότι το δικαίωμα στην άμβλωση έχει διαβρωθεί τόσο πολύ τις τελευταίες δεκαετίες έτσι ώστε ελάχιστα να έχουν απομείνει για να διασωθούν».
Όμως στην πράξη, τα δύο κόμματα συχνά είναι πολύ πιο κοντά από ό,τι φαίνεται. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τις απελάσεις. Κατά την πρώτη θητεία του Ομπάμα, απελάθηκαν 3,2 εκατομμύρια άνθρωποι και κατά τη δεύτερη θητεία του 2,1 εκατομμύρια. Στη μία και μοναδική θητεία του Τραμπ, απελάθηκαν 2 εκατομμύρια άνθρωποι.
Επιπλέον, ο Μπάιντεν και οι Δημοκρατικοί έχουν επιδείξει μια προθυμία να υιοθετήσουν σκληρά, αντιμεταναστευτικά μέτρα, υποτίθεται ως τρόπο να περιορίσουν την εκλογική επιρροή των Ρεπουμπλικάνων. Στη φετινή ετήσια ομιλία του στο Κογκρέσο το Μάρτιο για «την κατάσταση της χώρας», ο Μπάιντεν κατηγόρησε τους Ρεπουμπλικάνους ότι «παίζουν μικροπολιτικά παιχνίδια» επειδή αρνήθηκαν να υποστηρίξουν ένα νέο νομοσχέδιο που «θα είχε αυστηροποιήσει τους κανόνες για το άσυλο και θα είχε δώσει ευρεία αρμοδιότητα στον πρόεδρο να ενισχύει την εξουσία των συνοριακών δυνάμεων να προχωρούν σε συνοπτικές απελάσεις στη διάρκεια κορυφώσεων της παράνομης μετανάστευσης».
Το μήνυμα ήταν σαφές: «Ρε σεις Ρεπουμπλικάνοι, υιοθετούμε ένα νομοσχέδιο που προωθεί πολιτικές που λέτε ότι υποστηρίζετε, αλλά είστε τόσο βυθισμένοι στην αντίθεσή σας σε οτιδήποτε έχει να κάνει με το Δημοκρατικό Κόμμα, που είστε πρόθυμοι να το θάψετε». Υποτίθεται ότι ο σκοπός αυτού του εγχειρήματος ήταν να «στριμώξει» τους Ρεπουμπλικάνους. Δεν συνέβη αυτό. Το μόνο που πέτυχε ήταν να αποκαλύψει την αδυναμία της στρατηγικής του Δημοκρατικού Κόμματος—την στροφή του προς τα δεξιά προκειμένου να κερδίσει τους «αμφιταλαντευόμενους ψηφοφόρους» από τους Ρεπουμπλικάνους. Με λίγα λόγια, αυτό που σχεδιάστηκε ως ένα μέσο για να υποστούν μια ήττα οι Ρεπουμπλικάνοι, στην πραγματικότητα τροφοδότησε την αντιμεταναστευτική υστερία και έτσι ενίσχυσε κι άλλο τη Δεξιά.
Η αναγκαία σοσιαλιστική προσέγγιση που απέναντι στο δικομματικό σύστημα έχει παρατεθεί με τον καλύτερο τρόπο από τον Χαλ Ντράπερ στο άρθρο του, «Ποιος θα είναι το μικρότερο κακό το 1968;». Ο Ντράπερ εντοπίζει ότι κάθε φορά που έρχονται οι προεδρικές εκλογές, οι υποστηρικτές του Δημοκρατικού Κόμματος κραυγάζουν «“έρχονται οι φασίστες!” και ψηφίζουν το Μικρότερο Κακό. Στις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι Δημοκρατικοί έμαθαν καλά ότι έχουν την προοδευτική-εργατική ψήφο στο τσεπάκι τους και ότι συνεπώς οι δυνάμεις που πρέπει να κατευνάσουν είναι αυτές στα δεξιά τους».
Αυτό το σημείο είναι κομβικό: Οι Δημοκρατικοί αντιμετωπίζουν ως δεδομένες τις ψήφους των αριστερών και των προοδευτικών, γιατί γνωρίζουν ότι αυτοί δεν έχουν άλλη εναλλακτική παρά μόνο να ψηφίσουν ενάντια στη Δεξιά. Έτσι, σχεδιάζουν την προεκλογική τους στρατηγική με στόχο να κερδίσουν περισσότερους συντηρητικούς ψηφοφόρους. Αυτό ήταν ένα σταθερό μοτίβο το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα.
Τι θα γίνει αν ο Τραμπ κερδίσει την προεδρία και εφαρμόσει κάποια από τα αυταρχικά μέτρα που υπονοεί; Δεν θα βρείτε Δημοκρατικούς που να οργανώνουν κινητοποιήσεις για να τα αποτρέψουν. Όπως δεν το έκαναν σοβαρά ούτε όταν χειραγωγήθηκε η καταμέτρηση των ψήφων στη Φλόριντα για να παραδοθεί η προεδρία στον Τζορτζ Μπους το Νεότερο το 2000. Εν προκειμένω, έχουν καλέσει πουθενά οι Δημοκρατικοί σε κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση του δικαιώματος στην ψήφο, απέναντι στους αυξανόμενους περιορισμούς που επιβάλει η Δεξιά στους ψηφοφόρους σε όλη τη χώρα; Μήπως έσωσε το δικαίωμα στην άμβλωση η ανάθεση στους Δημοκρατικούς να το υπερασπιστούν;
Ήταν η παθητικότητα των Δημοκρατικών αυτή η οποία επέτρεψε στον Τραμπ ακόμα και να ξανακατέβει ως υποψήφιος, παρά τις απόπειρές του να ανατρέψει βίαια τα αποτελέσματα των προηγούμενων εκλογών.
Σε ολόκληρη την ιστορία των ΗΠΑ, ο μόνος τρόπος με τον οποίο επεκτάθηκαν τα δημοκρατικά δικαιώματα ήταν μέσω του μαζικού αγώνα -από τον Εμφύλιο Πόλεμο μέχρι την άνοδο του εργατικού κινήματος κατά τη δεκαετία του 1930 και από το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα μέχρι τον αγώνα για την ισότητα στο γάμο. Αυτός παραμένει ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορούν να κερδηθούν και σήμερα.
Για να είναι αποτελεσματική η μάχη ενάντια στην αυξανόμενη απειλή της αυταρχικής Δεξιάς, απαιτείται μαζικός αγώνας -πράγμα το οποίο οι Δημοκρατικοί αποφεύγουν. Υποστηρίζοντας τους Δημοκρατικούς, η Αριστερά αφοπλίζεται και καθιστά δυσκολότερη την επιτυχημένη οικοδόμηση του είδους των κινητοποιήσεων που χρειαζόμαστε στους δρόμους και στους χώρους εργασίας, για να αντισταθούμε πραγματικά στην Δεξιά.
Οι εργαζόμενοι και η οικονομική πολιτική των Μπάιντεν/Χάρις
Του Λανς Σέλφα, μετάφραση: Κορίνα Σχισμένου. Ολόκληρο στο Rproject.gr
Γ ια πολλούς φιλελεύθερους ειδήμονες, το γεγονός ότι πάρα πολλοί άνθρωποι δεν δήλωναν εμπιστοσύνη στον Μπάιντεν στα ζητήματα οικονομικής πολιτικής, θεωρείται απλώς μια αποτυχία της επικοινωνιακής στρατηγικής των Δημοκρατικών.
Εξετάζοντας από ψηλά τους μακροοικονομικούς δείκτες, την οικονομία των ΗΠΑ «την ζηλεύει ο πλανήτης», σύμφωνα με τα λόγια ενός οικονομολόγου που παρέθεσε η Wall Street Journal τον Απρίλη. Ανάμεσα σε όλες τις προηγμένες βιομηχανικές οικονομίες, οι ΗΠΑ έχουν σημειώσει την ισχυρότερη ανάκαμψη μετά την κρίση COVID του 2020-2021.
Τα ποσοστά ανεργίας είναι τα χαμηλότερα από τη δεκαετία του 1960. Ο δείκτης ανεργίας των Μαύρων είναι ο μικρότερος εδώ και 50 χρόνια. Από το 2019 έως το 2023, το φτωχότερο 10% της εργατικής τάξης είχε μισθολογικά κέρδη τα οποία ξεπέρασαν αυτά των υψηλότερων εισοδηματικών ομάδων.
Και όμως ο νυν Δημοκρατικός πρόεδρος υπέφερε από ιστορικά ποσοστά αντιδημοφιλίας… και πιθανότατα θα έχανε από τον Τραμπ τον Νοέμβριο. Αυτό ήταν αρκετό για να προκαλέσει σύγχυση σε όλους τους βασικούς συμβούλους του Μπάιντεν.
Αλλά οι σοσιαλιστές δεν συγχέονται τόσο, όταν εξετάζουν προσεκτικά την πραγματικότητα της ζωής και της εργασίας στις ΗΠΑ. Από αυτή την οπτική γωνία, όλη αυτή η οικονομική λάμψη δεν είναι χρυσός.
Ξεκινώντας με το θέμα των πραγματικών μισθών. Μια μελέτη του Ινστιτούτου Οικονομικής Πολιτικής για τα εθνικά οικονομικά δεδομένα που χρονολογείται από το 1949 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «οι οικονομικές επιδόσεις είναι ισχυρότερες όταν οι Δημοκρατικοί ελέγχουν τον Λευκό Οίκο». Αν και η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα όταν συγκρίνεται με την κυβέρνηση Τραμπ, ξεχώρισε ένα κραυγαλέο στατιστικό.
Αυτό αφορά την «ποσοστιαία αύξηση των πραγματικών μισθών των εργαζομένων στην παραγωγή και των εργαζομένων σε μη-εποπτικές θέσεις». Αυτή είναι η αργκό των στατιστικολόγων για να περιγράψουν τους εργατικούς μισθούς προσαρμοσμένους ώστε να φαίνεται η αγοραστική τους δύναμη. Στα μισά της διακυβέρνησης Μπάιντεν, το ποσοστό αυτό ήταν -0,42%, που σημαίνει ότι το εργατικό εισόδημα είχε υποχωρήσει. Οι μόνες άλλες κυβερνήσεις επί των οποίων μειώθηκαν οι πραγματικοί μισθοί ήταν οι κυβερνήσεις Κάρτερ, Ρίγκαν και του πρώτου Μπους.
Είναι πιθανό η υποχώρηση του πληθωρισμού μετά την πανδημία να καταλήξει να ωθήσει τους πραγματικούς μισθούς ξανά σε θετικό πρόσημο όταν μετριέται όλη η τετραετία της διακυβέρνησης Μπάιντεν. Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία εξηγούν εν μέρει γιατί ο Μπάιντεν δεν κέρδιζε «αναγνώριση» για τις μακροοικονομικές τάσεις που οι περισσότεροι οικονομολόγοι και πολιτικοί θεωρούν ότι λειτουργούν θετικά για τους εν ενεργεία προέδρους.
Οι άνθρωποι συνηθίζουν να έχουν στο μυαλό τους την τιμή των αυγών ή της βενζίνης όταν σκέφτονται τον πληθωρισμό. Αλλά εκτός από τις τιμές αυτών των εμπορευμάτων, οι οποίες όντως κυμαίνονται με την «προσφορά και ζήτηση», υπάρχουν και οι μακροπρόθεσμες αυξήσεις των τιμών εκείνων των εμπορευμάτων και υπηρεσιών που είναι απαραίτητες για την καθημερινή ζωή. Το ενοίκιο, η στέγαση, η φροντίδα των παιδιών, η εκπαίδευση και η υγειονομική περίθαλψη βρίσκονται στην κορυφή αυτής της λίστας. Καθένα από αυτά έχει δει διψήφια αύξηση του πραγματικού κόστους τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτό σημαίνει ότι τα καθημερινά «παρασκηνιακά» έξοδα της ζωής -ειδικά για τα άτομα κάτω των 40 ετών- αποτελούν μια διαρκή πηγή άγχους και εξουθενωτικού χρέους, ακόμη και για ανθρώπους που έχουν μια αξιοπρεπή θέση εργασίας.
Όπως είπε στον Ντέιβιντ Ουμπέρτι της Wall Street Journal η Νικόλ Λιούις, βοηθός εκπαιδευτικού που ζει με τον σύζυγό της και τα τρία παιδιά τους στο Μίσιγκαν: «Βγάζουμε τα περισσότερα χρήματα από ποτέ και ταυτόχρονα νιώθουμε πιο φτωχοί από ποτέ».
Σε μια περίοδο οικονομικών πειραματισμών που προκάλεσε η πανδημία Covid, το Αμερικανικό Σχέδιο Διάσωσης του 2021 της κυβέρνησης Μπάιντεν παρείχε φορολογικές επιδοτήσεις σε εργαζόμενες οικογένειες. Αυτές είχαν έναν εντυπωσιακό αντίκτυπο, μειώνοντας στο μισό την παιδική φτώχεια μέσα σε ένα χρόνο. Όμως, σε μια προσπάθεια να αποκατασταθεί η καπιταλιστική «κανονικότητα» και να μην εμπεδωθεί καμιά ιδέα ότι οι εργαζόμενοι μπορούν να προσδοκούν ότι το κράτος μπορεί και να τους φροντίσει, η κυβέρνηση επέτρεψε να τερματιστούν αυτές οι φορολογικές εκπτώσεις στα τέλη του 2021. Το προβλέψιμο αποτέλεσμα ήταν μια νέα αύξηση της παιδικής φτώχειας -και σε επίπεδα υψηλότερα από αυτά που επικρατούσαν πριν από την πανδημία.
Ο Μπάιντεν εγκατέλειψε τα σχέδια για αυξημένες επιδοτήσεις για τη μέριμνα των παιδιών, για ένα καθολικό σύστημα προνηπιακής φροντίδας και για αυξήσεις των μισθών των εργαζομένων στην παιδική φροντίδα, καθώς το αρχικό του οικονομικό σχέδιο «Build Back Better» άλλαξε μορφή και μετονομάστηκε σε Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού (Inflation Reduction Act, IRA) το 2022. Ο IRA έλαβε ορισμένα μέτρα για να αντιμετωπίσει ορισμένα κόστη, όπως οι εξωφρενικές τιμές που πλήρωναν οι Αμερικανοί για συνταγογραφούμενα φάρμακα. Αλλά ο πυρήνας του IRA αποτελούταν από την παραχώρηση δισεκατομμυρίων δολαρίων σε επιδοτήσεις και σε φορολογικά κίνητρα στις επιχειρήσεις, προκειμένου να ενθαρρυνθεί μια μετάβαση σε μια ηλεκτροκίνητη οικονομία που να μπορεί να ανταγωνιστεί πιο άμεσα την Κίνα.
Η ανάκαμψη που σημειώθηκε επί Μπάιντεν/Χάρις ήταν επίσης εξαιρετικά άνιση, παρά τα κέρδη στο εργασιακό εισόδημα που αναφέραμε παραπάνω.
Σύμφωνα με μια μέτρηση που υπολογίζει το εισόδημα, αφού πάρει υπόψη και την κρατική βοήθεια και τους φόρους, το χαμηλότερο 50% έχει αυξήσει το εισόδημά του κατά 5% σύμφωνα με τo Ινστιτούτο Οικονομικής Πολιτικής. Αλλά το ανώτερο 1% έχει κερδίσει κατά πάνω από 10%. Αυτή είναι η μεγαλύτερη απόδοση για την μικρή υπερ-πλούσια μερίδα του πληθυσμού από την εποχή της κυβέρνησης Ρίγκαν. Ακόμη και οι μισθοί των εργαζομένων με τα χαμηλότερα εισοδήματα, παρά το γεγονός ότι είναι οι υψηλότεροι εδώ και δεκαετίες, τους τοποθετούν σε ετήσιες απολαβές -αν εργάζονται με πλήρη απασχόληση- κάτω από 30.000 δολάρια. Η εισοδηματική ανισότητα στις ΗΠΑ είναι πιο ακραία σήμερα από ό,τι ήταν το 1963.
Είναι σύνηθες να περιγράφεται η πολιτική σκηνή των ΗΠΑ ως «πολωμένη», αλλά είναι επίσης σαφές ότι οι οικονομικές συνθήκες για εκατομμύρια απλούς ανθρώπους συμβάλλουν σε αυτήν την πόλωση. Αυτό δεν εξηγεί μόνο γιατί οι εκλογές του Νοεμβρίου είναι αμφίρροπες, παρά την «ισχυρή οικονομία» της κυβέρνησης Μπάιντεν-Χάρις. Εξηγεί επίσης γιατί εκατομμύρια άνθρωποι αισθάνονται ότι οι κύριοι θεσμοί του κράτους και των επιχειρήσεων είναι στημένοι εναντίον τους, ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα είναι στην εξουσία.