Η ΝΔ προς τη «μετά τον Μητσοτάκη» εποχή

Ο πρόλογος μιας γενικής πολιτικής κρίσης
 

Ημερ.Δημοσίευσης
Συντάκτης
Μαρία Μπόλαρη

Από τις ευρωεκλογές, όταν ο Μητσοτάκης υποχρεώθηκε να παραδεχτεί ότι το ποσοστό αυτοδυναμίας της ΝΔ «δεν υπάρχει πλέον», είχαμε διατυπώσει την εκτίμηση ότι η Δεξιά μπαίνει σταδιακά στην «μετά τον Μητσοτάκη» εποχή της, μια περίοδο που θα συνοδευόταν από τρανταγμούς, αστάθειες και κρίσεις. 
Δεν ήταν, ασφαλώς, αναπόφευκτο. Ο Μητσοτάκης είχε μπροστά του πολιτικό χρόνο για να επιχειρήσει να «γυρίσει το παιχνίδι» μέχρι την αναπόφευκτη εκλογική αναμέτρηση, στην καλύτερη γι’ αυτόν περίπτωση μέχρι το 2027. Επίσης, η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση ολοφάνερα βρισκόταν σε κατάσταση παράλληλης βαθιάς κρίσης, τόσο σε επίπεδο στρατηγικής όσο και στη συγκεκριμένη πολιτική γραμμή των βασικών κομμάτων της.
Στους μήνες που ακολούθησαν φάνηκε ότι άλλοι μεγαλύτεροι παράγοντες, η οικονομική και κοινωνική κυβερνητική πολιτική και οι συνέπειές της πάνω στην πλειοψηφία των εργαζόμενων και λαϊκών μαζών, είχαν την αποφασιστική σημασία.
Ιδιωτικοποιήσεις
Τα Τέμπη αποδείχθηκαν ένα σημείο καμπής. Δεν ήταν μόνο η οργή για τα θύματα. Δεν ήταν μόνο ο θυμός για την ολοφάνερη απόπειρα της κυβερνητικής προσπάθειας για συγκάλυψη. Ήταν επίσης η σύνδεση που έκανε ο κόσμος με ένα πάγιο στοιχείο της κυβερνητικής-καθεστωτικής πολιτικής στα τελευταία χρόνια: τις ιδιωτικοποιήσεις. Και αυτό έγινε εφικτό σε μαζικό επίπεδο, γιατί ο κόσμος έχει συσσωρεύσει πικρές εμπειρίες για τις συνέπειες των ιδιωτικοποιήσεων όχι μόνο στις μεταφορές και το οφθαλμοφανές έγκλημα στο σιδηρόδρομο, αλλά επίσης στην εκπαίδευση, στην υγεία, στην ενέργεια κ.ο.κ. Στις 28 Φλεβάρη, το προχώρημα του κόσμου από την οργή στο δρόμο, ήταν ένα βήμα που προκάλεσε και θα προκαλεί πολιτικές συνέπειες. 
Οι ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι ένα απομονωμένο «κόκκινο πανί» που διαχωρίζει πλατιά τμήματα κόσμου από την κυβερνητική πολιτική του Μητσοτάκη. Σε όλες τις δημοσκοπήσεις η ακρίβεια χαρακτηρίζεται ως το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της πλειοψηφίας. Και σε αυτόν τον επικίνδυνο για την κυβέρνηση τομέα, ο κόσμος αρχίζει να κάνει συνδέσεις αποφασιστικής πολιτικής σημασίας. Που τις τροφοδοτεί η καθημερινή κυβερνητική πολιτική. Ας σταχυολογήσουμε από την επικαιρότητα. 
Ταξική μονομέρεια
Η κυβέρνηση και ειδικότερα η υπουργός Εργασίας, Νίκη Κεραμέως, πανηγυρίζουν για την αύξηση του κατώτατου μισθού που το 2024 έφτασε, λέει, στα 830 ευρώ. Την ίδια στιγμή τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας και της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι ο μέσος πραγματικός μισθός της εργατικής τάξης παραμένει καθηλωμένος, γιατί ένα όλο και μεγαλύτερο τμήμα των εργατών πιέζεται προς τον κατώτατο μισθό. Περίπου το 50% του συνολικού εργατικού δυναμικού το 2024 είχε μισθό κατώτερο των 1.000 ευρώ! Η σκληρή κατάσταση που δημιούργησε η «μνημονιακή» περίοδος και η ενίσχυση των εργοδοτικών μηχανισμών, δεν αντιμετωπίζεται με την υποκριτική αναφορά στην «ελευθερία» για Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Αφενός, γιατί στην Ελλάδα το ποσοστό των εργαζομένων που «καλύπτεται» από ΣΣΕ παραμένει εξαιρετικά χαμηλό (26%), πολύ κάτω ακόμα και από το όριο που έχει βάλει η νεοφιλελεύθερη Κομισιόν με την αντίστοιχη Ευρωπαϊκή Οδηγία (80%). Αφετέρου, γιατί οι εργοδότες, αξιοποιώντας στο έπακρο την κυβερνητική πολιτική, επιτυγχάνουν Συμβάσεις που στην πλειοψηφία τους (62%) «συνομολογούν» μηδενικές (!) αυξήσεις στους μισθούς, ενώ στη μειοψηφία τους «παραχωρούν» αυξήσεις κατά μέσο όρο 2%, δηλαδή κάτω από τον πληθωρισμό και κατά πολύ κάτω από τον πληθωρισμό τροφίμων που είναι καθοριστικός για το εργατικό εισόδημα. 
Αυτή η σκληρή πολιτική απέναντι στον εργατικό μισθό (και τις συντάξεις!) συνδυάζεται με μια μεγάλη «γενναιοδωρία» προς το από πάνω τμήμα της κοινωνίας. Τα στοιχεία σχετικά με την απόδοση των φόρων αποδεικνύουν ότι ένα ελάχιστο ποσοστό μεγαλοοφειλετών, το 0,3%, παρακρατά το 76% του χρέους. Σε απλά ελληνικά αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση που αρνείται να μειώσει τον ΦΠΑ-καρμανιόλα, που αρνείται να μειώσει τους σκληρούς συντελεστές φορολόγησης των χαμηλών εισοδημάτων, επιτρέπει σε μια δράκα μεγάλων εταιρειών να διασφαλίζουν πρόσφατη «ρευστότητα» με τη μαζική φοροαποφυγή και φοροκλοπή. 
Μέσα σε αυτό το κλίμα «ταξικής μονομέρειας», η απόφαση του Δένδια να δώσει αυξήσεις στους αξιωματικούς, αυξήσεις που φτάνουν ακόμα και στο 20%, είναι μια χοντροκομμένη πρόκληση. 
Ο Μητσοτάκης επιμένει ότι θα επιχειρήσει να «γυρίσει το παιχνίδι» μέχρι το 2027. Ταυτόχρονα υπογραμμίζει ότι θα το επιχειρήσει διατηρώντας την ίδια πολιτική, με κέντρο τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις. 
Είναι εξαιρετικά αμφίβολο το αν θα αντέξει μέχρι το 2027. Όμως δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η συνέχεια αυτής της πολιτικής ενέχει τον κίνδυνο για ακόμα μεγαλύτερες απώλειες της ΝΔ. 
Πονοκέφαλοι
Σε όλες τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις η ΝΔ βρίσκεται κάτω από το 30%, με αποτέλεσμα των σύνολο των δημοσκόπων να ομοφωνεί στο συμπέρασμα ότι η στρατηγική της αυτοδυναμίας είναι πολιτικά νεκρή. Πλησιάζοντας περισσότερο προς το 25%, το κόμμα του Μητσοτάκη αντιμετωπίζει έναν πρόσθετο κίνδυνο: να χάσει το «μπόνους» του εκλογικού νόμου προς το πρώτο κόμμα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό υπερβαίνει το 25% των ψηφισάντων, και να οδηγηθεί σε μια Κοινοβουλευτική Ομάδα της τάξης των 70-75 βουλευτών που θα μετατρέπει την πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης σε άλυτο σταυρόλεξο. 
Σε αυτό το σημείο οι εσωκομματικοί «προβληματισμοί» στη ΝΔ συναντιούνται με τις ευρύτερες καθεστωτικές ανησυχίες σχετικά με τις προοπτικές μιας επικίνδυνης πολιτικής κρίσης στον ελληνικό καπιταλισμό. Γιατί τα πεπραγμένα της κυβέρνησης Μητσοτάκη κάνουν εξαιρετικά απίθανες, τουλάχιστον υπό την ηγεσία του, τις κυβερνήσεις «ευρύτερων συναινέσεων» που τα πιθανότατα εκλογικά αποτελέσματα θα κάνουν αναπόφευκτες. 
Το σύνολο αυτών των διαπιστώσεων μειώνει την πειθαρχία και τη συνοχή του κόμματος της ΝΔ. 
Η φιέστα του Δένδια, με την παρουσία της «τριανδρίας» Α. Σαμαρά-Κ. Καραμανλή-Πρ. Παυλόπουλου, ήταν ένα σαφές πρώτο βήμα. Όμως η σύγκλιση της «παραδοσιακής» με τη «σκληρή» Δεξιά, τι έχει να πει για τη σημερινή συγκυρία; Η αναφορά του Δένδια στο πεντάπτυχο «ταυτοτικών αξιών» (Πατρίδα-Γλώσσα-Παραδόσεις-Θρησκεία-Οικογένεια) θυμίζει το χουντικό τρίπτυχο (Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια), αλλά για να αποκτήσει πολιτική δυναμική χρειάζεται πολλές άλλες επεξεργασίες και πολιτικές πρωτοβουλίες. 
Στον ανασχηματισμό φάνηκε να πριμοδοτεί ο Μητσοτάκης, ως προς τη διαδοχή του, τον Κωστή Χατζηδάκη. Αν η ΝΔ επιλέξει να αντιμετωπίσει τις επόμενες εκλογές με επικεφαλής τον «Σούπερμαν» των ιδιωτικοποιήσεων και αρχιτέκτονα του πιο δογματικού νεοφιλελευθερισμού, τότε ακόμα και το 25% μπορεί να αποδειχθεί άπιαστος στόχος. 
Για την ώρα όλες οι βαρωνίες μέσα στη ΝΔ συμφωνούν στο ότι δίνουν στον Μητσοτάκη τη δυνατότητα να «κρατήσει το τιμόνι» μέχρι τις επόμενες εκλογές, και στην περίπτωση των δυσμενών προβλέψεων να καθοδηγήσει ο ίδιος τη διαδοχή του («αλλαγή εν πλω»). Με μια απειλητική υποσημείωση: αν εμφανιστούν δημοσκοπήσεις που δείχνουν τη ΝΔ κάτω από το… 20%, τότε η διαδικασία θα μετατραπεί σε άτακτη. 
Αγώνες
Αυτή η προοπτική δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί από τον κόσμο μας και την Αριστερά αναγνωρίζοντας την προτεραιότητα των κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Το φιάσκο με την πρόταση μομφής μετά το σεισμό της 28ης Φλεβάρη είναι διδακτικό. Η περίοδος που έρχεται πρέπει να έχει στο κέντρο της την κλιμάκωση και το συντονισμό των αγώνων από τα κάτω, με στόχο να μετατρέψουμε τις αδυναμίες μιας αντιδραστικής κυβέρνησης σε κατακτήσεις του κόσμου μας, με βάση ένα πρόγραμμα εργατικών και λαϊκών διεκδικήσεων. Μια τέτοια τακτική, πέρα από το αποτελεί την καλύτερη απάντηση στον Μητσοτάκη και στην κλίκα του, θα περιορίζει και τις δυνατότητες όλων των άλλων βαρώνων και παράκεντρων της Δεξιάς να επεξεργαστούν έγκαιρα μια εναλλακτική ηγετική λύση. 

Φύλλο Εφημερίδας

Κατηγορία