Και στο βάθος... Ιράν και Τουρκία;
Τι συμβαίνει στο Λίβανο;
Τα αεροπορικά χτυπήματα του Ισραήλ στη Βηρυτό προειδοποιούν για την αδηφάγα αλαζονεία που κυριαρχεί στη Σιωνιστική ηγεσία και υπενθυμίζει τα ανοιχτά ερωτήματα για την πορεία του Λιβάνου μετά τον πόλεμο Ισραήλ-Χεζμπολά.
Η κατάπαυση του πυρός που επιτεύχθηκε στις 27 Νοέμβρη είχε για τη Χεζμπολά θετικά στοιχεία (την επιτυχή απόκρουση της χερσαίας εισβολής), αρνητικά (την υποχρέωση εγκατάλειψης της γραμμής περί «ενότητας των μετώπων» με τη Γάζα) και κάποια γκρίζα που θα κρίνονταν από τις εξελίξεις.
Απολογισμός του πολέμου
Τους μήνες που ακολούθησαν, η κατάπαυση του πυρός παρέμεινε μονομερής –με το Ισραήλ να ξεσαλώνει στην περιοχή νότια του ποταμού Λιτάνι και να πετυχαίνει ανενόχλητο όλα όσα δεν είχε μπορέσει να πετύχει στη διάρκεια των χερσαίων συγκρούσεων με τη Χεζμπολά. Όταν –με τη συμπλήρωση 2 μηνών– ο στρατός κατοχής βρέθηκε αντιμέτωπος με την προθεσμία να αποχωρήσει, εξασφάλισε μια παράταση της παραμονής του στο νότιο Λίβανο ως τις 18 Φλεβάρη. Μετά τη λήξη και αυτής της προθεσμίας, ο κύριος όγκος των Σιωνιστικών δυνάμεων αποχώρησε, αλλά η «εγγυήτρια» Ουάσινγκτον ενημέρωσε τη Βηρυτό ότι το Ισραήλ αποφάσισε να διατηρήσει φυλασσόμενες στρατιωτικές θέσεις σε 5 στρατηγικά σημεία εντός των μεθοριακών περιοχών του Λιβάνου.
Η αυτοσυγκράτηση της Χεζμπολά απέναντι σε όλες αυτές τις προκλήσεις αποτέλεσε απόδειξη ότι η λιβανέζικη οργάνωση είχε υποστεί σημαντικά πλήγματα από τον πόλεμο –και δεν διέθετε είτε τη στρατιωτική δυνατότητα είτε το πολιτικό κεφάλαιο να αναλάβει την ευθύνη μιας ένοπλης απάντησης κι επανέναρξης του πολέμου.
Το ίδιο χρονικό διάστημα, οι πολιτικές εξελίξεις στο εσωτερικό του Λιβάνου ενίσχυαν τις ενδείξεις αποδυνάμωσης της οργάνωσης. Το Γενάρη, η Χεζμπολά και η (συμμαχική) Αμάλ αποδέχτηκαν τελικά να διευκολύνουν (με αποχή) την εκλογή του Ζοζέφ Αούν (εκλεκτού των ΗΠΑ) στην προεδρία, άροντας το «βέτο» 26 μηνών. Ο Αούν είχε ευρεία στήριξη από τα υπόλοιπα λιβανέζικα κόμματα, εμφανίστηκε ως «υπερκομματικός» και η αποδοχή του από το σιιτικό μπλοκ έγινε ως χειρονομία «εθνικής ενότητας». Όμως στη συνέχεια, η Χεζμπολά και η Αμάλ είδαν να ορίζεται πρωθυπουργός ο Ναουάφ Σαλάμ, στην υποψηφιότητα του οποίου επίσης εναντιώνονταν, και να σχηματίζεται μια κυβέρνηση παραγκωνισμού της Χεζμπολά από τη συμμετοχή σε υπουργεία που ήλεγχε παραδοσιακά (πχ Οικονομικών). Με τα λόγια του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του μπλοκ της Χεζμπολά: «Με τη διευκόλυνση της εκλογής του Αούν, απλώσαμε το χέρι μας στον υπόλοιπο Λίβανο, και σήμερα βλέπουμε αυτό το χέρι να κόβεται».
Η κυβέρνηση τεχνοκρατών έχει ως πραγματικό πρόγραμμα την εξασφάλιση χρηματοδότησης –από το ΔΝΤ και από δυτικά κράτη– και άρα τις αναγκαίες «μεταρρυθμίσεις». Στο εσωτερικό παρουσιάζεται ως «εθνική κυβέρνηση», με πρόγραμμα την υπέρβαση του διαγκωνισμού μεταξύ δογματικών-θρησκευτικών παρατάξεων για τον έλεγχο του κράτους, των οικονομικών πόρων κλπ. Όμως είναι εμφανές ότι έχει την κοινοβουλευτική στήριξη συγκεκριμένων παρατάξεων και αποκλείει άλλες.
Αλλαγή πολιτικού τοπίου
Πρόκειται για ρήξη με την «εθνική συναίνεση» που καθόριζε το πολιτικό τοπίο στη χώρα τα προηγούμενα χρόνια και αντανακλά μια αποδυνάμωση της Χεζμπολά στο «εθνικό ακροατήριο» (πέρα από την προνομιακή κοινωνική της βάση), όπως και την αλλαγή συσχετισμών εις βάρος του Ιράν στην περιοχή. Ιστορικά στο Λίβανο, η ισορροπία μεταξύ των πολιτικών φατριών συνδεόταν με το συσχετισμό δύναμης μεταξύ των εκάστοτε ξένων δυνάμεων που είχαν σε κάθε περίοδο λόγο στα εσωτερικά της (Αγγλογάλλοι, Συρία, Σαουδική Αραβία, Ιράν κ.ο.κ.) και είναι κοινό μυστικό ότι η Σαουδική Αραβία (που είχε «ηττηθεί» κι αποσυρθεί διακριτικά από τη μάχη για τον έλεγχο του Λιβάνου) απέκτησε νέο ενδιαφέρον χρηματοδότησης της ρημαγμένης χώρας μετά τη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης. Στην ιστορία της χώρας, όποτε «έσπαγε» η προηγούμενη συναίνεση, ακολουθούσε περίοδος όξυνσης των εσωτερικών συγκρούσεων.
Προς το παρόν, η Χεζμπολά είναι απασχολημένη με τη στρατιωτική της ανασυγκρότηση και την πολιτική της αναδιάταξη (μετά τον θάνατο του Νασράλα, την ανατροπή του Άσαντ, το νέο εσωτερικό σκηνικό). Οι μαχητές της οργάνωσης απέδειξαν ότι μπορούν να πολεμούν αποτελεσματικά και χωρίς τον Νασράλα. Είναι πολύ διαφορετικό ζήτημα αν η νέα ηγεσία της Χεζμπολά είναι (προς το παρόν) σε θέση να ελίσσεται πολιτικά και να ζυγίζει μεγάλες αποφάσεις -με μεγάλες συνέπειες- χωρίς τον Νασράλα.
Στην κηδεία του ιστορικού της ηγέτη, η νέα ηγεσία δήλωσε ότι παραμένει δεσμευμένη «στην Αντίσταση» και προειδοποίησε τις ΗΠΑ να μην παρερμηνεύσουν την σημερινή της ανοχή. Ήταν μια δημόσια παραδοχή της γραμμής «ανοχής» που κρατά αυτήν την περίοδο. Όμως η ίδια η κηδεία αποτέλεσε μια εντυπωσιακή επίδειξη μαζικής πολιτικής δύναμης στους αντιπάλους της μέσα κι έξω από τον Λίβανο.
Αυτή η πολιτική δύναμη είναι ένα κρατούμενο που δεν αλλάζει από την αποδυνάμωση που υπέστη. Το δεύτερο κρατούμενο αφορά το ζήτημα του οπλισμού της. Η νέα κυβέρνηση δηλώνει ότι επιδιώκει «το τέλος της εποχής των πολιτοφυλακών» και το «κρατικό μονοπώλιο των όπλων». Όμως αυτή είναι μια εξέλιξη που μπορεί να συμβεί είτε με εθελοντική απόφαση της Χεζμπολά, είτε με εμφύλιο πόλεμο.
Στη διάρκεια αυτών των μηνών, υπήρξαν περιστατικά που ανέβαζαν την πολιτική ένταση, όπως η επίθεση σε όχημα του ΟΗΕ τις μέρες των διαδηλώσεων κατά της απόφασης για διακοπή των πτήσεων από το Ιράν και ο βανδαλισμός μνημείου του προέδρου Ζοζέφ Αούν. Η ηγεσία της Χεζμπολά πήρε αποστάσεις και καταδίκασε τα περιστατικά. Είτε επρόκειτο για «θερμόαιμους» οπαδούς της, είτε για «ύποπτα στοιχεία», είναι προφανές ότι η οργάνωση θέλει -σήμερα- να αποφύγει να συρθεί σε μια κλιμάκωση της εσωτερικής αντιπαράθεσης. Σύμφωνα με αρκετούς αναλυτές, η νέα ηγεσία θέλει να αποφύγει μεγάλες πρωτοβουλίες ή μάχες όσο ανασυντάσσεται οργανωτικά και πολιτικά, με αναμονή μέχρι τις κοινοβουλευτικές εκλογές του 2026, όπου θα φανούν (ή/και θα διεκδικηθεί να αλλάξουν) οι νέοι συσχετισμοί.
Η παραμονή του Ισραηλινού Στρατού σε λιβανέζικο έδαφος και τα περιοδικά χτυπήματα της αεροπορίας και του πυροβολικού του μέσα στο Λίβανο αποτελούν ένα κομβικό παράγοντα των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα. Η ηγεσία της Χεζμπολά επιμένει επί μήνες ότι δίνει την ευκαιρία στην εθνική κυβέρνηση να αντιμετωπίσει την Σιωνιστική επιθετικότητα με πολιτικά μέσα και στον εθνικό στρατό να εξασφαλίσει την συμμόρφωση του Ισραήλ στη συμφωνία. Είτε το περιμένει όντως με καλή πίστη, είτε πρόκειται για τακτική «αποκάλυψης» της αδυναμίας της νέας κυβέρνησης, το πρόβλημα για τον Ζοζέφ Αούν παραμένει: Δείχνει αδύναμος απέναντι στο Ισραήλ και η αδυναμία/απροθυμία του λιβανέζικου στρατού να αντιμετωπίσει την κατοχή εδαφών του υπήρξε διαχρονικά η πολιτική νομιμοποιητική βάση για τη διατήρηση της αυτόνομης στρατιωτικής δύναμης της Χεζμπολά.
Σιωνιστικές προκλήσεις
Με το χτύπημα στην Βηρυτό –ως «αντίποινα» στην εκτόξευση δύο πολιτικά «ορφανών» ρουκετών προς το Ισραήλ– αυτό το ζήτημα ανοίγει με νέα ένταση. Ο νέος γραμματέας της Χεζμπολά διευκρίνισε ότι οι ρουκέτες δεν ήταν της σιιτικής οργάνωσης και δήλωσε ότι αν το Ισραήλ δώσει συνέχεια σε αυτές τις επιθέσεις και η κυβέρνηση δεν καταφέρει να δώσει πολιτική λύση, «θα εξετάσουμε άλλες επιλογές». Ο πρόεδρος Αούν καταγγέλει την Ισραηλινή επιθετικότητα, απαιτεί διεθνή πίεση στο Σιωνιστικό κράτος, αλλά ταυτόχρονα η κυβέρνηση προχωρά σε συλλήψεις και έρευνες για να εντοπίσει την προέλευση των ρουκετών που εκτοξεύτηκαν προς το Ισραήλ.
Από τη σκοπιά της ανάγκης πολιτικής ενδυνάμωσης του Αούν και αποδυνάμωσης της Χεζμπολά, στις τάξεις των ευρωατλαντικών θινκ-τανκ, κάποιοι πολιτικοί αντίπαλοι της Αντίστασης ισχυρίζονται ότι το Ισραήλ θα βλάψει τα συμφέροντά του χτυπώντας τη Βηρυτό. Αλλά αυτή η σχολή σκέψης –που θέλει μια ιμπεριαλιστική σταθερότητα, στηριγμένη και σε «αραβικές συναινέσεις»– δείχνει να παλιώνει με γρήγορους ρυθμούς στην εποχή Τραμπ-Νετανιάχου και των φαντασιώσεων για επιβολή του «Μεγάλου Ισραήλ» μέσω της στρατιωτικής συντριβής κι υποταγής των γειτόνων του...
Η επίθεση στην Υεμένη
Ο Ντόναλντ Τραμπ δίνει γρήγορα δείγματα γραφής του δόγματος «Ειρήνη Μέσω της Ισχύος». Μετά την απειλή των Υεμένιων ανταρτών Χούθι να επαναφέρουν τον ναυτικό αποκλεισμό στην Ερυθρά Θάλασσα αν δεν λήξει ο αποκλεισμός της Γάζας, η αμερικανική κυβέρνηση εξαπέλυσε ένα μπαράζ καταστροφικών επιθέσεων στη φτωχότερη χώρα του αραβικού κόσμου.
Ο Τραμπ «κληρονόμησε» την πολιτική του Μπάιντεν, που είχε στείλει τον αμερικανικό Στόλο να επιχειρεί κατά της Υεμένης, αλλά την συνεχίζει «χωρίς γάντια». Στη διάρκεια όλου του 2024, είχαν καταγραφεί 305 χτυπήματα (από ΗΠΑ και Βρετανία αθροιστικά) και 106 νεκροί. Μόνο στο διάστημα 15-21 Μάρτη, καταγράφηκαν 56 πλήγματα και 57 νεκροί.
Ο αμερικανικός στρατός δεν διεξάγει πλέον μια «τιμωρητική» εκστρατεία –που χτυπούσε κυρίως βάσεις από τις οποίες εκτοξεύονταν πύραυλοι, κρατώντας ανοιχτές τις ειρηνευτικές συνομιλίες της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων με τους Χούθι. Χτυπά τις πόλεις, καταστρέφει υποδομές, στοχεύει πολιτικά και στρατιωτικά στελέχη της ισλαμικής οργάνωσης.
Η διαρροή της σχετικής συζήτησης της αμερικανικής κυβέρνησης αποκάλυψε τη δυσφορία του υπουργού Άμυνας και άλλων για το «ξελάσπωμα των Ευρωπαίων» (που θίγονται περισσότερο από το μπλόκο στο Σουέζ). Γιατί ο «κόφτε-το-λαιμό-σας» Τραμπ κλιμακώνει την επιθετικότητά του; Ο στόχος είναι η κάλυψη στο Ισραήλ (που δέχεται περιστασιακά πυραύλους από την Υεμένη) και το βλέμμα στη στρατηγική «μάξιμουμ πίεσης» στο Ιράν.
Ο Τραμπ προειδοποίησε ότι «αν οι Χούθι απαντήσουν, θα θεωρηθεί υπεύθυνη η Τεχεράνη». Ίσως ήλπιζε έτσι να μπει φρένο στις επιθέσεις σε πλοία και στο Ισραήλ: Στο μυαλό αυτού του τύπου, οι «μικροί» Χούθι δεν μπορεί παρά να δρουν κατόπιν εντολών του ανώτερου στην διεθνή ιεραρχία Ιράν. Αλλά το σίγουρο είναι ότι αποκάλυψε πού στοχεύει ο πόλεμος στην Υεμένη. Εξαπολύοντας σαρωτικές επιθέσεις, επιδιώκει να αποδυναμώσει ένα ακόμα έρεισμα του Ιράν στην περιοχή, για να μπορέσει μια μελλοντική «διαπραγμάτευση» να γίνει με την Τεχεράνη ακόμα πιο αποδυναμωμένη. Ταυτόχρονα, καθιστώντας το Ιράν υπεύθυνο (οι Χούθι ήδη αγνόησαν την απειλή Τραμπ και απάντησαν..), κραδαίνει την απειλή να μην φτάσουν ποτέ οι αμερικανοϊρανικές σχέσεις στο στάδιο της διαπραγμάτευσης…
Εν τω μεταξύ, η γκάφα του Πιτ Χέγκσεθ που οδήγησε στη διαρροή της ενδοκυβερνητικής συζήτησης, ασφαλώς προσφέρεται για χλεύη. Αλλά αυτό διαφέρει από τον θόρυβο που σήκωσαν στελέχη των Δημοκρατικών και μερίδα του φιλελεύθερου Τύπου. Οι αντιδράσεις όλων αυτών δείχνουν όλα όσα θέλετε να ξέρετε για την Δημοκρατική αντιπολίτευση: Δεν έχει πρόβλημα με την απόφαση για σαρωτικούς κατά βούληση βομβαρδισμούς στην Υεμένη, αλλά με τον «ερασιτεχνισμό» που οδήγησε σε διαρροή της συζήτησης επί της απόφασης…
Απειλές κατά της Συρίας
Η Συρία έζησε τη μεγαλύτερη κρίση της μετά τον εμφύλιο. Ένα μπαράζ ένοπλων επιθέσεων από πυρήνες παλιών καθεστωτικών «υπενθύμισε» ότι αυτές οι δυνάμεις παραμένουν ενεργές. Κατά την επιχείρηση καταστολής τους από τις κυβερνητικές δυνάμεις, ισλαμικές σουνιτικές πολιτοφυλακές που έσπευσαν στα παράλια να «συνδράμουν», προχώρησαν σε εκδικητικές μαζικές εκτελέσεις αμάχων αλαουϊτών επιβάλλοντας ένα κλίμα γενικευμένης τρομοκρατίας και «υπενθυμίζοντας» ότι το πολιτικοθρησκευτικό μίσος που αναπτύχθηκε στον εμφύλιο παραμένει επίσης ενεργό.
Τις ίδιες περίπου κρίσιμες μέρες, η νέα συριακή ηγεσία κατόρθωσε –προς το παρόν…– να «εξουδετερώσει» δύο διαφορετικές απειλές για την ενότητα της Συρίας, που συνδέονται άμεσα με τις Σιωνιστικές φιλοδοξίες.
Ο πρόεδρος Αχμέντ Αλ Σάρα ανακοίνωσε συμφωνίες με τις SDF (Κούρδοι και σύμμαχοί τους) και με τις βασικότερες ένοπλες ομάδες της επαρχίας Σουέιντα (όπου είναι συγκεντρωμένοι οι Δρούζοι). Πρόκειται για δυνάμεις που απολάμβαναν μια ντεφάκτο διευρυμένη αυτονομία. Αλλά πρόκειται επίσης για τις δύο πληθυσμιακές ομάδες που η κυβέρνηση Νετανιάχου δήλωνε έτοιμη «να προστατεύσει ενάντια στους τζιχαντιστές της Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ».
Είχε προηγηθεί η δημόσια έκκληση του Οτσαλάν, που προειδοποιούσε τους Κούρδους συντρόφους του για τις «ξένες παρεμβάσεις που απειλούν να μετατρέψουν σε γάγγραινα» το κουρδικό ζήτημα. Είχαν επίσης προηγηθεί οι διαδηλώσεις των Δρούζων ενάντια στη Σιωνιστική επιθετικότητα και υπέρ της ενότητας της Συρίας.
Αμέσως μετά τις συμφωνίες, η Ισραηλινή αεροπορία εξαπέλυσε χτυπήματα στην Νταράα και άλλες περιοχές της νότιας Συρίας. Το ίδιο είχε πράξει τη μέρα που διεξαγόταν στη Δαμασκό η «Συνδιάσκεψη Εθνικού Διαλόγου» για την επόμενη μέρα της χώρας. Είναι προφανές ότι σε κάθε μικρό βήμα που κάνει η Δαμασκός προς την αναστύλωση του συριακού κράτους, θα έχει από πάνω της τη Σιωνιστική επιθετικότητα.
Ο Νετανιάχου έχει απαιτήσει την αποστρατιωτικοποίηση της νότιας Συρίας, δηλώνοντας ρητά ότι δεν θα ανεχτεί την παρουσία στρατευμάτων «που συνδέονται με την Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ ή τη νέα κυβέρνηση» νότια της Δαμασκού! Αν στον Λίβανο οι Σιωνιστές «κρύβονται» πίσω από το διαχωρισμό της Χεζμπολά από την εθνική κυβέρνηση του Λιβάνου (που «καλείται να μαζέψει τη Χεζμπολά»), στη Συρία δεν διστάζουν να απειλούν ευθέως την κυβέρνηση της χώρας να «μαζέψει» τις… ένοπλες δυνάμεις της!
Η Δαμασκός συνεχίζει να μην απαντά (ένοπλα) στις προκλήσεις, αναδεικνύοντας την απροθυμία ή την αδυναμία της να συγκρουστεί με το Ισραήλ, αλλά στις διαδηλώσεις που γίνονται και στα κατεχόμενα εδάφη και στο κέντρο της Δαμασκού, ο συριακός λαός εκφράζει τις διαθέσεις του απέναντι στην Κατοχή. Παρά την προσπάθεια του Αλ Σάρα να καθησυχάσει τους πάντες (και κυρίως τη Δύση) για να εξασφαλίσει άρση των κυρώσεων και ένταξη της Συρίας στο διεθνές σύστημα, η πίεση στο νέο καθεστώς δεν θα λήξει εύκολα. Το ισραηλινό λόμπι πιέζει την κυβέρνηση Τραμπ να διατηρήσει τις κυρώσεις στη θέση τους, να μην αποχωρήσει από τη βορειοανατολική Συρία, αλλά και να δει με θετικό μάτι την παραμονή των… ρωσικών (!) βάσεων. Θα φανεί αν η Ουάσινγκτον θα επιχειρήσει να βρει γλώσσα συνεννόησης με τη νέα κυβέρνηση για να την προσεταιριστεί ή αν θα επικρατήσει -και στο συριακό μέτωπο- η σύμπλευση με τα πιο έξαλλα όνειρα του Νετανιάχου. Όνειρα που απειλούν με την πιθανότητα μιας μεγάλης πολεμικής αναμέτρησης. Γιατί το Τελ Αβίβ ασφαλώς δεν θέλει να δει το συριακό κράτος να ξαναστέκεται στα πόδια του (και με ανοιχτή την κατεύθυνση που θα πάρει χωρίς τον Άσαντ, «τον διάβολο που ήξερε»). Αλλά στοχοποιώντας τη Δαμασκό, το Ισραήλ προειδοποιεί και ενάντια στον προνομιακό σύμμαχο της κυβέρνησης Αλ Σάρα, την Τουρκία…