Ο Μητσοτάκης στριμωγμένος από τις συνέπειες της πολιτικής του

Φωτογραφία

Ο «κανένας» είναι επικίνδυνος αντίπαλος
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Αντώνης Νταβανέλος

Με τις εξελίξεις του φετινού καλοκαιριού, είναι λες και η πραγματικότητα έχει βαλθεί να εξηγήσει στον Μητσοτάκη γιατί τα «απρόσμενα» αποτελέσματα των ευρωεκλογών θα έπρεπε να είναι αναμενόμενα για κάθε σοβαρό πολιτικό επιτελείο. Και κυρίως, να προειδοποιήσει ότι αυτά τα αποτελέσματα μπορούν να αναπαραχθούν -και ακόμα χειρότερα…- στις εθνικές πολιτικές εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν. Και τότε, τι; Μετά την εξαέρωση του 41% της ΝΔ (μέσα σε μόλις 1 χρόνο) και τον περιορισμό της «κυβερνήσιμης» αντιπολίτευσης στα φτωχά όρια του ΠΑΣΟΚ και τα φθίνοντα όρια του κασσελακικού ΣΥΡΙΖΑ, με ποιον πολιτικό «κορμό» θα μπορούσε να σχηματιστεί κυβέρνηση ικανή να υπηρετήσει αξιόπιστα τους καπιταλιστές μέσα σε μια συγκυρία που γίνεται διεθνώς όλο και πιο πιεστική και επικίνδυνη;
Το ερώτημα αυτό έρχεται κατά πάνω στις καθεστωτικές δυνάμεις και όπως δείχνουν οι σελίδες του «σοβαρού» συστημικού Τύπου απασχολεί έντονα τα στελέχη της κυρίαρχης τάξης, πίσω και πάνω από τα κόμματα.
Συνεχιζόμενη λιτότητα
Στη βάση του ερωτήματος προφανώς είναι η οικονομική πολιτική. Όλοι γνωρίζουν ότι η περίοδος της υπεραισιοδοξίας σχετικά με την ανάπτυξη έχει τελειώσει. Η ΕΛΣΤΑΤ, οι τράπεζες και οι διεθνείς «θεσμοί» εκτιμούν ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα «μεγεθυνθεί» στα όρια του 2%, κάτω από το 2,9% που προβλέπει ο προϋπολογισμός και κάτω από το 2,5% που απαιτεί το Πρόγραμμα Σταθερότητας, επιτάσσοντας από το 2024 και για μεγάλη περίοδο να διασφαλίζονται «πλεονάσματα» της τάξης του 2,1% του ΑΕΠ για την εξυπηρέτηση του χρέους. 
Αυτήν την πίεση η κυβέρνηση τη «διαχειρίζεται» με την πάγια συνταγή της λιτότητας και της φοροληστείας. Στο πρώτο εξάμηνο του 2024 το μέσο εισόδημα των λαϊκών νοικοκυριών μειώθηκε κατά 2%, παρά τα κυβερνητικά κοκορέματα περί αυξήσεων στους μισθούς και στις συντάξεις. Στο ίδιο διάστημα, τα έσοδα του κράτους από τους φόρους αυξήθηκαν κατά 11,27% ή 4 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με το ίδιο εξάμηνο του 2023, όπου είχε σημειωθεί ρεκόρ αύξησης των εσόδων από τους φόρους επί των φυσικών προσώπων (δηλαδή κυρίως του εργαζόμενους) και τον ΦΠΑ και τους λοιπούς «ειδικούς» άμεσους φόρους. Σε μια τέτοια περίοδο όπου τα κρατικά έσοδα από την φοροληστεία σε βάρος των απλών ανθρώπων αυξάνουν από ρεκόρ σε ρεκόρ, οι κοινωνικές δαπάνες μειώνονται σταθερά, με ρυθμό -500 εκατ. ευρώ ανά εξάμηνο (κατά τα επίσημα στοιχεία, γιατί η πραγματικότητα είναι χειρότερη). Με αυτή τη μέθοδο διασφαλίζονται, μέχρι τώρα, τα αιματηρά «πλεονάσματα». 
Επ’ αυτής της «μεθόδου», η κυβέρνηση δηλώνει ανυποχώρητη. Τα παπαγαλάκια διακινούν ήδη δημοσιεύματα ότι οι αυξήσεις στους μισθούς και στις συντάξεις υπήρξαν «υπερβολικές» και μεγαλύτερες των «πραγματικών αντοχών της οικονομίας». Ο Χατζηδάκης δηλώνει ότι δεν δέχεται ούτε προς συζήτηση προτάσεις για μεταφορά προϊόντων από τον υψηλό δείκτη ΦΠΑ του 24% (τον υψηλότερο στην ευρωζώνη…) προς τον χαμηλότερο δείκτη του 13%, αλλά και καμιά σκέψη για «χαλάρωση» των συντελεστών φορολόγησης των φυσικών προσώπων (που κυμαίνονται μεταξύ 9% στο ετήσιο εισόδημα μέχρι 10.000 ευρώ και φτάνουν στο 44% στο ετήσιο εισόδημα πάνω από 40.000 ευρώ), παρά τις τεράστιες μειώσεις φόρων που έχουν κατακτήσει τα «νομικά πρόσωπα», δηλαδή οι Α.Ε. και λοιποί αναξιοπαθούντες όπως οι εφοπλιστές. Που μέσα στο 2023 είχαν τη «ρευστότητα» για να παραγγείλουν νεότευκτα πλοία αξίας μεγαλύτερης των 200 δισ. ευρώ, κατακτώντας την πρώτη θέση στη σχετική παγκόσμια κατάταξη. Με τούτα και άλλα, μεταξύ 2020 και 2024, δηλαδή στην περίοδο όπου η φορολόγηση καθορίζεται από την «πολιτική Μητσοτάκη», οι φόροι επί των φυσικών προσώπων (δηλαδή των εργαζομένων, των αγροτών και των αυτοαπασχολούμενων) αυξήθηκαν πάνω από 41%... Αυτά δείχνουν την πραγματική πρόθεση της κυβέρνησης…
Όμως πέρα από τη (δεδομένη) πρόθεση, πλέον μετράει και η δυνατότητα μιας πολιτικής που είναι εγκλωβισμένη σε συγκεκριμένες κοινωνικές αναφορές. Η επιδείνωση των διεθνών οικονομικών συνθηκών, θα κάνει την πολιτική Μητσοτάκη ακόμα πιο ανάλγητη και αδίστακτη. Γι’ αυτό παρότι η ΝΔ χρειάζεται επειγόντως ένα «σήμα» φιλολαϊκής στροφής, οι αναμενόμενες εξαγγελίες του Μητσοτάκη στη ΔΕΘ θα είναι περιορισμένης αξίας. Όλα δείχνουν ότι το «καλάθι» των ενισχύσεων που θα παρουσιαστούν θα είναι μικρό, με συνολικό «κόστος» που δεν θα ξεπερνά τα 800 εκατ. ευρώ. Και αν αναλογιστεί κανείς ότι μέσα σε αυτό, το πιο «ακριβό» μέτρο είναι η μείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών κατά ένα (πρόσθετο) 0,5%, τότε καταλαβαίνει ότι οι «ενισχύσεις» που θα αφορούν τον εργατικό-λαϊκό κόσμο θα είναι λιγότερες και από ψίχουλα. 
Ανοιχτά μέτωπα
Αυτή η πολιτική συνεχίζει να «χτυπά» μια κοινωνία που έχει ρημάξει μέσα από την πορεία στην έρημο μιας υπερδεκαετούς κρίσης. Τα περιθώρια αντοχής έχουν εξαντληθεί. Γι’ αυτό σε όλες τις μετρήσεις, η ακρίβεια στα τρόφιμα, στην ενέργεια, στη στέγη κ.ο.κ. διαπιστώνεται ως το πρώτο κριτήριο στη διαμόρφωση της πολιτικής στάσης του κόσμου. 
Σε αυτόν τον «ξερό κάμπο», ακόμα και τυχαίες «σπίθες» μπορούν να ανάψουν μεγάλες φωτιές. Και από «σπίθες» η κυβερνητική πολιτική παράγει περισσότερες απ’ όσες μπορεί να διαχειριστεί. Η φωτιά που ξεκίνησε από τον Βαρνάβα και σε ελάχιστες ώρες έκαιγε στα Βριλήσσια και στο Χαλάνδρι, δείχνει με το δάχτυλο τις ευθύνες εκείνων που μετέτρεψαν την Πυροσβεστική σε ένα ανοργάνωτο ασκέρι, επανδρωμένο από ελαστικοποιημένους και εποχικούς εργαζόμενους που θα πρέπει χωρίς εκπαίδευση και εξοπλισμό να παίξουν τη ζωή τους κορώνα-γράμματα για να σώσουν ακόμα και γειτονιές της πρωτεύουσας της χώρας. Οι αθλιότητες του Γεωργιάδη που, στην ώρα της κατάρρευσης του ΕΣΥ, διαλέγει να επιτίθεται καθημερινά στους γιατρούς και στις νοσοκόμες, λειτουργούν ως πρόκληση στο θυμό του κόσμου, που έχει πλέον αρκετές εμπειρίες από την κατάσταση στα δημόσια νοσοκομεία και ξέρει ποιοι-ποιες τα κρατούν με κόπο ζωντανά. Ένα δυστύχημα σε ένα τυχαίο λούνα-παρκ, μπορεί να λειτουργήσει ως ένα «μεγάλο γεγονός» όταν αναδεικνύει την υποχώρηση του δημόσιου ελέγχου, τη διαφθορά, την επικράτηση των κριτηρίων της αρπαχτής κερδοφορίας, ακόμα και με τον κίνδυνο να χαθούν ζωές. 
Και στο βάθος, σε λίγες εβδομάδες, η Κεραμέως οφείλει, λέει, να οργανώσει και να περάσει μια νέα άγρια αντιμεταρρύθμιση του ασφαλιστικού…
Όλα αυτά, και πολλά άλλα, λειτουργούν επιδεινώνοντας το συσχετισμό σε βάρος του Μητσοτάκη, αφαιρώντας πολιτική δύναμη από αυτήν που ανέδειξε στην κάλπη των ευρωεκλογών. 
Ο παράγοντας αυτός, που έχει γίνει πλέον φανερός και δημόσιος, θα έχει αυτόνομη λειτουργία στο εσωτερικό της ΝΔ και της ίδιας της κυβέρνησης. Η επιλογή για τη θέση του/της Προέδρου της Δημοκρατίας, είναι σήμερα για τον Μητσοτάκη μια «άσκηση» κατά πολύ πιο δύσκολη απ’ ό,τι ήταν λίγους μόνο μήνες πριν. Το ίδιο ισχύει και ως προς τον χειρισμό της «δεξιάς» πτέρυγας της ΝΔ, όπου η μείωση του κύρους του Μητσοτάκη πολλαπλασιάζει τους «πειρασμούς» για αυτονομήσεις, ιδίως μέσα στις συνθήκες όπου από τις ΗΠΑ και την ΕΕ έρχεται μια εικόνα που δείχνει ότι η ακροδεξιά ρητορική κερδίζει ακροατήρια. Στον μόνο τομέα που ο Μητσοτάκης πάει καλά είναι η εξέλιξη της… αντιπολίτευσης. 
Ο Κασσελάκης αποδεικνύεται αποτελεσματικός στην κατεδάφιση, ακόμα και στη γελοιοποίηση, του ΣΥΡΙΖΑ. Στο τέλος αυτής της διαδρομής θα μάθουμε αν πρόκειται απλώς για φαρσοκωμωδία ανίκανων στελεχών, ή για πολιτικό σχέδιο δημιουργίας ενός «νέο-ποταμίσιου» μορφώματος, με τις ευλογίες του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ, που θα είναι διαθέσιμο για κυβερνήσεις συνεργασίας με τη ΝΔ, ή τα θραύσματά της, σε περίπτωση ανεξέλεγκτης πολιτικής κρίσης. 
Παρά την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, στο ΠΑΣΟΚ η ηγετική ομάδα Ανδρουλάκη δεν μπορεί να δημιουργήσει «ορμή» ανάκαμψης. Η εναλλακτική του Δούκα, παρότι είναι «προτίμηση» αρκετών κομματιών του τσιπρικού ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει δοκιμαστεί σε στάδιο πιο απαιτητικό από εκείνο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να υποτιμηθεί η διαπίστωση ότι οι πολιτικές εξελίξεις φαίνεται να κουβαλούν νερό στο ξερασμένο αυλάκι της ντόπιας σοσιαλδημοκρατίας. 
Οι πολιτικές εξελίξεις δεν είναι μονοσήμαντες. Στην (όχι και τόσο) μακρινή Αργεντινή, ο θυμός του κόσμου μέσα σε μια παρατεταμένη κρίση εκφράστηκε με την οργή του συνθήματος «Να φύγουν όλοι!» που κατεδάφισε όλο το παλιό πολιτικό σκηνικό. Όμως η αδυναμία της Αριστεράς -όλων των αποχρώσεων- να δώσει κατεύθυνση και προσανατολισμό σε αυτόν το θυμό, άφησε ανοιχτό το δρόμο για το αντιδραστικό «πείραμα» Μιλέι. 
Όλα αυτά μαζί, σημαίνουν ότι για τη ριζοσπαστική Αριστερά αυξάνει η πίεση για εξωστρέφεια και για πολιτικές πρωτοβουλίες που θα αναφέρονται στις κοινωνικές αντιστάσεις και στις ανάγκες του κόσμου μας. 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία