Συνέντευξη του Αμερικανού βετεράνου μαρξιστή Τζόελ Γκάιερ στην εφημερίδα Red Flag (Αυστραλία), ολόκληρη στο Rproject.gr

Πώς πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τις φιλοδοξίες του Τραμπ για τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό;
Από τη στιγμή της ορκωμοσίας του, ο Τραμπ έχει εξαπολύσει μια εκστρατεία σοκ και δέους. […]
Υπάρχει μέθοδος μέσα σε όλη αυτήν την παράνοια και συνδέεται με ένα πολύ μεγαλύτερο σχέδιο: να προετοιμαστεί η οικονομία, ο στρατός και ο πληθυσμός των ΗΠΑ για τον ανταγωνισμό και την αντιπαράθεση με την Κίνα, που συμπεριλαμβάνει και την πιθανότητα ενός παγκόσμιου πολέμου.
Αυτό δεν θα συμβεί άμεσα γιατί οι ΗΠΑ αυτήν τη στιγμή είναι απολύτως ανίκανες να πάνε σε πόλεμο ενάντια στην Κίνα και παρέμειναν απροετοίμαστες για ένα τέτοιο ενδεχόμενο επί πολλά χρόνια. Αλλά αυτή είναι η λογική πίσω από όλο το χάος -δεν πρόκειται για τυχαίες βολές.
Σε αντίθεση με την πρώτη διακυβέρνησή του, ο Τραμπ αυτήν τη φορά έχει την υποστήριξη τμημάτων της αμερικανικής άρχουσας τάξης με αποφασιστική ισχύ. Δεν συμφωνούν με όλα όσα κάνει. Αλλά οι αλλαγές των τελευταίων χρόνων στη παγκόσμια πολιτική και οικονομία τους ώθησαν να υποστηρίξουν αυτά που κάνει προκειμένου να προετοιμαστεί ο αμερικανικός πληθυσμός για μια αντιπαράθεση με την Κίνα.
Εξήγησέ μας την αντιπαλότητα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας.
Οι ΗΠΑ δεν είχαν ποτέ έναν αντίπαλο διεκδικητή τόσο σημαντικό όσο η Κίνα. […] Είναι πολύ ισχυρότερη δύναμη από τη Ρωσία του Ψυχρού Πολέμου, η οποία δεν αποτελούσε οικονομικό ανταγωνιστή. Οικονομικά, η Κίνα είναι ισχυρότερη από ό,τι ήταν η Γερμανία ή η Ιαπωνία πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από την εποχή της ανόδου των ΗΠΑ μεταξύ 1860 και 1890, όταν από καθυστερημένη χώρα έγινε κορυφαία βιομηχανική δύναμη μέσα σε 20-30 χρόνια, δεν έχει ξαναϋπάρξει άλλο φαινόμενο αντίστοιχο με την άνοδο της Κίνας τα τελευταία 25 χρόνια.
Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, η Κίνα έγινε το εργαστήρι του πλανήτη. Όταν οι ΗΠΑ παγκοσμιοποίησαν την οικονομία στις αρχές της δεκαετίας του 1990, μετέφεραν το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας τους στην Κίνα. Οι ΗΠΑ σήμερα εξαρτώνται από κινεζικά προϊόντα, εργοστάσια και εφοδιαστικές αλυσίδες -από τα iPhones μέχρι πίνακες οργάνων για τα αεροπλάνα του αμερικανικού στρατού, για στρατιωτικές προμήθειες και για καθημερινά πράγματα τα οποία έχουν όλοι ανάγκη.
Πριν 25 χρόνια, οι ΗΠΑ ήταν ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος των περισσότερων χωρών του πλανήτη. Η Κίνα έχει σήμερα εκτοπίσει τις ΗΠΑ στην παγκόσμια αγορά, στο βαθμό που σήμερα η Κίνα αποτελεί τον βασικό εμπορικό εταίρο 120 χωρών.
Μέσα από την Πρωτοβουλία Μία Ζώνη Ένας Δρόμος, η Κίνα επιχείρησε να οργανώσει την Ασία, την Αφρική και την Ευρώπη ως μια κοινή οικονομική ζώνη υπό κινεζική κυριαρχία.
Μέσα από το πλάνο «Made in China 2025», η Κίνα παρουσίασε τα σχέδιά της να κυριαρχήσει σε αρκετούς βιομηχανικούς κλάδους, που περιλαμβάνουν την παραγωγή ηλεκτρικών αυτοκινήτων, μπαταριών λιθίου, ηλιακής ενέργειας και άλλους τομείς, στους οποίους σήμερα κατέχει ηγετικό ρόλο. Έχει επίσης θέσει ως στόχο να απεξαρτηθεί από τις ΗΠΑ σε ζητήματα υψηλών τεχνολογιών, ημιαγωγών, τεχνητής νοημοσύνης κ.ο.κ.
Τα τελευταία 15 χρόνια, οι ΗΠΑ επιχείρησαν διάφορες προσεγγίσεις για να περιορίσουν την Κίνα -και απέτυχαν.
[…]
Η άρχουσα τάξη άρχισε να στρέφεται προς την προετοιμασία για μια σύγκρουση, η οποία επιταχύνθηκε τα τελευταία χρόνια μέσα από τρεις κρίσεις.
Η πρώτη ήταν η πανδημία, όταν οι ΗΠΑ βρέθηκαν αποκομμένες από τις προμήθειες υγειονομικού υλικού για τις οποίες εξαρτιούνταν από την Κίνα (όπως οι μάσκες). Επίσης δεν μπορούσαν να προμηθευτούν τα εξαρτήματα που χρειάζονταν για διάφορες βιομηχανίες, πράγμα που οδήγησε σε διακοπή της βιομηχανικής παραγωγής. Οδήγησε επίσης σε πληθωρισμό στα προϊόντα και στις μεταφορές. Η αμερικανική άρχουσα τάξη πείστηκε ότι δεν μπορεί να στηρίζεται σε εφοδιαστικές αλυσίδες από την Κίνα. Έτσι, η διακυβέρνηση Μπάιντεν υποστήριξε μια διαδικασία μεταφοράς των εφοδιαστικών αλυσίδων από την Κίνα προς φιλικές χώρες όπως το Βιετνάμ ή η Ινδία [“friendly shoring”, μετεγκατάσταση σε φίλους], ή στο Μεξικό και αλλού [“near shoring”, μετεγκατάσταση σε γείτονες]. Αλλά δεν κατάφερε να επαναφέρει αρκετές βιομηχανίες πίσω στις ΗΠΑ [re-shoring, επαναπατρισμός]. […]
Αλλά η βασική αλλαγή στη γνώμη της αμερικανικής άρχουσας τάξης ήρθε με τους πολέμους στην Ουκρανία και τη Γάζα. […]
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία οδήγησε σε μια επιτυχημένη αποκατάσταση των συμμαχιών των ΗΠΑ με τους συμμάχους στην Ευρώπη και τον Ινδο-Ειρηνικό υπό τον Μπάιντεν. […] Η Γαλλία, η Γερμανία και άλλες Ευρωπαϊκές χώρες συνειδητοποίησαν ότι ήταν ανίκανες να αμυνθούν απέναντι σε μια πυρηνική Ρωσία και ότι χρειάζονταν στρατιωτική προστασία από τις ΗΠΑ. Αυτό οδήγησε στην επανασυσπείρωση του ΝΑΤΟ και σε αυξημένες στρατιωτικές δαπάνες σε όλη την Ευρώπη.
Λίγο πριν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η Κίνα είχε υπογράψει μια συμμαχία με τη Ρωσία. Η Κίνα δεν ήταν πλέον ένας απλός εμπορικός εταίρος της Ευρώπης αλλά ένας σύμμαχος του απειλητικού της αντιπάλου. […]
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έπεισε την αμερικανική άρχουσα τάξη και για άλλα δύο πράγματα.
Αν πρόκειται να υπάρξει πόλεμος, πρέπει να ελέγχει τις προμήθειες πετρελαίου γιατί οι οικονομίες και οι στρατοί λειτουργούν με αυτό ως βάση. […] Οι ΗΠΑ κατέληξαν ότι δεν θα αποχωρήσουν από τη Μέση Ανατολή -αλλά θα επιχειρούσαν να επιβεβαιώσουν τον έλεγχο επί του πετρελαίου της.
Η αμερικανική άρχουσα τάξη επίσης συνειδητοποίησε ότι δεν διαθέτει τη στρατιωτική δυνατότητα να πάει σε πόλεμο. Για παράδειγμα, η Ουκρανία χρησιμοποιεί 8.000 βλήματα πυροβολικού την ημέρα κατά της Ρωσίας. Οι ΗΠΑ μπορούσαν να παράγουν μόνο 14.000 το μήνα -δηλαδή κάτι λιγότερο από βλήματα για 2 μέρες. Ένας πόλεμος με την Κίνα θα απαιτούσε πολύ περισσότερα βλήματα σε ημερήσια βάση.
Οι ΗΠΑ ενίσχυσαν κάπως την παραγωγική τους δυνατότητα, αλλά τα απαρχαιωμένα εργοστάσιά τους, χτισμένα πριν τον Πόλεμο του Βιετνάμ, μπορούσαν να αυξήσουν την παραγωγή μόλις στα 40.000 βλήματα τον μήνα. Η κυβέρνηση Μπάιντεν ήταν ανίκανη να αλλάξει αυτή την κατάσταση.
[…]
Ο πόλεμος στη Γάζα έδειξε επίσης τα όρια της αμερικανικής στρατιωτικής ικανότητας να διεξάγει πόλεμο σε πολλαπλά μέτωπα. Ενώ οι Χούθι της Υεμένης χτυπούσαν πλοία και εμπόδιζαν τη χρήση της Διώρυγας του Σουέζ, οι Αμερικανοί επιχείρησαν να τους καθαρίσουν. Μέσα σε μια μέρα, οι ΗΠΑ εξάντλησαν μεγάλο μέρος του αποθέματός τους σε πυραύλους Τόμαχοκ και Τζάβελιν.
Αυτήν τη στιγμή οι ΗΠΑ δεν μπορούν να παράξουν πολλά από τα όπλα που είναι αναντικατάστατα σε έναν πόλεμο με την Κίνα. Στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, οι ΗΠΑ αποκαλούνταν «το οπλοστάσιο της δημοκρατίας». […] Οι ΗΠΑ παρήγαγαν το 70% όλων των αεροπλάνων, τανκς, πλοίων, φορτηγών και πυρομαχικών της πολεμικής προσπάθειας των Συμμάχων. Ενώ σήμερα, αποτελεί ειρωνεία, αλλά εξαρτιούνται από τις αποφάσεις του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος για πολλές βιομηχανικές και στρατιωτικές προμήθειες.
Αυτή η συνολική αλλαγή στις δυναμικές του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού έπεισε σημαντικά τμήματα της αμερικανικής άρχουσας τάξης να στρέψουν την υποστήριξή τους στον Τραμπ.
Πώς εντάσσεται το πρόγραμμα του Τραμπ στην ευρύτερη αντιπαλότητα μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας;
Το σχέδιο του Τραμπ επιχειρεί να παλινορθώσει την αμερικανική οικονομική, πολιτική και στρατιωτική δύναμη απέναντι στην Κίνα. Αυτό προϋποθέτει αλλαγές στις δυναμικές που επικράτησαν στην παγκόσμια οικονομία και πολιτική τα τελευταία 40 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων η παγκοσμιοποίηση επέτρεπε το ελεύθερο εμπόριο σε μια ενοποιημένη παγκόσμια αγορά προϊόντων και επενδύσεων κεφαλαίου.
Αυτές οι γεωστρατηγικές σχέσεις της εποχής της παγκοσμιοποίησης τελείωσαν. Αν οι ΗΠΑ συνέχιζαν να υπερασπίζονται το ελεύθερο εμπόριο, θα συνέχιζαν να χάνουν από την Κίνα. […]
Το πρόγραμμα του Τραμπ είναι σχεδιασμένο ώστε να επαναφέρει τη βιομηχανική και στρατιωτική παραγωγή πίσω στις ΗΠΑ και όχι απλά σε φιλικές χώρες όπως επί Μπάιντεν. […] Τουλάχιστον το 20% της συνολικής αξίας των μεξικανικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ είναι από κινεζικές εταιρίες ή από εταιρίες-βιτρίνα της Κίνας. Όπως το έθεσε ο Τραμπ όταν απείλησε με δασμούς όλα τα μεξικανικά προϊόντα: Κάναμε συμφωνία με το Μεξικό, όχι με την Κίνα.
Αλλά πώς επαναφέρεις την παραγωγή πίσω στις ΗΠΑ; Οι αμερικανικές εταιρίες δεν αντιμετώπισαν καμιά κρατική πειθάρχηση επί δεκαετίες και προκειμένου να βγάλουν μεγαλύτερα κέρδη μετέφεραν την παραγωγή τους στην Κίνα, την Ινδία, το Βιετνάμ και άλλα μέρη όπου η εργασία είναι φτηνότερη.
Οι προτάσεις του Τραμπ έχουν σχεδιαστεί για να πείσουν τις αμερικανικές εταιρίες να επαναπατριστούν και να καταστήσουν την παραγωγή στις ΗΠΑ πιο κερδοφόρα από οπουδήποτε αλλού.
[…] Οι δασμοί του Τραμπ στοχεύουν να προστατεύσουν την αμερικανική παραγωγή αποκλείοντας τον εξωτερικό ανταγωνισμό, που θα επιτρέψει στις εγχώριες εταιρίες να αυξήσουν τις τιμές και τα κέρδη τους.
Προτείνει να μειώσει τη φορολόγηση των επιχειρήσεων από το 21% στο 15% (ίσως ακόμα περισσότερο για τις αμερικανικές επιχειρήσεις που παράγουν στις ΗΠΑ) και να αυξήσει τη φορολόγηση της παραγωγής τους στο εξωτερικό.
Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο για την αύξηση των κερδών είναι να παραχωρηθεί στους καπιταλιστές η «ελευθερία» να παράγουν όπως θέλουν, μέσω της απορρύθμισης, της καταστροφής όλων των νόμων που προστατεύουν τους εργαζόμενους και το κοινό, του στραγγαλισμού ή της διάλυσης όλων των κρατικών υπηρεσιών που επιβάλουν τέτοιους κανόνες και ρυθμίσεις.
Η κυβέρνηση Τραμπ πρόκειται να καταργήσει κάθε περιορισμό στην παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου για να παρέχει φτηνότερη ενέργεια. Δεν στοχεύουν μόνο στην ενεργειακή ανεξαρτησία των ΗΠΑ, αλλά στην ενεργειακή κυριαρχία των ΗΠΑ, με την ενέργεια της αμερικανικής βιομηχανίας να γίνεται φτηνότερη από αυτήν όλων των ανταγωνιστών της. Η προστασία του περιβάλλοντος μας τελείωσε.
Ο Τραμπ θέλει να αναθεωρήσει σε βάθος τον κρατικό και τον στρατιωτικό προϋπολογισμό. […] Πρότεινε μια γρήγορη αύξηση του πολεμικού προϋπολογισμού στο 5% του ΑΕΠ, δηλαδή σε 1,5 τρισ. δολάρια. Και αυτή θα είναι μόνο η αρχή. Στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ο πολεμικός προϋπολογισμός ήταν κάθε χρόνο στο 6-8% του ΑΕΠ και μερικές φορές έφτανε και στο 10%. Χρειάζονται αυτά τα χρήματα για να εκσυγχρονίσουν τον στρατό, να επιδοτήσουν τα εργοστάσια πυρομαχικών και να αναπτύξουν νέες μορφές διεξαγωγής πολέμου με χρήση υψηλών τεχνολογιών και της τεχνητής νοημοσύνης.
Τα σχέδιά τους περιλαμβάνουν περικοπές στο 40% του πολεμικού προϋπολογισμού που πηγαίνει σε μισθούς, έξοδα υγείας και επιδόματα για τον επαγγελματικό εθελοντικό στρατό, μέτρα που εφαρμόστηκαν μετά την κατάρρευση του αμερικανικού στρατεύματος στο Βιετνάμ. Θέλουν να αντιστρέψουν το Βιετνάμ και όλα όσα συνέβησαν κοινωνικά μετά τη δεκαετία του 1960. Μακροπρόθεσμα, σκέφτονται να επαναφέρουν τη στρατολόγηση κληρωτών, χωρίς τους καταναγκασμούς των ακριβών μισθών και των επιδομάτων.
[…]
Η κυβέρνηση Τραμπ επίσης προσπαθεί να αλλάξει τις αντιλήψεις για τον πόλεμο. Σήμερα, το 77% των αντρών στρατεύσιμης ηλικίας θα κόβονταν από τα τεστ της στρατολογίας γιατί είναι υπέρβαροι, παίρνουν ναρκωτικά, έχουν φαρμακευτική αγωγή κλπ. Αυτό αποτελεί μέρος της ερμηνείας για όλη αυτήν την anti-woke αρρενωπή ενέργεια: η προσπάθεια να ξαναβρεθεί ο πληθυσμός στην κατάλληλη κατάσταση για να «αναβιώσει η ηθική του πολεμιστή».
Η κουλτούρα που πρέπει να αναπτυχθεί είναι αυτή που χρειάζεται ένας στρατός όπως ο Ισραηλινός -που μπορεί να διαπράττει εγκλήματα πολέμου και «παράπλευρες απώλειες αμάχων». […] Αυτό σημαίνει να είσαι anti-woke. Γι’ αυτό επιχειρούν να απαλλαγούν από ανθρώπους που δείχνουν συμπάθεια στις ιδέες της διαφορετικότητας και της συμπερίληψης. Θέλουν πολεμιστές για όταν θα πάνε σε πόλεμο.
Η μετανάστευση επίσης παίζει ρόλο. Αν πρόκειται να πας σε πόλεμο, χρειάζεσαι ασφαλή σύνορα. Δεν μπορείς να αφήσεις τον καθένα να περνά τα σύνορά σου. Υπάρχει επίσης η προσπάθεια να δημιουργηθούν πατριωτικά, ξενοφοβικά, ρατσιστικά αισθήματα στον πληθυσμό. Ότι δηλαδή είμαστε όλοι ενωμένοι -και όχι διαιρεμένοι από την διαφορετικότητα. Είμαστε όλοι ενωμένοι ενάντια στον υπόλοιπο πλανήτη.
[…]
Η αμερικανική άρχουσα τάξη δεν έχει ενστερνιστεί αυτές τις πολιτικές του Τραμπ. Σε όλη τη διάρκεια της έναρξης της προσπάθειας «Να Ξαναγίνει η Αμερική Μεγάλη» οι καπιταλιστές ήταν γενικά ντροπιασμένοι, θυμωμένοι, αποθαρρυμένοι, αλλά παρέμειναν σιωπηλοί. Αλλά ως τάξη, είναι πολύ αφοσιωμένη στο συνολικό οικονομικό και στρατιωτικό σχέδιο του Τραμπ για να διατυπώσουν δημόσιες διαφωνίες. Παρά τον τεράστιο πλούτο και τη μεγάλη ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους, είναι πολιτικά ηλίθιοι, αδύναμοι, δειλοί και φοβισμένοι από έναν ημι-Βοναπάρτη Τραμπ: Έχουν στηθεί στην ουρά για να «του φιλήσουν το δαχτυλίδι» και συνεχίζουν να πλανιούνται από την απληστία τους και τις υποσχέσεις του για αμύθητα πλούτη.
Η εναντίωση στο πρόγραμμα του Τραμπ θα απαιτήσει ένα λαϊκό ξεσηκωμό από τα κάτω. Θα χρειαστεί χρόνος για να αναπτυχθεί η αναγκαία αυτοπεποίθηση, η συνείδηση και οι δομές που θα επιτρέψουν μια αποτελεσματική απάντηση. Αλλά ήδη, από τον πρώτο «μήνα του μέλιτος» της προεδρίας Τραμπ, η εχθρότητα απέναντι στις πολιτικές του έχει προκαλέσει λαϊκό θυμό, ραγδαία πτώση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και ένα αίσθημα απέχθειας προς την παθητικότητα που δείχνουν οι φιλελεύθεροι. Τίποτε από αυτά δεν έχει βεβαιότητες, αλλά είναι όλα πρώιμα ελπιδοφόρα σημάδια μιας μοριακής διαδικασίας προς την ανοικοδόμηση μιας μαχόμενης Αριστεράς.
[…]