Η πολιτική κατάσταση στις ΗΠΑ σήμερα

Φωτογραφία

Ολόκληρο στο RProject.gr

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Άσλεϊ Σμιθ

Στις ΗΠΑ, έχουμε ένα ιδιαίτερο πολιτικό σύστημα. Σε αντίθεση με τις περισσότερες χώρες, δεν έχουμε κανένα σοσιαλδημοκρατικό ή εργατικό κόμμα, αλλά δύο κόμματα της αστικής τάξης, τους Δημοκρατικούς και τους Ρεπουμπλικάνους. Και τα δύο κόμματα χρηματοδοτούνται και ελέγχονται από την αστική τάξη η οποία τα χρησιμοποιεί για να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα, όχι τα δικά μας. 
Όμως τα κόμματα αυτά δεν είναι ίδια, και από τη δεκαετία του 1930 και μετά, λειτουργούν με διαφορετικούς τρόπους. Οι Ρεπουμπλικάνοι υπήρξαν το βασικό κόμμα του κεφαλαίου -η πρώτη ομάδα του. Οι Δημοκρατικοί υπήρξαν η ομάδα των αναπληρωματικών, αυτή που έρχεται από τον πάγκο όταν η πρώτη ομάδα αποτυγχάνει, προκειμένου να υποσχεθεί προοδευτικές μεταρρυθμίσεις για τη συντήρηση του συστήματος και την αποτροπή της δημιουργίας ενός ανεξάρτητου κόμματος των εργαζομένων και των καταπιεσμένων. 
Η μεταμόρφωση του αμερικανικού δικομματικού συστήματος
Μέχρι τη Μεγάλη Ύφεση, τα δύο κόμματα συμμερίζονταν την αφοσίωσή τους στο νεοφιλελευθερισμό στο εσωτερικό και την ιμπεριαλιστική ηγεμονία στο εξωτερικό, και οι διαφορές μεταξύ τους αφορούσαν το βαθμό κι όχι το είδος της πολιτικής. Αλλά στη σημερινή εποχή κρίσης, αυτή η πολιτική τακτοποίηση έχει αλλάξει ριζικά. 
Ο Τραμπ, ένας λούμπεν καπιταλιστής έξω από τα δύο κόμματα, μεταμόρφωσε τους Ρεπουμπλικάνους σε ένα ακροδεξιό κόμμα σαν τον Εθνικό Συναγερμό της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία. Έχει αποκτήσει μια εκλογική βάση στους ιδιοκτήτες μικρών επιχειρήσεων και σε ανοργάνωτα, φτωχοποιημένα, αποξενωμένα τμήματα της εργατικής τάξης, κυρίως -αλλά όχι αποκλειστικά- μεταξύ λευκών εργατών που χτυπήθηκαν από την αποβιομηχάνιση και το νεοφιλελευθερισμό.  
Το σημερινό, τραμπικό, Ρεπουμπλικανικό Κόμμα υποστηρίζει αυταρχικές εθνικιστικές λύσεις στις πραγματικές κρίσεις του καπιταλισμού. Το πρόγραμμά του ενσαρκώνεται στο Σχέδιο 2025. Αν και ο Τραμπ αποκήρυξε την «ιδιοκτησία» αυτού του Σχεδίου, αυτό το έγραψε ένας κορυφαίος έμπιστος σύμβουλός του. Ενώ ο υποψήφιος αντιπρόεδρος που επέλεξε, ο Τζέι Ντι Βανς, έγραψε τον πρόλογο του νέου βιβλίου του Κέβιν Ρόμπερτς, από το Ίδρυμα Κληρονομιάς για λογαριασμό του οποίου εκπονήθηκε το Σχέδιο 2025. 
Το Σχέδιο 2025 υποστηρίζει μια εθνικιστική πρώτα-η-Αμερική εξωτερική πολιτική σε αντίθεση με τις πολυμερείς συμμαχίες της Ουάσιγκτον όπως το ΝΑΤΟ, μαζικές αυξήσεις σε προστατευτικούς δασμούς, ριζοσπαστική απορρύθμιση της οικονομίας και μειώσεις φόρων για τους πλούσιους, διάλυση του λεγόμενου διοικητικού κράτους και κήρυξη πολιτισμικού πολέμου ενάντια στις καταπιεσμένες ομάδες, ιδιαίτερα τους έγχρωμους ανθρώπους, τις γυναίκες, τα κουίρ άτομα και τους μετανάστες. Αντανακλά τα συμφέροντα μιας ομάδας «μεσαίων» καπιταλιστών επιχειρηματιών στις νέες τεχνολογίες, ιδιαίτερα στο Κρυπτονόμισμα και την Τεχνητή Νοημοσύνη, τα συμφέροντα εκείνων των μεγάλων εταιρειών που είναι προσανατολισμένης στην εθνική αγορά, όπως και την θυμωμένη μισαλλοδοξία των ιδιοκτητών μικρών επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών που πιέζονται προς τα κάτω. 
Επί Μπάιντεν, το Δημοκρατικό Κόμμα αντικατέστησε τους Ρεπουμπλικάνους ως το πρώτο κόμμα του κεφαλαίου. Έχει την μεγαλύτερη καπιταλιστική υποστήριξη και έχει συγκροτήσει μια εκλογική βάση σε ανώτερα τμήματα των επαγγελματικών μεσοστρωμάτων και στην πλειοψηφία της συνδικαλισμένης εργατικής τάξης. 
Ο Μπάιντεν ανέπτυξε μια στρατηγική ιμπεριαλιστικού κεϊνσιανισμού για να πετύχει αρκετούς, αλληλοσυνδεόμενους στόχους. Επεδίωξε να ανασυγκροτήσει τις συμμαχίες των ΗΠΑ ενάντια στην Κίνα και την Ρωσία, να εφαρμόσει μια βιομηχανική πολιτική ανοικοδόμησης της αμερικανικής παραγωγής (ιδιαίτερα στις υψηλές τεχνολογίες για να ανταγωνιστεί την Κίνα) και να προσφέρει ένα πρόγραμμα προοδευτικών μεταρρυθμίσεων για να αποκαταστήσει την καπιταλιστική ηγεμονία στις λαϊκές τάξεις, να αντιμετωπίσει την πρόκληση των ακροδεξιών Ρεπουμπλικάνων και να ενσωματώσει κι εξουδετερώσει σοσιαλδημοκράτες όπως ο Μπέρνι Σάντερς και η Αλεξάντρια Οκάσιο Κορτέζ μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα. 
Όμως το πρόγραμμα του Μπάιντεν αποδείχθηκε απολύτως ανεπαρκές για να αντιμετωπίσει τις αυξανόμενες δυσφορίες των εργαζόμενων τάξεων και των καταπιεσμένων, που τους σφυροκοπά ο πληθωρισμός. Απέτυχε επίσης να ξεπεράσει τις κρίσεις του συστήματος και τις μεταστάσεις τους, ιδιαίτερα την κλιματική αλλαγή, η οποία προκαλεί την μία καταστροφή μετά την άλλη.  
Ακόμα χειρότερα, το σχέδιο επανεπιβεβαίωσης της αμερικανικής ιμπεριαλιστικής ηγεμονίας, ιδιαίτερα μέσω της υποστήριξης του Ισραήλ στον γενοκτονικό του πόλεμο στην Παλαιστίνη, εξώθησε τους Παλαιστίνιους, τους Άραβες, τους Μουσουλμάνους, τους Μαύρους και την πολυφυλετική νεολαία ενάντια στην κυβέρνησή του. Όλοι αυτοί δεν τον βλέπουν ως φιλελεύθερο, ή ως «τον πιο προοδευτικό πρόεδρο μετά τον Φράνκλιν Ρούζβελτ» όπως επιμένει ο Σάντερς να τον αποκαλεί, αλλά ως εγκληματία πολέμου που αξίζει το παρατσούκλι Γενοκτόνος Τζο. 
Οι πολιτικές του, η διανοητική του αδυναμία που παρουσιάστηκε στο καταστροφικό ντιμπέιτ με τον Τραμπ και τα εγκλήματα πολέμου του γκρέμιζαν τη δημοσκοπική του δημοφιλία και προκαλούσαν κατάθλιψη, αποξένωση και οργή στην εκλογική βάση την οποία είχε ανάγκη για να επανεκλεγεί. Αυτό διευκόλυνε τον Τραμπ, τον άλλον πλατιά μισητό υποψήφιο, να διευρύνει το προβάδισμά του επί του Μπάιντεν και να δείχνει έτοιμος να νικήσει στις προεδρικές εκλογές ή και να οδηγήσει τους Ρεπουμπλικάνους σε πλειοψηφικό έλεγχο και στα δύο σώματα του Κογκρέσου.  
Η Χάρις και η ανάσταση του κατεστημένου του Δημοκρατικού Κόμματος 
Ο ορισμός της Χάρις ως υποψήφιας από τους Δημοκρατικούς άλλαξε σχεδόν σε ένα βράδυ αυτές τις εκλογές. Αντικατέστησαν έναν υποψήφιο που παρέπαιε με μια υποψήφια που είναι ικανή και την προωθούν ως Μαύρη, Νοτιο-Ασιάτισσα Γυναίκα προκειμένου να επανενεργοποιήσουν τους καπιταλιστές χορηγούς, τα κομματικά μέλη και μια εκλογική βάση που είχε αποθαρρυνθεί. 
Υπάρχει πραγματικός ενθουσιασμός γύρω της και μια αίσθηση ότι πλέον μπορεί να νικήσει. Τόσο οι καπιταλιστές όσο και οι μικροδωρητές άνοιξαν και πάλι τα πορτοφόλια τους για εισφορές, με 310 εκατομμύρια δολάρια να ρέουν στην καμπάνια της Χάρις μέσα στον Ιούλη. Η καμπάνια της περιλαμβάνει μαζικές τηλεφωνικές κλήσεις από τα κομματικά μέλη προς ψηφοφόρους και έχει οργανώσει συγκεντρώσεις με μεγάλα ενθουσιώδη πλήθη. 
Πρέπει ωστόσο να είμαστε ξεκάθαροι σε ένα πράγμα. Η Χάρις άλλαξε μόνο την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εκλογικής καμπάνιας, όχι τον ταξικό χαρακτήρα του Δημοκρατικού Κόμματος ή το πρόγραμμα ιμπεριαλιστικού κεϊνσιανισμού του. 
Ως δείγμα του πόσο πολύ δεξιά έχει μετακινηθεί, η Χάρις σήμερα διαφημίζει την καριέρα της ως μια «σκληρή απέναντι στο έγκλημα» εισαγγελέας και, προσπαθώντας να αποκρούσει τις Ρεπουμπλικανικές επιθέσεις, υπόσχεται να ενεργοποιήσει ακραίους περιορισμούς στα σύνορα εφόσον εκλεγεί. Όσα ψίχουλα προσφέρει στους εργαζόμενους και τα θύματα καταπίεσης αποτελούν ανακύκλωση στοιχείων του οικονομικού σχεδίου του Μπάιντεν, Build Back Better, το οποίο τορπιλίστηκε από το Κογκρέσο που μάλλον θα ξανακάνει το ίδιο στο μέλλον. 
Αλλά ακόμα κι αν εγκριθούν και υλοποιηθούν, αυτές οι ήπιες μεταρρυθμίσεις δεν θα αντιμετωπίσουν τις βαθιές δυσφορίες της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων. Αυτό ισχύει και για την υπόσχεσή της να παλέψει για το δικαίωμα στην άμβλωση. Στην καλύτερη περίπτωση, οι Δημοκρατικοί θα αποκαταστήσουν το προηγούμενο στάτους κβο. Στην χειρότερη, όπως έχουν ξανακάνει στο παρελθόν, όταν αντιμετωπίσουν την αδιάλλακτη αντιπολίτευση των Ρεπουμπλικάνων, θα εγκαταλείψουν την υπόσχεσή τους για πανεθνική επανανομιμοποίηση της άμβλωσης. Και φυσικά, δεν πρόκειται να παλέψουν για την αποκατάσταση της δημόσιας χρηματοδότησης για αμβλώσεις.  
Η πραγματική αλλαγή σε αυτό και σε κάθε άλλο αίτημα πρέπει να είναι υπόθεση αγώνων από τα κάτω. Αυτό είναι πιο ξεκάθαρο από οπουδήποτε αλλού στο ζήτημα της Παλαιστίνης. Ενώ δήλωσε τη συμπάθειά της για τους Παλαιστίνιους που σφάζονται στη Γάζα και κάλεσε σε κατάπαυση του πυρός, η Χάρις δεν εναντιώθηκε ποτέ στην άνευ όρων στήριξη, χρηματοδότηση κι εξοπλισμό του Ισραήλ από τον Μπάιντεν, για να διεξάγει αυτό τη γενοκτονία. 
Στην πραγματικότητα, έχει υποστηρίξει αυτή την πολιτική από την κορυφή ως τα νύχια. Ως αντιπρόεδρος, υπήρξε συνεργός στη γενοκτονία. Και ως υποψήφια εν αναμονή πρόεδρος, έχει επαναλάβει την υποστήριξή της στο λεγόμενο δικαίωμα του Ισραήλ στην αυτοάμυνα και έχει επικρίνει δράσεις αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη.  
Το αδιέξοδο του μικρότερου κακού
Οι δύο υποψηφιότητες και τα δύο κόμματα δεν είναι ίδια και είναι αριστερίστικο λάθος να τα χαρακτηρίζουμε έτσι. Το μεγαλύτερο κακό είναι προφανώς ο Τραμπ και το ακροδεξιό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Αυτός απειλεί με απέλαση 13 εκατομμύρια ανθρώπους και με ποινικοποίηση τα κουίρ άτομα, όχι η Χάρις. 
Συγκριτικά, η Χάρις και το Δημοκρατικό Κόμμα είναι το μικρότερο κακό. Αλλά αυτό δεν ακυρώνει το ότι αποτελούν κακό. Η υποστήριξή τους στο Ισραήλ, οι αυξήσεις ρεκόρ στην παραγωγή ορυκτών καυσίμων και η μαζική καταστολή στα σύνορα το αποδεικνύουν αυτό πέρα από την παραμικρή αμφιβολία. 
Και οι δύο υποψηφιότητες και τα δύο κόμματα εκφράζουν το κακό, αλλά με διαφορετικούς τρόπους. Ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικάνοι είναι ανοιχτά εχθροί των συνδικάτων και των καταπιεσμένων.
Η Χάρις και οι Δημοκρατικοί είναι ένα αστικό κόμμα που προωθεί τα συμφέροντα της αστικής τάξης ενσωματώνοντας κι εξουδετερώνοντας την Αριστερά και τους κοινωνικούς αγώνες. Κατευθύνουν αυτούς τους αγώνες πίσω στα όρια του καπιταλιστικού προοδευτισμού και της επιδίωξης μικροδιορθώσεων στο σύστημα.  
Η λεγόμενη πραγματιστική Αριστερά ισχυρίζεται ότι η υποστήριξη στο μικρότερο κακό είναι ο μοναδικός ρεαλιστικός τρόπος να σταματήσουμε το μεγαλύτερο κακό, να κερδίσει η μεριά μας ζωτικό χώρο για να χτίσει τις δυνάμεις της και με τον καιρό να χτίσει μια πολιτική εναλλακτική. Στην πραγματικότητα, τα τελευταία 4 χρόνια διέψευσαν όλους αυτούς τους ισχυρισμούς. 
Το πιο προφανές είναι ότι η υποστήριξη στο μικρότερο κακό δεν σταμάτησε την άνοδο της ακροδεξιάς τις ΗΠΑ. Ακόμα και μετά από όλες τις καταδίκες για την 6η Γενάρη, ο Τραμπ και οι Ρεπουμπλικάνοι όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά επέκτειναν τις δυνάμεις τους και διεύρυναν την βάση τους. 
Επειδή η Αριστερά, τα κοινωνικά κινήματα και τα συνδικάτα εγκατέλειψαν την αντιπολίτευση στον Μπάιντεν και τους Δημοκρατικούς και σταμάτησαν συνολικά να αγωνίζονται για τα πιο ριζοσπαστικά μας αιτήματα, ο Τραμπ και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα εμφανίζονται σήμερα ως η μόνη αντιπολίτευση. 
Ο απολογισμός των τελευταίων τεσσάρων χρόνων για την Αριστερά, τα κοινωνικά κινήματα και τα συνδικάτα υπήρξε σκληρός. Όταν μετά το  2020 η δική μας πλευρά έριξε όλη την υποστήριξή της στον Μπάιντεν και τους Δημοκρατικούς, αυτοί στην καλύτερη περίπτωση εφάρμοσαν το δικό τους πρόγραμμα κι όχι το δικό μας, και στη χειρότερη προσαρμόστηκαν στο πρόγραμμα της Δεξιάς. 
Κατά συνέπεια, τέσσερα χρόνια μετά, η Αριστερά, τα κοινωνικά κινήματα και τα συνδικάτα είναι σε γενικές γραμμές, πιο αδύναμα, πιο αποδιοργανωμένα και με λιγότερη αυτοπεποίθηση. Οι μόνες εξαιρέσεις σε αυτόν τον κανόνα είναι συνδικάτα όπως το UAW που οργάνωσαν απεργίες ενάντια στα αφεντικά, και το κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη που ενίσχυσε την κοινή γνώμη ενάντια στο γενοκτονικό πόλεμο του Ισραήλ, συνέβαλε στην απόσυρση του Μπάιντεν από την κούρσα και πέτυχε σημαντικές νίκες στα πανεπιστήμια σε όλη τη χώρα. 
Οι σοσιαλιστές και οι εκλογές του 2024
Ακόμα και με το «ντοπάρισμα» που προκάλεσε ο ορισμός της Χάρις ως υποψήφιας των Δημοκρατικών, οι εκλογές είναι στην καλύτερη περίπτωση αμφίρροπες. Το αποτέλεσμα δεν θα κριθεί από τη λαϊκή ψήφο, αλλά από τις 7 αμφίρροπες Πολιτείες που θα γείρουν την πλάστιγγα του Κολεγίου των Εκλεκτόρων υπέρ της μίας ή της άλλης υποψηφιότητας. 
Η μάχη για την προεδρία μπορεί να έχει οποιαδήποτε από τις δύο εκβάσεις, ανάλογα τις στροφές και τις εκπλήξεις στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου και τα απρόβλεπτα γεγονότα μέσα στη χώρα και στον πλανήτη. Στις εκλογές για το Κογκρέσο, τα δύο κόμματα θα μοιραστούν οριακά τις ψήφους, οδηγώντας είτε σε μια αδύναμη μονοκομματική κυβέρνηση είτε σε μια διαιρεμένη. Σε κάθε περίπτωση, οι οριακές πλειοψηφίες και μια αδύναμη εκλογική εντολή θα οδηγήσουν πιθανότατα σε πολιτική παράλυση. 
Αν κερδίσει ο Τραμπ, θα επιχειρήσει να εφαρμόσει το πρόγραμμα αυταρχικού εθνικισμού με την έγκριση της ακροδεξιάς πλειοψηφίας του Ανώτατου Δικαστηρίου. Οι Δημοκρατικοί στο Κογκρέσο και στις Πολιτείες που ελέγχουν θα εναντιωθούν στα πιο ακραία μέτρα του Τραμπ, όπως οι μαζικές απελάσεις ή η ποινικοποίηση των κουίρ, φτάνοντας και στην ανυπακοή στις εντολές του. Αυτό θα προκαλέσει μια συνταγματική κρίση. 
Αν κερδίσει η Χάρις, ο Τραμπ δεν θα αποδεχτεί το αποτέλεσμα. Όχι μόνο επειδή δεν πιστεύει στη δημοκρατία, αλλά και γιατί αντιμετωπίζει βέβαιες διώξεις και πιθανές καταδίκες για πολλές εγκληματικές κατηγορίες. Υπό την απειλή μιας φυλάκισης, θα ενθαρρύνει την εξαγριωμένη, πιστή του βάση ενεργών ακροδεξιών να οργανώσει κινητοποιήσεις σαν αυτήν που ζήσαμε στις 6 Γενάρη. 
Οι Ρεπουμπλικάνοι θα τον ακολουθήσουν στην εναντίωση απέναντι σε οτιδήποτε προτείνει η Χάρις και σε ομοσπονδιακό και σε πολιτειακό επίπεδο, ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο θα τους υποστηρίζει. Έτσι, ακόμα και στην περίπτωση μιας νίκης της Χάρις, θα βρεθούμε σε πολιτική παράλυση και συνταγματική κρίση. 
Απέναντι σε αυτό το σκοτεινό σενάριο, τι πρέπει να κάνει η Αριστερά; Καταρχήν, δεν χρειάζεται να διαφωνήσουμε με κάθε άνθρωπο για το τι θα κάνει ατομικά πάνω από την κάλπη. Δεν είναι αυτό το κρίσιμο ερώτημα ούτε η σημαντική συζήτηση που έχουμε να κάνουμε. Αντί αυτού, πρέπει να επιμείνουμε ότι οι ακτιβιστές-στριες, τα κοινωνικά κινήματα και τα συνδικάτα δεν πρέπει να σπαταλήσουμε το χρόνο μας, τα χρήματά μας και την ενέργειά μας κάνοντας καμπάνια υπέρ της Χάρις ως το μικρότερο κακό. 
Αυτοί οι πόροι θα όφειλαν να αξιοποιηθούν για την οικοδόμηση ανεξάρτητων κοινωνικών και ταξικών αγώνων για τα αιτήματά μας. Φανταστείτε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε με τα 310 εκατ. δολάρια που μάζεψε η Χάρις τον Ιούλη. Φανταστείτε τι θα μπορούσαμε να κάνουμε με τις χιλιάδες ώρες εθελοντικής εργασίας που ξοδεύονται για την προσπάθεια εκλογής της. Φανταστείτε τις οργανώσεις και τα σωματεία που θα μπορούσαν να χτιστούν, τα απεργιακά ταμεία που θα μπορούσαν να ενισχυθούν, τις απεργίες και τις μαζικές διαδηλώσεις που θα μπορούσαν να οργανωθούν. 
Θεμελιωδώς, πρέπει να υποστηρίξουμε την πολιτική και οργανωτική ανεξαρτησία των κινημάτων και των συνδικάτων μας από το Δημοκρατικό Κόμμα. Οι ανεξάρτητοι ταξικοί και κοινωνικοί αγώνες μας είναι το κλειδί για να κερδίζουμε οποιαδήποτε άμεση νίκη κόντρα στη θέληση και των δύο κομμάτων, να χαράξουμε ένα δρόμο μέσα στην απειλούμενη συνταγματική κρίση και να χτίσουμε ένα νέο σοσιαλιστικό κόμμα για να ηγηθεί στον επαναστατικό μετασχηματισμό του αποτυχημένου καπιταλιστικού συστήματος. 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία