Αξιολόγηση, ιδιωτικοποίηση, διώξεις εκπαιδευτικών

Στην εκπαίδευση μια σοβαρή σύγκρουση βρίσκεται σε εξέλιξη. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προσπαθεί δια πυρός και σιδήρου να επιβάλλει τις νεοφιλελεύθερες επιλογές της, αλλάζοντας τόσο την εργασιακή κατάσταση των εκπαιδευτικών όσο και ανοίγοντας το δρόμο στην ιδιωτικοποίησή της.
Το μπαράζ των πειθαρχικών διώξεων
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, ξεπερνάνε τις 2.000 οι κλήσεις δασκάλων και καθηγητών σε πειθαρχικά. Η βασική αιτία είναι η συμμετοχή στην απεργία αποχή από την ατομική αξιολόγηση, που έχει προκηρύξει η ΔΟΕ και η ΑΔΕΔΥ αντίστοιχα. Και είναι πειθαρχικά που αφορούν όλο τον κλάδο, ανεξάρτητα από τα χρόνια προϋπηρεσίας. Η συμμετοχή στην απεργία θεωρείται άρνηση αξιολόγησης και ειδικό πειθαρχικό αδίκημα, κάτι που με βάση το νόμο επισύρει ποινή στέρησης μισθού ενός μήνα το λιγότερο, και συνεπώς διώκεται πειθαρχικά. Είναι σα να λέμε ότι η συμμετοχή σε μια 24ωρη απεργία αρκεί για να σε θεωρήσει η υπηρεσία «αδικαιολογήτως απών ή απούσα». Με λίγα λόγια, το ίδιο το δικαίωμα στην απεργία αμφισβητείται! Και βέβαια να αναφέρουμε ότι δε πρόκειται για παράνομη απεργία, μια και τόσο η απεργία της ΔΟΕ που καλύπτει τους δασκάλους/ες όσο και η απεργία της ΑΔΕΔΥ που καλύπτει τους καθηγητές/τριες δεν έχουν προσβληθεί από το υπουργείο στα δικαστήρια. Το υπουργείο απλά δηλώνει ότι δεν τις θεωρεί νόμιμες επειδή προηγούμενες απεργίες από τις ομοσπονδίες και την ΑΔΕΔΥ είχαν κριθεί παράνομες. Κάθε όμως απεργία, όπως είναι γνωστό, κρίνεται αυτοτελώς στα δικαστήρια.
Οι κλήσεις σε πειθαρχικά βέβαια δεν περιορίζονται στους απεργούς εκπαιδευτικούς. Ένα γενικευμένο κλίμα πειθαρχικών διώξεων για συνδικαλιστική δράση αλλά και για διατύπωση γνώμης, έχει απλωθεί σε όλη την εκπαίδευση. Η πιο σοβαρή περίπτωση πειθαρχικής δίωξης είναι της Χρύσας Χοτζόγλου που έχει τεθεί σε δυνητική αργία, με απόφαση του πρώην υπουργού Παιδείας Κυριάκου Πιερρακάκη. Αυτό σημαίνει ότι έως να εκδικαστεί το πειθαρχικό έχει παυθεί από την εργασία της και παίρνει το μισό μισθό. Ο λόγος της συγκεκριμένης αντιμετώπισής της είναι, όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της η ΕΛΜΕ Πειραιά, επειδή: «εξέφρασε από κοινού με μαθητές της, τη διαφωνία της με την πραγματοποίηση της αξιολόγησης σε νεοδιόριστη εκπαιδευτικό, δηλαδή εξέφρασε την αντίθεση του κλάδου στην αξιολόγηση, όπως αποτυπώνεται και στις συλλογικές αποφάσεις ΟΛΜΕ και ΕΛΜΕ». Η δυνητική αργία στην Χρύσα Χοτζόγλου επιβλήθηκε παρότι το πειθαρχικό συμβούλιο, στο οποίο είχε καταρχήν τεθεί το ερώτημα, είχε αποφασίσει ομόφωνα να απορριφτεί το αίτημα του πρώην υπουργού. Αυτό βέβαια έγινε μετά από μια μαζική εκπαιδευτική απεργιακή κινητοποίηση και συγκέντρωση έξω από το χώρο που συνεδρίαζε το πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο Πειραιά, τον Οκτώβρη. Μαζί της διώκεται πειθαρχικά για τον ίδιο λόγο και ο αναπληρωτής εκπαιδευτικός Δημήτρης Χαρτζουλάκης, μέλος του ΔΣ της ΕΛΜΕ Πειραιά, που απειλείται με απόλυση. Και στους δύο έχει γίνει και μήνυση από την Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Πειραιά.
Η συνέχιση της αξιολόγησης είναι στην ατζέντα και της νέας υπουργού Παιδείας. Άλλωστε η κυβέρνηση βλέπει τη μόνη πιθανότητα επιβίωσής της στο τσάκισμα του λαϊκού και εργατικού κινήματος και στην επιβολή και εμβάθυνση των επιθέσεων στην εκπαίδευση και στους εκπαιδευτικούς. Οι πειθαρχικές παραπομπές μάλιστα, θα κριθούν από τα νέα πειθαρχικά συμβούλια που μόλις στελεχώθηκαν, με τον αποκλεισμό των αιρετών εκπροσώπων των εκπαιδευτικών -κάτι που δεν αφορά το υπόλοιπο δημόσιο όπου οι εκπρόσωποι των εργαζομένων συμμετέχουν κανονικά. Για να απαντηθεί έτσι και ένα επιχείρημα όσων συμμετείχαν στις ηλεκτρονικές εκλογές για τα υπηρεσιακά συμβούλια -από τις οποίες απείχε η Αριστερά- ότι δηλαδή έχει σημασία η παρουσία αιρετών του κλάδου στα πειθαρχικά συμβούλια!
Ο ρόλος της αξιολόγησης στην επιβολή του νεοφιλελευθερισμού
Δεν είναι τυχαία βέβαια η επιμονή της κυβέρνησης και του υπουργείου στην εφαρμογή της αξιολόγησης στους εκπαιδευτικούς αλλά και σε όλο το δημόσιο. Άλλωστε ο Μητσοτάκης μίλησε για την συνταγματοποίηση της αξιολόγησης και την άρση της μονιμότητας ως αίτημα της κοινωνίας. Είναι φανερό πως προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τον κοινωνικό αυτοματισμό για να εφαρμόσει τα σχέδιά του για ιδιωτικοποίηση ή κατάργηση ολόκληρων τομέων του δημοσίου. Με την αξιολόγηση επιχειρεί καταρχήν να χρεώσει την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στους δημόσιους υπαλλήλους που «δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους».
Παρόμοια είναι και η σκοπιμότητα της επιβολής της αξιολόγησης στην εκπαίδευση. Τα προβλήματα που προκαλούνται στην εκπαίδευση λόγω της υποχρηματοδότησης οδηγούν και σε αστοχία των υποδομών (σοβάδες καταρρέουν, σχολικές αίθουσες μπάζουν νερά, πόρτες πέφτουν, σχολεία αναστέλλουν τη λειτουργία τους κ.λπ.) αλλά και σε τραγικές ελλείψεις εκπαιδευτικών, μια που κενά εκπαιδευτικών υπάρχουν ακόμη και πολύ μετά την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Η καθήλωση των μισθών των εκπαιδευτικών που αναγκάζονται να κοιμούνται σε κάμπινγκ και αυτοκίνητα στα νησιά και να εγκαταλείπουν τα σπίτια τους από τον Μάιο, έχει οδηγήσει στις παραιτήσεις εκατοντάδων αναπληρωτών από τις αρχές της σχολικής χρονιάς. Επίσης τα σχολεία δεν έχουν υποστηρικτικό προσωπικό (ψυχολόγους, νοσηλευτές/τριες, φύλακες, γραμματειακή υποστήριξη). Και βέβαια όλη η προσπάθεια για περικοπή των λειτουργικών δαπανών έχει οδηγήσει σε υπερμεγέθη τμήματα, υποχρεωτικές υπερωρίες των εκπαιδευτικών, συγχωνεύσεις σχολείων, στέγαση σε λυόμενα.
Παράλληλα είναι σε εξέλιξη μια εντατικοποίηση της εκπαίδευσης που δυσκολεύει πολύ την πορεία της νεολαίας στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα. Η τράπεζα θεμάτων, η ελάχιστη βάση εισαγωγής για την είσοδο στα πανεπιστήμια, οι όλο και αυξανόμενες απαιτήσεις, κάνουν δυσκολότερη την παρακολούθηση του προγράμματος σπουδών για όλο και μεγαλύτερο κομμάτι της νεολαίας και εμποδίζουν την πρόσβασή του στο πανεπιστήμιο. Παράλληλα βέβαια με την απαξίωση της εκπαίδευσης και των πτυχίων, μια και η ανεργία των πτυχιούχων και οι χαμηλές αποδοχές θεωρούνται κάτι φυσιολογικό στην ελληνική πραγματικότητα.
Η αξιολόγηση και εδώ εξυπηρετεί στην εναπόθεση των ευθυνών για όλα τα παραπάνω, στους εκπαιδευτικούς. Κάνει όμως και κάτι περισσότερο από αυτό. Διαλύει τη συλλογικότητα στα σχολεία και υπονομεύει κάθε αντίδραση, σπέρνοντας το φόβο και τον ανταγωνισμό. Ο ενισχυμένος ρόλος του διευθυντή-μάνατζερ-αξιολογητή, με Δ κεφαλαίο, η διαρκής αποψίλωση των αρμοδιοτήτων του συλλόγου διδασκόντων, η δημιουργία διαφόρων νέων θεσμών (μέντορες, συντονιστές κτλ.) η μετατροπή των συμβούλων σε αξιολογητές, η αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας, όλα αυτά δείχνουν ότι το «διαίρει και βασίλευε» μαζί με την επιβολή του φόβου είναι το αποτέλεσμα της επιβολής της αξιολόγησης. Ταυτόχρονα επιβάλλει και την έλλειψη αντιδράσεων για αλλαγές στο ίδιο το περιεχόμενο της διδασκαλίας. Η αυτολογοκρισία και η προσαρμογή της διδασκαλίας στις ανάγκες των εξετάσεων PISA που, εφόσον γενικευτούν, θα λειτουργήσουν ως εργαλείο για την αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών θα είναι ένα ακόμα αποτέλεσμα της επιβολής του επιθεωρητισμού στην εκπαίδευση. Ο διακηρυγμένος στόχος, η λεγόμενη «αυτονομία της σχολικής μονάδας» οδηγεί σε ένα σχολείο που θα αναζητά πόρους για να λειτουργήσει, που θα είναι έντονα κατηγοριοποιημένο, με «καλά» και «υποβαθμισμένα» σχολεία, και που στο τέλος του δρόμου θα είναι τμήμα μιας πολύ πιο έντονα ταξικής εκπαίδευσης που θα αφορά τους λίγους κι εκλεκτούς.
Όλα τα παραπάνω, ενώ είναι σε εξέλιξη η διαδικασία ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης. Η δημιουργία των Ωνάσειων σχολείων που διαρκώς αυξάνονται, οι Ακαδημίες Επαγγελματικής Εκπαίδευσης που αναμένεται να λειτουργήσουν το επόμενο διάστημα, η είσοδος του διεθνούς μπακαλορεά (International Baccalaureate) στο δημόσιο σχολείο, που θα επιτρέπει, σε όσους μπορούν να το πληρώσουν, την χωρίς εξετάσεις είσοδο στα μη κρατικά καταρχήν, αλλά και στα δημόσια στη συνέχεια, πανεπιστήμια, η ίδρυση των μη κρατικών πανεπιστημίων είναι όλα βήματα στην κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης ολοένα και μεγαλύτερων τμημάτων της εκπαίδευσης.
Ποια μπορεί να είναι
η απάντηση;
Η μάχη που αυτή τη στιγμή δίνεται στην εκπαίδευση αφορά όλη την κοινωνία. Το τι εκπαίδευση θα υπάρχει τα αμέσως επόμενα χρόνια θα καθοριστεί από την ταξική σύγκρουση που μπορεί να έχει προμετωπίδα την αξιολόγηση και τα πειθαρχικά, αλλά αφορά τη συνολικότερη λειτουργία του δημόσιου σχολείου και την εργασιακή και μισθολογική κατάσταση των εκπαιδευτικών. Σίγουρα δεν είναι μια εύκολη μάχη. Ένα κομμάτι εκπαιδευτικών έχει υποχωρήσει και έχει αποδεχτεί την αξιολόγηση από φόβο για τις συνέπειες. Ένα σημαντικό όμως τμήμα των εκπαιδευτικών συνεχίζει να αντιστέκεται. Η μεγαλειώδης πανελλαδική πορεία που έγινε στην Αθήνα στις 29 Μάρτη μετά από κάλεσμα των ομοσπονδιών της εκπαίδευσης, συγκέντρωσε χιλιάδες κόσμου που είναι αποφασισμένος να αντισταθεί.
Οι κινητοποιήσεις για τα Τέμπη και ο πανεργατικός σεισμός της 28ης Φλεβάρη -όπου οι εκπαιδευτικοί συμμετείχαν σε εντυπωσιακό ποσοστό- έχουν απονομιμοποιήσει σε μεγάλο βαθμό την κυβερνητική πολιτική και έχουν αποκαλύψει την αδυναμία της κυβέρνησης. Ο αγώνας όμως πρέπει να έχει και κλαδικά χαρακτηριστικά. Δεν είναι αυτόματη η μεταφορά του αγωνιστικού κλίματος των κεντρικών απεργιών και διαδηλώσεων στον κάθε κλάδο ξεχωριστά. Πρέπει να σπάσει ο φόβος που καλλιεργείται από τον αυταρχισμό της διοίκησης και να γίνει συνείδηση ότι δεν υπάρχει ατομική σωτηρία αλλά η λύτρωση περνάει μέσα από τη νίκη του συλλογικού αγώνα. Χρειάζεται συστηματική προσπάθεια ώστε ο κάθε κλάδος να μπολιαστεί με το κλίμα και την αγωνιστικότητα των κινητοποιήσεων για το έγκλημα των Τεμπών. Να γίνει πλειοψηφική η αίσθηση ότι μπορούμε να νικήσουμε.
Σε ό,τι αφορά τους εκπαιδευτικούς, η ενότητα στη δράση της εκπαιδευτικής Αριστεράς, θα βοηθήσει ώστε κάτι τέτοιο να γίνει εφικτό. Η πανεργατική απεργία στις 9 Απρίλη δίνει τη δυνατότητα να υπάρξει μια μεγάλη ακόμη απεργία και συγκέντρωση που θα βάλει κεντρικά πίεση στην κυβέρνηση ενώ ταυτόχρονα θα μπορεί να εμπνευστεί ξανά ο κλάδος για να συνεχίσει τη μάχη τόσο ενάντια στην αξιολόγηση όσο και για την υπεράσπιση των εργασιακών του δικαιωμάτων και τη διάσωση του δημόσιου σχολείου.
Μια κυβέρνηση που δεν μπορεί να κυβερνήσει έναν πληθυσμό που αναστέλλει με τη δράση του την πολιτική της, είναι μια κυβέρνηση με ημερομηνία λήξης. Και είναι η κλιμάκωση των αγώνων μας που θα εξασφαλίσει ότι η ημερομηνία λήξης δε θα αφορά μόνο την κυβέρνηση αλλά και την πολιτική της, που έχει στόχο να παραδώσει όλα τα κοινωνικά αγαθά στην ελίτ του πλούτου και των προνομίων.